Ν.Α.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 6813/2022, 19/5/2025
print
Τίτλος:
Ν.Α.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 6813/2022, 19/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  6813/2022

19 Μαΐου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 Συντάγματος

Μεταξύ:

Ν.Α.A.,

από Καμερούν

                               Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                   Καθ' ων η αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτήτρια: Κιρακόζοβα (κα) για Χ. Ματθαίου(κα) 

Δικηγόροι για Καθ' ων η αίτηση: Α. Αναστασιάδη (κα) για Αλ. Καρσλιάδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 09.07.2022 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της Αιτήτριας για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξετασθούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν, το οποίο εγκατέλειψε στις 24.09.2018, και αφίχθηκε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές στις 01.10.2018, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα. Υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας στις 04.10.2018 και στις 21.02.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EUAA, πρώην EASO, στο εξής αναφερόμενη ως «ΕUAA»), ο οποίος υπέβαλε στις 27.05.2022 εισηγητική έκθεση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, η ασκούσα καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 09.07.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 13.10.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 11.10.2022. Με την υπό εξέταση προσφυγή η Αιτήτρια αμφισβητεί την εν λόγω απόφαση.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Η Αιτήτρια, μέσω της συνηγόρου της προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής της αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στη προώθηση του λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, ισχυριζόμενοι ότι αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις νομοθετημένες διατάξεις, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που τους παρέχει ο νόμος και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο η ίδια φέρει, ως προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τους εναπομείναντες λόγους ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, επισημαίνω ότι αυτοί προωθούνται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της Αιτήτριας, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός της και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 9 του περί Προσφύγων Νόμου[1]. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2]. Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[3], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[4]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως.  

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[5], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[6]. Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποία παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. Σε διαφορετική περίπτωση θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης[7].

 

Αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, η Αιτήτρια δεν προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν (Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018N. 73(I)/2018), θα προχωρήσω στην εξέταση  της ουσίας της υπόθεσης, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας ο οποίος άπτεται εν πάση περιπτώσει της ουσίας της υπόθεσης.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας

 

Αναφορικά με τη θέση της Αιτήτριας, ως αυτή προβάλλεται με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[8].

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου μέσα από τα οποία προκύπτει ότι η Αιτήτρια, κατέγραψε στα πλαίσια της αίτησής της, ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, το Καμερούν, λόγω της αγγλόφωνης κρίσης, που οδήγησε σε έξαρση βίας, σκοτωμούς, κοινωνική αναταραχή, παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βιασμούς και απαγωγές. Προέβαλε δε ότι επηρεάστηκε προσωπικά διότι κατάγεται από την νοτιοδυτική περιοχή, όπου λαμβάνουν χώρα καθημερινά τα ανωτέρω.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής της, η Αιτήτρια ανέφερε σχετικά με τα προσωπικά της στοιχεία ότι είναι υπήκοος του Καμερούν με τόπο καταγωγής το χωριό Tali, το οποίο βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή του Mamfe της περιοχής Southwest του Καμερούν, και τόπο συνήθους διαμονής την Kumba της περιοχής Southwest. Πλην αυτών των περιοχών η Αιτήτρια προέβαλε ότι έχει ζήσει για διάστημα πέντε ετών στη Yaounde, για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση προέβαλε ότι είναι άγαμη και άτεκνη, ο πατέρας της έχει αποβιώσει και η μητέρα της βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής από το 2014. Επιπλέον έχει δύο αδερφές και έναν αδερφό, οι οποίοι επίσης διαμένουν εκτός του Καμερούν και συγκεκριμένα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και στη Σουηδία. Ως προς το εκπαιδευτικό της επίπεδο η Αιτήτρια προέβαλε ότι είναι απόφοιτος πανεπιστημίου, έχοντας σπουδάσει νομική στη Yaounde, και πως έχει ολοκληρώσει και την απαιτούμενη εκπαίδευση προκειμένου να εργαστεί ως δασκάλα. Ως προς την εργασιακή της εμπειρία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εργαζόταν ως δασκάλα σε δημοτικό σχολείο στην Kumba κατά τα έτη 2015 – 2017. Αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι πάσχει από σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (βλ. ερυθρά 53 – 58 του Δ.Φ.).

 

Ως προς την ουσία του αιτήματός της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής της (βλ. ερυθρά 51/3Χ του Δ.Φ.) ότι ο κύριος λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της είναι λόγω των απειλών που δέχτηκε ως δασκάλα στο αγγλόφωνο τμήμα του Καμερούν από τους αυτονομιστές Ambazonians. Αρχικώς, η Αιτήτρια προέβη σε μία αναδρομή ως προς το πως ξεκίνησε η κρίση στο αγγλόφωνο κομμάτι του Καμερούν, εξηγώντας ότι πρώτα διαδήλωσαν οι δικηγόροι και μετέπειτα οι δάσκαλοι σχετικά με τις διακρίσεις κατά των αγγλόφωνων στη δικαιοσύνη και την εκπαίδευση αντίστοιχα. Ως προς την απεργία των δασκάλων η Αιτήτρια εξήγησε ότι είχε ως αποτέλεσμα την παύση της λειτουργίας των σχολείων για ένα διάστημα, ωστόσο η Κυβέρνηση διέταξε την επαναλειτουργία των σχολείων. Οι αυτονομιστές Ambazonians, ως αντιμαχόμενοι της Κυβέρνησης, δεν επιθυμούσαν την επαναλειτουργία των εκπαιδευτικών μονάδων και για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με την Αιτήτρια, ξεκίνησαν επιθέσεις κατά εκπαιδευτικών και μαθητών, ακόμα και κατά τη διάρκεια των μαθημάτων. Λόγω αυτών των περιστατικών η Αιτήτρια εξήγησε πως πολλοί δάσκαλοι εγκατέλειψαν την περιοχή, ενώ η ίδια συμμετείχε σε μία διαμαρτυρία στην Kumba. Η κατάσταση αυτή, εξήγησε η Αιτήτρια, είχε ως αφενός μεν η Κυβέρνηση να πιέζει τους εκπαιδευτικούς να επιστρέψουν στα καθήκοντά τους, αφετέρου δε τους Ambazonians να κατηγορούν τους δασκάλους ως «προδότες» (black legs). Η Αιτήτρια κατέληξε πως η ίδια δεχόταν απειλές στο σπίτι της από τους Ambazonians, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα το να πάρει την απόφαση να φύγει από τη χώρα.

 

Ο λειτουργός ασύλου προχώρησε σε σειρά διευκρινιστικών ερωτήσεων αναφορικά με τα όσα δήλωσε η Αιτήτρια κατά την ελεύθερη αφήγησή της, ξεκινώντας με τη διερεύνηση της επαγγελματικής της ιδιότητας ως εκπαιδευτικού. Ως προς αυτό, η Αιτήτρια προέβαλε πως μετά την αποφοίτησή της παρακολούθησε εκπαιδευτικό πρόγραμμα για διδασκαλία σε ένα κολλέγιο, και αναφέρθηκε εν συνεχεία στα μαθήματα που διδάχθηκε, τη διάρκεια του προγράμματος, στο πρόγραμμα των μαθημάτων, καθώς και στην τοποθεσία του κολλεγίου. Εξήγησε ότι στο τέλος έλαβε το σχετικό δίπλωμα, το οποίο ήταν στα γαλλικά λόγω της περιθωριοποίησης των αγγλόφωνων, και στη συνέχεια ξεκίνησε να δουλεύει σε ιδιωτικό σχολείο έως ότου ερχόταν η σειρά της για να απορροφηθεί στο δημόσιο. Δήλωσε δε ότι ξεκίνησε να εργάζεται τον Σεπτέμβριο του 2015 και αναφέρθηκε στον αριθμό των μαθητών της τάξης της, στα μαθήματα που δίδασκε και στο ωρολόγιο πρόγραμμα. Κληθείσα να αναφερθεί στη διαδικασία πρόσληψής της, η Αιτήτρια ανέφερε τα στάδια από τα οποία πέρασε η αίτησή της και το πως ενημερώθηκε ότι επιλέχθηκε για τη θέση, ενώ δήλωσε επίσης και το όνομα του σχολείου στο οποίο εργαζόταν.

 

Ως προς τα γεγονότα που συνέβησαν από το 2016 κι έπειτα, ήτοι από το έτος έναρξης της κρίσης στο αγγλόφωνο κομμάτι του Καμερούν, η Αιτήτρια ανέφερε πως η ίδια συμμετείχε σε μία ειρηνική διαμαρτυρία των δασκάλων περί τον Σεπτέμβρη ή τον Οκτώβρη του 2016 στην Kumba, χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα και χωρίς να αναγνωριστεί ως διαδηλώτρια από τις αρχές. Ερωτηθείσα σχετικά, προσέθεσε ότι έπειτα από την εν λόγω διαδήλωση τα σχολεία παρέμειναν κλειστά περί τους 4 μήνες έως ότου η Κυβέρνηση ξεκίνησε να ζητάει το επανάνοιγμα των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Η Αιτήτρια το τοποθέτησε χρονικά περί το 2017 και εξήγησε ότι κλήθηκαν πίσω μέσω του διευθυντή. Η Αιτήτρια εξήγησε ότι επέστρεψε στο σχολείο έως και το 2018 οπότε και σταμάτησε την εργασία της ως εκπαιδευτικός.

 

Η Αιτήτρια προσέθεσε πως μερικές φορές οι Ambazonians προέβαιναν σε απειλές εναντίον τους, λέγοντας πως θα τους ψάξουν στα σπίτια τους επειδή πηγαίνουν στο σχολείο για διδασκαλία. Η Αιτήτρια τοποθέτησε το ξεκίνημα των απειλών αυτών το 2017 και περιέγραψε ότι οι Ambazonians περνούσαν από το σπίτι της και, καθώς ήξεραν ότι είναι εκπαιδευτικός, της είπαν πως ξέρουν ότι πηγαίνει στο σχολείο και την απείλησαν με όπλα λέγοντάς της ότι πρέπει να σταματήσει να πηγαίνει. Προσέθεσε ότι μερικές φορές οι Ambazonians έρχονταν και στο σχολείο, όπου και έδιωχναν από αυτό τους εκπαιδευτικούς λέγοντας πως την επόμενη φορά θα έρθουν στο σπίτι τους. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι απειλήθηκε προσωπικά στο σπίτι της τρεις φορές, με την τελευταία φορά να είναι περί τα μέσα του 2018. Ζητήθηκε από την Αιτήτρια να τοποθετήσει τα περιστατικά σε χρονολογική σειρά, και η Αιτήτρια αποκρίθηκε πως η πρώτη φορά που απειλήθηκε ήταν περί τις αρχές του 2017, η δεύτερη περί τον Σεπτέμβριο του 2017 και η τρίτη περί τον Απρίλιο του 2018. Δήλωσε πως όλες οι απειλές προήλθαν από την ίδια ομάδα ατόμων. Ως προς το εάν απειλήθηκαν και οι υπόλοιποι συνάδελφοί της, η Αιτήτρια προέβαλε πως δεν γνωρίζει επακριβώς τι τους συνέβη ωστόσο ξέρει ότι είχαν εκφράσει παράπονα για την κατάσταση.

 

Επιβεβαίωσε επίσης ότι οι απειλές ήταν μόνο λεκτικές. Ως προς τον λόγο που, παρά τις απειλές, εξακολουθούσε να πηγαίνει στο σχολείο, η Αιτήτρια ανέφερε ότι συνέχισε να πηγαίνει στην εργασία της επειδή χρειαζόταν τα χρήματα. Ερωτηθείσα σχετικά, η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα από την χρονική στιγμή που οι Ambazonians την απείλησαν για τελευταία φορά έως ότου έφυγε οριστικά από το Καμερούν, ωστόσο εξήγησε ότι τη δεδομένη χρονική περίοδο τα σχολεία ήταν κλειστά. Ως προς το εάν θα μπορούσε να εργαστεί ως δασκάλα στην Kumba αυτή τη στιγμή η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά, λέγοντας πως τα σχολεία είναι κλειστά και η κατάσταση είναι η ίδια.

 

Κληθείσα να εξηγήσει τον λόγο που δεν πραγματοποιήθηκαν οι απειλές των Ambazonians από τη στιγμή που η Αιτήτρια δεν άκουσε τις προειδοποιήσεις τους, η Αιτήτρια δήλωσε πως μετά τις απειλές τους δεν πήγαινε για κάποιο διάστημα στο σχολείο προκειμένου να μην κινήσει υποψίες. Εξήγησε, περαιτέρω, ότι ένιωθε ανασφάλεια λόγω της κατάστασης αυτής καθώς μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να την επισκεφθούν. Ερωτηθείσα σχετικά, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν προέβη σε καταγγελία στις αρχές ως προς τις απειλές γιατί οι κρατικές αρχές «δεν είναι καλύτερες από τους Ambazonians». Ως προς το εάν δέχθηκε απειλές αφότου έφυγε από το Καμερούν, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά.

 

Ερωτηθείσα ως προς το τι θεωρεί ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, η Αιτήτρια προέβαλε πως δε θα είναι ασφαλής καθώς οι Ambazonians εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Ερωτηθείσα ως προς το γιατί θεωρεί ότι θα απειληθεί από τη στιγμή που οι απειλές σταμάτησαν το 2018, η Αιτήτρια ανέφερε πως οι απειλές σταμάτησαν αφενός μεν επειδή δεν την είδαν ξανά, αφετέρου δε επειδή τα σχολεία σταμάτησαν να λειτουργούν. Επιβεβαίωσε δε ότι από τον Απρίλιο του 2018 κι έπειτα δεν πήγε ξανά στο σχολείο.

 

Ερωτηθείσα ως προς το εάν θα μπορούσε να ζήσει στη Yaounde, όπου είχε ζήσει για διάστημα πέντε ετών, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά λέγοντας πως όταν σπούδαζε εκεί παρ’ όλο που δεν υπήρχε η αγγλόφωνη κρίση είχε αντιμετωπίσει προβλήματα καθώς δε μπορούσε να ενσωματωθεί στο γαλλικό σύστημα. Προσέθεσε ότι δεν έχει υποστηρικτικό δίκτυο στην πόλη, ενώ εξήγησε ότι δε θεωρεί πως θα βρει δουλειά λόγω των διακρίσεων κατά των αγγλόφωνων.

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, ο λειτουργός ασύλου διαχώρισε τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας σε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς:  

 

Ο μεν πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και αυτός έγινε αποδεκτός από τον λειτουργό EUAA καθώς στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία.

 

Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε το ότι η Αιτήτρια εργάστηκε ως δασκάλα σε ιδιωτικό σχολείο στην Kumba από το 2015 έως το 2017. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός από το λειτουργό EUAA καθώς κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε επαρκώς η εσωτερική του αξιοπιστία. Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός ασύλου τόνισε πως η Αιτήτρια προσκόμισε έγγραφο εκδοθέν από τον Υπουργό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, το οποίο αναφέρει ότι η Αιτήτρια είναι κατάλληλη για να εργαστεί ως εκπαιδευτικός. Ταυτόχρονα, ανευρέθηκε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και το εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως εργαζόταν.

 

Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορούσε το ότι η Αιτήτρια απειλήθηκε από τους αποσχιστές Ambazonians. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός απορρίφθηκε από τον λειτουργό EUAA λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα της Αιτήτριας. Πιο συγκεκριμένα, και όσον αφορά τις απειλές των Ambazonians, ο λειτουργός έκρινε πως οι απαντήσεις της Αιτήτριας δεν είχαν τον απαιτούμενο βαθμό εξειδίκευσης και λεπτομέρειας. Σημειώθηκε πως δεν έδωσε ακριβή περιγραφή των γεγονότων, ούτε και των απειλών προς το πρόσωπό της. Παράλληλα, τονίστηκε ότι δεν ήταν συνεπής σε σχέση με το πως κατόρθωσε να μην πάθει κάτι παρά τις απειλές που δέχτηκε από τους Ambazonians, καθώς δεν κρίθηκε επαρκές ούτε το ότι δεν τους απαντούσε ούτε το ότι μετά τις απειλές τους για ένα διάστημα δεν πήγαινε στο σχολείο. Ομοίως, ως προς το ότι δεν της συνέβη κάτι από τα μέσα του 2018, οπότε και απειλήθηκε για τελευταία φορά από τους Ambazonians, έως και τον Σεπτέμβριο του 2018, οπότε και έφυγε από το Καμερούν, ο λειτουργός EUAA επεσήμανε ότι ήταν προσωπικό της συμπέρασμα το ότι δεν της συνέβη κάτι επειδή δεν πήγαινε στο σχολείο κατά το ως άνω αναφερθέν διάστημα.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός EUAA παρέθεσε πληροφορίες γενικού περιεχομένου ως προς τις επιθέσεις των Ambazonians στο εκπαιδευτικό σύστημα κατά τα έτη 2017 και 2018. Ωστόσο ο λειτουργός κατέληξε πως, παρά το ότι ανευρέθηκαν πληροφορίες που επιβεβαιώνουν την στοχοποίηση εκπαιδευτικών μονάδων και δασκάλων στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, καθιστώντας έτσι πιθανούς τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, εντούτοις, λόγω της μη ύπαρξης εσωτερικής αξιοπιστίας στα όσα η Αιτήτρια ανέφερε, ο ισχυρισμός δε μπορεί να γίνει αποδεκτός.

 

Προχωρώντας, ο λειτουργός EUAA εκτίμησε το μελλοντοστραφές ρίσκο της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν στη βάση των δύο ισχυρισμών που έγιναν αποδεκτοί κατά το στάδιο αξιολόγησης αξιοπιστίας, ήτοι του ισχυρισμού περί των προσωπικών της στοιχείων και του ισχυρισμού της περί της εργασίας της ως εκπαιδευτικού. Εξετάστηκε, συνεπώς, το κατά πόσο υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί η Αιτήτρια συμπεριφορά που να ισοδυναμεί με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν λόγω του επαγγέλματός της. Παρατέθηκαν, σχετικώς, εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με τη στοχοποίηση εκπαιδευτικών και μαθητών από τους Ambazonians στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν. Ο λειτουργός EUAA επισήμανε ότι η κατάσταση στα σχολεία έχει παρουσιάσει βελτίωση από το 2021 κι έπειτα καθώς η Κυβέρνηση έχει αυξήσει τα μέτρα ασφαλείας κατά επιθέσεων των αυτονομιστών. Παράλληλα, τονίστηκε ότι όλες οι επιθέσεις που ανευρέθηκαν αφορούσαν εκπαιδευτικό προσωπικό εν ενεργεία και όχι δασκάλους που δίδασκαν σε προγενέστερο χρονικό σημείο ή σε άτομα που στοχοποιήθηκαν απλώς και μόνο λόγω της ιδιότητάς τους ως εκπαιδευτικοί. Επισημάνθηκε δε ότι ο ισχυρισμός περί των απειλών που δέχθηκε η Αιτήτρια από τους Ambazonians δεν έγινε αποδεκτός, ενώ η Αιτήτρια δεν παρουσίασε προσωπικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να την θέσουν στο στόχαστρο των Ambazonians σε περίπτωση επιστροφής. Συνεπώς, ο λειτουργός κατέληξε ότι το επάγγελμα της Αιτήτριας δεν αποτελεί ρίσκο για την ίδια σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων της Αιτήτριας, ο λειτουργός EUAA προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας. Έπειτα από παράθεση σχετικών πηγών πληροφόρηση, ο λειτουργός κατέληξε στο ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί η Αιτήτρια συμπεριφορά που να ισοδυναμεί με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν λόγω της γενικότερης κατάστασης ασφαλείας.

 

Προχωρώντας στο στάδιο της νομικής ανάλυσης, ο λειτουργός κατέληξε ότι η Αιτήτρια δε μπορεί να υπαχθεί στο προσφυγικό καθεστώς. Προχωρώντας στην εξέταση του κατά πόσον η Αιτήτρια θα μπορούσε να επωφεληθεί από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, και ιδιαίτερα όσον αφορά το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας Αναγνώρισης, ο λειτουργός παρέθεσε επιπλέον πληροφορίες σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, με την κατάληξή του να είναι πως υπάρχει αδιάκριτη βία στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ωστόσο η έντασή της δεν είναι τέτοια ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι η Αιτήτρια θα κινδυνεύσει απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας της στην περιοχή. Εξετάστηκε, συνεπώς, το κατά πόσον η Αιτήτρια έχει κάποιο προσωπικό χαρακτηριστικό που θα αύξανε το ρίσκο της σε περίπτωση επιστροφής της σε σχέση με τον μέσο άμαχο πληθυσμό. Εν προκειμένω κρίθηκε πως η Αιτήτρια είναι μία νεαρή γυναίκα, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία που θα την βοηθήσει να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Έχοντας παραθέσει τα προλεχθέντα, ο λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δε μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες της συμπληρωματικής προστασίας.

 

Το επανάνοιγμα της υπόθεσης

 

Προτού προχωρήσω σε αξιολόγηση των όσων τέθηκαν ενώπιόν μου, επισημαίνω ότι μετά την επιφύλαξη της απόφασης και κατά την μελέτη της υπόθεσης προς τον σκοπό έκδοσης απόφασης, διαφάνηκε ότι υπάρχει αναγκαιότητα λήψης περαιτέρω πληροφοριών από την ίδια την Αιτήτρια. Έκρινα συνεπώς κατά το στάδιο εκείνο ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επέβαλλε το επανάνοιγμα της υπόθεσης αυτής, ενόψει της αναγκαιότητας για λήψη διευκρινίσεων επί των πιο πάνω ζητημάτων τα οποία θα πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω ενόψει και των διευρυμένων εξουσιών του Δικαστηρίου, ως αυτές απορρέουν από το άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, N. 73(I)/2018. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη ότι η φύση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, ως Δικαστήριο ουσίας, επιβάλλει την διερεύνηση των ζητημάτων που αναφέρονται ανωτέρω αλλά και το γεγονός ότι εφαρμόζονται στις περιστάσεις της υπό εξέταση υπόθεσης, τα κριτήρια και οι αρχές που εφαρμόζονται ως προς τη δυνατότητα επανανοίγματος μίας υπόθεσης μετά την επιφύλαξη απόφασης, ως αυτές έχουν διαχρονικά διαμορφωθεί  μέσα από τη νομολογία[9], διέταξα το επανάνοιγμα της υπόθεσης αυτής.

Κατόπιν λοιπόν επανανοίγματος της υπόθεσης και συγκεκριμένα, κατά την ακροαματική διαδικασία της 13ης Νοεμβρίου 2024 το Δικαστήριο υπέβαλε σχετικά ερωτήματα προς την Αιτήτρια. Ερωτηθείσα αρχικά ως προς την κατάσταση της υγείας της, η Αιτήτρια επανέλαβε ότι πάσχει από σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει προβλήματα με την έμμηνο ρύση της. Σχετικά με την ύπαρξη υποστηρικτικού δικτύου στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια ανέφερε πως η μητέρα της και τα αδέρφια της διαβιούν εκτός του Καμερούν και πως έχει κάποιους μακρινούς συγγενείς στη Yaounde, ωστόσο δεν υπάρχει επικοινωνία μαζί τους. Ως προς το ότι η Αιτήτρια είχε ζήσει και σπουδάσει για διάστημα πέντε (5) ετών στη Yaounde, η Αιτήτρια ανέφερε ότι οι σπουδές της έγιναν στην γαλλική ωστόσο δε μιλάει καλά τη γαλλική γλώσσα.

 

Ως προς τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως για όσο διάστημα δίδασκε είχε προβλήματα με το γαλλικό στρατό και τους amba boys και επανέλαβε ότι είχε συμμετάσχει σε μια ειρηνική διαμαρτυρία δασκάλων. Ως προς το εάν της συνέβη κάτι μεταξύ του Απριλίου 2018, οπότε και σταμάτησε να διδάσκει, και του Οκτωβρίου 2018, οπότε και έφυγε από το Καμερούν, η Αιτήτρια ανέφερε πως «υπήρχε πολύ χάος» τη συγκεκριμένη περίοδο. Σε σχέση με τις απειλές που προέβαλε ενώπιον του λειτουργού ασύλου, η Αιτήτρια ανέφερε ότι πολλοί δάσκαλοι λάμβαναν απειλές και πως δε γνώριζε προσωπικά αυτούς που την απείλησαν. Σχετικά με το τι θεωρεί πως θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, η Αιτήτρια δήλωσε πως δεν γνωρίζει και πως οι Ambazonians «έχουν τις στρατηγικές τους». Προσέθεσε, επίσης, ότι είδε σε ένα τηλεοπτικό κανάλι πως η οικία της έχει καεί. Ερωτηθείσα εάν θα μπορούσε να εγκατασταθεί στη Yaounde, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά λέγοντας πως υπάρχουν πολλές δυσκολίες και διακρίσεις.

 

Εκτίμηση του Δικαστηρίου - Αξιολόγηση αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας

 

Αναφορικά με τον πρώτο ισχυρισμό, για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται στην εισηγητική έκθεση του λειτουργού του EUAA (βλ. ερυθρά 124-106 του δ.φ.), η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, κρίνω ότι ορθά ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός της Αιτήτριας κρίθηκε αξιόπιστος, ευρήματα για τα οποία το Δικαστήριο δεν εντοπίζει λόγο διαφοροποίησης.

 

Εξετάζοντας τον δεύτερο ισχυρισμό σχετικά με την ιδιότητα της Αιτήτριας ως δασκάλας σε ιδιωτικό σχολείο στη πόλη Kumba φρονώ πως o λειτουργός EUAA έθεσε πληθώρα ερωτήσεων σχετικά με την μόρφωση της Αιτήτριας και το πρόγραμμα κατάρτισης που ακολούθησε προκειμένου να δύναται να διδάσκει ως δασκάλα, την διάρκεια, τα μαθήματα και το κόστος του προγράμματος που παρακολούθησε. Η Αιτήτρια ήταν σαφής και συγκεκριμένη αναφορικά με το ιδιωτικό σχολείο, όπου προσλήφθηκε, αναφέρθηκε στη διαδικασία επιλογής της μεταξύ άλλων υποψηφίων καθώς και των μαθημάτων που δίδασκε. Οι ερωτήσεις οι οποίες τέθηκαν ήταν τόσο ανοικτού όσο και κλειστού τύπου, και δόθηκαν πολλαπλές ευκαιρίες στην Αιτήτρια προς αποσαφήνιση και εξειδίκευση των δηλώσεων της. Οι δηλώσεις της Αιτήτριας επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που παρέθεσε ο αρμόδιος λειτουργός. Συνεπώς, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ότι ορθώς θεωρήθηκε αξιόπιστος.

 

Η κατάθεσή της ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρξε συνεπής με τα ανωτέρω: επιβεβαίωσε τη διάρκεια της απασχόλησής της στο εν λόγω σχολείο από τον Σεπτέμβριο 2015 έως τον Απρίλιο 2018, οπότε και σταμάτησε λόγω της επιδείνωσης της κατάστασης ασφαλείας, αναφέροντας πρόσθετα πως το επάγγελμά της έχει καταστεί επικίνδυνο.

 

Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, αναφορικά με την απειλούμενη στοχοποίηση της Αιτήτριας από την αυτονομιστική ομάδα Ambazonians λόγω της επαγγελματικής της ιδιότητας ως δασκάλας, έχοντας μελετήσει με προσοχή τόσο τα πρακτικά της συνέντευξης της Αιτήτριας όσο και τα όσα καταγράφονται στην Έκθεση–Εισήγηση του λειτουργού EUAA (βλ. ερυθρά 116–113 του δ.φ.), κρίνεται ότι ο εν λόγω ισχυρισμός πάσχει από ουσιώδη ελλείμματα εξειδίκευσης, συνέπειας και πειστικότητας, γεγονός που πλήττει την αξιοπιστία του στο συνολό του[10].

Ειδικότερα, η Αιτήτρια υποστήριξε από την αρχική της συνέντευξη μέχρι και την παρουσία της στο ακροατήριο ότι στοχοποιήθηκε επανειλημμένα από τους λεγόμενους "Amba boys" λόγω της ιδιότητάς της ως δασκάλας στην Kumba, εν μέσω της κρίσης στο Αγγλόφωνο Καμερούν. Ωστόσο, παρά την πληθώρα διευκρινιστικών ερωτήσεων που της τέθηκαν, τόσο ανοικτού όσο και κλειστού τύπου, οι απαντήσεις της παρέμειναν ασαφείς και σε αρκετές περιπτώσεις αντιφατικές. Ειδικότερα, ενώ ισχυρίστηκε ότι της επιτέθηκαν λεκτικά οι λεγόμενοι “Amba boys” ή “quarter boys”, αναφέροντας ότι την απείλησαν με όπλο να μην προσέρχεται στο σχολείο, δεν κατόρθωσε να περιγράψει με επάρκεια τις περιστάσεις υπό τις οποίες φέρεται να έλαβαν χώρα τα περιστατικά, ούτε μπόρεσε να αναπαραγάγει με πειστικότητα τις φράσεις ή τη συμπεριφορά τους. Οι δηλώσεις της αναφορικά με το πώς κατάφερε να αποφύγει την πραγματοποίηση των απειλών αυτών, μολονότι –όπως η ίδια παραδέχεται– δεν συμμορφώθηκε απολύτως, εμφανίζονται εσωτερικά αντιφατικές. Από τη μία πλευρά δηλώνει ότι «μερικές φορές πήγαινε σχολείο, άλλες όχι», προκειμένου να μην την υποψιαστούν (βλ. ερυθρό 46/3χ του δ.φ.), ενώ από την άλλη υποστηρίζει ότι πήγαινε κανονικά επειδή χρειαζόταν τα χρήματα και ο εργοδότης της την καλούσε (βλ. ερυθρό 46/1χ του δ.φ.). Οι απαντήσεις αυτές, αντί να δημιουργούν ένα συνεκτικό αφήγημα, εντείνουν την ασάφεια ως προς τα πραγματικά περιστατικά και υπονομεύουν τη δυνατότητα εξατομίκευσης του φερόμενου κινδύνο.

 

Η ίδια επιβεβαιώνει ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε πράξη φυσικής βίας εναντίον της, περιοριζόμενη αποκλειστικά στην αναφορά λεκτικών απειλών, ενώ δηλώνει ότι σταμάτησε να διδάσκει τον Απρίλιο του 2018 και ότι από τότε μέχρι και την αποχώρησή της από το Καμερούν δεν της συνέβη οποιοδήποτε άλλο περιστατικό στοχοποίησης (βλ. ερυθρό 45/4χ και 46/2χ του δ.φ.). Εντούτοις, δεν παρείχε επαρκή εξήγηση γιατί ο φόβος εξακολούθησε, ιδίως όταν η ίδια αναφέρει ότι τα σχολεία έκλεισαν και η δραστηριότητά της είχε σταματήσει(βλ. ερυθρό 45/4χ του δ.φ.), γεγονός που εγείρει ερωτήματα ως προς τη συνέχιση του φερόμενου κινδύνου. Ακόμη, στην ερώτηση γιατί δεν απευθύνθηκε ποτέ στις αρχές ή δεν επιχείρησε να εξασφαλίσει κάποια μορφή προστασίας, επικαλέστηκε γενική δυσπιστία προς το κράτος, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει πειστικά γιατί δεν το επιχείρησε ούτε μία φορά.

 

Ακόμα πιο προβληματική είναι η εικόνα που ανέδειξε η Αιτήτρια ενώπιον του Δικαστηρίου. Ενώ στη συνέντευξη δήλωσε με κατηγορηματικό τρόπο ότι δέχθηκε τρεις φορές απειλές, με ρητή αναφορά στο περιεχόμενο των απειλών και στον χρόνο που αυτές έλαβαν χώρα, ενώπιον του Δικαστηρίου εμφανίστηκε πολύ πιο επιφυλακτική, αποφεύγοντας να επαναλάβει τις κρίσιμες λεπτομέρειες και σε αρκετές περιπτώσεις δηλώνοντας ότι «δεν γνωρίζει» ή ότι «δεν μπορεί να πει». Όταν ρωτήθηκε ευθέως αν φοβάται σήμερα τους Ambazonians, απάντησε «Δεν γνωρίζω. Έχουν τις στρατηγικές τους.», αφήνοντας σοβαρά ερωτηματικά για το κατά πόσο υφίσταται πράγματι εξατομικευμένος και διαρκής φόβος δίωξης.

 

Επιπλέον, ένα ιδιαίτερα σοβαρό περιστατικό που ανέφερε κατά τη συνέντευξη –ότι μια κοπέλα ετάφη ζωντανή στην αυλή του σπιτιού της από τους Amba boys, γεγονός το οποίο υποτίθεται ότι επιβεβαιώθηκε από τηλεοπτικό ρεπορτάζ– δεν το επανέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου, παρότι ρωτήθηκε για την κατάσταση ασφαλείας στο σπίτι της. Αντίθετα, αρκέστηκε να πει απλώς ότι το σπίτι της κάηκε, χωρίς να προσκομίσει περαιτέρω λεπτομέρειες ή αποδεικτικά στοιχεία. Η απουσία αυτής της αναφοράς ενισχύει την εντύπωση ότι το αφήγημα της δεν είναι σταθερό, ούτε στηρίζεται σε συγκεκριμένες βιωματικές εμπειρίες.

 

Επί αυτού του σημείου,  επισημαίνεται ότι ναι μεν αποτελεί καθήκον της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί σε συνεργασία με τον αιτούντα τα συναφή στοιχεία της αίτησής του και/ή ότι αυτή η ευθύνη μοιράζεται μεταξύ του λειτουργού και του αιτούντα[11], αυτό όμως δεν αναιρεί την υποχρέωση του ιδίου να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης του, ήτοι δηλώσεις/έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία και/ή ότι εναπόκειται πρώτα στον ίδιο τον αιτούντα να έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του[12]. Είχε δε την ευκαιρία ο Αιτητής, μέσω των συνηγόρων του, κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία να προσκομίσει μαρτυρία, έγγραφα ή επιπρόσθετα στοιχεία προς ενίσχυση του αιτήματός του, αλλά δεν το έπραξε[13].

 

Τέλος, η συνολική στάση της Αιτήτριας, η επαναλαμβανόμενη χρήση εκφράσεων αποφυγής («δεν ξέρω», «δεν μπορώ να πω»), οι σοβαρές αντιφάσεις και παραλείψεις και η αποφυγή επανάληψης καθοριστικών ισχυρισμών, καθιστούν τον ισχυρισμό της περί στοχοποίησης αναξιόπιστο. Η μαρτυρία της δεν πληροί τις απαιτήσεις συνέπειας, λεπτομέρειας και πειστικότητας που προβλέπονται από τη σχετική ενωσιακή και εθνική νομολογία για τη θεμελίωση ισχυρισμού περί δίωξης ή σοβαρής βλάβης.

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης όσον αφορά το ζήτημα της στοχοποίησης εκτός σχολείου ή πέραν της μετακίνησης για λόγους συμμετοχής στην εκπαιδευτική διαδικασία. Από την έρευνα αυτή προέκυψε ότι το HRW (Human Rights Watch) παραθέτει δύο παραδείγματα τέτοιας στοχοποίησης. Το ένα αφορά τη διευθύντρια ενός παιδικού σταθμού στο χωριό Bachou Akagbei, την οποία οι αυτονομιστές επισκέφθηκαν στο σπίτι της και αφού την κατηγόρησαν ότι εξακολουθεί να διδάσκει παρά την περί αντιθέτου εντολή των αυτονομιστών, της απέσπασαν χρήματα και την κακοποίησαν βάναυσα. Το δεύτερο αφορά την περίπτωση ενός φοιτητή του πανεπιστημίου της Bamenda, τον οποίο οι αυτονομιστές απήγαγαν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η απαγωγή φαίνεται να συνδέεται όχι μόνο με την ιδιότητα του ομήρου ως φοιτητή, αλλά επίσης με το γεγονός ότι ο θείος του είναι κυβερνητικός αξιωματούχος, καθώς και με την προσπάθεια στρατολόγησής του στις τάξεις των αυτονομιστών[14].

 

Η στοχοποίηση της εκπαίδευσης από αυτονομιστικές ένοπλες ομάδες είχε ως αποτέλεσμα το κλείσιμο των σχολείων, οι οποίοι παράλληλα προβαίνουν σε καταστροφή σχολείων και εκθέτουν μαθητές, εκπαιδευτικούς και σχολικό προσωπικό σε βία, απαγωγές και εκφοβισμό.[15]

 

Αναφορικά με τα κίνητρα των επιθέσεων διαφαίνεται ότι στο Καμερούν, ένοπλες ομάδες προσπάθησαν να επιβάλουν απεργίες και στάσεις στον εκπαιδευτικό τομέα ως μέσο για την επίτευξη κοινωνικών, οικονομικών ή πολιτικών σκοπών και, συνεπώς, στοχοποιούν άτομα που αρνήθηκαν να υπακούσουν σε αυτή την απεργία ή στάση.[16] Πράγματι, μαθητές και δάσκαλοι που έσπασαν το μποϊκοτάζ που επιβλήθηκε από αυτονομιστικές ομάδες στις περιοχές Northwest και Southwest απήχθησαν, απειλήθηκαν, τραυματίστηκαν ή δολοφονήθηκαν.[17] Ενώ τα έτη 2014-2016 περίπου 100 μαθητές και προσωπικό δέχθηκαν επίθεση στη χώρα, μεταξύ 2017 και 2019 περισσότεροι από 700 μαθητές σχολείων και δάσκαλοι τραυματίστηκαν, κυρίως στις περιοχές Northwest και Southwest.[18]

 

Σε επίπεδο εξωτερικής αξιοπιστίας, επισημαίνεται ότι, παρότι ο αιτητής διεθνούς προστασίας δεν φέρει εν γένει αποδεικτικό βάρος κατά την αυστηρή έννοια, φέρει εντούτοις την ευθύνη τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του κατά τρόπο συνεπή, πειστικό και επαρκώς αιτιολογημένο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 και 5 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και την παγιωμένη εθνική νομολογία.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η Αιτήτρια δεν προσκόμισε οποιοδήποτε έγγραφο ή αποδεικτικό στοιχείο προς ενίσχυση των ισχυρισμών της περί στοχοποίησης, ούτε προσδιόρισε συγκεκριμένα πρόσωπα –συγγενικά, φιλικά ή συναδελφικά– τα οποία θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τα περιστατικά που περιέγραψε. Επίσης, ουδεμία τεκμηρίωση υπήρξε αναφορικά με την καύση της οικίας της ή τη φερόμενη χρήση της από τους αυτονομιστές για την ταφή ζωντανού ατόμου.

 

Ωστόσο από τις πληροφορίες που παρατέθηκαν ανωτέρω, επιβεβαιώνονται πράγματι επιθέσεις και πράξεις βίας εις βάρος του εκπαιδευτικού τομέα στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, κυρίως την περίοδο 2017–2019. Περαιτέρω εξωτερικές πηγές, όπως αναφορές της Human Rights Watch, τεκμηριώνουν την ευρύτερη πρακτική των αυτονομιστικών ομάδων να στοχοποιούν εκπαιδευτικούς –ενίοτε ακόμη και με επιθέσεις εντός της οικίας τους– λόγω της παραβίασης του επιβληθέντος μποϊκοτάζ.

 

Ωστόσο, η ύπαρξη γενικευμένου κινδύνου δεν επαρκεί, αφ’ εαυτής, για τη θεμελίωση εξατομικευμένου φόβου δίωξης, ιδίως όταν η Αιτήτρια δεν κατορθώνει να συνδέσει πειστικά και συνεκτικά τη γενική κατάσταση με τη δική της προσωπική εμπειρία. Το πλαίσιο βίας που επιβεβαιώνεται σε επίπεδο χώρας καταγωγής δεν αντιστοιχεί, ως προς την ένταση και τη μορφή, στα όσα η ίδια περιέγραψε. Η Αιτήτρια έκανε λόγο αποκλειστικά για λεκτικές απειλές, τις οποίες δεν μπόρεσε να περιγράψει με συγκεκριμένο, χρονικά τοποθετημένο ή αναπαραγόμενο τρόπο. Δεν κατέδειξε πράξεις φυσικής βίας, δεν κατήγγειλε ποτέ τις απειλές, και παραδέχθηκε ότι, από τη διακοπή της εργασίας της (Απρίλιος 2018) μέχρι και την αποχώρησή της από τη χώρα (Σεπτέμβριος 2018), ουδέν περιστατικό στοχοποίησης έλαβε χώρα.

 

Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι, παρά το γεγονός ότι η κρίση είχε ξεσπάσει από το 2016, η Αιτήτρια συνέχισε να διαμένει στον τόπο συνήθους διαμονής της έως και την αναχώρησή της από το Καμερούν, χωρίς να μετακινηθεί εντός της χώρας ή να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις ασφαλείας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την απουσία συγκεκριμένων ενεργειών εκ μέρους των φερόμενων διωκτών της μετά το 2018, αποδυναμώνει περαιτέρω την αξιοπιστία του ισχυρισμού περί διαρκούς και εξατομικευμένου φόβου δίωξης.

 

Εν κατακλείδι, και παρά την ύπαρξη σοβαρών και επαναλαμβανόμενων φαινομένων στοχοποίησης εκπαιδευτικών στις περιοχές Northwest και Southwest, ο ισχυρισμός της Αιτήτριας δεν παρουσιάζεται με την απαιτούμενη ακρίβεια, συνάφεια και αληθοφάνεια, ώστε να καθίσταται δεκτός ως πειστικός και θεμελιωμένος. Η αδυναμία της να δημιουργήσει μια σαφή και συγκεκριμένη εικόνα του απειλητικού κλίματος που ισχυρίζεται ότι υπήρχε εναντίον της, σε συνδυασμό με την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων και την ασυμφωνία των δηλώσεών της με τα πρότυπα στοχοποίησης, οδηγούν στην εύλογη κρίση ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν γίνεται αποδεκτός ως αληθής.

 

Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί στοχοποίησής της λόγω της ιδιότητάς της ως δασκάλας δεν είναι αξιόπιστος, ούτε σε επίπεδο εσωτερικής συνέπειας και λεπτομέρειας, ούτε ως προς την αιτιώδη σύνδεση με τις πραγματικές συνθήκες της χώρας καταγωγής της. Ο ισχυρισμός δεν πληροί τα κριτήρια του άρθρου 4 παρ. 5 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και δεν στοιχειοθετεί βάσιμο φόβο δίωξης κατά την έννοια της Σύμβασης της Γενεύης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Έχοντας πλέον αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που έχω ενώπιόν μου και εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, προχωρώ στην νομική αξιολόγηση των προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας και κατά πόσο αυτές πληρούνται στην υπό εξέταση υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ουσιώδεις ισχυρισμούς.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου δυνάμει του οποίου: 

 

«3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεωνείναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ' αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5».

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει γίνει ήδη αποδεκτό ότι η Αιτήτρια είναι πρώην δασκάλα και ότι  κατάγεται από το Καμερούν και, όντας στην Κύπρο, βρίσκεται εκτός της χώρας ιθαγενείας της αναζητώντας προστασία από την Κυπριακή Δημοκρατία, απομένει να εξεταστούν τα λοιπά συστατικά στοιχεία που τίθενται στο άρθρο 3.

 

Ως προς το ενδεχόμενο λοιπόν υπαγωγής της Αιτήτριας στο καθεστώς πρόσφυγα για κάποιον από τους εξαντλητικά αναφερόμενους λόγους στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, και συγκεκριμένα λόγω της φερόμενης στοχοποίησής της από ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες λόγω της πρώην επαγγελματικής της ιδιότητας ως δασκάλας, χρήζει διερεύνησης το κατά πόσον το εκπαιδευτικό προσωπικό στοχοποιείται από τους αυτονομιστές και με ποιους τρόπους.

 

Από τις πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέφυγε το Δικαστήριο προκύπτει ότι οι αποσχιστικές ομάδες – οι οποίες στην παρούσα υπόθεση φέρονται ως οι φορείς της δίωξης – τείνουν να αποδίδουν στο διδακτικό προσωπικό συγκεκριμένη πολιτική ταυτότητα, θεωρώντας ότι αυτό συνεργάζεται με την κεντρική κυβέρνηση. Σύμφωνα με εξωτερικές πηγές, η λεγόμενη «Αγγλόφωνη Κρίση» εκδηλώθηκε το 2016, όταν δικηγόροι και δάσκαλοι προχώρησαν σε απεργιακές κινητοποιήσεις διαμαρτυρόμενοι για την επιβολή της γαλλικής γλώσσας στα δικαστήρια και τα σχολεία. Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, ότι η λειτουργία – ή, ορθότερα, η επιβολή της μη λειτουργίας – των σχολείων στις περιοχές North-West και South-West του Καμερούν, τις οποίες οι αυτονομιστές αποκαλούν «Ambazonia», αποτέλεσε κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής τους, οδηγώντας στην έκδοση εντολής για μποϊκοτάζ της εκπαιδευτικής διαδικασίας[19]. Μία από τις κύριες συνέπειες της πολιτικής του εκπαιδευτικού μποϊκοτάζ, σε συνδυασμό με τη συνολική επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας και τις συστηματικές ενέργειες των αυτονομιστών – οι οποίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, επιθέσεις κατά σχολικών μονάδων – προς αποτροπή της συμμετοχής του πληθυσμού της Αγγλόφωνης περιοχής στην εκπαιδευτική διαδικασία, είναι το εκτεταμένο κλείσιμο σχολείων. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει σε σοβαρή και ουσιώδη υπονόμευση του δικαιώματος στην εκπαίδευση[20].

 

Προκύπτουν περαιτέρω τα ακόλουθα:

 

·                Αρχικά διαπιστώνεται ότι πράγματι, όσοι σχετίζονται με την εκπαιδευτική διαδικασία (μαθητές, φοιτητές, δάσκαλοι-καθηγητές, διευθυντές/τριες σχολείων) έχουν βρεθεί στο στόχαστρο των αυτονομιστών, κυρίως σε σχέση με τη μη τήρηση της εντολής αποχής από την εκπαιδευτική διαδικασία. Έκθεση του HRW (Human Rights Watch) αναφορικά με το ζήτημα των επιθέσεων εκ μέρους των αυτονομιστών σε βάρος μαθητών, δασκάλων/καθηγητών και σχολείων, η οποία καλύπτει το διάστημα από το 2017 έως το Νοέμβριο του 2021, αναφέρει τα εξής:

 

«Οι αυτονομιστές μαχητές έχουν σκοτώσει, απαγάγει, επιτεθεί, απειλήσει ή εκβιάσει εκατοντάδες μαθητές και καθηγητές, είτε βρίσκονταν εντός των σχολικών κτιρίων, είτε βρίσκονταν καθ' οδόν προς το σχολείο ή επέστρεφαν από αυτό είτε βρίσκονταν στις οικίες τους. (.) Το HRW κατέγραψε τις δολοφονίες έντεκα μαθητών και πέντε δασκάλων/καθηγητών: επτά μαθητές σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια επίθεσης στο σχολείο τους στην πόλη Kumba, στη South-West περιοχή, τρεις μαθητές και ένας δάσκαλος σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια επίθεσης στο σχολείο τους στο Ekondo-Titi, στην South-West περιοχή, ενώ ο ενδέκατος μαθητής και οι υπόλοιποι δάσκαλοι σκοτώθηκαν ενώ βρίσκονταν στην οικία τους ή καθ' οδόν προς ή από το σχολείο. (.) [Επίσης,] κατέγραψε την απαγωγή τουλάχιστον 268 φοιτητών και επαγγελματιών της εκπαίδευσης από ένοπλους αυτονομιστές από τον Ιανουάριο του 2017 έως τον Αύγουστο του 2021. Σε δύο μόνο από τα περιστατικά, ένα το 2018 και ένα άλλο το 2019, οι μαχητές απήγαγαν 78 και 170 μαθητές αντίστοιχα, από τα σχολεία τους στη North-West περιοχή. Τα περισσότερα από τα θύματα (255) ήταν μαθητές, ενώ 9 ήταν δάσκαλοι και 4 διευθυντές. Τα θύματα δήλωσαν ότι βρέθηκαν στο στόχαστρο των αυτονομιστών επειδή πήγαιναν στο σχολείο.

 

Τουλάχιστον 70 σχολεία έχουν δεχθεί επιθέσεις στις Αγγλόφωνες Περιοχές από το 2017, σύμφωνα με εκθέσεις οργανισμών των Ηνωμένων Εθνών, της Παγκόσμιας Τράπεζας, Καμερουνέζικων και διεθνών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και μέσων ενημέρωσης. Το HRW κατέγραψε λεπτομερώς 15 επιθέσεις σε σχολεία από αυτονομιστές μαχητές μεταξύ Ιανουαρίου 2017 και Νοεμβρίου 2021. Οι ένοπλοι αυτονομιστές επισκέπτονταν σχολεία και διέταζαν το κλείσιμό τους, απειλώντας και τρομοκρατώντας μαθητές και εκπαιδευτικούς και καταστρέφοντας σχολικές υποδομές και περιουσίες, ενίοτε καίγοντάς τες.

 

Μεταξύ των αρχών του 2017 και του Μαρτίου 2019, το HRW κατέγραψε την κατάληψη τουλάχιστον πέντε σχολείων στη North-West περιοχή από αυτονομιστές μαχητές. Οι τελευταίοι χρησιμοποιούσαν τα σχολεία ως βάσεις (ενν. πολεμικές), ενώ επίσης κρατούσαν ομήρους και αποθήκευαν σε αυτά όπλα και πυρομαχικά. Ορισμένοι μετακινούνταν από σχολείο σε σχολείο τουλάχιστον πέντε σχολείων από αυτονομιστές μαχητές στη βορειοδυτική περιοχή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ορισμένοι (ενν. μαθητές) να μετακινούνταν από σχολείο σε σχολείο (…)[21]».

 

·           Σύμφωνα με έκθεση του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ ημερομηνίας 01/06/2021, οι επιθέσεις αδιάκριτης βίας από ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες στοχεύουν κυρίως κυβερνητικούς αξιωματούχους, παραδοσιακούς ηγέτες και εκπαιδευτικό προσωπικό.[22] Οι αυτονομιστές διέταξαν μποϊκοτάζ και επιτέθηκαν σε σχολεία καθ' όλη τη διάρκεια του 2021, ενώ παρατηρήθηκαν περιστατικά απαγωγής και πυροβολισμών εναντίον εκπαιδευτικών και μαθητών από μη κρατικές ένοπλες δυνάμεις.[23]

 

·           Οι επιθέσεις κατά της εκπαίδευσης συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια του έτους 2022 και περιλάμβαναν επιθέσεις σε μαθητές και εκπαιδευτικούς, απειλές, απαγωγές για λύτρα και εμπρηστικές επιθέσεις σε εκπαιδευτικά κτίρια.[24] Τον Σεπτέμβριο του 2022, αυτονομιστές επέβαλαν αποκλεισμό δύο εβδομάδων για να εμποδίσουν την έναρξη της σχολικής χρονιάς, γεγονός που φέρεται να οδήγησε σε βίαια επεισόδια.[25] Σε Έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, αναφέρεται ότι οι αυτονομιστές εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην επανέναρξη των μαθημάτων στα κρατικά σχολεία και επέτρεψαν την επαναλειτουργία σε ιδιωτικά, εκκλησιαστικά και κοινοτικά σχολεία υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα χρησιμοποιούσαν σχολικές στολές, δεν θα τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο και δεν θα δίδασκαν γαλλικά.[26]

 

·           Το 2023 αναφέρθηκαν πάνω από 25 βίαια περιστατικά που σχετίζονται με την εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένων δολοφονιών σχολικού προσωπικού, απαγωγών μαθητών και εκπαιδευτικών, σωματικών επιθέσεων και τραυματισμών γονέων, μαθητών και εκπαιδευτικών, απειλών και ζημιών στις υποδομές των σχολείων.[27] Μη κρατικές ένοπλες δυνάμεις συνέχισαν να επιτίθενται σε κυβερνητικά σχολεία, καθώς και σε ορισμένα ιδιωτικά ιδρύματα για τα οποία ισχυρίστηκαν ότι δεν ζητούσαν την άδειά τους για να λειτουργήσουν.[28]

 

·           Τον Σεπτέμβριο 2023, ένοπλοι αυτονομιστές ανάγκασαν τα σχολεία να κλείσουν για δύο εβδομάδες και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι επιθέσεις κατά της εκπαίδευσης αυξήθηκαν με αρκετές εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις να καίγονται, εκπαιδευτικούς να απάγονται και ορισμένους από αυτούς να σκοτώνονται. Τα σχολεία δεν επετράπη να ανοίξουν ξανά μέχρι τις 19 Σεπτεμβρίου, οπότε οι μαθητές επέστρεψαν σταδιακά στα σχολεία.[29] Στις περιοχές Northwest και Southwest, τη σχολική περίοδο 2023/2024 παρέμειναν κλειστά 2.245 σχολεία λόγω ένοπλης βίας.[30] Στις 7 Σεπτεμβρίου 2023, λίγες ημέρες μετά την επαναλειτουργία των σχολείων, τουλάχιστον τρεις πολίτες στην περιοχή Southwest σκοτώθηκαν σε επίθεση που αποδόθηκε σε αυτονομιστές, οι οποίοι πυροβόλησαν εναντίον επιβατών αυτοκινήτων και έβαλαν φωτιά σε οχήματα.[31]

 

·           Τον Μάρτιο του 2024 αναφέρθηκαν 5 επιθέσεις εναντίον της εκπαίδευσης, με το συνολικό αριθμό να ανέρχεται σε 17 από τον Ιανουάριο του 2024.[32] Ενδεικτικά, στις 20 Μαρτίου 2024 μια μη κρατική ένοπλη ομάδα επιτέθηκε σε κυβερνητικά σχολεία στο Weh και Esu, στο Menchum της περιοχής Northwest, διακόπτοντας τις εξετάσεις, καίγοντας χαρτιά, ανοίγοντας πυρ και απάγοντας τον υποδιευθυντή και πέντε καθηγητές.[33] Τον Απρίλιο του 2024  αναφέρθηκαν 9 περιστατικά κατά του εκπαιδευτικού προσωπικού.[34] Σύμφωνα δε με στοιχεία του Cameroon Education Cluster,[35] όπως αυτά ανευρέθηκαν στην σελίδα ReliefWeb και τα οποία καλύπτουν την περίοδο Ιανουάριος 2024 – Αύγουστος 2024, κατά το διάστημα αυτό έχουν απαχθεί 14 μαθητές (8 κορίτσια και 6 αγόρια), ενώ επίσης έχουν απαχθεί 47 δάσκαλοι και διευθυντές σχολείων, εκ των οποίων οι 25 είναι άνδρες και οι 22 γυναίκες. Έχουν σκοτωθεί 4 άτομα, εκ των οποίων τα 2 είναι αγόρια κάτω των 18 ετών.

 

·           Όσον αφορά τα όσα έλαβαν χώρα πριν και κατά τη διάρκεια της έναρξης της σχολικής χρονιάς 2024 – 2025 το Africa Defense Forum, ένα περιοδικό το οποίο εκδίδεται ανά τρίμηνο από την Αμερικανική Διοίκηση Αφρικής για να παρέχει ένα διεθνές φόρουμ για αφρικανούς επαγγελματίες ασφαλείας,[36] αναφέρει ότι η «όξυνση» των συγκρούσεων ξεκίνησε εκ νέου τον Αύγουστο του 2024, όταν αυτονομιστές από την αγγλόφωνη περιοχή προειδοποίησαν την Κυβέρνηση να μην ανοίξει ξανά τα σχολεία, όπως είχε προγραμματιστεί, τον Σεπτέμβριο. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια σειρά από βομβαρδισμούς, απαγωγές και επιθέσεις, συμπεριλαμβανομένων και βιασμών. Το ίδιο άρθρο αναφέρει ενδεικτικά ότι στις 19 Σεπτεμβρίου 2024, έκρηξη βόμβας σε αγορά στην Bamenda σκότωσε έναν και τραυμάτισε έξι άτομα, μεταξύ των οποίων ένα μωρό. Οι αυτονομιστές είπαν ότι η βία είχε σκοπό να επιβάλει lockdown στη περιφερειακή πρωτεύουσα της περιοχής Northwest.[37] Στο ίδιο άρθρο παρατίθενται δηλώσεις ενός Καμερουνέζου δημοσιογράφου, ο οποίος αναφέρει πως τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν υπάρχουν λιγότερα από 3.000 σχολεία τα οποία να είναι ακόμη σφραγισμένα, και οι αυτονομιστές είπαν ότι αυτά τα σχολεία δεν πρόκειται να λειτουργήσουν.[38] Μέχρι το τέλος του 2024, η UNICEF ανέφερε συνολικά 43 περιστατικά που στόχευσαν την εκπαίδευση, με 36 να σημειώνονται στην περιοχή Northwest και 7 στην περιοχή Southwest.[39]

 

Από το σύνολο των πληροφοριών και εκθέσεων στις οποίες προσέφυγε το Δικαστήριο, προκύπτει με σαφήνεια ότι το διδακτικό προσωπικό στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν αποτελεί σταθερό στόχο στοχοποίησης από τις ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες, οι οποίες το ταυτίζουν με το κράτος και του αποδίδουν πολιτική ταυτότητα συνεργασίας με την κυβέρνηση. Η εκπαίδευση έχει αναδειχθεί σε κρίσιμο πεδίο σύγκρουσης στο πλαίσιο της αποκαλούμενης «Αγγλόφωνης Κρίσης», με αποτέλεσμα η διακοπή της λειτουργίας των σχολείων να συνιστά στρατηγική επιδίωξη των αυτονομιστών. Η στοχοποίηση των εκπαιδευτικών –και ευρύτερα όσων συνδέονται με τη σχολική δραστηριότητα– έχει λάβει τη μορφή συστηματικών και επαναλαμβανόμενων πράξεων, όπως απαγωγές, δολοφονίες, σωματικές επιθέσεις, απειλές, εμπρησμούς και καταστροφή εκπαιδευτικών υποδομών. Τα περιστατικά αυτά, όπως καταγράφονται σε πολυάριθμες εκθέσεις από το 2017 έως και το 2024, καταδεικνύουν ότι το διδακτικό προσωπικό στην περιοχή αυτή εκτίθεται σε πραγματικό και σοβαρό κίνδυνο δίωξης από μη κρατικούς δρώντες, για λόγους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ιδίως λόγω πολιτικών πεποιθήσεων ή ένταξης σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα.

 

Ωστόσο, κατά τη διερεύνηση του ζητήματος υπαγωγής της Αιτήτριας στο άρθρο 3 του περί Προσφυγών Νόμου, το κρίσιμο ερώτημα συνίσταται στο κατά πόσον η ίδια, βάσει των εξατομικευμένων χαρακτηριστικών και της προσωπικής της συμπεριφοράς, διατρέχει βάσιμο και προσωπικό φόβο δίωξης, ο οποίος να συνδέεται αιτιωδώς με έναν από τους προβλεπόμενους λόγους της Σύμβασης της Γενεύης, όπως η ένταξη σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Πράγματι, από το γενικότερο προφίλ της δύναται καταρχήν να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην κοινωνική ομάδα των δασκάλων (πρώην) των αγγλόφωνων περιοχών του Καμερούν, οι οποίοι – σύμφωνα με πληθώρα εξωτερικών πηγών – έχουν αποτελέσει στόχο στοχοποίησης, κυρίως λόγω της μη συμμόρφωσής τους προς το επιβληθέν μποϊκοτάζ της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Εντούτοις, κατά την παγίως εφαρμοζόμενη νομολογία, η ένταξη σε μια τέτοια ομάδα δεν είναι από μόνη της επαρκής για τη θεμελίωση προσφυγικού καθεστώτος, εάν δεν συνοδεύεται από προσωπικά περιστατικά δίωξης ή σοβαρές ενδείξεις εξατομικευμένης στοχοποίησης.

 

Στην παρούσα υπόθεση, η ίδια η Αιτήτρια ανέφερε ότι διέκοψε την εργασία της ως δασκάλα από τον Απρίλιο του 2018 και έκτοτε δεν επανήλθε στην εκπαιδευτική δραστηριότητα, ότι δεν υπέστη σωματική βία, αλλά μόνο λεκτικές απειλές κατά το 2017 και αρχές του 2018, και ότι από τον Απρίλιο 2018 έως και την αποχώρησή της από τη χώρα, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, δεν έλαβε χώρα κανένα νέο περιστατικό απειλής ή στοχοποίησης σε βάρος της. Υπενθυμίζεται δε ότι ο ισχυρισμός της περί λεκτικών απειλών εκ μέρους των αυτονομιστών («Αμπαζόνιας») κρίθηκε ήδη ως μη αξιόπιστος, λόγω ελλιπούς τεκμηρίωσης και γενικόλογης παρουσίασης. Περαιτέρω, δεν κατέθεσε ότι υπήρξε κάποιο προσωπικό γεγονός – όπως απαγωγή, επίθεση, παρακολούθηση ή καταστροφή περιουσίας – που να ενισχύει τον προβαλλόμενο φόβο της, ούτε προσέφυγε στις αρχές ή επιχείρησε αναζήτηση εσωτερικής προστασίας ή μετεγκατάστασης. Παρότι ανέφερε ότι διαβιούσε σε περιοχή υψηλού κινδύνου, δεν προέκυψε από τη μαρτυρία της καμία συγκεκριμένη πράξη στοχοποίησης εναντίον της, ούτε έχει παράσχει πειστική εξήγηση για το κατά πόσον, υπό τις σημερινές περιστάσεις και λαμβάνοντας υπόψη την αποστασιοποίησή της από την εκπαιδευτική δραστηριότητα, θα διατρέχει αυξημένο κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής. Από τις εξωτερικές πηγές, άλλωστε, διαφαίνεται ότι οι επιθέσεις των αυτονομιστών κατά του εκπαιδευτικού προσωπικού συνδέονται κατά κύριο λόγο με την ενεργό εμπλοκή στην εκπαιδευτική διαδικασία, τη φυσική παρουσία εντός σχολείων, τη μετακίνηση προς ή από αυτά και τη μη συμμόρφωση με ρητές εντολές των αποσχιστών, ενώ αντίθετα η στοχοποίηση πρώην εκπαιδευτικών ή εκπαιδευτικών εκτός επαγγελματικού πλαισίου είναι περιορισμένη και εξαιρετική. Η Αιτήτρια, από τη στιγμή της αποχώρησής της από το επάγγελμα, δεν τελεί πλέον σε συνθήκες έκθεσης σε τέτοιου είδους κινδύνους, ούτε έχουν προσκομισθεί επαρκή στοιχεία ότι εξακολουθεί να ταυτοποιείται ή να είναι αναγνωρίσιμη από τους δρώντες της δίωξης, ή ότι η προηγούμενη επαγγελματική της ιδιότητα επαρκεί, από μόνη της, για τη γέννηση βάσιμου και προσωπικού φόβου δίωξης. Πρόσθετα, ως η συνήγορός της δήλωσε κατά την ακροαματική διαδικασία, η Αιτήτρια δεν επιθυμεί να διδάξει ποτέ ξανά.  

 

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κρίνει ότι, υπό τις παρούσες εξατομικευμένες περιστάσεις, η ιδιότητά της ως πρώην δασκάλας δεν αρκεί για την υπαγωγή της σε κάποιον από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Η κρίση αυτή ενισχύεται περαιτέρω από τις γενικές ασάφειες, ελλείψεις και αντιφάσεις της μαρτυρίας της, η οποία, όπως έχει ήδη διαπιστωθεί, κρίθηκε αναξιόπιστη.

 

Ως εκ τούτου, από το προφίλ της Αιτήτριας και τις προσωπικές του περιστάσεις δεν προκύπτει η υπαγωγή της σε κάποιους από τους λόγους που εξαντλητικώς αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα υπαγωγής της Αιτήτριας στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι: 

 

«19.-(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής».

 

Ο ορισμός της «σοβαρής βλάβης» διαλαμβάνεται εξαντλητικά στο άρθρο 19(2) του Νόμου και περιλαμβάνει: (α) τη θανατική ποινή ή εκτέλεση· (β) τα βασανιστήρια ή την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία· και (γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Υπό το φως των πραγματικών περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, δεν προκύπτει υπαγωγή της Αιτήτριας στις περιπτώσεις (α) ή (β), και συνεπώς, εξετάζεται η δυνατότητα υπαγωγής της στην περίπτωση του άρθρου 19(2)(γ). 

 

Αναφορικά με τα κριτήρια αξιολόγησης του στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην απόφαση CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[40] επισήμανε ότι λαμβάνονται υπόψη:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στην απόφαση Sufi and Elmι[41]εστίασε στον τρόπο προσδιορισμού του επιπέδου της αδιάκριτης βίας, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι εξετάζονται: η χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου που αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, ιδίως όταν η χρήση αυτή είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, καθώς και ο αριθμός των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί ή εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Σχετικά με το περιεχόμενο και τη φύση της απειλής που καλύπτεται από την έννοια της «σοβαρής και προσωπικής απειλής» λόγω αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[42] διευκρίνισε τα ακόλουθα: 

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.  Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[43] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης της Αιτήτριας, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της, ήτοι την πόλη Kumba της περιοχής Southwest του Καμερούν, από την οποία προέκυψαν τα ακόλουθα:  

 

·                Στις περιοχές Southwest και Northwest, κοινώς γνωστές ως αγγλόφωνες περιοχές,[44] οι μάχες μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των αυτονομιστών μαχητών συνεχίζονται από το 2017, όταν οι αυτονομιστές προσπάθησαν να ιδρύσουν ένα ανεξάρτητο κράτος.[45] Το Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED) ανέφερε ότι το 2023, εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των ηγετών των αυτονομιστών χώρισαν τις αυτοαποκαλούμενες «αγγλόφωνες κυβερνήσεις» σε περισσότερες από 50 αυτονομιστικές ομάδες, αποδυναμώνοντας  με αυτόν τον τρόπο τα πολιτικά τους αιτήματα και την ικανότητά τους να αντιστέκονται στις κρατικές επιθέσεις.[46] Το ACLED ανέφερε περαιτέρω ότι η συνεχιζόμενη σύγκρουση και οι ανταγωνιστικές εδαφικές διεκδικήσεις μεταξύ των αυτονομιστικών ομάδων και της κεντρικής κυβέρνησης έχουν μετατρέψει τις αγγλόφωνες περιοχές σε ένα «κατακερματισμένο σύστημα φορολογίας, ασφάλειας και δημόσιων υπηρεσιών», το οποίο διαχειρίζονται διάφοροι ασυντόνιστοι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των αυτονομιστών, της κυβέρνησης, ιδιωτικών εταιρειών και ανθρωπιστικών οργανώσεων.[47]

 

·                Τον Ιανουάριο του 2024, η  United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UNOCHA) ανέφερε ότι οι πληθυσμοί στις περιοχές Southwest και Northwest «συνέχισαν να υποφέρουν από καταχρήσεις, συμπεριλαμβανομένων δολοφονιών, καταστροφών περιουσιών, απαγωγών για λύτρα, παράνομης φορολογίας, αυθαίρετων συλλήψεων και εκβιασμών».[48] Η κατάσταση της ασφάλειας παρέμεινε «πολύ ασταθής» καθ' όλη τη διάρκεια του 2024,[49] χαρακτηριζόμενη από αυξημένη εγκληματική δραστηριότητα, εισβολές μη κρατικών ενόπλων ομάδων σε αστικά κέντρα, επιθέσεις κατά των Σωμάτων Κρατικής Ασφάλειας, απειλές κατά αμάχων και χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών από μη κρατικές ένοπλες ομάδες.[50]

 

·                Σύμφωνα με το ACLED, «η σύγκρουση στην αγγλόφωνη περιοχή μεγάλωνε κάθε χρόνο, με βίαια γεγονότα να αυξάνονται κατά μέσο όρο 49% ετησίως από το 2020 έως το 2023».[51] Η ίδια πηγή ανέφερε ότι οι αυτονομιστές επέβαλαν το κλείσιμο και το lockdown στις σχολικές δραστηριότητες και ήταν υπεύθυνοι για το 89% των σχεδόν 50 περιστατικών κάλυψης βίαιων περιστατικών  που στοχοποιούσαν δασκάλους το 2023.[52]

 

·                Στην Έκθεση Κατάστασης που καλύπτει τον Δεκέμβριο του 2023, η UNOCHA ανέφερε πάνω από 96.815 εκτοπισμένους στις περιοχές Northwest και Southwest λόγω βίας, με πολλούς να αντιμετωπίζουν εκτοπισμό καθώς επέστρεφαν στα σπίτια τους σε περιόδους ηρεμίας, αλλά διέφευγαν ξανά κατά τη διάρκεια της αναζωπύρωσης της βίας.[53]

 

·                H ιστοσελίδα RULAC, πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα , κρίνοντας με κριτήρια διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου , αναφέρει ότι το κράτος εμπλέκεται σε διεθνή ένοπλη σύρραξη κατά της Boko Haram στον Άπω Βορρά (Far North), ενώ στις βορειοδυτικές (στο εξής ΒΔ) και στις νοτιοδυτικές (στο εξής ΝΔ) περιοχές, αγγλόφωνες αποσχιστικές ομάδες μάχονται κατά της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία της περιοχής. 

 

·                Από τα τέλη του 2017, οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας εμπλέκονται σε ένοπλες συγκρούσεις με αριθμό ομάδων αποσχιστών που δρουν στις ΒΔ και ΝΔ περιοχές.  Ως τέτοιες αποσχιστικές ομάδες αναφέρονται ιδίως, μεταξύ άλλων, η Ambazonia Governing Council (AGC) και η Interim Government of Ambazonia (IG) καθώς και οι στρατιωτικές πτέρυγες αυτών.   Αντιμαχόμενες δυνάμεις στην αγγλόφωνη κρίση συνιστούν δυνάμεις ασφαλείας του Καμερούν και ένοπλες αποσχιστικές ομάδες.  Σύμφωνα με τη RULAC, το επίπεδο συνεργασίας μεταξύ των αποσχιστικών δυνάμεων, παραμένει ασαφές, όπως εξάλλου και η δομή τους.   Η αναφορά της μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Human Rights Watch για το 2023, για τις χρησιμοποιούμενες τακτικές, μεθόδους, μέσα και όπλα πολέμου, επισημαίνει ότι οι δυνάμεις ασφαλείας αποκρίθηκαν στις επιθέσεις των αυτονομιστών με επιχειρήσεις, οι οποίες «συχνά αποτύγχαναν να προστατεύσουν τους πολίτες ή τους στόχευσαν ευθέως».   Η ίδια πηγή καταγράφει περιστάσεις στις οποίες τα θύματα βρήκαν το θάνατο όταν διέφευγαν της μάχης, ενώ «στρατιωτικές επιδρομές κατά καταχρηστικό τρόπο και δολοφονίες πολιτών ενδέχεται να πραγματοποιήθηκαν σε βάρος ιδιωτών για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι συνιστούν αποσχιστές ή σε αντίποινα για επιθέσεις έναντι στρατιωτικών θέσεων».   Βάσει αναφοράς της Διεθνούς Αμνηστίας του 2023, η ευθύνη για τα εγκλήματα σε βάρος του τοπικού πληθυσμού στις αγγλόφωνες περιοχές, όπως δολοφονίες, απαγωγές, βασανισμούς και καταστροφές κατοικιών αποδόθηκε στους αποσχιστές.  Οι τελευταίοι, στοχοποιούσαν πρόσωπα τα οποία υποπτεύονταν για συνεργασία με τις δυνάμεις άμυνας και ασφαλείας, καθώς και πρόσωπα τα οποία κατηγορούνταν ότι δε συμμορφώθηκαν με εντολές τις οποίες εκείνοι προσπάθησαν να επιβάλουν.  Αναφορικά με τα χρησιμοποιούμενα όπλα, και ειδικά ως προς τη χρήση εκρηκτικών μηχανισμών οι οποίοι εκ φύσεως είναι δυνατό να επιφέρουν απώλειες αμάχων, οι πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής υποδείκνυαν και εξακολουθούν να υποδεικνύουν την τάση αύξησης των επιθέσεων με τέτοια μέσα εκ μέρους των αυτονομιστών με στόχο τις δυνάμεις ασφαλείας από τις αρχές του έτους 2021, με αμάχους επίσης να αποβιώνουν κατά τη διάρκεια των επιθέσεων αυτών. 

 

·                Η έκθεση του OCHA - δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 2025 - για την κατάσταση στις ΒΔ και ΝΔ περιοχές, αναφέρει ότι οι εν προκειμένω περιοχές, εξακολουθούν να δέχονται σοβαρό πλήγμα και αυτό ένεκα της εκεί επικρατούσας ένοπλης βίας και ανασφάλειας.  Παράγοντες που φαίνεται να επηρεάζουν τον άμαχο πληθυσμό αποτελούν: η παράνομη φορολόγηση, οι περιορισμοί στις μετακινήσεις, τα παράνομα σημεία ελέγχου, οι απαγωγές για λύτρα, οι στοχευμένες δολοφονίες, οι εμπρησμοί σπιτιών και η δύσκολη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, ιδίως στις πιο απομακρυσμένες περιοχές.  

 

·                Οι πιο πρόσφατες πληροφορίες ως προς την πόλη Kumba, ΝΔ τμήμα, αναφέρουν ότι στις 22 Ιανουαρίου του 2025 ακολούθως ενός περιστατικού ασφαλείας που έλαβε χώρα στο χωριό Bisoro, του διαμερίσματος Ndian στα ΝΔ, όπου πολλά σπίτια κάηκαν, περισσότερα από 37 νοικοκυριά (150 άτομα) εκτοπίστηκαν στην Kumba. Μετά τον εκτοπισμό των πολιτών από το προαναφερθέν χωριό, διεξήχθη, μεταξύ 13 - 19 Φεβρουαρίου του 2025, αξιολόγηση των αναγκών στην Kumba αλλά και στα κοντινά αυτής χωριά για σκοπούς προσδιορισμού των επειγουσών αναγκών. 

 

·                Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία από τη βάση δεδομένων της ACLED (“Armed Conflict Location and Event Data Project”) για το διάστημα από 11.05.2024 έως 09.05.2025, στη νοτιοδυτική περιφέρεια καταγράφηκαν 729 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 602 ανθρώπων.  Αναλυτικότερα, έχουν καταγραφεί, 14 εξεγέρσεις/ταραχές (riots) με 2 ανθρώπινες απώλειες, 11 διαμαρτυρίες (protests) με καμία ανθρώπινη απώλεια, 335 περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (violence against civilians) με 118 ανθρώπινες απώλειες, 16 εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (expl./remote violence) με 18 ανθρώπινες απώλειες, 137 στρατηγικές εξελίξεις (strategic developments) με καμία ανθρώπινη απώλεια και 216 μάχες (battles) με 464 ανθρώπινες απώλειες.  Επίσης, στην πόλη Kumba, βάσει της βάσης ACLED κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, καταγράφηκαν 2 μάχες με 1 ανθρώπινη απώλεια, 2 διαμαρτυρίες με καμία ανθρώπινη απώλεια, 1 στρατηγική εξέλιξη με καμία ανθρώπινη απώλεια και 13 περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών με 3 ανθρώπινες απώλειες.  Σημειωτέον δε, ότι ο πληθυσμός της νοτιοδυτικής περιφέρειας καταγράφεται στους 1.553.300 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση του 2015  και της Kumba σε 144,268. 

 

Από τα ως άνω δεδομένα προκύπτει ότι η πόλη Kumba της νοτιοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν, στην οποία ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει η Αιτήτρια, πλήττεται από εσωτερική ένοπλη σύρραξη μεταξύ κρατικών δυνάμεων ασφαλείας και αποσχιστικών ένοπλων ομάδων. Η σύρραξη αυτή συνοδεύεται από σοβαρά φαινόμενα βίας, παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και εγκλήματα κατά του άμαχου πληθυσμού, όπως δολοφονίες, απαγωγές, βασανιστήρια και εμπρησμούς οικιών. Ωστόσο, παρά τη γενική αυτή εικόνα αστάθειας και βίας στην περιφέρεια, από τα ειδικότερα στοιχεία που συλλέχθηκαν για την πόλη Kumba, δεν προκύπτει επίπεδο βίας τόσο υψηλό ώστε να θεμελιώνει καθ’ εαυτό πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής για κάθε άμαχο πολίτη. Κατά το διάστημα Μαΐου 2024 – Μαΐου 2025, καταγράφηκαν στην πόλη Kumba 13 περιστατικά βίας κατά πολιτών με 3 ανθρώπινες απώλειες, καθώς και δύο ένοπλες συγκρούσεις με 1 θανάσιμο θύμα. Σε σχέση με τον πληθυσμό της πόλης, ο οποίος ανέρχεται περίπου στους 144.000 κατοίκους, οι αριθμοί αυτοί δεν επαρκούν για να καταδείξουν την ύπαρξη μιας κατάστασης γενικευμένης και αδιάκριτης βίας τέτοιας έντασης που να δικαιολογεί τη χορήγηση επικουρικής προστασίας κατά το άρθρο 15(γ).

 

Εφαρμόζοντας άλλωστε την αρχή της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας», όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ, δε διαπιστώνεται η ύπαρξη εξατομικευμένων παραγόντων κινδύνου στην περίπτωση της Αιτήτριας, ούτε εντοπίζονται στο προφίλ της στοιχεία ευαλωτότητας τα οποία θα μπορούσαν δυνητικά να αυξήσουν τις πιθανότητες να εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της κατάστασης που επικρατεί στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, ήτοι την πόλη Kumba, σε περίπτωση επιστροφής της εκεί. Πρόκειται για νεαρή γυναίκα, χωρίς αναγνωρισμένα προβλήματα υγείας ή στοιχεία ευαλωτότητας, υψηλού μορφωτικού επιπέδου (απόφοιτη πανεπιστημίου, έχοντας σπουδάσει νομική). Σε σχέση με την κατάσταση υγείας της και με βάση και τις σχετικές δηλώσεις της, δεν έχει προσκομισθεί οτιδήποτε ενώπιόν μου από το οποίο να προκύπτει ή να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια πάσχει από κάποια σοβαρή ασθένεια ή έχει σημαντικό πρόβλημα υγείας, ώστε να μην μπορεί ή που δεν της επιτρέπει, να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής (Βλ. απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Paposhvili vBelgium, Αριθμός αίτησης 41738/10, 13.12.2016, παρ. 192). Πρόσθετα, η δε απουσία οικογενειακού δικτύου στη χώρα καταγωγής της, δε αποτελεί στοιχείο που θα μπορούσε κατ' αποκλειστικότητα να επιτείνει τον κίνδυνο η Αιτήτρια να κινδυνεύσει λόγω της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της.

 

Ενόψει των ανωτέρω, και λαμβανομένης υπόψη της ισχύουσας νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κρίνεται ότι η γενική κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή καταγωγής της Αιτήτριας δεν έχει φθάσει σε τέτοιο επίπεδο ώστε, από μόνη της, να καθιστά την παρουσία της εκεί πηγή σοβαρής και προσωπικής απειλής, ούτε προκύπτει εξατομικευμένος κίνδυνος που να οδηγεί στο αντίθετο συμπέρασμα.

 

Επικουρικώς, διακρίνεται ότι η Αιτήτρια θα μπορούσε με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της, να αξιοποιήσει (ενδεχομένως) την υποστήριξη που παρέχεται μέσω του προγράμματος ΔΟΜ-ΕΕ για τον εθελούσιο επαναπατρισμό μεταναστών με στόχο την ομαλή επανένταξή τους στη χώρα καταγωγής, που «αποσκοπεί προς την αντιμετώπιση των οικονομικών, κοινωνικών και ψυχοκοινωνικών αναγκών» των επαναπατρισθέντων[54] (βλ. επίσης, όσον αφορά την περίπτωση του Καμερούν, διαθέσιμες πληροφορίες για το εν λόγω πρόγραμμα που υφίσταται σε συνεργασία του ΔΟΜ με πλειάδα κρατικών υπηρεσιών στη χώρα καταγωγής[55]). Η συμμετοχή της Αιτήτριας στο πρόγραμμα αυτό μπορεί να διευκολύνει την ομαλή και βιώσιμη επανένταξή της στο Καμερούν, προσφέροντάς της τα απαραίτητα εργαλεία και υποστήριξη για την επανεκκίνηση της ζωής της στη χώρα καταγωγής της.

 

Πρόσθετα των ανωτέρω, επισημαίνεται ότι η Αιτήτρια θα μπορούσε, εφόσον κριθεί αναγκαίο, να μετεγκατασταθεί στην πόλη Yaoundé, πρωτεύουσα του Καμερούν, όπου είχε ζήσει και σπουδάσει για διάστημα πέντε (5) ετών. Οι σπουδές της πραγματοποιήθηκαν στην γαλλική γλώσσα, στοιχείο που υποδηλώνει εξοικείωση με την κύρια γλωσσική και κοινωνική πραγματικότητα της περιοχής. Παρά το γεγονός ότι η ίδια ανέφερε πως δεν διατηρεί ενεργή επικοινωνία με τους μακρινούς συγγενείς που βρίσκονται στην Yaoundé, είναι εύλογο να εκτιμηθεί ότι διατηρεί κάποιο βαθμό οικογενειακού ή κοινωνικού δικτύου, στο οποίο θα μπορούσε να προστρέξει σε περίπτωση ανάγκης.

 

Η προγενέστερη, μακροχρόνια διαμονή της στην Yaoundé, σε συνδυασμό με το μορφωτικό της επίπεδο και την προηγούμενη απασχόλησή της στον τομέα της εκπαίδευσης, ενισχύει την εκτίμηση ότι θα μπορούσε να επανενταχθεί λειτουργικά στην τοπική κοινωνία και να εξασφαλίσει τα προς το ζην, μέσω εργασίας ή άλλης νόμιμης δραστηριότητας. Συνεπώς, ακόμα και εάν υποτεθεί ότι στην πόλη Kumba υφίσταται κάποιος περιορισμένος βαθμός ανασφάλειας, δεν καθίσταται αναγκαία η χορήγηση επικουρικής προστασίας, δεδομένου ότι διαφαίνεται ρεαλιστική και ασφαλής εναλλακτική λύση εσωτερικής μετεγκατάστασης εντός της χώρας καταγωγής.

 

Σημειώνεται συναφώς ως προς την κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Yaounde, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, τη χρονική περίοδο 13.4.2024-11.4.2025, καταγράφηκαν 16 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 5 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Από αυτά, 2 καταγράφηκαν ως περιστατικά ταραχών/εξεγέρσεων (2 απώλειες), 5 ως περιστατικά βίας κατά των αμάχων (2 απώλειες), 8 ως περιστατικά βίας (0 απώλειες) και 1 ως περιστατικό το οποίο χαρακτηρίστηκε ως μάχη (1 απώλεια)[56]. Εκ των ανωτέρω, μόλις τα 4 περιστατικά ασφαλείας εντοπίζονται συγκεκριμένα στην Yaounde (3 περιστατικά βίας κατά αμάχων με 2 απώλειες και 1 εξέγερση με 1 απώλεια).[57]  Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμός της Yaoundé που ανέρχεται στους 2.765.600 κατοίκους σύμφωνα με εκτίμηση του 2015,[58] δεικνύουν ότι η ένταση της βίας στην εν λόγω περιοχή είναι σχετικά πολύ μικρή. Κατά τα παραπάνω, συνάγεται ότι η ένοπλη σύγκρουση η οποία λαμβάνει χώρα στις αγγλόφωνες περιοχές δεν εξικνείται στο έδαφος της  Yaoundé.

 

Συνεπώς, εκ της ανωτέρω ανάλυσης των δεδομένων και συναφών στοιχείων, συνάγεται το συμπέρασμα πως δεν θεωρείται ότι εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, και περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως αμφότερες οι έννοιες αυτές ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (βλ. άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Συνακόλουθα, με βάση το σύνολο των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση  επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[4] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[5] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[6] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007.

[7] Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709.

[8] Απόφαση αρ. 128/2008, JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010.

[9] Βλ. συναφώς Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 1)(1993) 3 Α.Α.Δ. 165 και Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού ν. Δήμου Στροβόλου, υπ. αρ. 568/2013, 18.11.2016.

[10] EASO Practical Guide: Evidence Assessment, March 2015, https://easo-old.easo.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdfσελ. 18

[11] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)

 

[12] Άρθρο 16 & 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

[13] Κανονισμός 10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019) - ως ίσχυε κατά τον χρόνο καταχώρησης της προσφυγής και Sportsman Betting Co. Limited v. Κυπριακής Δημοκρατíaς (2000) 3 Α.Α.Δ. 591Α.Ε. 49/2012, Σάββα ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 07/02/2018 .

 

 

[14]HRW, “They Are Destroying Our Future”- Armed Separatist Attacks on Students, Teachers, and Schools in Cameroon’s Anglophone Regions, 16 December 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/report/2021/12/16/they-are-destroying-our-future/armed-separatist-attacks-students-teachers-and (ημερομηνία πρόσβασης 08/07/2024)

[15] UN News, “Over 80 per cent of schools in anglophone Cameroon shut down, as conflict worsens,” Press release, June 21, 2019, available at: Over 80 per cent of schools in anglophone Cameroon shut down, as conflict worsens | UN News (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[16] GCPEA - Global Coalition to Protect Education from Attack (Author), published by ReliefWeb: Education Under Attack 2020, 2020
https://reliefweb.int/sites/reliefweb.int/files/resources/eua_2020_full.pdf σελ. 30 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[17] Amos Fofung, “’I’ve not gone to school again’: The student victims of Cameroon’s crisis,” African Arguments, May 14, 2019 available at: "I've not gone to school again": The student victims of Cameroon's crisis | African Arguments (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[18]  GCPEA - Global Coalition to Protect Education from Attack (Author), published by ReliefWeb: Education Under Attack 2020, 2020

https://reliefweb.int/sites/reliefweb.int/files/resources/eua_2020_full.pdf  σελ 41 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

 

[19] HRW, "They Are Destroying Our Future"- Armed Separatist Attacks on Students, Teachers, and Schools in Cameroon's Anglophone Regions, 16 December 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνσηhttps://www.hrw.org/report/2021/12/16/they-are-destroying-our-future/armed-separatist-attacks-students-teachers-and

[20] HRW, "They Are Destroying Our Future"- Armed Separatist Attacks on Students, Teachers, and Schools in Cameroon's Anglophone Regions, 16 December 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνσηhttps://www.hrw.org/report/2021/12/16/they-are-destroying-our-future/armed-separatist-attacks-students-teachers-and

[21] HRW, "They Are Destroying Our Future"- Armed Separatist Attacks on Students, Teachers, and Schools in Cameroon's Anglophone Regions, 16 December 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνσηhttps://www.hrw.org/report/2021/12/16/they-are-destroying-our-future/armed-separatist-attacks-students-teachers-and

[22] UN Security Council, Report of the Secretary-General, The situation in Central Africa and the activities of the United Nations Regional Office for Central Africa, S/2021/517, 1 Ιουνίου 2021, διαθέσιμο σε: https://unoca.unmissions.org/sites/default/files/s_2021_517-en.pdf, σελ.5/16 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[23] USDOS - US Department of State: 2021 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, 12 April 2022, διαθέσιμο σε: https://www.state.gov/reports/2021-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[24] Human Rights Watch, Cameroon Events of 2022, διαθέσιμο σε: https://www.hrw.org/world-report/2023/country-chapters/cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[25] UN OCHA – United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs: Humanitarian Needs Overview Cameroon. Humanitarian Programme Cycle 2023, 11 May 2023 file:///C:/Users/User/Downloads/CMR_HNO_2023_v7_20230405.pdf, p.28 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[26] USDOS - US Department of State: 2022 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, 20 March 2023, διαθέσιμο σε: https://www.state.gov/reports/2022-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[27] UN OCHA – UN Office for the Coordination of Humanitarian Affairs: Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 60 (December 2023), 9 February 2024, διαθέσιμο σε: https://www.unocha.org/publications/report/cameroon/cameroon-north-west-and-south-west-situation-report-no-60-december-2023 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[28] UN OCHA – UN Office for the Coordination of Humanitarian Affairs: Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 60 (December 2023), 9 February 2024, διαθέσιμο σε: https://www.unocha.org/publications/report/cameroon/cameroon-north-west-and-south-west-situation-report-no-60-december-2023 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[29] UN OCHA – UN Office for the Coordination of Humanitarian Affairs: Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 58 (September-October 2023), 12 December 2023, διαθέσιμο σε: https://www.unocha.org/publications/report/cameroon/cameroon-north-west-and-south-west-situation-report-no-58-september-october-2023 , USDOS - US Department of State: 2022 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024 , διαθέσιμο σε: https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[30] Human Rights Watch, Cameroon Events of 2023, διαθέσιμο σε: https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[31] Africanews, Cameroon: At least three killed in attack blamed on separatist rebels, διαθέσιμο σε: https://www.africanews.com/2023/09/07/cameroon-at-least-three-killed-in-attack-blamed-on-separatist-rebels/(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[32] UN OCHA – UN Office for the Coordination of Humanitarian Affairs: Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 63 (March 2024), 6 May 2024, διαθέσιμο σεhttps://www.unocha.org/publications/report/cameroon/cameroon-north-west-and-south-west-situation-report-no-63-march-2024 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[33] UNOCHA, Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 63 (March 2024), 6 May 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 63 (March 2024) | OCHA (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[34] UN OCHA – UN Office for the Coordination of Humanitarian Affairs: Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 64 (April 2024), 18 June 2024, διαθέσιμο σε: https://www.unocha.org/publications/report/cameroon/cameroon-north-west-and-south-west-situation-report-no-64-april-2024   (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[35] ReliefWeb, Education Cluster Cameroon: Attacks on Education (January - August 2024), 19 September 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Education Cluster Cameroon: Attacks on Education (January - August 2024) - Cameroon | ReliefWeb (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[36] Africa Defense Forum, ‘About ADF’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: About ADF - Africa Defense Forum (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[37]  Africa Defense Forum, ‘Back to School Leads Back to Violence in Cameroon’, 1 October 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Back to School Leads Back to Violence in Cameroon - Africa Defense Forum (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[38] Africa Defense Forum, ‘Back to School Leads Back to Violence in Cameroon’, 1 October 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Back to School Leads Back to Violence in Cameroon - Africa Defense Forum (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[39] UNICEF, Humanitarian Situation Report No. 4, Reporting Period 1 January 2024 – 31 December 2024, 6 February 2025, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon-2024-2025-02-06, σελ. 4 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

 

[40] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

[41] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[42]Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

 

[43] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).

[44] International Crisis Group, ‘A Second Look at Cameroon’s Anglophone Special Status’, 31 Μαρτίου 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: A Second Look at Cameroon’s Anglophone Special Status | Crisis Group (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[45] Global Cantre for the Responsibility to Protect (GCR2P), ‘Cameroon – Population at risk’, 1 Δεκεμβρίου 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon - Global Centre for the Responsibility to Protect (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[46] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, ‘Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists’, Σεπτέμβριος 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, σελ. 3, 13 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[47] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, ‘Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists’, Σεπτέμβριος 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, σελ. 3 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[48] UNOCHA, ‘Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 61 (January 2024)’, 8 Μαρτίου 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 61 (January 2024) | OCHA (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[49] Global Cantre for the Responsibility to Protect (GCR2P), ‘Cameroon – Population at risk’, 1 Δεκεμβρίου 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon - Global Centre for the Responsibility to Protect (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[50] Global Protection Cluster (GPC), ‘Protection Monitoring Update; July - September 2024’, 30 Οκτωβρίου 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: UNHCR (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[51] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, ‘Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists’, Σεπτέμβριος 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, σελ. 13 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[52] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, ‘Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists’, Σεπτέμβριος 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, σελ. 28 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[53] UNOCHA, ‘CAMEROON: North-West and South-West Situation Report No. 60’, Δεκέμβριος 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 60 (December 2023) | OCHA, σελ. 2 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)

[54] International Organization for Migration (IOM), EU-IOM Joint Initiative for Migrant Protection and Reintegration, https://www.migrationjointinitiative.org/reintegration [ημερπρόσβασης 19/05/2025]

[55] International Organization for Migration (IOM), EU-IOM Joint Initiative for Migrant Protection and Reintegration -  Reintegration for migrants returning to Cameroonhttps://www.migrationjointinitiative.org/sites/g/files/tmzbdl261/files/files/pdf/eutf-infosheet-cameroun-en-spreads_0.pdf (Infosheet) [ημερπρόσβασης 19.05.2025]

[56] Προσαρμοσμένη έρευνα στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORMThe Armed Conflict Location & Event Data Projectδιαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλπλατφόρμα Explorerμε στοιχεία ανάλυσης ως εξήςEVENT COUNTS & FATALITIESEVENT TYPEPolitical violence (BattlesExplosionsRemote violenceViolence against civilians & Mob violence), EVENT DATE - Custom Date Range: 13.04.2024 - 11.04.2025, REGION - AfricaCOUNTRY - Cameroon, ADMIN 1- Centre) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22.4.2025)

[57] Ό.π., για τα αριθμητικά δεδομένα αναφορικά με την Yaounde, χρησιμοποιήθηκε το φίλτρο "Location" στο σημείο 7 της βάσης ("7. How do you want to group the data?") ) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22.4.2025)

[58] https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13.01.2025)

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο