
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.5917/22
30 Μαΐου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Α. C.
Αιτήτρια
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Κα Κ. Μιχαηλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Κος Ρ. Ευαγγέλου, μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Αγγλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία της κοινοποιήθηκε στις 18/08/22 με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, η οποία και συνάπτεται στην προσφυγή.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια έρχεται από τη Σιέρρα Λεόνε, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 26/03/21 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 31/05/21 (ερ.1-3, 22).
Στις 15/07/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία, όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.11-22). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε Έκθεση και στις 09/08/22 το αίτημα για διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.30-41).
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία δόθηκε διά χειρός στις 18/08/22, σε γλώσσα την οποία κατανοεί (ερ.45, 3).
Επί της αιτήσεως ασύλου η αιτήτρια καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω του ότι συλλήφθηκε από άτομα της κοινότητάς της, μαζί με τη φιλενάδα της, επειδή «έκαναν έρωτα» και τα άτομα που τους συνέλαβαν είπαν ότι η αιτήτρια άξιζε να πεθάνει, καθώς θεωρούσαν ότι είναι έκτρωμα (abomination) προς τους «θεούς τους της γης» να κάνουν έρωτα δύο γυναίκες. Για τον λόγο αυτό η αιτήτρια αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της για να σώσει της ζωή της.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε η αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε και διέμενε όλη της τη ζωή στη Freetown, είναι χριστιανή, απόφοιτος λυκείου, με πτυχίο στην κοινωνική εργασία από πανεπιστήμιο της Freetown, μιλά αγγλικά, έκανε την πρακτική της αλλά δεν βρήκε εργασία, είναι άγαμη, με ένα τέκνο, το οποίο διαμένει με τη μητέρα της στη Freetown, έχει 4 αδέλφια και ο πατέρας της απεβίωσε το 2016. Η αιτήτρια όπως ανέφερε βρίσκεται σε επικοινωνία με τη μητέρα της και μιλάνε για το παιδί της και δεν έχει κάποιο πρόβλημα υγείας και δεν λαμβάνει κάποια αγωγή.
Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια δήλωσε ότι είναι λεσβία, και αυτό είναι τιμωρητέο στη χώρα καταγωγής της. Ακόμη ανέφερε πως έχει ένα τέκνο και την ανάγκασαν να προβεί σε γάμο με τον πατέρα του παιδιού της, ο οποίος την είχε βιάσει. Ο γάμος τελικά δεν έγινε. Πιο συγκεκριμένα η αιτήτρια αναφέρθηκε κατά τη συνέντευξή της στο γεγονός ότι το 2014 η μητέρα της την ανάγκασε να παντρευτεί τον ξάδελφό της, για να καλύψει το γεγονός ότι είναι λεσβία, η ίδια αρνήθηκε και προσπάθησε να ξεφύγει αλλά η μητέρα της την ανάγκασε να βρεθεί με τον ξάδελφο της, ο οποίος τη βίασε και η αιτήτρια έχει το παιδί του. Ύστερα απ΄ αυτό η αιτήτρια έφυγε από το σπίτι της και δεν ξαναγύρισε, συναντήθηκε με τη θεία της, στην οποία και εκμυστηρεύτηκε την κατάσταση που περνούσε και εκείνη τη φιλοξένησε και τη βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Όταν η αιτήτρια γέννησε, εγκατέλειψε το παιδί στη μητέρα της, καθώς δεν το ήθελε ύστερα από τον τρόπο που το συνέλαβε. Τόνισε στη συνέντευξή της ότι δεν έχει ξαναδεί το παιδί της, απλώς όταν επικοινωνεί με τη μητέρα της στο τηλέφωνο ρωτάει πως είναι.
Σε ερωτήσεις για τον σεξουαλικό της προσανατολισμό της στη βάση του μοντέλου DSSH η αιτήτρια τόνισε ότι η θεία της την αποδέχτηκε ως λεσβία σε αντίθεση με την υπόλοιπη οικογένεια της, οι οποίοι την ανάγκαζαν να παντρευτεί τον ξάδελφό της. Επίσης ανέφερε πως η μητέρα της κάλεσε την αστυνομία για να τη συλλάβουν καθώς είχε ερωτικές επαφές με γυναίκες. Η αιτήτρια ανέφερε ότι νιώθει λεσβία και αμφιφυλόφιλη καθώς την ελκύουν τόσο οι γυναίκες όσο και οι άντρες. Η πρώτη της ερωτική επαφή με γυναίκα ήταν σε ηλικία 9 ετών και εν συνεχεία σε ηλικίες 14 και 20 είχε 2 ολοκληρωμένες σχέσεις με γυναίκες. Ανέφερε επίσης ότι είχε και σχέσεις με άνδρες αλλά προτιμούσε πάντα τις γυναίκες και διευκρίνισε ότι κανένας από τον κύκλο της ή το σχολείο της δεν γνώριζε πως ήταν λεσβία, καθώς, ως ανέφερε, το κρατούσε μυστικό, αφού στη χώρα της αυτό είναι παράνομο και τιμωρητέο και σε περίπτωση επιστροφής της απειλείται η ζωή της καθώς όντας λεσβία θα τη βάλουν φυλακή. Ερωτώμενη αν έχει δεσμό σήμερα απάντησε αρνητικά. Σε σχετική ερώτηση ανέφερε ότι έχει κρατηθεί 8-10 φορές σε αστυνομικό τμήμα αλλά, σε αντίστοιχη ερώτηση, ανέφερε πως δεν αντιμετωπίζει προβλήματα με τις αρχές της χώρας. Ερωτώμενη για το πως εκφράζει την σεξουαλική της ταυτότητα στη Δημοκρατία ανέφερε ότι διατηρεί δεσμό με άτομο που διαμένει στη Σιέρρα Λεόνε, η οποία είναι πολύ ζηλιάρα και γι’ αυτό η αιτήτρια δεν έχει άλλες σχέσεις. Σε πλήθος ερωτήσεων αναφορικά με κοινωνικά δίκτυα ΛΟΑΤΚΙ ατόμων και τόπους όπου συχνάζουν άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας στη χώρα καταγωγής και στη Δημοκρατία και το τι σημαίνει το ακρωνύμιο ΛΟΑΤΚΙ η αιτήτρια δήλωσε άγνοια.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε η αιτήτρια εντόπισαν και αξιολόγησαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.
1. Ταυτότητα, προφίλ, χώρα ιθαγενείας και τόπος διαμονής της αιτήτριας
2. Δίωξη της αιτήτριας από την οικογένεια και την κοινότητα της λόγω της ιδιότητας της ως ομοφυλόφιλο άτομο
Εκ των ως άνω ισχυρισμών έγινε αποδεκτός ο 1ος, ο δε 2ος απορρίφθηκε.
Συγκεκριμένα, επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, στα πλαίσια του οποίου αξιολογήθηκαν και τα λεγόμενα της αιτήτριας σε ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στη βάση του μοντέλου DSSH (Difference, Stigma, Shame, Harm), κρίθηκε ότι αυτά δεν χαρακτηρίζονταν από σαφήνεια. Σχετικώς αξιολογήθηκε αρνητικά ότι σε ερωτήσεις που τέθηκαν η αιτήτρια είπε ότι είναι λεσβία και δεν θέλει να συνευρίσκεται με άνδρες παρά μόνο με γυναίκες, ενώ μετέπειτα αυτοχαρακτηρίστηκε ως αμφιφυλόφιλη και ότι ελκύεται και από τα δύο φύλα, αναφέροντας ότι είχε σχέσεις και με άνδρες και με γυναίκες και ότι είχε την πρώτη της ερωτική επαφή ήταν στην ηλικία των 9 ετών. Η αιτήτρια είχε εστιάσει στα λεγόμενά της στην σεξουαλική έλξη, χωρίς να αναφέρει το παραμικρό σχετικά με τη συναισθηματική πτυχή του σεξουαλικού της προσανατολισμού. Περαιτέρω εντοπίστηκαν αντιφάσεις στα λεγόμενα της, αφού, ενώ αρχικά η αιτήτρια έκανε αναφορά σε 2 σχέσεις που είχε στην ηλικία των 14 με ένα κορίτσι από το σχολείο της, με την οποία συναντιόνταν στο σπίτι της αιτήτριας και μία στη ηλικία των 20, με την οποία διατηρούσαν σχέση μέχρι και τη στιγμή που η αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, σε ακόλουθη ερώτηση αν διατηρεί κάποια ρομαντική σχέση την παρούσα φάση απάντησε αρνητικά, ενώ αργότερα ανέφερε ότι διατηρεί δεσμό με άτομο που διαμένει στη Σιέρρα Λεόνε. Σε σχετική ερώτηση για το πως γνωρίζει άτομα με τα οποία συνάπτει σχέσεις, η αιτήτρια ανέφερε ότι είναι αρκετά δύσκολο να γνωρίσει άτομα καθώς αν κάποιος σε δει θα δημιουργηθεί θέμα, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με άλλη απάντηση που έδωσε κατά τη συνέντευξή της ότι από τα 9 της μέχρι και τη στιγμή που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της διατηρούσε σχέσεις με γυναίκες, ισχυριζόμενη ότι μπορεί να αντιληφθεί μία γυναίκα που είναι λεσβία όταν την κοιτάει στα μάτια. Τέλος η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να απαντήσει σχετικά με ολόκληρο το ακρωνύμιο LGBTI, ούτε για εφαρμογές γνωριμιών στην Κύπρο.
Αναφορικά με το στίγμα και τη ντροπή παρατηρήθηκε ότι δεν εκδηλώθηκε από την ίδια φόβος απόρριψης ή αναστολές κατά την παράθεση γλαφυρών λεπτομερειών σχετικά με τη σεξουαλική της δραστηριότητα. Αντίφαση εντοπίστηκε επίσης στο ότι, ενώ η αιτήτρια ανέφερε αρχικώς ότι στην οικογένειά της ήταν γνωστός ο σεξουαλικός προσανατολισμός της ήδη από την παιδική της ηλικία, μάλιστα η μητέρα της αρκετές φορές κάλεσε την αστυνομία για να τη συλλάβει για τις πράξεις της, ακολούθως ανέφερε ότι στο σχολείο της δεν γνώριζε κανένας για το σεξουαλικό της προσανατολισμό, καθώς αν γινόταν γνωστό θα δημιουργούταν πρόβλημα. Τούτα παρόλο που, ως ανέφερε, την πρώτη της κοπέλα ισχυρίστηκε ότι τη γνώρισε στο σχολείο σε ηλικία 9 ετών. Τέλος σε ερώτηση που τέθηκε στην αιτήτρια σχετικά με την αντίδραση της κοινότητας ανέφερε ότι την συνέλαβαν οι αρχές αφού οι γείτονες κάλεσαν την αστυνομία, σημειώνοντας πως τους ανέφερε ότι είναι λεσβία και θα συνεχίσει να κάνει ότι κάνει και οι αρχές την άφησαν ελεύθερη καθώς, ως ανέφερε η αιτήτρια, «κουράστηκαν να [τη] συλλαμβάνουν κάθε φορά που [την] πιάνουν επ’ αυτοφώρω να βρίσκεται σε σεξουαλική πράξη».
Αναφορικά με το φόβο της αιτήτριας να υποστεί βλάβη ή να διωχθεί στη χώρα καταγωγής της, αυτή φάνηκε να μην έχει πλήρη αντίληψη της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα της σε σχέση με τη νομοθεσία. Σημειώθηκε περαιτέρω ότι, ως αυτή παραδέχθηκε, η αιτήτρια δήλωσε στην αστυνομία ευθέως το σεξουαλικό της προσανατολισμό και μάλιστα ακολούθως την ελευθέρωσαν, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της ότι στη χώρα της είναι παράνομη η ομοφυλοφιλία και ότι άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας διώκονται, τιμωρούνται και φυλακίζονται και σε σχετική ερώτηση η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δεν γνωρίζει κάποιο άτομο που να σκοτώθηκε λόγω της εν λόγω ταυτότητάς του.
Αναφορικά με την ισχυριζόμενη δίωξη της αιτήτριας από την οικογένειά και την κοινότητά της λόγω της ιδιότητας της ως ομοφυλόφιλο άτομο, αυτό προέρχεται από την πίεση που δεχόταν από τη μητέρα της να παντρευτεί κάποιον. Εν τέλη η αιτήτρια ανέφερε ότι η μητέρα της το 2014 την ανάγκασε σε γάμο με τον ξάδελφό της, τον οποίο δεν παντρεύτηκε αλλά ύστερα από σεξουαλική κακοποίηση από τον τελευταίο η αιτήτρια απέκτησε μία κόρη. Προτού αποκτήσει την κόρη της, η αιτήτρια αποφάσισε να απομακρυνθεί από την οικία της και διέμενε με τη θεία της, η οποία την αποδεχόταν και τη βοήθησε να φύγει από τη χώρα καταγωγής της. Δεδομένου ότι ο βιασμός συνέβη το 2014, η αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της το 2021 κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις επί τούτου, όπου ανέφερε ότι δεν έδωσε ικανοποιητική απάντηση. Η αιτήτρια ισχυρίστηκε στη συνέντευξή της ότι ύστερα από τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη από τον ξάδελφό της έφυγε από την οικία της και δεν ξαναείδε τη μητέρα της και το παιδί της και μετακόμισε στη θεία της, ενώ σε άλλη ερώτηση στη συνέντευξη ισχυρίστηκε ότι ζούσε σε ένα σπίτι που νοίκιαζε από όταν ήταν φοιτήτρια, μόνη, ισχυρισμοί που είναι αντιφατικοί.
Η αιτήτρια ακόμα παρουσιάστηκε μη ευλογοφανής στα λεγόμενα της που αφορούν την ημερομηνία του βιασμού της. Αρχικά στη συνέντευξή της αναφέρει ότι ο ξάδελφός της, την βίασε το 2014 και γέννησε την κόρη της το 2016, ενώ σε διευκρινιστική ερώτηση επί του θέματος, ανέφερε ότι το 2014 την ανάγκασε η μητέρα της να παντρευτεί τον ξάδελφό της, εκείνος τη βίασε τέλη του 2015 και 25/02/26 γέννησε την κόρη της, εκ των οποίων και οι δύο εκδοχές που έδωσε στερούνται χρονικής συνέπειας. Αναφορικά με το παιδί της ανέφερε ότι είναι 5-6 ετών, χωρίς να γνωρίζει ακριβώς ενώ θα αναμενόταν. Τέλος κρίθηκε αντιφατικός ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι διατηρεί επικοινωνία με την μητέρα της για να ενημερώνεται για το παιδί, παρόλη την ισχυριζόμενη δίωξη από τη μητέρα της.
Στα πλαίσια αξιολόγησης εξωτερικής αξιοπιστίας των ως ισχυρισμών άνω έγινε έρευνα σε διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση εκ της οποίας – ως κρίθηκε – δεν επιβεβαιώνονται τα όσα ανέφερε η αιτήτρια. Συνεπώς, δεδομένης και της τρωθείσας εσωτερικής συνοχής των λεγομένων της σχετικά, ο ισχυρισμός αυτός δεν έγινε αποδεκτός και απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού της αιτήτριας, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά ή παραπομπή σε διαθέσιμες πληροφορίες ή καταγραφή των στοιχείων του προφίλ της αιτήτριας στα οποία στηρίχτηκε η κατάληξη τους, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίσταται κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής. Ουδεμία αναφορά γίνεται στην επίδικη έκθεση σε σχέση με την αρχή της μη επαναπροώθησης, παρότι περιλαμβάνεται εισήγηση έκδοσης απόφασης επιστροφής κατά της αιτήτριας, όπερ και εγένετο.
Συνεπεία των ανωτέρω η επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της.
Στην προσφυγή της η αιτήτρια αναφέρει ότι επιθυμεί να ενστεί κατά της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς είναι ομοφυλόφιλη και αυτό «στη χώρα [της] δεν το δέχονται».
Στις γραπτές τις αγορεύσεις η αιτήτρια επανέλαβε κατ’ ουσία τα όσα στην επίδικη αίτηση είχε αναφέρει, σημειώνοντας ότι βιάσθηκε το 2014 και γέννησε τον υιό της στις 25/02/15, πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με τα λεγόμενα της στη συνέντευξη (ερ.16) και, όταν κλήθηκε να τοποθετηθεί και προφορικά κατά τις διευκρινήσεις, αν επιθυμεί, επανέλαβε και πάλι ότι είναι ομοφυλόφιλη και στη χώρα της θεωρείται “abomination” και γι’ αυτό η ζωή της είναι σε κίνδυνο.
Οι καθ' ων η αίτηση αντέταξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν άπαντες οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας αυτής, ζητώντας γι’ αυτό απόρριψη της προσφυγής. Προς επίρρωση των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση, σε μια πλούσια και εμπεριστατωμένη αγόρευση, κάνουν πλήθος αναφορών στα λεγόμενα της αιτήτρια κατά τη συνέντευξη και επιχειρηματολογούν επί της ορθότητας των ευρημάτων τους σχετικά με την αναξιοπιστία του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού της αιτήτριας αλλά και το εύλογο και ορθό της τελικής τους κατάληξης περί μη ύπαρξης αναγκών διεθνούς προστασίας.
Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».
Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:
«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […]
Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ.204, αναφέρονται, τα εξής:
«Όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας, οι αιτήσεις που βασίζονται σε γενετήσιο προσανατολισμό ή ταυτότητα φύλου μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολες στον χειρισμό, επειδή οι λόγοι της αίτησης συνδέονται με ευαίσθητες και προσωπικές πτυχές της ιδιωτικής ζωής. Οι αιτούντες ενδέχεται να νιώθουν στιγματισμένοι, να ντρέπονται και/ή να αρνούνται την πραγματικότητα· ενδέχεται επίσης να έχουν υποστεί απόρριψη και/ή κακομεταχείριση από την οικογένεια και/ή την κοινότητά τους. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να καθιστούν δύσκολη για τους αιτούντες την αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών με σαφή και συνεκτικό τρόπο και, ως εκ τούτου, τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζουν μπορεί να γνωστοποιούνται με καθυστέρηση, να είναι ελλιπή και να περιέχουν ανακολουθίες.
Ένα από τα μοντέλα που αναφέρονται στη βιβλιογραφία, το μοντέλο DSSH υπ’ αριθ. 2 [Difference, Stigma, Shame, Harm (Διαφορά, Στίγμα, Ντροπή, Βλάβη)], βασίζεται στην αντίληψη ότι υπάρχουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία τα οποία είναι πιθανό να είναι κοινά σε άτομα που αναγνωρίζουν ένα φύλο ή μια σεξουαλική ταυτότητα που δεν συνάδει με τις ετεροκανονικές κοινωνίες στις οποίες ζουν (όπου ο κανόνας είναι η ταύτιση του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου και η ετεροφυλοφιλία). Το μοντέλο προτείνει μια διαρθρωμένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση αιτήσεων, η οποία βασίζεται στο φύλο και στη σεξουαλική ταυτότητα και εξηγείται, με πρακτικά παραδείγματα, στον δεύτερο τόμο του εγχειριδίου με τίτλο Credibility assessment training manual της Ουγγρικής Επιτροπής του Ελσίνκι.
[…]
Η ύπαρξη ή μη ορισμένων στερεοτυπικών συμπεριφορών ή εμφανίσεων δεν θα πρέπει να αποτελεί βάση για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο αιτών έχει ή δεν έχει ορισμένο γενετήσιο προσανατολισμό και/ή ορισμένη ταυτότητα φύλου. Δεν υπάρχουν καθολικά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που τυποποιούν τα άτομα ΛΟΑΔΜ (λεσβίες, ομοφυλόφιλοι αμφιφυλόφιλα, διεμφυλικά και μεσοφυλικά άτομα), όπως δεν υπάρχουν και για τα ετεροφυλόφιλα άτομα. Οι εμπειρίες της ζωής τους μπορεί να διαφέρουν σημαντικά, ακόμη και αν προέρχονται από την ίδια χώρα.»
Ενόψει και κατ’ εφαρμογή και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, έχοντας διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του φακέλου, των λεγομένων της αιτήτριας στη συνέντευξη καθώς και των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών, είναι κατάληξη μου ότι συμφωνώ με τα ευρήματα και κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, ως αυτά λεπτομερώς και ενδελεχώς αναφέρονται στα ερ.32-39, ως και ανωτέρω στα πλαίσια της παρούσης καταγράφονται, πλην όσων πιο κάτω θα αναφέρω και αφορούν την αξιολόγηση της εξωτερικής συνοχής των λεγομένων της σχετικά.
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να σημειώσω ότι το αφήγημα της αιτήτριας αναφορικά με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό και τις κατ’ ισχυρισμό εμπειρίες της εξαιτίας αυτού παρουσιάζει ουσιώδη κενά, ελλείψεις και αοριστίες, ως και ανωτέρω καταγράφονται στην παρούσα, στα πλαίσια της παράθεσης της κατάληξης των καθ’ ων η αίτηση, τις οποίες δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω, πέραν ορισμένων σημείων στα οποία θα αναφερθώ πιο κάτω, που διαβρώνουν μοιραία την εσωτερική συνοχή των δηλώσεων της.
Στην παρούσα, κατά την εξέταση της αξιοπιστίας των δηλώσεων της αιτήτριας, έγινε χρήση των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών από τους καθ’ ων η αίτηση. Σημειώνεται βεβαίως ότι κατά την εξέταση ισχυρισμών που αφορούν σεξουαλικό προσανατολισμό δεν χωρούν τυποποιημένες προσεγγίσεις και η αξιολόγηση αξιοπιστίας δεν μπορεί επ’ ουδενί να βασίζεται σε στερεοτυπικά πρότυπα (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, C-148/13-C-150/13, A. B. C., ημ.02/12/14). Περαιτέρω δεν μπορεί και δεν πρέπει να ζητείται από ένα αιτητή (εδώ αιτήτρια) να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες για σεξουαλικές εμπειρίες ή και να προσφέρει σχετικά στοιχεία ή άλλης μορφής μαρτυρία. Αξίζει βεβαίως να σημειωθεί επίσης ότι το μοντέλο DSSH, του οποίου έγινε χρήση στην εξέταση της επίδικης αίτησης, είναι αντικείμενο προβληματισμού [1], ως βασιζόμενο επί στερεοτυπικών αντιλήψεων, και γι’ αυτό θεωρώ ότι η χρήση του θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή.
Στην απόφαση Α. Β. C. του ΔΕΕ (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής κατατοπιστικά στις σκέψεις 61-65, επί του ζητήματος αξιολόγησης αξιοπιστίας στα πλαίσια υποθέσεων ως η παρούσα.
«61. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να προβαίνουν στην αξιολόγησή τους συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος και ότι το άρθρο 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85 απαιτεί από τις ίδιες αυτές αρχές να διεξάγουν τη συνέντευξη συνεκτιμώντας τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση ασύλου.
62. Μολονότι η υποβολή ερωτήσεων που αφορούν στερεοτυπικές αντιλήψεις ενδέχεται να συνιστά χρήσιμο στοιχείο στη διάθεση των αρμόδιων αρχών προκειμένου να προβούν στη σχετική αξιολόγηση, εντούτοις η εκτίμηση των αιτήσεων για την παροχή του καθεστώτος πρόσφυγα η οποία στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε στερεοτυπικές αντιλήψεις συνδεόμενες με τους ομοφυλόφιλους δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των διατάξεων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, στο μέτρο που δεν παρέχει στις εν λόγω αρχές τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη την ατομική κατάσταση του οικείου αιτούντος άσυλο.
63. Επομένως, η αδυναμία ενός αιτούντος άσυλο να απαντήσει σε τέτοιου είδους ερωτήσεις δεν μπορεί να συνιστά αφ’ εαυτής επαρκή λόγο για να συναχθεί η αναξιοπιστία του αιτούντος, στο μέτρο που η προσέγγιση αυτή είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 καθώς και του άρθρου 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85.
64. Δεύτερον, μολονότι οι εθνικές αρχές βασίμως προβαίνουν, κατά περίπτωση, σε υποβολή ερωτήσεων προκειμένου να εκτιμήσουν τα γεγονότα και τις περιστάσεις σχετικά με τον προβαλλόμενο γενετήσιο προσανατολισμό των αιτούντων άσυλο, εντούτοις οι ερωτήσεις που αφορούν τις λεπτομέρειες των σεξουαλικών πρακτικών του οικείου αιτούντος άσυλο προσβάλλουν τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης και, ειδικότερα, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που προβλέπει το άρθρο του 7.
65. Όσον αφορά, τρίτον, τη δυνατότητα των εθνικών αρχών να κρίνουν παραδεκτή, όπως πρότειναν ορισμένοι αναιρεσείοντες των κύριων δικών, την τέλεση ομοφυλοφιλικών πράξεων, την ενδεχόμενη υποβολή τους σε «τεστ» προκειμένου να αποδείξουν την ομοφυλοφιλία τους ή ακόμη την οικειοθελή εκ μέρους τους προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων όπως είναι οι βιντεοσκοπημένες λήψεις των ερωτικών τους συνευρέσεων, υπογραμμίζεται ότι, πλην του ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποδεικτική αξία, ενδέχεται περαιτέρω να συνεπάγονται και προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο σεβασμός της οποίας κατοχυρώνεται από το άρθρο 1 του Χάρτη. »
Επανερχόμενος στα ενώπιον μου στοιχεία παρατηρώ ότι εν προκειμένω η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει τις κατ’ ελάχιστον αναμενόμενες λεπτομέρειες αναφορικά με τις σχέσεις τις, τη συναισθηματική πτυχή των εμπειριών της, το χρονικό αυτών, υπέπεσε σε αντιφάσεις και δεν παρείχε καμία συγκεκριμένη λεπτομέρεια για τα βιώματα της. Ουδεμία λεπτομέρεια σχετικά με το χαρακτήρα, τις συζητήσεις τους ή άλλη ανάμνηση από αυτό τους δεσμούς της ήταν σε θέση να παραθέσει, περιοριζόμενη σε γενικόλογες, αόριστες και εν πολλοίς μονολεκτικές αποκρίσεις στις σχετικές ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, χωρίς να δίδει κάποιο περαιτέρω στοιχείο. Όλες δε οι απαντήσεις της ήταν στερούμενες εύλογα αναμενόμενων λεπτομέρειών, χωρίς αναφορά σε κάποια ιδιαίτερη εμπειρία, που εντυπώθηκε στη μνήμη της, έστω φωτογραφικά. Όλα αυτά θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να περιγράψει η αιτήτρια στις πολλές επ’ αυτού ερωτήσεις που τέθηκαν και θα έδιναν την αναμενόμενη βιωματική διάσταση στο αφήγημα της. Αντ’ αυτού, ως και πιο πάνω, στην παράθεση της επίδικης έκθεσης καταγράφεται, το αφήγημα της περιείχε θεμελιώδη κενά, εξόφθαλμες αντιφάσεις και στερούνταν χρονικής συνοχής και λογικής συνέπειας.
Συνεπώς, παρότι δεν θα συμφωνήσω με την βαρύτητα που δίδεται από τους καθ’ ων η αίτηση στην αδυναμία της αιτήτριας να εκφράσει και να διατυπώσει εσωτερικές διεργασίες που αφορούσαν τα όσα ισχυρίστηκε, τούτο άλλωστε θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι αναμενόμενο από άτομο το οποίο μεγάλωσε και γαλουχήθηκε υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι δεν ήταν σε θέση να παρέχει εύλογα θεωρώ αναμενόμενες βιωματικές λεπτομέρειες για τα όσα ισχυρίστηκε ότι βίωσε στα πλαίσια - κατ’ ελάχιστο - της τελευταίας σχέσης (την οποία διατηρεί ακόμα) στην οποία, εν μέσω αντιφάσεων για το πότε αυτή τελείωσε, αναφέρθηκε, δεδομένης και της πανεπιστημιακής μόρφωσης της. Θα πρέπει δε περαιτέρω να σημειωθεί ότι απουσιάζει από το αφήγημα της - επιπροσθέτως των ως άνω - κάθε λεπτομέρεια για την αντίδραση της οικογένειας της στον σεξουαλικό της προσανατολισμό αλλά και τις κρατήσεις σε αστυνομικό τμήμα, όπου, και πάλι μέσω αντιφάσεων, η αιτήτρια ανέφερε ότι με την μεν μητέρα της διατηρεί επικοινωνία, παρότι δεν την αποδεχόταν, και ελευθερώθηκε από τις κρατήσεις της όταν εξέφρασε ευθέως το ότι είναι λεσβία, πράγμα που και πάλι έρχεται σε αντίθεση με τα όσα ανέφερε περί κινδύνου φυλάκισης της.
Για τους λόγους λοιπόν που ανωτέρω εξηγώ καταλήγω ότι από το αφήγημα της αιτήτριας απουσιάζει κάθε ψήγμα πλήρους, συνεκτικής, ευλογοφανούς παράθεσης σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο το οποίο δεν είχε βιώσει την εμπειρία που αυτή παραθέτει. Είναι δε σ’ αυτό το σημείο που το όλο αφήγημα της αιτήτριας υπολείπεται του ευλόγως αναμενόμενου και είναι εκ τούτου που διαβρώνεται η εσωτερική συνοχή των λεγομένων της.
Αναφορικά τώρα με την εξωτερική συνοχή των ισχυρισμών της αιτήτριας παρατηρώ ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε υποτυπώδη έρευνα και επιφανειακή αξιολόγηση των λιγοστών πληροφοριών που εντόπισαν σχετικά με την μεταχείριση ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στη Σιέρρα Λεόνε, στη βάση των οποίων διαπιστώθηκε ότι τα όσα ανέφερε δεν συνάδουν με τις διαθέσιμες πληροφορίες (ερ.33, 27-29). Σημειώνεται ότι, ως σε σχετική έρευνα για το 2023 από το US Department of State [2] αναφέρεται, τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας δεν προστατεύονται από τη νομοθεσία και η αστυνομία δεν φαίνεται να προβαίνει σε βία ή άλλες πράξεις βλάβης προς τα άτομα αυτά, όμως, παρότι η ερωτική συνεύρεση μεταξύ γυναικών δεν ποινικοποιείται, εντούτοις τα άτομα αυτά είναι πιθανόν να δεχθούν πράξεις δίωξης από τρίτους ή στίγμα ή αποκλεισμό από τον κοινωνικό περίγυρο, ενδεχομένως να απουσιάζει διαθέσιμη προστασία.
Εκ των ως άνω είναι κατάληξη μου, κατ’ αντίθεση μερικώς με τα επί τούτου ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση, ότι τα όσα αναφέρει η αιτήτρια συνάδουν μερικώς, κατά το μέρος που αφορά το κοινωνικό στίγμα και πρακτικές κοινωνικού αποκλεισμού κατά των ατόμων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, με τις διαθέσιμες σχετικά πληροφορίες (ΠΧΚ).
Όμως η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών της αιτήτριας, ως διαφαίνεται εξόφθαλμα μέσα από το πρακτικό της επίδικης συνέντευξης, είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών της, καθώς η μερική συμφωνία των όσων ανέφερε με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής δεν αρκεί, τη στιγμή που στερείται εσωτερικής συνοχής, για τους λόγους που λεπτομερώς ανωτέρω εξηγούνται, ενόψει και της συνολικής θεώρησης των δεικτών αξιοπιστίας. Τούτο γιατί αν η αξιολόγηση γινόταν στη βάση μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων του. Στα πλαίσια λοιπόν της συνολικής θεώρησης και αποτίμησης ενός αφηγήματος, οι ισχυρισμοί ενός αιτητή (εδώ αιτήτριας) και η εσωτερική συνοχή τους, δεν μπορεί παρά να παραμένει το πρωταρχικό σημείο αναφοράς. Άλλωστε, ως στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.»
Είναι εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών της αιτήτριας μπορεί να γίνει αποδεκτός, καθώς οι πολλές και σημαντικές ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής τους. Στην απουσία δε περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά και τις ελλείψεις, ως ανωτέρω καταγράφονται, είναι η κατάληξη μου ότι τα θεμελιώδη κενά και αντιφάσεις που εντοπίζονται στο αφήγημα της παραμένουν και πλήττουν αναπόφευκτα και τη συνολική αξιοπιστία της αιτήτριας.
Γι’ αυτό και θα συμφωνήσω με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας του ισχυρισμού της αιτήτριας για τον σεξουαλικό της προσανατολισμό και της δίωξης που κατ’ ισχυρισμό υπέστη εξ αυτού. Εξ αυτού βεβαίως έπεται και το ότι απορρίπτονται και οι συναφείς με τούτο ισχυρισμοί της ότι η μητέρα της και εν γένει η οικογένεια της δεν την αποδέχεται, δεδομένου και του ότι αυτή διατηρεί επικοινωνία μαζί με την μητέρα της μέχρι και σήμερα, με την οποία διαμένει και το ανήλικο τέκνο της αιτήτριας.
Ενόψει των ως άνω απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της (Freetown), σε συνάρτηση με το προφίλ της αιτήτριας.
Σύμφωνα με στοιχεία που αντλήθηκαν από τη βάση δεδομένων του ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων περιστατικών ασφαλείας σε παγκόσμια κλίμακα, το τελευταίο έτος, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 13/04/24 έως 11/04/25, καταγράφηκαν στην πόλη Freetown στη δυτική Σιέρρα Λεόνε 8 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων δεν προέκυψε κανένας θάνατος, και τα οποία τα οποία κατατάσσονται ως ακολούθως: 5 διαμαρτυρίες (protests), 2 αναταραχές (riots) και 1 περιστατικό βίας κατά αμάχων.[3] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της Freetown, σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2025, υπολογίζεται περί το 1.3 εκατομμύρια κατοίκων.[4]
Είναι κατάληξη μου ότι εκ των ανωτέρω στοιχείων δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στον τόπο διαμονής της. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις, δεδομένης της απόρριψης των ισχυρισμών της αναφορικά με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την αιτήτρια σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [5] (βλ. και αποφάσεις ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN και C-465/07, Elgafaji, ημ.17/02/09).
Έπεται εκ των ως άνω ότι δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος «καταδίωξης [της αιτήτριας] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υπάρχουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου αντίστοιχα.
Με δεδομένα λοιπόν τα όσα ανωτέρω αναλύονται δεν κρίνω ότι η επιστροφή της αιτήτριας θα ήταν σε παράβαση του κατοχυρωμένου εκ του αρ.3 της ΕΣΔΑ δικαιώματος της στην μη επαναπροώθηση εφόσον δεν έχει τεκμηριωθεί ισχυρισμός προς ανατροπή αυτού του τεκμήριου της ασφαλούς χώρας καταγωγής, ως έχει καθοριστεί στη Κ.Δ.Π. 191/2024, που εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, δεδομένου ότι ουδέν προσκομίστηκε στη βάση του οποίου μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση του αρ.12Βτρις (6).
Προς τα ως άνω λαμβάνω υπόψη ότι η αιτήτρια είναι ενήλικη, υγιής, 32 ετών σήμερα, με ανώτερη εκπαίδευση, χωρίς άλλα στοιχεία ευαλωτότητας, δεδομένης της απόρριψης των ισχυρισμών της αναφορικά με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό και λαμβανομένου υπόψη ότι εξ αυτού, ως και ανωτέρω εξηγώ, προκύπτει ότι διατηρεί οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής της, αφού η μητέρα, το ανήλικο τέκνο και τα 4 αδέλφια της διαμένουν εκεί, διατηρεί δε επαφή με την μητέρα της.
Παρά τις ως άνω διαπιστώσεις μου και παρότι τελικώς συμφωνώ με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν υφίστανται ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας, δεδομένων όσων πιο πάνω αναφέρω περί μη αιτιολόγησης της απόφασης επιστροφής της αιτήτριας και μη έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής της, καταλήγω ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν υπό τις περιστάσεις σε πλημμελή έρευνα και κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης και πως δεν λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όσα περιβάλλουν την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας. Όσα όμως έχουν παραλειφθεί από τους καθ’ ων η αίτηση έγιναν δεόντως στα πλαίσια της παρούσης, στα πλαίσια του εξ υπαρχής και επί της ουσίας ελέγχου της προσβαλλόμενης πράξης.
Ουδέν προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσης που να ανατρέπει τα ως άνω.
Η προσφυγή απορρίπτεται.
Δεδομένων των πλημμελειών που εντοπίστηκαν στην επίδικη έκθεση, ως αυτές ανωτέρω καταγράφονται, ήτοι της μη ορθής εξέτασης και αξιολόγησης των ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση δεδομένων αναφορικά με την πλημμελή αιτιολόγηση της απόφασης επιστροφής της αιτήτριας, τα οποία, παρότι δεν είναι ικανά - δεδομένου του εξ υπαρχής ελέγχου που διενεργήθηκε στα πλαίσια της παρούσης - να ανατρέψουν το τελικό αποτέλεσμα ότι δεν υφίσταται εδώ ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας σ’ αυτήν, καταδεικνύουν πλημμελή έρευνα και αιτιολόγηση, δεν επιδικάζονται έξοδα.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. Zisakou S (2021) Credibility Assessment in Asylum Claims Based on Sexual Orientation by the Greek Asylum Service: A Deep-Rooted Culture of Disbelief. https://www.frontiersin.org/articles/10.3389/fhumd.2021.693308/full
[2] 2023 Country Report on Human Rights Practices: Sierra Leone – USDOS – 23/04/24 - https://www.ecoi.net/en/document/2107719.html
[3] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions-Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Past year of ACLED data (13/04/2024-11/04/2025), REGION: Africa, COUNTRY: Sierra Leone, ADMIN: Western, LOCATION: Freetown), (assessed on 16/04/2025)
[4] Macro Trends, Africa: Sierra Leone: Freetown, https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/22445/freetown/population (16/04/2025)
[5] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο