Ν. Ε. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.77/23, 16/5/2025
print
Τίτλος:
Ν. Ε. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.77/23, 16/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.77/23

 

16 Μαΐου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ν. Ε.

                                                                                                                        Αιτήτρια

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Μ. Μπαγιαζίδου, Δικηγόρος για Αιτήτρια

Κα Λ. Βελίκοβα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση                                                       

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.16/12/22, δια της οποίας απορρίφθηκε η επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (αιτητικό Α) και έκδοση απόφασης επί της ουσίας του αιτήματος της, «προς αντικατάσταση της προσβαλλόμενης» (αιτητικό Β).

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, τον Νοέμβριο 2018 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 04/12/18 (ερ.3-6, 58).

Στις 28/07/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.37-58). Μετά το πέρας των συνεντεύξεων ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση- Εισήγηση και στις 16/11/22 απορρίφθηκε το αίτημα για διεθνή προστασία (ερ.129-143).

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της δόθηκε διά χειρός 16/12/22, μαζί με την αιτιολογία αυτής, και της μεταφράστηκε στη γαλλική γλώσσα, την οποία κατανοεί (ερ.146-147, 5).

Στην επίδικη αίτηση ασύλου η αιτήτρια καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας του ότι στις 23/30/18 σκότωσαν τον πατέρα της και έκαψαν το σπίτι τους, λόγω του ότι η μητέρα της εργαζόταν για την κυβέρνηση και τότε διέφυγε με την μητέρα της στη Νιγηρία, όπου «ακόμα ήθελαν να [τους] σκοτώσουν» και έτσι η μητέρα της έδωσε την αιτήτρια σε ένα άνδρα για να ταξιδέψει μαζί του.

Κατά τη συνέντευξη η αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε στην πόλη Kumba του Νοτιοδυτικού Καμερούν, όπου όλη της τη ζωή μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα. Είναι Χριστιανή, εγκατέλειψε το σχολείο το 2003 λόγω εγκυμοσύνης (το παιδί της πέθανε σε ηλικία έξι μηνών από ασθένεια), εργάστηκε ως κομμώτρια μεταξύ 2010-2011 και έπειτα δούλευε σε αγροτικές καλλιέργειες κακάο της οικογένειάς της, οι οποίες βρίσκονταν στο χωριό Kake II, όπου και διέμενε και πήγαινε στην Kumba για την αγορά και το νοσοκομείο. Είναι άγαμη, άτεκνη, οι γονείς της έχουν πεθάνει, ο πατέρας της όταν η ίδια ήταν τριών ετών και η μητέρα της τον Νοέμβριο του 2017, όταν έκαψαν το σπίτι τους και εκείνη βρισκόταν μέσα. Έχει έναν αδερφό στο Καμερούν, με τον οποίον δεν διατηρεί επικοινωνία και, ως ανέφερε, δεν γνωρίζει που βρίσκεται.

Ως ανέφερε περαιτέρω η αιτήτρια, αυτή εγκατέλειψε το Καμερούν τον Νοέμβριο του 2018 και έφτασε στα κατεχόμενα, όπου παρέμεινε για μια εβδομάδα και έπειτα εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές τον ίδιο μήνα. Η γυναίκα που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας οργάνωσε τα ταξιδιωτικά της έγγραφα και χρηματοδότησε το ταξίδι της από το Καμερούν προς στην Κύπρο τη χρησιμοποίησε ως σεξεργάτρια, ενώ αρχικά της είχε πει ότι θα δούλευε ως καθαρίστρια. Όμως, όταν έφτασαν στα κατεχόμενα της είπε ότι πρέπει να της δώσει τα χρήματα για το ταξίδι και ο μόνος τρόπος να ξεπληρώσει το χρέος της ήταν να γίνει σεξεργάτρια κατ’ εντολή της. Κατά τη διάρκεια μιας εβδομάδας που διέμεινε στο σπίτι αυτό δεν της επιτρεπόταν να βγει έξω παρά μόνο συνοδευόμενη από αυτή τη γυναίκα και ότι κάθε νύχτα η γυναίκα αυτή έφερνε άνδρες στο σπίτι και την ανάγκαζε να συνευρεθεί μαζί τους. Ένα βράδυ, ως ανέφερε, ένας από τους άντρες που κοιμήθηκε μαζί της είπε στην αιτήτρια ότι θα τη βοηθούσε και έτσι την επόμενη νύχτα έφυγε από το σπίτι, χωρίς να γίνει αντιληπτή και κατέληξε πρώτα στη Λάρνακα και ακολούθως στην Πάφο, όπου και υπέβαλε την επίδικη αίτηση.

Αναφορικά με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής της η αιτήτρια ανέφερε ότι το έπραξε λόγω του πολέμου στην περιοχή που διέμενε και τους σκοτωμούς που γίνονταν εκεί από τους Ambazonians. Ανέφερε δε σχετικά ότι, όταν οι Ambazonians έκαψαν το χωριό ‘’Kake II’’, ξέσπασε πυρκαγιά και στο σπίτι της και η μητέρα της, που βρισκόταν στο σπίτι, πέθανε. Σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν η αιτήτρια δήλωσε ότι φοβάται τους Ambazonians, καθώς, ως ανέφερε, ο πόλεμος συνεχίζεται στην περιοχή της και το σπίτι της κάηκε και δεν έχει πού να μείνει.

Καλούμενη η αιτήτρια να περιγράψει με λεπτομέρειες το περιστατικό κατά το οποίο οι Ambazonians έκαψαν το χωριό της και συγκεκριμένα το σπίτι της, η αιτήτρια ανέφερε ότι οι Ambazonians πολεμούσαν με τον στρατό και ο στρατός έκαψε όλο το χωριό. Πρόσθεσε ότι υπεύθυνο για τον θάνατο της μητέρας της θεωρεί τον στρατό. Τοποθέτησε χρονικά το περιστατικό τον Νοέμβριο 2017, δηλώνοντας ότι κατά τη διάρκειά του η ίδια κρυβόταν στο δάσος λόγω των πυροβολισμών από τους Ambazonians. Κληθείσα να εξηγήσει για ποιον λόγο η μητέρα της βρισκόταν στο σπίτι, ενώ η ίδια είχε κρυφτεί στο δάσος λόγω των πυροβολισμών η αιτήτρια παρέθεσε ότι αρχικά η μητέρα της ήταν μαζί της στο δάσος και πήγε στο σπίτι για να πάρει κάποια πράγματα και επρόκειτο να κοιμηθεί στο χωριό και να επιστρέψει την επόμενη μέρα στο δάσος. Όταν ρωτήθηκε τί συνέβη όταν έμαθε ότι το χωριό της κάηκε και η μητέρα της σκοτώθηκε η αιτήτρια απάντησε ότι τότε επέστρεψε στο χωριό για να δει τί είχε συμβεί, αντιμετωπίζοντας όλο το χωριό καμένο και για αυτό επέστρεψε στο δάσος, όπου παρέμεινε για ένα χρόνο, μέχρι που έφυγε από τη χώρα. 

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα της αιτήτριας στη συνέντευξη, σχημάτισαν τους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς:

1.    Ταυτότητα, το προφίλ και χώρα καταγωγής της αιτήτριας

2.    Η μητέρα της αιτήτριας σκοτώθηκε όταν ο στρατός έκαψε το σπίτι της το 2017

3.    Η αιτήτρια αναγκάστηκε να εργαστεί ως σεξεργάτρια στα κατεχόμενα

Εκ των ως άνω ισχυρισμών οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν ως αξιόπιστους και αληθής τους 1ο και 3ο ισχυρισμό, απορρίπτοντας τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό της αιτήτριας.

Αναφορικά με τον 2ο ως άνω ισχυρισμό, κρίθηκε ότι οι επί τούτου δηλώσεις της αιτήτριας στερούντο επαρκών λεπτομερών, παρουσίαζαν έλλειψη σαφήνειας, ήταν σε πολλά και καίρια σημεία αυτών αντιφατικοί και μη ευλογοφανείς. Ως αναφέρουν οι καθ΄ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση, η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες για τα γεγονότα που συνθέτουν τον πυρήνα του αιτήματος της, καθώς, ως κρίθηκε, παρόλο που της δόθηκε επαρκής ευκαιρία και υποβλήθηκαν σχετικές ερωτήσεις δεν κατάφερε να παραθέσει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με τις συνθήκες θανάτου της μητέρας της, αναφέροντας, ασαφώς και εν πολλοίς γενικόλογα, ότι το σπίτι τους κάηκε όταν έκαψαν όλο το χωριό, αναφέροντας στην αρχή ότι το έκαψαν οι Ambazonians και ακολούθως ότι ήταν ο στρατός, και προσθέτοντας εν τέλει ότι δεν ήταν παρούσα όταν κάηκε το σπίτι της, αλλά ενημερώθηκε για αυτό από τις ειδήσεις, όταν η ίδια κρυβόταν στο δάσος. Δεδομένου ότι, όπως ισχυρίστηκε, μέσα στο σπίτι βρισκόταν η μητέρα της, η οποία κάηκε, κρίθηκε πως ήταν ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να αναφέρει περισσότερες και πιο ακριβείς πληροφορίες περί τούτου, λαμβανομένου υπόψη και του ότι, ως η ίδια ανέφερε, παρόλο που δεν βρισκόταν στη σκηνή όταν κάηκε το σπίτι, εντούτοις πήγε μετά προκειμένου να δει τι έγινε. Επίσης, οι αναφορές της σχετικά με τον χρονικό προσδιορισμό του περιστατικού κρίθηκαν ασαφείς και μη συγκεκριμένες, καθώς η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει πότε ακριβώς κάηκε το σπίτι της. Οι περιγραφές της αναφορικά με την παραμονή της στο δάσος κρίθηκαν ομοίως αόριστες και μη συγκεκριμένες, δεδομένου ότι ευλόγως θα αναμενόταν πιο λεπτομερής περιγραφή σχετικά με την παραμονή της στο δάσος, όπου – ως η ίδια ισχυρίστηκε - διέμενε για ένα χρόνο. Παρά τούτο η αιτήτρια κρίθηκε πως δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά πότε ακριβώς έφυγε από το δάσος, ούτε ήταν σε θέση να περιγράψει πώς έφτασε από το δάσος Boya στο σπίτι της που είχε καεί.

Αξιολογήθηκε περαιτέρω αρνητικά το ότι κατά την καταγραφή της επίδικης αίτησης η αιτήτρια δήλωσε ότι έφυγε από τη χώρα επειδή η μητέρα της δούλευε με την κυβέρνηση και πως διέφυγαν μαζί στη Νιγηρία, ενώ στη συνέντευξη δήλωσε ότι η μητέρα της δούλευε στα χωράφια και δεν είχε σχέση με την κυβέρνηση, σκοτώθηκε δε στο σπίτι της, όταν αυτό κάηκε. Όταν κλήθηκε να εξηγήσει την αντίφαση, η αιτήτρια επανέλαβε ότι η μητέρα της δούλευε στα χωράφια, χωρίς να παράσχει εξηγήσεις για τις αντιφατικές της δηλώσεις.

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω ουσιώδους ισχυρισμού εντοπίστηκαν πληροφορίες (ΠΧΚ) από εξωτερικές πηγές σύμφωνα με τις οποίες επιβεβαιώνεται ότι στα πλαίσια της λεγόμενης αγγλόφωνης κρίσης έχουν προκύψει πλήθος απωλειών αμάχων με σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αδιάκριτη βία εκατέρωθεν, μεταξύ των οποίων καύση δεκάδων χωρίων, περιλαμβανομένου και του χωριού στο οποίο ήταν το σπίτι της αιτήτριας, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της.

Παρότι οι ΠΧΚ που εντοπίστηκαν συνάδουν με τα λεγόμενα της αιτήτριας, εντούτοις, ενόψει της τρωθείσας εσωτερικής συνοχής των λεγομένων της σχετικά, ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός της αιτήτριας απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Σε σχέση με τον 3ο ουσιώδη ισχυρισμό κρίθηκε ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομερείς πληροφορίες για τις συνθήκες που γνώρισε τη γυναίκα που, σύμφωνα με τα λεγόμενα της τη βοήθησε να ταξιδέψει στην Ευρώπη (και ακολούθως την ανάγκασε να εργαστεί ως σεξεργάτρια), και ερωτηθείσα σχετικά απάντησε ότι την έφερε σε επαφή μαζί της μια άλλη γυναίκα, χωρίς να αναφέρει περισσότερες λεπτομέρειες για το πως γνώρισε τη γυναίκα αυτή. Όταν στη συνέχεια κλήθηκε να παράσχει περισσότερες πληροφορίες η αιτήτρια δήλωσε ότι τη συνάντησε μια μέρα στον δρόμο, χωρίς και πάλι να είναι σε θέση να παράσχει λεπτομερείς πληροφορίες για την ταυτότητα της γυναίκας αυτής και τις συνθήκες γνωριμίας τους. Επίσης η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά πότε ακριβώς συνάντησε τις γυναίκες αυτές, απαντώντας αόριστα και μη συγκεκριμένα ότι τις συνάντησε το 2018.

Επιπλέον, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με λεπτομέρειες το σπίτι στο οποίο ισχυρίστηκε ότι διέμενε για μια εβδομάδα στα κατεχόμενα και η περιγραφή της για τις συνθήκες διαβίωσής της στο σπίτι κρίθηκε μη λεπτομερής και ανεπαρκής. Ερωτηθείσα να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίον κατάφερε να φύγει από το σπίτι αυτό η αιτήτρια δήλωσε ότι ένας πελάτης τη βοήθησε και έφυγε μια νύχτα χωρίς να γίνει αντιληπτή από τη διακινήτρια της, καθώς βρίσκονταν αρκετοί πελάτες στο σπίτι αυτό, δηλώσεις οι οποίες κρίθηκαν μη συνεκτικές, δεδομένου ότι η αιτήτρια είχε δηλώσει σε προγενέστερο στάδιο της συνέντευξής της ότι δεν της επιτρεπόταν να βγει έξω μόνη της και ότι η γυναίκα αυτή ήταν συνέχεια στο σπίτι μαζί τους.

Κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν ΠΧΚ για εμπορία ανθρώπων - trafficking γυναικών, προερχόμενων από τις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν και τις συνθήκες που επικρατούν στα κατεχόμενα για τα θύματα εργασιακής και σεξουαλικής εκμετάλλευσης, οι οποίες συνάδουν με τα επί τούτου λεγόμενα της αιτήτριας. Όμως, παρά τούτο, δεδομένων των σημαντικών κενών στην εσωτερική συνοχή των λεγομένων της αιτήτριας, ως κρίθηκε, ο ισχυρισμός αυτός δεν έγινε αποδεκτός και απορρίφθηκε στην ολότητα του.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός αναφορικά με την καταγωγή, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, κατόπιν επισκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της (Kumba), ήταν κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που επιστρέψει αυτή κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη.

Συνεπεία των ως άνω ευρημάτων η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εξεδόθη απόφαση επιστροφής της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της.

Στην προσφυγή η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας καταγράφει αρκετούς νομικούς ισχυρισμούς, ορισμένους εκ των οποίων ορισμένους αναπτύσσει και προωθεί δια της γραπτής της αγόρευσης.

Στην αγόρευση της λοιπόν η αιτήτρια αναφέρει ισχυρισμούς περί μη δέουσας έρευνας, ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά οι περιστάσεις της και δεν συνυπολογίστηκαν τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση στον τόπο διαμονής της και στη χώρα γενικότερα και δεν της δόθηκε δεόντως η ευκαιρία να εκθέσει τους λόγους και ισχυρισμούς στους οποίος στηρίζει το αίτημα της. Προς επίρρωση των ως άνω η συνήγορος της αιτήτριας παραθέτει πλήθος πηγών και αποσπασμάτων αναφορικά με την κατάσταση στο Καμερούν (ΠΧΚ), εκ του περιεχομένου των οποίων καταλήγει ότι η αιτήτρια χρήζει διεθνούς προστασίας ή, κατ’ ελάχιστο, συμπληρωματικής προστασίας, στη βάση του 19 (2) (γ) του Νόμου.

Οι καθ' ων η αίτηση αντεταξαν ότι η επίδικη απόφαση είναι νόμιμη, προϊόν δέουσας έρευνας των ισχυρισμών που υποβλήθηκαν, που εξετάστηκαν πλήρως και ενδελεχώς, και η κατάληξη τους είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, ορθή επί της ουσίας και εδράζεται σε ορθά ευρήματα – στα οποία γίνονται αναφορές -  επί της αναξιοπιστίας των ισχυρισμών της αιτήτριας. Ουδεμία δε πλημμέλεια εντοπίζεται στην επίδικη διαδικασία και συνέντευξη.

Προτού προχωρήσω σημειώνω ότι δεν μπορώ να εντοπίσω σημείο εκ τους οποίου να προκύπτει ότι η αιτήτρια στερήθηκε της ευκαιρίας να αναφέρει όσα επιθυμούσε, αφού, ως προκύπτει από το επίδικο πρακτικό της συνέντευξης, μετά το πέρας της ελεύθερης αφήγησης, υποβλήθηκε πλήθος ερωτήσεων αναφορικά με τα λεγόμενα της. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι, σε κάθε περίπτωση, δεδομένης της εξουσίας του Δικαστηρίου [βλ. έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. αρ.17/2021, Janelidze v. Δημοκρατίας, ημ.21/09/21, αρ.11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, αρ.46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και αρ.47 του ΧΘΔΕΕ] για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο των στοιχείων και δεδομένων της υπόθεσης και της δυνατότητας της να αναφέρει ότι επιθυμεί στα πλαίσια της παρούσης διαδικασίας, αλυσιτελώς προβάλλεται τέτοιος ισχυρισμός, δεδομένου ότι ουδέν περαιτέρω ισχυρισμό γεγονότων αναφέρει η αιτήτρια.

Δεδομένου ότι οι υπόλοιποι προωθούμενοι εκ της αιτήτριας ισχυρισμοί συνεπλέκονται άρρηκτα με την επί της ουσίας ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων, στα πλαίσια της οποίας θα εξεταστεί και η διενέργεια δέουσας έρευνας και επάρκεια αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Έχοντας διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου και των όσων η αιτήτρια αναφέρει τόσο στην επίδικη αίτηση όσο και στη συνέντευξη που ακολούθησε, είναι κατάληξη μου ότι, ως και οι καθ’ ων η αίτηση κατέγραψαν στην επίδικη έκθεση, το αφήγημα της αιτήτριας για τα κατ’ ισχυρισμό προσωπικά βιώματα της και οι απαντήσεις της στις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν αναφορικά με το σύνολο των λεγομένων έβριθαν κενών, ανακριβειών, στερούνταν χρονικής συνέχειας και ευλογοφάνειας και ήταν, κατά τόπους και σε καίρια σημεία αυτών, αντιφατικοί μεταξύ τους.

Χαρακτηριστικά σημειώνω ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει την παραμικρή εύλογα αναμενόμενη λεπτομέρεια ή βιωματικό στοιχείο αναφορικά με το περιστατικό όπου κατ’ ισχυρισμό κάηκε η οικία της, στο οποίο σκοτώθηκε η μητέρα της. Ερωτώμενη σχετικά περιορίστηκε σε γενικόλογες και μονολεκτικές αναφορές, χωρίς να είναι σε θέση να περιγράψει ούτε κατ’ ελάχιστο το περιστατικό αυτό, το πως βίωσε το συγκεκριμένο και πως ήταν η ζωή της κατά τον ένα χρόνο κατά τον οποίο ζούσε – ως η ίδια ανέφερε - στο δάσος. Ομοίως, ουδεμία λεπτομέρεια δόθηκε σχετικά με τις εμπειρίες της στα πλαίσια της κατ’ ισχυρισμό εμπορίας προσώπου την οποία υπέστη, ως ανέφερε, στα κατεχόμενα. Θα πρέπει δε επί του τελευταίου να σημειωθεί ότι η αιτήτρια στην επίδικη αίτηση ανέφερε ότι ήταν με ένα άνδρα που ταξίδεψε στα κατεχόμενα, ισχυρισμός που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα όσα ανέφερε στη συνέντευξη της περί γυναίκας που την εξώθησε, ως η ίδια ανέφερε, στο να εκδίδεται επ’ αμοιβής. Τα όσα ανέφερε η αιτήτρια τόσο επί του 2ου όσο και επί του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού της απέχουν κατά πολύ από το να θεωρηθούν μια πλήρης, συνεκτική, ευλογοφανής παράθεση σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο που δεν είχε βιώσει την εμπειρία που παραθέτει.

Για σκοπούς πληρότητας της παρούσης σημειώνω ότι τα λεγόμενα της, ως άλλωστε έγινε αποδεκτό και από τους καθ’ ων η αίτηση, συνάδουν με ΠΧΚ σχετικά, εκ των οποίων και η αδιακρίτως ασκούμενη βία στη νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, αλλά και η εμπορία προσώπων από τη χώρα αυτή προς τα κατεχόμενα επιβεβαιώνεται.

Προς επιβεβαίωση των ως άνω διαπιστώσεων των καθ’ ων η αίτηση, με τις οποίες και συμφωνώ, παραθέτω τα κάτωθι σε σχέση με την ασκούμενη βία στη βορειοδυτική και νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν.

Από το 2017 οι συγκρούσεις μεταξύ του στρατού του Καμερούν και αυτονομιστών είχαν ως αποτέλεσμα να μαίνεται ένοπλη σύγκρουση στα νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά τμήματα της χώρας. Η ένοπλη βία είναι πλέον σύνηθες φαινόμενο, με εξάρσεις γύρω από γεγονότα - σύμβολα όπως τις εκλογές, την έναρξη της σχολικής χρονιάς, την εθνική εορτή του Καμερούν, την επέτειο της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της περιοχής «Ambazonia» και τις αθλητικές εκδηλώσεις. [1] Η Διεθνής Αμνηστία σε σχετική έκθεση που δημοσιεύθηκε το 2023, κατέγραψε εγκλήματα και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Οι κυβερνητικές δυνάμεις προβαίνουν σε εξωδικαστικές δολοφονίες, βιασμούς, βασανιστήρια, καταστροφές, αυθαίρετες συλλήψεις και αφετέρου οι αυτονομιστές διαπράττουν δολοφονίες, απαγωγές, βασανιστήρια και καταστροφές σπιτιών, ενώ στοχεύουν άτομα τα οποία υποπτεύονταν για συνεργασία με τις αρχές ή για ανυπακοή στις διαταγές τους για περιορισμό, όπως δασκάλους, μαθητές, δημόσιους υπαλλήλους και μέλη του κυβερνώντος κόμματος.[2]

Σύμφωνα με πληροφορίες του Ιανουάριο 2024, το United Nations Offices for Coordination of Humanitarian Affairs (UNOCHA) ανέφερε ότι οι πληθυσμοί στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές «συνέχιζαν να υποφέρουν από παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως δολοφονίες, καταστροφή περιουσιών, απαγωγές για λύτρα, παράνομη φορολογία, αυθαίρετες συλλήψεις και εκβιασμούς».[3] Άλλη πηγή χαρακτήρισε την κατάσταση ασφαλείας ως «εξαιρετικά ασταθή» [4] καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024, με αύξηση της εγκληματικότητας, επιθέσεις από μη κυβερνητικές ένοπλες δυνάμεις σε αστικά κέντρα, επιθέσεις στις δυνάμεις ασφαλείας του κράτους, απειλές κατά των πολιτών και τη χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών.[5] Σύμφωνα το ACLED «η σύγκρουση στην Αγγλόφωνη περιοχή αυξάνεται κάθε χρόνο, με τα βίαια γεγονότα να αυξάνονται κατά μέσο όρο 49% ετησίως από το 2020 έως το 2023».[6] Η ίδια πηγή ανέφερε ότι οι αποσχιστές επέβαλαν κλεισίματα και lockdown στις σχολικές δραστηριότητες και ήταν υπεύθυνοι για το 89% σχεδόν 50 βίαιων περιστατικών που στόχευαν δασκάλους το 2023.[7] Σύμφωνα με πληροφορίες από τοπικούς μη κυβερνητικούς οργανισμούς, η παρουσία και η επιρροή των αυτονομιστικών ομάδων είναι εντονότερη στις αγροτικές περιοχές, καθότι ο τακτικός στρατός διατηρεί τον έλεγχο και έχει έντονη παρουσία στις μεγάλες πόλεις.[8] 

Σε σχέση με την εμπορία προσώπων από το Καμερούν προς την Ευρώπη και την Κύπρο παρατίθενται τα εξής.

Το Καμερούν συγκαταλέγεται στις εθνικότητες θυμάτων εμπορίας ανθρώπων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (EE), σύμφωνα με τη Frontex, η οποία αναφέρει ότι οι χώρες της δυτικής Αφρικής αποτελούν μία από τις κύριες πηγές θυμάτων εμπορίας ανθρώπων.[9] Σε έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ (USDOS) για την εμπορία ανθρώπων αναφέρεται ότι «[το] Καμερούν έχει επί του παρόντος πάνω από 665.000 άτομα υπό καθεστώς ανησυχίας από τον Φεβρουάριο του 2018 - περιλαμβανομένων προσφύγων και εσωτερικά εκτοπισμένων προσώπων- που είναι ευάλωτα στην εμπορία λόγω της οικονομικής τους αστάθειας και της έλλειψης πρόσβασης σε επίσημη δικαιοσύνη […]. Άτομα ιδιαίτερα από αγροτικές περιοχές, υφίστανται εκμετάλλευση μέσω καταναγκαστικής εργασίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης στη Μέση Ανατολή (ειδικά στο Κουβέιτ και στον Λίβανο), καθώς και στην Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης της Ελβετίας και της Κύπρου), τις Ηνωμένες Πολιτείες και σε πολλές αφρικανικές χώρες (όπως η Νιγηρία). Τα περισσότερα θύματα εκμετάλλευσης Καμερουνέζων στο εξωτερικό είναι μεταξύ 20 και 38 ετών και προέρχονται από τις περιοχές Βορειοδυτική, Νοτιοδυτική, Λιτοράλ, Κέντρο, Νότος και Δύση».[10] 

Εκ των ως άνω δεν αμφισβητείται ότι τα όσα αναφέρει η αιτήτρια στα πλαίσια του 2ου και 3ου ουσιώδους ισχυρισμού της συνάδουν με διαθέσιμες ΠΧΚ. Όμως τούτο από μόνο του, ως ορθά άλλωστε κρίθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση, δεν αρκεί για να γίνουν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί της, καθώς η καταφανής έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών της αιτήτριας είναι εν προκειμένω τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αποτίμησης αυτών, διαβρώνει αναπόφευκτα και τη συνολική αξιοπιστία των δηλώσεων της. Άλλωστε αν η αξιολόγηση αξιοπιστίας γινόταν στη βάση και μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή τους, συχνά ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των εκάστοτε υπό κρίση ισχυρισμών. Συνεπώς οι ισχυρισμοί ενός αιτητή και η εσωτερική συνοχή των όσων αναφέρει παραμένουν βεβαίως το πρωταρχικό σημείο αναφοράς και, στην απουσία ισχυρισμού που φέρει, έστω κατ’ ελάχιστο, ψήγματα εσωτερικής συνοχής, ο εντοπισμός διαθέσιμων πληροφοριών που συνάδουν με τα κατά τα τ’ άλλα στερούμενα εσωτερικής συνοχής λεγόμενα του δεν καθιστούν αξιόπιστο έναν τέτοιο ισχυρισμό. Αυτό συμβαίνει εν προκειμένω, ως ορθώς, αν και ίσως λακωνικώς, διαπίστωσαν και κατέγραψαν οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση. Άλλωστε, ως στο εγχειρίδιο EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», του 2018, σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.»

Ενόψει των ως άνω θα συμφωνήσω πλήρως και σε όλη τους την έκταση με τα όσα καταγράφονται τόσο επί του 2ου όσο και επί του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού της αιτήτριας στην επίδικη έκθεση (ερ.134-140), ως παρατίθενται πιο πάνω στα πλαίσια της παρούσας, τα οποία και δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω.

Είναι λοιπόν εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών της αιτήτριας μπορεί να γίνει αποδεκτός,  καθώς οι σημαντικές και επί καίριων σημείων του αφηγήματος της ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής του, δεδομένου και του ότι, στην απουσία περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε αυτά τα κενά και τις ελλείψεις, ως και ανωτέρω καταγράφονται, αυτά παραμένουν, ως ορθώς και ευλόγως διαπιστώθηκαν και καταγράφηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση και πλήττουν αναπόφευκτα τη συνολική συνοχή και αξιοπιστία της αιτήτριας.

Ενόψει των ως άνω απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τελευταίο τόπο διαμονής της αιτήτριας (Kumba).  

Κατά την περίοδο 09/05/24–09/05/25,στη βάση δεδομένων της ACLED, στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, στην οποία υπάγεται η πόλη Kumba, καταγράφηκαν συνολικά 594 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 612 θάνατοι, τα οποία αφορούν 335 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 118 απώλειες), 14 εξεγέρσεις (με 2 απώλειες), 11 διαμαρτυρίες (χωρίς απώλειες), 218 μάχες (με 474 απώλειες) και 16 περιστατικά έκρηξης ή απομακρυσμένης βίας (με 18 απώλειες). Στην πόλη Kumba, για το ίδιο διάστημα, καταγράφηκαν 17 περιστατικά ασφαλείας (4 θάνατοι). Ο πληθυσμός της περιφέρειας ανέρχεται περί το 1 ½ εκατομμύριο κατοίκων[11], της δε πόλης Kumba περί τις 150.000[12].

Στη βάση των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην Kumba, όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της εκεί. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την αιτήτρια, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [13] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN και C-465/07, Elgafaji). Σημειώνω βεβαίως ότι δεν παραγνωρίζω ότι στην ευρεία περιοχή καταγράφεται σχετικά υψηλός βαθμός αδιάκριτης βίας, όμως όχι στο αστικό κέντρο της πόλης Kumba, καθώς εκεί δεν καταγράφονται τα ίδια επίπεδα βίας.

Υπέρ της ως άνω κατάληξης μου συνυπολογίζω ότι η αιτήτρια είναι ηλικίας σήμερα περί των 34 ετών, υγιής, έχει λάβει 10ετή μόρφωση, έχει εργασιακή εμπειρία (ως κομμώτρια και ως αγρότης), χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας, δεδομένου βεβαίως του ότι όσα ανέφερε περί θανάτου της μητέρας της όταν κάηκε το σπίτι τους, δεν έγιναν αποδεκτά. Εκ τούτου δε έπεται ότι η αιτήτρια διατηρεί οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής της, αφού έχει αδερφό στην περιοχή με τον οποίο εύλογα αναμένεται ότι θα είναι σε θέση να ανακτήσει επικοινωνία κατά την επιστροφή της, λαμβανομένης υπόψη και της ευρείας διάδοσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και άλλων τεχνολογικών μέσων που επιτρέπουν με ευκολία την επικοινωνία, και, δεδομένου ότι ο θάνατος της μητέρας της δεν έγινε αποδεκτός, τότε συνάγεται ευλόγως ότι αυτή θα πρέπει να ζει και είναι ομοίως εύλογα αναμενόμενο ότι θα είναι σε θέση η αιτήτρια να επικοινωνήσει μαζί της.

Τα ως άνω δεδομένα συνηγορούν υπέρ του ότι η αιτήτρια διατηρεί εύλογες πιθανότητες να εξασφαλίσει επαρκή βιοπορισμό, στέγαση και στήριξη κατά την επανένταξη της στην τοπική κοινωνία κατά την επιστροφή της και δεικνύουν ότι όποιες δυσκολίες κληθεί να αντιμετωπίσει δεν θα την εξέθεταν σε κινδύνους που υπερβαίνουν τον μέσο κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο τοπικός πληθυσμός στην καθημερινότητα του. Άλλωστε, ως και στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»

Έπεται λοιπόν ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης [της] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Νόμου, αντίστοιχα.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] OCHA, “Cameroon: North-West and South-West, Situation report n° 52, March 2023” available at: https://reliefweb.int/report/cameroon/cameroon-north-west-and-south-west-situation-report-no-52-march-2023 (ημ. πρόσβασης 21/02/2025)

[2] AI, Cameroon: With or against us: People of the North-West region of Cameroon caught between the army,  armed separatists and militias, 4 July 2023, https://www.amnesty.org/en/wp-content/uploads/2023/07/AFR1768382023ENGLISH-1.pdf%20published%204%20July%202023, ημερ. πρόσβασης 21/02/2025

[3] UNOCHA, Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 61 (January 2024), 8 March 2024, https://www.unocha.org/publications/report/cameroon/cameroon-north-west-and-south-west-situation-report-no-61-january-2024, ημερ. πρόσβασης 21/02/25

[4] GCR2P, Cameroon – Population at risk, 1 December 2024, https://www.globalr2p.org/countries/cameroon/, ημερ. πρόσβασης 21/02/2025

[5] GPC, Protection Monitoring Update; July - September 2024, 30 October 2024, https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pm_quarterly_update_jul-sept.pdf, ημ.21/02/25

[6] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, σελ. 13, ημερ. πρόσβασης 21/02/25

[7] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists, September 2024, σελ.28, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, ημερ. πρόσβασης 21/02/25

[8] CEDOCA, ‘CAMEROUN Régions anglophones : situation sécuritaire’, 28 June 2024, coi_focus_cameroun._regions_anglophones._situation_securitaire_20240628.pdf, σελ.25, ημερ. πρόσβασης 21/02/2025

[9] Frontex Analysis: Countering trafficking in human beings at EU’s borders, 27/03/2018, available at: https://frontex.europa.eu/media-centre/news/focus/frontex-analysis-countering-trafficking-in-human-beings-at-eu-s-borders-NA3Dvd  , (ημ.  πρόσβασης 11/04/25)

[10] United States Department of State, 2018 Trafficking in Persons Report: Cameroon, 28 June 2018, available at: https://www.state.gov/reports/2018-trafficking-in-persons-report/cameroon/ , (ημ. πρόσβασης 11/04/25)

[13] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο