O.N ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. Τ328/2024, 21/5/2025
print
Τίτλος:
O.N ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. Τ328/2024, 21/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                               Υπόθεση Αρ. Τ328/2024

 

21 Μαΐου, 2025

 

[X.ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με τα άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

O.N 

 

Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου 

 

Καθ' ων η αίτηση

...........................

 

Ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Μιχάλης Μαυρονικόλας για Αλ Ταχέρ, Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Ανδρέας Φιλίππου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

[Παρούσα η κυρία Όλγα Γεωργιάδη για πιστή μετάφραση από αγγλικά σε ελληνικά και αντίστροφα]

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 31/01/2024, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή του ως απαράδεκτη.

 

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019. 

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«3 (α).............

 

(ε) Στις περιπτώσεις όπου η προσβαλλόμενη απόφαση εκδίδεται δυνάμει των ακόλουθων άρθρων του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(I)/2000), ως έχει τροποποιηθεί:

 

(i)   12Βτετράκις(2)(δ),

(ii)  12Βτρις,

 

Υπόμνημα ως το Έντυπο Αρ. 3 καταχωρείται στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο από την Υπηρεσία Ασύλου, συνοδευόμενο από τον σχετικό διοικητικό φάκελο που αφορά την προσφυγή, εντός δέκα ημερών από την επίδοση αυτής:

 

Νοείται ότι, ουδεμία καταχώριση γραπτής αγόρευσης από τον αιτητή ή τους καθ’ ων η αίτηση απαιτείται και η υπόθεση ορίζεται απευθείας από το Πρωτοκολλητείο για ακρόαση, χωρίς να απαιτείται η παρουσία των καθ’ ων η αίτηση, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.».

 

Όπως προκύπτει από τον πιο πάνω Κανονισμό, οι καθ’ων η αίτηση δεν εμφανίζονται σε αυτή τη διαδικασία, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Συνεπώς, το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να ζητήσει την παρουσία του αρμόδιου οργάνου/ καθ’ ων η αίτηση στην ενώπιον του διαδικασία για να έχει τη δυνατότητα να ακουστεί σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο, εφόσον ο ρόλος του Δικαστηρίου είναι να επιλύει τη διαφορά που τίθεται ενώπιον του στα πλαίσια ορθής απονομής τη δικαιοσύνης.

 

Γι’ αυτό το λόγο, σε περίπτωση που τίθενται νέα δεδομένα ή περίπλοκα ζητήματα ή όπου το Δικαστήριο το κρίνει αναγκαίο για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης όπως στην παρούσα περίπτωση, θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στο αρμόδιο όργανο να ακουστεί, όπως και έγινε στην υπό εξέταση περίπτωση. Ενόψει του ότι προβλήθηκαν ισχυρισμοί από το συνήγορο του αιτητή περί ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω πλημμελούς διερεύνησης των νέων στοιχείων που προσκομίστηκαν από τον αιτητή στην μεταγενέστερη του αίτηση, κάλεσα την Υπηρεσία Ασύλου να εμφανιστεί στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία και να τοποθετηθεί επί των ζητημάτων που έθεσε ο συνήγορος του αιτητή.

 

Θεωρώ αναγκαίο να καταγραφεί το ιστορικό του αιτητή στην Κυπριακή Δημοκρατία προκειμένου να διαφανεί η εικόνα του αιτητή από την ημέρα εισόδου στην Κύπρο.  Από τη μελέτη λοιπόν του υπομνήματος αλλά και του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως ο αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 22/10/2019, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. 

 

Στις 29/09/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 11/12/2021, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εν λόγω έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και απέρριψε την αίτηση του αιτητή στις 17/12/2021.

 

Στις 30/12/2021 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 17/12/2021, υπέβαλε την προσφυγή υπ' αριθμόν 132/22 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 08/02/2023.

 

Στις 03/03/2023 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία με σκοπό το επανάνοιγμα του φακέλου του, σχετικά με το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Την 31/01/2024 ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή. Την ίδια ημέρα, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την έκθεση-εισήγηση του λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής του, ως απαράδεκτης και την επιστροφή του αιτητή στη Νιγηρία. 

 

H Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 08/02/2024 επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση επί της μεταγενέστερης αίτησης, η οποία παραλήφθηκε από τον αιτητή αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της μεταγενέστερης αίτησής του.

 

Στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, κατά τη δικάσιμο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, ο συνήγορος του αιτητή δήλωσε ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν διεξήγαγαν δέουσα έρευνα καθότι ο αιτητής στη μεταγενέστερη του αίτηση αναφέρθηκε στο σεξουαλικό του προσανατολισμό και θα έπρεπε να κρίνουν παραδεκτή την αίτηση προκειμένου να προχωρήσουν σε συνέντευξη του αιτητή. Ισχυρίστηκε ότι δεν ανέφερε τον συγκεκριμένο ισχυρισμό κατά την πρώτη του συνέντευξη επειδή ντρεπόταν εφόσον στη χώρα του ποινικοποιείται το συγκεκριμένο γεγονός.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση κατά την ακρόαση της υπό εξέταση προσφυγής ισχυρίστηκε ότι ο αιτητής προέβη σε καταχώρηση προσφυγής εναντίον της πρώτης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου με εντελώς διαφορετικό πυρήνα αιτήματος, ενώ ουδέποτε έθεσε ενώπιον της διοίκησης ισχυρισμό περί της σεξουαλικής του ταυτότητας. Πρόσθεσε ότι ο αιτητής δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία κατά το στάδιο του παραδεκτού, ώστε να εξεταστούν από τους καθ’ ων η αίτηση και ισχυρίστηκε ότι κατά το χρόνο της πρώτης αίτησης ασύλου γνώριζε για τη σεξουαλική του ταυτότητα, χωρίς να αναφερθεί σ’αυτό, καταλήγοντας ότι λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν εξετάστηκε αυτό το ζήτημα.

 

Έλαβα υπόψη μου όλους τους ισχυρισμούς που τέθηκαν ενώπιον μου λαμβάνοντας υπόψη το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εξετάζεται η μεταγενέστερη αίτηση. Είναι χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, στην αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας που υπέβαλε στις 22/10/2019 στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως κατάγεται από το ανατολικό τμήμα της Νιγηρίας και όταν άρχισαν οι επιθέσεις, καταστροφές περιουσιών και οι σκοτωμοί από τους κτηνοτρόφους Fulani μετακόμισε στο βόρειο τμήμα της χώρας προκειμένου να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Άρχισε να ασχολείται με τον σχεδιασμό παπουτσιών μέχρι που οι Boko Haram άρχισαν να τρομοκρατούν με τη χρήση πυρηνικών όπλων πολίτες, σκοτώνοντας αρκετά άτομα, προκαλώντας την ερήμωση πολλών πόλεων. Δήλωσε ότι διέμενε με τον θείο του στο βόρειο τμήμα, μέχρι τη πραγματοποίηση μιας εξέγερσης από τους Boko Haram και αποφάσισαν τον Σεπτέμβριο του 2019 να εγκαταλείψουν τη χώρα. Πρόσθεσε ότι εισήλθαν σε μια χώρα όπου τους αντιμετώπισαν ως σκλάβους και με τη βοήθεια μιας κοπέλας αποχώρησαν από τη χώρα (ερυθρά 1-3, του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι κατάγεται από τη Νιγηρία, και ανέφερε πως η περιοχή καταγωγής του και διαμονής του είναι η πόλη Awka, της πολιτείας Anambra.  Όπως ανέφερε, κατά διαστήματα διέμενε στη πολιτεία Enugu και για περίοδο ενός έτους και κάποιων μηνών μέχρι την αναχώρηση του από τη Νιγηρία διέμενε στη πόλη Maiduguri, της πολιτείας Borno. Ο αιτητής είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με εργασιακή εμπειρία. Ομιλεί την γλώσσα Igbo και την αγγλική γλώσσα.  Ανέφερε ότι διέμενε με τον πατέρα του και δεν γνωρίζει που βρίσκεται η μητέρα του. Πληροφορήθηκε από συγγενείς του μέσω διαδικτύου ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε κατά ή περί το 2021 από τους κτηνοτρόφους Fulani.  

 

Στα πλαίσια της ελεύθερης αφήγησης, ο αιτητής δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του διότι δεν είναι ασφαλής, η κοινότητα του δέχθηκε επίθεση από τους κτηνοτρόφους Fulani και η οικογένεια του απειλήθηκε ότι θα τους σκοτώσουν και γι’ αυτό αποχώρησε από το ανατολικό τμήμα της Νιγηρίας και εγκαταστάθηκε στο Βόρειο τμήμα. Ωστόσο δεν ήταν ασφαλής ούτε στο Βόρειο τμήμα εξαιτίας των γενικών απειλών από τους Boko Haram.  Πρόσθεσε ότι είναι χριστιανός και οι μουσουλμάνοι όταν έχουν μικρές παρεξηγήσεις αρχίζουν να σκοτώνουν χριστιανούς (ερυθρό 22-1χ του διοικητικού φακέλου).

Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι κτηνοτρόφοι Fulani απείλησαν την οικογένεια του διότι ο πατέρας του είναι ιδιοκτήτης μεγάλης έκτασης γης και επιπλέον σκότωσαν μερικούς συγγενείς και έτσι έπρεπε να αποχωρήσει από τη περιοχή. Ερωτηθείς εάν τον προσέγγισαν οι κτηνοτρόφοι Fulani προσωπικά, ο αιτητής απάντησε ότι τους έβλεπε αλλά δεν είχε συναναστροφές μαζί τους, καθότι είναι εχθροί. Κληθείς να παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες για τις απειλές εναντίον της οικογένειας του, ο αιτητής δήλωσε πως έχουν αγροτική γη και όταν οι κτηνοτρόφοι Fulani πηγαίνουν στις εκτάσεις τους με τα βοοειδή τους, καταστρέφουν τα πάντα. Δήλωσε ότι μέλη της κοινότητας του προσπάθησαν να τους απωθήσουν αλλά οι κτηνοτρόφοι Fulani άρχισαν να πυροβολούν και η κυβέρνηση παρέμεινε άπραγη καθότι τους υποστηρίζει.

 

Όταν ρωτήθηκε εάν η οικογένεια του έλαβε απειλές θανάτου απάντησε θετικά, αναφέροντας ότι οι κτηνοτρόφοι Fulani απείλησαν να σκοτώσουν όχι μόνο τα μέλη της οικογένειας του αλλά οποιονδήποτε τους παρεμπόδιζε να αποκτήσει τις εκτάσεις γης τους και δήλωσε ότι εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, ενδεχομένως οι κτηνοτρόφοι Fulani στραφούν εναντίον του (ερυθρό 22-5χ, 7χ,8χ,9χ του διοικητικού φακέλου).  Ο αιτητής δήλωσε ότι οι γονείς του δεν έλαβαν απευθείας προσωπικές απειλές από τους κτηνοτρόφους Fulani αλλά όταν δεν τους επιτρέπουν να καλλιεργούν τη γη τους τότε την έχουν ήδη κλέψει (ερυθρό 21-4χ,5χ του διοικητικού φακέλου).  Αναφορικά με τις απειλές από τους Boko Haram αναφέρθηκε σε γενικές απειλές και ότι η κυβέρνηση δεν προσπαθεί να τους σταματήσει. Αναφορικά με τις διαμάχες μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών, ο αιτητής αναφέρθηκε στη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί (ερυθρά 21-6χ, 20-1χ του διοικητικού φακέλου).

 

Όταν κλήθηκε να αναφέρει ποιες θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, δήλωσε ότι θα σκοτωθεί, ότι η κατάσταση γίνεται χειρότερη και ότι έχει χάσει την οικία του. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στο Βορρά διότι είναι χριστιανός. Ερωτηθείς εάν φοβάται κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, απάντησε αρνητικά προσθέτοντας ότι οι κτηνοτρόφοι Fulani γνωρίζουν ότι ο πατέρας του έχει ένα υιό και εάν επιστρέψει θα δεχθεί απειλές θανάτου (ερυθρό 20-2χ,3χ του διοικητικού φακέλου).

 

Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε στην έκθεση-εισήγησή του, τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς.  Ο πρώτος αφορά την υπηκοότητα, περιοχή καταγωγής και διαμονής του αιτητή, ο δεύτερος αφορά τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης από τους κτηνοτρόφους  Fulani  και ο τρίτος αφορά την γενική επικρατούσα κατάσταση στη χώρα καταγωγής του. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθότι ο λειτουργός έκρινε ότι πληρείται τόσο η εσωτερική, όσο και η εξωτερική αξιοπιστία των προβληθέντων ισχυρισμών, ενώ ο δεύτερος δεν έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου, καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες για να στηρίξει τον φόβο δίωξης του. Ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε με λεπτομέρεια στην Έκθεση-Εισήγησή του τις  ελλείψεις και αοριστίες του αφηγήματος του αιτητή. Ο τρίτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθότι ο λειτουργός επιβεβαίωσε ότι παρατηρούνται επιθέσεις στο εσωτερικό της Νιγηρίας από διάφορες ομάδες-οργανώσεις και απώλεια άμαχου πληθυσμού εξαιτίας των εν λόγω επιθέσεων καθώς και επιθέσεις από τους Boko Harma στις πολιτείες Borno, Adamawa και Yobe. Επίσης εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφέρονται στις επιθέσεις που γίνονται κατά των χριστιανών.

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ισχυρισμούς, δηλαδή το προσωπικό προφίλ του αιτητή και τη γενική επικρατούσα κατάσταση στη χώρα καταγωγής του, έκρινε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του  και ειδικότερα στη πόλη Awka, της πολιτείας Anambra,  να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός, έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους λόγους του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.  Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπήρχε εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου, αφού σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του αιτητή, συγκεκριμένα στη πολιτεία Anambra, διαφάνηκε ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης και κατά συνέπεια, δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

  

Στη συνέχεια, ο αιτητής αμφισβήτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου καταχωρώντας την προσφυγή με αριθμό 132/22 ενώπιον  του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου στις 08/02/2023.  

 

Στις 03/03/2023 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση μέσω της οποίας ισχυρίστηκε ότι σε ηλικία 18 ετών άρχισε να αναπτύσσει συναισθήματα για τον φίλο του και τους βρήκαν στη προσπάθεια τους να συνευρεθούν ερωτικά, τιμωρήθηκαν αυστηρά και παρακαλούσαν να μην κοινοποιηθεί το γεγονός αυτό.  Ακολούθως ορκίστηκε να σκοτωθεί εάν τον ξαναπιάσουν σε αυτή την συνθήκη. Έκτοτε, τα περισσότερα μέλη της οικογένεια του, τον απείλησαν ότι θα τον αποκηρύξουν διότι στη χώρα του και ειδικά η οικογένεια του πιστεύουν ότι εάν είσαι ομοφυλόφιλος ανήκεις σε κακό πνεύμα και μπορεί να σκοτωθείς εάν σε πιάσει ο θυμωμένος όχλος ή να φυλακιστείς από τη κυβέρνηση.  Από τότε ζει με το τραύμα και τον φόβο της κοινωνίας και έκρυβε τα αισθήματα του μέχρι που ήρθε στη Δημοκρατία και άρχισε να έχει συναισθήματα για ένα άνδρα, παρόλο που συνεχίζει να φοβάται ότι μπορεί να υποστεί δίωξη από Αφρικανούς.

 

Εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του η ζωή του θα βρίσκεται σε κίνδυνο διότι οι περισσότεροι γνωρίζουν ότι είναι ομοφυλόφιλος και μπορεί να τον σκοτώσουν ή να φυλακιστεί από τη κυβέρνηση.  Πρόσθεσε ότι έχει στη κατοχή του μερικά βίντεο, όπου παρουσιάζουν τη δίωξη και φυλάκιση των ομοφυλόφιλων ατόμων από την κυβέρνηση(ερυθρά 104-101 του διοικητικού φακέλου).  Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνοντας υπόψη όλους τους ισχυρισμούς που προώθησε  ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, απέρριψε το μεταγενέστερο αίτημά του στις 31/01/2024, κρίνοντας το ως απαράδεκτο καθότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο αιτητής με την μεταγενέστερη αίτησή του κρίθηκε πως δεν υποβλήθηκαν λόγω δική του υπαιτιότητας, ενώ φαίνεται ότι προϋπήρχαν. Η απόφαση αυτή είναι και το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

 

Παραθέτω πιο κάτω απόσπασμα από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 το οποίο καθορίζει τη διαδικασία υποβολής και εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης, ως κατωτέρω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ.- (1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο –

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην  οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

 

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

 

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

 

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον –

 

(i)           Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii)           

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.».

 

Το άρθρο 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύ- γων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«12Βτετράκις.-...

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

 

[…]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή...».

 

Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή, νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης. Από τα πιο πάνω άρθρα συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη.

 

Προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα, αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης.

 

Είναι δεδομένο, πως η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αίτησης του αιτητή, είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή στο Δικαστήριο, όπως συνέβηκε στην περίπτωση του αιτητή. Η προσβολή στο Δικαστήριο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αρχικής αίτησης του αιτητή, δημιουργεί τελεσιδικία και το όποιο μεταγενέστερο αίτημά του, δεν συνεπάγεται νέα και πλήρη εξέταση.

 

Έχω μελετήσει πολύ προσεχτικά όσα περιλαμβάνονται στο διοικητικό φάκελο, καθώς επίσης και τους ισχυρισμούς που προωθεί ο συνήγορος του αιτητή. Ο αιτητής επί της μεταγενέστερης του αίτησης περιγράφει ότι σε ηλικία 18 ετών άρχισε να έχει συναισθήματα για ένα φίλο του, κρυφά, αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό ερωτικής συνεύρεσης, καθώς και τον τρόπο αντιμετώπισης του από την οικογένεια του αλλά και από τη κοινωνία. Αναφέρθηκε περαιτέρω στα συναισθήματα ασφάλειας που νοιώθει στη Δημοκρατία καθώς και την ελευθερία να συναναστρέφεται με τα άτομα που επιθυμεί σε αντίθεση με την χώρα καταγωγής του. Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον μου, ο συνήγορος του αιτητή δήλωσε ότι ο αιτητής αγνοούσε τη δυνατότητα χορήγησης διεθνούς προστασίας για το λόγο αυτό και αναφέρθηκε και στο αίσθημα ντροπής που νοιώθει ο αιτητής προκειμένου να μιλήσει για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό.

 

Διαπιστώνω πως τα όσα αναφέρει ο αιτητής επί της μεταγενέστερης του αίτησης αποτελούν νέα στοιχεία τα οποία προϋπήρχαν αλλά δεν παρουσιάστηκαν από τον αιτητή κατά τη προηγούμενη διαδικασία και ούτε εξετάστηκαν από την αρμόδια αρχή.  Τονίζεται ότι ο αιτητής δεν προβάλλει ένα γενικό και αόριστο ισχυρισμό λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, αλλά αναφέρει συγκεκριμένη χρονική περίοδο, τα συναισθήματά του, την αντιμετώπισή του από την οικογένειά του, την σχέση του στην Κυπριακή Δημοκρατία και τα αισθήματα που νιώθει όσο βρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία αλλά και το λόγο για τον οποίο δεν πρόβαλε προηγουμένως τον συγκεκριμένο ισχυρισμό.

 

Σύμφωνα με τον Πρακτικό Οδηγό της EASO για τις μεταγενέστερες Αιτήσεις (2021) και συγκεκριμένα στη σελίδα 27, μπορεί να υπάρχουν αντικειμενικές ή υποκειμενικές καταστάσεις  στις οποίες ο αιτητής δεν μπορεί να παρουσιάσει ορισμένα στοιχεία που αφορούν την υπόθεση του.  Συγκεκριμένα στη σελίδα 27 του προαναφερόμενου Οδηγού αναφέρονται τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Ζητήματα που αφορούν τη σεξουαλική ζωή και το φύλο του αιτούντος: (αξιόπιστη) αδυναμία του αιτούντος να αναφέρει προσωπικά ζητήματα στο πλαίσιο της προηγούμενης αίτησης (βιασμός, ομοφυλοφιλία) ή (αξιόπιστη) άγνοια για τη δυνατότητα χορήγησης διεθνούς προστασίας (ενδοοικογενειακή βία, κίνδυνοι που σχετίζονται με τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων κ.λπ.). Τα άτομα των οποίων οι αιτήσεις σχετίζονται με ζητήματα σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου που δεν είναι αποδεκτά στη χώρα καταγωγής τους αναγκάζονται συχνά να αποκρύπτουν την πραγματική τους ταυτότητα, τα συναισθήματα και τις απόψεις τους προκειμένου να αποφύγουν το αίσθημα ντροπής, την απομόνωση και τον στιγματισμό, και πολύ συχνά τον κίνδυνο να υποστούν βία. Ο στιγματισμός και τα αισθήματα ντροπής ενδέχεται να αποτρέψουν περαιτέρω τον αιτούντα από το να αποκαλύψει πληροφορίες στο πλαίσιο του ασύλου. Υπάρχουν πολυάριθμες περιπτώσεις όπου ο αιτών / η αιτούσα αποκαλύπτει ότι είναι λεσβία, ομοφυλόφιλο, αμφιφυλόφιλο, τρανς ή ίντερσεξ άτομο μόνο σε μεταγενέστερη αίτηση. Τα ζητήματα αυτά έχουν επίσης σημασία για τους αιτούντες που αποκαλύπτουν δίωξη λόγω φύλου σε μεταγενέστερο στάδιο της αίτησής τους. Δεδομένου ότι το αίσθημα ντροπής και οι τραυματικές εμπειρίες μπορεί να δυσχεράνουν την αποκάλυψη τέτοιων βλαβών, η καθυστερημένη αποκάλυψη δεν θα πρέπει να οδηγεί στον χαρακτηρισμό της αίτησης ως απαράδεκτης, εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 40 παράγραφος 4 της ΟΔΑ.»[1]

 

Στο ίδιο Οδηγό αναφέρεται ότι ο νέος ισχυρισμός δεν αποτελεί συνέχιση ή επέκταση του προηγούμενου. Τα στοιχεία που επικαλείται ο αιτητής είναι εντελώς διαφορετικά, οπότε η αποφαινόμενη αρχή θα ξεκινήσει τη διαδικασία από την αρχή. Δεν υπάρχει σημείο αναφοράς από την προηγούμενη αξιολόγηση με το οποίο να μπορεί να συνδεθεί ο νέος ισχυρισμός / τα νέα πραγματικά γεγονότα. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση πρέπει να διενεργηθεί με βάση αυτόν τον νέο ισχυρισμό.[2]

 

Επιπρόσθετα, το ΔΕΕ στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑148/13 έως C‑150/13 A.B.C. v Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 02/12/2014, στην απόφαση, και συγκεκριμένα στη σκέψη 69, αναφέρει ότι (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου) «… λαμβανομένου υπόψη του ευαίσθητου χαρακτήρα των ζητημάτων που αφορούν την προσωπική σφαίρα ενός προσώπου και, ειδικότερα, τη σεξουαλικότητά του, δεν μπορεί να κριθεί αναξιόπιστη η δήλωση του προσώπου αυτού σχετικά με τον γενετήσιο προσανατολισμό του αποκλειστικά και μόνο λόγω του γεγονότος ότι, εξαιτίας της διστακτικότητάς του να αποκαλύψει προσωπικές πτυχές της ζωής του, δεν δήλωσε εξαρχής την ομοφυλοφιλία του».[3]

 

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, κρίνω ότι λανθασμένα οι καθ΄ ων η αίτηση κατέληξαν ότι ο αιτητής λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν υπέβαλε τον εν λόγω ισχυρισμό, ενώ όπως αναφέρουν φαίνεται ότι προϋπήρχε. Λόγω ακριβώς του ευαίσθητου και προσωπικού χαρακτήρα του ζητήματος του σεξουαλικού προσανατολισμού, η καθυστερημένη υποβολή ισχυρισμού δεν αρκεί από μόνη της να οδηγήσει σε απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης. Επισημαίνεται, περαιτέρω, πως ο τρόπος που βιώνει κάθε πρόσωπο τον σεξουαλικό του προσανατολισμό είναι  υποκειμενικός και εξαρτάται από την προσωπική ιστορία του ατόμου, τον πολιτισμό και την κοινωνικοοικονομική του κατάσταση.[4]

 

Σύμφωνα με το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη εφόσον δεν προβάλλονται νέα στοιχεία ή εφόσον τα προβαλλόμενα νέα στοιχεία δεν υποβλήθηκαν χωρίς υπαιτιότητα του αιτητή.  Στην παρούσα υπόθεση, αν και το επικαλούμενο γεγονός – δηλαδή ο σεξουαλικός προσανατολισμός του αιτητή και ο συνακόλουθος φόβος δίωξης – υπήρχε ήδη κατά τον χρόνο υποβολής της αρχικής αίτησης, κρίνω ότι η μη αναφορά του δεν αποδίδεται σε υπαιτιότητα του αιτητή. Αντίθετα, η αποσιώπηση του στοιχείου αυτού μπορεί να εξηγηθεί από ψυχολογικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες.

 

Ο αιτητής προέρχεται από περιβάλλον όπου η έκφραση τέτοιου είδους ταυτότητας ενδέχεται να οδηγήσει σε κοινωνικό στιγματισμό, ποινικές κυρώσεις ή ακόμα και βία. Οι παράγοντες αυτοί δημιουργούν ένα έντονο αίσθημα φόβου, εσωτερικευμένης καταπίεσης και έλλειψης εμπιστοσύνης απέναντι στις αρχές. Είναι, επομένως, κατανοητό ότι δεν αισθάνθηκε έτοιμος να αποκαλύψει προσωπικές πληροφορίες που αφορούν τη σεξουαλικότητά του.  Οι καθυστερημένες αποκαλύψεις που σχετίζονται με τον σεξουαλικό προσανατολισμό δεν πρέπει να θεωρούνται αυτομάτως αναξιόπιστες ή ενδεικτικές δόλου. Αντίθετα, αναγνωρίζεται ότι η συνειδητοποίηση και αποδοχή της ταυτότητας φύλου ή του σεξουαλικού προσανατολισμού είναι συχνά μια σταδιακή και ψυχολογικά φορτισμένη διαδικασία. 

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί πως το αρμόδιο όργανο οφείλει να προβαίνει σε επαρκή έρευνα σε σχέση με όλα τα γεγονότα που αφορούν το αίτημα που έχει ενώπιον του. Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως οι καθ'ών η αίτηση δεν διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εφόσον δεν εξέτασαν τον νέο ισχυρισμό που τέθηκε με τη μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή, και ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος ισχυρισμός επιτυγχάνει στο σύνολο του.

 

Σε σχέση με την έκταση του ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου επί της μεταγενέστερης αίτησης, στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση υπ’αριθμόν C-651/19, JP v Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημερομηνίας 9/9/2020, αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«60  Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως της ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης της προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο αιτών πρέπει, κατ’ ουσίαν, απλώς να αποδείξει ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του.».

 

Συνεπώς, προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα πως ο αιτήτης στην ενώπιον μου διαδικασία είναι αρκετό να αποδείξει πως το αρμόδιο όργανο είχε νέα στοιχεία τα οποία δεν εξέτασε ενώ όφειλε να τα εξετάσει και να τα αξιολογήσει πριν την έκδοση απόφασης επί μεταγενέστερου αιτήματος, όπως δηλαδή ακριβώς συνέβη και στην υπό εξέταση υπόθεση.

 

Σε σχέση λοιπόν με την έκταση ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης απόφασης επί μεταγενέστερου αιτήματος, συμφωνώ με τα όσα έχει αναφέρει η αδελφή μου δικαστής Κ. Κλεάνθους στην απόφαση της στην υπόθεση υπ’ αριθμόν 1317/20, M. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας15/09/21, όπου λέχθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Με βάση τόσο το γράμμα όσο και την τελεολογία της εν λόγω διάταξης, φρονώ ότι το παρόν Δικαστήριο κατά την εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη δεν έχει εξουσία να εξετάσει περαιτέρω τα νέα στοιχεία και να αποφασίσει επί της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας το ίδιο, καθώς πρόκειται περί περίπτωσης όπου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνεπάγεται τη μη χορήγηση διεθνούς προστασίας, με την έννοια ότι δεν εξετάστηκε η αίτηση επί της ουσίας της, παρά μόνο το παραδεκτό της. Η τελεολογική αυτή ερμηνεία είναι σύμφωνη και με την ανάγκη μη παράκαμψης ενός σταδίου εξέτασης του καινοφανούς αυτού ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι τη διοικητική εξέταση της αιτήσεως και των ισχυρισμών της (Βλ. συναφώς Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, στην υπόθεση αρ.: C 652/16, Nigyar Rauf Kaza Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801, σκέψεις 92 έως 103).

 

36.  Το παρόν Δικαστήριο έχει συνεπώς την εξουσία να προβαίνει σε έλεγχο ακόμα και τροποποίηση της απόφασης επί μεταγενέστερης αίτησης μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού όχι όμως υποχρέωση εξέτασης της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας, χωρίς να έχει προηγηθεί ολοκληρωμένη κατ' ουσία εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας.».

 

Προκύπτει από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου πως τα όσα προσκόμισε ο αιτητής στα πλαίσια της μεταγενέστερης του αίτησης συνιστούν νέα στοιχεία, τα οποία όφειλε να εξετάσει με το δέοντα τρόπο το αρμόδιο όργανο πράγμα που όπως προκύπτει από τα ανωτέρω δεδομένα δεν εξετάστηκαν.

 

Για τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα €1600, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] EASO (2021) Πρακτικός οδηγός για τις μεταγενέστερες αιτήσεις, σελ. 27, 28, διαθέσιμος σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-05/Practical_Guide_Subsequent_Applications_EL.pdf

[2] EASO (2021) Πρακτικός οδηγός για τις μεταγενέστερες αιτήσεις, σελ. 29, διαθέσιμος σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-05/Practical_Guide_Subsequent_Applications_EL.pdf

[3] ΔΕΕ, Απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2014 στην υπόθεση Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, C-148/13, ECLI:EU:C:2014:2406, σκέψη 69, διαθέσιμη σε: https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=160244&pageIndex=0&doclang=EL&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=712851

[4] EUAA, Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System, Judicial analysis, Second edition, σελ.266, February 2023, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο