N.M.N ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 128/24, 17/6/2025
print
Τίτλος:
N.M.N ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 128/24, 17/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

      Υπόθεση Αρ. 128/24

 

17 Ιουνίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

N.M.N

Αιτήτριας

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

 

 ..................................................

 

Η αιτήτρια παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου

 

Γεωργία Καρατσιόλη για Χρύσα Ματθαίου, Δικηγόρος για την αιτήτρια

 

Χριστίνα Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 18/12/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:  αιτήτρια είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κόνγκο (στο εξής «ΛΔΚ») και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 06/12/2021, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, παραλαμβάνοντας αυθημερόν Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λευκωσίας.

 

Στις 06/12/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας από λειτουργό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για το Άσυλο (στο εξής ʺEUAAʺ). Στις 18/12/2023 ο λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας. Αυθημερόν, συγκεκριμένος λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών, να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση του λειτουργού και προχώρησε στην απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απόφαση της σχετικά με το αίτημα της αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε από την ίδια στις 20/12/2023. Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας με την οποία αμφισβητεί την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας κατά το στάδιο των διευκρινίσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούσε μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης και δήλωσε πως προωθεί μόνο το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Συνεπώς, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.  Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στο αρμόδιο όργανο και εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο.

  

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την υπό εξέταση υπόθεση και επί της ουσίας.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει της προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προχωρώ να εξετάσω το μοναδικό ισχυρισμό που προωθεί η αιτήτρια περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας και/ή επαρκούς έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά της για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Στην αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια στην Υπηρεσία Ασύλου κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της διότι δεχόταν απειλές από τη μητριά της, η οποία επιδίωκε να τη σκοτώσει. Σύμφωνα με την Αιτήτρια, η μητριά της δεν αποδεχόταν τη μεγάλη στοργή που της έδειχνε ο πατέρας της και ως εκ τούτου, διέταξε και έστειλε μια ομάδα ενόπλων με σκοπό να την σκοτώσουν.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην περιοχή Masina, στην πόλη Kinshasha στη Λ.Δ.Κ., και ότι το 2017 μετέβη στην περιοχή Bandundu, όπου διέμεινε για χρονικό διάστημα δύο ετών (ερυθρό 26 χ1 και ερυθρό 25 χ1, χ2, του διοικητικού φακέλου). Στην συνέχεια το 2019, μετέβη στην περιοχή Lemba, στην επαρχία της Kinshasa, στην ΛΔΚ, όπου διέμεινε για χρονικό διάστημα δύο ετών και η οποία αποτελεί τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής της (ερυθρό 25 χ10, του διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις δήλωσε Χριστιανή. Αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε άγαμη και ότι έχει αποκτήσει ένα ανήλικο τέκνο, το οποίο βρίσκεται στην Λ.Δ.Κ. (ερυθρό 46, του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, ανέφερε ότι οι γονείς της έχουν αποβιώσει και ότι δεν έχει αδέλφια (ερυθρό 24 7χ, 25 χ14, του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το μορφωτικό της επίπεδο, δήλωσε πως ολοκλήρωσε την τριτοβάθμια  εκπαίδευση (ερυθρό 24 χ1, χ3, του διοικητικού φακέλου). Σε σχέση με το επαγγελματικό της προφίλ δήλωσε πως στην χώρα καταγωγής της εργαζόταν ως κομμώτρια από την ηλικία των 12 ετών (ερυθρό 23 4χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης ισχυρίστηκε ότι μετά το χωρισμό τον γονέων της, η μητέρα της ακολούθησε διαφορετική πορεία και ο πατέρας της παντρεύτηκε άλλη γυναίκα.  Όπως ισχυρίστηκε, ο πατέρας της την αγαπούσε πολύ, γεγονός που δεν άρεσε στη δεύτερη σύζυγό του.  Ανέφερε ότι ο πατέρας της εργαζόταν ως οδηγός φορτηγού και ταξίδευε συχνά, με αποτέλεσμα να μην περνά πολύ χρόνο στην ΛΔΚ. Κάθε φορά που ο πατέρας της απουσίαζε, η Αιτήτρια διέμενε μαζί με την μητριά της και την κακοποιούσε.

 

Η Αιτήτρια πρόσθεσε ότι όταν ο πατέρας της επέστρεψε από ένα ταξίδι, του εξήγησε τί συνέβαινε, ωστόσο εκείνος δεν την πίστεψε, διότι η μητριά της προσποιούταν ότι της φερόταν καλά όταν εκείνος ήταν παρών. Περαιτέρω, η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο πατέρας της δεν απέκτησε άλλα τέκνα με τη μητριά της και όλα τα ακίνητα που κατείχε ήταν στο όνομα της Αιτήτριας. Η Αιτήτρια πρόσθεσε ότι κάθε φορά που η μητριά της είχε διαφωνίες με τον πατέρα της, εκείνος υποστήριζε ότι θα αγοράσει περιουσία στο όνομα της Αιτήτριας και όχι στο δικό της, γεγονός που προκαλούσε ένταση μεταξύ τους (ερυθρό 22 1χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Έπειτα, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η μητριά της είχε ένα αδελφό, ο οποίος ήταν συνταγματάρχης. Τον Ιανουάριο του 2017, η Αιτήτρια άκουσε τη μητριά της να λέει στον αδελφό της ότι ούτε η ίδια την υπακούει, ούτε και ο πατέρας της, ενώ ζήτησε από τον αδελφό της να κάνει κάτι κακό σε βάρος της Αιτήτριας. Στις 15 Ιανουαρίου 2017, ο συνταγματάρχης επισκέφθηκε το σπίτι τους, ενώ ο πατέρας της απουσίαζε σε επαγγελματικό ταξίδι. Όταν εκείνος επέστρεψε, η Αιτήτρια του ανέφερε τί είχε συμβεί. Στις 18 Ιανουαρίου, τα μεσάνυχτα, άρχισαν να δέχονται απειλές στο σπίτι από εγκληματίες. Τέσσερις ένοπλοι άνδρες, φορώντας μάσκες, εισέβαλαν στο σπίτι και κατευθύνθηκαν προς την Αιτήτρια, όπου και ισχυρίστηκε ότι την κακοποίησαν σεξουαλικά. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, η Αιτήτρια έκλαιγε και κάποια στιγμή έπεσε η μάσκα του αδελφού της μητριάς της. Τότε ο πατέρας της αναγνώρισε τον δράστη και φώναξε το όνομά του.

 

Έπειτα, ο συνταγματάρχης ζήτησε από τους συνεργούς του να σκοτώσουν τον πατέρα της και ενώ η Αιτήτρια ξέσπασε σε κλάματα οι δράστες τον πυροβόλησαν και εγκατέλειψαν το σπίτι, φοβούμενοι ότι η αστυνομία θα τους συλλάβει. Το επόμενο πρωί, η αστυνομία διεξήγαγε έρευνα. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι είχε υποστεί σοβαρό ψυχολογικό τραύμα από τη δολοφονία του πατέρα της, τον βιασμό και τη συναισθηματική φόρτιση που της προκάλεσε η όλη κατάσταση. Η αστυνομία μετέφερε τη σορό του πατέρα της και η ταφή πραγματοποιήθηκε τέσσερις μήνες αργότερα. Για δύο μήνες μετά το θάνατο του πατέρα της, η Αιτήτρια παρέμεινε στο σπίτι, καθώς δεν γνώριζε την οικογένεια του πατέρα ή της μητέρας της. Κατά τη διάρκεια αυτών των δύο μηνών, αισθανόταν αδιαθεσία και είχε συχνά τάσεις για εμετό (ερυθρό 22 2χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Η μητριά της αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν καλά και την οδήγησε στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ότι ήταν έγκυος (ερυθρό 22 3χ, του διοικητικού φακέλου). Η Αιτήτρια παρέμεινε στο σπίτι, όμως υπέφερε. Μετά τη γέννηση του παιδιού της, η Αιτήτρια παρέμεινε στο ίδιο μέρος (ερυθρό 22 4χ, του διοικητικού φακέλου), ενώ η μητριά της προσποιούταν ότι την αγαπούσε, καθώς όλα τα έγγραφα των ακινήτων ήταν στα χέρια της Αιτήτριας. Όταν το παιδί της έκλεισε τα δύο έτη, η μητριά της άρχισε να την απειλεί, ζητώντας της να πουλήσει όλα τα ακίνητα, ενώ ο αδελφός της μητριάς της, ο συνταγματάρχης, την απείλησε πρόσωπο με πρόσωπο. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι κατήγγειλε την υπόθεση στην αστυνομία, όμως ανέφερε ότι στη χώρα της, αν κάποιος έχει υψηλόβαθμη θέση, η αστυνομία δεν μπορεί να τον αγγίξει (ερυθρό 22 4χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Καθώς αισθανόταν ότι η ζωή της δεν ήταν ασφαλής στην Κινσάσα, αποφάσισε να μεταβεί στην πόλη Bandundu. Εκεί συνάντησε ένα φίλο του πατέρα της και του εξήγησε την κατάστασή της. Ο φίλος του πατέρα της, της πρότεινε να διαμείνει προσωρινά στην πόλη Bandundu. Αργότερα, τη μετέφερε στην Kinshasha, όπου τη φιλοξένησε στο σπίτι του. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι εργαζόταν ως κομμώτρια το πρωί και επέστρεφε το απόγευμα στο σπίτι. Δεδομένου ότι δεν είχε ολοκληρώσει την εκπαίδευσή της, ο φίλος του πατέρα της τη βοήθησε να ολοκληρώσει το τελευταίο έτος των σπουδών της. Επιπλέον, ο ίδιος ερευνούσε το θέμα της περιουσίας και της δολοφονίας του πατέρα της, ωστόσο η Αιτήτρια του ανέφερε ότι το εν λόγω θέμα είχε τελειώσει για εκείνη.

 

Έπειτα η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως μια ημέρα, καθώς μετέβη στην εργασία της (κομμώτρια) στην περιοχή όπου συνήθιζε να διαμένει με την μητριά της, κάποιοι την αναγνώρισαν και ενημέρωσαν τη μητριά της, η οποία ενοχλήθηκε. Τότε, η μητριά της απέστειλε κάποια άτομα να της κάνουν κακό. Η Αιτήτρια δέχθηκε απειλές και η μητριά της ενημέρωσε τον αδελφό της ότι έπρεπε να τη σκοτώσουν, διότι γνώριζε όλα τα μυστικά της δολοφονίας του πατέρα της. Η Αιτήτρια επειδή αισθανόταν πλέον ότι δεν ήταν ασφαλής στη χώρα της, ο φίλος του πατέρα της διευθέτησε τη διαφυγή της από τη χώρα και τη μετάβασή της στην Κυπριακή Δημοκρατία (για όλα τα ανωτέρω βλ. ερυθ. 21 1χ)

 

Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων δόθηκε η ευκαιρία στην Αιτήτρια μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής της. Αναφορικά με την κακοποίηση που υπέστη από τη μητριά της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η μητριά της τη μαχαίρωσε και ότι τη σημάδευσε με καυτό σίδερο σε όλο της το σώμα (ερυθρό 21 χ4, του διοικητικού φακέλου). Όταν της ζητήθηκε να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τη στιγμή που η μητριά της τη μαχαίρωσε, η Αιτήτρια δήλωσε ότι καθώς ο πατέρας της ταξίδευε συχνά, την πρώτη φορά η μητριά της την έκαψε με καυτό σίδερο και τη δεύτερη φορά τη μαχαίρωσε στο πόδι (ερυθρό 21 χ5, του διοικητικού φακέλου).  Όταν της ζητήθηκε να αναφέρει εάν συνέβησαν μόνο δύο περιστατικά κακοποίησης, η Αιτήτρια απάντησε ότι αυτά είναι τα μοναδικά περιστατικά που της άφησαν εμφανή σημάδια, ενώ πρόσθεσε ότι ο μόνος λόγος που δεν έχει περισσότερες ουλές είναι επειδή αμυνόταν (ερυθρό 21 χ6, του διοικητικού φακέλου).

 

Κληθείσα να διευκρινίσει για ποιο λόγο ο πατέρας της δεν την πίστεψε, εφόσον είχε σημάδια, η Αιτήτρια ανέφερε πως ούτε η ίδια κατανοεί γιατί ο πατέρας της δεν την πίστεψε, δεδομένου ότι είχε σημάδια στο σώμα της και δήλωσε πως η μητριά της ίσως του είχε κάνει μάγια (ερυθρό 20 χ1, του διοικητικού φακέλου).  Όπως ισχυρίστηκε, του ανέφερε το περιστατικό με το σίδερο, όμως η μητριά της το δικαιολόγησε ως ατύχημα.  Όταν της ζητήθηκε, να προσδιορίσει τις απειλές που δέχτηκε από την μητριά της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι την ανάγκαζε να κοιμάται έξω από το σπίτι όπου διέμεναν.  Την κακοποιούσε, στερώντας της τροφή και προσβάλλοντάς την λεκτικά.

 

Σε επαναληπτική ερώτηση του λειτουργού να προσδιορίσει τις απειλές που δέχτηκε από την μητριά της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι η μητριά της την απειλούσε, πιέζοντάς την να βρει έναν άνδρα που θα μπορούσε να την φροντίσει. Την εξωθούσε να συνάψει σχέση με τον αδελφό της, τον συνταγματάρχη.  Όπως ισχυρίστηκε, η επιθυμία της μητριάς της ήταν να έρθει η Αιτήτρια σε κατάσταση εγκυμοσύνης, ώστε ο πατέρας της να την εγκαταλείψει. Ερωτηθείσα πώς αντιμετώπιζε τις απειλές, η Αιτήτρια δήλωσε ότι τις διαχειριζόταν μιλώντας σε γείτονες. Τόνισε ότι η μητριά της εκμεταλλευόταν την απουσία του πατέρα της για να την απειλεί και να της φέρεται άσχημα.

 

Αναφορικά με τα γεγονότα της 18ης Ιανουαρίου 2017, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι οι δράστες είχαν έρθει αρχικά για να κάνουν κακό στην ίδια, όχι στον πατέρα της. Πρόσθεσε ότι όταν κάποιος αναγνωρίσει έναν από τους εισβολείς, εκείνοι τον σκοτώνουν ώστε να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά του. Έτσι, όταν ο πατέρας της αναγνώρισε τον αδελφό της μητριάς της και φώναξε το όνομά του, εκείνος έδωσε εντολή στην ομάδα του να τον πυροβολήσουν. Αυτός ήταν ο λόγος που ο πατέρας της δολοφονήθηκε.  Περιγράφοντας την είσοδο του αδελφού της μητριάς της και των συνεργών του στο σπίτι, η Αιτήτρια ανέφερε ότι πυροβόλησαν δύο φορές και έσπασαν την πόρτα. Επειδή ο συνταγματάρχης είχε επισκεφθεί ξανά το σπίτι, γνώριζε το δωμάτιό της και πήγε κατευθείαν εκεί. Μόλις εισέβαλαν στο δωμάτιο, ένας από αυτούς άρχισε να την κακοποιεί σεξουαλικά. Ενώ την κακοποιούσε, η Αιτήτρια ούρλιαζε και ο πατέρας της ήρθε να δει τί συνέβαινε.

 

Έπειτα, κληθείσα να προσδιορίσει τον λόγο που κανείς δεν κάλεσε την αστυνομία, παρόλο που οι εγκληματίες παρέμειναν μέσα στο σπίτι για χρονικό διάστημα δύο ωρών, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι στην περιοχή όπου διέμενε, εάν εγκληματίες εισέβαλαν σε ένα σπίτι και πυροβολούσαν, κανείς δεν θα ερχόταν να βοηθήσει, διότι και οι ίδιοι φοβούνταν.  Ανέφερε ότι το περιστατικό ήταν καλά προετοιμασμένο, καθώς ο αδελφός της μητριάς της εργαζόταν στον στρατό. Τόνισε ότι η αστυνομία εμφανίστηκε μόνο μετά το περιστατικό.

 

Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι μετά το περιστατικό δεν έλαβε κάποια ιατρική περίθαλψη και ότι ένιωθε πόνο στο στομάχι της. Κληθείσα να διευκρινίσει την συμπεριφορά της μητριάς της μετά το θάνατο του πατέρα της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η μητριά της, της συμπεριφερόταν με καλό τρόπο διότι απέβλεπε στο να ιδιοποιηθεί την περιουσία της. Ωστόσο, μετά την γέννηση του τέκνου της, άρχισε να την απειλεί (ερυθρό 19, του διοικητικού φακέλου).  Η Αιτήτρια διευκρίνισε ότι τα έγγραφα της περιουσίας τα κατείχε η ίδια και ισχυρίστηκε ότι ο φίλος του πατέρα της, την βοήθησε να πουλήσει τα δύο  από τα τρία σπίτια της, προκειμένου να εξασφαλίσει τα έξοδα για το ταξίδι της στην Δημοκρατία και την συνέχιση της εκπαίδευσής της. Το τρίτο σπίτι δήλωσε ότι είναι αυτό, στο οποίο διαμένει η μητριά της (ερυθρό 18, του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της ότι μια μέρα μετέβη στην περιοχή όπου διέμενε η μητριά της για να εργαστεί ως κομμώτρια και εκείνη την είδε καθώς επέστρεφε, και έστειλε εγκληματίες για να τη σκοτώσουν, η Αιτήτρια δήλωσε ότι το περιστατικό έλαβε χώρα στις αρχές του 2021, διευκρινίζοντας ότι της επιτέθηκαν δύο άνδρες (ερυθρό 18 χ1, χ2, χ3, του διοικητικού φακέλου). Περιγράφοντάς τους, η Αιτήτρια ανέφερε ότι έμοιαζαν με εγκληματίες. Μόλις τους είδε, άρχισε να τρέχει και τελικά δεν κατάφεραν να της κάνουν κακό.  Η Αιτήτρια δήλωσε ότι αυτό που την έκανε να αισθάνεται φόβο και ανασφάλεια ήταν το γεγονός ότι ο αδελφός της μητριάς της διένειμε τη φωτογραφία της σε άλλους, ώστε να την αναζητούν στη χώρα (ερυθρό 18 χ5, του διοικητικού φακέλου).

 

Σχετικά με το πότε ξεκίνησε να διανέμει τη φωτογραφία της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι αυτό συνέβη μετά το περιστατικό με τους δύο άνδρες που την ακολούθησαν. Τόνισε ότι κάθε φορά που πήγαινε σε διαφορετική περιοχή, έβλεπε άτομα να την ακολουθούν, να ελέγχουν κάτι στα κινητά τους και μετά να την παρακολουθούν. Στην ερώτηση πώς ανακάλυψε ότι ο αδελφός της μητριάς της διακινούσε τη φωτογραφία της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι μετά την επίθεση των δύο εγκληματιών, εκείνοι της είπαν ότι είχαν έρθει για να τη σκοτώσουν. Από εκείνη τη στιγμή, αν έβλεπε δύο ή τρία άτομα μαζί, ένιωθε φόβο και ανασφάλεια.

 

Αναφορικά με τη δήλωσή της για τους δύο εγκληματίες που έστειλε η μητριά της να τη σκοτώσουν, η Αιτήτρια κλήθηκε να εξηγήσει την αντίφαση μεταξύ της δήλωσής της, ότι όταν τους είδε άρχισε να τρέχει και της προηγούμενης δήλωσης, σύμφωνα με την οποία την απείλησαν (ερυθρό 17 χ3, του διοικητικού φακέλου). Η Αιτήτρια διευκρίνισε ότι δεν είχε αναφέρει πως ξέφυγε αμέσως, αλλά ανέφερε ότι οι δράστες την απείλησαν και της δήλωσαν ότι είχαν έρθει για να τη σκοτώσουν. Συμπλήρωσε ότι στη συνέχεια, καθώς οι δράστες τη φοβέριζαν, εκείνη βρήκε την ευκαιρία να ξεφύγει. Τέλος, ερωτηθείσα τί θα συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι θα την σκοτώσουν (ερυθρό 17, του διοικητικού φακέλου).

 

Στη βάση των ανωτέρω ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην αφήγησή της η Αιτήτρια, διέκρινε στην έκθεση - εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως κατωτέρω: (1) τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας και (2) τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης της Αιτήτριας από την μητριά της λόγω των απειλών και επιθέσεων που έλαβε από αυτήν.  Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας ως προς τα προσωπικά στοιχεία καθώς οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίθηκαν σαφείς, συνεκτικές ενώ διασταυρώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός της, ενώ υπέπεσε σε αντιφάσεις, έλλειψη ευλογοφάνειας και έλλειψη επαρκών πληροφοριών κατά το αφήγημά της.  Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, κρίθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό πως τα όσα ανέφερε στη συνέντευξη αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχει λόγος για ανάλυση του ιχυρισμού μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη το μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό και τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας και κατόπιν αξιολόγησης πληροφοριών αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στην περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής της, διαπίστωσε πως δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση, η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής στην πόλη Kinshasa της Λ.Δ.Κ.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός, έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο της αιτήτριας εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της για έναν από τους λόγους του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως η αιτήτρια δεν υπήρχε εύλογη πιθανότητα να αντιμετώπιζε κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου, αφού η κατάσταση στην περιοχή διαμονής της στην οποία αναμενόταν να επέστρεφε, δεν χαρακτηριζόταν από διεθνή η εσωτερική ένοπλη σύγκρουση.  Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης εξέτασε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.

 

Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα της αιτήτριας λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τη συνήγορό της αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση.  Με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος ορθά έγινε αποδεκτός, δεν θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ, εφόσον κρίθηκαν οι δηλώσεις της αιτήτριας ότι ήταν αρκούντως ικανοποιητικές και περιεκτικές.  Ακολούθως, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου περί αναξιοπιστίας της αιτήτριας ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό. 

 

Κατά το αφήγημά της η αιτήτρια δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες, σχετικά με την κακοποίηση που βίωσε από την μητριά της.

 

Η Αιτήτρια ανέφερε δυο περιστατικά όπου στο ένα η μητριά της, της επιτέθηκε με σίδερο ρούχων και στο άλλο της επιτέθηκε με μαχαίρι χωρίς να παραθέτει λεπτομέρειες όπως που, πότε και τί προήλθε και ακολουθήσε αυτών των γεγονότων. Επιπρόσθετα, σε επακόλουθο ερώτημα εάν αυτά τα δυο περιστατικά ήταν τα μόνα περιστατικά κακοποίησης, η Αιτήτρια δήλωσε ότι υπήρξαν και άλλα περιστατικά, αλλά δεν έχει σημάδια από αυτά.  Θα ήταν αναμενόμενο η Αιτήτρια να ήταν σε θέση να μπορεί να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες για τα άλλα περιστατικά κακοποίησης που βίωσε πέραν των δυο περιστατικών, τα οποία ανέφερε κατά την συνέντευξη και πρόσθετα αναμένετο να παρείχε πληροφορίες σχετικά με την συχνότητα των περιστατικών κακοποίησης και το περιεχόμενο τους (ερυθρά 21 χ4 - χ6, 20 χ2, του διοικητικού φακέλου).

 

Τα λεγόμενα της Αιτήτριας, ενέχουν έλλειψη ευλογοφάνειας σχετικά με τις δηλώσεις της για το περιστατικό, κατά το οποίο ο αδελφός της μητριάς της και τέσσερα άλλα άτομα εισήλθαν στο χώρο διαμονής της. Σε σχετικό ερώτημα για το πως γνώριζε αυτή την πληροφορία η Αιτήτρια δήλωσε ότι είχε ακούσει την μητριά της και τον αδελφό της να συζητούν για την επίθεση.  Παρόλα αυτά η αιτήτρια δεν ανέφερε πως προέβη σε οποιαδήποτε διαβήματα για να αποτρέψει το περιστατικό αυτό (ερυθρά 20 χ3, 17 χ2, του διοικητικού φακέλου).  Παρατηρείται επίσης έλλειψη ευλογοφάνειας κατά το αφήγημα της αιτήτριας, καθώς δήλωσε ότι όταν τα τέσσερα άτομα εισήλθαν στο χώρο διαμονής τους πυροβολήσαν δυο φορές και έσπασαν την πόρτα, εντούτοις κανένας στο σπίτι δεν ξύπνησε από τους πυροβολισμούς και μόνο αργότερα ο πατέρας της Αιτήτριας ξύπνησε από τις φωνές της (ερυθρά 20 χ3, του διοικητικού φακέλου).

 

Η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει το περιστατικό με τα δύο άτομα που της επιτέθηκαν όταν επέστρεψε στην Kinshasa και τα οποία ισχυρίστηκε ότι τα έστειλε η μητριά της δύο χρόνια σχεδόν μετά το θάνατο του πατέρα της, ούτε μπορούσε να προσφέρει κάποια ακριβή ημερομηνία ή χρονικό πλαίσιο της ημέρας κατά το οποίο έλαβε χώρα η επίθεση, δηλώνοντας μόνο ότι έμοιαζαν με εγκληματίες.  Αρχικά η αιτήτρια ανέφερε ότι όταν είδε τα άτομα αυτά, έτρεξε για να τους ξεφύγει, εντούτοις αργότερα ανέφερε ότι μίλησε μαζί τους και την ενημέρωσαν ότι ο αδελφός της μητριάς της διαμοίραζε την φωτογραφία της σε εγκληματίες για να την σκοτώσουν. Σε σχετικό ερώτημα για αυτή την αντίφαση, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν τους διέφυγε αμέσως και ότι πρώτα την απείλησαν και μετά τους διέφυγε χωρίς να προσφέρει κάποια εύλογη εξήγηση για τον τρόπο που έγινε αυτό (ερυθρά 21 χ1, 18 χ1- χ5, 17 3χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες σε θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός της.  Όταν της ζητήθηκε να αναφερθεί με λεπτομέρεια στα περιστατικά που ισχυρίστηκε ότι συνέβησαν υπέπεσε σε αντιφάσεις, έλλειψη ευλογοφάνειας και έλλειψη επαρκών πληροφοριών και στοιχείων.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, θα πρέπει να αναφέρω πως διεξήγαγα έρευνα σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης από τις οποίες προέκυψε από πρόσφατες πηγές που εντόπισε σε COI query η EUAA που δημοσιεύτηκε στις 2 Σεπτεμβρίου του 2024,[1] σχετικά με τον ρόλο την γυναίκας μέσα στην κοινωνία της ΛΔΚ  ότι παρά τη συνταγματική απαγόρευση των διακρίσεων κατά των γυναικών, οι γυναίκες αντιμετώπισαν διακρίσεις σε όλες τις πτυχές της ζωής τους.[2] Η έκθεση Bertelsmann Stiftung για τη ΛΔΚ, που καλύπτει την περίοδο από 1 Φεβρουαρίου 2021 έως 31 Ιανουαρίου 2023, σημείωσε ότι η χώρα «χαρακτηρίζεται από μια βαθιά ενσωματωμένη πατριαρχική κουλτούρα που περιλαμβάνει νόμους και παραδοσιακά έθιμα που συμβάλλουν στις διακρίσεις κατά των γυναικών». Οι γυναίκες και τα κορίτσια πλήττονται δυσανάλογα από τη φτώχεια και αντιμετωπίζουν τακτικά σεξουαλική βία.[3]  Ομοίως και έκθεση του Freedom House του 2024 επιβεβαιώνει τα ανωτέρω πως «οι γυναίκες στη ΛΔΚ βιώνουν διακριτική μεταχείριση σχεδόν σε κάθε πτυχή της ζωής τους»[4].

 

Σε σχέση δε με τις γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε σεξουαλική κακοποίηση, παρατηρήσεις της Επιτροπής για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών επισημαίνουν την ύπαρξη στίγματος[5], ενώ άρθρο του Τομέα Πληθυσμού του Ο.Η.Ε. (UN Population Fund) σε άρθρο του Αυγούστου του 2023 τονίζει ότι οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι περισσότερες από 1 εκατομμύριο γυναίκες το 2023 κινδύνευσαν από βία λόγω φύλου, ιδιαίτερα σεξουαλική βία, στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό[6]. Σε άρθρο του UN Women του 2023 καταγράφεται πως το «52% των γυναικών στη ΛΔΚ είναι επιζήσασες ενδοοικογενειακής βίας και το 39% των γυναικών στη χώρα έχουν απειληθεί ή έχουν υποστεί βλάβη»[7].

 

Περαιτέρω, άρθρο στην διαδικτυακή ιστοσελίδα World Bank blogs του 2022 αναφέρει πως τα μεγάλα ποσοστά σεξουαλικής και ενδοοικογενειακής βίας που παρατηρούνται στην ΛΔΚ δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των συγκρούσεων αλλά προϋπήρχε ως κοινωνικό πρόβλημα καθώς και αντανακλά τις προϋπάρχουσες διακρίσεις και τις βίαιες κοινωνικές αντιλήψεις προς τις γυναίκες στη χώρα[8].

 

Το γεγονός ότι εντοπίζονται πληροφορίες που επιβεβαιώνουν την σεξουαλική κακοποίηση γυναικών στη χώρα καταγωγής της αιτήτρια δεν συνεπάγεται ότι μπορεί να γίνει αποδεκτός ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός, ο οποίος περικλείει πολλά βιωματικά περιστατικά τα οποία δεν έχουν στοιχειοθετηθεί.  Βεβαίως, οι πηγές πληροφόρησης καταγράφουν της γενικότερη κατάσταση και δεν συνδέονται με τον πυρήνα του αιτήματος της αιτήτριας, τουλάχιστον με τον τρόπο που οι ισχυρισμοί της προωθούνται.  Ενόψει ακριβώς της μη στοιχειοθετηθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας, ο δεύτερος ουσιώδη ισχυρισμός της αιτήτριας δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί και άρα δεν γίνεται αποδεκτός.

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):  «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]».

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του.  Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.

 

Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης της αιτήτριας να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι η αιτήτρια έχει βάσιμο φόβο δίωξης (βλ. απόφασή στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

 

Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε η αιτήτρια δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της.  Η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με αξιοπιστία και αληθοφάνεια τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς που θα την ενέτασσαν στον ορισμό του πρόσφυγα προκειμένου να επωφεληθεί των ευεργετημάτων τέτοιου καθεστώτος.

 

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως η αιτήτρια είχε αρκετές ευκαιρίες κατά το στάδιο της συνέντευξής της να αναπτύξει με κάθε λεπτομέρεια τον πυρήνα του αιτήματός της και να θεμελιώσει τον ισχυριζόμενο κίνδυνο που αντιμετωπίζει στη χώρα καταγωγής της.  Η αιτήτρια ούτε στην ενώπιόν μου διαδικασία που είχε τη δυνατότητα να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της, να διευκρινίσει τις ασυνέπειες και τις ανακρίβειες των δηλώσεών της με το ορθό δικονομικό διάβημα, έθεσε ενώπιον μου οποιοδήποτε στοιχείο.  Κατά συνέπεια, ενόψει των προβαλλόμενων ισχυρισμών δεν θα μπορούσε να παραχωρηθεί στην αιτήτρια καθεστώς πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.

 

Πρόσθετα, από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στην αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Η αρμόδια λειτουργός, έχοντας αποδεχθεί ότι ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της βρίσκεται στην Kinshasa που συνιστά και την περιοχή καταγωγής της, διεξήγαγε έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω τοποθεσία, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.  Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.  Σε κάθε περίπτωση, διεξήγαγα περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της αιτήτριας, σε πρόσφατες πηγές πληροφόρησης, στα πλαίσια βεβαίως της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.  

 

Σύμφωνα με το Portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Λ.Δ.Κ. εμπλέκεται σε αρκετές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις εντός των εδαφών της εναντίον ορισμένων μη κρατικών ένοπλων ομάδων.[9] Σύμφωνα με την ίδια πηγή, οι περιοχές Kivu, Kasai και Ituri είναι αυτές οι οποίες πλήττονται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις ένοπλες συγκρούσεις, αν και η βία είναι εκτεταμένη και επηρεάζει ολόκληρη τη χώρα.[10]

 

Στην ετήσια έκθεση του 2025 του Human Rights Watch για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για το έτος 2024 στη Λ.Δ.Κ., σε σχέση με τις ένοπλες συγκρούσεις στην ανατολική πλευρά της χώρας,  αναφέρεται ότι εκεί δραστηριοποιούνται πάνω από 100 ένοπλες ομάδες, κυρίως στις περιοχές Ituri, North Kivu, και South Kivu.[11] Σε έκθεση της UNHCR που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο του 2025, αναφέρεται ότι μετά από συνεχιζόμενη επιδείνωση της ασφάλειας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρωπιστικής κατάστασης στις περιοχές North Kivu, South Kivu και Ituri από τον Νοέμβριο του 2022, η ένοπλη βία στις ανατολικές επαρχίες της Λ.Δ.Κ. κλιμακώθηκε τον Ιανουάριο του 2025.[12]

 

Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι κατά το διάστημα από τις 06/06/2024 έως τις 06/06/2025 στην Kinshasa, καταγράφηκαν 85 περιστατικά ασφαλείας και 234 θάνατοι, εκ των οποίων 53 διαμαρτυρίες (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών), 16 εξεγέρσεις (203 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 4 μάχες (14 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 12 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (17 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και κανένα περιστατικό εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας.[13] Ο συνολικός πληθυσμός της Kinshasa, ανέρχεται σε 17,778,000 κατοίκους, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2025.[14]

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή στην οποία αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή.  Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας παρατηρώ ότι αυτή είναι ενήλικη, υγιής, πλήρως ικανή προς εργασία και με περιουσία την οποία κληρονόμησε από τον αποβιώσαντα πατέρα της.  Η αιτήτρια δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για δέουσα έρευνα.

 

Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε η αιτήτρια, το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.  Ως εκ τούτου, ο σχετικός προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε η δέουσα αιτιολόγηση εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.  Από τον κατ’ουσίαν έλεγχο που διεξήγαγα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων μου δεν εντόπισα ότι υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στην κρίση του αρμόδιου οργάνου σε σχέση με την εξέταση του αιτήματος της αιτήτριας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της αιτήτριας.

 

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


 



[1] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Democratic Republic of the Congo ; Situation of women without a support network in South Kivu [Q60-2024], 2 September 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2114588/2024_09_EUAA_COI_Query_Response_Q60_DRC_Women_without_support_network_South_Kivu.pdf 

[2] Bertelsmann Stiftung, BTI 2024 Country Report: Congo, DR, 19 March 2024, https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2024_COD.pdf , p. 23; Freedom House, Freedom in the World 2024: Democratic Republic of the Congo, 2024, https://freedomhouse.org/country/democratic-republic-congo/freedom-world/2024

[3] Bertelsmann Stiftung, BTI 2024 Country Report: Congo, DR, 19 March 2024, https://bti-project.org/fileadmin/api/content/en/downloads/reports/country_report_2024_COD.pdf , p. 23 (ημερομηνία πρόσβασης 24.03.2025)

[4] Freedom House: Freedom in the World 2024 - Democratic Republic of the Congo, 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2108034.html

[5] CEDAW, 'Concluding observations on the eighth periodic report of the Democratic Republic of the Congo', CEDAW/C/COD/CO/8 ,(2019), 8 διαθέσιμο σε: https://www.ecoi.net/en/file/local/2014966/N1923692.pdf 

[6] UNPF, “Sometimes she was desperate”: How survivors of sexual violence in the Democratic Republic of the Congo are healing with the help of UNFPA’s frontline workers, August 2023, διαθέσιμο σε https://www.unfpa.org/news/%E2%80%9Csometimes-she-was-desperate%E2%80%9D-how-survivors-sexual-violence-democratic-republic-congo-are,

[7] UN Women, DRC: Bringing women’s civil society organisations together, 10 July 2023, https://africa.unwomen.org/en/stories/nouvelle/2023/07/rdc-rassemblant-les-organisations-feminines-de-la-societe-civile

[8] World Bank Blogs, Changing social norms and values to end widespread violence against women and girls in DRC,  12/12/2022, https://blogs.worldbank.org/en/africacan/changing-social-norms-and-values-end-widespread-violence-against-women-and-girls-drc

[9] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, ‘Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo’, Last updated: Tuesday 14th February 2023, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse1accord

[10] Ibid.

[11] HRW - Human Rights Watch, ‘World Report 2025 - Democratic Republic of Congo’ (16 January 2025)
διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/2120071.html

[12] UNHCR - UN High Commissioner for Refugees, ‘UNHCR Position on Returns to North Kivu, South Kivu and Ituri in the Democratic Republic of the Congo - Update IV’ (March 2025) 2-3, διαθέσιμο σε 
https://www.ecoi.net/en/file/local/2122583/unhcr_position_on_returns_to_the_drc_-_march_2025_final.pdf

[13] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ [βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 06/06/2024 – 06/06/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa]

[14] Macrotrends.net, Kinshasa population, 2025, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20853/kinshasa/population


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο