Β.F. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: T356/24, 7/5/2025
print
Τίτλος:
Β.F. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: T356/24, 7/5/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: T356/24

 

7 Μαΐου, 2025

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 

                                                    Β.F.                                                        Αιτήτριας

 

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

(κα) Ε. Μυριάνθους, Δικηγόρος για την Αιτήτρια

(κ.) Ι. Α. Γεωργίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 16.2.2024, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή της για διεθνή προστασία, καθώς η εν λόγω αίτηση κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος).

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως. Η Αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν. Περί τις 27.11.2018, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 2.6.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας. Στις 18.8.2022, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) ενέκρινε εισήγηση για απόρριψη της αίτησής της για άσυλο. Στις 18.1.2023, η Αιτήτρια καταχώρισε την προσφυγή υπ’ αριθμό 175/2023, η οποία απορρίφθηκε στις 9.11.2023 λόγω μη προώθησης. Στις 16.2.2024, η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησής της για διεθνή προστασία. Αυθημερόν, ο Προϊστάμενος ενέκρινε εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής της ως απαράδεκτης, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 16.2.2024. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Η Αιτήτρια δια του συνηγόρου της  υποστηρίζει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση λανθασμένως, κατόπιν ελλιπούς έρευνας και υπό καθεστώς πλάνης απέρριψαν το αίτημά της για επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησής της  για διεθνή προστασία καθώς αυτή προσκόμισε νέα ουσιώδη στοιχεία προς υποστήριξη του ισχυρισμού της περί κινδύνου δίωξης  που διατρέχει από τις αρχές της χώρας της ένεκα σχέσης και κακοποίησης την οποία υπέστη από πολιτικό πρόσωπο. Επιπλέον, η Αιτήτρια δηλώνει ότι είναι φορέας του ιού HIV, λαμβάνοντας αγωγή προς τούτο.

 

3.             Κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 3(ε) των περί της λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχει τροποποιηθεί, οι Καθ’ ων η αίτηση συμμετέχουν στην παρούσα διαδικασία δια της καταχωρίσεως υπομνήματος, και καταρχήν δεν συμμετέχουν στην ακροαματική διαδικασία. Εντούτοις, κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου κλήθηκαν να καταχωρίσουν τόσο γραπτή αγόρευση όσο και να παραστούν κατά την ακροαματική διαδικασία, δυνάμει της ίδιας διάταξης.

 

4.             Στο πλαίσιο της δικής τους γραπτής αγόρευσης, οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης απόφασής τους και υποβάλλουν ότι ως προς την κατάσταση υγείας της Αιτήτριας, λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι είναι φορέας του HIV και λήφθηκε δεόντως υπόψη κατά τη διαδικασία εξέτασης της πρώτης αίτησής της για διεθνή προστασία. Υποστηρίζουν περαιτέρω, ότι τα στοιχεία που προσκόμισε δεν είναι νέα και ότι η Αιτήτρια δεν αιτιολογεί τους λόγους για τους οποίους δεν προσκόμισε τα εν λόγω στοιχεία, σε προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αίτησής της.   

 

To νομικό πλαίσιο

5.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι του παρόντος δικαστηρίου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου  (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

6.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

7.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

8.             Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2) Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙ […]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».

9.             Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

10.    Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

  Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής[...]».

11.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης  καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

12.          Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι, το παρόν Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (Βλ. Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024). Η Αιτήτρια αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και εν προκειμένω στην αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής της ως παραδεκτής.

 

13.          Επισημαίνεται ότι η επίδικη πράξη αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), όταν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Υπογραμμίζεται δε ότι καταρχήν ο Προϊστάμενος στο στάδιο αυτό δεν έχει υποχρέωση εκ νέου διενέργειας συνέντευξης (άρθρο 16Δ(2) του περί Προσφύγων Νόμου).

 

14.          Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710, σκέψεις 31 έως 44. Η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται  σε δύο στάδια: Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων [Βλ. επίσης απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34].

 

15.          Οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης, συνεπώς, οι οποίες ανήκουν στο πρώτο στάδιο εξέτασης μίας μεταγενέστερης αίτησης, όπως μεταφέρθηκαν στην εθνική έννομη τάξη είναι οι ακόλουθες:

 

16.          Πρώτον, καθορίζεται εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για το χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

17.          Δεύτερον, εάν τα νέα στοιχεία ή πορίσματα που έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

18.          Τρίτον, εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς δική του υπαιτιότητα, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία, που αφορούσε την εξέταση της αίτησής του. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.  

 

19.          Ως εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου, αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ευλόγως η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η διαδικασία ουσιαστικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης επαφίεται πλέον στην δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.

 

20.          Εν προκειμένω, η Αιτήτρια κατά την καταγραφή της αίτησής της, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της διότι ο σύζυγός της απεβίωσε. Μετά το συμβάν, η οικογένειά της και η οικογένεια του συζύγου της την εξανάγκασαν να παντρευτεί το μικρότερο αδελφό του συζύγου της. Την προσέβαλλαν και την κακομεταχειρίζονταν μέχρι που ο αδελφός του συζύγου της ήρθε να μείνει στο σπίτι της. Αυτή η κατάσταση τραυμάτισε την Αιτήτρια, η οποία αποφάσισε να διαφύγει για να σώσει τη ζωή της.   

 

21.          Κατά τη συνέντευξή της, η Αιτήτρια, αφιχθείσα στη Δημοκρατία περί τον Οκτώβριο του 2018, δήλωσε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη Douala του Καμερούν, όπου διέμενε μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα της. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε χήρα, μητέρα ενός ανηλίκου (14 ετών κατά το χρόνο της συνέντευξης - στο παρόν στάδιο περί τα 17 έτη, ο οποίος δεν είναι υιός του αποβιώσαντος συζύγου της), ο οποίος διαμένει με τους γονείς της. Στη χώρα της διαμένουν και άλλα συγγενικά της πρόσωπα όπως τα αδέλφια της, με τους οποίους δεν διατηρεί επικοινωνία, καθώς δεν επιθυμεί να γνωρίζουν που βρίσκεται. Αντίθετα, διατηρεί επικοινωνία με παιδική της φίλη, η οποία τη βοήθησε οικονομικά να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Δήλωσε εξάλλου ότι έλαβε και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, την οποία ωστόσο δεν ολοκλήρωσε για ένα έτος, ενώ, ως προς την εργασιακή της πείρα, δήλωσε πως εργαζόταν στη χώρα της ως ταμίας. Είναι χριστιανή καθολική ως προς το θρήσκευμα. Τέλος, ως προς την κατάσταση της υγείας της δήλωσε φορέας HIV.

 

22.          Αναφερόμενη στους λόγους εγκατάλειψης της χώρας της,  η Αιτήτρια, κατά την ελεύθερή της αφήγηση δήλωσε ότι μετά το θάνατο του συζύγου της, παρά τη δική της άρνηση, ασκούσαν σε αυτήν πίεση να παντρευτεί το μεγαλύτερο αδελφό του συζύγου της, ο οποίος είχε ήδη μία σύζυγο και ο οποίος εγκαταστάθηκε στο σπίτι της. Ο ίδιος την εξανάγκαζε να έρχεται σε σεξουαλική επαφή μαζί του, μεταδίδοντάς της εν τέλει τον ιό HIV, και όταν η Αιτήτρια αρνούνταν αυτός γινόταν βίαιος. Η βία που υφίστατο της προκάλεσε σωματικές βλάβες, με τον πατέρα της να τοποθετείται πλέον υπέρ της υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν αναγκασμένη να παραμείνει σε αυτό το γάμο εάν δεν το επιθυμούσε. Με αυτό το ενδεχόμενο, ωστόσο, ήταν αντίθετη η οικογένεια του αποβιώσαντος συζύγου της, με τον κουνιάδο της να απειλεί ότι θα την σκοτώσει. Με τη βοήθεια της αδελφής της, η οποία διέμενε στη Yaoundé και μίας φίλης της εγκατέλειψε τη χώρα της. Υποβλήθηκαν διευκρινιστικής φύσεως ερωτήματά στην Αιτήτρια για όλες τις πτυχές του αφηγήματός της.

 

23.          Οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν τέσσερεις ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο πρώτος αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία, τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ο δεύτερος αναφορικά με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι η οικογένειά του αποβιώσαντος συζύγου της ήθελε να την παντρέψει, μετά το θάνατο του, με τον κουνιάδο της, σύμφωνα με την παράδοση των Bamikele, o τρίτος, ότι ο κουνιάδος της την κακοποιούσε θέλοντας να την παντρευτεί και τέταρτος, ότι η Αιτήτρια είναι γυναίκα φορέας HIV.  Φαίνεται ότι εκ τυπογραφικού λάθους, οι Καθ’ ων η αίτηση αρίθμησαν ως επίσης τρίτο ισχυρισμό τον ισχυρισμό της Αιτήτρια ότι η φίλη της, η οποία ζούσε στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές της εισηγήθηκε να εκδίδεται ώστε η ίδια η φίλη της και ο σύζυγος της τελευταίας να αποκομίζουν οικονομικό όφελος.  Όλοι οι ισχυρισμοί της, πλην του ισχυρισμού περί της πρότασης της φίλης της να εκδίδεται η Αιτήτρια, έγιναν αποδεκτοί. Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ωστόσο, κρίθηκε ότι η Αιτήτρια, δεν διατρέχει κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της ένεκα της κατάστασης ασφαλείας και της παρελθούσας στάσης της οικογένειας του αποβιώσαντος συζύγου της συμπεριλαμβομένου και του κουνιάδου της. Εντούτοις, κρίθηκε ότι υπάρχει καταρχήν κίνδυνος να εκτεθεί σε διακριτική μεταχείριση ένεκα της ασθένειάς της ως φορέας του ΗΙV. Εντέλει κρίθηκε ότι δεν δικαιολογείται υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς κρίθηκε ότι οι διακρίσεις έναντι των φορέων του HIV δεν εξικνούνται στο επίπεδο της δίωξης ούτε και στη βάση της ανάλυσης κινδύνου δικαιολογείται η υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας.

 

24.          Στο πλαίσιο της απορριφθείσας λόγω μη προώθησης υπ’ αριθμό 175/2023 προσφυγής της, η Αιτήτρια καταγράφει στα γεγονότα του εισαγωγικού δικογράφου καινοφανείς ισχυρισμούς περί πολιτικών διώξεων στη χώρα της λόγω έντονης δράσης της ως ακτιβίστρια για την προάσπιση και προώθηση των ανθρωπίνων και ατομικών δικαιωμάτων και ότι έχει στοχοποιηθεί ένεκα αυτού από παρακρατικούς κύκλους.  

 

25.          Στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής της, η Αιτήτρια προβάλλει καινοφανή ισχυρισμό ότι διώκεται από έναν ισχυρό πολιτικό στη χώρα της, ο οποίος τη δίωκε και απειλεί να τη σκοτώσει εάν δεν τον παντρευτεί, πιέζοντάς την να κοιμηθεί μαζί της, ασκώντας σε αυτήν σεξουαλική βία. Κάνει χρήση της δύναμής του, απειλώντας την οικογένειά της προκειμένου να την εξαναγκάσει να επιστρέψει. Προς τούτο προσκόμισε ένταλμα αναζήτησής της από την αστυνομία, φωτογραφίες τη ιδίας, όπου ως ισχυρίζεται φαίνονται τα τραύματά της και τέλος έγγραφα αναφορικά με την υγεία της που αποδεικνύουν ότι είναι φορέας HIV. Ένας εκ των γονέων της την πληροφόρησε για το ένταλμα σύλληψης αφότου αφίχθη στη Δημοκρατία. Επίσης, μετά την άφιξή της στη Δημοκρατία διαπίστωσε ότι είναι φορέας HIV.  

 

26.          Αξιολογώντας την μεταγενέστερη αίτησή της, οι Καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν ότι εν μέρει τα στοιχεία που προσκόμισε δεν αποτελούν νέα στοιχεία στο μέτρο που επικαλείται ότι είναι φορέας του HIV και ότι υπέστη κακοποίηση και απειλές για εξαναγκαστικό γάμο από τρίτο πρόσωπο. Ωστόσο επισημαίνουν ότι ενώ κατά την πρώτη αίτησή της παρουσίασε ως φορέα δίωξής της τον κουνιάδο της στη μεταγενέστερη αίτησή της αναφέρει ως φορέα δίωξής της ισχυρό πολιτικό πρόσωπο.

 

27.          Με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία, διαπιστώνεται ότι η Αιτήτρια μεταβάλλει άρδην τον πυρήνα του αιτήματός της για διεθνή προστασία επικαλούμενη δίωξη από ισχυρό πολιτικό, ο οποίος απειλεί και την οικογένειά της προκειμένου αυτή να επιστρέψει στη χώρα της. Το πρόσωπο αυτό δεν θα μπορούσε να ταυτίζεται με τον κατ’ ισχυρισμό φορέα δίωξής της κατά την εξέταση της πρώτης αίτησής της για διεθνή προστασία διότι εκεί επικαλείται ότι καταρχάς είχε συγγενική σχέση με το φορέα δίωξής της, ήτοι ότι ήταν ο κουνιάδος της, ο οποίος ήταν έμπορος τροφίμων στο επάγγελμα (βλ. ερ. 56 του διοικητικού φακέλου). Το δεδομένο ότι η Αιτήτρια είναι φορέας HIV αποτελεί ήδη αποδεκτό ισχυρισμό κατά την πρώτη αίτησή της, ο οποίος ωστόσο αξιολογήθηκε ότι δεν αποτελεί ικανό έρεισμα για την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Συνεπώς, δεν θεωρείται νέος ισχυρισμός. Ο ισχυρισμός της περί δίωξης από ισχυρισμό πολιτικό και η μαρτυρία που συναρτάται με αυτόν καίτοι αποτελούν νέο ισχυρισμό εντούτοις δεν αυξάνουν τις πιθανότητες υπαγωγής της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας για τους εξής λόγους. Η ουσιώδης μεταβολή του πυρήνα του αιτήματός της για διεθνή προστασία όπως καταγράφεται ανωτέρω (πρώτη αίτησή, προσφυγή και μεταγενέστερη αίτηση), αποτελούν εν προκειμένω ισχυρή ένδειξη περί της αναξιοπιστίας της Αιτήτριας. Περαιτέρω, η Αιτήτρια δεν εξηγεί επαρκώς γιατί προέβαλε τους εν λόγω ισχυρισμούς και προσκόμισε την αντίστοιχη μαρτυρία περί τα 6 έτη μετά την είσοδό της στη Δημοκρατία, αν και κατά τη δήλωσή της, για τα εν λόγω εντάλματα αναζήτησης, τα οποία φέρουν ημερομηνία εντός του 2018, την ενημέρωσε ένας εκ των γονέων της (βλ. ερ. 130 του δ.φ.) και συνεπώς φαίνεται να διατηρούσε επικοινωνία με τους οικείους της, παρά την αντίθετη τοποθέτησή της κατά τη συνέντευξή της (βλ. ερ. 66 σημείο 4χ του δ.φ.). Τα έγγραφα που προσκόμισε των οποίων η γνησιότητα δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, εκτιμώνται ελεύθερα σε συνάρτηση με τα λοιπά στοιχεία που έχει ενώπιόν του το Δικαστήριο. Κατά πάγια νομολογημένη αρχή ο δικαστής δεν υποχρεούται να αποφασίζει επί τεχνικών θεμάτων, όπως εν προκειμένω η γνησιότητα ενός εγγράφου, αλλά ούτε έχει τη δυνατότητα προς τούτο αφού δεν έχει την απαιτούμενη τεχνογνωσία για να προβεί σε ένα τέτοιο εγχείρημα (βλ. Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3866, Λάμπρου Λάμπρος v. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλου, (2009) 3 Α.Α.Δ. 79). Το παρόν Δικαστήριο συναξιολογεί καταρχάς το εν λόγω έγγραφο ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί η γνησιότητά του (Βλ. Απόφαση του ΔΕΕ της 10.6.2021, την υπόθεση C 921/19, LH κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2021:478, σκέψεις 44 και 66).  Στο πλαίσιο της αξιολόγησης της αυθεντικότητας ενός εγγράφου μπορεί βεβαίως να ληφθούν υπόψη και τυχόν εξόφθαλμες ενδείξεις μεταποίησης του εγγράφου τις οποίες είναι εύκολο να διακρίνει το Δικαστήριο ακόμα και χωρίς την επέμβαση ενός εμπειρογνώμονα.[1] Παρατηρείται ότι σε όλα τα κατ’ ισχυρισμόν κρατικά έγγραφα που δεικνύουν τη δίωξή της, παρουσιάζεται η ίδια σφραγίδα όπου σε ένα εκ των εγγράφων η σφραγίδα τοποθετείται πολλαπλώς, τρεις φορές, σε διαφορετικά σημεία του εγγράφου δεδομένο που εγείρει αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητά τους (βλ. ερ. 146 του δ.φ.). Κατά τα άλλα οι καινοφανείς αναφορές της χαρακτηρίζονται από γενικότητα. Δεδομένων των ανωτέρω σοβαρών ενδείξεων περί της μη αξιοπιστίας της Αιτήτριας τα στοιχεία και οι ισχυρισμοί της κατά τη μεταγενέστερη αίτησή της δεν αυξάνουν τις πιθανότητες υπαγωγής της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας ενώ προσκομίστηκαν οψιγενώς από δική της υπαιτιότητα. 

 

28.          Συνεπώς, ορθώς η μεταγενέστερη αίτησή της απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, καθώς δεν συντρέχουν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις παραδεκτού. Παράλληλα, δεν προκύπτουν οποιαδήποτε άλλα δεδομένα, αλλά και η Αιτήτρια δεν προβάλλει οτιδήποτε συναφές, τα οποία να δίδουν έρεισμα ανατροπής της απόφασης επιστροφής της. Σημειώνεται ότι στην Douala, τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δεν επεκτείνεται η αγγλόφωνη κρίση αλλά υπάγεται στο γαλλόφωνο τμήμα της χώρας, η ένταση της βίας στην περιφέρεια Littoral του Καμερούν, όπου βρίσκεται η Douala, φαίνεται να παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, χωρίς δε να παρατηρούνται ιδιαίτερα περιστατικά ένοπλης σύρραξης ή συχνά συμβάντα αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Σημειώνεται συναφώς ότι στην Douala στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα μεταξύ 13.1.2024 και 10.1.2025 έλαβαν χώρα, συνολικά 2.864 περιστατικά σε 629 τοποθεσίες, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 2.169 απώλειες. Εξ' αυτών των περιστατικών, συγκεκριμένα στην Douala καταγράφηκαν ως εξής,  3 ως διαμαρτυρίες, 4 ως ταραχές, 3 ως απομακρυσμένη βία και 4 ως βία κατά αμάχων[2]. Δεδομένου ότι ο πληθυσμός της Douala με βάση την εκτίμηση του 2024 ανέρχεται σε 1,338,082 κατοίκους[3], κρίνεται ότι η ένταση της βίας στην πόλη κινείται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα.

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1400 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.

                             Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. 

 



[1]  EUAA, 'Practical Guide on Evidence and Risk Assessment' (2024), σελ.57 – 62, διαθέσιμο στοhttps://euaa.europa.eu/publications/practical-guide-evidence-and-risk-assessment

[2] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), ACLED Explorerhttps://acleddata.com/explorer/ (Metric: Event Counts / Fatality Counts, Date range: 13/1/2024-10/1/2025, Region: Africa, Country: Cameroon, Admin: Douala (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 6.5.2025)

[3]  World Population Review (2024):Cameroon: Douala https://worldpopulationreview.com/cities/cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 6.5.2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο