
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.977/23
27 Μαΐου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
C. T. K.
Αιτήτρια
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κα Χ. Ματθαίου, Δικηγόρος για Αιτήτρια
Κα A. Κίτσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία της κοινοποιήθηκε αυθημερόν με επιστολή ημ.17/03/23, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια έρχεται από τη Λ. Δ. του Κονγκό (στο εξής ΛΔΚ), εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 24/09/21 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 15/11/21 (ερ.1-3, 31).
Στις 17/02/23 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία, όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.22-31). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε Έκθεση και στις 22/02/23 το αίτημα για διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.44-52).
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία δόθηκε διά χειρός στις 17/03/23 και της μεταφράστηκε σε γλώσσα την οποία κατανοεί (ερ.55, 3, 28 – 1Χ).
Επί της αιτήσεως ασύλου η αιτήτρια καταγράφει ότι διέμενε με τον σύντροφο της, με τον οποίον αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα και χώρισαν και τότε αυτή πήγε να μείνει με την μητέρα και τον σύζυγο της (πατριός) στο σπίτι τους, Μια μέρα, ως αναφέρει, όταν η μητέρα της πήγε σε μια κηδεία και η αιτήτρια κοιμόταν μαζί με το εννέα μηνών παιδί της, ο σύζυγος της μητέρας της μπήκε στο δωμάτιο και βίασε την αιτήτρια. Δεν ανέφερε το περιστατικό στην μητέρα της καθώς, ως αναφέρει, δεν ήθελε να τους χωρίσει, όμως το ανέφερε στον σύντροφο της, ο οποίος το είπε σε ένα φίλο του και έτσι «όλοι στην πόλη γνωρίζουν γι’ αυτό που [της] συνέβη» και γι’ αυτό η ίδια νιώθει ντροπή. Έτσι έφυγε μακριά και ένας ιερέας τη βοήθησε να έρθει «εδώ» και γι’ αυτό ζητά διεθνή προστασία.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε η αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε και διέμενε όλη της τη ζωή στην Κινσάσα, είναι χριστιανή, ομιλεί λινγκάλα και λίγα γαλλικά, ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της το 2018, δεν είναι νυμφευμένη αλλά έχει τέσσερα παιδιά με τον σύντροφο της (με τον οποίο χώρισε), τα οποία βρίσκονται με θεία της (από την μητρική πλευρά) στην Κινσάσα, ο πατέρας της τους εγκατέλειψε όταν αυτή ήταν 3 χρονών και δεν γνωρίζει που βρίσκεται, η ίδια διέμενε με τη γιαγιά της μέχρι τα 9 της χρόνια, όταν η γιαγιά της αρρώστησε. Ως περαιτέρω ανέφερε διατηρεί επικοινωνία με την μητέρα της και η ίδια εργαζόταν πουλώντας φαγητό που μαγείρευε από το 2018 μέχρι το 2021.
Αναφορικά με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής της η αιτήτρια επανέλαβε τα όσα στην επίδικη αίτηση αναφέρει, αναφέροντας ότι όταν η ίδια απέκτησε το 2ο παιδί της ο σύζυγος της μητέρας της την έδιωξε από το σπίτι και τότε η αιτήτρια διέμενε με τον σύντροφο της ως ζευγάρι. Απέκτησαν και το 3ο παιδί τους και τότε η μητέρα της θύμωσε και της είπε να σταματήσει να κάνει παιδιά και να επιστρέψει στο σχολείο. Όταν η αιτήτρια απέκτησε και το 4ο παιδί της και ο σύντροφος της αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα αυτή επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας της, όπου διέμενε μ’ αυτή και τον σύζυγο της και μια μέρα, περί τα τέλη Απριλίου 2021, μπήκε στο δωμάτιο της ο σύζυγος της μητέρας της όταν αυτή θήλαζε το παιδί της, της ζήτησε να ετοιμάσει το φαγητό και όταν αυτή αρνήθηκε έκλεισε την πόρτα και την βίασε, βρισκόμενη δίπλα στο παιδί της.
Ερωτώμενη για τον σύζυγο της μητέρας της η αιτήτρια ανέφερε ότι είναι αδελφός του κυβερνήτη, έδωσε το όνομα του και ανέφερε σε σχετική ερώτηση ότι είναι 61 ετών και δεν γνωρίζει τον ρόλο του ή τη σύνδεση του με τον αδελφό του όμως ασχολείται κι’ αυτός με την πολιτική, χωρίς να είναι σε θέση να αναφέρει τίποτε περισσότερο. Ερωτώμενη σχετικά με τον κατ’ ισχυρισμό βιασμό της η αιτήτρια ανέφερε ότι όταν τελείωσε ο σύζυγος της μητέρας της έφυγε και την απείλησε ότι αν αναφέρει το ότι έγινε σε κανένα θα την σκοτώσει. Αυτή όμως το είπε στον σύντροφο της και απ’ εκεί το συμβάν διαδόθηκε σε όλους και έτσι η ίδια απειλήθηκε και έφυγε καθ’ υπόδειξη και με τη βοήθεια ενός πάστορα, ο οποίος το έπραξε – ως αναφέρει η αιτήτρια – σε συνεννόηση με την μητέρα της. Σε σχετική ερώτηση η αιτήτρια ανέφερε ότι έφυγε από το σπίτι της μητέρας της τον Μάιο του 2021 και έμεινε σε εκκλησία περί τους 2 μήνες, μέχρι να ετοιμαστούν τα απαραίτητα για το ταξίδι της έγγραφα και έμεινε στη χώρα για 5 μήνες μετά το συμβάν. Ερωτώμενη τι έπραξε μετά τον ισχυριζόμενο βιασμό της η αιτήτρια ανέφερε ότι το επόμενο πρωί που επέστρεψε η μητέρα της, στην οποία δεν το ανέφερε γιατί δεν ήθελε να την χωρίσει, πήγε σε νοσοκομείο γιατί πονούσε χαμηλά στην κοιλιακή χώρα αλλά δεν τους ανέφερε τον βιασμό γιατί είχε απειληθεί και δεν ανέφερε το συμβάν στις αρχές για τον ίδιο λόγο. Μετά το συμβάν η αιτήτρια ανέφερε ότι απέφευγε τον σύζυγο της μητέρας της αλλά η σχέση τους «ήταν φυσιολογική, σαν πατέρας και κόρη» (ερ.24 – 1Χ), μέχρι που δεν άντεχε άλλο και πήγε στον πάστορα. Σχετικά με τις απειλές που δέχθηκε η αιτήτρια ανέφερε ότι αυτές έγιναν όταν αυτή έμενε ακόμα στο σπίτι του. Ερωτώμενη αν έγινε κάτι κατά τους 5 μήνες μέχρι αυτή να φύγει από τη χώρα ανέφερε ότι φοβόταν μήπως πετάξει τα παιδιά της από το σπίτι και ο κατ’ ισχυρισμό βιαστή της γνώριζε ότι έμενε στην εκκλησία και πήγαινε εκεί και την απειλούσε. Ερωτώμενη για τις συνέπειες επιστροφής της η αιτήτρια ανέφερε ότι δεν θα είναι ασφαλής και θα απειλείται.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε η αιτήτρια εντόπισαν και αξιολόγησαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.
1. Ταυτότητα, προφίλ, χώρα ιθαγενείας και τόπο διαμονής της αιτήτριας
2. Η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής της λόγω του ότι απειλήθηκε από τον σύζυγο της μητέρας της, ο οποίος την κακοποίησε σεξουαλικά για να μην αναφέρει το συμβάν
Εκ των ως άνω ισχυρισμών έγινε αποδεκτός ο 1ος, ο δε 2ος απορρίφθηκε.
Συγκεκριμένα, επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού κρίθηκε ότι τα λεγόμενα της αιτήτριας αναφορικά με τον κατ’ ισχυρισμό βιασμό της από τον σύζυγο της μητέρας της και τις απειλές που δέχθηκε για να μην το αποκαλύψει αλλά και οι αποκρίσεις τις στις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν σχετικώς υπήρξαν γενικά, στερούμενα λεπτομερειών, περιείχαν αντιφάσεις, στερούντο χρονικής συνοχής και βιωματικής λεπτομέρειας. Ομοίως, τα όσα ανέφερε περί του που αυτή διέμενε, τι ακολούθησε του κατ’ ισχυρισμό συμβάντος, ποια ήταν η πολιτική δράση του συζύγου της μητέρας της, πως και πότε βοηθήθηκε από τον πάστορα που την βοήθησε να φύγει από τη χώρα και ποια η αντίδραση της στα όσα έγιναν έβριθαν κενών, ασαφειών και στερούνταν κάθε ψήγματος λεπτομέρειας αλλά και ευλογοφάνειας. Εντοπίστηκε δε αντίφαση τόσο ως προς τον χρόνο που έμενε σε εκκλησία όσο και ως προς το κατά πόσο ο πατριός της γνώριζε που διέμενε η αιτήτρια, αναφέροντας αρχικά ότι αυτός δεν γνώριζε ενώ ακολούθως ότι γνώριζε και μάλιστα επισκεπτόταν την εκκλησία όπου αυτή διέμενε και την απειλούσε.
Στα πλαίσια αξιολόγησης εξωτερικής αξιοπιστίας των ως ισχυρισμών άνω έγινε έρευνα σε διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με το φαινόμενο της έμφυλης βίας και σεξουαλικής κακοποίησης γυναικών, εκ της οποίας προέκυψε ότι τα λεγόμενα της συνάδουν με τις εντοπισθείσες πληροφορίες, όμως, δεδομένης της τρωθείσας εσωτερικής συνοχής των λεγομένων της σχετικά, ο ισχυρισμός αυτός δεν έγινε αποδεκτός και απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού της αιτήτριας, κατόπιν έρευνας για την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής της, ήτοι την Κινσάσα, αξιολογώντας και συνυπολογίζοντας ότι αυτή πρόκειται για ενήλικο άτομο, υγιές, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας, δεδομένου και του ότι, ως η ίδια αναφέρει, διέμενε όλη της τη ζωή στην Κινσάσα, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίσταται κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής.
Συνεπεία των ανωτέρω η επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της.
Κατά τις διευκρινήσεις η συνήγορος της αιτήτριας απέσυρε ρητά τους λοιπούς νομικούς ισχυρισμούς προωθώντας εν τέλει μόνο τον ισχυρισμό περί μη δέουσας έρευνας.
Οι καθ' ων η αίτηση αντέταξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν άπαντες οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας αυτής, ζητώντας γι’ αυτό απόρριψη της προσφυγής.
Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».
Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:
«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […]
Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Ενόψει και κατ’ εφαρμογή και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, έχοντας διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του φακέλου, των λεγομένων της αιτήτριας κατά την επίδικη αίτηση καθώς και των προωθούμενων ισχυρισμών της στα πλαίσια της παρούσης, είναι κατάληξη μου ότι συμφωνώ πλήρως και σε όλη τους την έκταση με τα ευρήματα και κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, ως αυτά λεπτομερώς και ενδελεχώς αναφέρονται στα ερ.47-48, ως και ανωτέρω στα πλαίσια της παρούσης καταγράφονται.
Εξηγώ.
Εν προκειμένω, πολύ απλά, το όλο αφήγημα της αιτήτριας βρίθει κενών και αντιφάσεων και σε κανένα σημείο των λεγομένων της αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση την κατ’ ισχυρισμό κακοποίηση που υπέστη από τον πατριό της, το τι ακολούθησε αυτής, τι έγινε τελικώς και γιατί συνέχιζε να απειλείται, δεδομένου ότι τα νέα είχαν ήδη, ως η ίδια η αιτήτρια ανέφερε, διαρρεύσει, δεν ήταν σε θέση να αναφέρει την παραμικρή βιωματική λεπτομέρεια, όσα δε ανέφερε στερούνταν χρονικής συνέχειας και λογικής συνέπειας και στερούνταν κάθε στοιχείου που εύλογα αναμενόταν αν είναι σε θέση να παραθέσει η αιτήτρια. Ενδεικτικά σημειώνω ότι, παρά τις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στην αιτήτρια, δεν ήταν σε θέση να αναφέρει κανένα περαιτέρω στοιχείο επί των ως άνω και ούτε το ελάχιστο για την ισχυριζόμενη πολιτική δράση του πατριού της, με τον οποίο, ως η ίδια είχε αναφέρει, διέμενε ήδη από 9 χρονών. Οι ελλείψεις δε αυτές είναι θεωρώ καθοριστικές για την συνολική συνοχή του αφηγήματος της. Οιαδήποτε άλλη προσέγγιση των όσων η αιτήτρια αναφέρει θα συνιστούσε αφελή και ανεπιφύλακτη αποδοχή ισχυρισμών που στερούνται κάθε ψήγματος ευλογοφάνειας, λεπτομερειών και συνοχής. Δεδομένης δε της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής των λεγομένων δεν θεωρώ ότι ήταν απαραίτητη η αναζήτηση πληροφορίων (ΠΧΚ) αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία και ίσως εκ του περισσού έγινε τέτοια έρευνα. Σχετικώς, στο εγχειρίδιο του EASO για την «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.132, αναφέρεται, η αναζήτηση πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ) «ενδέχεται να μην είναι απαραίτητ[η] σε περίπτωση αρνητικής διαπίστωσης περί της αξιοπιστίας βάσει καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής ή μη ικανοποιητικής επεξήγησης αποκλίσεων ή παραλλαγών σε ό,τι αφορά τα ουσιώδη στοιχεία μιας αίτησης ή, ακόμη περισσότερο, σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής ως απαράδεκτης.». Σημειώνω βεβαίως ότι τα όσα ανέφερε η αιτήτρια συνάδουν αναμφισβήτητα με διαθέσιμες ΠΧΚ, οι οποίες παρατίθενται και πιο κάτω. Όμως η συμφωνία με ΠΧΚ κατά τ’ άλλα παντελώς στερούμενων εσωτερικής συνοχής ισχυρισμών δεν αρκεί βεβαίως για να καταστήσει αυτούς αξιόπιστους, στην απουσία λεγομένων που διατηρούν συνοχή και λεπτομέρεια.
Ενόψει των ως άνω απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της αιτήτριας (Κινσάσα) και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούν εκεί, σε συνάρτηση με το προφίλ της αιτήτριας.
Αναφορικά με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στην Κινσάσα εντοπίζονται τα εξής.
Έκθεση της Αυστριακής ACCORD (Νοέμβριος 2020) αναφέρει ότι στη ΛΔΚ οι γυναίκες είναι σαφώς αντικείμενο διακρίσεων.[1]
Σε έκθεση της Υπηρεσίας Ασύλου της Δανίας αναφέρεται ότι «[η] Ελβετική Κρατική Γραμματεία για τη Μετανάστευση ορίζει μια ανύπαντρη γυναίκα στο πλαίσιο της Κινσάσα ως ενήλικη γυναίκα με ή χωρίς παιδιά, που συντηρείται χωρίς άνδρα σύντροφο.[2] […] Οι ανύπαντρες γυναίκες χωρίς το υποστηρικτικό δίκτυο που προσφέρει ένας άνδρας συχνά αντιμετωπίζονται αρνητικά (σ.σ. από την κοινωνία), βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση και πολλές αποφασίζουν να κάνουν συναλλακτικό σεξ για να αποκτήσουν πρόσβαση σε καταφύγιο και εργασία.,[3]
[…]
[Οι] ανύπαντρες γυναίκες συχνά θεωρείται ότι είναι ιερόδουλες στην Κινσάσα και συνεπώς, η σεξουαλική συναλλαγή αναμένεται από αυτές [και] βρίσκονται σε μια πιο ευάλωτη θέση, υπόκεινται σε άτυπη φορολογία από την αστυνομία ή άλλους επιθεωρητές προκειμένου να έχουν πρόσβαση στην τοπική αγορά. Στις χήρες και γυναίκες που ηγούνται νοικοκυριών παρουσιάζονται λιγότερες ευκαιρίες, καθώς είναι γενικά πιο ευάλωτες και χαρακτηρίζονται από υψηλότερα ποσοστά φτώχειας και ακραίας φτώχειας […]». [4]
Σε έρευνα του DIS αναφέρεται ότι «[…] ένα πρόσωπο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Kinshasa θα έχει σοβαρές δυσκολίες στην προσαρμογή και ενσωμάτωση, καθώς χωρίς οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία θα είναι κάπως σαν εγκαταλελειμμένος, αφού στη ΛΔΚ, η κρατική κοινωνική συνδρομή δε λειτουργεί δεόντως.».[5]
Σε έκθεση του Danish Immigration Service (DIS), μετά από συνέντευξη με καθηγητή του Πανεπιστημίου της Κινσάσα, αναφέρεται ότι «ένα άτομο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Κινσάσα θα έχει σοβαρές δυσκολίες προσαρμογής και ενσωμάτωσης, γιατί χωρίς την οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία, το άτομο θα νιώθει εγκαταλελειμμένο επειδή στη ΛΔΚ η κοινωνική βοήθεια που παρέχεται από το κράτος δεν λειτουργεί σωστά. Υπάρχει σχεδόν ένα κενό εδώ, και αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους που έρχονται από μακριά για να εγκατασταθούν στην πρωτεύουσα, καθώς και για τους ανθρώπους εκεί. Οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας υπάρχουν αλλά δεν είναι στο ύψος των καθηκόντων τους. Ένα τέτοιο άτομο αντιμετωπίζει πρώτα τα προβλήματα της στέγασης, πρόσβασης σε εργασία και μετά (σ.σ. αντιμετωπίζει) το πρόβλημα των πόρων. Επιπλέον, το άτομο θα έχει προβλήματα με την διασφάλιση των απαραίτητων ως προς το ζην και την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη σε περίπτωση ασθένειας. Στη ΛΔΚ, η οικογένεια και η εκκλησία αποτελούν ή πρακτικά παίζουν τον ρόλο της άτυπης κοινωνικής ασφάλισης. Ίσως πρέπει επίσης να αναφέρουμε εδώ τις ρίζες της ανεργίας των νέων και της αστικής ληστείας (συμμοριών) και του εγκλήματος, γνωστές στην Κινσάσα ως "Kuluna": πολλοί νέοι, χωρίς δουλειά, συχνά υπό την επήρεια ναρκωτικών, επιδίδονται σε κατακριτέες πράξεις. Έτσι, ο κίνδυνος είναι πολύ υψηλός για ένα άτομο χωρίς υποστήριξη, να τολμήσει να εγκατασταθεί στην Κινσάσα, εξαιτίας της αστικής ληστείας και της οικονομικής ανέχειας».[6]
Αναφορά της UNFPA σημειώνει ότι η έμφυλη βία (GBV) εξακολουθεί να καθιστά ευάλωτες τις γυναίκες και τα κορίτσια που διαβιούν στη χώρα.[7] Μορφές βίας που καταγράφονται περιλαμβάνουν βιασμό, σεξουαλική δουλεία, εμπορία ανθρώπων, αναγκαστικό γάμο, τον γάμο ανηλίκων, ενδοοικογενειακή βία και σεξουαλική εκμετάλλευση.[8]
Παρά τα ως άνω στοιχεία, τα οποία αναμφισβήτητα δεικνύουν αυξημένο κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης γυναίκας χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, δεν θεωρώ ότι εν προκειμένω η αιτήτρια υπάγεται στο ως άνω προφίλ αυξημένου κινδύνου, δεδομένου ότι είναι ηλικίας 29 ετών σήμερα, υγιής, με δευτεροβάθμια εκπαίδευση και προηγούμενη εργασιακή εμπειρία ως πλανόδια πωλήτρια φαγητού, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και, ενόψει των όσων η ίδια αναφέρει περί του ότι τα 4 παιδιά της διαμένουν μέχρι σήμερα με θεία της από την μητρική πλευρά, η ίδια διατηρεί δε επικοινωνία με την μητέρα της (δεδομένης και της απόρριψης των ισχυρισμών της περί κακοποίησης της από τον σύζυγο της μητέρας της), δεν μπορεί να λεχθεί ότι αυτή στερείται υποστηρικτικού δικτύου. Δεν μπορώ λοιπόν να δεχθώ ότι δεν είναι σε θέση να λάβει μια υποτυπώδη έστω στήριξη κατά την επιστροφή της στην Κινσάσα είτε από την θεία της, η οποία φροντίζει και τα παιδιά της ή την μητέρα της.
Τα ως άνω δεδομένα συνηγορούν υπέρ του ότι η αιτήτρια διατηρεί εύλογες πιθανότητες να εξασφαλίσει προσωρινή έστω στέγαση και στήριξη και επαρκή βιοπορισμό κατά την επιστροφή της και δεικνύουν ότι οι όποιες δυσκολίες αντιμετωπίσει δεν θα καθιστούσαν τη ζωή της ανυπόφορη και δεν θα την εξέθεταν σε κινδύνους που υπερβαίνουν τον μέσο κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο τοπικός πληθυσμός στην καθημερινότητα του. Σημειώνω ότι, ως και στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.».
Αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας εντοπίζονται τα εξής.
Έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, αναφέρει ότι «[η] Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον […] ένοπλων ομάδων στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα».[9] Παράλληλα, το International Crisis Group's Crisis Watch δεν κατέγραψε απώλειες αμάχων τον Ιανουάριο 2020 με Ιούλιο 2021.[10]
Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας, κατά την περίοδο 09/12/23 - 06/12/24 στην επαρχία Kinshasa καταγράφηκαν συνολικά 106 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία υπήρξαν 154 απώλειες σε αμάχους. Πρόκειται συγκεκριμένα για 4 μάχες (με 5 απώλειες σε αμάχους), 10 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 17 απώλειες), 62 διαδηλώσεις (με 0 απώλειες) και 30 εξεγέρσεις (με 132 απώλειες σε αμάχους) ενώ δεν καταγράφεται κανένα περιστατικό απομακρυσμένης βίας[11]. Ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Κινσάσα ανέρχεται σήμερα περί τα 17 εκατομμύρια κατοίκων. [12]
Στη βάση των ως άνω δεδομένων είναι κατάληξη μου ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την αιτήτρια, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [13] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN ημ.10/06/21).
Έπεται λοιπόν ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης [της] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Νόμου, αντίστοιχα.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation: Anfragebeantwortung zu DR Kongo: Situation alleinstehender Frauen mit Kindern, insbesondere im Hinblick auf Arbeitsmarkt, Wohnversorgung und Sozialhilfe [a-11424], 25 November 2020
https://www.ecoi.net/en/document/2043986.html (ημ. πρόσβασης 19/07/23)
[2] Swiss State Secretatiat (SEM), Focus RD Congo; Situation des femmes seules à Kinshasa, 15 January 2016, σελ. 16, https://www.ecoi.net/en/document/1102702.html (ημ. πρόσβασης 22/03/23)
[3] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[4] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, Annex 2: Interview notes, An international humanitarian organisation in the Democratic Republic of Congo (DRC) Skype-interview, 29 July 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf παρα. 11, σελ. 41 (ημ. πρόσβασης 19/07/2023)
[5] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημ. πρόσβασης 19/07/2023)
[6] DIS – Danish Immigration Service (Author): Democratic Republic of the Congo; Socioeconomic conditions in Kinshasa , October 2022 https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 48-49 (ημ. πρόσβασης 21/07/23)
[7] UNFPA DRC, Gender Based Violence in the Democratic Republic of the Congo : Key Facts and Priorities of humanitarian actors, 2019: https://www.humanitarianresponse.info/sites/www.humanitarianresponse.info/files/documents/files/endsgbvoslo_advocacy_note_may2019.pdf (ημ. πρόσβασης 19/07/23)
[8] Ό.π..
[9] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[10] 4 International Crisis Group, Crisis Watch, Tracking Conflict Worldwide, Democratic Republic of Congo, n.d, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/database?location%5B%5D=7&date_range=custom&from_month=01&from_year=2020&to_month=07&to_year=2021, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[11] ACLED EXPLORER, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 09/12/2023 - 06/12/2024, ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle Africa -DRC –Kinshasa ), διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο www.acleddata.com/dashboard/#/dashboard(ημ. πρόσβασης 03/12/2024).
[12] Macrotrends.net, Kinshasa population, 2024, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20853/kinshasa/population,
[13] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο