
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
16 Ιουνίου 2025
[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
U. L. N.(ARC ….), από Καμερούν και τώρα Λευκωσία
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Ραφαήλ Χρυσάνθου (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Άντρεα Δημητριάδου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση
Ο Αιτητής είναι παρών
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο Αιτητής αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 22/02/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 15/03/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος. Περαιτέρω αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται στον Αιτητή καθεστώς προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου (στο εξής Δ.Φ.) που βρίσκονται ενώπιόν μου, ο Αιτητής είναι υπήκοος του Καμερούν και στις 10/03/2020 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνησης της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 09/01/2024 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσής για το Άσυλο (O.E.E.A. , αγγλ. EUAA) ο οποίος στις 07/02/2024 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή. Ακολούθως, στις 22/02/2024 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Στις 15/03/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στον Αιτητή. Στις 11/04/2024 ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Δια του συνηγόρου του και της αίτησης ακυρώσεως, ο Αιτητής, πρόβαλε πλείονες συνολικά νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα. Ως προς την ουσία των ισχυρισμών του, με την εναρκτήρια αίτηση του προσκόμισε αντίγραφο της κάρτας μέλους στο πολιτικό κόμμα MRC, από το οποίο διατείνεται πως αποδεικνύεται η συμμετοχή του στο εν λόγω κόμμα. Ο Αιτητής -όπως καταγράφεται πιο κάτω- κατά το στάδιο της συνέντευξής δήλωσε ότι την εν λόγω κάρτα «την έχασε σε λεωφορείο».
Κατά την γραπτή του αγόρευση, ο συνήγορος του Αιτητή, προωθεί τους κάτωθι νομικούς ισχυρισμούς:
1) Έλλειψη δέουσας έρευνας και απουσία επαρκούς αιτιολογίας από τον αρμόδιο Λειτουργό ως κατονομάζεται στους Περί Προσφύγων Νόμους
2) Παράλειψη εξέτασης από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για παροχή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας
3) Οι Αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου δεν έχουν τηρηθεί
4) Αναρμοδιότητα του Οργάνου το οποίο εγκρίνει την Έκθεση Εισήγησης.
Η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση αντιτείνει με τη δική της γραπτή αγόρευση ότι οι Καθ' ων η Αίτηση προέβησαν δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα, λήφθηκαν υπόψη δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας, και η αιτιολογία αυτής είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, με αναφορά στους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν και υπαγωγή τους στη σχετική νομοθεσία, χωρίς να εμφιλοχωρήσει καμία πλάνη στο συλλογισμό τους. Τέλος, υποβάλουν ότι οι Καθ' ων η Αίτηση ενήργησαν ορθά, νόμιμα και καλόπιστα υπό τις περιστάσεις, ενώ ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης και να ανατρέψει το τεκμήριο της κανονικότητας.
Στην ακροαματική διαδικασία ημερομηνίας 15/04/2025, ο συνήγορος του Αιτητή απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς πλην αυτού που αφορά στην έλλειψη της δέουσας έρευνας.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση, παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.
«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη κλπ. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας. Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου της Αιτήτριας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009 ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:
«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.»
Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).
Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636: «Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».
Σύμφωνα με την Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671: «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»
«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56»
Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.
Στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).
Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο του Αιτητή, αυτός είναι ενήλικας από το Καμερούν. Στην αίτησή του για διεθνή προστασία o Αιτητής ισχυρίστηκε τα εξής (σε ελέυθερη μετάφραση): «Έφυγα από τη χώρα μου για οικονομικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους. Είμαι ήδη μέλος του κόμματος της αντιπολίτευσης που προκαλεί αναταραχή στο κυβερνών κόμμα, το οποίο είναι γνωστό ως MRC, Κίνημα για την Αναγέννηση του Καμερούν. Πρόσφατα, κατά τη διάρκεια των διπλών βουλευτικών και δημοτικών εκλογών, η νεολαία του κόμματος οργάνωσε πορεία για να μποϊκοτάρει τις εκλογές της 09/02/2020. Όταν η αστυνομία το ανακάλυψε, με συνέλαβαν μαζί με τους άλλους νέους. Με βασάνισαν, με χτύπησαν και με έριξαν στη φυλακή, ενώ μου υπόσχονταν τον θάνατο αν δεν αποστασιοποιηθώ από την πορεία και τους υπόλοιπους. Αισθανόμενος ότι απειλείται η ζωή μου, αποφάσισα να φύγω και να ζητήσω άσυλο κοντά σας». (ερ. 1 δ.φ.).
Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Δημοκρατίας του Καμερούν. Γεννήθηκε στο Mume, μεγάλωσε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Dοuala, με εξαίρεση τέσσερα χρόνια που πέρασε στο Bafang (2006-2010) και δύο χρόνια στη Yaoundé (2017-2019). Επίσης, ανέφερε πως ανήκει στη φυλή Bamileke και, όσον αφορά τη θρησκεία του, ότι είναι Χριστιανός Καθολικός. Περαιτέρω, όσον αφορά στην εκπαίδευσή του, δήλωσε ότι σπούδασε λογιστική και χρηματοοικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Ντουάλα και ότι μιλά γαλλικά, τη γλώσσα Μπαφάνγκ (η μητρική του γλώσσα), καθώς και λίγα αγγλικά, ισπανικά και ελληνικά. Ως προς δε το επαγγελματικό του προφίλ, ο Αιτητής εργαζόταν σε σνακ μπαρ κατά τη διάρκεια των σπουδών του, ενώ από το 2017 έως το 2018 εργαζόταν ως λογιστής σε μία ΜΚΟ με την ονομασία MIDA και στη συνέχεια εργάστηκε στη Γιαουντέ για μια εταιρεία κινητής τηλεφωνίας προωθώντας κάρτες SIM. Τέλος, όσον αφορά στην οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε ότι είναι άγαμος, αλλά έχει έναν γιο 7 ετών, ο οποίος ζει με τη Νιγηριανή μητέρα του, με την οποία ο Αιτητής δεν διατηρεί πλέον σχέση. Περαιτέρω, έχει έναν δίδυμο αδερφό που ζει στο Bafoussam και μία μικρότερη αδελφή που ζει στο Bafang. Οι δε γονείς του ζουν στη Ντουάλα (ερ. 42-45 δ.φ.).
Αναφορικά με τους κατ’ ιδίαν λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, o Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του το 2020 λόγω πολιτικών διώξεων και φόβου για τη ζωή του. Δήλωσε ότι ήταν ενεργό μέλος του κόμματος της αντιπολίτευσης MRC (Κίνημα για την Αναγέννηση του Καμερούν), με επικεφαλής τον Maurice Kamto. Μετά τις προεδρικές εκλογές του Οκτωβρίου 2018, τις οποίες χαρακτήρισε ως νοθευμένες και άδικα αποδοθείσες στον εν ενεργεία πρόεδρο Paul Biya, το MRC οργάνωσε διαδήλωση στις 26 Ιανουαρίου 2019 για να διαμαρτυρηθεί για την εκλογική απάτη. Ο Αιτητής δήλωσε ότι συμμετείχε σε αυτή τη διαδήλωση, κατά την οποία συνελήφθησαν πολλοί, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου, άλλων νέων μελών του κόμματος, καθώς και του ίδιου του Maurice Kamto. Είπε ότι κρατήθηκαν στη φυλακή για αρκετές εβδομάδες και υπέστησαν σωματική κακοποίηση και πιέσεις για να αποδεχθούν τη νομιμότητα του εκλογικού αποτελέσματος. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι θείοι του πλήρωσαν χρήματα και έτσι αφέθηκε ελεύθερος. Συνέχισε λέγοντας ότι το 2020, το MRC αποφάσισε να μποϊκοτάρει τις δημοτικές και βουλευτικές εκλογές που είχαν προγραμματιστεί για τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους. Το κόμμα οργάνωσε ειρηνικές διαδηλώσεις, όμως και πάλι συνελήφθησαν πολλοί συμμετέχοντες. Ως νεαρός ηγέτης του κόμματος, ο Αιτητής αισθάνθηκε την ανάγκη να δράσει, παρόλο που η οικογένειά του τον παρότρυνε να παραμείνει ήσυχος. Δήλωσε ότι το όνομά του αναφέρθηκε ανάμεσα σε εκείνους που ηγήθηκαν των διαδηλώσεων και, καθώς η αστυνομία άρχισε να αναζητά συγκεκριμένα άτομα, η οικογένειά του αποφάσισε να τον στείλει εκτός Καμερούν για την ασφάλειά του. Επιπλέον, ο Αιτητής ανέφερε ότι εργαζόταν σε μια ΜΚΟ με την ονομασία MIDA, που στόχο είχε να ενισχύσει οικονομικά τους νέους δίνοντάς τους τη δυνατότητα να επενδύσουν και στη συνέχεια να λάβουν κεφάλαιο για να ξεκινήσουν δικές τους επιχειρήσεις. Ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για τη συλλογή και διανομή των χρημάτων. Ωστόσο, η κυβέρνηση έκλεισε τη ΜΚΟ, κατηγορώντας την ότι διαδίδει επικίνδυνες ιδέες στους νέους. Μετά το κλείσιμο της οργάνωσης, ο Αιτητής έχασε τη δουλειά του και δεν μπορούσε πλέον να στηρίξει την οικογένειά του και τον γιο του, γεγονός που συνέβαλε στην απόφασή του να φύγει από τη χώρα. Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν επιθυμεί να επιστρέψει σήμερα στο Καμερούν, ο Αιτητής δήλωσε φοβάται πως αν επιστρέψει, θα συλληφθεί. Πιστεύει ότι το όνομά του εξακολουθεί να βρίσκεται σε λίστα ατόμων που θεωρούνται "ταραχοποιοί" από την κυβέρνηση και πρόσθεσε ότι στο Καμερούν "δεν ξεχνούν". (ερ. 40-41 δ.φ.).
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα βιοτικά γεγονότα της αφήγησής του. Αναφορικά με την εμπλοκή του στο κόμμα, ο Αιτητής είπε ότι γνώρισε το κόμμα μέσω ενός φίλου του, ο οποίος του εξήγησε ότι το MRC υποστηρίζει τους νέους και τους ενθαρρύνει να συμμετάσχουν στην πολιτική ζωή της χώρας. Ο Αιτητής ανέφερε ότι συμμετείχε σε συναντήσεις του κόμματος κατά τη διάρκεια των σπουδών του, από το 2015, αλλά έγινε επίσημο μέλος το 2018, λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές, όταν ένιωσε πλέον έτοιμος να εμπλακεί ενεργά. Περιέγραψε τη διαδικασία εγγραφής στο κόμμα, η οποία απαιτούσε να είναι ενήλικος, να διαθέτει εθνική ταυτότητα και να πληρώσει ένα ποσό για την απόκτηση κάρτας μέλους. Ο ίδιος εγγράφηκε στο υποκατάστημα της περιφέρειας Littoral, στη Ντουάλα, όπου είχε επαφές, παρόλο που τότε ζούσε στην Γιαουντέ. Ανέφερε ότι η κάρτα μέλους ήταν πράσινη και λευκή, με τα σύμβολα του κόμματος και τη φωτογραφία του, αλλά την έχασε σε λεωφορείο (ερ. 38-39 δ.φ.). Ως μέλος του κόμματος, συμμετείχε σε δράσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των νέων, κυρίως φοιτητών, σχετικά με το όραμα του κόμματος και τις πολιτικές του. Ο ίδιος, μαζί με άλλους νέους, ανέλαβε έναν ηγετικό ρόλο στην ομάδα νέων του κόμματος, κατόπιν ανάθεσης από τον υπεύθυνο του υποτομέα της Littoral. Επισκέπτονταν αγορές, πανεπιστήμια και στάδια στη Ντουάλα, όπου συνομιλούσαν με νέους και διακινούσαν το μήνυμα του κόμματος (ερ. 37 δ.φ.). Ο Αιτητής συμμετείχε στη διαδήλωση της 26ης Ιανουαρίου 2019 στη Ντουάλα, η οποία οργανώθηκε από το MRC ως αντίδραση στα αποτελέσματα των εκλογών και για να διαμαρτυρηθούν ενάντια σε αυτό που αποκαλούσαν «εκλογική απάτη». Υποστήριξε ότι συμμετείχε ενεργά στην πρώτη γραμμή, διανέμοντας φυλλάδια και μπλουζάκια με το σύνθημα «Όχι στην εκλογική απάτη». Κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης, συνελήφθη από την αστυνομική μονάδα GSO, μεταφέρθηκε αρχικά στην αστυνομία και κατόπιν στη φυλακή New Bell, όπου κρατήθηκε για περίπου δύο εβδομάδες. Κατά τη διάρκεια της κράτησης, όπως ανέφερε, βασανίστηκε,ξυλοκοπήθηκε, αναγκάστηκε να τραγουδά υπέρ του προέδρου Paul Biya, και στερήθηκε τροφή και επισκέψεις. Διευκρίνισε πως αφέθηκε ελεύθερος κατόπιν πληρωμής χρημάτων από τον θείο του (ερ. 35-36 δ.φ.). Μετά την απελευθέρωσή του, ανέφερε ότι ήταν τραυματισμένος ψυχικά, δεν ζούσε πλέον με την οικογένειά του επειδή οι αρχές τον αναζητούσαν (καθώς το όνομά του είχε μπει σε «μαύρη λίστα»), και παρέμενε κρυμμένος. Τελικά, εγκατέλειψε τη χώρα τον Φεβρουάριο του 2020, λόγω του φόβου σύλληψης ενόψει νέας διαδήλωσης (Φεβρουάριος 2020) που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Ο Αιτητής εξήγησε ότι η αστυνομία συνέχισε να αναζητά άτομα των οποίων τα ονόματα εμφανίζονταν στην «μαύρη λίστα» και στοχοποίησαν όσα άτομα είχαν προηγουμένως συμμετάσχει σε διαμαρτυρίες, κατηγορώντας τα ότι ήταν ταραχοποιοί που ήταν πιθανό να υποκινήσουν περαιτέρω αναταραχές. Τέλος, όταν ρωτήθηκε τι φοβόταν ότι θα του συνέβαινε αν επέστρεφε στη χώρα του, ο Αιτητής είπε ότι «δεν γνωρίζει ακριβώς», αλλά εξέφρασε ένα γενικό αίσθημα φόβου. Παραδέχτηκε ότι δεν είχε πλέον ενημερωμένες πληροφορίες σχετικά με την κατάστασή του ή τη μαύρη λίστα, αλλά υποστήριξε ότι ο φόβος του παραμένει, ιδίως λόγω της πιθανότητας το όνομά του να βρίσκεται ακόμα στη «μαύρη λίστα» (ερ. 33-34 δ.φ.).
(1) Προσωπικά στοιχεία και προφίλ του Αιτητή
(2) Ο Αιτητής ήταν μέλος του MRC
(3) Ο Αιτητής συνελήφθη και βασανίστηκε εξαιτίας της συμμετοχής του σε διαμαρτυρία στις 26/01/2019.
Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε αποδεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία του Αιτητή εξακριβώθηκαν από την ταυτότητά του, την οποία προσκόμισε και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό, είναι θέση των Καθ’ ων ότι η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή σχετικά με τη συμμετοχή του στο πολιτικό κόμμα MRC δεν τεκμηριώθηκε, καθώς οι απαντήσεις του κρίθηκαν ασαφείς, μη λεπτομερείς και αντιφατικές. Συγκεκριμένα, δεν παρείχε συγκεκριμένες πληροφορίες για τη συμμετοχή του στο κόμμα, τα κίνητρά του, ούτε για τις δράσεις που υποτίθεται ότι οργάνωνε ή συμμετείχε. Επίσης, οι δηλώσεις του για τη διαδικασία εγγραφής ως μέλος ήταν γενικές και δεν περιέγραφαν τη δική του εμπειρία. Περαιτέρω, παρουσίασε αντιφάσεις σχετικά με το χρονοδιάγραμμα ένταξής του, αφού δήλωσε πως αποφοίτησε το 2016, αλλά έγινε μέλος λίγο πριν τις εκλογές του 2018, αναφέροντας ταυτόχρονα ότι παρακινήθηκε στο τέλος της ακαδημαϊκής του χρονιάς. Ακόμα, δεν μπόρεσε να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες για τον ρόλο του στο κόμμα. Υποστήριξε ότι ήταν ηγετικό μέλος της νεολαίας, οργανώνοντας συνεδρίες για το όραμα του κόμματος, αλλά δεν παρείχε συγκεκριμένες πληροφορίες για τις συνεδρίες, τις συναντήσεις και το περιεχόμενό τους. Επίσης, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει ούτε για πρόσωπα υπεύθυνα για την ανάθεση καθηκόντων του, ενώ θα αναμενόταν να γνωρίζει -τουλάχιστον- το όνομα του υπεύθυνου της υπομονάδας του. Ομοίως, έδειξε περιορισμένη γνώση για την ιστορία, τη δομή και τους στόχους του κόμματος MRC, παρά τον ισχυρισμό ότι συμμετείχε ενεργά και ηγετικά. Τέλος, οι πληροφορίες που έδωσε για τον τόπο δράσης του (Ντουάλα) και τη μόνιμη κατοικία του (Γιαουντέ) δεν ήταν συμβατές, και δεν εξήγησε πειστικά πώς μετακινούταν τακτικά μεταξύ των δύο πόλεων.
Όσον αφορά στο πολιτικό κόμμα MRC, από έρευνα των Καθ’ ων επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη και η ιδεολογία του κόμματος. Ωστόσο, δεν εντοπίστηκαν πληροφορίες για τη διαδικασία εγγραφής και ένταξης ως μέλος στο κόμμα. Λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, οι Καθ’ ων απέρριψαν τον ισχυρισμό στο σύνολό του.
Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι την σύλληψη και τα βασανιστήρια λόγω συμμετοχής του στη διαδήλωση της 26ης Ιανουαρίου 2019, οι Καθ’ ων επισημαίνουν ότι το συγκεκριμένο ουσιαστικό γεγονός συνδέεται άμεσα με το προηγούμενο ουσιαστικό γεγονός, το οποίο έχει ήδη απορριφθεί, καθώς ο Αιτητής ανέφερε ρητά ότι συμμετείχε στη διαδήλωση και βασανίστηκε λόγω της ιδιότητάς του ως μέλος του MRC. Ως εκ τούτου, κρίνουν πως η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή είναι εκ προοιμίου μειωμένη. Περαιτέρω, οι δηλώσεις του δεν ήταν λεπτομερείς και συγκεκριμένες. Παρότι ανέφερε ότι η διαδήλωση έλαβε χώρα σε διάφορες πόλεις της χώρας, δεν παρείχε συγκεκριμένες πληροφορίες για τη δική του συμμετοχή. Μάλιστα, ανέφερε ότι δεν μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του και τον ρόλο του στη διαδήλωση, λέγοντας μόνο ότι «βρίσκονταν πολλοί μπροστά στη διαδήλωση, μοιράζοντας φυλλάδια και μπλουζάκια». Επίσης, ο Αιτητής δεν έδωσε καμία πληροφορία σχετικά με το ποιος ήταν υπεύθυνος για τη διάθεση του υλικού, ούτε ανέπτυξε λεπτομερώς τα συνθήματα της διαδήλωσης, αναφέροντας απλώς το μήνυμα «όχι στην εκλογική απάτη». Επιπλέον, οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τη σύλληψή του δεν ήταν λεπτομερείς και συγκεκριμένες. Όταν κλήθηκε να περιγράψει τη στιγμή της σύλληψης, δεν ήταν σε θέση να δώσει συγκεκριμένη περιγραφή για το πώς συνελήφθη ο ίδιος προσωπικά. Ομοίως, όταν του ζητήθηκε να περιγράψει τι συνέβαινε στη φυλακή, οι δηλώσεις του δεν ήταν συγκεκριμένες: ανέφερε ότι βασανίστηκε, ξυλοκοπήθηκε και ότι δεν επιτρέπονταν επισκέψεις από συγγενείς, αλλά, όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει συγκεκριμένα τα βασανιστήρια που υπέστη, δεν έδωσε σαφή απάντηση, επαναλαμβάνοντας ότι τον ξυλοκόπησαν και του ζητούσαν να στηρίξει τον τρέχοντα πρόεδρο.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, αν και διεθνείς πηγές επιβεβαιώνουν ότι πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις στις 26 Ιανουαρίου 2019, και είναι γνωστές σε οποίον ανατρέξει στις ενλόγω πήγες, η προσωπική αφήγηση του Αιτητή δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη. Συνεπώς, οι Καθ’ ων απέρριψαν τον εν λόγω ισχυρισμό στο σύνολό του.
Στη συνεχεία ο Λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην περιφέρεια Centre, όπου εντοπίζεται η πόλη Yaoundé, ο τόπος τελευταίας διαμονής του. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά και αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας διαπιστώθηκε ότι, δεν υπάρχουν εύλογοι - βάσιμοι λόγοι, σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, το Καμερούν, και συγκεκριμένα στην πόλη Yaounde, να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ως απόρροια της επικρατούσας κατάστασης ασφαλείας. Όπως προβάλλουν -επικαλούμενοι εξωτερικές πηγές-, το Καμερούν πράγματι εμπλέκεται σε ένοπλες συγκρούσεις αλλά η σύγκρουση περιορίζεται κυρίως στις νοτιοδυτικές και βορειοδυτικές περιοχές του Καμερούν καθώς και στην περιοχή του Άπω Βορρά.
Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη το αποδεκτό ουσιώδες γεγονός, δηλαδή ότι ο Αιτητής είναι υπήκοος Καμερούν και το γεγονός ότι η εσωτερική σύγκρουση στο Καμερούν βρίσκεται σε διαφορετική περιοχή από αυτήν στην οποία διέμενε ο Αιτητής, καταλήγουν ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας να υποστεί μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη Γιαουντέ του Καμερούν, τον τόπο της τελευταίας συνήθους διαμονής του.
Ο Λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο Λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στο Καμερούν δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β) ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, η περιοχή καταγωγής του και συγκεκριμένα η περιφέρεια Centre (όπου ανήκει η πόλη Yaoundé), δεν βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Ως εκ τούτου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Έπειτα από ενδελεχή εξέταση του διοικητικού φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, δέον να αναφερθούν τα ακόλουθα:
Καταρχάς, κρίνω ως ορθή την αποδοχή από τους Καθ' ων η αίτηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ο οποίος και αφορά την ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή.
Ομοίως βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των λοιπών υπό εξέταση ισχυρισμών, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και οι υπό εξέταση ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι. Αναφορικά με το αντίγραφο το οποίο ο Αιτητής προσκόμισε του οποίου η γνησιότητα αμφισβητείται δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως στοιχείο το οποίο ενισχύει την αξιοπιστία του Αιτητή. Επισημαίνεται δε ότι με την ένορκη δήλωση του δεν ανέφερε πως ακριβώς εντοπίστηκε το αντίγραφο της κάρτας μέλους ,περαιτέρω το εν λόγω αντίγραφο είναι δισανάγνωστο και εντελώς ακατάλληλο για να αξιολογηθεί και να ενισχύσει τους ισχυρισμούς του Αιτητή . Πέραν των όσων τονίστηκαν πιο πάνω το σύνολο των απαντήσεων του έδειχνε έλλειψη επαρκούς και ενημερωμένης γνώσης για το κόμμα και την ιδεολογία του. Ακομα και αν το το εν λόγω έγγραφο που προσκομίστηκε από τον Αιτητή γινοταν αποδεκτό για να αξιολογηθεί θα είχε μόνο υποστηρικτική σημασία και δεν θα μπορούσε στη βάση του προσωπικού αυτού εγγράφου, να ενέχει απόλυτη αξία.
Το Δικαστήριο ανέτρεξε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με το κόμμα MRC, από τις οποίες ανευρέθηκαν πληροφορίες που επιβεβαιώνουν την ύπαρξή του, ότι είναι κόμμα της αντιπολίτευσης και πρόεδρός του είναι ο Maurice Kamto[1]. Σύμφωνα με έκθεση του U.S. Department of State, σε έκθεσή του για γεγονότα που καλύπτουν το έτος 2020, εντοπίζεται ότι o πρόεδρος του MRC (Κινήματος Αναγέννησης του Καμερούν), Maurice Kamto, κάλεσε τους Καμερουνέζους να πραγματοποιήσουν ειρηνικές διαδηλώσεις σε εθνικό επίπεδο στις 22 Σεπτεμβρίου για να απαιτήσουν λύση στην κρίση των Αγγλόφωνων περιοχών και εκλογικές μεταρρυθμίσεις πριν από τις περιφερειακές εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου. Χιλιάδες διαδηλωτές συνελήφθησαν, μεταξύ των οποίων και δημοσιογράφοι, και ο Kamto τέθηκε σε ανεπίσημo κατ' οίκον περιορισμό. Ακόμα, στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι σε προκαταρκτική αναφορά της 24ης Σεπτεμβρίου, οι δικηγόροι του Κινήματος Αναγέννησης του Καμερούν, MRC, υποστήριξαν ότι η αστυνομία κατέστειλε βίαια τις ειρηνικές διαδηλώσεις του κόμματος σε όλη τη χώρα, χτυπώντας τους διαδηλωτές και συλλαμβάνοντας δημοσιογράφους. Ανέφεραν ότι τα αστυνομικά στελέχη, τα οποία χρησιμοποίησαν κανόνια νερού, ρόπαλα και δακρυγόνα, τραυμάτισαν διαδηλωτές σε πόλεις σε όλη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένων της Douala, Bafoussam και Kribi. Επιπρόσθετα, καταγράφεται ότι τον Σεπτέμβριο του 2020, οι αρχές έλαβαν μια σειρά διοικητικών αποφάσεων απαγορεύοντας τις δημόσιες διαδηλώσεις, αφού το MRC κάλεσε σε ειρηνικές διαδηλώσεις στις 22 Σεπτεμβρίου λόγω της απόφασης της κυβέρνησης να οργανώσει περιφερειακές εκλογές πριν επιλυθεί η κρίση στις δύο Αγγλόφωνες περιοχές και προχωρήσουν οι εκλογικές μεταρρυθμίσεις. Τέλος, από την ίδια πηγή εντοπίστηκε και επιβεβαιώθηκε ότι σύμφωνα με τους ηγέτες του MRC, εκτιμάται ότι 593 μέλη του κόμματος συνελήφθησαν σε όλη τη χώρα μετά την απόπειρά τους να πραγματοποιήσουν ειρηνικές πορείες στις 22 Σεπτεμβρίου[2].
Αν και ορισμένα στοιχεία από τις δηλώσεις του Αιτητή φαίνεται να συμφωνούν με τις πληροφορίες που παρέχουν εξωτερικές πηγές (ότι δηλαδή έγιναν συλλήψεις μελών του κόμματος MRC σε διαδηλώσεις), ο ίδιος δεν κατάφερε να αποδείξει με επαρκή και πειστικό τρόπο τη δική του προσωπική συμμετοχή και τις προσωπικές συλλήψεις που επικαλείται.
Εξαιτίας της ασάφειας, των αντιφάσεων και της έλλειψης λεπτομερειών στις δηλώσεις του για το τι ακριβώς του συνέβη, το αίτημά του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό στο σύνολό του ως βάσιμο. Δηλαδή, δεν θεωρείται πλήρως αξιόπιστο ότι διώχθηκε προσωπικά από τις αρχές λόγω της πολιτικής του δράσης. Πρόσθετα, το γεγονός ότι ο αιτητής ήταν σε θέση να φύγει χωρίς πρόβλημα από τη χώρα καταγωγής του είναι στοιχείο το οποίο, αντιπαραβαλλόμενο με τους φόβους για καταδίωξη του, έπληττε όντως την αξιοπιστία του.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά ούτε κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.
Εν πάση περιπτώσει κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.
Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358). Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι η συνοχή μεταξύ των δηλώσεων του Αιτητή συνιστά δείκτη της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του[3]. Όταν ο Αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (βλ. υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08 Obaidul Haque v. Δημοκρατίας).
Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".
Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.
Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).
Για τους ίδιους δε λόγους, κρίνω ότι ορθά κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2)(β) του Νόμου για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:
Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).
Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.
Όσον αφορά στην τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον Καμερούν, τον Σεπτέμβριο του 2024, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) ανέφερε ότι «το Καμερούν αντιμετωπίζει μια πολυδιάστατη ανθρωπιστική κρίση που προκαλείται από τη σύγκρουση, τη διακοινοτική βία και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής»[4]. Οι πηγές ανέφεραν ότι το Καμερούν συνεχίζει να επηρεάζεται από δύο μεγάλες συγκρούσεις: τη σύγκρουση του λεκανοπεδίου της Λίμνης Τσαντ στην περιοχή του Άπω Βορά και την εσωτερική κρίση στις περιοχές Βορειοδυτικού και Νοτιοδυτικού Καμερούν (NWSW)[5].
Ομοίως το RULAC επιβεβαιώνει ότι το Καμερούν «εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη (NIAC) εναντίον της Boko Haram στην περιοχή Far North και εναντίον αριθμού ομάδων αγγλόφωνων αποσχιστών, οι οποίες διαμάχονται εναντίον της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών στις περιφέρειες Northwest και Southwest»[6].
Ωστόσο, η Yaoundé, πόλη που αναμένεται να επιστρέψει ο Αιτητής, δεν ανήκει στις ως άνω περιφέρειες. Σημειώνεται συναφώς ως προς την κατάσταση ασφαλείας στην περιφέρεια Centre του Καμερούν, όπου υπάγεται και η πόλη Yaoundé, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, τη χρονική περίοδο 18/05/2024 – 16/05/2025, καταγράφηκαν 15 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 4 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Από αυτά, 2 καταγράφηκαν ως περιστατικά ταραχών/εξεγέρσεων (2 απώλειες), 4 ως περιστατικά βίας κατά των αμάχων (2 απώλειες), και 9 ως διαμαρτυρίες (χωρίς απώλειες)[7]. Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμός της επαρχίας Centre που ανέρχεται στους 4,159,500 κατοίκους σύμφωνα με εκτίμηση του 2015,[8] δεικνύουν ότι η ένταση της βίας στην εν λόγω περιοχή είναι πολύ μικρή. Κατά τα παραπάνω, συνάγεται ότι η ένοπλη σύγκρουση η οποία λαμβάνει χώρα στις αγγλόφωνες περιοχές δεν επεκτείνεται στο έδαφος της Yaoundé.
Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, κρίνω ότι ο Αιτητής δεν έχει κάποιο προσωπικό χαρακτηριστικό που να αυξάνει το ρίσκο του. Πρόκειται για άνδρα νεαρής ηλικίας, υγιή, αρκούντως πεπαιδευμένο, που ομιλεί γαλλικά, πλήρως ικανό προς εργασία, με ευρύ υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα του, ο οποίος έχει ζήσει στην Yaoundé,και εργαζόταν εκεί . Συνεπώς, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι με την επιστροφή του στην περιοχή καταγωγής του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη και ως εκ τούτου δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στο άρθρο 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία και εν προκειμένω ο Αιτητής με τα όσα δήλωσε στη συνέντευξή του αλλά και όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω και καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, ουδόλως τον ενέτασσαν στις περιπτώσεις της αναγκαιότητας παροχής του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας. Εν προκειμένω, ορθά κρίθηκε ότι δεν έχει αποδειχθεί οτιδήποτε εκ μέρους του που να στοιχειοθετεί τον ισχυρισμό του για βάσιμο φόβο ότι αυτός θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.
Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Συνεπώς, η προσφυγή απορρίπτεται με 1300 € έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.
Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] MRC, Movement pour la Renaissance de Cameroon https://mrcparty.net/en/home/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/05/2025).
[2] US Department of State (USDOS), 2020, Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon
Διαθέσιμο στο: https://www.state.gov/reports/2020-country-reports-on-human-rights-practices/cameroon/ (ημερομηνία πρόσβασης 22/05/2025).
[3] EASO, 'Practical Guide: Evidence Assessment, 2015, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 22/05/2025).
[4] UNHCR, Fact Sheet; UNHCR Cameroon Refugee; July 2024, 10 September 2024, https://data.unhcr.org/en/documents/download/111089, p. 1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23.05.2025).
[5] European Commission, Cameroon, last updated 25 November 2024, url; UNOCHA, Cameroon Humanitarian Needs Overview 2024, 14 April 2024, https://reliefweb.int/attachments/32c8a7cb-5dac-4c5f-92ec-f232a7bed6d0/CMR_HNO_2024_EN_20240123_v2%20%281%29.pdf, p. 9 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23.05.2025).
[6] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights - RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts, Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23.05.2025).
[7] Προσαρμοσμένη έρευνα στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: EVENT COUNTS & FATALITIES- EVENT TYPE: Political violence (Battles, Explosions/ Remote violence, Violence against civilians & Mob violence), EVENT DATE - Custom Date Range: 18.05.2024 - 16.05.2025, REGION - Africa, COUNTRY - Cameroon, ADMIN 1- Centre) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23.5.2025).
[8] City Population, Cameroon, Cantre Region, https://citypopulation.de/en/cameroon/cities/?cityid=1206 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10.6.2025).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο