G.O.N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 101/2024, 12/6/2025
print
Τίτλος:
G.O.N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 101/2024, 12/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                       

                                                                                         Υπόθεση αρ. 101/2024

                                   

12 Ιουνίου 2025

 

[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                          Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

                                           G.O.N.

                                                                                                                                                                                                                                             Αιτητής

Και

 

                     Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                                     Καθ' ων η αίτηση

                                                                                                                          

Τζ. Μπετίτο (κος) για Πιερίδης & Πιερίδης, Δικηγόροι για Αιτητή

 

Ι. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Παρών ο αιτητής.

 

(Παρών ο διερμηνέας Α. Χατζησάββας για πιστή μετάφραση από την Ελληνική στην Αγγλική γλώσσα και αντίστροφα)

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π:   Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 04/11/2023 η οποία του κοινοποιήθηκε στις 15/12/2023 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως παράνομης, άκυρης και στερούμενης οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των Διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, ο αιτητής είναι ενήλικας από τη Νιγηρία και στις 22/07/2022 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 26/09/2023 διεξήχθη συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ακολούθως, στις 31/10/2023 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή και στις 4/11/2023, ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου αποφάσισε όπως να μην παραχωρηθεί στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στις 15/12/2023 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ενημέρωσης προς τον αιτητή σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος του. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή αυθημερόν.

Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

Ο συνήγορος του αιτητή στα πλαίσια της προσφυγής και της γραπτής αγόρευσης, προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, τους οποίους εν τέλει εγκατέλειψε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων και διατήρησε μόνο το λόγο ακύρωσης που αφορά την τη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Ενόψει των δηλώσεων του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή, όλοι οι λόγοι ακύρωσης ως καταγράφονται στην προσφυγή, πέραν από το λόγο ακύρωσης που αφορά τη μη δέουσα έρευνα εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση, αποσύρονται και απορρίπτονται.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους καθ΄ ων η αίτηση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς ως νόμω και ουσία αβάσιμους.

Θα προχωρήσω να εξετάσω τον λόγο ακύρωσης που διατήρησε ο συνήγορος του αιτητή ήτοι τον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση.

Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).

Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

Κατά την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο αιτητής δήλωσε ότι είχε διαφωνία με την οικογένειά του για τη συνέχεια της εκπαίδευσής του και το μέλλον του, καθώς η οικογένειά του ήθελε να ακολουθήσε τις επιχειρήσεις με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει εχθρικές συμπεριφορές από την οικογένειά του και εν τέλει να αναγκαστεί να διαφύγει από τη χώρα καταγωγής του (βλ. ερ. 1 του Δ.Φ.).

 

Στο πλαίσιο της προσωπικής του συνέντευξης, ζητηθείς να προσδιορίσει τον τόπο καταγωγής του, ανέφερε την πολιτεία Enugu και ως προς τον τόπο συνήθους διαμονής του δήλωσε την περιοχή Nkanu East, της πολιτείας Enugu από τον Αύγουστο του 2020 έως τον Ιούλιο του 2022 (βλ. ερ. 36 του Δ.Φ.). Είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Δήλωσε ότι είναι άγαμος και χωρίς τέκνα, ο πατέρας του έχει αποβιώσει  το 2022 και η μητέρα του διαβιεί στο Umuezeokoha (βλ. ερ. 36 του Δ.Φ.). Ισχυρίστηκε ότι δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την έξοδο του από τη χώρα καταγωγής του (βλ. ερ. 34 – 35 του Δ.Φ.).

 

Ως προς τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε λόγω της εναντίωσης του ιδίου προς την οικογένειά του, αποφασίζοντας να μην λάβει την εκπαίδευση που ζητούσαν αναφορικά με τις επιχειρήσεις, οπότε ο ίδιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την οικογένεια του και έγινε θύμα επιθέσεων από αυτούς (βλ. ερ. 33 του Δ.Φ.). Επίσης, ανέφερε πως τον εξανάγκασαν να διαφύγει από την περιοχή οπότε μετακόμισε για 8 μήνες στην πολιτεία Lagos περί τον Οκτώβριο του 2014 και έπειτα ξεκίνησαν οι επιθέσεις εναντίον του με αποκορύφωμα αυτή του 2018, όπου τραυματίστηκε πολύ σοβαρά με αποτέλεσμα να αποφασίσει να επιστρέψει στην οικογένειά του, η οποία ωστόσο δεν τον δέχθηκε (βλ. ερ. 33 του Δ.Φ.). Ακολούθως, ο Αιτητής απευθύνθηκε στην αστυνομία της χώρας καταγωγής του για προστασία στις 4/1/2018, όπου τα ετεροθαλή αδέλφια του, τα οποία πραγματοποιούσαν τις επιθέσεις εναντίον του, συνελήφθησαν αλλά αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από 2 εβδομάδες (βλ. ερ. 33 του Δ.Φ.).

 

Στο στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων, ο Αιτητής ανέφερε πως οι ετεροθαλείς αδελφοί του με την αίρεσή τους (“cult”) πραγματοποιούσαν εναντίον του απειλές και επιθέσεις (βλ. ερ. 33 του Δ.Φ.). Σε σχετική ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού κατά πόσο αντιμετώπισε ο ίδιος, πέραν των 3 επιθέσεων που δέχθηκε, οποιοδήποτε άλλο κίνδυνο από την οικογένεια του, ο ίδιος δήλωσε ότι δεν δέχθηκε επίθεση αλλά απειλή, προσθέτοντας ότι ήταν λεκτική και ότι προσπάθησαν να του επιτεθούν πέραν των 15 φορών. Πρόσθεσε ότι ο λόγος των επιθέσεων, ήταν ότι  πίστευαν πως ο αιτητής διέδιδε ψευδείς ειδήσεις αναφορικά με την οικογένεια του (βλ. ερ. 30 του Δ.Φ.). Όσον αφορά την πρώτη απειλή, ανέφερε πως κάποιος κάλεσε την αστυνομία και έτσι έληξε (βλ. ερ. 30 του Δ.Φ.).

 

Όταν ερωτήθηκε αναφορικά με την δεύτερη επίθεση που δέχθηκε ανέφερε πως συνέβη σε μία γιορτή αποφοίτησης το 2015, ανέφερε ως λόγο της επίθεσης την εναντίωση του σχετικά με την εκπαίδευσή του. Όταν του επισημάνθηκε πως ο λόγος της πρώτης επίθεσης, ως ανάφερε, ήταν η διάδοση ψευδών ειδήσεων για την οικογένειά του, ο αιτητής άλλαξε την απάντησή του και ανέφερε ότι ο μοναδικός λόγος που δέχθηκε επιθέσεις ήταν ότι δεν συμφώνησε με την απόφαση τους να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις και ότι διέδιδε ψευδείς πληροφορίες για την οικογένεια του (βλ. ερ. 29 του Δ.Φ.).

 

Σχετικά με την τρίτη επίθεση το  Δεκέμβριο 2018 στην περιοχή Nanu στην πολιτεία Enugu, ο αιτητής ανέφερε ότι τραυματίστηκε, κατέστρεψαν την επιχείρησή του, συνέβη από τα αδέλφια του αλλά και κάποια άλλα πρόσωπα, για τα οποία δεν γνώριζε λεπτομέρειες και επανέλαβε τους ίδιους λόγους επίθεσης ως προηγουμένως (βλ. ερ. 28 & 27 του Δ.Φ.). Ο αιτητής προέβη σε καταγγελία στις 4/1/2019 μετά το τελευταίο συμβάν (βλ. ερ. 27 του Δ.Φ.).

 

Ερωτηθείς γιατί τα ετεροθαλή αδέλφια του χρησιμοποιούσαν την αίρεση (“cult”) για μία προσωπική τους διαμάχη, ο ίδιος απάντησε ίσως επειδή θεωρούσαν πως τους ανταγωνιζόταν (βλ. ερ. 27 του Δ.Φ.).

 

Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τις δηλώσεις του αιτητή, κατά το στάδιο της συνέντευξης του, σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, έναν αναφορικά με την υπηκοότητα, τον τόπος καταγωγής και τόπο τελευταίας διαμονής του, και έναν δεύτερο σχετικά με τις 3 επιθέσεις του αιτητή το 2015, 2017 και 2018 από τους ετεροθαλείς αδελφούς του και την αίρεσή τους (“cult”) λόγω της άρνησης του να εγκαταλείψει το σχολείο και να  δεχθεί επιχειρηματική εκπαίδευση ως επιθυμούσε η οικογένειά του, καθώς και τις απειλές που δέχθηκε από τα ίδια πρόσωπα από τις 2/2/2018 έως 14/10/2019, λόγω του ότι συνελήφθησαν από την αστυνομία λόγω του παραπόνου που υπέβαλε ο αιτητής.

Ειδικότερα, όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του.

Αναφορικά με το δεύτερο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι οι δηλώσεις του αιτητή ήταν γενικές και ασυνεπείς. Ειδικότερα, οι δηλώσεις του αιτητή αναφορικά με την οικογενειακή του συνάντηση για το μέλλον και τις σπουδές του δεν ήταν συγκεκριμένες και λεπτομερείς αφού δήλωσε μόνο ότι όταν απέρριψε την απόφασή της οικογένειας να ακολουθήσει τις επιχειρήσεις, τον αποκήρυξαν, ωστόσο κληθείς να παράσχει περαιτέρω λεπτομέρειες απέτυχε να το πράξει προσθέτοντας μόνο ότι πρόκειται για μία παράδοση της οικογένειάς του και της κοινότητας. Ο αιτητής γενικόλογα και χωρίς λεπτομέρειες ανέφερε πως η εν λόγω συζήτηση κατέληξε σε λεκτική διαμάχη, χωρίς να εξηγεί πως τα πράγματα κατέληξαν στο να τον αποκηρύξουν και να στοχοποιηθεί από την οικογένειά του. Ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές λεπτομέρειες όσον αφορά τις συνθήκες της συγκεκριμένης οικογενειακής συνάντησης καθώς και των συνθηκών της άρνησής του με αποτέλεσμα τα λεγόμενά του να μην έχουν προσωπικό χαρακτήρα. 

Σε σχέση με τις ισχυριζόμενες απειλές από τους ετεροθαλείς αδελφούς του, ο αιτητής δήλωσε με γενικό τρόπο ότι επρόκειτο για κάποιου είδους λεκτική επίθεση, ενώ κληθείς να παράσχει λεπτομέρειες δήλωσε πως η αίρεση ("cult") του επιτέθηκε περισσότερες από 15 φορές και ο ίδιος διέφυγε. Αναφορικά με την εν λόγω αίρεση ανέφερε ότι γνώριζε κάποια από τα μέλη της εκ των οποίων κάποια ήταν οι ετεροθαλείς αδελφοί του, ωστόσο δεν ήταν σε θέση να αναφερθεί σε άλλα μέλη, καθώς ως δήλωσε τους γνώριζε μόνο εξ όψεως. Ως κατέγραψε ο αρμόδιος λειτουργός, αναμένετο από τον αιτητή να είναι σε θέση να παράσχει περισσότερες λεπτομέρειες σε σχέση με τις απειλές/επιθέσεις που δέχθηκε. 

Επίσης, σημαντικό να αναφερθεί πως ο αιτητής δεν κατόρθωσε να αποδώσει χρονολογικά τα γεγονότα, με αποτέλεσμα οι σχετικές του δηλώσεις να κριθούν μη συνεκτικές μεταξύ τους. Αρχικά, στην αφήγησή του ανέφερε πως δέχθηκε 3 επιθέσεις, την πρώτη 6 μήνες μετά την μετακόμισή του στο Enugu, την δεύτερη στις 27/05/2015 και την τρίτη και τελευταία επίθεση περί τον Δεκέμβριο του 2018. Κληθείς να παράσχει περαιτέρω λεπτομέρειες, αναφέρθηκε στην πρώτη επίθεση, λέγοντας ότι έλαβε χώρα στο κατάστημα κάποιου φίλου του στο Enugu το 2017. Επιπλέον, κληθείς να αποσαφηνίσει τις σχετικές του δηλώσεις αφού προηγουμένως είχε αναφέρει ότι η συνήθης διαμονή του στο Enugu ήταν από τον Αύγουστο του 2020 έως τον Ιούλιο του 2022, ο ίδιος ανέφερε με ασυνέπεια πως δε διέμενε εκεί όταν δέχθηκε την επίθεση αλλά είχε μεταβεί για επίσκεψη. Επίσης, κληθείς να αποσαφηνίσει πως είναι δυνατόν, κατά τις δηλώσεις του, η πρώτη επίθεση να έλαβε χώρα το 2017 και η δεύτερη το 2015, ο ίδιος με γενικό τρόπο ανέφερε πως έκανε λάθος αντιστρέφοντας τις δύο ημερομηνίες. Ο αιτητής κληθείς να αναφερθεί στην εξέλιξη των γεγονότων μετά την τελευταία του επίθεση, την οποία είχε τοποθετήσει περί τον Δεκέμβριο του 2018, ανέφερε πως προέβη σε καταγγελία στις 04/01/2019 και τοποθέτησε το συμβάν στις 04-01-2018. Για ακόμα μία φορά ο αιτητής κλήθηκε να εξηγήσει την πιο πάνω ασάφεια, αλλάζοντας ξανά τις δηλώσεις του, αναφέροντας πως η επίθεση έλαβε χώρα περί τον Δεκέμβριο του 2018 και η καταγγελία στις 04/01/2019. Ως επισήμανε ο αρμόδιος λειτουργός, θα ήταν αναμενόμενο να μπορεί ο αιτητής να υποδείξει ένα περίπου χρονοδιάγραμμα των ισχυριζόμενων γεγονότων και περιστατικών που βίωσε, αλλά δεν κατάφερε να το κάνει αυτό, αφού οι δηλώσεις του σχετικά με τα παραπάνω, υπήρξαν ασυνεπείς και ασαφείς.

Κληθείς να παράσχει λεπτομέρειες αναφορικά με την πρώτη επίθεση, ο αιτητής τοποθετήθηκε με ασυνέπεια και γενικότητα, αναφέροντας ότι ήταν στο κατάστημα κάποιου φίλου του. Αναφορικά με το λόγο που δέχθηκε τη συγκεκριμένη επίθεση ο αιτητής ανέφερε πως αυτός έγκειτο στο γεγονός ότι θεωρούσαν τα ετεροθαλή αδέλφια του πως διαδίδει συκοφαντίες αναφορικά με την οικογένειά του. Σχετικά με την δεύτερη επίθεση ο αιτητής ανέφερε πως η οικογένειά του, του επιτέθηκε κατά τη διάρκεια της τελετής αποφοίτησής του από το σχολείο για το ίδιο λόγο με την πρώτη επίθεση. Αναφορικά με την τρίτη επίθεση, ο αιτητής κληθείς να παράσχει λεπτομέρειες δήλωσε χωρίς οτιδήποτε περαιτέρω ότι κατέστρεψαν την επιχείρησή του. Σχετικά με τα πρόσωπα των επιθέσεων, ανέφερε πως, στις δύο πρώτες επιθέσεις ήταν μόνο οι ετεροθαλείς αδελφοί του και σε σχέση με την τρίτη ανέφερε πως ήταν επιπλέον και κάποια άλλα μέλη της αίρεσης ("cult") και παρά το ότι δήλωσε πως γνώριζε κάποιους από αυτούς δεν ήταν σε θέση να παράσχει λεπτομέρειες.

Ο λειτουργός εξετάζοντας τις δηλώσεις του αιτητή αναφορικά με την καταγγελία του αιτητή στην αστυνομία στην χώρα καταγωγής του, διαπίστωσε ότι αυτές ήταν ασυνεπείς, χωρίς λεπτομέρειες και μη συγκεκριμένες. Ειδικότερα,  χωρίς λεπτομέρειες δήλωσε πως στην καταγγελία του ανέφερε ότι δέχεται επιθέσεις από τους ετεροθαλείς αδελφούς του και την αίρεση ("cult"). Στη συνέχεια κλήθηκε να τοποθετηθεί με περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την αποφυλάκισή τους, ωστόσο παρέμεινε γενικόλογος αναφέροντας πως κάποιοι τους συνάντησαν στο δρόμο και αργότερα τους συνάντησε και ο ίδιος.

Σε ό,τι αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του αιτητή, ο λειτουργός δεν παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερικές ανεξάρτητες πηγές πληροφόρησης, καθώς θεώρησε ότι τα όσα ανέφερε ο αιτητής αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του λόγω του προσωπικού του χαρακτήρα και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Δεδομένου ότι ο αιτητής υπέπεσε σε αοριστίες, γενικολογίες και ασυνέπειες, ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως μη αξιόπιστο.

Ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς, αφού στο πρόσωπο του δεν συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης για ένα από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 και 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου ήτοι την εθνικότητα την φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική γνώμη όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και το άρθρο 10 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Περαιτέρω, θεώρησε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο του αιτητή, καθότι δεν προέκυψε πραγματικός κίνδυνος θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης δυνάμει του άρθρου 15(α) και (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου). Επιπρόσθετα, η αρμόδια αρχή, στη βάση πληροφοριών αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στην πολιτεία Enugu, έκρινε ότι ούτε και οι προϋποθέσεις για χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του αιτητή συντρέχουν δυνάμει του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου), μιας και στην πολιτεία Enugu, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή, δεν επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων λόγω εσωτερικής και/ή διεθνούς ένοπλης σύγκρουσης.

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, κρίνω ότι ουδεμία περαιτέρω έρευνα χρειαζόταν για την εξέταση της αίτησης του αιτητή.

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις του αιτητή, ως αυτές προβλήθηκαν καθ' όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίες παρατέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, παρατηρώ εκ προοιμίου ότι αυτός δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει την αξιοπιστία των δηλώσεων του σχετικά με την ισχυριζόμενη δίωξή του από τα ετεροθαλή αδέλφια του και την αίρεσή τους (“cult”).  

 

Ορθώς, λοιπόν, θεωρώ κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι, τα όσα προβλήθηκαν στη συνέντευξη του αιτητή, ως ανωτέρω καταγράφονται, έθεταν εύλογα εν αμφιβόλω την αξιοπιστία των λεγομένων του αναφορικά με τα όσα ισχυρίστηκε, καθότι δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του, ενώ οι απαντήσεις του στερούνταν εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και περιείχαν αρκετές ασάφειες και γενικότητες όσον αφορά  τον κίνδυνο που ισχυρίστηκε ότι διατρέχει. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρώ ότι το αόριστο αφήγημα του αιτητή συνίσταται σε τρία περιστατικά επιθέσεων και απειλών που δέχθηκε από  τα ετεροθαλή αδέλφια του και την αίρεσή τους (“cult”) λόγω της άρνησης του να ακολουθήσει την σταδιοδρομία που επιθυμούσε η οικογένειά του για τον ίδιο. Δεν ήταν σε θέση να παράσχει περαιτέρω λεπτομέρειες, παρά τις ευκαιρίες που του δόθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό, με τις ερωτήσεις που του υπέβαλε, προσθέτοντας μόνο ότι πρόκειται για μία παράδοση της οικογένειάς του και της κοινότητας στην οποία ανήκε. Παρέμεινε γενικός και ασαφής στις δηλώσεις του αναφερόμενος στην ίδια τη διαμάχη, το περιεχόμενο της και την κατάληξή της αναφέροντας πως επρόκειτο για λεκτική διαμάχη μεταξύ των ετεροθαλών αδελφών του και των γονέων του χωρίς να εξηγεί πως τα πράγματα εξελίχθηκαν σε αποκήρυξη και στοχοποίηση του. Επομένως, ο αιτητής δεν εξηγεί λεπτομερώς πως η διαμάχη στάθηκε αφορμή για να αποκηρυχθεί από την οικογένειά του ενώ με την αφήγησή του δεν έδειξε κανένα βιωματικό χαρακτήρα στα γεγονότα. Πρόσθετα, ο αιτητής υπήρξε το ίδιο γενικόλογος, ασαφής αλλά και αντιφατικός όσον αφορά τις απειλές που ισχυρίζεται ότι δέχθηκε. Δεν πρόβαλε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο ούτε για το είδος, ούτε για το περιεχόμενο ούτε για τα πρόσωπα από τα οποία προέρχονταν, ενώ άλλοτε χαρακτήριζε τα περιστατικά απειλές και άλλοτε επιθέσεις. Ο αιτητής άλλαξε πολλές φορές τις απαντήσεις του αναφορικά με τη χρονολογική σειρά των επιθέσεων/απειλών και της καταγγελίας στην οποία προέβη υποπίπτοντας σε ασυνέπειες, ασάφειες και αντιφάσεις. Για κανένα από τα τρία περιστατικά δεν παρείχε ικανοποιητικές λεπτομέρειες και μάλιστα υπέπεσε σε αντίφαση όσον αφορά το λόγο των επιθέσεων/απειλών. Σε σχέση με την καταγγελία παρέμεινε γενικόλογος και δεν παρείχε λεπτομέρειες για το πως συνέβησαν τα γεγονότα έως την ισχυριζόμενη σύλληψη, δεν ανέφερε τι ανέφερε ο ίδιος στην κατάθεσή του ούτε εξηγεί εύλογα γιατί αποφυλακίστηκαν τα ετεροθαλή αδέλφια του και πως ο ίδιος το έμαθε, καθώς ανέφερε απλά πως ο ίδιος αλλά και τρίτοι τους συνάντησαν στο δρόμο. Συνεπώς, οι απαντήσεις του στερούνταν εμφανώς ευλόγως αναμενόμενων λεπτομερειών και περιείχαν αρκετές ασάφειες, αντιφάσεις και ασυνέπειες όσον αφορά τις απειλές και τον κίνδυνο που ισχυρίστηκε ο αιτητής ότι διατρέχει από την οικογένειά του και κυρίως τους ετεροθαλείς αδελφούς του, ως ανωτέρω λεπτομερώς καταγράφονται. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του αιτητή, το Δικαστήριο κρίνει ότι εκ των όσων αυτός δήλωσε, λόγω της απολύτου προσωπικής φύσεως τους, δεν προκύπτουν στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω έρευνας σε εξωτερικές πηγές. Στη βάση, λοιπόν, της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών του αιτητή, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται ως μη αξιόπιστος στο σύνολό του.

 

Υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του αιτητή ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε κανένα απολύτως ισχυρισμό ο οποίος στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο, καθότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Συνακόλουθα, ο αιτητής δεν επικαλέστηκε κανέναν ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό τη μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων, εξευτελιστικής ή απάνθρωπης μεταχείρισης ή τιμωρίας, για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α), (β) του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Περαιτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, ο αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής  στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπουν, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα του αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί στην πολιτεία Enugu η οποία έχει γίνει δεκτό ότι αποτελεί τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του.

Σύμφωνα δε με το RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), μιας πρωτοβουλίας της Ακαδημίας της Γενεύης για την καταγραφή των συγκρούσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη-διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη-διεθνής ένοπλη σύρραξη μεταξύ ISWAP και Boko Haram[1].

Ειδικότερα όσον αφορά την πολιτεία Enugu όπου ανήκει η περιοχή Nkanu, τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή,  για σκοπούς πληρότητας της έρευνας, παραθέτω αριθμητικά δεδομένα επί των περιστατικών ασφαλείας στη συγκεκριμένη περιοχή. Σύμφωνα με την βάση δεδομένων ACLED κατά την περίοδο 08/06/2024 - 06/06/2025 καταγράφηκαν συνολικά 92 περιστατικά ασφαλείας με 81 απώλειες. Εξ αυτών, καταγράφηκαν 45 περιστατικά βίας κατά αμάχων με 32 θύματα, 28 μάχες με 49 θύματα, 4 εξεγέρσεις με κανένα θύμα και 15 διαμαρτυρίες με κανένα θύμα[2].

Σημειώνεται ωστόσο πως κανένα εκ των ανωτέρω περιστατικών δεν έλαβε χώρα στην περιοχή Nkanu.

Από τα πιο πάνω προκύπτει με σαφήνεια ότι ο τόπος καταγωγής και  συνήθους διαμονής του αιτητή, ήτοι περιοχή Nkanu και σε συνάρτηση με τον πληθυσμό της πολιτείας, η οποία σύμφωνα με την επίσημη καταμέτρηση του 2022 είχε 4.690.100 κατοίκους[3], δεν βρίσκεται σε καθεστώς εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης, ενώ τα επίπεδα βίας δεν είναι σε υψηλό βαθμό ώστε να συνιστούν σοβαρή απειλή για έναν πολίτη που επιστρέφει στην χώρα και συγκεκριμένα στην πολιτεία Enugu.

Συνεπώς, έχοντας υπόψη το σύνολο των αναφορών από τις ως άνω έγκυρες πηγές πληροφόρησης καθώς και δεδομένου του προφίλ του αιτητή, ήτοι ότι πρόκειται για ενήλικο άνδρα, υγιή, με εκπαίδευση και εργασιακή πείρα, δεν αναμένεται με την ενδεχόμενη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του, να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

Εν τέλει, σημειώνεται ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το άρθρο12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, έκδωσε την Κ.Δ.Π 145/2025, όπου καθόρισε τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Νιγηρία. Ο αιτητής στην παρούσα δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε λόγο για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας, στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Επομένως, κρίνω ότι ορθώς κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ότι δεν μπορούσε να του παρασχεθεί ούτε προσφυγικό καθεστώς αλλά ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του. Κρίνω ότι η επίδικη πράξη είναι ορθή.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

                                                                                       Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 



[1]  RULAC, 'Non-International Armed Conflicts in Nigeria', διαθέσιμο σε:https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria#collapse2accord  

[2] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/  (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 08/06/2024 – 06/06/2025, REGION: Africa, COUNTRY: NIGERIA , ADMIN UNIT: Enugu, LOCATION: Nkanu) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12/06/2025]

[3] City Population, Africa: Nigeria: Enugu State, https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA014__enugu/  [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12/06/2025]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο