Ε.Ο.J. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ2433/2023, 23/5/2025
print
Τίτλος:
Ε.Ο.J. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ2433/2023, 23/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  Τ2433/2023

23 Μαΐου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ε.Ο.J.,

 από Νιγηρία

                                                                                             Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση                                                                                                                                   

 

ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 07.04.2025

 

Δικηγόροι Αιτήτριας: Τζ. Μπετίτο (κος) για Πιερίδης & Πιερίδης

Για Καθ’ ων η αίτηση: Καμία εμφάνιση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση αίτηση η Αιτήτρια επιζητεί την  επαναφορά της προσφυγής της, η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης στις 11.02.2025.

 

Είναι σημαντικό να γίνει μία αναδρομή στο ιστορικό που περιβάλλει την υπό εξέταση περίπτωση προς κατανόηση των κρίσιμων παραμέτρων που θα πρέπει να αξιολογηθούν κατά την εξέταση της υπό κρίση αίτησης.

 

Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή καταχωρίστηκε αυτοπροσώπως από την Αιτήτρια στις 24.08.2023, ενώ στην συνέχεια το δικηγορικό γραφείο Πιερίδης & Πιερίδης διορίστηκε προς εκπροσώπησή της. Ακολούθως – και αφού μεσολάβησαν αναβολές για διάφορα ζητήματα που εγείρονταν κάθε φορά και τα οποία προκύπτουν από τον δικαστικό φάκελο – η υπόθεση ορίστηκε για Ακρόαση στις 11.02.2025. Κατά την εν λόγω ημερομηνία, ενώπιον του Δικαστηρίου παρουσιάστηκε ο κ. Μπετίτο εκ μέρους της Αιτήτριας, δηλώνοντας ότι είχε ενημερώσει την ίδια για την ανάγκη παρουσίας της, πλην όμως αυτή δεν παρέστη. Ενόψει της δήλωσης αυτής, το Δικαστήριο, υπό το φως των διατάξεων του Κανονισμού 12, του περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικού Κανονισμού του 2019, 3/2019, ως έχει τροποποιηθεί, απέρριψε την προσφυγή λόγω μη προώθησης, ενόψει της μη παρουσίας της Αιτήτιρας.

 

Στις 07.04.2025, καταχωρίστηκε η υπό εξέταση αίτηση με την οποία επιδιώκεται η επαναφορά της προσφυγής. Η αίτηση αυτή, η οποία επιδόθηκε και στους Καθ’ ων η αίτηση, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του κ. Μ. Πιερίδη, δικηγόρου του δικηγορικού γραφείου που εκπροσωπεί την Αιτήτρια, στην πρώτη παράγραφο της οποίας, δηλώνεται ότι είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση. Επισημαίνεται στην εν λόγω ένορκη δήλωση ότι η Αιτήτρια δεν παρουσιάστηκε στις 11.02.2025 -ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση- και δεν ενημέρωσε για το λόγο της απουσίας της πριν από την ακρόαση. Ωστόσο, ως καταγράφεται, ενημέρωσε το γραφείο, μετά την πάροδο έξι (6) ημερών, εξηγώντας ότι απουσίασε από το Δικαστήριο λόγω ασθένειας, ενώ  λόγω πόνου που είχε δεν ενημέρωσε τους δικηγόρους της για να μπορέσουν με τη σειρά τους να αναφέρουν το ζήτημα αυτό στο Δικαστήριο. Επισημαίνεται πρόσθετα ότι η καθυστέρηση στην καταχώριση της παρούσας αίτησης, οφείλεται σε οικονομικούς λόγους της Αιτήτριας η οποία δεν είχε χρήματα για να καταβάλει το κόστος της αίτησης και ότι η καθυστέρηση δεν είναι μεγάλη ή αποτρεπτική για να μην εγκριθούν τα αιτούμενα διατάγματα.

 

Κατά τον ενόρκως δηλούντα, σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάστηκε συμπεριφορά ή ενέργεια της Αιτήτριας που να υποδεικνύει πρόθεση για μη προώθηση της αίτησής της και ότι η απουσία της οφείλεται ξεκάθαρα σε ιατρικούς λόγους, προσκομίζοντας προς τούτο, ως Τεκμήριο Α, σχετική άδεια ασθενείας από τον ιατρό της Αιτήτριας. Το Τεκμήριο 1 φέρει ημερομηνία 09.02.2025 και την ακόλουθη καταγραφή «Γαστρεντερίτιδα. Άδεια για 9/2/2025 μέχρι 11/2/2025». Καταλήγει δε η ένορκη δήλωση, ότι τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση επιβάλλουν όπως επιτραπεί η επαναφορά της προσφυγής, ενώ η μη επαναφορά της ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος της Αιτήτριας να ακουστεί και παραβιάζει το δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος.

 

Έχω εξετάσει με τη δέουσα προσοχή την υποβληθείσα αίτηση και την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει αυτήν.

 

Επισημαίνεται πρωτίστως ότι την ένορκη δήλωση δεν υπογράφει η ίδια η Αιτήτρια, αλλά οι δικηγόροι της, ενώ δεν εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους η Αιτήτρια δεν προχώρησε στην απαραίτητη αυτή ένορκη δήλωση.

 

Έχει διαχρονικά αποφασιστεί σε αριθμό υποθέσεων ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι δεν αποκλείεται ένορκη δήλωση απλά και μόνον ο ομνύων είναι δικηγόρος, νοουμένου ότι παρέχεται εξήγηση ως προς τους λόγους για τους οποίους ορκίζεται δικηγόρος αντί του διαδίκου. Χαρακτηριστικά και καθοδηγητικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην Rybovlev[1] στην οποία και παραπέμπω με ιδιαίτερη μνεία στα ακόλουθα:

 

«(…)Στις πιο πάνω καλά καθιερωμένες αρχές δεν κρίνουμε ορθό να προσθέσουμε ή να αναγνωρίσουμε και άλλη αρχή σύμφωνα με την οποία εάν ο ομνύων είναι δικηγόρος και δεν επεξηγεί με επάρκεια γιατί προβαίνει ο ίδιος στην ένορκη δήλωση και όχι ο πελάτης του, τότε η ένορκη δήλωση πάσχει και θα πρέπει ν' αγνοηθεί ή απορριφθεί. (…)

 

Με αυτά ως δεδομένα, μπορούμε να δεχθούμε ως αρχή της νομολογίας αναφορικά με το θέμα παροχής εξήγησης ως προς το γιατί ομνύων είναι δικηγόρος και όχι διάδικος ή άλλο πρόσωπο, ότι κάποια εξήγηση προς τούτο απαιτείται, εκεί όπου δεν προκύπτει υπό τις περιστάσεις ένας εμφανής καλός λόγος, όπως είναι η διαμονή του διαδίκου στο εξωτερικό και/ή άλλες εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν θα επέτρεπαν στον ίδιο να είναι ενόρκως δηλών. Στην υπό εξέταση δε περίπτωση, σύμφωνα με τον ομνύοντα δικηγόρο, η αιτήτρια-εφεσείουσα είναι μόνιμη κάτοικος Ελβετίας η οποία έχει την φροντίδα ανήλικου τέκνου του ζεύγους και η οποία επιλαμβανόταν λήψης δικαστικών μέτρων στην Ελβετία και σε άλλες χώρες κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αυτά τα στοιχεία, λαμβανόμενα υπόψη, μαζί με το στοιχείο του επικαλούμενου κατεπείγοντος του θέματος, δεν θα απαιτούσαν, κατά την άποψή μας την παροχή οποιωνδήποτε άλλων εξηγήσεων ως προς το γιατί τα αναγκαία γεγονότα τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου μέσω δικηγόρου ο οποίος αποκάλυψε ικανοποιητικά τις πηγές πληροφόρησής του.»

 

Υπό το φως της ως άνω νομολογίας, φρονώ πως δεν δικαιολογούνται οι λόγοι σύνταξης της ένορκης δήλωσης από τον κ. Πιερίδη και όχι από την ίδια την Αιτήτρια, χωρίς μάλιστα να γίνεται καμία αναφορά περί αδυναμίας της να προβεί η ίδια σε ένορκη δήλωση. 

 

Σε κάθε περίπτωση και παρά το γεγονός ότι ο λόγος αυτός είναι αρκετός για απόρριψη της υπό εξέταση αίτησης, φρονώ πως η αίτηση αυτή είναι καταδικασμένη σε απόρριψη και για λόγους ουσίας.  

 

Επισημαίνεται ότι δυνάμει του Κανονισμού 12 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019):

 

«(α) Κατά τις διευκρινίσεις ή την ακρόαση της υπόθεσης και κατά την απαγγελία της απόφασης, ο αιτητής υποχρεούται να παρίσταται στο Δικαστήριο, είτε αυτός εμφανίζεται αυτοπροσώπως είτε εκπροσωπείται από δικηγόρο, εξαιρουμένης της περίπτωσης ανωτέρας βίας, διαφορετικά η προσφυγή του υπόκειται σε απόρριψη.»

 

Ως έχει πλειστάκις νομολογηθεί, ανωτέρα βία σημαίνει οποιονδήποτε τυχαίο γεγονός το οποίο είναι απρόβλεπτο και το οποίο θα ήταν αδύνατο να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως. Με άλλα λόγια, ανωτέρα βία συνιστούν περιστατικά ή/και γεγονότα τέτοιας φύσεως τα οποία είναι εντελώς απρόβλεπτα και τα οποία δικαιολογούν κατά τρόπο απόλυτο την αντικειμενική αδυναμία εμφάνισης ενώπιόν του Δικαστηρίου[2] (κατ’ αναλογία της αντικειμενικής αδυναμίας καταχώρισης προσφυγής).

 

Εν προκειμένω, η Αιτήτρια δεν έχει αποδείξει ότι συντρέχουν περιστατικά ανωτέρας βίας τα οποία την απέτρεψαν από το να παραστεί στο Δικαστήριο. Σύμφωνα με το προσκομισθέν ιατρικό πιστοποιητικό, η Αιτήτρια ήταν με άδεια ασθενείας λόγω γαστρεντερίτιδας από τις 09.02.2025-11.02.2025. Το εν λόγω πιστοποιητικό δεν καταδεικνύει ότι η ασθένεια της Αιτήτριας ήταν τέτοια που την εμπόδιζε να έχει επικοινωνία με τους συνηγόρους της, προκειμένου να τους ενημερώσει για την αδυναμία της να παραστεί στο Δικαστήριο, ενώ η εξήγηση που δόθηκε δια της ενόρκου δηλώσεως του κ. Πιερίδη, ότι λόγω πόνου δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τους δικηγόρους της, δεν κρίνεται πειστική.

 

Πέραν των ανωτέρω, και ανεξαρτήτως της διαπίστωσης ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ανωτέρας βίας κατά την έννοια του Κανονισμού 12, το Δικαστήριο δεν δύναται να παρακάμψει την ανάγκη εξέτασης και των νομολογιακά καθιερωμένων αρχών που διέπουν την αποδοχή ή απόρριψη αιτήσεων επαναφοράς διαδικασιών που έχουν απορριφθεί λόγω μη προώθησης. Είναι η εκτίμησή μου πως, ακόμη και στις περιπτώσεις απόρριψης δυνάμει του Κανονισμού 12, κατά την εκδίκαση της αίτησης επαναφοράς το Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει, σωρευτικά τις νομολογιακές αρχές που ορίζουν το πλαίσιο εντός του οποίου εξετάζεται μία τέτοια αίτηση.

 

Οι αρχές αυτές τέθηκαν με σαφήνεια από τον Τριανταφυλλίδη, Π., στην Tsingi vRepublic (1984) 3 C.L.R. 1262, και ακολουθήθηκαν σε άλλες πρωτόδικες αποφάσεις Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, προσφυγή η οποία απορρίπτεται χωρίς να εξεταστεί κατ΄ ουσίαν, λόγω έλλειψης προώθησης, θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα. Δυνατόν όμως να επαναφερθεί αν και εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπήρξε στην πραγματικότητα πρόθεση εγκατάλειψης, αντίκριση προκύπτουσα ως εκ της φύσης της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, θέση που υιοθετήθηκε και στην Σταυρινάκης[3], αλλά και σε προηγούμενες αποφάσεις τόσο της Ολομέλειας, όσο και πρωτόδικων Δικαστηρίων, στις οποίες έγινε αναφορά[4]. Ως οι νομολογιακές κατευθύνσεις, το κριτήριο που προκύπτει ότι εφαρμόζεται σε περιπτώσεις επαναφοράς Αίτησης απορριφθείσας λόγω μη προώθησης της είναι κατά πόσον υπήρξε, επί του όλου ιστορικού, πραγματική πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής[5].

 

Το αν υπήρξε ή όχι πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής εξαρτάται από τα στοιχεία που θα τεθούν ενώπιόν του Δικαστηρίου, ακόμα και από τις σχετικές λεπτομέρειες (Μούντη Κοντοπούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 21/17, 12.10.2018).

 

Δεύτερο κατά σειρά κριτήριο, το οποίο ωστόσο συνδέεται με το πρώτο, είναι ο εύλογος χρόνος καταχώρισης της αίτησης επαναφοράς, αφού ως επιγραμματικά σημειώνεται στη νομολογία «λειτουργεί βεβαίως υπέρ του Αιτητή η σπουδή με την οποία καταχώρισε την αίτηση επαναφοράς» (Matanes[6]).

 

Κοινό κριτήριο στις περιπτώσεις απόσυρσης και στις περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης φαίνεται να είναι η πραγματικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης της προσφυγής. Το κριτήριο όμως έχει διαφορετικές παραμέτρους σε κάθε περίπτωση.

 

Οι παράμετροι που αφορούν περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης συναρτώνται πρωτίστως προς τη διαπίστωση της πρόθεσης μη εγκατάλειψης με αναφορά στις συνθήκες της μη προώθησης και το όλο ιστορικό της υπόθεσης, ώστε να μπορέσει να συναχθεί, αντικειμενικώς, το ζητούμενο, καθ΄ όσον δεν υπήρξε θετική έκφραση της πρόθεσης εγκατάλειψης παρά μόνο παράλειψη προώθησης.

 

Η απόρριψη μιας προσφυγής ακριβώς ως εκ της φύσης της την εξαφανίζει, οπότε τυχόν αναβίωση της λειτουργεί καταλυτικά εναντίον της ανατρεπτικής προθεσμίας που τίθεται για την καταχώριση αυτής.  Δίνεται έτσι μια νέα ευκαιρία στον διοικούμενο να προωθήσει την προσφυγή του.  Την αυστηρότητα με την οποίαν πρέπει να αντιμετωπίζονται οι προθεσμίες σε υποθέσεις αναθεωρητικής δικαιοδοσίας δίδει και η Georghiou[7]  η οποία αφορούσε σε αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρισης έφεσης.

 

Το Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει την αίτηση αυτή, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια υπό το φως των νομολογημένων αρχών. Τούτο λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός πως, ως η νομολογία καταδεικνύει, στην εξουσία του Δικαστηρίου για επαναφορά απορριφθείσας προσφυγής, έχουν τεθεί όρια και αυτοπεριορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική της λειτουργία στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης[8].

 

Ως επισημαίνεται στο σύγγραμμα των Ηλιάνας Νικολάου και Γεώργιου Τσαούση, «Εγχειρίδιο Κυπριακής Διοικητικής Δικονομίας»:

 

«Σχηματικά, η άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για επαναφορά υπόθεσης που έχει απορριφθεί στρέφεται προς δύο (2) κατευθύνσεις:

 

-      Στην ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης αφενός και

 

-      Στη διασφάλιση της ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων αφετέρου που όπως παραδέχεται η νομολογία αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου, η αρχή της ταχείας και απρόσκοπτης απονομής της δικαιοσύνης συνδέεται με την τελεσιδικία και τη βεβαιότητα που αυτή συνεπάγεται στη διαχείριση των ανθρώπινων υποθέσεων[9].

 

Τα κριτήρια που (πρέπει) να υιοθετεί ο Δικαστής για επαναφορά προσφυγής που έχει απορριφθεί για οποιοδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω, διερευνούν κατά κύριο λόγο την πραγματική πρόθεση του διαδίκου για εγκατάλειψη της προσφυγής. Όπως με σαφήνεια διευκρινίζεται στη νομολογία, παραπέμποντας και στη φύση της αναθεωρητικής διαδικασίας «προσφυγή η οποία απορρίφθηκε χωρίς να εξεταστεί επειδή λόγω έλλειψης προώθησης θεωρείται εγκαταλειφθείσα,, μπορεί να επαναφερθεί εφόσον φανεί στο Δικαστήριο ότι δεν υπήρξε στην πραγματικότητα εγκατάλειψη της προσφυγής». Πρόκειται για προσέγγιση που επιβάλλει η φύση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Επομένως, στα πλαίσια της αίτησης για επαναφορά εξετάζεται κατά πόσο πράγματι δεν υπήρχε αυτό που είχε θεωρηθεί από το Δικαστήριο, ως πρόθεση εγκατάλειψης της αίτησης[10]».

 

Ως έχω ήδη επισημάνει, η σχετική ένορκη δήλωση, η οποία έχει κατατεθεί προς στήριξη της παρούσας αίτησης επαναφοράς, υπογράφεται από τον δικηγόρο της Αιτήτριας και όχι από την ίδια. Δεν παρέχεται οποιαδήποτε πειστική εξήγηση για την απουσία ένορκης δήλωσης από την ίδια την Αιτήτρια, παρότι αυτή φέρεται να βρισκόταν εντός της Δημοκρατίας κατά τον ουσιώδη χρόνο και δεν επικαλείται σοβαρό ή αντικειμενικό λόγο αδυναμίας. Η ως άνω παράλειψη αποδυναμώνει σοβαρά τον ισχυρισμό περί έλλειψης πρόθεσης εγκατάλειψης, καθότι τα περιστατικά που επικαλείται η αίτηση δεν επιβεβαιώνονται ούτε με προσωπική κατάθεση της Αιτήτριας ούτε με επαρκή τεκμηρίωση.

 

Επιπρόσθετα, το ιατρικό πιστοποιητικό που προσκομίστηκε προς στήριξη της επίκλησης ασθένειας δεν καταδεικνύει ότι η κατάσταση της υγείας της Αιτήτριας ήταν τέτοια που να την εμπόδιζε όχι μόνο από το να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και από το να επικοινωνήσει εγκαίρως με τους νομικούς της εκπροσώπους. Το πιστοποιητικό αφορά την περίοδο 09.02.2025 – 11.02.2025, που καλύπτει μόνο οριακά την ημέρα ακρόασης της υπόθεσης, δηλαδή την 11.02.2025. Η αιτιολόγηση ότι, λόγω πόνου, δεν ενημέρωσε εγκαίρως, προβάλλεται με γενικότητα και αοριστία και δεν υποστηρίζεται από οποιοδήποτε συμπληρωματικό ιατρικό στοιχείο που να περιγράφει την ένταση της κατάστασης ή την επίδρασή της στη λειτουργικότητά της. Το γεγονός ότι η Αιτήτρια, κατά δήλωση του ίδιου της του δικηγόρου, επικοινώνησε με το γραφείο μετά την παρέλευση έξι ημερών, χωρίς να δώσει σαφή αιτία για την καθυστέρηση αυτή, ενισχύει την εντύπωση πλημμελούς επιμέλειας και ενδεχομένως αδιαφορίας, γεγονός που δεν συνάδει με τη συμπεριφορά προσώπου που επιδιώκει την ενεργή συνέχιση της προσφυγής του.

 

Ως προς το δεύτερο κριτήριο, δηλαδή το κατά πόσο η αίτηση επαναφοράς καταχωρίστηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, σημειώνεται ότι η προσφυγή απορρίφθηκε στις 11.02.2025, ενώ η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε στις 07.04.2025, ήτοι σχεδόν δύο μήνες αργότερα. Ωστόσο δεν παρέχεται ικανοποιητική αιτιολόγηση ως προς το γιατί η αίτηση καταχωρίστηκε σε αυτό το χρονικό σημείο. Η μόνη αναφορά αφορά σε ισχυρισμό περί οικονομικής αδυναμίας της Αιτήτριας να καλύψει το κόστος καταχώρισης, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός παραμένει ατεκμηρίωτος και γενικόλογος. Δεν συνοδεύεται από οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο για την πραγματική της οικονομική κατάσταση, ούτε από ένορκη δήλωση της ίδιας της Αιτήτριας. Επιπλέον, δεν προκύπτει η Αιτήτρια να αιτήθηκε, σε οποιοδήποτε στάδιο, την παροχή νομικής αρωγής για σκοπούς κάλυψης του κόστους καταχώρισης της αίτησης επαναφοράς, παρότι κάτι τέτοιο αποτελεί ενδεδειγμένο και διαθέσιμο ένδικο εργαλείο. Συνεπώς, δεν φανερώνεται ούτε εξηγείται επαρκώς και με την απαραίτητη σαφήνεια ο λόγος της καθυστέρησης. Ο παράγοντας του χρόνου αντίδρασης στην απόρριψη της προσφυγής είναι πολύ σημαντικός. Στην υπόθεση Ελεύθερον Εργατικόν Σωματείον Μεταφορών και Γεωργίας ΣΕΚ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 1, διευκρινίστηκε ότι η αίτηση για επαναφορά θα πρέπει, για να επιτύχει, «να γίνεται μέσα σε εύλογα σύντομο χρόνο». Η καθυστέρηση λοιπόν αυτή προσθετικά στα ανωτέρω και/ή από μόνη της δεικνύει σαφή πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής, ενώ υποδεικνύει έλλειψη επείγουσας αντίδρασης από την Αιτήτρια και θέτει εν αμφιβόλω τη σοβαρότητα της επιθυμίας του να επαναφέρει την υπόθεση.

 

Ως είχα την ευκαιρία να επισημάνω στην πρόσφατη απόφασή μου Α.Β. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας[11] το κριτήριο για επαναφορά, όπως διατυπώθηκε στην Ρουβανιάς[12], εστιάζει σε περιστάσεις «πέραν των δυνάμεων του αιτητή», δηλαδή εξαιρετικά, απρόβλεπτα και ανεξέλεγκτα γεγονότα. Ο σκοπός είναι η διαφύλαξη της τελεσιδικίας και της ασφάλειας δικαίου. Η αρχή αυτή υπονομεύεται όταν η αίτηση επαναφοράς υποβάλλεται μετά από μακρό χρονικό διάστημα, χωρίς πειστική αιτία.

 

Τα ίδια εν πολλοίς τυγχάνουν αναλογικής εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση. Υπό τις περιστάσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Αιτήτρια, δια της συμπεριφοράς της, όπως αυτή αναλύθηκε πιο πάνω, ενήργησε κατά τρόπο που αντικειμενικά συνάδει με εγκατάλειψη της προσφυγής της. Παρά το γεγονός ότι δεν απαιτείται απόδειξη υποκειμενικής πρόθεσης, η απουσία ενεργειών για προώθηση της υπόθεσης, η έλλειψη έγκαιρης επικοινωνίας με τους νομικούς της συμβούλους, η καθυστερημένη και ατεκμηρίωτη καταχώριση της αίτησης επαναφοράς και η παντελής έλλειψη προσωπικής δήλωσης εκ μέρους της, συγκροτούν αθροιστικά εικόνα αδιαφορίας ως προς τη συνέχιση της διαδικασίας.

 

Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου, ως θεμελιώδης συνιστώσα κάθε έννομης τάξης, επιβάλλει όπως οι δικαστικές αποφάσεις αποκτούν οριστικότητα και δεν τίθενται σε διακινδύνευση ανατροπής τους ένεκα αδικαιολόγητης καθυστέρησης. Η εύρυθμη λειτουργία του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης βασίζεται επί της αρχής ότι οι αποφάσεις είναι τελικές και δεσμευτικές, και η χωρίς επαρκή λόγο επαναφορά υπόθεσης που έχει απορριφθεί οδηγεί σε αναστάτωση της διαδικαστικής σταθερότητας. Η καθυστερημένη αναβίωση της υπόθεσης αυτής, χωρίς πειστική δικαιολογία, όχι μόνο θα ανέτρεπε την αρχή της οριστικότητας των αποφάσεων, αλλά θα συνεπαγόταν και περαιτέρω καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης, σε ένα ήδη επιβαρυμένο σύστημα. Η Αιτήτρια είχε στη διάθεσή της πολλαπλές ευκαιρίες να προωθήσει την προσφυγή της, να παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου ή να επιδείξει επιμέλεια, αλλά δεν το έπραξε. Άλλωστε, ως εύστοχα επισημάνθηκε στην Matanes (ανωτέρω) : «Η απόρριψη της θέτει τέρμα στην ίδια την ύπαρξη της, οπότε η αναβίωση της, μέσω επαναφοράς, ανατρέπει την ανατρεπτική αυτή προθεσμία εφόσον δίδει νέα ευκαιρία στο διοικούμενο να προωθήσει την αίτηση ακύρωσης.»

 

Κλείνοντας, επισημαίνω ότι το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι αναμφισβήτητα θεμελιώδες και προστατεύεται από το Σύνταγμα και τη νομολογία.

Ωστόσο, δεν θεωρώ ότι στην παρούσα περίπτωση πλήττεται το δικαίωμα της Αιτήτριας για πρόσβαση στη δικαιοσύνη, καθότι η ίδια είχε ανεμπόδιστη δυνατότητα προώθησης της προσφυγής της από την ημέρα καταχώρισής της, εντός των προθεσμιών και σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου. Το δικαίωμα αυτό, αν και θεμελιώδες, δεν είναι απόλυτο· υπόκειται σε εύλογους περιορισμούς που αποσκοπούν στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και στη διασφάλιση της δικονομικής ισότητας. Η συμμόρφωση προς τους δικονομικούς κανόνες –περιλαμβανομένων των προθεσμιών και των διαδικασιών προώθησης μιας υπόθεσης– είναι απαραίτητη για την απονομή αποτελεσματικής και έγκαιρης δικαιοσύνης, όπως απαιτείται και από το άρθρο 30(2) του Συντάγματος. Η παράβασή τους μπορεί να βλάψει την ομαλή απονομή της δικαιοσύνης ενώ οδηγεί σε καταστρατήγηση του δικαιώματος για διαπίστωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αμφοτέρων, διοίκησης και διοικούμενου εντός ευλόγου χρόνου, σύμφωνα με το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και κατ΄ επέκταση πλημμέλεια του Δικαστηρίου να τηρήσει τις προθεσμίες[13].

 

Ως καταληκτικά επισημάνθηκε στην Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου ν. Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 54/18 ημερομηνίας 05.03.2020:

 

«Γνώμονας άσκησης της διακριτικής ευχέρειας είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης (Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Στεφάνου κ.α. (2010) 1 ΑΑΔ 710), όμως «τα περιθώρια δεν παύουν να είναι, εκ του γράμματος του Κανονισμού, στενά και η ευχέρεια αυτή πρέπει να ασκείται με φειδώ» (E.A.S. Prestige Unite Securite Services Ltd v Δημοκρατία μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, Έφεση κατά Απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.69/2017, ημερ.6.5.2019)».

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι δεν δικαιολογείται η επαναφορά της προσφυγής και η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα €200 εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

Ε. ΡήγαΔ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Rybovlev κ.α. v Rybolovlera (2010) 1 A.A.Δ. 82

[2] Βλ. ενδεικτικά, σχετικές αναλυτικές αναφορές και νομολογιακές παραπομπές στο σύγγραμμα του Δρος Κώστα Παρασκευά «Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», 2020, εκεί σελ. 184-186.

[3] Σταυρινάκης Σπύρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 40

[4] Rousos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 119 και Σωματείο Μεταφ. ΣΕΚ κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 1.

[5] AJET Aviation Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 135/07, 30.01.2008.

[6] Matanes v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 540/2012, ημερ. 30.11.2012

[7] Georghiou v. Republic   (1968) 3 C.L.R. 563

[8] Βλ. Σύγγραμμα Ηλιάνας Νικολάου και Γεώργιου Τσαούση, «Εγχειρίδιο Κυπριακής Διοικητικής Δικονομίας», 2021 Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 164.

[9] Phylactou v. Michael, (1982), C.L.R. 204

[10] Ajet Aviation Ltd v. Δημοκρατία, Προσφ. Αρ. 135/07, απόφαση 30.1.2008.

[11] Προσφ. Ειδ. Μητρ. 2/2023, Α.Β. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 18.10.2024.

[12] Ρουβανιάς Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο