
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 1103/2023
30 Ιουνίου, 2025
[Ε.ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 Συντάγματος
Μεταξύ:
J.K.K.,
από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόρος για Αιτητή: Α. Πλιάκα (κα) για Γκλόρια Χρυσαφή (κα)
Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Ε. Χατζηγιάννη (κα), για Αίγλη Κίτσιου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής στρέφεται εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 10.02.2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για άσυλο, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).
Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής αναφερόμενη και ως «Λ.Δ.Κ.»), την οποία εγκατέλειψε στις 30.09.2018 και στις 10.09.2021 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 28.09.2021. Στις 12.01.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος υπέβαλε στις 23.10.2023 Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε αυθημερόν την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 27.03.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 13.03.2023. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής ισχυρίζεται κατά πρώτον ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και στο πλαίσιο μίας παράτυπης διαδικασίας, κατά δεύτερον, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πραγματικής πλάνης, ενώ προωθεί κατά τρίτον την θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Ως προς την ουσία της υπόθεσής του, ισχυρίζεται ότι ο Αιτητής δέχεται απειλές κατά της ζωής του από Αστυνομικούς που χρηματίστηκαν από την οικογένεια της κοπέλας που διατηρεί δεσμό μέχρι και σήμερα, ισχυριζόμενος ότι είχε συλληφθεί από την Αστυνομία χωρίς να διαπράξει κάποιο έγκλημα. Ισχυρίζεται επίσης ότι ο ίδιος και η οικογένειά του υποφέρουν από τις παρενοχλήσεις που δέχονται από την Αστυνομία, με αποκορύφωμα το γεγονός ότι του έκαψαν το σπίτι και αυτό λόγω του ότι ο ίδιος διατηρεί δεσμό με την κοπέλα του, τον οποίο δεν αποδέχεται η οικογένειά του, καταλήγοντας ότι έφθασαν μέχρι και στο σημείο απόπειρας δολοφονίας του ιδίου και των οικείων του και ότι ο ίδιος είναι πλέον τρομοκρατημένος.
Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση επισημαίνουν καταρχάς, ότι παρατηρείται παντελής έλλειψη εξειδίκευσης των λόγων ακυρώσεως που προωθεί ο Αιτητής κατά παραβίαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, υποβάλλοντας ότι για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο. Πέραν τούτου, οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Υποβάλλουν περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.
Αξιολόγηση εκατέρωθεν ισχυρισμών και καταληκτικά συμπεράσματα
Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή και σε συμφωνία με τα όσα υποβάλλουν και οι Καθ' ων η αίτηση, διαπιστώνεται η γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων περί παραβίασης γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς την ταυτόχρονη εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και του τρόπου με τον οποίο οι αρχές αυτές παραβιάζονται. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1].
Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344, Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποία παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση και στη βάση ξεκάθαρης επιχειρηματολογίας αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα χωρίς τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων κατά τη διεξαγωγή της διοικητικής δίκης[4].
Στην εξεταζόμενη λοιπόν υπόθεση, η παράλειψη του Αιτητή να εξειδικεύσει τους ισχυρισμούς του με αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, επηρεάζει αναπόφευκτα τη νομική βάση των προωθημένων λόγων ακυρώσεως καθιστώντας αυτούς ανεπίδεκτους δικαστικής εκτίμησης και κατά τούτο, πλην του ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας ο οποίος προωθείται με σχετική επιχειρηματολογία, οι λοιποί ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολο τους ως αναιτιολόγητοι.
Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν (Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, N. 73(I)/2018), θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, σε συνάρτηση και τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας, ο οποίος συναρτάται με την ουσία της υπόθεσης.
Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[5].
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Στο πλαίσιο της υποβληθείσας αίτησής του για διεθνή προστασία ο Αιτητής κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή υπήρξε για χρόνια θύμα προσβολών και απειλών κατά της ζωής μου από την οικογένεια της κοπέλας του, προσθέτοντας ότι οι απειλές αυτές οδήγησαν στην προσβολή του μικρού του αδελφού, ο οποίος κάηκε ζωντανός στο οικογενειακό του σπίτι, το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς.
Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Kinshasa, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, όπου και διέμενε με τους γονείς του μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα. Ως δήλωσε, ότι έχει δύο αδελφούς και τρεις αδελφές, εκ των οποίων οι τρεις (δύο αδελφοί και μία αδελφή) ζουν στην Kinshasa και οι υπόλοιπες δύο σε Βέλγιο και Γαλλία αντίστοιχα. Ο πατέρας και η μητέρα του διαμένουν επίσης στην Kinshasa. Ο Αιτητής είναι άγαμος και χωρίς τέκνα. Ως προς το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, δήλωσε ότι φοίτησε σε σχολείο μέσης εκπαίδευσης και κατείχε δίπλωμα λυκείου, ενώ συνέχισε τις σπουδές του στην Ινδία από το 2011 έως το 2016 στον τομέα της Εφαρμοσμένης Πληροφορικής (Computer Application). Μετά την επιστροφή του στην ΛΔΚ το 2016, φοιτούσε σε πανεπιστήμιο και στη συνέχεια, το 2018, μετέβη στη Βόρεια Κύπρο, όπου ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στο αντικείμενο «Management Information System». Ως υποστήριξε, ουδέποτε εργάστηκε στη ΛΔΚ (βλ. ερ. 14/2Χ).
Αναφορικά με την ουσία του αιτήματός του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι το 2011 μετέβη στην Ινδία για σπουδές, όπου και γνώρισε μία συμφοιτήτριά του, με την οποία διατηρούσε ερωτική σχέση. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους, επέστρεψαν μαζί στη ΛΔΚ, όπου συνέχισαν τη σχέση τους αλλά άρχισαν να έχουν προβλήματα. Ως εξήγησε, η οικογένεια της συντρόφου του αντέδρασε έντονα στη σχέση αυτή, δηλώνοντας ότι δεν έπρεπε να έχει ο ίδιος σχέση με την κόρη τους και ότι δεν έπρεπε να της είχε κάνει πρόταση γάμου, καθώς είχαν επιλέξει άλλον άντρα για εκείνη. Από τότε αρχίσαν να δέχονται απειλές επειδή δεν ήθελαν να διακόψουν την σχέση τους, ωστόσο οι απειλές αυτές έγιναν, στη συνέχεια, σωματικές απειλές και επαναλαμβανόμενες. Πέραν τούτου, ως εξήγησε ο Αιτητής, οι γονείς τους αναμείχθηκαν επειδή η κατάσταση έγινε βίαιη, απειλώντας τους ότι θα τους σκοτώσουν αν δεν σταματούσαν τη σχέση τους. Από το 2016 μέχρι το 2018, ο ίδιος ευρισκόταν υπό απειλή. Η μητέρα της αποφάσισε να στείλει την κοπέλα του στην Βόρεια Κύπρο για να σταματήσει τη σχέση τους, ωστόσο οι ίδιοι δεν σταμάτησαν και οι απειλές συνεχίστηκαν. Τότε, η αδελφή του που έχει στο Βέλγιο, τον συμβούλευσε να αναζητήσει μια χώρα όπου θα μπορούσε να ξεφύγει από τις απειλές.
Κατά το στάδιο των διερευνητικών ερωτήσεων, ο Αιτητής ανέφερε ότι, εκτός από τις απειλές που δέχονταν από την οικογένεια της συντρόφου του, δεχόταν απειλές και από την αστυνομία. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι αστυνομικοί τον προσέγγισαν, τον συνέλαβαν και του απηύθυναν την προειδοποίηση: «Γιατί δεν σταματάς να κάνεις αυτό που σου λένε και συνεχίζεις;». Όπως δήλωσε, η αστυνομία τον απειλούσε ότι «αν δεν κάνεις αυτό που σου λέμε, θα σε σκοτώσουμε». Ο Αιτητής ανέφερε ότι οι απειλές γίνονταν με άμεση προσωπική παρουσία, δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι «έρχονταν και με έβρισκαν», «με έπαιρναν κάπου» και «άρχιζαν να μου μιλούν».
Ερωτηθείς για τη διάρκεια της κατάστασης αυτής, ο Αιτητής δήλωσε ότι η περίοδος των απειλών εκτεινόταν από το 2016 έως και το 2018, και επανέλαβε ότι κατά το διάστημα αυτό βρισκόταν υπό συνεχή απειλή, ενώ οι γονείς και των δύο ενεπλάκησαν λόγω της έντασης και της βίαιης εξέλιξης της κατάστασης. Τόνισε πως οι γονείς τους τούς απείλησαν ότι θα τους σκοτώσουν αν δεν σταματούσαν τη σχέση τους.
Ο Αιτητής ανέφερε επίσης ότι η μητέρα της συντρόφου του, σε μια προσπάθεια να σταματήσει τη σχέση, αποφάσισε να τη στείλει στη Βόρεια Κύπρο. Ωστόσο, όπως είπε, οι ίδιοι δεν διέκοψαν τη σχέση τους και οι απειλές συνεχίστηκαν. Ερωτηθείς για τον λόγο που θεωρεί ότι βρίσκεται ακόμη σε κίνδυνο, απάντησε ότι οι απειλές εξακολουθούν να υφίστανται, ακόμη και μετά την απομάκρυνσή του από τη ΛΔΚ.
Σε σχέση με τη σημερινή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε ότι εξακολουθεί να λαμβάνει απειλές μέσω τηλεφωνικών κλήσεων και κοινωνικών δικτύων, ωστόσο, όπως ανέφερε, δεν διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία για τις απειλές αυτές. Εξήγησε ότι «όταν ήμασταν στο άλλο μέρος, δεχόμασταν απειλές· εδώ, κανείς δεν ξέρει ότι είμαστε εδώ».
Ερωτηθείς γιατί θεωρεί ότι η οικογένεια της συντρόφου του αντιδρούσε με αυτόν τον τρόπο, απάντησε ότι η αντίδραση οφειλόταν στο γεγονός ότι ο ίδιος ανήκει στη φυλή Luba, ενώ η σύντροφός του κατάγεται από το Bandundu, υπονοώντας εθνοτική διαφοροποίηση ως ρίζα της σύγκρουσης.
Τέλος, ερωτηθείς αν υπάρχει οποιοδήποτε μέρος εντός της ΛΔΚ, πλην της Κινσάσα, στο οποίο να μπορεί να ζήσει με ασφάλεια, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, εκφράζοντας την άποψη ότι δεν υφίσταται ασφαλής εναλλακτική περιοχή διαμονής εντός της χώρας καταγωγής του.
Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση
Προχωρώντας τώρα στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, παρατηρώ ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός») διαχώρισε τους ισχυρισμούς του Αιτητή σε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς:
Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός από τον Λειτουργό, καθώς, όπως κρίθηκε, στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία. Έγινε συνεπώς αποδεκτό ότι ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (DRC), ανήκει στη φυλή Luba, είναι Χριστιανός Ευαγγελικός, και ομιλεί τις γλώσσες Lingala και Γαλλικά. Ο Αιτητής μπόρεσε να προσδιορίσει με σαφήνεια τον τόπο γέννησης και πρώην συνήθους διαμονής του (Kinshasa), καθώς και γειτονικές περιοχές, ενώ προσκόμισε και το διαβατήριό του.
Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης εκ μέρους των γονέων της συντρόφου του, λόγω της μεταξύ τους σχέσης, ισχυρισμός ο οποίος απορρίφθηκε από τον Λειτουργό. Κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής του αξιοπιστίας, ο Λειτουργός διαπίστωσε ότι, παρά το γεγονός ότι δόθηκαν στον Αιτητή επαρκείς ευκαιρίες για να τεκμηριώσει την ουσία του φόβου του, αυτός δεν κατόρθωσε να παράσχει περιεκτικές και συνεκτικές πληροφορίες. Ειδικότερα, το βασικό αφήγημα περί απειλών εκ μέρους της οικογένειας της συντρόφου του και υποτιθέμενης σύλληψης από την αστυνομία κρίθηκε ως αντιφατικό, ελλιπώς αιτιολογημένο και χωρίς σαφή χρονολογική αλληλουχία. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει κρίσιμες λεπτομέρειες, όπως το όνομα του άνδρα με τον οποίο επρόκειτο να παντρευτεί η σύντροφός του, αν και πότε αυτή επρόκειτο να παντρευτεί, ή τα αίτια για τα οποία ο γάμος αυτός τελικά δεν έγινε.
Αναφορικά με τις ισχυριζόμενες απειλές, ο Αιτητής ανέφερε ότι προέρχονταν τόσο από την οικογένεια της συντρόφου του όσο και από την αστυνομία, χωρίς όμως να μπορεί να εξηγήσει τη φύση των απειλών, να αναφέρει συγκεκριμένη ημερομηνία σύλληψης ή διάρκεια κράτησης, ή να προσκομίσει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο. Οι δηλώσεις του επί των ζητημάτων αυτών χαρακτηρίστηκαν από έλλειψη σαφήνειας, συνέπειας και εσωτερικής συνοχής, με αποτέλεσμα η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού να μην τεκμηριωθεί.
Λαμβανομένης δε υπόψη της προσωπικής φύσης του ισχυρισμού, δεν ήταν δυνατή η διασταύρωση των ισχυρισμών με εξωτερικές πηγές. Ως εκ τούτου, η συνολική αξιολόγηση της αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, κατέληξε αρνητική.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, στη βάση των αποδεκτών πραγματικών περιστατικών, ο Λειτουργός έκρινε ότι δεν υφίσταντο βάσιμοι λόγοι να θεωρείτο ότι σε περίπτωση που ο Αιτητής επέστρεφε στην Kinshasa θα αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Αξιολογώντας ακολούθως τα στοιχεία του προφίλ του, ο Λειτουργός κατέληξε πως δεν παρουσιάζονταν στοιχεία ευαλωτότητας, ενώ κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, διαπιστώθηκε ότι στον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του, ήτοι την Kinshasa, δεν παρατηρούνταν συνθήκες ενόπλων συγκρούσεων.
Κατά τη νομική ανάλυση, ο Λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που απαιτούνται για την αναγνώρισή του ως πρόσφυγα, καθώς δεν στοιχειοθετείτο βάσιμος και αιτιολογημένος φόβος δίωξης για οποιονδήποτε από τους λόγους του άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης ή του άρθρου 3(1) του Νόμου περί Προσφύγων. Ομοίως, κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν διαπιστώθηκε, βάσει των προσωπικών του στοιχείων και της συνολικής εκτίμησης κινδύνου, ότι θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο θανάτωσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή σοβαρής απειλής λόγω γενικευμένης βίας σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa.
Καταληκτικά, κρίθηκε ότι ο Αιτητής είχε μεταναστεύσει για οικονομικούς λόγους και ότι δεν συντρέχουν οι νομικές προϋποθέσεις για την υπαγωγή του σε οποιαδήποτε μορφή διεθνούς προστασίας.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του Λειτουργού όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Αρχικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως σαφείς, δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε ο λειτουργός ασύλου. Ορθώς επιπλέον κρίθηκε ως τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή η πρωτεύουσα, Κινσάσα της ΛΔΚ.
Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι τον ισχυρισμό ότι οι γονείς της συντρόφου του δεν ενέκριναν τη μεταξύ τους σχέση και τον απειλούσαν, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η ζωή του, έχοντας εξετάσει προσεκτικά το περιεχόμενο των δηλώσεων του Αιτητή και τη συναφή αξιολόγηση του Λειτουργού, φρονώ ότι η κρίση του Λειτουργού αναφορικά με την αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού είναι, σε γενικές γραμμές, ορθή, πλήρης και επαρκώς αιτιολογημένη. Ο Λειτουργός προέβη σε ενδελεχή εξέταση του αφηγήματος του Αιτητή, εστιάζοντας ευστοχότατα στις εσωτερικές αντιφάσεις που εμφάνιζε, στην έλλειψη λογικής συνοχής ως προς τη ροή των γεγονότων, αλλά και στην απουσία εξωτερικών τεκμηρίων που θα μπορούσαν να ενισχύσουν και να στηρίξουν τους ισχυρισμούς του.
Ειδικότερα, η βασική θέση του Αιτητή ότι η οικογένεια της συντρόφου του – και ιδίως οι γονείς της – απέρριπταν τη σχέση τους και προέβησαν σε απειλές κατά της ζωής του, κρίθηκε ασαφής και αντιφατική. Η απόπειρα σύνδεσης αυτών των ισχυρισμών με μια γενικότερη απειλή δίωξης δεν συνοδευόταν από σαφείς, περιεκτικές και ουσιαστικές πληροφορίες. Ο Αιτητής μετέβαλε την αφήγησή του σε σχέση με την επιστροφή του από την Ινδία στη ΛΔΚ, γεγονός που ο ίδιος αναγνώρισε ως παρεξήγηση, όμως η διόρθωση αυτή ανέδειξε την αστάθεια του αφηγήματός του. Παράλληλα, ενώ υποστήριξε ότι η σύντροφός του πιεζόταν να παντρευτεί άλλον άντρα, δεν ήταν σε θέση να προσφέρει βασικά στοιχεία, όπως το όνομά του ή το αν τελικά γνωρίστηκαν. Επιπλέον, δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί ο γάμος αυτός δεν πραγματοποιήθηκε, παρότι η σύντροφός του διέμενε με τους γονείς της στο διάστημα 2015–2018.
Ομοίως, η περιγραφή των απειλών που φέρεται να δέχθηκε ήταν εξαιρετικά γενική. Παρότι υποστήριξε ότι δεχόταν απειλές τόσο από την οικογένεια της συντρόφου του όσο και από την αστυνομία, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τη φύση αυτών των απειλών ούτε να προσκομίσει οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο. Αντιθέτως, όταν ερωτήθηκε για τη σύλληψή του, δεν μπόρεσε να θυμηθεί την ημερομηνία ούτε τη διάρκεια κράτησής του. Όταν δε ρωτήθηκε για την τελευταία φορά που απειλήθηκε, απάντησε με εμφανή αδιαφορία ότι δεν μπορεί να πει, γεγονός που επιβεβαιώνει την έλλειψη όχι μόνο λεπτομέρειας αλλά και προσωπικής εμπλοκής με τα καταγγελλόμενα γεγονότα.
Πέραν των σημείων που ορθά εντόπισε ο Λειτουργός, εντοπίζονται και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία τα οποία ενισχύουν περαιτέρω την κρίση περί αναξιοπιστίας και δεν αναφέρθηκαν ρητά στην αξιολόγηση. Ειδικότερα, η αδυναμία του Αιτητή να ανακαλέσει κρίσιμα περιστατικά, όπως η ημερομηνία της σύλληψής του ή ο αριθμός των απειλών που δέχθηκε, η πλήρης απουσία τεκμηρίων ακόμη και για απειλές που φέρεται να έλαβε μέσω τηλεφώνου ή κοινωνικών μέσων, και η ασυνέπεια ως προς τις χρονολογικές αναφορές της επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, δημιουργούν ένα συνολικό αφήγημα αστάθειας και κατασκευασμένης αφήγησης.
Πέραν των επισημάνσεων αυτών, εντοπίζεται και πρόσθετη ασυνέπεια μεταξύ των ισχυρισμών του Αιτητή στο έντυπο της αίτησης και των όσων κατέθεσε κατά τη συνέντευξή του. Συγκεκριμένα, στην αίτησή του ο Αιτητής ανέφερε ότι οι απειλές που δεχόταν από την οικογένεια της συντρόφου του οδήγησαν στην προσβολή του μικρού του αδελφού, ο οποίος κάηκε ζωντανός μέσα στο οικογενειακό τους σπίτι, το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς. Ωστόσο, ουδεμία αναφορά σε αυτό το σοβαρό περιστατικό έγινε από τον ίδιο κατά τη συνέντευξή του, ούτε αυθόρμητα ούτε κατόπιν σχετικής ερώτησης. Το γεγονός ότι ο Αιτητής επέλεξε να παραλείψει ένα τέτοιας βαρύτητας περιστατικό, εφόσον πράγματι έλαβε χώρα και συνδεόταν με τον πυρήνα του ισχυρισμού του περί απειλών, πλήττει σοβαρά την εσωτερική συνοχή και αξιοπιστία της αφήγησής του. Η σιωπή του επί του ζητήματος αυτού δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί ως στοιχείο περί κατασκευασμένου ή διογκωμένου ισχυρισμού, με σκοπό την ενίσχυση της αίτησης, χωρίς να στηρίζεται σε συνεκτική προσωπική αφήγηση.
Συνολικά, η απόρριψη του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή δεν στηρίζεται μόνο στην έλλειψη τεκμηρίωσης, αλλά και σε μια ευρύτερη εικόνα που αναδεικνύει την ασυνέπεια, την αδυναμία ανάκλησης βασικών στοιχείων και την απουσία συναισθηματικής εμβάθυνσης ή εμπειρικής σύνδεσης με τα γεγονότα που επικαλείται. Ως εκ τούτου, η απόρριψη του ισχυρισμού από τον Λειτουργό κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη.
Ενόψει των πιο πάνω, είναι και η δική μου εκτίμηση ότι το αφήγημα του Αιτητή, αναφορικά με τον ισχυριζόμενο φόβο του εξαιτίας απειλών που δεχόταν από την οικογένεια της συντρόφου του, δεν κατέστη δυνατό να στοιχειοθετήσει την απαιτούμενη εσωτερική αξιοπιστία. Η συνολική του κατάθεση διακρίνεται από ασάφειες, ελλείψεις, αντιφάσεις και σημαντικά κενά, ενώ απουσιάζει η αναμενόμενη πληρότητα, συνέπεια και λογική συνοχή που θα καθιστούσε τον ισχυρισμό αυθύπαρκτο και πειστικό. Η μη επανάληψη, κατά τη συνέντευξη, σοβαρών περιστατικών που είχαν προηγουμένως καταγραφεί στην αίτηση, ενισχύει την εντύπωση μιας ασυνεχούς και ενδεχομένως κατασκευασμένης αφήγησης. Κατά τούτο, η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού δεν στοιχειοθετείται.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή, δεδομένης της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού αυτού εκ της αοριστίας, της γενικότητας και της αντιφατικότητας που χαρακτηρίζει το αφήγημα του Αιτητή δεν προκύπτει ανάγκη για εξέταση της εξωτερικής τους συνοχής, με αναφορά σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Επί τούτου, σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στο εγχειρίδιο της EUAA), Evidence and Credibility Assessment in the context of the Common European Asylum System[6], σελ.169 όπου διαλαμβάνονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα:
«This will be necessary insofar as the rationale of the judgment relies on the appreciation of conditions prevailing in the country of origin. This would not be the case in all situations. For example, it may well be unnecessary in respect of a negative credibility finding based on a blatant lack of internal consistency or on unsatisfactorily explained discrepancies and variations on the essential elements of a claim, nor a fortiori if an appeal is rejected on inadmissibility grounds.»
Βλέπε σχετικώς και τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην FERDINAND EBELE EWELUKWA v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 18/2023, 31.10.2024.
Καταλήγω συνεπώς ότι ο δεύτερος αυτός ισχυρισμός του Αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και αυτός απορρίπτεται για τους λόγους που έχουν ανωτέρω επεξηγηθεί. Πρόσθετα, ενόψει των πιο πάνω, ο ισχυρισμός του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Υπό το φως των προλεχθέντων και του ισχυρισμού περί προσωπικών στοιχείων του Αιτητή που έγινε αποδεκτός από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»
Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβη» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[7] ότι συνιστούν:
«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[8], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Περαιτέρω όωπς διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ν Staatssecretaris van Justitie[9]:
«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.
34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[10] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Κινσάσα της ΛΔΚ, από την οποία προέκυψε ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Κινσάσα, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ.[11]
Ωστόσο, για λόγους πληρότητας της έρευνας, παρατίθενται τα πιο πρόσφατα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας που σημειώθηκαν στην Κινσάσα κατά το τελευταίο έτος. Με βάση, συνεπώς, τα όσα ανευρέθηκαν στο ACLED, κατά το διάστημα 06.04.2024 – 04.04.2025 σημειώθηκαν στην Κινσάσα 30 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 240 απώλειες. Εξ’ αυτών, τα 13 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (20 απώλειες), τα 9 ως εξεγέρσεις (202 απώλειες), τα 6 ως μάχες (18 απώλειες) και τα 2 ως διαμαρτυρίες (0 απώλειες).[12]
Σημειώνεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συγκεκριμένων περιστατικών ασφαλείας και των συνεπακόλουθων απωλειών, έλαβε χώρα στις 02.09.2024 όταν κρατούμενοι της φυλακής Makala στην Κινσάσα εξεγέρθηκαν και επιχείρησαν μαζική απόδραση. Προκλήθηκαν τουλάχιστον 130 θάνατοι, τόσο από την άτακτη φυγή και τα ποδοπατήματα, όσο και από πυροβολισμούς των αρχών που προσπάθησαν να σταματήσουν την απόδραση κρατουμένων. [13]
Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της επαρχίας Κινσάσα υπολογίζεται ότι κατά το 2020 ανερχόταν σε 14.565.700 κατοίκους, ενώ ο πληθυσμός της πόλης Κινσάσα ανερχόταν σε 7.273.947 κατοίκους σύμφωνα με υπολογισμούς του 2004.[14]
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, στον τελευταίο τόπο διαμονής του και ως εκ τούτου δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άντρας, υγιής, μορφωμένος και πλήρως ικανός προς εργασία χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο Αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).
Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
[2] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.
[5] Υπόθ. αρ. 128/2008, JAMAL KAROU v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010
[6] Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System' (2023), 136 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 08.11.2024)
[7] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland
[9]Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009
[10] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).
[11] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo, UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html , USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04 /2025)
[13] Human Rights Watch -HRW, DR Congo: Investigate Prison Deaths, Sexual Violence, 6 September 2024, https://www.hrw.org/news/2024/09/06/dr-congo-investigate-prison-deaths-sexual-violence (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2025)
[14] City Population, Democratic Republic of the Congo: Regions, Major cities and Towns – Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Wed Information- Kinshasa, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/04/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο