Μ. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας κ.α., Υπόθεση αρ. ΔΚ 11/25, 27/6/2025
print
Τίτλος:
Μ. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας κ.α., Υπόθεση αρ. ΔΚ 11/25, 27/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ. ΔΚ 11/25

 

27 Ιουνίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Μ. Α.

Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1.    Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας

2.    Διευθύντριας Τμήματος Μετανάστευσης

    Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Κ. Χαρίτου, Δικηγόρος για τον αιτητή

Κα Α. Κίτσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημ.14/04/25, για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον του δυνάμει του αρ.9ΣΤ (2) (ε) του περί Προσφύγων Νόμου (στο εξής ο Νόμος), είναι άκυρη και παράνομη και δια της οποίας να διατάσσεται η απελευθέρωση του αιτητή (Αιτητικό Α). Διαζευκτικά προς το Αιτητικό Α ο αιτητής αιτείται την ακύρωση του επίδικου διατάγματος κράτησης και να διατάσσονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας.

Στα πλαίσια της διαδικασίας κατατέθηκε ο φάκελος που αφορά τον αιτητή, του Τμήματος Μετανάστευσης (στο εξής ΤΜ) ως Τεκμήριο 2. Περαιτέρω κατατέθηκαν 3 διαβαθμισμένα έγγραφα ως Τεκμήριο 3, των οποίων το λεγόμενο ουσιαστικό περιεχόμενο (στο εξής ΟΠ) αποκαλύφθηκε στον αιτητή δια σχετικού εγγράφου που κατατέθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 στις 09/05, τα οποία αποτελούνται από έγγραφο ημ.08/04/25 της ΥΑΜ (Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης) προς τη Διευθύντρια ΤΜ (στο εξής ΔΕ1), έγγραφο ημ.07/04/25 της ΥΑΜ προς τον Διοικητή της ΥΑΜ (στο εξής ΔΕ2) και δέσμη 17 φωτογραφιών (στο εξής ΔΕ3).

Σημειώνεται ότι, κατόπιν σχετικής εισήγησης της συνηγόρου του αιτητή αναφορικά με το κατά πόσο θα μπορούσε το Δικαστήριο να διατάξει αυτεπαγγέλτως την αποκάλυψη των διαβαθμισμένων εγγράφων αναφέρθηκε ότι η υποχρέωση του Δικαστηρίου εξαντλείται στην αυτεπάγγελτη διαβεβαίωση προς τη συνήγορο του αιτητή ότι εκ του ΟΠ που της παρασχέθηκε αυτοβούλως από τους καθ’ ων η αίτηση αποκαλύπτεται το σύνολο του καλούμενο ουσιαστικού περιεχομένου των διαβαθμισμένων εγγράφων και ότι τα όσα επί του ΟΠ καταγράφονται συνάδουν πλήρως με το περιεχόμενο των μη αποκαλυφθέντων εγγράφων. Οιαδήποτε άλλη περαιτέρω αποκάλυψη, ως εξηγήθηκε στη συνήγορο του αιτητή, μπορεί να ζητηθεί μόνο δια σχετικού δικονομικού διαβήματος της αποκάλυψης εγγράφων, στη βάση της παρ.24 της Κ.Δ.Π.410/2013 (βλ. και Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. αρ.117/2023, Δημοκρατία ν. Μ. Ι., ημ.20/02/24) και, στην απουσία τέτοιου διαβήματος, ουδέν άλλο δύναται να εξεταστεί ή και διαταχθεί αυτεπαγγέλτως. Τελικώς ουδέν έπραξε επί τούτου η συνήγορος του αιτητή.

Σημειώνεται ότι – παραδόξως – σημεία των ενώπιον μου στοιχείων τα οποία περιέχονται σε διαβαθμισμένα έγγραφα και δεν αποκαλύφθηκαν πλήρως στα πλαίσια αποκάλυψης του ουσιαστικού περιεχόμενου (ΟΠ) που αποκαλύφθηκε, περιέχονται τελικά αυτούσια στα ερ.23-26 του φακέλου και συνεπώς μπορεί να γίνει ρητή αναφορά σ’ αυτά.

Ως καταγράφεται στα ερ.24-25 ο αιτητής, Συριακής καταγωγής, μαζί με ομοεθνείς του (21 άτομα συνολικά), μεταξύ των οποίων ένας αδελφός και ξαδέλφια του (6 άτομα συνολικά), ταξίδεψε δια θαλάσσης από τον Λίβανο στα κατεχόμενα και εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές στις 27/03/25, με τη βοήθεια διακινητών, τους οποίους και κατονόμασε, έναντι αμοιβής 3700 δολαρίων. Ως σημειώνεται, ο αιτητής, με τη συνδρομή και άλλων ατόμων στα κατεχόμενα, οδηγήθηκε σε σημείο κοντά σε σκοπιές στρατιωτών στην κατεχόμενη πλευρά και, με τη βοήθεια Παλαιστίνιου που τους περίμενε στο σημείο, μετέβη στις ελεύθερες περιοχές, όπου ο αιτητής, ο αδελφός και τα ξαδέλφια του (σύνολο 6 άτομα) παραλήφθηκαν από τον αδελφό του αιτητή, μεταφέρθηκαν και διανυκτέρευσαν στην οικία του τελευταίου και την επόμενη μέρα (28/03/25) αυτός τους μετέφερε κοντά στο κέντρο υποδοχής Πουρνάρα και έφυγε. Πανομοιότυπες καταγραφές με τις ως άνω περιέχονται τόσο στο ΔΕ1 (σελ3-4) όσο και στο ΔΕ2 (σελ.2-3).

Σημειώνεται ότι, ως καταγράφεται στα ως άνω ερυθρά αλλά και στα ΔΕ1 και ΔΕ2, αρχικώς ο αιτητής, ο αδελφός και ο ξάδελφος του είχαν αναφέρει διαφορετικούς ισχυρισμούς αναφορικά με το ταξίδι τους στη Δημοκρατία, όμοιους μεταξύ τους, αλλά εν συνεχεία ο αιτητής διαφοροποίησε τους ισχυρισμούς του και ανάφερε τελικώς ως αληθή τα ως άνω, τα οποία συμφωνούν και με τα όσα καταγράφονται σχετικώς στην ένορκη δήλωση του αιτητή ημ.05/06/25 (στο εξής ΕΔ), που καταχωρήθηκε στα πλαίσια της παρούσης κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου επί αιτήσεως προσαγωγής μαρτυρίας. Επί τούτου θα επανέλθω πιο κάτω.

Ως περαιτέρω καταγράφεται στα ερ.24, ΔΕ1 (σελ.4) και ΔΕ2 (σελ.3), κατόπιν γραπτής έγκρισης του αιτητή, έγινε έλεγχος στο κινητό του τηλέφωνο, κατά τη διάρκεια του οποίου εντοπίστηκαν σ’ αυτό φωτογραφίες, μεταξύ των οποίων οι περιεχόμενες στο ΔΕ3 (δέσμη 17 φωτογραφιών), δείχνουν τον αιτητή «με πυροβόλα όπλα και με στολή του FREE SYRIAN ARMY που είχαν πάνω τη σημαία της Τουρκίας» (ερ.24). Επί τούτου ο αιτητής αναφέρει στην ΕΔ του παραδέχεται ότι έχει στην κατοχή του φωτογραφίες του ιδίου στις οποίες «φαίνεται το σήμα και η σημαία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, της Συρίας, κάποια δείχνει τη σημαία της Τουρκίας που εξηγείται από το ότι την Faylaq Al-Sham τη χρηματοδοτούσε η Τουρκία» (ΕΔ, παρ.ιε). Επί τούτου θα επανέλθω πιο κάτω.

Ως επίσης καταγράφεται, εν πολλοίς με πανομοιότυπο λεκτικό, στα ερ.24, ΔΕ1 (σελ.4) και ΔΕ2 (σελ.3), ο αιτητής, «σε σχετικές ερωτήσεις […] παραδέχθηκε ότι συμμετείχε σε πολλές μάχες με την ομάδα HAYAT TAHRIR AL-SHAM τα τελευταία χρόνια και υπολογίζει πως έχει σκοτώσει πάνω από 50 άτομα». Το σημείο αυτό ο αιτητής το αμφισβητεί και παραθέτει σχετικώς τους δικούς του ισχυρισμούς στην ΕΔ, επί των οποίων θα επανέλθω πιο κάτω.

Ως τέλος καταγράφεται στα ΔΕ1, ΔΕ2 και σελ.5 του ΟΠ, αναφέρεται ότι, κατόπιν έρευνας για τον αδελφό του αιτητή, ο οποίος είναι και το πρόσωπο που τον παρέλαβε κατά την είσοδο του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, προέκυψε ότι πρόκειται για αιτητή ασύλου, η εξέτασης της αιτήσεως του οποίου εκκρεμεί, είναι ιδιοκτήτης οχήματος που είναι ακινητοποιημένο από τον Σεπτέμβριο 2024, εκκρεμεί εναντίον του υπόθεση τροχαίων αδικημάτων (Αύγουστος 2024), έγιναν προσπάθειες εντοπισμού του αλλά δεν εντοπίστηκε στην τελευταία δοθείσα διεύθυνση και τα στοιχεία του έχουν τοποθετηθεί στον κατάλογο STOP LIST. Περαιτέρω, για το εν λόγω πρόσωπο, σε επιστολή του Γραφείου Τρομοκρατίας, κατά την άφιξη του στη Δημοκρατία τον Ιανουάριο 2024, εντοπίστηκαν ενδείξεις για πιθανή εμπλοκή του σε εμπόλεμες συρράξεις στη Συρία, των οποίων αναμένεται αξιολόγηση περί τα τέλη Απριλίου. Σημειώνω ότι επί του τελευταίου σημείου ουδέν προστέθηκε στα πλαίσια της παρούσης, παρότι, σύμφωνα με την ως άνω αναφορά, θα αναμενόταν να έχει ολοκληρωθεί η αξιολόγηση των πληροφορίων κατά του προσώπου αυτού από τα τέλη Απριλίου (2025). Επί του σημείου αυτού ο αιτητής, αφότου δήλωσε κατά τις διευκρινήσεις ότι δεν είχε εντοπίσει προηγουμένως ότι οι αναφορές στις σελ.5-6 του ΟΠ αναφέρονταν στον αδελφό του αιτητή και είναι γι’ αυτό τον λόγο που αναφέρει στην παρ. «ιζ» της ΕΔ του ότι δεν γνωρίζει το πρόσωπο αυτό (αφού δεν είχε αντιληφθεί ότι οι αναφορές αυτές αφορούσαν τον αδελφό του), προσθέτοντας ότι δεν προτίθεται να προβεί σε κάποιο σχετικό διάβημα επί τούτου.

Κατόπιν των ως άνω εξεδόθη στις 14/04/25 το επίδικο διάταγμα κράτησης, το οποίο και επεδόθη αυθημερόν στον αιτητή (ερ.4-5).

Παραθέτω αυτούσιο το προσβαλλόμενο διάταγμα.

«ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

ΕΠΕΙΔΗ ο Μ. Α. υπήκοος ΣΥΡΙΑΣ είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο Μ. Α. να παραμείνει υπό κράτηση βάση του άρθρου 9ΣΤ (2) (ε) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα εναλλακτικά μέτρα, καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του για τους πιο κάτω λόγους:

1.     ΕΠΕΙΔΗ απαιτείται η κράτηση του για τη προστασία της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας ως η επιστολή ΥΑΜ Αρχηγείου, ημερ.08/04/2025

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, και το Άρθρο 188.3.(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διατάσσω όπως ο Μ. Α. παραμείνει υπό κράτηση.

ΚΑΙ με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 14η ημέρα του Απριλίου, 2025»

Σημειώνω ότι η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε αρχικώς από τον αιτητή προσωπικά, ο οποίος ακολούθως, κατόπιν εγκρίσεως σχετικής αιτήσεως Νομικής Αρωγής, διόρισε τη δικηγόρο που χειρίστηκε την υπόθεση, η οποία καταχώρησε, δυνάμει σχετικής αίτησης και διατάγματος του Δικαστηρίου, τροποποιημένη προσφυγή.

Επί της τροποποιημένης προσφυγής ο αιτητής παραθέτει πλήθος νομικών σημείων και ισχυρισμών γεγονότων. Πολλά από τα δικογραφημένα νομικά σημεία αναπτύσσονται με ιδιαίτερα εμπεριστατωμένο τρόπο στις αγορεύσεις του, οι δε ισχυρισμοί γεγονότων που παραθέτει, περιέχονται σε ΕΔ ημ.05/06/25, της οποίας η προσαγωγή επετράπη μετά από απόφαση του Δικαστηρίου επί ενδιάμεσης αιτήσεως που καταχωρήθηκε.

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις λοιπόν που ακολούθησαν η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή παραθέτει εκτεταμένες αναφορές στα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία καθώς και το περιεχόμενο της ΕΔ. Ακολουθούν αναφορές στην οικεία βιβλιογραφία, νομοθεσία αλλά και νομολογία, τόσο εθνική όσο και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), εκ των οποίων, ως εισηγείται, προκύπτει ότι η κράτηση αιτητή ασύλου αποτελεί εξαίρεση, ως έσχατο μέτρο, κατόπιν εξατομικευμένης αξιολόγησης εκάστης περίπτωσης, βάσει ενός εξαντλητικού καταλόγου λόγων, τους οποίους φέρουν βάρος να αποδείξουν οι καθ’ ων η αίτηση, στη βάση και της αρχής της αναλογικότητας και αναγκαιότητας και, δεδομένου ότι το επίδικο διάταγμα αναφέρει ως βάση έκδοσης του τη δημόσια τάξη και εθνική ασφάλεια, θα πρέπει λοιπόν να αποδειχθεί ότι ο αιτητής συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, τα οποία πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά και αυστηρά και η κράτηση δεν μπορεί να είναι για λόγους γενικής πρόληψης ή στη βάση γενικής πρακτικής ή και τεκμηρίου για τη διαπίστωση τέτοιας απειλής.

Ενόψει και κατ’ εφαρμογή και των ως άνω, η συνήγορος του αιτητή εισηγείται ότι εκ των ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων δεν προκύπτει επαρκής έρευνα και αιτιολόγηση του προσβαλλόμενου διατάγματος, το οποίο – ως αναφέρει – εξεδόθη «αυτόματα συνεχεία της “επιστολής ΥΑΜ Αρχηγείου ημερ.08/05/2025”», χωρίς προηγούμενη εξατομικευμένη εξέταση της προκείμενης περίπτωσης, «αφήνοντας μετέωρη και παραβλέποντας τόσο την αρχή της αναγκαιότητας όσο και την αρχή της αναλογικότητας»  (παρ.31 αγόρευσης) και πως, ως περαιτέρω αναφέρει, ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι οι καθ’ ων η αίτηση βασίστηκαν (ευλόγως) «σε θέσεις και ευρήματα άλλων διοικητικών οργάνων» (παρ.32 αγόρευσης). Συνεπώς εισηγείται ότι το επίδικο διάταγμα είναι προϊόν πλάνης περί τον νόμο και τα πράγματα, αφού δεν αξιολογήθηκε η συμπεριφορά του αιτητή, δεν εκτιμήθηκε ο κίνδυνος για τη Δημοκρατία, δεν παραθέτουν «πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές», οι δε «πιθανολογήσεις, υποκειμενικές πεποιθήσεις και μη συγκεκριμένες πληροφορίες» επί των οποίων – ως εισηγείται – αυτό εδράζεται «απορρίπτονται πλήρως από τον αιτητή», δις της ΕΔ του (παρ.34 αγόρευσης). Περαιτέρω, ως αναφέρει, δεν εξηγείται γιατί ένα τραύμα που εντοπίστηκε στο σώμα του αιτητή αποτελεί ένδειξη τρομοκρατικής δράσης και ούτε το πως η σύνδεση του με το άτομο (εννοεί τον αδελφό του αιτητή, ενόψει του ότι δεν ήταν αντιληπτό ότι οι αναφορές στο ΟΠ αφορούσαν τον αδελφό του) που αναζητείται για υπόθεση τροχαίων αδικημάτων, είναι στο STOP LIST και για τον οποίο υπάρχουν ενδείξεις για συμμετοχή σε εμπόλεμες συρράξεις στη Συρία μπορεί να είναι χρήσιμο για την αξιολόγηση της περίπτωσης του αιτητή.

Συνεχίζει η συνήγορος του αναφέροντας ότι ο αιτητής στερήθηκε του δικαιώματος του σε προηγούμενη ακρόαση (αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και η απόφαση ΔΕΕ στη C -277/11, ΜΜ, ημ.22/11/12, σελ.4 απαντητικής) πριν από την έκδοση του επίδικου διατάγματος, το οποίο εδράζεται σε επισφαλή βάση, κατόπιν «ανάκρισης» του, ως αναφέρει, χωρίς να πληροφορηθεί το πλαίσιο στο οποίο έγινε η λεγόμενη συνέντευξη του, τα δικαιώματα του, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα του στη μη αυτοενοχοποίηση και το τεκμήριο αθωότητας,  υπό συνθήκες που δεν αποκλείουν τον εκφοβισμό ή και εξαναγκασμό του, στη βάση δηλώσεων του οι οποίες καταγράφηκαν εσφαλμένα ή ήταν αποτέλεσμα προβληματικής μετάφρασης, χωρίς την ύπαρξη – ως αναφέρει – «πρωτογενούς πηγής πληροφόρησης» (παρ.39.7 αγόρευσης). Περαιτέρω αναφέρει ότι δεν τηρήθηκε δίκαιη διαδικασία και οι διαδικαστικές εγγυήσεις του αρ.5 (4) και 6 (1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Επί των ως άνω σημειώνει επίσης ότι τα ερ.23-26 δεν συνιστούν συνέντευξη αλλά αστυνομική αναφορά, πουθενά δε στα στοιχεία που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπάρχει τέτοιο έγγραφο που να συνιστά συνέντευξη (με καταγραφή των δηλώσεων του αιτητή σε πρώτο πρόσωπο και ομολογία του αιτητή), ή μαγνητοφωνημένη ή με άλλο τρόπο καταγραφή των δηλώσεων του.

Περαιτέρω, κάνοντας αναφορά σε αποφάσεις του ΔΕΕ (C-59/09, B and D, ημ.09/11/10 και C-373/13, HT, ημ.24/06/15), που αφορούν ανάκληση και αποκλεισμό από καθεστώς διεθνούς προστασίας αντίστοιχα, αναφέρει ότι εν προκειμένω, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι ο αιτητής μετείχε ή είχε οιονδήποτε σύνδεση με τρομοκρατική οργάνωση, δεν υπάρχει στοιχείο που να καταδεικνύει ότι αυτός συνιστά ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή της εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης ή ότι η οργάνωση στην οποία ήθελε κριθεί ότι μετείχε τέλεσε τέτοιες πράξεις με το πιο πάνω αποτέλεσμα. Σε κάθε δε  περίπτωση, ως αναφέρει, κάνοντας και πάλι αναφορά στις ως άνω αποφάσεις του ΔΕΕ, το γεγονός και μόνο ότι ο αιτητής έχει υποστηρίξει ή και μετείχε σε κάποια οργάνωση δεν αρκεί, καθώς θα πρέπει να αποδειχθεί περαιτέρω ο βαθμός της ανάμιξης και η ατομική του ευθύνη σε συγκεκριμένες πράξεις της οργάνωσης αυτής (γίνεται λόγος στο αρ.25 «Ατομική Ποινική Ευθύνη», Συνθήκη της Ρώμης - παρ.64 αγόρευσης - σ.σ. αναφέρεται στο Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου). Δεν υπάρχουν τέτοια στοιχεία αναφορικά με τον αιτητή, ως εισηγείται η συνήγορος του.

Επιπροσθέτως των ως άνω, σε περίπτωση που – ως αναφέρει η συνήγορος του αιτητή – ήθελε κριθεί αναγκαίος ο «περιορισμός της ατομικής ελευθερίας του», τότε είναι η θέση του ότι η κράτηση δεν είναι αναλογική προς τον επιδιωκόμενο δια του προσβαλλόμενου διατάγματος σκοπού (ήτοι της προστασίας της δημόσιας τάξης και εθνικής ασφάλειας), καθώς η επίκληση του κινδύνου διαφυγής (βλ. σώμα διατάγματος) δεν είναι αρκετή για να αποκλειστούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, δεδομένου και του ότι ο κίνδυνος διαφυγής δεν αναφέρεται ρητά ως λόγος κράτησης στο επίδικο άρθρο του Νόμου.

Αναφορικά με το αρ.5 και 6 της ΕΣΔΑ, η συνήγορος του αιτητή εισηγείται ότι η κράτηση του αιτητή είναι αυθαίρετη και είναι στη βάση λόγου ο οποίος δεν περιλαμβάνεται στις ρητά αναφερόμενες περιπτώσεις του αρ.5 και της σχετικής νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), αφού, ως εξηγεί, μόνος σχετικός με την παρούσα περίπτωση θα μπορούσε να είναι ο λόγος που αναφέρεται στο αρ.5 (1) (στ) της ΕΣΔΑ, αφού δεν κρατείται με σκοπό την απέλαση του και ούτε ισχύει κάποια εκ των λοιπών βάσεων του αρ.5 (1) εν προκειμένω, δεδομένου και του ότι ο αιτητής δεν αποτελεί ύποπτο διάπραξης αδικήματος ή υπόδικο, κατά το αρ.5 (1) (γ). Περαιτέρω η νομολογία του ΕΔΔΑ, ως αναφέρει, υπήρξε ιδιαίτερα αυστηρή ως προς την επίκληση της εθνικής ασφάλειας ως λόγο κράτησης αλλά και επίσης αυστηρή ως προς την κράτηση ατόμου εναντίον του οποίου εκκρεμεί διαδικασία απελάσεως (βλ. M.A. v. Cyprus, app.41872/10, ημ.23/10/13, S. K. v. Russia, app.52722/15, ημ.14/02/17, Nabil and Others ν. Hungary, app.62116/12, ημ.22/12/15 και άλλες) και το κατά πόσο η κράτηση συνδέεται στενά με τέτοιο λόγο, την ταχύτητα με την οποία κινούνται τέτοιες διαδικασίες και το πόσο εφικτό είναι να ολοκληρωθούν στο εντός εύλογου χρόνου. Εν προκειμένω δε – ως επισημαίνει – δεδομένου ότι τυχόν απέλαση του αιτητή θα ήταν κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης, ως κατοχυρώνεται εκ του αρ.3 της ΕΣΔΑ και αρ.18, 19 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης), δεν μπορεί να γίνει λόγος για κράτηση ενόψει απέλασης του [στη βάση του αρ.5 (1) (στ) ΕΣΔΑ].

Παραθέτει περαιτέρω η συνήγορος του πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ), εκ των οποίων, ως αναφέρει, προκύπτει ότι η οργάνωση Faylaq al-Sham, στην οποία ο αιτητής ισχυρίζεται στην ΕΔ ότι συμμετείχε στο παρελθόν (αντί της αποδιδόμενης σ’ αυτόν συμμετοχής στην Hayiat Ahrir al-Sham), δεν περιλαμβάνεται στη λίστα Τρομοκρατικών Οργανώσεων, παρότι – σύμφωνα με απόσπασμα από την απόφαση επί της προσφυγής αρ.ΔΚ10/20, ημ.28/05/25, της αδελφής μου δικαστού Κ. Κλεάνθους - αυτή ανήκει σε μια ευρύτερη ομάδα ένοπλων οργανώσεων καλούμενη Ελεύθερος Συριακός Στρατός (Free Syrian Army), στην οποία η Τουρκία παρέχει πολιτική, οικονομική στήριξη, εκπαίδευση, οπλισμό, εφοδιασμό και ανταλλαγή πληροφοριών (παρ.27 αγόρευσης). Αναφέρει επίσης ότι το λεκτικό που περιλαμβάνεται στο ερ.24 («συμμετείχε σε πάρα πολλές μάχες με την Hayiat Ahrir Alshiam») μπορεί να ερμηνευθεί είτε ως συμμετοχή μαζί (στο πλευρό) της ομάδας αυτής είτε ως συμμετοχή σε μάχες εναντίον της οργάνωσης αυτής, γεγονός που αναδεικνύει και πάλι την πιθανότητα λανθασμένης μετάφρασης ή καταγραφής των στοιχείων επί των οποίων στηρίχθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα. Σε περίπτωση δε που ο αιτητής κριθεί ότι έχει ενταχθεί στην Hayiat Ahrir al-Sham (HTS) τότε σημειώνει ότι η οργάνωση αυτή είναι εκ των πραγμάτων (de facto) η νέα κυβέρνηση της Συρίας (παρ.47 αγόρευσης).

Τέλος, η αγόρευση του αιτητή περιλαμβάνει πλούσιες αναφορές στην μαρτυρία του αιτητή ως περιέχεται στην ΕΔ, εκ της οποίας, ως αναφέρει, επιβεβαιώνονται τα ως άνω. Επί των αναφορών αυτών θα επανέλθω πιο κάτω, κατά την παράθεση του περιεχομένου της ΕΔ του αιτητή.

Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, σε μια μακρά και εμπεριστατωμένη τοποθέτηση της κατά τις διευκρινήσεις της παρούσας, έκανε αναφορές στα όσα στις αγορεύσεις της είχε λεπτομερώς αναπτύξει, ως ανωτέρω καταγράφονται.

Από την πλευρά της η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, σε μια αρκούντως εμπεριστατωμένη αγόρευση, αντικρούει έκαστο των ισχυρισμών του αιτητή και εμμένει στη νομιμότητα και επί της ουσίας ορθότητα του προσβαλλόμενου διατάγματος. Ως σχετικώς αναφέρει, με πλούσιες παραπομπές στην οικεία εθνική και ενωσιακή νομοθεσία και νομολογία, η κράτηση είναι καθ’ όλα νόμιμη, αιτιολογημένη, προϊόν εξατομικευμένης εξέτασης, αναλογική προς τον επιδιωκόμενο εξ αυτής σκοπό, αναγκαία και σύμφωνη με τη σχετική νομολογία, τόσο την εγχώρια, όσο και του ΔΕΕ και ΕΔΑΔ και συμβατή με τα αρ.5 και 6 της ΕΣΔΑ. Αναφέρει δε, παραθέτοντας σχετική νομολογία, ότι εν προκειμένω έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο αιτητής αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη και εθνική ασφάλεια, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του περί στερήσεως του δικαιώματος ακρόασης ή και άλλων διαδικαστικών εγγυήσεων ή και δικαιωμάτων του.

Κατά τις διευκρινήσεις, τοποθετούμενη περιεκτικά, σημείωσε ότι τα ερ.23-26 αποτελούν αναμφισβήτητα συνέντευξη η οποία έχει καταγραφεί με βάση σχετικά πρωτόκολλα της αστυνομίας, και υπεραμύνθηκε και πάλι της νομιμότητας, ορθότητας του επίδικου εδώ διατάγματος. Λεπτομερέστερη αναφορά στις θέσεις των καθ’ ων η αίτηση θα γίνει και πιο κάτω, όπου κριθεί τούτο σκόπιμο, κατά την αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.

Στο σημείο αυτό παραθέτω το περιεχόμενο της ΕΔ του αιτητή, η οποία καταχωρήθηκε στα πλαίσια της παρούσης, κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου.

Στην ΕΔ του λοιπόν ο αιτητής αναφέρει ότι κατάγεται και έζησε όλη του τη ζωή, κυρίως, στην πόλη Ιντλίμπ της Συρίας, η οικογένεια του ζούσε στο Αφρίν, τους οποίους, όταν δεν είχε δουλειά, πήγαινε εκεί και τους βοηθούσε και έχει σύζυγο και δύο ανήλικα παιδιά, μια κόρη 6 ετών και ένα υιό, ο οποίος απεβίωσε όταν ήταν 4 μηνών «στον πόλεμο». Ως περαιτέρω αναφέρει, αρχικά είχε πει ότι είναι εργένης, καθ’ υπόδειξη του διακινητή του, όμως, στη συνέχεια, «όταν ο αστυνομικός που [του] έκανε τη συνέντευξη εξαγριώθηκε και [τον] απείλησε [ανέφερε] την αλήθεια» (παρ. «β» ΕΔ). Από φόβο, ως αναφέρει ο αιτητής, είχε αναφέρει ότι στρατολογήθηκαν από την οργάνωση Faylaq al-Sham τόσο ο ίδιος όσο και αδελφός και ξάδελφος του, ενώ «μόνο [ο αιτητής έχει] στρατολογηθεί από την εν λόγω οργάνωση» και σημειώνει ότι «στη ζωή [του] [αντιμετώπισε] τραυματισμούς κάποιους αρκετά σοβαρούς […] έχει συγκεκριμένα μέχρι σήμερα σημάδια και επιπτώσεις, ιδίως αυτούς που [έπαθε] πριν περίπου 4 χρόνια» (παρ. «β» ΕΔ). Ως αναφέρει, γνωρίζει «αραβικά της Συρίας», κατάγεται από χωριό και έχει δύο αδέλφια του στη Δημοκρατία. Ο μεν Μ. Α. (αναφέρεται ολογράφως) κρατείται σήμερα μαζί με τον αιτητή ο δε Α. Α. βρίσκεται στη Δημοκρατία τα τελευταία δύο έτη και εκκρεμεί η εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υπέβαλε έχει δε άλλες δύο παντρεμένες ενήλικες και τέσσερις ανήλικες αδελφές, που διαμένουν στη Συρία και άλλους τρείς συγγενείς στη Δημοκρατία, εκ των οποίων ένας ανήλικος, οι οποίοι διαμένουν στο Κέντρο Υποδοχής «Πουρνάρα» (παρ. «δ» ΕΔ). Ως αναφέρει ο αιτητής «δεν [είναι] ούτε με τους HTS ούτε με το καθεστώς Άσαντ, αλλά [υποστήριζε] τον ελεύθερο στρατό της χώρας [του] γιατί πάντα [ήθελε] ελευθερία […] χωρίς καμία κατοχική δύναμη» και «σήμερα […] δεν [είναι] με κανένα, γιατί κανείς δεν μπορεί να προστατεύσει τη ζωή [του ιδίου] και της οικογένειας [του]» (παρ. «ε» ΕΔ).

Ο αιτητής αναφέρει περαιτέρω ότι εργαζόταν στις οικοδομές, αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες και το «2018 μέχρι περίπου τις αρχές 2019 [αποφάσισε] να [στρατολογηθεί] όπως και η πλειοψηφία των ανδρών της περιοχής [του], αφού η περιοχή του είναι γεμάτη από ένοπλες ομάδες, για να [βγάζει] τα προς το ζην, για να [έχει] ένα καλύτερο μισθό, […] με τον ελεύθερο στρατό όπου πολεμούσε η Faylaq al-Sham των Levant Corps, κάτω από τον Mohhamad Horani», παρόλο που, ως ακολούθως αναφέρει, «δεν [τον] ένοιαζε η Λεγεώνα του Λεβάντε, ούτε η Faylaq al-Sham ούτε η Τουρκία που σε κάποιο βαθμό τους χρηματοδοτούσε» και ήταν «απλός ένας στρατιώτης που ήθελε να λαμβάνει μισθό», ο οποίος, ως εξηγεί, ήταν χαμηλότερος τελικά του αναμενόμενου, «[του] έδωσαν όπλο όπως έδιναν σε όλους, αλλά δεν [του] έκαναν εκπαίδευση» και ήταν «σε μια ομάδα που έπρεπε να προστατεύει τους αμάχους και ονομαζόταν “Αρχή Πολιτικής Προστασίας” χωρίς θέση στην ιεραρχία […] [υπάκουε] σε διαταγές», η ομάδα του «οπλοφορούσε για ώρα ανάγκης, επισκεπτόταν τα μέρη όπου γίνονταν μάχες αφότου τελείωναν […] και παρείχε βοήθεια στους αμάχους […] όπως υλικά αγαθά και φάρμακα» (παρ. «στ» ΕΔ). Ο αιτητής, ως αναφέρει, «δεν [ήταν] στρατιώτης πρώτης γραμμής ούτε [χρησιμοποίησε] το όπλο [του] για να [σκοτώσει] οποιονδήποτε» (παρ. «ζ» ΕΔ), «ουδέποτε [ανάφερε] στις συνεντεύξεις […] ότι [σκότωσε] έστω και ένα άτομο, πόσω μάλλον πενήντα» και «η μόνη αναφορά σε αριθμό – που μπορεί να ήταν και το “πενήντα” – ήταν στο ότι αφότου η επαρχία της Χάμα απελευθερώθηκε πλήρως [μετάβηκαν] εκεί περίπου πενήντα άτομα για να [βοηθήσουν] τους αμάχους που ήταν εκεί» (παρ. «η» ΕΔ).

Ακολούθως, ως ο αιτητής αναφέρει, «την Faylaq al-Sham [ξέρει] ότι κάποια περίοδο τη στήριζε η Τουρκία ωστόσο δεν [γνώριζαν] κάτι περισσότερο για αυτό και την Τουρκία την [έβλεπαν], [αυτός] και η οικογένεια [του] ως άλλο ένα ανεπιθύμητο κατακτητή της χώρας [τους] […] [δεν] [υποστηρίζει] την Τουρκία» και σημειώνει πως «κάποιες από τις στολές που [τους] έδιναν και [φορούσαν] εκείνη την περίοδο έφεραν τη σημαία της Τουρκίας» και «συχνά είχαν το όνομα της Faylaq al-Sham» και επισυνάπτει σχετικά το Τεκμήριο 2, όπου φαίνεται ο αιτητής μπροστά από σημαία με το όνομα της οργάνωσης και το λεκτικό «Δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός από τον Αλλάχ – Ο Μωάμεθ είναι ο Προφήτης του Αλλάχ», σε μετάφραση που ακολουθεί (παρ. «θ» ΕΔ). Αναφέρει δε επίσης ο αιτητής ότι «η Faylaq al-Sham θεωρείται ότι ανήκει στον Ελεύθερο Συριακό Στρατό [Free Syrian Army, όμως, ως επί τούτου εξηγεί, καμία από τις δύο οργανώσεις δεν είναι τρομοκρατική και δεν καταγράφονται «σε καμία λίστα τρομοκρατικών οργανώσεων των Ηνωμένων Εθνών, των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (παρ. «ι» ΕΔ).

Μετά τα ως άνω ο αιτητής απορρίπτει τα όσα του αποδίδονται από τους καθ’ ων η αίτηση περί συμμετοχής του σε μάχες με την Hayiat Ahrir al-Sham (HTS), αναφέροντας ότι «στη συνέντευξη [του]  [θυμάται] να [προσπαθεί] να [εξηγήσει] τη διαφορά ανάμεσα στις δύο οργανώσεις (σ.σ. εννοεί την Hayiat Ahrir al-Sham και Faylaq al-Sham) αναφέροντας ότι είναι δύο ξεχωριστές φατρίες […] δεν έχουν τις ίδιες αξίες παρόλο που υπήρξαν μάχες που έδωσαν από κοινού, κατά κοινών εχθρών, ιδίως ενάντια στο καθεστώς του Ασσάντ, ωστόσο υπήρξαν μάχες όπου ήταν αντίπαλοι και αυτό συνέβηκε και στην πόλη [του]» και σημειώνει περαιτέρω ότι, με δεδομένο ότι η HTS είναι η οργάνωση στην οποία ανήκει ο «σημερινό[ς] πρόεδρο[ς] της χώρας [του] […] αν [ήταν] οπαδός τους θα [είχε] την εύνοια τους και δεν θα [είχε] λόγο να [φύγει] από τη χώρα με ρίσκο τη ζωή [του]» και πως οιαδήποτε άλλη αναφορά στην HTS κατά τη συνέντευξη του, την οποία δεν θυμάται, ήταν για να «[εξηγήσει] τη διαφορά της από την Faylaq al-Sham» (παρ. «ια» ΕΔ).

Μετέπειτα ο αιτητής αναφέρει ότι ήρθε στη Δημοκρατία γιατί «η ζωή [τους] έγινε δύσκολη […] δεν [έβγαζε] τα προς το ζην, αφού δεν [είχε] καλό μισθό […] παρά τις προσπάθειες [του] να [εργάζεται] ακόμα και σε δύο δουλειές ταυτόχρονα, αφού τα τελευταία χρόνια, από το 2021 εώς το 2024 [εργαζόταν] και ως αστυνομικός τροχαίας», επισυνάπτοντας προς απόδειξη του τελευταίου αντίγραφο φερόμενου πιστοποιητικού, όπου αναφέρεται – σύμφωνα με μετάφραση που συνάπτεται – ότι ο αιτητής εντάχθηκε και υπηρετούσε στο Τμήμα Τροχαίας της επαρχίας Ιντλίμπ στις 20/12/19, αναφέροντας επίσης ότι δεχόταν έκτοτε πιέσεις να επανενταχθεί στην Faylaq al-Sham και αρνήθηκε, όπως – ως αναφέρει - αρνήθηκε να συστρατευτεί μαζί τους όταν αυτοί επιτίθονταν σε Χριστιανούς και Αλλαουίτες το 2024 (παρ. «ιβ» ΕΔ).

Σχετικά με το ταξίδι του προς τις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας ο αιτητής αναφέρει ότι το διευθέτησε μέσω προσώπου το οποίο πιστεύει ότι είναι Λιβανέζικης καταγωγής, ο οποίος τους προειδοποίησε να «μην [αναφέρουν] ότι [ταξίδεψαν] μέσω Λιβάνου γιατί οι Σύριοι συχνά επιστρέφονται στο Λίβανο από τις κυπριακές αρχές» και πως «για αυτό το λόγο και αρχικά [είπε] ψέματα […] ότι [ταξίδεψε] μέσω Τουρκίας, στη συνέχεια όμως [διόρθωσε] το λάθος [του] αυτό, αναφέροντας την αλήθεια ως προς το τι συνέβη» (παρ. «ιγ» ΕΔ). Επί τούτου περαιτέρω αναφέρει ότι ταξίδεψε μαζί με άλλα 21 άτομα και πως το ψέμα που του αποδίδεται από τους καθ’ ων η αίτηση, ότι αρχικά έκανε λόγο για 6 άτομα, οφείλεται σε «κάποιο μπέρδεμα αφού και τα δύο είναι αλήθεια», καθότι ξεκίνησε από τη Συρία ως ομάδα 6 ατόμων και στο Λίβανο προστέθηκαν και άλλοι και έτσι έγιναν σύνολο 21 άτομα (παρ. «ιδ» ΕΔ).

Σχολιάζοντας τη δέσμη φωτογραφιών (η οποία δεν αποκαλύφθηκε στον αιτητή αυτούσια) στην οποία έγινε αναφορά από τους καθ’ ων η αίτηση ο αιτητής αναφέρει, σημειώνοντας ότι δεν γνωρίζει το ακριβές περιεχόμενο των φωτογραφιών αυτών (οι οποίες λήφθηκαν από το κινητό τηλέφωνο του ιδίου), ότι «[πιστεύει] ότι οι φωτογραφίες αυτές είναι αυτές που [έχει] αναρτήσει στο λογαριασμό [του] στο Facebook», πως «φαίνεται το σήμα και η σημαία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, της Συρίας, κάποια δείχνει τη σημαία της Τουρκίας που εξηγείται από το ότι την Faylaq al-Sham τη χρηματοδοτούσε η Τουρκία» και συνάπτει δέσμη φωτογραφιών ως Τεκμήριο 4 (παρ. «ιε» ΕΔ), όπου ο αιτητής φαίνεται μόνος αλλά και με άλλα άτομα να κρατά πυροβόλο όπλο, ένστολος, σε μια δε εξ αυτών η στολή του φέρει τη σημαία της Τουρκίας. Ως προς τον τραυματισμό που εντόπισαν οι καθ’ ων η αίτηση κάτω από την μασχάλη του αιτητή, ο ίδιος αναφέρει ότι «το έγκαυμα προκλήθηκε όταν [ήταν] 13 χρονών και [είχε] ένα ατύχημα» με καυτό λάδι από σκεύος (παρ. «ιστ» ΕΔ). Ως προς την αποδιδόμενη σχέση του αιτητή με «άλλο άτομο που καταζητείται στην Κύπρο και συμμετείχε σε τρομοκρατική οργάνωση», ο αιτητής αναφέρει ότι «δεν [γνωρίζει] τι σχέση έχει με την υπόθεση [του] […] τον διακινητή [του] δεν τον [γνωρίζει] προσωπικά, μόνο για τον σκοπό του ταξιδιού [του] στην Κύπρο [είχε] επικοινωνία μαζί του» και «δεν [μπορεί] καν να φανταστεί τι θεωρούν ύποπτο για το ότι [μπήκαν] στην Κύπρο 21 άτομα μαζί από τον Λίβανο» (παρ. «ιζ» ΕΔ). O αιτητής επαναλαμβάνει ότι ο ίδιος «ουδέποτε [υπηρέτησε] κάποια τρομοκρατική οργάνωση, δεν [υποστηρίζει] ακραίες ισλαμιστικές απόψεις, δεν [υποστηρίζει] τον θάνατο των ανθρώπων […] δεν [σκότωσε] κανένα άνθρωπο, αλλά [στρατολογήθηκε] για περίπου ένα χρόνο, το 2018-2019 και [εκτελούσε] συγκεκριμένα καθήκοντα […] ενώ [φωτογραφιζόταν] μόνος [του] ή με φίλους [του] εκείνη την περίοδο κρατώντας τα όπλα που [τους] έδιναν από την Faylaq al-Sham» (παρ. «ιη» ΕΔ).

Σχετικά με τις διάφορες συνεντεύξεις που του έγιναν ο αιτητής αναφέρει ότι «δεν [κατάλαβε] ούτε ποιος ακριβώς τις έκανε κάθε φορά ούτε για ποιο λόγο γίνονταν […] δεν [γνωρίζει] αν υπάρχει ποινική διαδικασία εναντίον [του] […] ουδέποτε [ενημερώθηκε] αν [είναι] ύποπτος ή κατηγορούμενος ή για οιοδήποτε δικαίωμα [του]» και συνεπώς «δεν [καταλαβαίνει] πως γίνεται να […] να [θεωρείται] ύποπτος για τόσο σοβαρά αδικήματα όπως το ότι θεωρούν ότι [σκότωσε] πενήντα τουλάχιστον ανθρώπους ή ότι [συμμετείχε] σε τρομοκρατική οργάνωση», δεδομένου του ότι «από την αρχή δεν [έκρυψε] το ότι [υπήρξε] στρατιώτης για μια περίοδο και [του] δόθηκε όπλο», σημειώνοντας ότι «το κλίμα των συνεντεύξεων ήταν εχθρικό και εκφοβιστικό και αυτό [του] προκάλεσε φόβο και αγωνία ότι θα [απελαυνόταν] στη χώρα [του] ή στον Λίβανο και ότι οι αστυνομικοί θα [τον] χτυπούσαν» (παρ. «ιθ» ΕΔ).

Έχω διέλθει με ιδιαίτερη προσοχή του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, των διαβαθμισμένων εγγράφων, της ΕΔ του αιτητή, των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών και των όσων ειπώθηκαν κατά τις διευκρινήσεις.

Σημειώνω προτού προχωρήσω ότι κατά την παρούσα διαδικασία καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια, τόσο από το Δικαστήριο, όσο και από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των μερών, ώστε να ολοκληρωθεί το συντομότερο, ιδανικά εντός της προθεσμίας που τάσσει το αρ.9ΣΤ (6) (β) (ι) του Νόμου, ήτοι τεσσάρων εβδομάδων από καταχωρήσεως της προσφυγής. Με δεδομένη την άμεση επί το πλείστο ανταπόκριση των μερών στις οδηγίες του Δικαστηρίου ο χρόνος εκδίκασης της υπόθεσης περιορίστηκε σημαντικά, όμως, δεδομένης και της ενδιάμεσης αίτησης προσαγωγής μαρτυρίας που εκδικάστηκε, και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης – δεδομένης της πολυπλοκότητας των επίδικων ζητημάτων – για πλήρη και εμπεριστατωμένη παράθεση των εκατέρωθεν επιχειρημάτων των μερών, αλλά και του ότι η συνήγορος του αιτητή, προς προστασία του οποίου ετέθη η ως άνω προθεσμία, είχε ρητά αναφέρει ότι προτιμά να της δοθεί επαρκής χρόνος, παρότι αντιλαμβάνεται ότι έτσι θα παραταθεί ο χρόνος εκδίκασης της παρούσης, και συγκατατίθεται στην υπέρβαση της εν λόγω προθεσμία για χάριν της ορθής απονομής δικαιοσύνης, δεν κατέστη δυνατό να ολοκληρωθεί εντός της ταχθείσας εκ του Νόμου προθεσμίας. Ενόψει του ότι η υπέρβαση της προθεσμίας διαφαινόταν ήδη από τα αρχικά στάδια της διαδικασίας, αφού ακολούθησε της καταχώρησης της προσφυγής διορισμός δικηγόρου κατόπιν αιτήσεως νομικής αρωγής, τροποποίηση της προσφυγής, τμηματική αποκάλυψη των διαθέσιμων στοιχείων από τους καθ’ ων η αίτηση, αλλά και αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας, με τη σύμφωνη γνώμη των μερών έγινε προσπάθεια από το Δικαστήριο να εξισορροπηθεί αφενός της ανάγκης για ταχεία εκδίκαση και μη υπέρβαση της εκ του νόμου ταχθείσας προθεσμίας και αφετέρου της ανάγκης για εξασφάλιση της «αποτελεσματικότητας των ουσιαστικών κανόνων και των διαδικαστικών εγγυήσεων που αναγνωρίζει υπέρ του αιτούντος το δίκαιο της Ένωσης» (βλ. C-564/18, LH, ημ.19/03/20, ΔΕΕ), λαμβανομένων υπόψη των ως άνω ενδιάμεσων διαδικασιών αλλά και της πολυπλοκότητας των επίδικων ζητημάτων στα πλαίσια της παρούσης προσφυγής.

Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων υπό το φως των εγειρόμενων εκ του αιτητή ισχυρισμών.

Σε σχέση κατ’ αρχήν με τον εγειρόμενο από τον αιτητή ισχυρισμό περί παράβασης του δικαιώματος ακρόασης του, ότι το ζήτημα με έχει απασχολήσει και προηγουμένως, στα πλαίσια της ΔΚ 34/20, G. S. ν. Δημοκρατίας, ημ.05/10/20, στην οποία παρέπεμψε και η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, όπου ανέφερα τα εξής, τα οποία και υιοθετώ για τους σκοπούς της παρούσης.

«Προτού προχωρήσω σημειώνω ότι έχω προβληματιστεί με τα όσα λέχθηκαν από την συνήγορο του αιτητή σχετικά με το δικαίωμα του αιτητή να ακουστεί πριν την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης. Κατ’ αρχήν παρατηρώ ότι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑166/13 Sophie Mukarubega v Préfet de police στην οποία παρέπεμψε αφορούσε το ζήτημα της ακρόασης στα πλαίσια διαδικασίας απομάκρυνσης στα πλαίσια του αρ.6 της Οδηγίας 2008/15/ΕΚ και, ακόμα και εκεί, το ΔΕΕ δέχθηκε ότι υπάρχουν περιπτώσεις που μπορεί να παραληφθεί η ακρόαση. 

Σε κάθε περίπτωση αδιαμφησβήτητα το δικαίωμα σε ακρόαση πριν από την έκδοση δυσμενούς για τον διοικούμενο απόφασης αποτελεί κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης και του Ενωσιακού Δικαίου, στη βάση των άρθρων 41 & 42 του Χάρτη. Τυχόν παράλειψη της προηγούμενης ακρόασης όμως δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι η εκδοθείσα πράξη πάσχει μη θεραπεύσιμης ακυρότητας ως αναφέρει η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση  C-383/13 PPU, M.G and N.R., EU:C:2013:533, όπου στις παρ.39, 40 και 45 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«39. Συνεπώς, αφενός, κάθε πλημμέλεια κατά την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας παρατάσεως της με σκοπό την απομάκρυνση κρατήσεως υπηκόου τρίτης χώρας δεν δύναται να αποτελέσει προσβολή των δικαιωμάτων αυτών. Αφετέρου, κάθε μη τήρηση ειδικά του δικαιώματος ακροάσεως δεν είναι επομένως ικανή να καταστήσει εκ συστήματος παράνομη, υπό την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115, την εκδοθείσα απόφαση, οπότε δεν συνεπάγεται αυτομάτως την απόλυση του συγκεκριμένου υπηκόου.

40. Πράγματι, για να διαπιστωθεί μια τέτοια παρανομία, ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξακριβώσει, όταν εκτιμά ότι πρόκειται για πλημμέλεια θίγουσα το δικαίωμα ακροάσεως, αν, σε συνάρτηση με τις πραγματικές και νομικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, η επίμαχη διοικητική διαδικασία θα είχε μπορέσει να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα λόγω του ότι οι συγκεκριμένοι υπήκοοι τρίτων χωρών θα είχαν μπορέσει να προβάλουν στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν την απόλυσή τους.

[…]

45. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στα ερωτήματα που τέθηκαν πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 6, της οδηγίας 2008/115, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όταν, στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας, η παράταση μέτρου κρατήσεως αποφασίστηκε μη τηρηθέντος του δικαιώματος ακροάσεως, ο εθνικός δικαστής που καλείται να αξιολογήσει τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής δύναται να διατάξει την άρση του μέτρου κρατήσεως μόνον αν εκτιμά, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των πραγματικών και νομικών περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ότι η προσβολή αυτή όντως στέρησε εκείνον που την προβάλλει από τη δυνατότητα να αμυνθεί καλύτερα έτσι ώστε η διοικητική αυτή διαδικασία να κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα.»

Βεβαίως η ανωτέρω απόφαση αφορά παράταση κράτησης στα πλαίσια και πάλι της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, όμως είναι ξεκάθαρο ότι μπορεί και πρέπει να τύχει εφαρμογής και στην παρούσα αφού τα συμπεράσματα που εξάγονται σε σχέση με την επίδραση της συγκεκριμένης παράλειψης δεν μπορούν να περιοριστούν μόνο στα πλαίσια της εν λόγω οδηγίας και διαδικασίας αλλά αφορούν κάθε περίπτωση διοικητικής κράτησης, ήτοι κράτησης που διατάσσεται από διοικητική αρχή και όχι από δικαστική.

Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής δεν φαίνεται να ακούστηκε πριν την έκδοση της απόφασης αφού πουθενά στο φάκελο δεν εντοπίζω οτιδήποτε που να συνηγορεί προς τούτο. Συνεπώς, ενόψει της προεκτεθείσας απόφασης του ΔΕΕ,  το ερώτημα που τίθεται είναι αν, σε περίπτωση που ο αιτητής είχε ασκήσει δεόντως το δικαίωμα του που διασφαλίζεται από τα άρθρα 41 και 42 του Χάρτη, η διαδικασία θα απέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Η κρίση επί του ζητήματος λοιπόν διέρχεται από την τελική κατάληξη του Δικαστηρίου στην παρούσα δια τον λόγο ότι αν και εφόσον, στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης, κριθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επί της ουσίας ορθή και δια τούτο η κράτηση νόμιμη, η όποια επίδραση επί του κύρους αυτής λόγω παράλειψης της προηγούμενης ακρόασης θα πρέπει να θεωρηθεί εκ των πραγμάτων θεραπεύσιμη.»

Ανατρέχοντας τώρα στο σώμα του επίδικου διατάγματος είναι προφανές ότι σ’ αυτό δεν γίνεται καταγραφή των κατ’ ιδίαν πραγματικών λόγων που αυτό εξεδόθη, αφού το μόνο που καταγράφεται είναι η επίκληση του αρ.9Στ (2) (ε) του Νόμου και η αναφορά στο ότι η κράτηση του αιτητή «απαιτείται η κράτηση του για τη προστασία της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας», παραπέμποντας στην «επιστολή ΥΑΜ Αρχηγείου, ημερ.08/04/2025» (ΔΕ1).

Παρά τις άνω διαπιστώσεις, θα πρέπει να λεχθεί ότι η επιταγή για πλήρη αιτιολόγηση  του αρ.9Στ (5) του Νόμου, με παράθεση σ’ αυτό των πραγματικών και νομικών λόγων στους οποίους στηρίζεται το διάταγμα, τίθεται βεβαίως προς το σκοπό της γνωστοποίησης των λόγων στους οποίους βασίζεται στον αιτητή, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να λάβει επαρκή γνώση αυτών και να ασκήσει τα εκ του νόμου δικαιώματα του για αμφισβήτηση της νομιμότητας και της ορθότητας αυτής.

Σχετική είναι η M.A. v Cyprus, υποθ. αρ.41872/10, του ΕΔΑΔ, ημ.23/07/13, στις παρ.234 & 235, όπου λέγονται τα ακόλουθα:

«234. The Court observes that upon his transfer to the ERU headquarters the applicant, along with the rest of the protesters, underwent an identification procedure which was aimed at ascertaining whether any of them were staying in Cyprus unlawfully. The Court has no reason to doubt, in the circumstances, that the applicant was informed at the time that he had been arrested on the ground of unlawful stay or that he at least understood, bearing in mind the nature of the identification process, that the reason for his arrest and detention related to his immigration status. In this connection, the Court notes that the applicant filed a Rule 39 request, along with a number of other protesters, the very next day, seeking the suspension of their deportation. A reading of this request indicates that they were all aware of the fact that they were detained for the purpose of deportation.

235. The foregoing considerations are sufficient to enable the Court to conclude that the requirements of Article 5 § 2 of the Convention were complied with. »

Στην δε Khlaifia and others v Italy, υποθ. αρ.16483/12 (ΕΔΔΑ), ημ.15/12/16, παρ.115, γίνεται λόγος για ουσιώδεις λόγους essential legal and factual grounds») και επί του ζητήματος αναφέρονται τα ακόλουθα, σε συνάρτηση και με το αρ.5 της ΕΣΔΑ:  

«Paragraph 2 of Article 5 lays down an elementary safeguard: any person who has been arrested should know why he is being deprived of his liberty. This provision is an integral part of the scheme of protection afforded by Article 5: any person who has been arrested must be told, in simple, non-technical language that he can understand, the essential legal and factual grounds for his deprivation of liberty, so as to be able to apply to a court to challenge its lawfulness in accordance with paragraph 4 (see Van der Leer v. the Netherlands, 21 February 1990, § 28, Series A no. 170‑A, and L.M. v. Slovenia, cited above, §§ 142-43). Whilst this information must be conveyed “promptly”, it need not be related in its entirety by the arresting officer at the very moment of the arrest. Whether the content and promptness of the information conveyed were sufficient is to be assessed in each case according to its special features (see Fox, Campbell and Hartley v. the United Kingdom, 30 August 1990, § 40, Series A no. 182, and Čonka, cited above, § 50). »

(Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)

Η ως άνω προσέγγιση του ΕΔΔΑ έτυχε εφαρμογής και στην Ahmed v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.11/2022, ημ.19/05/22.

Σε κάθε περίπτωση, ενόψει των ως άνω, κρίνω ότι η μη περίληψη των πραγματικών λόγων στους οποίους στηρίζεται το επίδικο διάταγμα δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου (βλ. και Λούκας Παπαλούκας ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 656) και συνεπώς πάσχει ακυρότητας άνευ ετέρου λόγου, αφού η παράβασή του αρ.9ΣΤ (5) του Νόμου δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για τον αιτητή και περαιτέρω παράβαση του αρ.5 της ΕΣΔΑ αφού αυτός έχει ήδη αποταθεί στο Δικαστήριο, έχοντας προηγουμένως εξασφαλίσει δωρεάν νομική αρωγή, και συνεπώς ουδέν δικαίωμα του απώλεσε από την έλλειψη που παρατηρείται στο σώμα του διατάγματος.

Δεδομένης βεβαίως της φύσης και έκτασης ελέγχου που εξασκεί το παρόν Δικαστήριο, θα πρέπει το επίδικο διάταγμα να εξεταστεί επί της ουσίας και ορθότητας του.

Στην Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.43/2021, Mondeke v. Δημοκρατίας, ημ.20/01/22, λέχθηκαν τα εξής:

«Θεωρούμε σκόπιμο ωστόσο να θέσουμε τις ορθές παραμέτρους που αφορούν τον έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας και πώς αυτός ασκείται.  Χρήσιμο είναι το τι ο ίδιος ο Νόμος ορίζει.  Πρόκειται για τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, (Ν. 73(I)/2018).

 […]

(Βλ. Janelidze ν. Δημοκρατίας, E.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/21, 21.9.2021).

Στο Σύγγραμμα Γενικό Διοικητικό Δίκαιο Π. Δ. Δαγτόγλου, 7η Αναθεωρημένη ΄Εκδοση, σελ.168 αποδίδεται πολύ γλαφυρά το πώς διενεργείται ο έλεγχος ορθότητας ως εξής:

«Βέβαια, ο ουσιαστικός δικαστικός έλεγχος, όπου προβλέπεται από το Νόμο ., δεν περιορίζεται στη διακρίβωση της νομιμότητας, όπως βασικά ο ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος, που αφορά πάντως και την έρευνα τηρήσεως των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας, καθώς και την έρευνα ενδεχόμενης πλάνης περί τα πράγματα.  Ο ουσιαστικός έλεγχος προχωρεί και στην εξέταση της «ουσίας» της υποθέσεως ..  Ερευνά δηλαδή, αν έγινε ορθή ουσιαστική εκτίμηση της συνδρομής ή μη των πραγματικών περιστατικών, στα οποία στηρίχθηκε η διοικητική πράξη. και αν έγινε «καλή χρήση» της διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως.»

Επίσης στο Σύγγραμμα Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας του Ιωάννη Σαρμά, Β΄ έκδοση σελ. 737 αποδίδονται ανάγλυφα οι διαφορές μεταξύ ακυρωτικού και ουσιαστικού δικαστή, ως ακολούθως:

«Η διαφορά των εξουσιών ακυρωτικού και ουσιαστικού δικαστή έγκειται στον χαρακτήρα της διαπλάσεως που μπορεί να πραγματοποιήσει έκαστος. Ο ακυρωτικός περιορίζεται μόνο σε ακύρωση της διαπιστωθείσης ως παρανόμου διοικητικής πράξεως. Η διαπλαστική δύναμη των αποφάσεων του είναι μόνον αρνητική, δηλαδή εξαντλείται στην εξαφάνιση εκ του νομικού κόσμου της μη νομίμου πράξεως.  Αντιθέτως, η απόφαση του ουσιαστικού δικαστή μπορεί να αναπτύξη και θετική διαπλαστική δύναμη. Ο ουσιαστικός δικαστής έχει τη δυνατότητα να διαπλάση ο ίδιος την πράξη που η Διοίκηση, κατά παραβίαση του νόμου, εξέδωσε».»

Υπογράμμιση του Δικαστηρίου

Επί των ως άνω, το ΔΕΕ στις C-924/19 και C-925/19, ημ.14/05/20, σκέψη 289, αναφέρει, ότι το αρ.9 της Οδηγίας 2013/33 υλοποιεί «το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 140 της παρούσας απόφασης, το εν λόγω άρθρο 47 αρκεί αφεαυτού και δεν χρήζει διευκρινίσεων από διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου προκειμένου να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί αυτό καθεαυτό» και ακολούθως, στη σκέψη 293, ότι «το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (βλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C-146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62).»

Ενόψει και στη βάση των ως άνω προχωρώ σε επί της ουσίας εξέταση και αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων που αφορούν το επίδικο διάταγμα. Δεδομένου ότι αυτά έχουν λεπτομερώς καταγραφεί ανωτέρω, δεν κρίνω σκόπιμο να τα επαναλάβω στο σύνολο τους, πλην των σημείων τα οποία αφορούν την αξιολόγηση που ακολουθεί.

Σημειώνω εδώ ότι, ως και στο σύγγραμμα «Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», Τάκης Ηλιάδης και Νικόλας Σάντης, σελ.720-723, με πλούσιες αναφορές και παραπομπές στη σχετική νομολογία, αναφέρεται, η μη αντεξέταση ενός μάρτυρα επί των δηλώσεων του, εν προκειμένω του αιτητή επί της ΕΔ, «δεν εξυπακούει ότι η μαρτυρία που δίδεται μπορεί να γίνει δεκτή στη μορφή που παρουσιάζεται κα να οδηγεί σε εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων δίχως αξιολόγηση της μαρτυρίας της άλλης πλευράς. Τουαντίον, το Δικαστήριο πρέπει να προβαίνει σε αξιολόγης των δύο εκδοχώ και να καταλήγει στα δικά του συμπεράσματα (Αντωνάκης Χρ. Σολομωνίδης και Άλλων ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Άλλου (2005) 1(α) ΑΑΔ 491 […]).». Συνεπώς, δεδομένου ότι η μαρτυρία των καθ’ ων η αίτηση έχει ήδη δοθεί στον αιτητή δια του διοικητικού φακέλου αλλά και του ΟΠ, τα ενώπιον μου εκατέρωθεν στοιχεία θα αξιολογηθούν ελεύθερα, η δε μη αντεξέταση του αιτητή εν προκειμένω δεν σημαίνει βεβαίως ότι τα όσα αναφέρει στην ΕΔ καθίστανται αναντίλεκτα και αποδεκτά άνευ ετέρου αξιολόγησης τους, αφού η εκδοχή των γεγονότων των καθ’ ων η αίτηση έχει αποκαλυφθεί σ’ αυτόν από προηγουμένως, και συνεπώς του δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιάσει δια της ΕΔ τη θέση του αναφορικά με τα επίδικα εδώ ζητήματα, έχοντας επίγνωση της θέσης των καθ’ ων η αίτηση (βλ. ως άνω σύγγραμμα, σελ.721).

Εν προκειμένω λοιπόν το επίδικο διάταγμα στηρίχθηκε σε στοιχεία που λήφθηκαν από τον ίδιο τον αιτητή (βλ.ερ.23-26), όπου καταγράφηκε ότι ο αιτητής, «σε σχετικές ερωτήσεις […] παραδέχθηκε ότι συμμετείχε σε πολλές μάχες με την ομάδα HAYAT TAHRIR AL-SHAM τα τελευταία χρόνια και υπολογίζει πως έχει σκοτώσει πάνω από 50 άτομα». Κατόπιν δε έρευνας στο κινητό τηλέφωνο του αιτητή (μετά από γραπτή συγκατάθεση του), εντοπίστηκαν φωτογραφίες που εμφανίζουν τον αιτητή «με πυροβόλα όπλα και με στολή του FREE SYRIAN ARMY που είχαν πάνω τη σημαία της Τουρκίας» (ΔΕ3) και, κατόπιν έρευνας των καθ’ ων η αίτηση (ΔΕ1, σελ.4-5), εντοπίστηκε ότι το πρόσωπο που τον παρέλαβε κατά την είσοδο του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές (αδελφός του αιτητή) είναι αιτητής ασύλου, η εξέτασης της αιτήσεως του οποίου εκκρεμεί, εκκρεμεί εναντίον του υπόθεση τροχαίων αδικημάτων (Αύγουστος 2024), έγιναν προσπάθειες εντοπισμού του αλλά δεν εντοπίστηκε στην τελευταία δοθείσα διεύθυνση και τα στοιχεία του έχουν τοποθετηθεί στον κατάλογο STOP LIST. Περαιτέρω, για το εν λόγω πρόσωπο, σε επιστολή του Γραφείου Τρομοκρατίας, κατά την άφιξη του στη Δημοκρατία τον Ιανουάριο 2024, εντοπίστηκαν ενδείξεις για εμπλοκή του σε εμπόλεμες συρράξεις στη Συρία, των οποίων αναμένεται αξιολόγηση. Ο αιτητής αρχικώς ανέφερε διαφορετικούς ισχυρισμούς αναφορικά με το ταξίδι του στη Δημοκρατία, ήτοι ότι αφίχθηκε δια θαλάσσης, με τη βοήθεια διακινητών, από την Τουρκία, μαζί με άλλα άτομα και έφθασαν με τα πόδια στο Κέντρο Υποδοχής Πουρνάρα, ακολούθως δε, μετά από σχετικές ερωτήσεις, ο αιτητής ανέφερε ότι αναχώρησε από την Τρίπολη του Λίβανου μαζί με περισσότερα άτομα απ’ όσα προηγουμένως είχε αναφέρει, οδηγήθηκε σε σημείο κοντά σε σκοπιές στρατιωτών στην κατεχόμενη πλευρά και, με τη βοήθεια Παλαιστίνιου, μετέβη στις ελεύθερες περιοχές, όπου ο αιτητής, ο αδελφός και τα ξαδέλφια του παραλήφθηκαν από τον αδελφό του αιτητή, μεταφέρθηκαν και διανυκτέρευσαν στην οικία του τελευταίου και την επόμενη μέρα αυτός τους μετέφερε κοντά στο κέντρο υποδοχής Πουρνάρα.

Τα ως άνω συνιστούν αποδίδουν συνοπτικά το σύνολο των στοιχείων που εδράζεται το επίδικο διάταγμα.

Εκ των ως άνω ο αιτητής αμφισβητεί δια της ΕΔ του ότι συμμετείχε σε μάχες στο πλευρό της HAYAT TAHRIR AL-SHAM και ότι έχει σκοτώσει ανθρώπους, αναφέροντας ότι ο ίδιος εργαζόταν στις οικοδομές και αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες και έτσι το «2018 μέχρι περίπου τις αρχές 2019 [αποφάσισε] να [στρατολογηθεί] […] για να [βγάζει] τα προς το ζην […] με τον ελεύθερο στρατό όπου πολεμούσε η Faylaq al-Sham των Levant Corps […] [ήταν] απλός ένας στρατιώτης» η ομάδα του δε, ως αναφέρει, «οπλοφορούσε για ώρα ανάγκης, επισκεπτόταν τα μέρη όπου γίνονταν μάχες αφότου τελείωναν […] και παρείχε βοήθεια στους αμάχους […] όπως υλικά αγαθά και φάρμακα» και, περαιτέρω «δεν [ήταν] στρατιώτης πρώτης γραμμής ούτε [χρησιμοποίησε] το όπλο [του] για να [σκοτώσει] οποιονδήποτε». Δεν υποστηρίζει πλέον καμία εκ των αντιμαχόμενων ομάδων στη Συρία, γνωρίζει για τους δεσμούς της Faylaq al-Sham με την Τουρκία, «δεν [είναι] ούτε με τους HTS ούτε με το καθεστώς Άσαντ, αλλά [υποστήριζε] τον ελεύθερο στρατό της χώρας [του] γιατί πάντα [ήθελε] ελευθερία […] χωρίς καμία κατοχική δύναμη» και «σήμερα […] δεν [είναι] με κανένα, γιατί κανείς δεν μπορεί να προστατεύσει τη ζωή [του ιδίου] και της οικογένειας [του]». Σε σχέση με τις φωτογραφίες που περιέχονται στο ΔΕ3 παραθέτει και ο ίδιος δέσμη (Τεκμήριο 4 ΕΔ), τις οποίες ο ίδιος είχε αναρτήσει σε λογαριασμό του στο ΜΚΔ Facebook, όπου ο αιτητής να κρατά όπλο, μόνος αλλά και με άλλα πρόσωπα, και φορά στολή στην οποία «φαίνεται το σήμα και η σημαία του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, της Συρίας, κάποια δείχνει τη σημαία της Τουρκίας που εξηγείται από το ότι την Faylaq al-Sham τη χρηματοδοτούσε η Τουρκία», αναφέρει δε ότι  «ουδέποτε [υπηρέτησε] κάποια τρομοκρατική οργάνωση, δεν [υποστηρίζει] ακραίες ισλαμιστικές απόψεις, δεν [υποστηρίζει] τον θάνατο των ανθρώπων […] δεν [σκότωσε] κανένα άνθρωπο, αλλά [στρατολογήθηκε] για περίπου ένα χρόνο, το 2018-2019 και [εκτελούσε] συγκεκριμένα καθήκοντα […] ενώ [φωτογραφιζόταν] μόνος [του] ή με φίλους [του] εκείνη την περίοδο κρατώντας τα όπλα που [τους] έδιναν από την Faylaq al-Sham».

Τα ως άνω συνοψίζουν την μαρτυρία που περιέχεται στην ΕΔ του αιτητή.

Αντιπαραβάλλοντας τις ως άνω εκατέρωθεν εκδοχές των μερών σημειώνω ότι ο αιτητής δια της ΕΔ δεν αρνείται μετείχε σε ένοπλη ομάδα που δρα στη Συρία, όχι όμως στη Hayat Tahrir Al-Sham, ως του αποδίδεται, αλλά στη Faylaq Al-Sham (τα ονόματα φέρουν όμοια κατάληξη), από την οποία αποχώρησε στις αρχές 2019, όταν και άρχισε να εργάζεται ως «αστυνομικός τροχαίας» (παρουσιάζει και σχετική βεβαίωση), παραδέχεται περαιτέρω ότι οπλοφορούσε αλλά αρνείται ότι αυτός σκότωσε «έστω και ένα άτομο», αναφέροντας ότι δεν ήταν στρατιώτης «πρώτης γραμμής» και παρείχε βοήθεια σε αμάχους. Αναφορικά δε με τη σχέση του με το άτομο που τον παρέλαβε κατά την έλευση του στις ελεύθερες περιοχές, κατόπιν διευκρινήσεων που δόθηκαν, η συνήγορος του ανέφερε ότι προφανώς και τον γνωρίζει, αφού είναι αδελφός του, όμως παραμένει θέση της ότι αυτό ουδόλως σχετίζεται με την παρούσα υπόθεση το αν αυτός είναι στο STOP LIST ή αν εκκρεμούν εναντίον του εντάλματα ή οτιδήποτε άλλο.

Επανερχόμενος στη νομική πτυχή των επίδικων ζητημάτων σημειώνω τα εξής.

Στη C‑601/15 PPU, JN, ημ.15/02/16, όπου το ΔΕΕ πραγματεύτηκε τόσο την έννοια της δημόσιας τάξης όσο και της δημόσιας (ή εθνικής) ασφάλειας, στην οποία γίνεται αναφορά και στην πιο πρόσφατη C-18/19, WM, ημ.02/07/20, αναφέρονται τα εξής (σκέψεις 65-69):

«65. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας [αποφάσεις Zh. και O., C‑554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθώς και T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς τα άρθρα 27 και 28 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, […]

66. Όσον αφορά την έννοια «δημόσια ασφάλεια», από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09,EU:C:2010:708, σκέψεις 43 και 44).

67. Επομένως, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 78 και 79).

68. Το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας δεν παρίσταται δυσανάλογο ούτε σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Ως προς το σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι στη διάταξη αυτή γίνεται ισόρροπη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος, ήτοι της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως, και, αφετέρου, της επεμβάσεως στο δικαίωμα στην ελευθερία την οποία συνιστά μέτρο κρατήσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Volker und Markus Schecke και Eifert, C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψεις 72 και 77).

69. Πράγματι, μέτρα κρατήσεως μπορούν να θεμελιωθούν στη διάταξη αυτή μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τα επίμαχα πρόσωπα για την εθνική ασφάλεια ή για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα των προσώπων αυτών στην ελευθερία

Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου

Σημειώνεται ότι το επίδικο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου συνιστά μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του αρ.8 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ, το οποίο πραγματεύεται η ως άνω απόφαση του ΔΕΕ.

Στην απόφαση του ΔΕΕ στη C‑554/13, Zh, ημ.11/06/15, η οποία πραγματεύεται την έννοια της «δημόσιας τάξης» στα πλαίσια της οδηγίας για την επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών 2008/115/ΕΚ, αναφέρονται τα εξής:

«52. […] απλή υπόνοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας έχει τελέσει πράξη η οποία κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα μπορεί από κοινού με άλλα στοιχεία που αφορούν τη συγκεκριμένη υπόθεση να θεμελιώσει την ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθόσον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, τα κράτη μέλη παραμένουν κατ’ ουσίαν ελεύθερα να καθορίζουν τις απαιτήσεις δημοσίας τάξεως σύμφωνα με τις εθνικές ανάγκες τους, ούτε δε από το άρθρο 7 ούτε από οποιαδήποτε άλλη διάταξη της οδηγίας αυτής μπορεί να συναχθεί ότι είναι συναφώς αναγκαία η ποινική καταδίκη.

[…]

61. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της έννοιας αυτής, έχει σημασία κάθε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που αφορά την κατάσταση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, το οποίο μπορεί να αποσαφηνίσει το ζήτημα εάν η προσωπική συμπεριφορά του συνιστά τέτοιου είδους απειλή.»

Στην απόφαση του ΔΕΕ στις υποθέσεις C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri κατά Land Baden-Württemberg, ημ.29/4/2004, σκέψη 67, λέχθηκε ότι: «[…] η εξαίρεση για λόγους δημοσίας τάξεως πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, με αποτέλεσμα η ύπαρξη ποινικής καταδίκης να μπορεί να δικαιολογήσει την απέλαση μόνον αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως […]»

Στη Stoyanov v. Δημοκρατίας, υπ. αρ.718/12, ημ.26/02/14, στην οποία σημειώνεται ότι επίδικη ήταν η κήρυξη ατόμου ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του σχετικού περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 και όχι κράτηση για λόγους δημοσίας τάξεως, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά στη σχετική νομολογία, ανέφερε τα εξής, τα οποία, τηρουμένων των αναλογιών, καθότι η παρούσα - που αφορά την ελευθερία του ατόμου - είναι έτι σοβαρότερη, θεωρώ ότι βρίσκουν εφαρμογής και εδώ :

«Στα πλαίσια της κυριαρχίας του κράτους και στη βάση της εξέτασης κατά πόσο συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, υποδείχθηκε στην απόφαση Svetlin Lilyanchov Dichev v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από Δικαστήριο.  Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία.  Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι «το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.».  Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία.  Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).»

Η ανωτέρω προσέγγιση του Δικαστηρίου επιβεβαιώθηκε τόσο στην Αναφορικά με την Αίτηση του Mhammedi, Πολ. Αίτ. 4/2020, ημ.24/02/20, όσο και στην Αναφορικά με την Αίτηση του Almuhana, Πολ. Αίτ. 28/2020, ημ.28/07/20.

Εκ του απαυγάσματος της ως άνω νομολογίας προκύπτουν τα εξής.

Η κράτηση ενός αιτητή ασύλου δυνάμει του επίδικου άρθρου θα πρέπει να στηρίζεται σε εύλογο συμπέρασμα, στη βάση διαθέσιμων στοιχείων, ότι «από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους» (βλ. JN, ανωτέρω). Τυχόν προηγούμενη ποινική καταδίκη, αφενός δεν είναι αρκετή από μόνη της για να δικαιολογήσει την κράτηση δίχως άλλο, χωρίς να προηγηθεί εξατομικευμένη αξιολόγηση όλων των δεδομένων που συνθέτουν την εκάστοτε περίπτωση, και αφετέρου η προηγούμενη καταδίκη δεν αποτελεί προαπαιτούμενο.

Αρκεί λοιπόν να «υπάρχουν και [να] συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία» (βλ. Stoyanov, ανωτέρω), δεδομένου πάντοτε ότι – προκειμένου για κράτηση ατόμου για προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας - μπορεί εξ αυτών να στηριχθεί διαπίστωση «σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τα επίμαχα πρόσωπα για την εθνική ασφάλεια ή για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα των προσώπων αυτών στην ελευθερία.» (βλ. JN, ανωτέρω).

Ως ειπώθηκε στις Janelidze και Mondeke (ανωτέρω) και επιβεβαιώθηκε και στην πιο πρόσφατη Ε.Δ.Δ.Δ.Π. αρ.41/2024, Μ. Α. ν. Δημοκρατίας, ημ.29/05/25, «ο έλεγχος ουσίας στην οποία το [παρόν] Δικαστήριο προβαίνει επί διατάγματος κράτησης […] είναι θετικά διαπλαστικός, υπό την έννοια ότι δύναται να διαπλάσει το ίδιο το Δικαστήριο την πράξη που η Διοίκηση παράνομα εξέδωσε», στα πλαίσια της οποίας μπορεί να συμπληρώσει «νομικό κενό με τη δική του κρίση, ασκώντας θετική δικαιοπλαστική εξουσία».

Παρεμβάλλω εδώ πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ), οι οποίες ρίχνουν φως στο πλαίσιο δράσης των ένοπλων ομάδων στις οποίες γίνεται αναφορά από τα μέρη.

Η οργάνωση Faylaq Al-Sham θεωρείται διάδοχος του Ισλαμικού Μετώπου και έχει την υποστήριξη της Τουρκίας. Μετά δε την εμπλοκή της σε στρατιωτική επιχείρηση μαζί με στρατιωτικές δυνάμεις της Τουρκίας, η τελευταία αύξησε την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη της προς την ομάδα, μέσω της οποίας προσπάθησε να συγχωνεύσει και να εδραιώσει τις ισλαμιστικές ομάδες που ευθυγραμμίζονταν με τη δική της ατζέντα και να ενισχύσει την επιρροή της στην επικράτεια της Συρίας. Καθώς οι ιδεολογικές και ηγετικές διαφορές καθιστούσαν προβληματική την ενσωμάτωση στο SNA, η Τουρκία δημιούργησε μια νέα οργανωτική ομπρέλα τον Μάιο του 2018, το National Liberation Front (NLF), με ηγέτη τον διοικητή της Faylaq al-Sham, οι οποίες συμμετείχαν στις επιχειρήσεις της Τουρκίας στην περιοχή Afrin κατά των Κούρδων. Συγκρούσεις μεταξύ NLF και Hayat Tahrir al-Sham (HTS) το 2018 και αρχές του 2019 οδήγησαν σε επανίδρυση του NLF στο Idlib, με την Τουρκία να πείθει τον NLF να συγχωνευθεί με τον SNA κατά τη διάρκεια του 2019, εκ της οποίας συνένωσης προέκυψε μια πιο συγκεντρωτική δύναμη που περιλαμβάνει επτά σώματα και περίπου 80.000 μαχητές.[1] Η ομάδα που προέκυψε από τη συγχώνευση του NFL και SNA από την ως άνω συγχώνευση είναι, σύμφωνα με ειδικούς, υπό τον σχεδόν πλήρη έλεγχο της Τουρκίας [«under the ‘near-total control of Turkey’s Ministry of Defense and National Intelligence Organization (MIT)»]. [2]

Το 2018 συγχωνεύτηκαν 11 ένοπλες ομάδες και δημιουργήθηκε το National Liberation Front (NLF - Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο), το οποίο συγχωνεύτηκε το 2019 με το Syrian National Army (SNA - Συριακός Εθνικός Στρατός) και αποτελείται από διάφορες ένοπλες ομάδες, μεταξύ των οποίων η Faylaq al-sham, οι οποίες δρουν κάτω από τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό (FSA Free Syrian Army).[3]

Το NLF είναι oμάδα υποστηριζόμενη από την Τουρκία, συμμαχία διάφορων οπλισμένων ομάδων, η οποία είναι παρούσα και ενεργή στην περιοχή Idlib και χρησιμοποιεί το σήμα του Free Syrian Army (FSA).[4] Μεταξύ των παρατάξεων της περιλαμβάνεται και η ομάδα Faylaq al-Sham, που θεωρείται ο κύριος παράγοντας του NLF και ο στενότερος αντάρτης σύμμαχος της Τουρκίας. Η Faylaq al-Sham λαμβάνει δικές της αποφάσεις, έχει παρουσία στο Idlib, κυρίως  σε περιοχές που ελέγχονται από την Τουρκία, ο ηγέτης της είναι επίσης ο διοικητής του National Liberation Front (NLF) και διατηρεί στενές σχέσεις με την Hayat Tahrir al-Sham (HTS).[5]

Η οργάνωση Hayat Tahrir al-Sham (HTS - γνωστή ως  Organization for the Liberation of the Levant - Οργάνωση για την απελευθέρωση Λεβάντε) είχε ως πρωταρχικό στόχο την ανατροπή του καθεστώτος του προέδρου Άσαντ στη Συρία και τη δημιουργία ισλαμικού κράτους, υπό τον νόμο της Σαρία.[6] Αποτελεί συνέχεια της οργάνωσης Jabhat al-Nusra, και μιας ομάδας συμμαχικών μεταξύ τους παρατάξεων, περιλαμβανομένων των Jabhat Fateh al-Sham, Liwa al-Haqq, Jabhat Ansar al-Din και Jaysh al-Sunna. H Jabhat al-Nusra σχηματίστηκε το 2012 από το ISIL (ISIS), από το οποίο αποσχίστηκε ένα χρόνο αργότερα και δήλωσε πίστη στην Al-Qaeda, στη συνέχει διέκοψε τους δεσμούς της μ’ αυτήν και ακολούθως ενώθηκε με άλλες παρατάξεις για να μετονομαστεί σε HTS το 2017. Εκτιμάται ότι διαθέτει έως και 30.000 μαχητές, ελέγχει την περιοχή Idlib. Έχει επίσης τον οικονομικό έλεγχο σε εκτάσεις γης και πόρους, περιλαμβανομένου πετρελαίου, το οποίο αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων γι' αυτήν, όπως και το συνοριακό πέρασμα Bab al-Hawa με την Τουρκία.[7] Περιλαμβάνεται στη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις 30/05/13, των Ηνωμένων Εθνών από τις 14/05/14 και των ΗΠΑ από τις 15/05/14.[8]

Μέλη της Hayat Tahrir al-Sham έχουν εμπλακεί σε εξωδικαστικές εκτελέσεις, αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις αμάχων, εξαναγκαστικές εξαφανίσεις, κατασχέσεις περιουσιών, παρενοχλήσεις και εκφοβισμοί κατά των γυναικών και προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί δημοσίως από την Al-Qaeda  και να παρουσιαστεί ως μια νόμιμη πολιτική αρχή.[9] Είναι σύμμαχος με National Liberation Front (NFL - Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και μαζί με άλλες παρατάξεις σχημάτισε το Military Operations Administration (MOA), το οποίο, μετά την ανωτέρω επιχείρηση και την ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ έγινε η κύρια στρατιωτική δύναμη και ανακοίνωσε τη διάλυση των στρατιωτικών παρατάξεων και την ενσωμάτωση τους στο Υπουργείο Άμυνας.  Από τον Ιανουάριο του 2025 έχει τον έλεγχο πάνω από το 60% του συριακού εδάφους. Μετά την ανάληψη της εξουσίας, υπήρξαν αρκετές αναφορές για καταχρήσεις που διαπράχθηκαν από τις δυνάμεις του HTS κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων ασφαλείας σε αλαουιτικές περιοχές,  άτομα που σκοτώθηκαν σε επιδρομές και κρατούμενοι που κρατούνταν σε απομόνωση. Ομάδες ξένων μαχητών υπό το MOA καθώς και οι επίλεκτες δυνάμεις του HTS «Red Bands» κατηγορήθηκαν για τη διάπραξη παραβιάσεων, όπως παρενοχλήσεις και εκφοβισμούς και σε λίγες περιπτώσεις δολοφονίες.[10] Η HTS ανακοίνωσε ότι θα διαλυθεί ως ένοπλη ομάδα και θα ενσωματωθεί στις ένοπλες δυνάμεις.[11]

Υπό το φως των ως άνω ΠΧΚ επανέρχομαι στα ενώπιον μου στοιχεία, όπου εντοπίζω σημεία που τέμνονται οι αντικρουόμενες εκδοχές των μερών αναφορικά με το ιστορικό του αιτητή, αφού είναι αποδεκτό ότι αυτός συμμετείχε σε ένοπλη ομάδα στη Συρία, οπλοφορούσε και υπάρχουν φωτογραφίες αυτού, τόσο στο ΔΕ3 όσο και στο Τεκμήριο 4 της ΕΔ του, με όπλα και στολή που φέρει το σήμα του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (Free Syrian Army) και τη σημαία της Τουρκίας. Σημειώνω ότι, δεδομένου και του Τεκμηρίου 2 της ΕΔ (η φωτογραφία περιλαμβάνεται και στο ΔΕ3), αποδέχομαι ότι ο αιτητής συμμετείχε στην Faylaq al-Sham, λαμβανομένου υπόψη και του ότι το σήμα της  ως εμφαίνεται στη φωτογραφία αυτή καταγράφεται και σε πηγές που έχω εντοπίσει.[12]

Αποτιμώντας τα στοιχεία που αναφέρω αμέσως πιο πάνω, δεδομένων των ως άνω ΠΧΚ, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να υπεισέλθω σε περαιτέρω αξιολόγηση των λοιπών πτυχών των ενώπιον μου δεδομένων, θεωρώ πως είναι αρκετά για να συναχθεί ότι εν προκειμένω «υπάρχουν […] πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία» (βλ. Stoyanov, ανωτέρω).

Τούτο γιατί, ανεξάρτητα με τον χρόνο συμμετοχής του, τον ρόλο του στην οργάνωση και τον βαθμό ανάμιξης του στην δράση της, η συμμετοχή του αιτητή σε ένοπλη ομάδα η οποία βρίσκεται υπό τον έλεγχο, τη στήριξη, οικονομική και πολιτική, και εφοδιάζεται από χώρα η οποία αποτελεί υπαρξιακή απειλή για τη Δημοκρατία, λαμβανομένου υπόψη και του πλήθους φωτογραφιών που διατηρεί μέχρι και σήμερα στο κινητό του τηλέφωνο (σημειώνω ότι σε πολλές εξ αυτών ο αιτητής εμφαίνεται σε θέση μάχης εντός ορύγματος, με διάφορα πυροβόλα όπλα διαφορετικών διαμετρημάτων αλλά και στα πλαίσια ομάδας που φέρει μέχρι και αντιαρματικά όπλα), θεωρώ πως τα ως άνω αποτελούν επαρκή στοιχεία για να θεωρηθεί, τουλάχιστον κατά τον χρόνο που εξεδόθη το επίδικο διάταγμα, λίγες μέρες μετά την άφιξη του στη Δημοκρατία και αμέσως αφότου συγκεντρώθηκαν οι ως άνω πληροφορίες, μέσα από τις δηλώσεις του ιδίου και έρευνα που έγινε στο κινητό του τηλέφωνο, ότι εκ της «συμπεριφορά[ς] [του] προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους». Αξίζει εδώ να σημειωθεί και το λεκτικό του επίδικου αρ.9ΣΤ (2) (ε) του Νόμου, που αποτελεί αυτολεξεί μεταφορά του αρ.8 (3) (ε) της Οδ. 2013/33/ΕΕ, όπου αναφέρεται ότι, «εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός […] θέτει υπό κράτηση αιτητή […] όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης».

Σε περιπτώσεις λοιπόν ως η παρούσα, όπου ένα άτομο που εισέρχεται παρατύπως στη Δημοκρατία, με τη βοήθεια διακινητών, το οποίο έχει συμμετοχή σε οργάνωση για την οποία διαθέσιμες ΠΧΚ κάνουν λόγο για ένοπλη δράση και στενή σύνδεση με τρίτη χώρα η οποία – ως αναφέρω και πιο πάνω – αποτελεί υπαρξιακή απειλή για τη Δημοκρατία, το άτομο δε αυτό έχει δημοσιεύσει πλήθος φωτογραφιών στο διαδίκτυο όπου αποτυπώνεται αυτή η συμμετοχή του, ενόπλως και ενστόλως, φέρων και τη σημαία μάλιστα της χώρας αυτής, δεν μπορεί παρά να δημιουργούνται εύλογες ανησυχίες ότι το άτομο αυτό αποτελεί ενδεχομένως τέτοιο κίνδυνο κατά «θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας» της Δημοκρατίας. Δεν έχω εντοπίσει άλλωστε κάποια νομολογία ή άλλη βιβλιογραφία που να δεικνύει ότι απαιτείται κατά τον χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος κάτι άλλο από υπόνοια, ήτοι ενδείξεις ή, ως καταγράφεται και στη Stoyanov (ανωτέρω), «πληροφορίες […] που προκαλούν ανησυχία» ότι ο αιτητής αποτελεί εν δυνάμει ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας του κράτους υποδοχής.

Υπενθυμίζω και σημειώνω άλλωστε ότι η κράτηση αυτή ελέγχεται και ως προς τη διάρκεια της, στα πλαίσια αιτήσεως για Προνομιακό Ένταλμα Habeas Corpus, όπου, ως δεικνύει η πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε περίπτωση που παρέλθει εύλογος χρόνος από την κράτηση ενός αιτητή χωρίς να ερευνηθούν δεόντως οι πληροφορίες που αρχικά συλλέχθηκαν, διατάσσεται η απελευθέρωση του αιτητή. Σχετικώς, στην απόφαση του Ανωτάτου στην Αίτηση Onuegbu, Πολ. Αίτ. 2/2022, ημ.23/02/22, σημειώθηκε ότι εκεί  «[π]αρήλθε σημειωτέος χρόνος χωρίς να τεκμηριωθεί από τους Καθ' ων η Αίτηση, που έχουν και το βάρος απόδειξης, ότι λήφθηκαν συγκεκριμένα και ουσιαστικά μέτρα προς πραγματική επαλήθευση των λόγων κράτησης, ούτε και διαφαίνεται πως υπάρχει αληθινή προοπτική, η εξακρίβωση αυτή να μπορεί να γίνει με επιτυχία το συντομότερο δυνατό και χωρίς άλλες περιττές καθυστερήσεις (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Almuhana, Πολ. Αίτ. 28/20, ημ. 28.7.20, πράγμα το οποίο οδήγησε στην απελευθέρωση του αιτητή.

Στην Ε.Δ.Δ.Δ.Π αρ.1/2020, Vakeel Signh v. Δημοκρατίας, ημ.19/12/23, διευκρινίστηκε, μετά από αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία, ότι «γεγονότα, παραλείψεις ή και ενέργειες που συμβαίνουν μετά την έκδοση του διατάγματος κράτησης, όπως επίσης και όταν οι λόγοι της κράτησης έχουν εκλείψει, αποκτούν σημασία κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας της κράτησης, που ελέγχεται στο πλαίσιο της διαδικασίας του habeas corpus».

Συνεπώς, παρόλο που δεν μπορεί να στερηθεί ο αιτητής του δικαιώματος να παραθέσει τις δικές του θέσεις και εκδοχή επί των επίδικων ζητημάτων, ως εν προκειμένω έπραξε δια της ΕΔ, και παρότι το Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη στοιχεία που τίθενται ενώπιον του και δεν βρίσκονταν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση κατά τη λήψη του επίδικου διατάγματος, το Δικαστήριο εξετάζει τη νομιμότητα (και ορθότητα) αυτού στη βάση του χρόνου έκδοσης του. Αυτό συνεπάγεται ότι οι περιστάσεις που αφορούν την έκδοση του ανατρέχουν στον χρόνο αυτό και τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτό ελήφθη κατά τον τότε χρόνο.

Εδώ, ως ανωτέρω αναφέρω, ακόμα και αν γινόταν δεκτό το σύνολο της ΕΔ του αιτητή, αυτό δεν αλλάζει τα σημεία στα οποία οι πληροφορίες που είχαν ενώπιον τους οι καθ’ ων η αίτηση τέμνονται με την μαρτυρία του αιτητή και τα οποία, ως ανωτέρω εξηγώ, είναι θεωρώ αρκετά για να καταστήσουν εύλογο το συμπέρασμα ότι ο αιτητής συνιστά, στη βάση των διαθέσιμων πληροφοριών, δυνητικά κίνδυνο για την δημόσια τάξη και ασφάλεια της Δημοκρατίας. Σημειώνω βεβαίως ότι ο όρος δημόσια ασφάλεια είναι συνώνυμος με τον όρο εθνικά ασφάλεια, ως προκύπτει και από την εναλλασσόμενη χρήση των δύο όρων στην απόφαση JN (ανωτέρω) από το ΔΕΕ. Ο κίνδυνος δε αυτός τον οποίον συνιστά ο αιτητής, παρότι απαιτείται να είναι αποτέλεσμα εξατομικευμένης εξέτασης της ατομικής συμπεριφοράς του αιτητή, εκ της οποίας θα πρέπει να προκύπτει  «ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας», παραμένει δυνητικός (εφόσον απλή υποψία αρκεί), με δεδομένο ότι διάφορη προσέγγιση θα καθιστούσε ουσιαστικά ανεφάρμοστο το αρ.9ΣΤ (2) (ε) του Νόμου, αφού θα απαιτούσε την ύπαρξη στοιχείων τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε ποινική ή άλλη έρευνα ή διαδικασία. Οιαδήποτε όμως άλλη διερεύνηση των στοιχείων, είτε στα πλαίσια ποινικής ή άλλης διαδικασίας κατά του αιτητή, θα πρέπει κατ’ ανάγκη να έπεται της κράτησης δυνάμει του επίδικου άρθρου του Νόμου, του οποίου σκοπός είναι η κράτηση ενός αιτητή «όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης».

Διαφορετική προσέγγιση, όπου θα απαιτούνταν για την ενεργοποίηση του αρ.9ΣΤ (2) (ε) κάτι περισσότερο από «πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία» (βλ. Stoyanov, ανωτέρω), θα στερούσε από το άρθρο αυτό κάθε νομική σκοπιμότητα στο εθνικό και ενωσιακό νομικό πλαίσιο, αφού θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να αρχίσει ποινική διαδικασία και ένας αιτητής να τεθεί υπό κράτηση αρχικώς στα πλαίσια αιτήματος προσωποκράτησης του και ακολούθως ως υπόδικος, εφόσον βεβαίως πληρούνται οι αντίστοιχες προϋποθέσεις γι’ αυτό. Συνεπώς ποιος ο λόγος ύπαρξης της επίδικης πρόνοιας αν απαιτούνταν να έχουν συλλεγεί κατάλληλες πληροφορίες για την προώθηση ποινικής διαδικασίας; Είναι γι’ αυτό που θεωρώ ότι το επίδικο άρθρο υπάρχει, ήτοι για να ληφθούν άμεσα τα μέτρα για τον περιορισμό της ελευθερίας ενός αιτητή «όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης». Λεχθέντων των ως άνω είναι βεβαίως αναμφισβήτητο ότι, εφόσον ο αιτητής τίθεται υπό κράτηση, η εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας αλλά και η ολοκλήρωση περαιτέρω ερευνών επί των στοιχείων που οδήγησαν στην κράτηση του αιτητή θα πρέπει να διεξαχθεί με τη δέουσα ταχύτητα και σπουδή, αλλιώς η αρχικά νόμιμη κράτηση του καθίσταται ενδεχομένως παράνομη εκ της διάρκειας της. Άλλωστε, ως και στο αρ.9ΣΤ (4) (α) αναφέρεται, «[η] κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης». Δεδομένου βεβαίως του ότι η διάρκεια εκφεύγει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, δεν κρίνω σκόπιμο να επεκταθώ επ’ αυτού.

Ότι ενδιαφέρει λοιπόν στα πλαίσια της παρούσης είναι ότι οι πληροφορίες εκ των οποίων στοιχειοθετείται - στο στάδιο  αυτό - ότι ένας αιτητής συνιστά «ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας», δεν απαιτείται να είναι ούτε αδιάσειστες, ούτε αναντίλεκτες αλλά ούτε και ικανές να στηρίξουν σχετική ποινική διαδικασία, πόσο δε μάλλον καταδίκη του. Αυτό που απαιτείται είναι η υπό κρίση κράτηση να μην αποτελεί προϊόν γενικής πολιτικής πρόληψης αλλά ούτε και να είναι παντελώς στερούμενη στοιχείων που καταδεικνύουν τη σοβαρή απειλή, η οποία επαναλαμβάνω, παραμένει βεβαίως δυνητική, που ο αιτητής συνιστά, κατόπιν εκτίμησης αυτών.

Εν προκειμένω καταλήγω, στη βάση των όσων πιο πάνω εξηγώ, ότι υφίστανται επαρκή στοιχεία, τα οποία δεν αμφισβητούνται από τον αιτητή, που εντάσσουν τη συμπεριφορά του αιτητή, ως και πάλι ανωτέρω περιγράφεται, έχοντας κατά νου και τις σχετικές ΠΧΚ, εντός του πεδίου εφαρμογής του επίδικου άρθρου. Με λίγα λόγια, συνοψίζοντας τα όσα εξηγώ ανωτέρω, υπάρχουν «πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία», οι οποίες καταδεικνύουν, δεδομένου ότι δεν είχαν την ευκαιρία οι αρχές να ερευνήσουν περαιτέρω και εις βάθος τα ενώπιον τους στοιχεία, που πρέπει να γίνει το ταχύτερο δυνατόν, οι οποίες επιτρέπουν συμπέρασμα ότι ο εδώ αιτητής συνιστά εν δυνάμει «ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας», εφόσον ο αιτητής παραδέχεται τη συμμετοχή του σε οργάνωση με τα χαρακτηριστικά που οι ΠΧΚ της προσδίδουν, το γεγονός δε ότι διατηρεί μέχρι σήμερα πλήθος φωτογραφιών από αυτή τη συμμετοχή δεν συνάδει με τους ισχυρισμούς του περί περιστασιακής συμμετοχής του πριν από χρόνια και συνεπώς – δεδομένου του ότι δεν έχουν ακόμα διερευνηθεί δεόντως – επιτρέπουν το ανωτέρω συμπέρασμα, στα αρχικά αυτά στάδια διερεύνησης τους.

Σημειώνω εδώ ότι το γεγονός ότι τα όσα καταγράφονται στα ερ.23-26 δεν συνιστούν καταγραφή δηλώσεων σε πρώτο πρόσωπο δεν αφαιρεί κάτι από τις καταγραφές αυτές, δεδομένου και του ότι ο αιτητής δεν αμφισβητεί το σύνολο των καταγραφών αλλά μέρος αυτών που αφορά το όνομα της οργάνωσης στην οποία συμμετείχε, τον αν σκότωσε στα πλαίσια της δράσης του, το ότι το τραύμα του δεν σχετίζεται με τη δράση του και τα συμπεράσματα περί τρομοκρατικής δράσης του, τα οποία – ως ανωτέρω εξηγώ – δεν είναι απαραίτητα για να στηριχθεί το επίδικο διάταγμα, καθώς αρκούν οι πληροφορίες που ο ίδιος παραθέτει στην ΕΔ του (στα σημεία που συνάδουν και με τις καταγραφές στα ερ.23-26), τις οποίες προφανώς δεν αμφισβητεί. Συνεπώς δεν μπορώ να αντιληφθώ και δεν συμμερίζομαι τις επί τούτου αιτιάσεις της συνηγόρου του ότι δεν υφίσταται καταγραφή των δηλώσεων του, ανεξαρτήτως του αν μπορεί ή όχι να λεχθεί ότι τα ερ.23-26 συνιστούν συνέντευξη, πράγμα που είναι θεωρώ επουσιώδες.

Σε σχέση τώρα με τους ισχυρισμούς της συνηγόρου του ότι το γεγονός και μόνο ότι ο αιτητής έχει υποστηρίξει ή και μετείχε σε κάποια οργάνωση, η οποία δεν βρίσκεται στη λίστα τρομοκρατικών οργανώσεων κανενός οργανισμού ή κράτους, δεν αρκεί, καθώς θα πρέπει να αποδειχθεί περαιτέρω ο βαθμός της ανάμιξης και η ατομική του ευθύνη σε συγκεκριμένες πράξεις της οργάνωσης αυτής (γίνεται λόγος στο αρ.25 «Ατομική Ποινική Ευθύνη», Συνθήκη της Ρώμης - παρ.64 αγόρευσης - σ.σ. αναφέρεται στο Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου) σημειώνω τα εξής.

Κατ’ αρχήν πρέπει να ειπωθεί ότι οι αποφάσεις του ΔΕΕ (C-59/09, B and D, ημ.09/11/10 και C-373/13, HT, ημ.24/06/15), στις οποίες κάνει αναφορά ο αιτητής στα πλαίσια της ως άνω εισήγησης του αφορούν αποκλεισμό από καθεστώς διεθνούς προστασίας. Επί τούτου σημειώνω ότι οι αναφορές του αιτητή στην ανάγκη διάγνωσης ατομικής ευθύνης, ως και στη σχετική παρατιθέμενη νομολογία του ΔΕΕ εξηγείται, αφορά στις πράξεις που αναφέρονται ρητά στο αρ.5 (1) (γ) και (2) (α) μέχρι (στ) του Νόμου, όπου παρατίθενται οι λόγοι αποκλεισμού από καθεστώς διεθνούς προστασίας. Σημειώνω ότι η διάγνωση ατομικής ευθύνης καθίσταται απαραίτητη στην εν λόγω περίπτωση, αφού θα πρέπει να αποφασιστεί σε περιπτώσεις αποκλεισμού κατά πόσο υπάρχουν «σοβαροί λόγοι ότι» [αρ.5 (1) (γ) και 5 (2)] ο αιτητής διέπραξε την πράξη που του αποδίδεται, ως αυτή περιγράφεται στο αρ.5. Αξίζει βεβαίως να σημειωθεί ότι, ακόμα και στις περιπτώσεις αυτές, δεν απαιτούνται αδιάσειστα στοιχεία αλλά μάλλον στοιχεία «ουσιώδους βαρύτητας» που να αφορούν την τέλεση από τον αιτητή κάποιας συγκεκριμένης πράξης που οδηγεί στον αποκλεισμό του από διεθνή προστασία, ως εξηγείται και στο πιο κάτω απόσπασμα του εγχειρίδιου EASO, Exclusion: Articles 12 and 17 Qualification Directive, Second edition, Judicial analysis, 2020, σελ.55-56:

«It must therefore be established whether there is sufficient evidence for attributing individual responsibility to the person concerned for acts falling within the scope of the grounds for exclusion […]

[…]

It would appear that clear and credible evidence of involvement in excludable acts is required to satisfy the ‘serious reasons’ test in Article 1F (156).

[…]

The German Bundesverwaltungsgericht (Federal Administrative Court) has stated the following.

A standard of proof such as is called for in criminal law is not necessary […]. Rather, ‘serious’ indicates that the evidence of the commission of the crimes referred to in Section 3(2)(1) of the Asylum Procedure Act [Article 1F(a) Refugee Convention] must be of substantial weight. As a rule, reasons are ‘serious’ when there is clear and credible evidence that such crimes have been committed (159).

[…]

Thus, the evidential standard of proof for exclusion from refugee status is lower than that required for a finding of guilt by a criminal court. »

Συνεπώς, πέραν του ότι δεν απαιτείται σε περιπτώσεις ως η παρούσα, που αφορούν την κράτηση αιτητή δυνάμει του αρ.9ΣΤ (2) (ε) να αποδοθεί κάποια συγκεκριμένη πράξη στον αιτητή και ούτε είναι απαραίτητο η ομάδα στην οποία συμμετείχε να έχει τρομοκρατική δράση, ακόμα και στην περίπτωση του αρ.5 (2) (δ), που αφορά αποκλεισμό αιτητή από συμπληρωματική προστασία, θα πρέπει να υπάρχουν «σοβαροί λόγοι ότι […] συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας», απαίτηση που δεν απαντάται στο επίδικο εδώ άρθρο, όπου γίνεται αναφορά σε κράτηση του αιτητή «όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης», πράγμα που καταδεικνύει, θεωρώ ότι εν προκειμένω απαιτείται χαμηλότερο επίπεδο απόδειξης των πραγματικών λόγων επί των οποίων στηρίζεται το συμπέρασμα περί ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής. Αν ο σκοπός του νομοθέτη ήταν να ισχύει το ίδιο επίπεδο και απαιτήσεις εν προκειμένω, θα έπρεπε να προσθέσει την ανάγκη για ύπαρξη «σοβαρών λόγων» και στο επίδικο άρθρο, η δε μη αναφορά του επιρρώνει θεωρώ την ως άνω κατάληξη μου ότι το επίπεδο είναι διαφορετικό στα δύο αυτά άρθρα. Άλλωστε θεωρώ ότι, παρότι η στέρηση της ελευθερίας ενός ατόμου είναι αδιαμφησβήτητα εξαιρετικά επαχθές μέτρο, δεδομένου ότι συνιστά επέμβαση στο θεμελιώδες αυτό δικαίωμα του, η οποία είναι προσωρινή και η διάρκεια της οποίας δύναται να ελεγχθεί δικαστικώς σε κάθε στάδιο αυτής, ο αποκλεισμός από διεθνή προστασία επιφέρει, δια της εις το διηνεκές στερήσεως της προστασίας αυτής, έτι σημαντικότερες και διαρκείς επιπτώσεις στο άτομο αυτό.

Ενόψει των ως άνω διαπιστώσεων μου απομένει η εξέταση του κατά πόσο θα μπορούσε εν προκειμένω να εφαρμοστούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.

Σε περιπτώσεις ως η παρούσα, που αφορούν την προστασία και διαφύλαξη της δημόσιας τάξης και εθνικής ασφάλειας, έχει ιδιαίτερη σημασία να σταθμιστεί το κατά πόσο η δια του επίδικου διατάγματος προστασία «θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας […] της εσωτερικής [και] εξωτερικής ασφάλειας» μπορεί να διασφαλιστεί με λιγότερο επαχθές μέτρο, στα πλαίσια της οποίας «γίνεται ισόρροπη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος, ήτοι της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως, και, αφετέρου, της επεμβάσεως στο δικαίωμα στην ελευθερία την οποία συνιστά μέτρο κρατήσεως» (βλ. JN, ανωτέρω), καθώς είναι δια μέσου της στάθμισης αυτής που μπορεί να εκφρασθεί κρίση επί του αν η επιλογή του επαχθέστερου εν προκειμένω μέτρου της κράτησης απολήγει να είναι η καταλληλότερη υπό τις περιστάσεις για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού – εδώ της διαφύλαξης της δημόσιας τάξης και εθνικής ασφάλειας - στη βάση της αρχής της αναλογικότητας, που είναι και η κατάληξη μου στην παρούσα, ως θα εξηγήσω πιο κάτω, και δια τούτο η μόνη ενδεδειγμένη και συνεπώς αναγκαία, στη βάση της αρχής της αναγκαιότητας.

Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι ο επιδιωκόμενος δια του επίδικου διατάγματος σκοπού, στον οποίο εμπεριέχεται και ο κίνδυνος ο αιτητής να εξαφανιστεί (αυτό έγινε και με τον αδελφό του, βλ. ΔΕ1 – σελ.5) ή και να προβεί σε ενέργειες κατά του κράτους ή να τελέσει αδικήματα σοβαρής φύσεως ή πράξεις εκ των οποίων διακυβεύεται η εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας, δεν μπορεί να διασφαλιστεί εδώ με κανένα άλλο τρόπο παρά με την κράτηση του αιτητή, δεδομένων πάντοτε των όσων αναφέρω και πιο πάνω αναφορικά με την ανάγκη αυτή να έχει το συντομότερο δυνατό διάστημα. Το διακύβευμα λοιπόν εδώ είναι τόσο μεγάλο και με ενδεχομένως τόσο μεγάλες συνέπειες που δεν επιτρέπει άλλη προσέγγιση, ιδίως εφόσον, πάντοτε κατά τον χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος, δεν έχει ολοκληρωθεί η περαιτέρω διερεύνηση των στοιχείων που έχουν οι αρχές, ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί ακριβέστερα το μέγεθος του κινδύνου σε όλη του την έκταση.

Εκ του αποτελέσματος της ανωτέρω στάθμισης προκύπτει περαιτέρω ότι η κράτηση του αιτητή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στο εκ του αρ.6 του Χάρτη (ΧΘΔ) και αρ.5 της ΕΣΔΑ προστατευμένο δικαίωμα του αιτητή στην ελευθερία, αφού, από την στιγμή που κρίνεται ότι είναι αναγκαία και αναλογική ως προς τον  επιδιωκόμενο δια της κράτησης σκοπό – και εφόσον τα κριτήρια που θέτει το επίδικο άρθρο του Νόμου και της Οδηγίας πληρούνται - δεν μπορεί βεβαίως να θεωρείται αυθαίρετη (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ S.K. v Russia, αρ.52722/15, ημ.14/12/17, παρ.111 καθώς και απόφαση του ΔΕΕ C-18/16, K. ν Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημ.14/09/17).

Επί των δε λοιπών εισηγήσεων της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή αναφορικά με το αρ.5 της ΕΣΔΑ, σημειώνω ότι η συμβατότητα του άρθρου της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, της οποίας μεταφορά στην εθνική νομοθεσία αποτελεί το επίδικο αρ.9ΣΤ του Νόμου, έχει εξεταστεί ήδη από το ΔΕΕ, στην JN (ανωτέρω), όπου λέχθηκαν τα εξής:

«44. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι λόγοι για τους οποίους ο αναιρεσείων της κύριας δίκης τέθηκε υπό κράτηση σχετίζονται, ιδίως, με τις εγκληματικές πράξεις που έχει τελέσει στο ολλανδικό έδαφος και με την έκδοση εις βάρος του αποφάσεως για εγκατάλειψη του ολλανδικού εδάφους, συνοδευόμενης από απαγόρευση εισόδου, οι οποίες έχουν καταστεί απρόσβλητες. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της ΕΣΔΑ, ιδίως δε στην προπαρατεθείσα απόφαση Nabil κ.λπ. κατά Ουγγαρίας (§ 38), που πρέπει να ληφθεί υπόψη βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη για την ερμηνεία του άρθρου 6 του Χάρτη. Κατά τη νομολογία αυτή, η κράτηση αιτούντος άσυλο αντιβαίνει στην ως άνω διάταξη της ΕΣΔΑ στην περίπτωση που δεν διατάσσεται ενόψει της απομακρύνσεώς του.

45. Υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι μολονότι, όπως επιβεβαιώνεται από το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα αναγνωρισμένα από την ΕΣΔΑ θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν τμήμα του δικαίου της Ένωσης ως γενικές αρχές και το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη επιβάλλει να αναγνωρίζεται στα περιεχόμενα στον εν λόγω Χάρτη δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται από την ΕΣΔΑ η ίδια έννοια και η ίδια εμβέλεια με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση, η ΕΣΔΑ δεν συνιστά εντούτοις, ενόσω η Ένωση δεν έχει προσχωρήσει σε αυτή, νομική πράξη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης (αποφάσεις Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 44, καθώς και Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑398/13 P, EU:C:2015:535, σκέψη 45).

46. Επομένως, το κύρος του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 πρέπει να εξεταστεί μόνο υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Otis κ.λπ., C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψη 47, καθώς και Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑398/13 P, EU:C:2015:535, σκέψη 46).

47. Ως προς το σημείο αυτό, από την επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 6 του Χάρτη, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την ερμηνεία του (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 20, καθώς και Spasic, C‑129/14 PPU, EU:C:2014:586, σκέψη 54), προκύπτει ότι τα δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 6 του Χάρτη αντιστοιχούν στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ και ότι οι περιορισμοί που μπορούν νομίμως να επιβληθούν στην άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με την πρώτη εκ των διατάξεων αυτών δεν μπορούν να υπερβαίνουν εκείνους που επιτρέπονται από την ΕΣΔΑ βάσει του γράμματος της δεύτερης εκ των ως άνω διατάξεων. Εντούτοις, κατά την επεξήγηση σχετικά με το άρθρο 52 του Χάρτη, η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού σκοπό έχει να διασφαλίσει την αναγκαία συνοχή μεταξύ του Χάρτη και της ΕΣΔΑ, «χωρίς αυτό να θίγει την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

48. Εξάλλου, σύμφωνα με γενική ερμηνευτική αρχή, μια πράξη της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπον ώστε να μη θίγεται το κύρος της και σύμφωνα με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου και, μεταξύ άλλων, με τις διατάξεις του Χάρτη (αποφάσεις McDonagh, C‑12/11, EU:C:2013:43, σκέψη 44, και Επανεξέταση Επιτροπή κατά Strack, C‑579/12 RX‑II, EU:C:2013:570, σκέψη 40).

49. Επιτρέποντας την κράτηση αιτούντος όταν αυτό απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως, το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 προβλέπει περιορισμό της ασκήσεως του δικαιώματος στην ελευθερία το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη.

50. Εντούτοις, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται σε αυτόν πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων.

51. Επισημαίνεται συναφώς ότι ο επίμαχος περιορισμός προβλέπεται από τον νόμο, δεδομένου ότι επιβάλλεται από οδηγία η οποία αποτελεί νομοθετική πράξη της Ένωσης.

52. Επιπλέον, το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 δεν θίγει το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος στην ελευθερία που κατοχυρώνει το άρθρο 6 του Χάρτη. Ειδικότερα, η διάταξη αυτή δεν αναιρεί την κατοχύρωση του δικαιώματος αυτού και, όπως προκύπτει από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως και από την αιτιολογική σκέψη 15 της ίδιας οδηγίας, παρέχει στα κράτη μέλη την εξουσία να θέτουν τον αιτούντα υπό κράτηση μόνο για λόγους που έχουν σχέση με την ατομική του συμπεριφορά και εφόσον συντρέχουν οι κατά την ίδια διάταξη εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες εξάλλου οριοθετούνται από το σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπουν τα άρθρα 8 και 9 της οδηγίας 2013/33.

53. Δεδομένου ότι η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως αποτελεί τον σκοπό του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, διαπιστώνεται ότι μέτρο κρατήσεως βάσει της διατάξεως αυτής ανταποκρίνεται πράγματι σε σκοπό γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση. Κατά τα λοιπά, η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως συμβάλλει επίσης στην προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων. Ως προς το σημείο αυτό, το άρθρο 6 του Χάρτη διακηρύσσει το δικαίωμα κάθε προσώπου όχι μόνο στην ελευθερία, αλλά επίσης και στην ασφάλεια (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Digital Rights Ireland κ.λπ., C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 42).»

Εκ των ως άνω το ΔΕΕ, εξετάζοντας στα πλαίσια της ως άνω υπόθεσης, ως εκ του ως άνω αποσπάσματος προκύπτει, το αρ.5 της ΕΣΔΑ υπό το πρίσμα του αρ.6 και αρ.52 του Χάρτη, το οποίο αποτελεί πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ, κατέληξε στα εξής:

«Από την εξέταση του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος της διατάξεως αυτής υπό το πρίσμα των άρθρων 6 και 52, παράγραφοι 1 και 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

Από την πλευρά του το ΕΔΔΑ, στην πρόσφατη απόφαση του στην Β. Α. ν Cyprus, app. No.24607/20, ημ.02/07/24, ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το αρ.5 της ΕΣΔΑ, παρόλο που εκεί κατάληξε ότι η κράτηση του αιτητή στη βάση του εδώ επίδικου αρ.9ΣΤ (2) (ε) ήταν κατά παράβαση του αρ.5 (1) (στ) της ΕΣΔΑ, αφού, παρά τις επί τούτου αιτιάσεις της Δημοκρατίας ότι η κράτηση του συνδεόταν και με το να εμποδιστεί ο αιτητής να εισέλθει στη Δημοκρατία, δεδομένου ότι σ’ αυτόν δόθηκε σχετική βεβαίωση υποβολής αιτήσεως, όπου καταγράφεται και το δικαίωμα παραμονής του στη Δημοκρατία, έγινε δεκτό ότι εφόσον έλαβε τέτοιο δικαίωμα παραμονής δεν θα μπορούσε να στηριχθεί ότι υπάρχει η απαιτούμενη σύνδεση με το αρ.5 (1) (στ) (α’ εδάφιο) της ΕΣΔΑ, εντούτοις επιβεβαίωσε, με αναφορά και στη Saadi v U. K., app. No.13229/03, ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει δεκτό, παρά την χρονική απόσταση μεταξύ της εισόδου του αιτητή στο έδαφος της χώρας και της κράτησης του.

Στη Saadi v U. K., app. No.13229/03, ημ.29/01/08, το ΕΔΔΑ ανέφερε ότι, μέχρις ότου το κράτος στο οποίο εισέρχεται ένας αιτητής επίσημα εξουσιοδοτήσει (authorize) την είσοδο του αυτή, η είσοδος του παραμένει παράτυπη (unauthorized entry) και συνεπώς τυχόν κράτηση για την οποία μπορεί να λεχθεί ότι συνδέεται με το να εμποδιστεί αιτητής από του να εισέλθει παράνομα στη χώρα αυτή είναι συμβατή με το αρ.5 (1) (στ) (α’ εδάφιο) της ΕΣΔΑ, νοούμενου ότι η κράτηση συνάδει με τον συνολικό σκοπό του αρ.5, ο οποίος δεν είναι άλλος από τη διασφάλιση ότι κανείς δεν στερείται της ελευθερίας του κατά τρόπο αυθαίρετο:

«65.  On this point, the Grand Chamber agrees with the Court of Appeal, the House of Lords and the Chamber that, until a State has “authorised” entry to the country, any entry is “unauthorised” and the detention of a person who wishes to effect entry and who needs but does not yet have authorisation to do so can be, without any distortion of language, to “prevent his effecting an unauthorised entry”. It does not accept that as soon as an asylum-seeker has surrendered himself to the immigration authorities, he is seeking to effect an “authorised” entry, with the result that detention cannot be justified under the first limb of Article 5 § 1 (f). To interpret the first limb of Article 5 § 1 (f) as permitting detention only of a person who is shown to be trying to evade entry restrictions would be to place too narrow a construction on the terms of the provision and on the power of the State to exercise its undeniable right of control referred to above. Such an interpretation would, moreover, be inconsistent with Conclusion no. 44 of the Executive Committee of the United Nations High Commissioner for Refugees’ Programme, the UNHCR’s Guidelines and the Committee of Ministers’ Recommendation (see paragraphs 34-35 and 37 above), all of which envisage the detention of asylum-seekers in certain circumstances, for example while identity checks are taking place or when elements on which the asylum claim is based have to be determined.

66.  While holding, however, that the first limb of Article 5 § 1 (f) permits the detention of an asylum-seeker or other immigrant prior to the State’s grant of authorisation to enter, the Court emphasises that such detention must be compatible with the overall purpose of Article 5, which is to safeguard the right to liberty and ensure that no one should be dispossessed of his or her liberty in an arbitrary fashion.»

Εν προκειμένω λοιπόν, δεδομένης τόσο της νομολογίας του ΔΕΕ όσο και του ΕΔΑΔ, με δεδομένο ότι ουδέν στοιχείο ετέθη ενώπιον μου ότι η είσοδος του αιτητή νομιμοποιήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο (authorized) πριν να κρατηθεί δυνάμει του επίδικου διατάγματος, και λαμβανομένου υπόψη ότι η κράτηση του γίνεται δυνάμει εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας, δεν μπορώ να δεχθώ τις αιτιάσεις της συνηγόρου του ότι είναι ασύμβατη με το αρ.5 της ΕΣΔΑ. Σημειώνω εδώ ότι το αρ.5 (1) (στ) (β’ εδάφιο), το οποίο αναφέρεται σε κράτηση ενόψει απέλασης, στο οποίο κάνει αναφορά, δεν τυγχάνει βεβαίως εφαρμογής εν προκειμένω, δεδομένης της απουσίας τέτοιας πράξης απέλασης κατά του αιτητή.

Τέλος, αναφορικά με τους ισχυρισμούς του αιτητή περί του ότι δεν τηρήθηκαν οι εγγυήσεις που αφορούν το τεκμήριο αθωότητας, την μη ενημέρωση αυτού ότι κατέστη ύποπτος ή για τον σκοπό των ερωτήσεων που του υποβλήθηκαν, το δικαίωμα σε δικηγόρο, στην μη αυτοενοχοποίηση και τα γενικά δικαιώματα του κατά την επίδικη διαδικασία, παρατηρώ ότι ουδέν εκ των ως άνω ισχυρισμών δικογραφείται και συνεπώς δεν μπορούν βεβαίως να εξεταστούν εδώ (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.06/07/18 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598). Αναφορικά δε με τους γενικούς ισχυρισμούς του αιτητή περί του ότι «το κλίμα των συνεντεύξεων ήταν εχθρικό και εκφοβιστικό και αυτό [του] προκάλεσε φόβο και αγωνία ότι θα [απελαυνόταν] στη χώρα [του] ή στον Λίβανο και ότι οι αστυνομικοί θα [τον] χτυπούσαν» (παρ. «ιθ» ΕΔ), θεωρώ ότι δεν χρήζουν περαιτέρω ενασχόλησης, δεδομένου του ότι ουδέν συγκεκριμένο αναφέρεται που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς αυτούς περί φόβου, αγωνίας ή ότι θα τον χτυπούσαν. Για να αξιολογηθούν τέτοιοι ισχυρισμοί θεωρώ ότι θα πρέπει να προσφέρεται συγκεκριμένη μαρτυρία που να περιλαμβάνει συγκεκριμένους ισχυρισμούς γεγονότων, ήτοι γιατί προκλήθηκε φόβος και αγωνία στον αιτητή και ποιες πράξεις των εμπλεκόμενων οργάνων προκάλεσαν τέτοιο φόβο ή αγωνία, προκειμένου να μπορεί να αξιολογηθεί αν αυτός είναι δικαιολογημένος ή και βάσιμος. Τέτοια ζητήματα, τα οποία άπτονται και των αμέσως προηγουμένων ισχυρισμών του αιτητή σε σχέση με τις διαδικαστικές εγγυήσεις που κατ’ ισχυρισμό στερήθηκε, πρέπει να δικογραφούνται ειδικώς και να αποδεικνύονται ενδελεχώς δια της προσκομισθείσας μαρτυρίας, εκ των οποίων ουδέν έγινε στα πλαίσια της παρούσης, αφού ουδέν παρατίθεται εν προκειμένω πέραν γενικών αναφορών σε εχθρικό κλίμα στις συνεντεύξεις, χωρίς καν αναφορά σε ποια συγκεκριμένη διαδικασία αναφέρεται, οι οποίες περαιτέρω, για τους λόγους που πιο πάνω εξηγώ, παραμένουν ατεκμηρίωτες.

Υπό το φως των όσων έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και το προσβαλλόμενο διάταγμα επικυρώνεται.

Με δεδομένο ότι ο αιτητής είναι δέκτης δωρεάν νομικής αρωγής, δεν εκδίδεται οιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

Τα έξοδα της δικηγόρου του αιτητή να καταβληθούν από το Ταμείο Νομικής Αρωγής. 

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] CRU Report November 2019, Strategies of Turkish proxy warfare in northern Syria, Chapter 2, Turkey and the armed Syrian opposition: Nationalist Islamist groups, https://www.clingendael.org/pub/2019/strategies-of-turkish-proxy-warfare-in-northern-syria/2-turkey-and-the-armed-syrian-opposition-nationalist-islamist-groups/ [ημ. πρόσβασης 28/05/25]

[2] EASO - European Asylum Support Office,  Syria Actors Country of Origin Information Report, σελ.56 https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_12_EASO_COI_Report_Syria_Actors.pdf

[3] EUAA - European Union Agency for Asylum, Syria: Country Focus, March 2025, σελ. 45-46, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2025-05/2025_03_EUAA_COI_Report_Syria_Country_Focus.pdf [ημ.28/05/25]

[4]BBC, Syria: Who's in control of Idlib?, 18 February 2020, https://www.bbc.com/news/world-45401474 [ημ. πρόσβασης 28/05/25]

[5] EASO - European Asylum Support Office,  Syria Actors Country of Origin Information Report, σελ.54-55https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_12_EASO_COI_Report_Syria_Actors.pdf [ημ. πρόσβασης 28/05/25]

[6]Government of Canada, Currently listed entities, Hay'at Tahrir al-Sham, https://www.publicsafety.gc.ca/cnt/ntnl-scrt/cntr-trrrsm/lstd-ntts/crrnt-lstd-ntts-en.aspx#29 [ημ. πρόσβασης 28/05/25]

[7] Aljazeera, Who are Hayat Tahrir al-Sham and the Syrian groups that took Aleppo?, 2 Dec 2024,

https://www.aljazeera.com/news/2024/12/2/hayat-tahrir-al-sham-and-the-other-syrian-opposition-groups-in-aleppo [28/05/25]

[9] EUAA - European Union Agency for Asylum, Country Guidance Syria, April 2024, σελ.24-25 https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2024-04/2024_Country_Guidance_Syria_EN.pdf [ημ. πρόσβασης 28/05/25]

[10] EUAA - European Union Agency for Asylum, Syria: Country Focus, March 2025, σελ. 43-45, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2025-05/2025_03_EUAA_COI_Report_Syria_Country_Focus.pdf [28/05/25]

[11] Aljazeera, Syria’s Baath party dissolved: What happens next?, 30 Jan 2025, https://www.aljazeera.com/news/2025/1/30/syrias-baath-party-dissolved-what-happens-next [ημ. πρόσβασης 28/05/25]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο