Μ. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας κ.α., Υπόθεση αρ. ΔΚ 11/25, 4/6/2025
print
Τίτλος:
Μ. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας κ.α., Υπόθεση αρ. ΔΚ 11/25, 4/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ. ΔΚ 11/25

 

4 Ιουνίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Μ. Α.

                                                                                                            Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1.    Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας

2.    Διευθύντριας Τμήματος Μετανάστευσης

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Κ. Χαρίτου, Δικηγόρος για Αιτητή

Κα Α. Κίτσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η 

Αίτηση ημ.26/05/25 για Προσαγωγή Μαρτυρίας

 

Με την τροποποιημένη προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Διευθύντριας Τμήματος Μετανάστευσης ημ.14/04/25 «και να διατάζεται η απελευθέρωση του» (Αιτητικό Α), ή, διαζευκτικά με τα ως άνω, την ακύρωση του επίδικου διατάγματος κράτησης και «να διατάζονται κατάλληλα εναλλακτικά της κράτησης […] μέτρα, σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου» (Αιτητικό Β).

Το ιστορικό της με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής και της παρούσης αίτησης προσαγωγής μαρτυρίας έχει εν συντομία ως εξής

Η καταχώρηση της με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής έγινε από τον αιτητή προσωπικά στις 29/04/25 (τελευταία μέρα της προθεσμίας 15 ημερών για την προσβολή του επίδικου διατάγματος). Ακολούθως, στις 02/05/25, καταχωρήθηκε από τον αιτητή αίτηση νομικής αρωγής, της οποίας επιλήφθηκε και ενέκρινε το Δικαστήριο στις 06/05/25, ο δε διορισμός της δικηγόρου που χειρίζεται την παρούσα εκ μέρους του αιτητή έγινε την επόμενη μέρα, στις 07/05/25, αφότου είχε καταχωριστεί η ένσταση από τους καθ’ ων η αίτηση την προηγουμένη, ήτοι στις 06/05/25. Αυθημερόν του διορισμού δικηγόρου για τον αιτητή (07/05/25) το Δικαστήριο επιλήφθηκε της προσφυγής και δόθηκαν οδηγίες για την καταχώρηση αιτήσεως τροποποίησης, όπερ και εγένετο την επόμενη (08/05/25), αίτηση η οποία ορίστηκε στις 09/05/25, όταν και εκδόθηκε, άνευ ενστάσεως από τους καθ’ ων η άιτηση, το σχετικό διάταγμα τροποποίησης της προσφυγής. Τροποποιημένη προσφυγή καταχωρήθηκε 12/05/25. Στο μεταξύ οι καθ’ ων η αίτηση προσέφεραν αυτοβούλως έγγραφο στο οποίο περιέχεται και αποκαλύπτεται στον αιτητή το λεγόμενο «ουσιαστικό περιεχόμενο» τριών διαβαθμισμένων εγγράφων, τα οποία, ως δήλωσαν, δεν προτίθενται να αποκαλύψουν, ενόψει του ότι πρόκειται για διαβαθμισμένα έγγραφα, και ακολούθως αποκαλύφθηκαν αυτούσια τα ερ.23-26 το διοικητικού φακέλου (ΔΦ), ο οποίος και τελικά κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 27/05/25.

Στο μεταξύ των ως άνω έγιναν σε εκάστη δικάσιμο προσπάθειες από το Δικαστήριο για έγκαιρη ανίχνευση των προθέσεων των μερών, ενθάρρυνσης της συζήτησης μεταξύ τους με γνώμονα τον, στο μέτρο του δυνατού, περιορισμό των επιδίκων θεμάτων και ταχείας προώθησης της παρούσης προσφυγής, για σκοπούς εξοικονόμησης χρόνου, δεδομένης της κράτησης του αιτητή και της ρητής πρόνοιας του αρ.9ΣΤ (6) (β) του Περί Προσφύγων Νόμου (στο εξής ο Νόμος), που προνοεί για την εντός 4 εβδομάδων από την καταχώρηση της προσφυγής εκδίκαση αυτής, οι οποίες, προς τιμή των συνηγόρων των μερών, οι οποίες - οφείλω να σημειώσω - επέδειξαν τη δέουσα αμοιβαία αβρότητα και ταχύτητα στην ανταπόκριση στις οδηγίες του Δικαστηρίου αλλά και κατανόηση της φύσης της παρούσης διαδικασίας, εν μέρει απέδωσαν, με αποτέλεσμα να καταχωριστεί η υπό κρίση αίτηση στις 26/05/25 και να αχθεί για ακρόαση τις 03/06/25, κατόπιν της εν τω μεταξύ συμπλήρωσης των δικογράφων που την αφορούν.

Η μαρτυρία που επιθυμεί ο αιτητής να προσαγάγει δια της παρούσης αιτήσεως περιέχεται αυτούσια στην προτεινόμενη να καταχωρηθεί ένορκη δήλωση του (στο εξής ΠΕΔ), που συνάπτεται ως Τεκμήριο 1 στην υπό κρίση αίτηση. Σημειώνω εδώ ότι δεν καταχωρίστηκε ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της παρούσης αιτήσεως, όμως, δεδομένου ότι τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται, στα οποία θα αναφερθώ πιο κάτω, προκύπτουν από το περιεχόμενο του φακέλου του Δικαστηρίου και της ενώπιον μου διαδικασίας, αλλά και του ότι, σύμφωνα με τον κ.10 του παρόντος Δικαστηρίου, τέτοιο αίτημα μπορεί να υποβληθεί και προφορικώς, θεωρώ ότι τούτο, λαμβανομένου υπόψη και του ότι αναφορικά με τα λοιπά τυπικά γνωρίσματα της η παρούσα αίτηση είναι πλήρης, δεν μπορεί να αποτελέσει μοιραία παρατυπία, παρότι είναι αναντίλεκτα προτιμητέο να καταχωρείται τέτοια ένορκη δήλωση.

Στην επιδιωκόμενη να προσαχθεί μαρτυρία, ως αυτή καταγράφεται αυτούσια στην ΠΕΔ, ο αιτητής αναφέρει ότι κατάγεται και έζησε όλη του τη ζωή, κυρίως, στην πόλη Ιντλίμπ της Συρίας, η οικογένεια του ζούσε στο Αφρίν, τους οποίους, όταν δεν είχε δουλειά, πήγαινε εκεί και τους βοηθούσε και έχει σύζυγο και δύο ανήλικα παιδιά, μια κόρη 6 ετών και ένα υιό, ο οποίος απεβίωσε όταν ήταν 4 μηνών «στον πόλεμο». Ως περαιτέρω ο αιτητής αναφέρει, αρχικά είχε πει ότι είναι εργένης, καθ’ υπόδειξη του διακινητή του, όμως, στη συνέχεια, «όταν ο αστυνομικός που [του] έκανε τη συνέντευξη εξαγριώθηκε και [τον] απείλησε [ανέφερε] την αλήθεια» (παρ. «ζ» ΠΕΔ). Από φόβο, ως αναφέρει, είχε αναφέρει ότι στρατολογήθηκαν από την οργάνωση Faylaq al-Sham τόσο ο ίδιος όσο και αδελφός και ξάδελφος του, ενώ «μόνο [ο αιτητής έχει] στρατολογηθεί από την εν λόγω οργάνωση» και σημειώνει ότι «στη ζωή [του] [αντιμετώπισε] τραυματισμούς κάποιους αρκετά σοβαρούς […] έχει συγκεκριμένα μέχρι σήμερα σημάδια και επιπτώσεις, ιδίως αυτούς που [έπαθε] πριν περίπου 4 χρόνια» (παρ. «ζ» ΠΕΔ). Ως αναφέρει, γνωρίζει «αραβικά της Συρίας», κατάγεται από χωριό και έχει δύο αδέλφια του στη Δημοκρατία. Ο μεν Μ. Α. (αναφέρεται ολογράφως) κρατείται σήμερα μαζί με τον αιτητή ο δε Α. Α. βρίσκεται στη Δημοκρατία τα τελευταία δύο έτη και εκκρεμεί η εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υπέβαλε έχει δε άλλες δύο παντρεμένες ενήλικες και τέσσερις ανήλικες αδελφές, που διαμένουν στη Συρία και άλλους τρείς συγγενείς στη Δημοκρατία, εκ των οποίων ένας ανήλικος, οι οποίοι διαμένουν στο Κέντρο Υποδοχής «Πουρνάρα» (παρ. «ζ» ΠΕΔ). Ως επίσης αναφέρει «δεν [είναι] ούτε με τους HTS ούτε με το καθεστώς Άσαντ, αλλά [υποστήριζε] τον ελεύθερο στρατό της χώρας [του] γιατί πάντα [ήθελε] ελευθερία […] χωρίς καμία κατοχική δύναμη» και «σήμερα […] δεν [είναι] με κανένα, γιατί κανείς δεν μπορεί να προστατεύσει τη ζωή [του ιδίου] και της οικογένειας [του]» (παρ. «ι» ΠΕΔ).

Ο αιτητής αναφέρει ότι εργαζόταν στις οικοδομές, αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες και το «2018 μέχρι περίπου τις αρχές 2019 [αποφάσισε] να [στρατολογηθεί] όπως και η πλειοψηφία των ανδρών της περιοχής [του], αφού η περιοχή του είναι γεμάτη από ένοπλες ομάδες, για να [βγάζει] τα προς το ζην, για να [έχει] ένα καλύτερο μισθό, […] με τον ελεύθερο στρατό όπου πολεμούσε η Faylaq al-Sham των Levant Corps, κάτω από τον Mohhamad Horani», παρόλο που, ως ακολούθως αναφέρει ο αιτητής, «δεν [τον] ένοιαζε η Λεγεώνα του Λεβάντε, ούτε η Faylaq al-Sham ούτε η Τουρκία που σε κάποιο βαθμό τους χρηματοδοτούσε» και ήταν «απλός ένας στρατιώτης που ήθελε να λαμβάνει μισθό», ο οποίος, ως εξηγεί, ήταν χαμηλότερος τελικά του αναμενόμενου, «[του] έδωσαν όπλο όπως έδιναν σε όλους, αλλά δεν [του] έκαναν εκπαίδευση» και ήταν «σε μια ομάδα που έπρεπε να προστατεύει τους αμάχους και ονομαζόταν “Αρχή Πολιτικής Προστασίας” χωρίς θέση στην ιεραρχία […] [υπάκουε] σε διαταγές», η ομάδα του «οπλοφορούσε για ώρα ανάγκης, επισκεπτόταν τα μέρη όπου γίνονταν μάχες αφότου τελείωναν […] και παρείχε βοήθεια στους αμάχους […] όπως υλικά αγαθά και φάρμακα» (παρ. «ια» ΠΕΔ). Ο αιτητής, ως αναφέρει, «δεν [ήταν] στρατιώτης πρώτης γραμμής ούτε [χρησιμοποίησε] το όπλο [του] για να [σκοτώσει] οποιονδήποτε» (παρ. «ιβ» ΠΕΔ), «ουδέποτε [ανάφερε] στις συνεντεύξεις […] ότι [σκότωσε] έστω και ένα άτομο, πόσω μάλλον πενήντα» και «η μόνη αναφορά σε αριθμό – που μπορεί να ήταν και το “πενήντα” – ήταν στο ότι αφότου η επαρχία της Χάμα απελευθερώθηκε πλήρως [μετάβηκαν] εκεί περίπου πενήντα άτομα για να [βοηθήσουν] τους αμάχους που ήταν εκεί» (παρ. «ιγ» ΠΕΔ).

Ακολούθως, ως ο αιτητής αναφέρει, «την Faylaq al-Sham [ξέρει] ότι κάποια περίοδο τη στήριζε η Τουρκία ωστόσο δεν [γνώριζαν] κάτι περισσότερο για αυτό και την Τουρκία την [έβλεπαν], [αυτός] και η οικογένεια [του] ως άλλο ένα ανεπιθύμητο κατακτητή της χώρας [τους] […] [δεν] [υποστηρίζει] την Τουρκία» και σημειώνει πως «κάποιες από τις στολές που [τους] έδιναν και [φορούσαν] εκείνη την περίοδο έφεραν τη σημαία της Τουρκίας» και «συχνά είχαν το όνομα της Faylaq al-Sham» και επισυνάπτει σχετικά το Τεκμήριο 2, όπου φαίνεται ο αιτητής μπροστά από σημαία φέρουσα το όνομα της οργάνωσης και το λεκτικό «Δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός από τον Αλλάχ – Ο Μωάμεθ είναι ο Προφήτης του Αλλάχ», σε μετάφραση που ακολουθεί (παρ. «ιδ» ΠΕΔ). Αναφέρει δε επίσης ο αιτητής ότι «η Faylaq al-Sham θεωρείται ότι ανήκει στον Ελεύθερο Συριακό Στρατό [Free Syrian Army, όμως, ως επί τούτου εξηγεί, καμία από τις δύο οργανώσεις δεν είναι τρομοκρατική και δεν καταγράφονται «σε καμία λίστα τρομοκρατικών οργανώσεων των Ηνωμένων Εθνών, των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (παρ. «ιε» ΠΕΔ).

Μετά τα ως άνω ο αιτητής απορρίπτει τα όσα του αποδίδονται από τους καθ’ ων η αίτηση περί συμμετοχής του σε μάχες με την Hayiat Ahrir al-Sham (HTS), αναφέροντας ότι «στη συνέντευξη [του]  [θυμάται] να [προσπαθεί] να [εξηγήσει] τη διαφορά ανάμεσα στις δύο οργανώσεις (σ.σ. εννοεί την Hayiat Ahrir al-Sham και Faylaq al-Sham) αναφέροντας ότι είναι δύο ξεχωριστές φατρίες […] δεν έχουν τις ίδιες αξίες παρόλο που υπήρξαν μάχες που έδωσαν από κοινού, κατά κοινών εχθρών, ιδίως ενάντια στο καθεστώς του Ασσάντ, ωστόσο υπήρξαν μάχες όπου ήταν αντίπαλοι και αυτό συνέβηκε και στην πόλη [του]» και σημειώνει περαιτέρω ότι, με δεδομένο ότι η HTS είναι η οργάνωση στην οποία ανήκει ο «σημερινό[ς] πρόεδρο[ς] της χώρας [του] […] αν [ήταν] οπαδός τους θα [είχε] την εύνοια τους και δεν θα [είχε] λόγο να [φύγει] από τη χώρα με ρίσκο τη ζωή [του]» και πως οιαδήποτε άλλη αναφορά στην HTS κατά τη συνέντευξη του, την οποία δεν θυμάται, ήταν για να «[εξηγήσει] τη διαφορά της από την Faylaq al-Sham» (παρ. «ιστ» ΠΕΔ).

Μετέπειτα ο αιτητής αναφέρει ότι ήρθε στη Δημοκρατία γιατί «η ζωή [τους] έγινε δύσκολη […] δεν [έβγαζε] τα προς το ζην, αφού δεν [είχε] καλό μισθό […] παρά τις προσπάθειες [του] να [εργάζεται] ακόμα και σε δύο δουλειές ταυτόχρονα, αφού τα τελευταία χρόνια, από το 2021 εώς το 2024 [εργαζόταν] και ως αστυνομικός τροχαίας», επισυνάπτοντας προς απόδειξη του τελευταίου αντίγραφο φερόμενου πιστοποιητικού, όπου αναφέρεται – σύμφωνα με μετάφραση που συνάπτεται – ότι ο αιτητής εντάχθηκε και υπηρετούσε στο Τμήμα Τροχαίας της επαρχίας Ιντλίμπ στις 20/12/19, αναφέροντας επίσης ότι δεχόταν έκτοτε πιέσεις να επανενταχθεί στην Faylaq al-Sham και αρνήθηκε, όπως – ως αναφέρει - αρνήθηκε να συστρατευτεί μαζί τους όταν αυτοί επιτίθονταν σε Χριστιανούς και Αλλαουίτες το 2024 (παρ. «ιζ» ΠΕΔ).

Σχετικά με το ταξίδι του προς τις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας ο αιτητής αναφέρει ότι το διευθέτησε μέσω προσώπου το οποίο πιστεύει ότι είναι Λιβανέζικης καταγωγής, ο οποίος τους συμβούλευσε να «μην [αναφέρουν] ότι [ταξίδεψαν] μέσω Λιβάνου γιατί οι Σύριοι συχνά επιστρέφονται στο Λίβανο από τις κυπριακές αρχές» και πως «για αυτό το λόγο και αρχικά [είπε] ψέματα […] ότι [ταξίδεψε] μέσω Τουρκίας, στη συνέχεια όμως [διόρθωσε] το λάθος [του] αυτό, αναφέροντας την αλήθεια ως προς το τι συνέβη» (παρ. «ιη» ΠΕΔ). Επί τούτου περαιτέρω αναφέρει ότι ταξίδεψε μαζί με άλλα 21 άτομα και πως το ψέμα που του αποδίδεται από τους καθ’ ων η αίτηση, ότι αρχικά έκανε λόγο για 6 άτομα, οφείλεται σε «κάποιο μπέρδεμα αφού και τα δύο είναι αλήθεια», καθότι ξεκίνησε από τη Συρία ως ομάδα 6 ατόμων και στο Λίβανο προστέθηκαν και άλλοι και έτσι έγιναν σύνολο 21 άτομα (παρ. «ιθ» ΠΕΔ).

Σχολιάζοντας τη δέσμη φωτογραφιών (η οποία δεν αποκαλύφθηκε στον αιτητή αυτούσια) στην οποία έγινε αναφορά από τους καθ’ ων η αίτηση ο αιτητής αναφέρει, σημειώνοντας ότι δεν γνωρίζει το ακριβές περιεχόμενο των φωτογραφιών αυτών (οι οποίες λήφθηκαν από το κινητό τηλέφωνο του ιδίου), ότι «[πιστεύει] ότι οι φωτογραφίες αυτές είναι αυτές που [έχει] αναρτήσει στο λογαριασμό [του] στο Facebook», πως «φαίνεται το σήμα και η σημαία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, της Συρίας, κάποια δείχνει τη σημαία της Τουρκίας που εξηγείται από το ότι την Faylaq al-Sham τη χρηματοδοτούσε η Τουρκία» και συνάπτει δέσμη φωτογραφιών ως Τεκμήριο 4, όπου περιέχεται και μια φωτογραφία, μεταξύ άλλων, ενός παιδιού στο νοσοκομείο, ο οποίος είναι ο μικρός του ξάδελφος, μετά από τραυματισμό του, ο οποίος ακολούθως απεβίωσε (παρ. «κ» ΠΕΔ). Ως προς τον τραυματισμό που εντόπισαν οι καθ’ ων η αίτηση κάτω από την μασχάλη του αιτητή, ο ίδιος αναφέρει ότι «το έγκαυμα προκλήθηκε όταν [ήταν] 13 χρονών και [είχε] ένα ατύχημα» με καυτό λάδι από σκεύος (παρ. «κα» ΠΕΔ). Ως προς την αποδιδόμενη σχέση του αιτητή με «άλλο άτομο που καταζητείται στην Κύπρο και συμμετείχε σε τρομοκρατική οργάνωση», ο αιτητής αναφέρει ότι «δεν [γνωρίζει] τι σχέση έχει με την υπόθεση [του] […] τον διακινητή [του] δεν τον [γνωρίζει] προσωπικά, μόνο για τον σκοπό του ταξιδιού [του] στην Κύπρο [είχε] επικοινωνία μαζί του» και «δεν [μπορεί] καν να φανταστεί τι θεωρούν ύποπτο για το ότι [μπήκαν] στην Κύπρο 21 άτομα μαζί από τον Λίβανο» (παρ. «κβ» ΠΕΔ).

Τέλος αναφέρει ο αιτητής επαναλαμβάνει ότι ο ίδιος «ουδέποτε [υπηρέτησε] κάποια τρομοκρατική οργάνωση, δεν [υποστηρίζει] ακραίες ισλαμιστικές απόψεις, δεν [υποστηρίζει] τον θάνατο των ανθρώπων […] δεν [σκότωσε] κανένα άνθρωπο, αλλά [στρατολογήθηκε] για περίπου ένα χρόνο, το 2018-2019 και [εκτελούσε] συγκεκριμένα καθήκοντα […] ενώ [φωτογραφιζόταν] μόνος [του] ή με φίλους [του] εκείνη την περίοδο κρατώντας τα όπλα που [τους] έδιναν από την Faylaq al-Sham» (παρ. «κγ» ΠΕΔ).

Σχετικά με τις διάφορες συνεντεύξεις που του έγιναν ο αιτητής αναφέρει ότι «δεν [κατάλαβε] ούτε ποιος ακριβώς τις έκανε κάθε φορά ούτε για ποιο λόγο γίνονταν […] δεν [γνωρίζει] αν υπάρχει ποινική διαδικασία εναντίον [του] […] ουδέποτε [ενημερώθηκε] αν [είναι] ύποπτος ή κατηγορούμενος ή για οιοδήποτε δικαίωμα [του]» και συνεπώς «δεν [καταλαβαίνει] πως γίνεται να […] να [θεωρείται] ύποπτος για τόσο σοβαρά αδικήματα όπως το ότι θεωρούν ότι [σκότωσε] πενήντα τουλάχιστον ανθρώπους ή ότι [συμμετείχε] σε τρομοκρατική οργάνωση», δεδομένου του ότι, ως αναφέρει, «από την αρχή δεν [έκρυψε] το ότι [υπήρξε] στρατιώτης για μια περίοδο και [του] δόθηκε όπλο», τονίζοντας τέλος το ότι «το κλίμα των συνεντεύξεων ήταν εχθρικό και εκφοβιστικό και αυτό [του] προκάλεσε φόβο και αγωνία ότι θα [απελαυνόταν] στη χώρα [του] ή στον Λίβανο και ότι οι αστυνομικοί θα [τον] χτυπούσαν» (παρ. «κδ» ΠΕΔ).

Στη γραπτή της αγόρευση η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι «έκρινε […] απαραίτητο να προβεί στην παρούσα αίτηση ως το μοναδικό βάθρο από το οποίο δύναται να εκφράσει τη γνώμη του […] και να ακουστεί, να ασκήσει το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, σε κατ’ αντιμωλία διαδικασία καθώς και το δικαίωμα άμυνας και υπεράσπισης του επί των στοιχείων που αποκαλύφθηκαν» και αποτέλεσαν τη βάση για την έκδοση του επίδικου διατάγματος και, πραγματευόμενη τα όσα καταγράφονται στην ένσταση των καθ’ ων η αίτηση επί της παρούσης αιτήσεως, καταλήγει ότι, για τους λόγους που θα εξηγήσει, ουδείς εκ των λόγων που προβάλλονται εκεί ευσταθεί. Ως αναφέρει η συνήγορος του αιτητή αναφέρει, παραπέμποντας στην πλούσια σχετική εθνική νομολογία, ότι αυτό που εξετάζεται επί αιτήσεως ως η παρούσα είναι η σχετικότητα της ζητούμενης να προσαχθεί μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα στην προσφυγή, το κατά πόσο δύναται δι’ αυτής να τεκμηριωθεί λόγος ακύρωσης της επίδικης πράξης και αν η προσαγωγή είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, ως έχει γίνει δεκτό – ως αναφέρει - και από αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου, στις οποίες παραπέμπει και μιας εκ των οποίων παραθέτει απόσπασμα, παραθέτοντας περαιτέρω αυτούσιους τους κανονισμούς 8, 10 και 11 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, οι οποίοι τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω.

Στη συνέχεια, με παραπομπές και παράθεση εκτενών αποσπασμάτων από το εγχειρίδιο του EASO «Δικαστική Ανάλυση - Κράτηση αιτούντων διεθνούς προστασίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος Ασύλου», του 2019, αλλά και στις αποφάσεις του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στις C-300/11, ZZ, ημ.04/06/13 και C-159/21, GM, ημ.22/09/22, σημειώνει ότι το Δικαστήριο, στα πλαίσια υποθέσεων ως η παρούσα, θα πρέπει να είναι σε θέση να λάβει υπόψη και να αξιολογήσει τόσο στοιχεία τα οποία προσκομίζονται από την εκδίδουσα την επίδικη πράξη αρχή όσο και από τον αιτητή, αλλά και οιαδήποτε άλλα στοιχεία ήθελε κριθούν σχετικά με την υπό κρίση περίπτωση, και πως η εκφορά γνώμης – αυτό άλλωστε, ως αναφέρει, επιχειρείται με την μαρτυρία που αιτείται να προσαγάγει - από τον αιτητή επί των εγγράφων που υποβάλλονται στο Δικαστήριο επιβάλλεται από την αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης, στα πλαίσια κατ’ αντιμωλία δίκης, της αρχής της ισότητας των όπλων και του δικαιώματος άμυνας, στα πλαίσια των οποίων δύναται να υποβάλει παρατηρήσεις όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία και να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς του επ’ αυτών ισχυρισμούς.

Συνεπεία των ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της έκτασης του ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο επί υποθέσεων ως η παρούσα, στη βάση του αρ.47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης), της οικείας νομολογίας του ΔΕΕ (βλ. μεταξύ άλλων C-348/16, Moussa Sacko, ημ.26/07/17) και του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. αρ.17/2021, ημ.21/09/21, Janelidze v. Δημοκρατίας), περιλαμβανομένου του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και της εξ υπαρχής και εφ’ όλης της ύλης εξέτασης των στοιχείων που συνθέτουν εκάστη υπόθεση, η συνήγορος του αιτητή εισηγείται ότι δια της ζητούμενης να προσαχθεί μαρτυρίας, στην οποία κάνει αναφορά, ο αιτητής επιχειρεί να απαντήσει και να θέσει τη δική του εκδοχή επί των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένου του λόγου για τον οποίο αυτός ανασκεύασε το ιστορικό που παρέθεσε στους καθ’ ων η αίτηση, τον βαθμό και τη χρονική περίοδο της ανάμιξης του με ένοπλη οργάνωση στη Συρία, τον ρόλο του σ’ αυτήν, τις απόψεις του σχετικώς με όσα του αποδίδονται, τις «συνθήκες κάτω υπό τις οποίες του υποβλήθηκαν ερωτήσεις» από τις αρχές (παρ.34 αγόρευσης αιτητή) αλλά και «την ποιότητα και τη βασιμότητα όσων καταγράφηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση» (παρ.35 αγόρευσης αιτητή), ζητήματα που είναι – ως αναφέρει – αναμφίβολα σχετικά και συναρτώμενα με τη νομιμότητα, ήτοι το κατά πόσο το προσβαλλόμενο διάταγμα ελήφθη υπό καθεστώς πλάνης, αν έγινε δέουσα έρευνα και αν αυτό αιτιολογείται επαρκώς, αλλά και επί της ουσίας ορθότητα του επίδικου διατάγματος, ήτοι το κατά πόσο μπορεί να συναχθεί συμπέρασμα ότι ο αιτητής αποτελεί απειλή προς τη δημόσια τάξη και ασφάλεια της Δημοκρατίας.

Κατά τις διευκρινήσεις η συνήγορος του αιτητή, επαναλαμβάνοντας και τονίζοντας σημεία εκ των ως άνω σημείωσε ότι είναι κατ’ ουσία αυτόδηλο εν προκειμένω ότι, με δεδομένο ότι τα στοιχεία στα οποία γίνονται αναφορές στην επιχειρούμενη να προσαχθεί μαρτυρία αποκαλύφθηκαν μετά την καταχώρηση ένστασης εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, και μάλιστα τμηματικά, δεν θα μπορούσε εκ των προτέρων να προσκομιστεί τέτοια μαρτυρία, αφού δεν είχε γνώση των όσων του αποδίδονται. Σημείωσε δε περαιτέρω την προφανή σχετικότητα των όσων στην ΠΕΔ αναφέρονται με τα επίδικα στην με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγή.

Τα ανωτέρω συνοψίζουν την μαρτυρία για την οποία ζητείται άδεια να προσαχθεί και τα επ’ αυτού επιχειρήματα του αιτητή.

Οι καθ’ ων η αίτηση ενίστανται και αναφέρουν ότι η υπό κρίση αίτηση «πάσχει δικονομικά και ουσιαστικά και δεν πληρούνται οι νομοθετικές και νομολογιακές προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος», η μαρτυρία της οποίας επιχειρείται προσαγωγή «δεν είναι αναγκαία για την ολοκλήρωση της έρευνας των γεγονότων και οποιαδήποτε αποδεικτική της αξία δεν μπορεί να τεκμηριώσει τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης […] δεν θα εξυπηρετήσει κανένα σκοπό καθότι η ορθότητα ή μη των ισχυρισμών του αιτητή μπορεί να εξακριβωθεί από τον φάκελο της υπόθεσης […] ο αιτητής δεν δικαιούται να προσαγάγει την σκοπούμενη μαρτυρία [….] δεν είναι αναγκαία […] για να κριθεί η νομιμότητα της επίδικης απόφασης» και «τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση είναι γενικά και αόριστα» (παρ.4-7, ΕΔ). Περαιτέρω, ως οι καθ’ ων η αίτηση εισηγούνται, τα Τεκμήρια τα οποία ζητείται άδεια να προσαχθούν «δεν μπορούν να γίνουν δεκτά […] καθότι σκοπός του αιτητή […] είναι να παραπλανήσει το Σεβαστό Δικαστήριο αλλά και να αλλοιώσει τα υπάρχοντα γεγονότα χωρίς ωστόσο να υπάρχει οποιοσδήποτε εύλογος λόγος προσαγωγής αυτών αφού όχι μόνο δεν ενισχύει τα υπάρχοντα γεγονότα τα οποία έχει ενώπιον του το Δικαστήριο αλλά τα καταρρίπτει» (παρ.8, ΕΔ).

Ακολούθως, αναφερόμενοι στα κατ’ ιδία τεκμήρια, αναφέρουν ότι οι φωτογραφίες που αποτελούν το Τεκμήριο 1 «δεν είναι οι πρωτότυπες αλλά φωτοαντίγραφα, είναι αμφιβόλου ποιότητας και/ή δεν είναι ευδιάκριτες, είναι θολές και έχουν έντονο μαύρο χρώμα, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται η ταυτότητα του αιτητή με οποιονδήποτε τρόπο κα/ή να μην αναγνωρίζεται οτιδήποτε άλλο σημαντικό που να συνδέεται με τα γεγονότα της υπόθεσης» (παρ.10, ΕΔ). Περαιτέρω, το Τεκμήριο 3 «δεν έχει οποιαδήποτε αποδεικτική ισχύ καθώς δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί η προέλευση του, η αυθεντικότητα και η εγκυρότητα του […] είναι ξεκάθαρο ότι δεν δύναται να κριθεί ως αυθεντικό ή γνήσιο, αφού […] δεν φέρει ούτε υπογραφή […] δεν είναι καν ευδιάκριτο το όνομα που υπογράφει […] δεν φέρει ημερομηνία […]» και «δεν φαίνεται μέχρι ποια ημερομηνία υπηρετούσε» (παρ.11, ΕΔ) και το δε Τεκμήριο 4, δεδομένου, ως αναφέρουν, ότι οι φωτογραφίες αυτές «είναι γνωστές […] δεν χρήζει περαιτέρω σχολιασμού» (παρ.11, ΕΔ).

Ενόψει των ως άνω καταλήγουν ότι «με την παρούσα αίτηση σκοπείται η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, αφού δεν προβάλλεται λόγος που να είναι ικανός να δικαιολογήσει την έγκριση της […] το αιτούμενο διάταγμα δεν μπορεί να εκδοθεί […]» και «εάν δοθεί θα κατασπαταληθεί σημαντικός δικαστικός χρόνος και δεν είναι προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης» (παρ.13, 14, 15, ΕΔ)

Στη γραπτή της αγόρευση η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση αναφέρει, εν μέσω πλούσιων αναφορών και αποσπασμάτων εκ της σχετικής με την υπό κρίση αίτηση νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου [βλ. μεταξύ άλλων Sportsman Betting Co. Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατíaς (2000) 3 Α.Α.Δ. 591, Petrolina Ltd κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2002) 4 ΑΑΔ 320], της νομολογίας του ΔΕΕ (βλ. C-652/16 Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801, ημ.04/10/18) και του παρόντος Δικαστηρίου (1399/21, F. U. ν. Δημοκρατίας, ημ.14/09/22), κατόπιν ανάλυσης του απαυγάσματος της μνημονευόμενης νομολογίας, ότι «η αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή νομικά αβάσιμη και/ή απαράδεκτη και/ή το αιτούμενο διάταγμα δεν μπορεί να εκδοθεί, καθότι η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί δεν επιτελεί κανένα σκοπό και δεν είναι αναγκαία για την ολοκλήρωση των γεγονότων που θεωρούνται σχετικά με την παρούσα υπόθεση» (σελ.3, σημείο 3 αγόρευσης).

Επί της ουσίας της υπό κρίση αιτήσεως οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν ότι «ο αιτητής επιχειρεί να αλλοιώσει τα λεγόμενα του ως προς το συμφέρον του με απώτερο σκοπό να παραπλανήσει το […] Δικαστήριο» (σελ.6, σημείο 11 αγόρευσης), «τα στοιχεία τα οποία αναφέρει ο αιτητής στην ένορκη του δήλωση τα οποία αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις αποτελούν στοιχεία τα οποία ο αιτητής δεν ανέφερε στους καθ’ ων η αίτηση και ουδέποτε περιήλθαν εις γνώσει των αρχών πριν την έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης» (σελ.6, σημείο 12 αγόρευσης), το οποίο, ως εισηγούνται, δεδομένου ότι το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη από το διοικητικό όργανο στη βάση του περιεχομένου του σχετικού διοικητικού φακέλου», τα γεγονότα που ο αιτητής παραθέτει, τα οποία «δεν βρίσκονταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ενώπιον της διοίκησης και δεν αποτελούσαν μέρος του διοικητικού φακέλου δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά» αφού, ως περαιτέρω επί τούτου εισηγούνται, «τυχόν αποδοχή της μαρτυρίας […] δυνατό να διαφοροποιήσει, αλλοιώσει ή μεταβάλει το περιεχόμενο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη» (σελ.7, σημείο 12 αγόρευσης).

Ειδικώς επί του Τεκμηρίου 1 αναφέρουν ότι οι φωτογραφίες δεν «έχουν οποιαδήποτε αποδεικτική ισχύ καθώς δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί η προέλευσης τους» και «δεν είναι σχετικά με την παρούσα αίτηση, το δε Τεκμήριο 2 είναι ήδη σε γνώση του Δικαστηρίου (σελ.7, σημείο 13 αγόρευσης). Σχετικά με το Τεκμήριο 3 επαναλαμβάνουν τα όσα επί της ΕΔ παραθέτουν σχετικώς, ως πιο πάνω καταγράφονται και τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναληφθούν. Σχετικά τέλος με το Τεκμήριο 4 σημειώνουν ότι εκ της δέσμης έχουν αποσυρθεί, δια δηλώσεως της συνηγόρου του αιτητή, οι δύο τελευταίες φωτογραφίες και το απόσπασμα από την παραγράφου «κ» της ΠΕΔ που αρχίζει από το «Όπως ο δικηγόρος μου […]» μέχρι το τέλος της εν λόγω παραγράφου, οι δε λοιπές περιεχόμενες εκεί φωτογραφίες είναι ήδη εις γνώση του Δικαστηρίου.

Επιπροσθέτως των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν ότι «η μη προσκόμιση των εν λόγω Τεκμηρίων […] οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην υπαιτιότητα του ίδιου του αιτητή», ο οποίος και «απέτυχε να αποδείξει ότι η παράλειψη προσκόμισης των εν λόγω εγγράφων […] δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα και/ή ότι αυτός αδυνατούσε να προσκομίσει αυτά νωρίτερα» και, ως τελικώς εισηγούνται, «η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί σε συνάρτηση με τα δεδομένα της υπόθεσης δεν είναι εύλογα σχετική, ούτε αποδεικτικά οποιουδήποτε επίδικου θέματος, και ούτε τεκμηριώνει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης» (σελ.8-9, σημεία 17, 19, 22 αγόρευσης).

Κατά τις διευκρινήσεις οι καθ’ ων η αίτηση αρκέστηκαν να υιοθετήσουν το περιεχόμενο της ενστάσεως και αγορεύσεως τους, σημειώνοντας ότι – ειδικώς για το Τεκμήριο 3 της ΠΕΔ – αυτό δεν είναι σχετικό, δεν προσδιορίζει πότε άρχισε και πότε τέλειωσε η υπηρεσία του αιτητή στο τμήμα τροχαίας και ότι αυτό δεν αναφέρθηκε προηγουμένως από δική του υπαιτιότητα, για τις δε υπόλοιπες φωτογραφίες ανέφεραν ότι ο αιτητής δεν τις σχολίασε κατά τη συνέντευξη που του έγινε και πως αυτές εξάχθηκαν από το δικό του κινητό.

Έχω διέλθει με ιδιαίτερη προσοχή του περιεχομένου της υπό κρίση αιτήσεως, της ΠΕΔ, της ενστάσεως, των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών αλλά και των λοιπών ενώπιον μου στοιχείων και εγγράφων που αφορούν την παρούσα υπόθεση.

Επί της νομικής πτυχής παραθέτω τον κ.10 (α) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.

«10. (α) Μετά την καταχώρηση της προσφυγής, νέα έγγραφα και/ή στοιχεία και/ή οποιαδήποτε πρόσθετη μαρτυρία προσκομίζεται μόνον κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, μετά από προφορικό αίτημα του αιτητή, νοουμένου ότι το Δικαστήριο ικανοποιείται-

(i) ότι πρόκειται για έγγραφα ή στοιχεία ή μαρτυρία, τα οποία άνευ δικής του υπαιτιότητας, ο αιτητής αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής του σύμφωνα με τον κανονισμό 3(β), και

(ii) είναι συναφή με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.»

Οι προϋποθέσεις προσαγωγής μαρτυρίας έτυχαν ευρείας ανάλυσης στη Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 507, Ολομέλεια, όπου λέχθηκαν τα εξής:

«Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα. (Βλ. Phedias Kyriakides v. The Republic (1961) 1 R.S.C.C. 66, Skourides v. Attorney General (1967) 3 C.L.R. 518, Lambrakis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 72 και Αntoniou ν. Republic (1971) 3 C.L.R. 417). Το θέμα εξετάστηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106, όπου το Δικαστήριο υιοθετώντας την απόφαση Phedias Kyriakides παρατήρησε ότι,

"... ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που θα ακολουθούνται στην εξέταση της αποδοχής οποιασδήποτε μαρτυρίας είναι κατά πόσο τέτοια μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οιονδήποτε επίδικο θέμα και αποδειχτική οιουδήποτε επίδικου θέματος ενώπιον του Δικαστηρίου και μπορεί ή όχι να βοηθήσει το Δικαστήριο στην απονομή δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τη δικαιοδοσία του."».

Σε προηγούμενη απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου στη Sportsman Betting Co. Ltd v. Δημοκρατία (2000) 3 Α.Α.Δ. 591 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς η αρχή ότι προϋπόθεση για την προσαγωγή μαρτυρίας στην αναθεωρητική διαδικασία είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας προς τα επίδικα θέματα. (Βλέπε: Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106, Τάσου Μιχαηλίδη κ.ά. ν. Συμβούλιο Βελτιώσεως Παλαιχωρίου, Υπόθ. αρ. 530/2097, ημερ. 5.7.2000). […] Ο διάδικος που ζητά την έκδοση οδηγιών για προσαγωγή μαρτυρίας, είτε προφορικής είτε υπό μορφή ένορκης δήλωσης, οφείλει να προσδιορίσει με εύλογη λεπτομέρεια τα γεγονότα τα οποία επιδιώκει να αποδείξει και να ικανοποιήσει επίσης το Δικαστήριο ότι τα γεγονότα αυτά είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα που εγείρονται στην προσφυγή, λαμβανομένων υπόψη των νομικών σημείων και των γεγονότων πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή. Επιτρέπεται η προσκόμιση γεγονότων με μαρτυρία μόνο όταν είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα και όταν η απόδειξή τους δυνατό να τεκμηριώσει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης. (Βλέπε: Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (Αρ. 1) (1992) 4 Α.Α.Δ. 3330, Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1993) 4 A.A.Δ. 609, Lordos Hotels Holdings Ltd. v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υπόθ. Αρ. 71/97, ημερ. 18.11.99).»

Οι ως άνω νομολογιακές αρχές για την προσαγωγή μαρτυρίας πρέπει να εφαρμόζονται λαμβανομένης υπόψη βεβαίως της ειδικής ρύθμισης που ισχύει στην παρούσα διαδικασία (βλ. κ.10, ανωτέρω) αλλά και της φύσης και έκτασης ελέγχου που ασκεί επί της επίδικης πράξης το παρόν Δικαστήριο. Ειδικώς επί της διαδικασίας κατά την εξέταση προσφυγών στις οποίες, ως εν προκειμένω, επίδικο αποτελεί διάταγμα κράτησης στη βάση του 9Στ του Περί Προσφύγων Νόμου, στη νομολογία εντοπίζω τα εξής.

Η έκταση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου επιβεβαιώθηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. αρ.17/2021, Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.21/09/21, (στο εξής Janelidze) όπου λέχθηκε, με αναφορά στην οικεία νομοθεσία, ότι κατά την εξέταση προσφυγών όπου, ως εν προκειμένω, επίδικο αποτελεί διάταγμα κράτησης στη βάση του 9ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου, ελέγχεται «όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα της κάθε απόφασης της διοίκησης που τίθεται ενώπιον του» και πως το Δικαστήριο τούτο «λαμβάνει υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής». Τα ως άνω έχουν επιβεβαιωθεί και στην έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π αρ.43/2021, Mondeke v. Δημοκρατίας, ημ.20/01/22. Στη δε πολύ πιο πρόσφατη έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. αρ.1/2020, Singh ν. Δημοκρατίας, ημ.19/12/23, λέχθηκε ότι η ως άνω νομολογία δεσμεύει το Εφετείο, τονίστηκε όμως, με δεδομένο ότι στη Δημοκρατία υπάρχει έτερο ένδικο βοήθημα για τον έλεγχο της διάρκειας της κρατήσεως (προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus), στη βάση της οικεία νομολογίας, η οποία κρίθηκε συμβατή με το Ενωσιακό Δίκαιο και νομολογία, ότι «γεγονότα, παραλείψεις ή και ενέργειες που συμβαίνουν μετά την έκδοση του διατάγματος κράτησης, όπως επίσης και όταν οι λόγοι της κράτησης έχουν εκλείψει, αποκτούν σημασία κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης, που ελέγχεται στο πλαίσιο της διαδικασίας του habeas corpus.».

Η σχετική με τα εδώ επίδικα ζητήματα νομολογία του ΔΕΕ (Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης) αναφέρει τα εξής.

Στη C-300/11, ZZ, ημ.04/06/13, σκέψη 55, λέχθηκε, με αναφορά στην πλούσια επί τούτου προηγούμενη νομολογία του ΔΕΕ, ότι, «σύμφωνα με την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ των προβλεπόμενων από το άρθρο 47 του Χάρτη δικαιωμάτων άμυνας, οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση των εγγράφων ή των παρατηρήσεων που υποβάλλονται […] και να εκφέρουν σχετικώς τη γνώμη τους». Στην πιο πρόσφατη C-159/21, GM, ημ.22/09/22, κάνοντας, μεταξύ άλλων, αναφορά και στην ως άνω απόφαση του, το ΔΕΕ ανέφερε ότι θα πρέπει ο ενδιαφερόμενος να έχει «τη δυνατότητα, ενδεχομένως διά του συμβούλου του, να προβάλει, ενώπιον των αρμόδιων αρχών ή δικαστηρίων, την άποψή του επί των πληροφοριών αυτών και ως προς τη λυσιτέλειά τους για την εκδοθησόμενη ή ήδη εκδοθείσα απόφαση.».

Επανέρχομαι στα ενώπιον μου δεδομένα.

Δια της παρούσης αιτήσεως ο αιτητής ζητεί άδεια προκειμένου να προσαγάγει μαρτυρία, το περιεχόμενο της παρατίθεται λεπτομερώς ανωτέρω. Εκ του περιεχόμενου λοιπόν της αιτούμενης να προσαχθεί μαρτυρίας προκύπτει – αναμφισβήτητα θεωρώ – ότι αυτή είναι σχετική με τα επίδικα εδώ ζητήματα, καθότι, εφόσον – ως και η συνήγορος του αιτητή ορθώς ανέφερε – συνιστά την εκδοχή του ίδιου του αιτητή επί των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένου του λόγου για τον οποίο αυτός ανασκεύασε το ιστορικό που παρέθεσε στους καθ’ ων η αίτηση, τον βαθμό και τη χρονική περίοδο της ανάμιξης του με ένοπλη οργάνωση στη Συρία, τον ρόλο του σ’ αυτήν, τις απόψεις του σχετικώς με όσα του αποδίδονται, τις «συνθήκες κάτω υπό τις οποίες του υποβλήθηκαν ερωτήσεις» από τις αρχές (παρ.34 αγόρευσης αιτητή) και «την ποιότητα και τη βασιμότητα όσων καταγράφηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση» (παρ.35 αγόρευσης αιτητή). Ουδεμία δε αμφιβολία τίθεται αναφορικά με το κατά πόσο το περιεχόμενο της μαρτυρίας για την οποία ζητείται άδεια προσαγωγής προσδιορίζεται με εύλογη λεπτομέρεια, δεδομένου του ότι αυτή παρατίθεται στην ΠΕΔ αυτούσια και σε όλη της την έκταση. Εξίσου προφανές είναι, θεωρώ, και το ότι η μαρτυρία της οποίας ζητείται η προσαγωγή «δυνατό να τεκμηριώσει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης» (βλ. Sportsman, ανωτέρω) ή, δεδομένης και της φύσης και έκτασης ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο, να οδηγήσει σε διάπλαση από το Δικαστήριο της επίδικης πράξης (βλ. και έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. αρ.41/2024, Μ. Α. ν. Δημοκρατίας, ημ.29/05/25), εφόσον τα όσα ο αιτητής επιθυμεί να προσαγάγει άπτονται βεβαίως, ως και ανωτέρω, κατά την εξέταση της σχετικότητας της μαρτυρίας αναφέρω, ζητημάτων που ενδεχομένως να συναρτώνται βεβαίως και με τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα του επίδικου διατάγματος.

Επιπροσθέτως των ως άνω – ως και πάλι αναφέρει η συνήγορος του αιτητή – δεδομένου ότι εν προκειμένω ο αιτητής, δια της μαρτυρία της οποίας ζητείται η προσαγωγή, απαντά και εκφέρει τη δική του εκδοχή επί των στοιχείων που έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της παρούσης οι καθ’ ων η αίτηση, τα οποία και περιήλθαν στη γνώση του μετά την καταχώρηση της με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής (μετά την ένσταση και τμηματικά), δεν θα μπορούσε αφενός να γίνει λόγος για εξ υπαιτιότητας του ιδίου μη προηγούμενη προσκόμιση της μαρτυρίας αυτής (βλ. κ.10, ανωτέρω) και, αφετέρου, δεν θα μπορούσε να στερηθεί στο παρόν στάδιο «τη δυνατότητα […] να προβάλει […] την άποψή του επί των πληροφοριών [που προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο] και ως προς τη λυσιτέλειά τους για την […]  ήδη εκδοθείσα απόφαση.» (βλ. GM, ανωτέρω), ήτοι εν προκειμένω του επίδικου διατάγματος κράτησης.

Ότι αρκεί εν προκειμένω είναι ότι πληρούνται – για τους λόγους που ανωτέρω εξηγώ – οι προϋποθέσεις που θέτει η οικεία νομοθεσία αλλά και η εθνική και ευρωπαϊκή νομολογία, ως αυτή ανωτέρω παρατίθεται, για την παροχή άδειας προσαγωγής μαρτυρίας.

Τα ως άνω σφραγίζουν αναπόφευκτα και την τύχη της παρούσης αιτήσεως.

Σημειώνω ότι κατά τις διευκρινήσεις η συνήγορος του αιτητή δήλωσε, κατόπιν δηλώσεως των καθ’ ων η αίτηση ότι η μη αποκαλυφθείσα φωτογραφία παιδιού (που περιλαμβάνεται στα διαβαθμισμένα έγγραφα που βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου) δεν σχετίζεται με τα επίδικα ζητήματα και δεν υπάρχει ταυτοποίηση του εμφανιζόμενου εκεί προσώπου, ότι δεν επιθυμεί να προωθήσει το παρόν αίτημα της αναφορικά με τις δύο τελευταίες φωτογραφίες εκ του Τεκμηρίου 4 και το απόσπασμα από την παράγραφο «κ» της ΠΕΔ που αρχίζει από το «Όπως ο δικηγόρος […]» μέχρι το τέλος της παραγράφου. Σημειώνω περαιτέρω ότι οι παράγραφοι «α» μέχρι και «στ» συνιστούν κατ’ ουσία εισαγωγικά σχόλια επί της παρούσης αιτήσεως και δεν αφορούν ισχυρισμούς του αιτητή και δια τούτο δεν θεωρώ σκόπιμο να περιληφθούν στην μαρτυρία που πρόκειται να προσαχθεί. Όλο το υπόλοιπο περιεχόμενο της ΠΕΔ θεωρώ ότι «είναι εύλογα [σχετικό] προς οιονδήποτε επίδικο θέμα και [αποδεικτικό] οιουδήποτε επίδικου θέματος […] και μπορεί […] να βοηθήσει το Δικαστήριο στην απονομή δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με τη δικαιοδοσία του» (βλ. Θαλασσινός, ανωτέρω).

Σημειώνω βεβαίως ότι το γεγονός ότι επιτράπηκε η προσαγωγή της ως άνω μαρτυρίας δεν σημαίνει και αποδοχή των περιεχόμενων σ’ αυτήν ισχυρισμών και εγγράφων, ζήτημα που θα αξιολογηθεί και θα αποφασιστεί, μαζί με την όποια βαρύτητα ήθελε αποδοθεί στην μαρτυρία ή μέρος αυτής, κατά την εκδίκαση της ως άνω προσφυγής, στα πλαίσια βεβαίως συνολικής αποτίμησης και αξιολόγησης των ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων, όπου θα εξεταστεί και η όποια επίδραση ήθελε αυτή έχει, αν έχει, επί του κύρους και της επί της ουσίας ορθότητας του επίδικου διατάγματος.

Η αίτηση επιτυγχάνει μερικώς.

Ένορκη δήλωση του αιτητή με τις παραγράφους «α» και από «ζ» μέχρι και «κε» του Τεκμηρίου Β της ένορκης δήλωσης ημ.26/05/25, λεγόμενης Προτεινόμενης Μαρτυρίας, εξαιρουμένου του εδαφίου της παραγράφου «κ» από τη φράση «Όπως ο δικηγόρος μου […]» μέχρι το τέλος αυτής, και των τελευταίων δύο φωτογραφιών του Τεκμηρίου 4, να καταχωριστεί εντός 1 ημέρας από σήμερα.

Τα έξοδα της παρούσας, ως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της διαδικασίας, θεωρώ δίκαιο υπό τις περιστάσεις, δεδομένου και του ότι η παρούσα αίτηση παρουσιάζει παρατυπία, καθότι δεν συνοδεύεται από ένορκη δήλωση που παραθέτει τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται (παρότι, τελικώς, ως ανωτέρω εξηγώ, καθότι τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται προκύπτουν ευθέως από τον φάκελο του Δικαστηρίου, δεν αποβαίνει μοιραίο για την παρούσα), αλλά και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως της διαδικασίας, να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της προσφυγής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα βαρύνουν τον αιτητή.

Η προσφυγή ορίζεται για οδηγίες στις 05/06/25, 8:15 π.μ..

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο