
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: ΔΚ 13/25
26 Ιουνίου, 2025
[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
M.O.
Αιτητή
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
1. Υπουργού Εσωτερικών
2. Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης
Καθ’ων η Αίτηση
Μ. Καρπούζη (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Λ. Βελίκοβα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Ο Αιτητής, με την παρούσα προσφυγή, αιτείται την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 09/05/2025 το οποίο εκδόθηκε βάσει του άρθρου 9ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου Ν. 6 (Ι)/2000, και με την οποία να διατάζεται η άμεση απελευθέρωση του. Διαζευκτικά προς το αιτητικό Α της παρούσας, ο Αιτητής αιτείται με το αιτητικό Β να ακυρωθεί και/ή τροποποιηθεί το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης και αντ’ αυτού να επιβληθούν από το Δικαστήριο εναλλακτικά της κράτησης μέτρα και, με το αιτητικό Γ, οποιαδήποτε άλλη ή/και περαιτέρω θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει εύλογη και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.
Γεγονότα
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης όπως εκτίθενται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από σχετικά Παραρτήματα, ο Αιτητής είναι υπήκοος Τουρκίας και αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία παράνομα σε άγνωστη ημερομηνία, καθότι τα στοιχεία του δεν εντοπίζονται στο σύστημα αφίξεων και αναχωρήσεων προσώπων που εισέρχονται από νόμιμο σημείο εισόδου της Δημοκρατίας.
Στις 27/04/2025, μέλη της αστυνομίας των Βρετανικών Βάσεων Ακρωτηρίου συνέλαβαν τον Αιτητή για παράνομη κατοχή ναρκωτικών ουσιών στη Λεμεσό. Ένεκα των εξετάσεων που ακολούθησαν σχετικά με το καθεστώς παραμονής του, διαπιστώθηκαν τα ανωτέρω, και ως εκ τούτου στις 28/04/2025 μεταφέρθηκε και παραδόθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Επισκοπής όπου συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης εισόδου και παράνομης παραμονής και τέθηκε υπό κράτηση.
Σχετικά με την ποσότητα ναρκωτικών που εντοπίστηκαν στην κατοχή του, διαπιστώθηκε ότι δεν διερευνάται οποιαδήποτε υπόθεση εναντίον του ούτε από την αστυνομία των Βρετανικών Βάσεων ούτε από την Κυπριακή αστυνομία.
Στις 28/04/2025 εκδόθηκαν εναντίον του Αιτητή Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105), καθότι εισήλθε και παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία. Λόγω της απροθυμίας του σε επαναπατρισμό, μη σταθερού τόπου διαμονής, και διαθεσιμότητα του διαβατηρίου του μόνο ως αντίγραφο, αξιολογήθηκε ότι δεν υπήρχε περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.
Στις 29/04/2025, ο Αιτητής, ενώ τελούσε υπό κράτηση, υπέβαλε αίτημα για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας η οποία βρίσκεται υπό εξέταση. Στις 09/05/2025 το Διάταγμα Απέλασης του Αιτητή ημερομηνίας 28/04/2025 ανεστάλη λόγω του αιτήματος του Αιτητή για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Την ίδια ημερομηνία, ήτοι 09/05/2025, το Διάταγμα Κράτησης εναντίον του Αιτητή ημερομηνίας 28/04/2025 ακυρώθηκε και εκδόθηκε νέο Διάταγμα Κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου.
Στις 23/05/2025 καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.
Νομικοί Ισχυρισμοί
Σύμφωνα με τις αγορεύσεις της συνηγόρου του Αιτητή, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του περί Προσφύγων Νόμου και του ενωσιακού δικαίου, και αποτελεί αποτέλεσμα πλάνης, ανεπαρκούς δέουσας έρευνας και εξατομικευμένης αξιολόγησης, ενώ στερείται αιτιολογίας. Ως πρόβαλε η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή, το βάρος απόδειξης σχετικά με την τήρηση των προϋποθέσεων του Νόμου, περιλαμβανομένης της τήρησης της αρχής της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας το φέρουν οι Καθ’ ων η Αίτηση υπό το φως και του ενωσιακού δικαίου. Ως υποστηρίζει, η επίκληση από τους Καθ’ ων η Αίτηση των στοιχείων (β) και (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου είναι αντιφατική. Ως διευκρινίζει εφόσον το στοιχείο (δ) απαιτεί τεκμηρίωση βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ότι η αίτηση έχει υποβληθεί καταχρηστικά, αυτό σημαίνει ότι έχουν ήδη προσδιοριστεί τα στοιχεία επί των οποίων βασίζεται η αίτηση και, άρα, η επίκληση και των δύο στοιχείων συνιστά πλάνη περί τον Νόμο και περί τα πράγματα.
Ως προς την πλάνη περί τα πράγματα, η συνήγορος του Αιτητή επικαλείται την επιστολή της ΥΑΜ όπου ρητά καταγράφεται ότι παρότι δεν εντοπίστηκε το διαβατήριο του, εντούτοις υπάρχει αντίγραφο αυτού∙ ενώ δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε εξατομικευμένη εκτίμηση των περιστάσεων του Αιτητή ή των στοιχείων που είχαν ενώπιον τους και εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση κατά τρόπο αυτοματοποιημένο και μηχανικό. Επιπρόσθετα, προβάλλεται η απουσία αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης, και η μη επίδοση των διαταγμάτων ή/και κοινοποίηση σε γλώσσα κατανοητή στον Αιτητή. Τέλος, προβάλλεται η παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), καθώς και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ), καθώς ο Αιτητής, ως αιτητής διεθνούς προστασίας, έχει δικαίωμα στην ελεύθερη κυκλοφορία, διαμονή και παραμονή∙ δικαιώματα τα οποία αφορούν στο δικαίωμα ασύλου του υπό το άρθρο 18 του ΧΘΔΕΕ. Τέλος, ότι δεν εξετάστηκε το ενδεχόμενο επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, ούτε διερευνήθηκαν οι λόγοι για τους οποίους υπέβαλε αίτηση ασύλου, παρά το γεγονός ότι αυτοί ήταν ενώπιον των Καθ’ ων η Αίτηση.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ων η Αίτηση αντέκρουσε τους ισχυρισμούς της συνηγόρου του Αιτητή, υποστηρίζοντας ότι το επίδικο διάταγμα κράτησης του Αιτητή εκδόθηκε αφού λήφθηκαν υπόψιν όλα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, μετά από εξατομικευμένη αξιολόγηση, δέουσα έρευνα, στη βάση της σχετικής ευρωπαϊκής και ημεδαπής νομοθεσίας, τηρούμενων των αρχών της αναγκαιότητας και αναλογικότητας και είναι δεόντως αιτιολογημένο.
Αναφορικά με την υπαγωγή του Αιτητή στο άρθρο 9ΣΤ(2)(β) είναι η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι ο Αιτητής αφίχθηκε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές με παράνομο τρόπο χωρίς να γίνει αντιληπτός από τη Δημοκρατία. Συνελήφθη από μέλη της αστυνομίας των Βρετανικών Βάσεων Ακρωτηρίου για παράνομη κατοχή ναρκωτικών ουσιών, και παρά το γεγονός ότι δεν έχει εκδοθεί κατηγορητήριο εις βάρος του, η συγκεκριμένη συμπεριφορά καταδεικνύει περιφρόνηση των νόμων της Δημοκρατίας και άτομο με παραβατική συμπεριφορά, γεγονός που ενισχύει τις πιθανότητες διαφυγής του και μη συνεργασίας του με τις αρχές. Επιπρόσθετα, λαμβανομένου υπόψιν του γεγονότος ότι ο Αιτητής δεν παρουσίασε ταξιδιωτικό έγγραφο, είναι η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι αυτός κρατείται για σκοπούς εξασφάλισης και εξακρίβωσης της ταυτότητας του, καθώς το μόνο που παρέθεσε είναι αντίγραφο του διαβατηρίου του.
Όσον αφορά την υπαγωγή του Αιτητή στο άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) είναι η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι από τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου προκύπτει ότι εξυπηρετούνται όλα τα σωρευτικά στοιχεία, στην παρούσα υπόθεση, καθώς ο Αιτητής κρατείται με σκοπό την απέλαση του δυνάμει διαταγμάτων του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, παρά το γεγονός ότι αυτά αναστάλθηκαν, ενώ προκύπτουν στοιχεία που καταδεικνύουν ότι υπέβαλε την αίτηση του με μόνο σκοπό να αποτρέψει τη διαδικασία επαναπατρισμού του. Με παραπομπή στους λόγους που κατέγραψε στην αίτηση του για διεθνή προστασία, καθώς και σε νομολογία αναφορικά με την καταχρηστικότητα, αντικρούουν και απορρίπτουν την αυθεντικότητα του αιτήματός του.
Αναφορικά με την ισχυριζόμενη πλάνη περί το νόμο, και ειδικότερα την κατ’ ισχυρισμό σύγκρουση του άρθρου 9ΣΤ (2) (β) και 9ΣΤ (2) (δ) του περί Προσφύγων Νόμου, είναι η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι σε περίπτωση που μία εκ των δύο νομικών βάσεων αποτύχει, αυτό δεν επιφέρει ακυρότητα και στην άλλη. Με ανάλυση του άρθρου 9ΣΤ(2), και παραπομπή σε σχετική νομολογία, οι Καθ’ ων η Αίτηση αντικρούουν τον εν λόγω ισχυρισμό και προβάλουν ότι έστω και ένας εκ των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ (2) (α) μέχρι (στ) θα ήταν αρκετός για τη νόμιμη κράτηση Αιτητή ασύλου, ενώ σε περίπτωση που ένας εκ των δύο δεν τεκμηριώνεται, αυτό δεν οδηγεί σε ακυρότητα του επίδικου διατάγματος εφόσον ο δεύτερος λόγος τεκμηριώνεται.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί μη επίδοσης των διαταγμάτων ή/και κοινοποίηση σε γλώσσα κατανοητή στον Αιτητή, είναι η θέση των Καθ’ ων η Αίτητη ότι τα επίδικα διατάγματα επιδόθηκαν ορθά και νόμιμα στον Αιτητή, ότι υπερτερεί το τεκμήριο κανονικότητας των διοικητικών πράξεων υπέρ της διοίκησης, και ότι δεν προκύπτει μαρτυρία η οποία να στηρίζει τον εν λόγω ισχυρισμό. Με παραπομπή σε ερυθρά παρουσιάζεται η συνδρομή διερμηνέα της Τουρκικής γλώσσας, και θετική δήλωση του Αιτητή όπου καταδεικνύεται η αντίληψη των όσων του λέχθηκαν.
Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβίασης του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, και των αρχών της αναγκαιότητας και αναλογικότητας, είναι η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι ως προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή δεν ήταν εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Η συμπεριφορά και/ή στάση του Αιτητή υποδηλώνει αδιαφορία ή/και απροθυμία να συνεργαστεί με τις Αρχές, γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι οποιοδήποτε άλλο μέτρο πέρα από την κράτηση θα ήταν ανεπιτυχές.
Με την απαντητική της αγόρευση, η συνήγορος του Αιτητή, υιοθέτησε την τα όσα κατέγραψε στη γραπτή της αγόρευση, προβάλλοντας εκ νέου ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν κατάφεραν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που φέρουν, στην προκείμενη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 9ΣΤ (2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου και ότι η κράτηση του Αιτητή είναι αναγκαία και αναλογική υπό τις περιστάσεις. Ως περαιτέρω προβάλλει η ταυτόχρονη επίκληση των προαναφερθέντων στοιχείων όχι διαζευκτικά αλλά σωρευτικά, δεικνύει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση τελούσαν υπό πλάνη περί το Νόμο και/ή περί τα πράγματα, κατά το χρόνο έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος, εφόσον είτε δεν είχαν ενώπιον τους λόγους, επί τους οποίους βασίζεται η αίτηση για διεθνή προστασία του Αιτητή και έπρεπε αυτοί να προσδιοριστούν, είτε ήταν ενώπιον τους οι λόγοι υποβολής της αίτησής του και έκριναν ότι η αίτηση υποβλήθηκε καταχρηστικά, χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και εξατομικευμένης αξιολόγησης. Τέλος, η συνήγορος του Αιτητή επανέλαβε ότι δεν προκύπτει από τα επισυνημμένα στην Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση παραρτήματα, κατά πόσο έχουν επιδοθεί στον Αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης που είχαν εκδοθεί εναντίον του δυνάμει των διατάξεων του Κεφ. 105, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει ότι ο Αιτητής γνώριζε ότι εκκρεμούσε διαδικασία απέλασης και επιστροφής του στην Τουρκία.
Νομικό Πλαίσιο
Το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε η επίδικη πράξη, ορίζει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)
«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
[.]
(β) για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή·
[.]
(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ µέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συµπεριλαµβανοµένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·
[.]
(3) Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -
(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,
(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,
(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,
(δ) επιτήρηση από επόπτη.
(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).
(β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.
(5) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο διάταγμα παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους βάσει των οποίων εκδίδεται και αντίγραφό του επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή.
(6)(α) Το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή.[...]
(8) Ο Υπουργός ενημερώνει αμέσως και γραπτώς κάθε υπό κράτηση αιτητή, σε γλώσσα που ο τελευταίος είτε κατανοεί είτε εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, για τους λόγους κράτησης, για τις δικαστικές διαδικασίες που αναφέρονται στα εδάφια (6) και (7) και για τη δυνατότητα αίτησης περί δωρεάν νομικής αρωγής και εκπροσώπησης στα πλαίσια αυτών των διαδικασιών σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο.[.]»
Αξιολόγηση
Στο σημείο αυτό, θα προχωρήσω με την εξέταση του ιστορικού της υπόθεσης όπως προκύπτει από το Διοικητικό Φάκελο που έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς των δύο πλευρών, προκειμένου να εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο κατά πόσον, μέσω της αιτιολογίας που παρατίθεται στο κείμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος, καθώς και των λοιπών στοιχείων που περιέχονται στον Διοικητικό Φάκελο, το προσβαλλόμενο διάταγμα έχει εκδοθεί παράνομα, κατόπιν πλάνης, χωρίς επαρκή αιτιολογία και/ή κατ' επίκληση λανθασμένης αιτιολογίας και χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας.
Για την εξέταση των ανωτέρω νομικών σημείων κρίνω σκόπιμη την παράθεση αυτούσιου του επίδικου διατάγματος κράτησης
«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)
ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ
ΕΠΕΙΔΗ ο Ο.Μ. υπήκοος ΤΟΥΡΚΙΑΣ είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι
ο Ο.Μ. κρατείται
(α) Για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του Αιτητή.
(β) Στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης του, και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο Ο.Μ αφίχθηκε στη Δημοκρατία παράνομα και δεν προσπάθησε με κανένα τρόπο να διευθετήσει την παραμονή του ούτε και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, αλλά αντ’ αυτού, εντοπίστηκε στις Βρετανικές Βάσεις και συνελήφθη για παράνομη κατοχή ναρκωτικών, και έπειτα, όταν διαπιστώθηκε η παράνομη είσοδος και παραμονή του, μεταφέρθηκε σε Αστυνομικό Σταθμό και συνελήφθη από την ΥΑΜ για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης εισόδου και παραμονής, και κρατήθηκε βάσει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, και μόνο τότε υπέβαλε αίτηση ασύλου, ως εκ τούτου, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας ενδέχεται να έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού του.
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο Ο.Μ. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των άρθρων 9ΣΤ (2) (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:
1. ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενη Απόφαση Επιστροφής: Διάταγμα Απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 28/04/2025.
2. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει διεύθυνση συνήθους διαμονής. Ο αλλοδαπός είχε σταθερό τόπο διαμονής.
3. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν εντοπίσθηκε στην κατοχή του έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο.
4. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε την μη πρόθεσή του για συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής.
5. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ), του εδαφίου (1), του άρθρου 6 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ. 28/04/2025.
6. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό του, κρίνω ότι η αίτηση του για διεθνή προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του.
ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνουν στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020) και το άρθρο 188.3(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης με το παρόν διατάσσω όπως ο Ο.Μ. ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης που αναφέρονται πιο πάνω
Με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεση του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.
ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 9η ημέρα του Μαΐου 2025».
(στην ανωτέρω παράθεση το Δικαστήριο παρέθεσε τα αρχικά και όχι το ονοματεπώνυμο του Αιτητή).
Καταρχάς, θα πρέπει να αναφερθεί ότι το δικαίωμα της ελευθερίας προστατεύεται από το άρθρο 11 του Συντάγματος, το οποίο προνοεί ρητά τις περιπτώσεις όπου δικαιολογείται η στέρηση του, σύμφωνα πάντα με το Νόμο. Η παρούσα περίπτωση εμπίπτει στις εξαιρέσεις όπου δικαιολογείται η κράτηση αλλοδαπού εναντίον του οποίου έγιναν ενέργειες προς το σκοπό απέλασης του (βλ. άρθρο 11(2)(στ)), η οποία όμως πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με το Νόμο, στην παρούσα περίπτωση τον περί Προσφύγων Νόμο.
Εντός του διοικητικού φακέλου, υπάρχει Υπηρεσιακό Σημείωμα ημερομηνίας 08/05/2025 (ερυθρά 39-37 Δ.Φ.) όπου γίνεται αναφορά στο μεταναστευτικό ιστορικό, στο περιεχόμενο της αίτησης του για διεθνή προστασία, καθώς και στους λόγους για τους οποίους η κράτηση του κρίθηκε ως το καταλληλότερο μέτρο έναντι λιγότερο περιοριστικών.
Ο περί Προσφύγων Νόμος προβλέπει στο άρθρο 9ΣΤ(2) εξαντλητικά τους λόγους για τους οποίους αιτητής ασύλου μπορεί να τεθεί υπό κράτηση. Αναφέρεται στο ίδιο άρθρο, ότι διάταγμα κράτησης μπορεί να εκδοθεί, εκτός και εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα και εφόσον κρίνεται αναγκαίο κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης.
Στην παρούσα προσφυγή, οι λόγοι που επικαλούνται οι Καθ’ ων η Αίτηση βρίσκει έρεισμα στα εδάφια (β) και (δ) του άρθρου 9ΣΤ (2), τα οποία σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της συνηγόρου του Αιτητή δεν δύναται να χρησιμοποιηθούν σωρευτικά λόγω αντίφασης που προκύπτει από το περιεχόμενο τους. Από τις πληροφορίες και τα στοιχεία εντός του διοικητικού φακέλου, διαπιστώνω ότι υπάρχει έρεισμα και στους δύο λόγους που προνοούνται στο άρθρο 9ΣΤ(2) προς έκδοση διατάγματος κράτησης. Από το ιστορικό του Αιτητή σε συνάρτηση με τα στοιχεία που υπάρχουν στον διοικητικό φάκελο, προκύπτει ότι ο Αιτητής βρισκόταν στις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές, έχοντας εισέλθει παράνομα, χωρίς να γίνει αντιληπτός από τις αρχές. Δεν παρέθεσε ταξιδιωτικά έγγραφα, πλην αντίγραφο του διαβατηρίου του, ισχυρισμός ο οποίος έγινε δεκτός και κατά τις διευκρινήσεις. Περαιτέρω, υπέβαλε αίτημα για διεθνή προστασία μόνο αφού τέθηκε υπό κράτηση με σκοπό την απέλαση του και αφού εκδόθηκαν διατάγματα δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου. Ως τίθεται ρητώς στην παράγραφο (2) του άρθρου 9ΣΤ, διάταγμα με το οποίο τίθεται υπό κράτηση αιτητής, δύναται να εκδοθεί για οποιοδήποτε από τους λόγους που παρατίθενται στις υποπαραγράφους (α) μέχρι (στ) του ίδιου άρθρου. Στο σημείο αυτό υιοθετώ και το σκεπτικό του αδελφού Δικαστή κ. Χριστοφόρου στην απόφαση του ημερομηνίας 25/02/25, στην υπόθεση ΔΚ 1/25 N. T. B. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών, στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής:
«Παρά τα ως άνω όμως το ζήτημα δεν σταματά εδώ, καθώς η πάσχουσα νομική βάση του επίδικου διατάγματος δεν αρκεί για να επιμολύνει με ακυρότητα το επίδικο διάταγμα.
Εξηγώ.
Σχετικά επί του ζητήματος είναι τα αρ.31, 32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
«31. Εσφαλμένη νομική αιτιολογία δεν οδηγεί σε ακύρωση της πράξης, αν η πράξη μπορεί νομική να έχει άλλο νομικό έρεισμα.
32. Όταν η πράξη έχει πολλαπλές ή διαζευκτικές αιτιολογίες και μία από αυτές είναι λανθασμένη, η πράξη είναι ακυρωτέα, εκτός αν κριθεί ότι η λανθασμένη αιτιολογία ήταν επικουρική ή δευτερεύουσα της ορθής αιτιολογίας και ως εκ τούτου δεν επηρέασε το αρμόδιο διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης.»
Σχετικώς, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ανδριάνθη Κ. Στυλιανού ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Πελενδρίου (1997) 4 Α.Α.Δ. 2882, λέχθηκαν τα εξής:
«Σε περίπτωση πολλαπλών ή επάλληλων αιτιολογιών αρκεί κατά κανόνα η νομιμότητα μιας μόνο από αυτές για να στηρίξει επαρκώς την προσβαλλόμενη πράξη. Οποτεδήποτε διοικητική πράξη επικαλείται περισσότερα του ενός ερείσματα, αρκεί η ορθότητα ενός από αυτά για να την στηρίξει. Για να εφαρμοστεί η πιο πάνω αρχή είναι απαραίτητο να αποφασιστεί κατά πόσο η δεύτερη αιτιολογία είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής ή κατά πόσο είναι απλώς επικουρική ή παρεπόμενη της πρώτης. Αν είναι επικουρική, το έγκυρο της επικουρικής αιτιολογίας δεν μπορεί να διασώσει την ολότητα της προσβαλλόμενης πράξης, αν η κυρίως αιτιολογία είναι πλημμελής.
[.]
Όμως ούτως η άλλως, ακόμα και εσφαλμένη νομική αιτιολογία δεν επάγεται ακυρότητα, αν μπορεί η πράξη να στηριχτεί σε άλλους λόγους. Λανθασμένη νομική αιτιολογία δεν συνεπάγεται ακυρότητα, αν η πράξη μπορεί να βρει άλλο νομικό έρεισμα».
Η ανωτέρω προσέγγιση ακολουθήθηκε στη Χριστοδουλίδης ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1297, απόφαση Ολομέλειας, όπου αναφέρεται ότι «it is a firmly established principle of Administrative Law that even if an administrative decision could not have been validly based on the legal reason which was actually stated in support of it such decision should still be upheld judicially if it could, nevertheless, be reached validly on the basis of some other legal reason (see, inter alia, in this respect, Pikis v. The Republic, (1967) 3 C.L.R. 562, 575, Spyrou (No. 1) v. The Republic, (1973) 3 C.L.R. 478, 484, Akinita Anthoupolis Ltd. v. The Republic, (1980) 3 C.L.R. 296, 303 and Paraskevopoulou v. The Republic, (1980) 3 C.L.R. 647, 661, 662). »
Εν προκειμένω, παρότι, ως ανωτέρω εξηγώ, έχω ήδη καταλήξει ότι το επίδικο διάταγμα στερείται νομικού ερείσματος στη βάση του αρ.9ΣΤ (2) (β), αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει από μόνο του σε ακύρωση του προσβαλλόμενου διατάγματος, αν ήθελε κριθεί πιο κάτω ότι οι προϋποθέσεις του αρ.9ΣΤ (2) (δ) πληρούνται, καθώς «[λ]ανθασμένη νομική αιτιολογία δεν συνεπάγεται ακυρότητα, αν η πράξη μπορεί να βρει άλλο νομικό έρεισμα» .
Υπενθυμίζεται ότι το εδάφιο (β) του άρθρου 9ΣΤ (2) προνοεί τον προσδιορισμό των στοιχείων εκείνων στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του Αιτητή. Στην προκείμενη περίπτωση κρίθηκε από την αρμόδια λειτουργό του Τμήματος Μετανάστευσης, αφού έλαβε υπόψη τα στοιχεία της ΥΑΜ ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του Αιτητή για τους ακόλουθους λόγους:
1. Μη συμμόρφωση με προηγούμενη απόφαση επιστροφής: Διάταγμα Απέλασης ημερομηνίας 28/04/2024.
2. Μη κατοχή ταξιδιωτικών ή άλλων εγγράφων ταυτότητας: δεν είχε εντοπισθεί το διαβατήριο του.
3. Δήλωση πρόθεσης μη συμμόρφωσης με απόφαση επιστροφής.
4. Μη ύπαρξη διεύθυνσης συνήθους διαμονής.
Στη συνέχεια, λαμβάνοντας υπόψη το μεταναστευτικό ιστορικό του Αιτητή, το ότι αφίχθηκε στη Δημοκρατία παράνομα και δεν προσπάθησε με κανένα τρόπο να διευθετήσει την παραμονή του, καθώς και τους λόγους τους οποίους κατέγραψε στην αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε μία μέρα μετά την σύλληψη και κράτηση του, έκρινε ότι εκ πρώτης όψεως ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας καταχρηστικά προκειμένου να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την απέλαση του.
Σύμφωνα με τα δεδομένα και πραγματικά γεγονότα της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής υπέβαλε αίτημα για διεθνή προστασία στις 29/04/2025, ενώ τελούσε υπό κράτηση και ενώ είχαν εκδοθεί εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Αιτητής είχε εισέλθει στη Δημοκρατία μέσω αγνώστου σημείου και άγνωστης ημερομηνίας, ενώ δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια για διευθέτηση της παραμονής του, ούτε και σε αίτηση για διεθνή προστασία, παρά μόνο μία μέρα μετά τη σύλληψη και κράτηση του. Επισημαίνεται ότι ο Αιτητής συνελήφθη στις 27/04/2025 από μέλη της αστυνομίας των Βρετανικών Βάσεων Ακρωτηρίου για παράνομη κατοχή ναρκωτικών ουσιών.
Από εξετάσεις που ακολούθησαν σχετικά με το καθεστώς παραμονής του, διαπιστώθηκαν τα ανωτέρω, και ως εκ τούτου στις 28/04/2025 μεταφέρθηκε και παραδόθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Επισκοπής όπου συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης εισόδου και παράνομης παραμονής και τέθηκε υπό κράτηση. Λόγω μη σταθερού τόπου διαμονής και απροθυμίας του για επαναπατρισμό εκδόθηκαν τα προαναφερόμενα διατάγματα κράτησης και απέλασης.
Ως προς τους λόγους που επικαλέστηκε στην αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ο Αιτητής ανέφερε ότι είναι πατέρας 3 παιδιών όπως όλα τα μέλη της οικογένειας του. Ως πρόβαλε είχε ενεργή εμπλοκή με την δημοκρατική πολιτική όταν ήταν στο Πανεπιστήμιο, και το 2009 ανοίχθηκε φάκελος εναντίον του με ψευδείς μαρτυρίες και στοιχεία προς παρεμπόδιση του. Ως περαιτέρω κατέγραψε, δίδασκε στο Πανεπιστήμιο, με την εργοδότηση του να τερματίζεται παράνομα. Υποστήριξε επίσης ότι δέχθηκε συστηματικές βραδινές επιδρομές στο σπίτι του καθώς και ψυχολογική βία. Σε περίπτωση επιστροφής του θα συλληφθεί και θα φυλακιστεί.
Επιβαρυντικός παράγοντας για την γνησιότητα του αιτήματος του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας είναι και το γεγονός ότι το υπέβαλε μετά την σύλληψη και κράτηση του με σκοπό την απέλαση του δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και όχι σε σύντομο χρόνο μετά την είσοδο του στη Δημοκρατία. Επίσης, τα όσα κατέγραψε στην αίτηση του για διεθνή προστασία, τα οποία κατέγραψα ανωτέρω συνοπτικώς, δεικνύουν ότι τα περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε για να υποβάλει την αίτηση του έλαβαν χώρα πριν από αρκετά χρόνια. Το γεγονός αυτό ενδυναμώνει την θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι υπέβαλε το αίτημα του προκειμένου να εμποδίσει την επιστροφή του στην χώρα καταγωγής του.
Παραπέμπω συναφώς και στην απόφαση της αδελφής μου Δικαστή Χ. Μιχαηλίδου, ημερ. 27/07/20, στην υπόθεση αρ. ΔΚ24/20, B. G. και Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών, στην οποία λέχθηκε ότι:
«Είναι σημαντικό να επισημανθεί, πως κάθε αιτητής ασύλου θα πρέπει να υποβάλλει το αίτημά του το συντομότερο δυνατόν και δεν θα πρέπει να καθυστερεί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα να υποβάλει την αιτησή του. Όπως έχει κατ’ επανάληψην αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, η ταχύτητα με την οποία υποβάλλονται οι αιτήσεις ασύλου είναι ένδειξη της γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει ο αιτητής (βλ. Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013, Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.3.2008, Inram Ashraf v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 8.5.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.2.2011.)
Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με την συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο και για σκοπούς εξέτασης της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης έχει σημασία για την ατομική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του αιτητή».
Περαιτέρω, θα διαφωνήσω και με τον ισχυρισμό της ευπαίδευτης συνηγόρου του Αιτητή ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα και ότι η αιτιολογία είναι ελλιπής. Στον Διοικητικό Φάκελο, εντοπίζονται αρχειοθετημένες οι καταθέσεις των αστυνομικών, καθώς και η επικοινωνία της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (Κλιμάκιο Λεμεσού) προς την Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης στην οποία διαφαίνεται το ιστορικό του Αιτητή και η διαδικασία την οποία ακολούθησε η ΥΑΜ. Ο Αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία παράνομα σε άγνωστη ημερομηνία, καθότι τα στοιχεία του δεν εντοπίζονται στο σύστημα αφίξεων και αναχωρήσεων προσώπων που εισέρχονται από νόμιμο σημείο εισόδου της Δημοκρατίας. Δεν ενεγράφηκε ως αλλοδαπός και δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια για διευθέτηση της άδειας παραμονής του. Ως εκ τούτου, από την συγκεκριμένη συμπεριφορά του Αιτητή προκύπτει η αδιαφορία και η έλλειψη σεβασμού και συμμόρφωσης προς τους Νόμους και Κανονισμούς που διέπουν την παραμονή αλλοδαπών στη Δημοκρατία.
Παρόμοιες περιστάσεις εξετάστηκαν και στο πλαίσιο της προσφυγής ΔΚ 7/21, D.J. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, απόφαση ημερ. 22/02/21, από τον αδελφό Δικαστή Α. Χριστοφόρου, ο οποίος κατέληξε ως ακολούθως και το σκεπτικό του οποίου εφαρμόζεται αναλογικά και στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης:
«Εκ του περιεχομένου του φακέλου ως ανωτέρω καταγράφεται και με δεδομένο ότι η άδεια παραμονής του αιτητή ως επισκέπτης στην Δημοκρατία έληγε στις 24/07/19, δεν φαίνεται να έπραξε αναλόγως προκειμένου να ανανεώσει την άδεια παραμονής του μετά την λήξη της ή να υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία. Αντ’ αυτού ο αιτητής συνέχισε να διαμένει στην Δημοκρατία ώσπου, τυχαία, εντοπίστηκε από την αστυνομία όπου και διαπιστώθηκε ότι διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία για διάστημα περί το 1 ½ έτος από τον χρόνο που έληξε η άδεια παραμονής που είχε.
Ενόψει των ως άνω γεγονότων, εύκολα μπορεί να συναχθεί το ασφαλές συμπέρασμα ότι το παράνομο της παραμονής του στη Δημοκρατία ήταν γνωστό στον ίδιο και ότι σε κάθε περίπτωση όφειλε να γνωρίζει, αφού κατείχε τα σχετικά στοιχεία για να αντιληφθεί, ότι η παραμονή του κατέστη παράνομη μετά την 24/07/19 αφού, ως προκύπτει από το Παρ. 2 της Ένστασης, ο ίδιος ο αιτητής παρουσίασε κατά την άφιξη του στη Δημοκρατία εισιτήριο επιστροφής στην χώρα καταγωγής του και σχετική κράτηση για αντίστοιχο χρονικό διάστημα σε ξενοδοχείο στη Λάρνακα.
Η όλη συμπεριφορά του αιτητή, σε συνδυασμό με το ότι ποτέ στον χρόνο που διέρρευσε μέχρι και 2 μήνες μετά την κίνηση διαδικασιών για την απομάκρυνση του από την Δημοκρατία – δεν υπέβαλε αίτηση για χορήγηση διεθνούς προστασίας, λαμβανομένου υπόψη και του ότι δεν προβλήθηκε εκ μέρους του αιτητή ισχυρισμός ότι στερήθηκε πριν την απόφαση την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, είναι πιστεύω αρκετή για να καταδείξει ότι «υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» [9ΣΤ(2)(δ)].»
Ενόψει των όσων ανέφερα ανωτέρω, και με παραπομπή στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ποια ήταν η αιτιολογική σκέψη της διοίκησης για την έκδοση του διατάγματος κράτησής του Αιτητή (Παναγιωτίδης ν Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 342, Θ. Χριστοφή & Σια Λτδ ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 427), ενώ σύντομη αιτιολόγηση με παραπομπή στο άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου εμφαίνεται στο κείμενο του διατάγματος κράτησης. Παραπέμπω επίσης σε απόσπασμα της απόφασης ημερ. 29/06/18, A.A.S v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, προσφυγή αρ. 755/18, το σκεπτικό της οποίας υιοθετώ στην παρούσα προσφυγή:
«Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 29 του Νόμου 158(Ι)/1999, η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (βλ. ενδεικτικά Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371), εφόσον βεβαίως τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο (βλ. Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342), όπως συμβαίνει, κατά την κρίση μου, και στην παρούσα περίπτωση, εφόσον από τον οικείο διοικητικό φάκελο προκύπτει το πλήρες ιστορικό του αιτητή στη Δημοκρατία, δεδομένης βεβαίως της ύπαρξης των προηγηθέντων διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, και δη αυτών ημερομηνίας 1.3.2018, όπου και εκτίθενται οι λόγοι που αυτός κρίθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ),(κ),(θ) του Κεφαλαίου 105, καθώς και οι λόγοι που κρίθηκε απαραίτητη η κράτησή του. Τα εν λόγω στοιχεία σαφώς και συμπληρώνουν την αιτιολογία της επίδικης απόφασης.
Εν κατακλείδι, κρίνω ότι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου τα συγκεκριμένα και απαραίτητα στοιχεία, επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης, που επιτρέπουν τη διενέργεια του δικαστικού ελέγχου (βλ. ενδεικτικά Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214 και Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348).».
Επιπρόσθετα, σχετική με την επίδικη περίπτωση είναι η υπόθεση C – 534/11 Mehmet Arslan, ημερ. 30/5/13, στην οποία διατυπώθηκαν τα ακόλουθα:
«57. Όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση, βάσει του άρθρου 15 της Οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους, ότι αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπονομεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ’ αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγου υπηκόου, ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.
58. Συγκεκριμένα, εθνική διάταξη που επιτρέπει, υπό τέτοιες συνθήκες, τη διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο είναι συμβατή προς το άρθρο 18, παράγραφος 1 της οδηγίας 2005/85, εφόσον η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής».
Επίσης να τονισθεί σε αυτό το σημείο, ότι υποχρέωση των Καθ’ ων η Αίτηση πριν καταλήξουν στην επιβολή του μέτρου της κράτησης, με βάση το άρθρο 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, ήταν η αξιολόγηση του κατά πόσο, στην περίπτωση του Αιτητή, ήταν εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα, λιγότερο περιοριστικά, εναλλακτικά μέτρα.
Σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας για τους πρόσφυγες για την κράτηση των αιτούντων άσυλο (από τούδε και στο εξής «Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Κράτηση των Αιτούντων Άσυλο»), όσον αφορά την κράτηση πρέπει να εξετάζονται εναλλακτικές λύσεις ως προς την κράτηση. Η αδυναμία να εξεταστεί το ενδεχόμενο για λιγότερο καταναγκαστικά ή παρεμβατικά μέτρα, θα μπορούσε να συνεπάγεται το χαρακτηρισμό της κράτησης ως αυθαίρετης (Κατευθυντήρια Οδηγία 4.3). Η απόφαση κράτησης πρέπει να λαμβάνει υπόψη λιγότερο παρεμβατικά μέσα για την επίτευξη των ίδιων στόχων, όπως υποχρεώσεις εμφάνισης, εγγυήσεις ή άλλες προϋποθέσεις για την αποφυγή διαφυγής. Για να διαπιστωθεί η αναγκαιότητα και η αναλογικότητα της κράτησης σύμφωνα με το άρθρο 9 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ) πρέπει να αποδειχθεί ότι λιγότερο παρεμβατικά μέτρα εξετάστηκαν και κρίθηκαν ανεπαρκή.
Ως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Υ.Υ. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργείου Εσωτερικών κ.α. (Υπόθεση αρ. 265/2019, Απόφαση ημερ. 11 Απριλίου 2019):
«Η κράτηση είναι περιοριστικό μέτρο. Η επιλογή της έχει να κάνει με τον αποκλεισμό των άλλων εναλλακτικών μέτρων που μπορούν να ληφθούν. Προαπαιτείται δηλαδή κρίση γιατί αυτά δεν θα ήταν κατάλληλα και γιατί. Συμφωνώ με την δικηγόρο του αιτητή ότι οι καθ’ων η αίτηση δεν φαίνεται από τον διοικητικό φάκελο να αναζήτησαν τη ρύθμιση του ζητήματος με την επιβολή λιγότερο περιοριστικών και εναλλακτικών της κράτησης λύσεων, αλλά επέλεξαν το εν λόγω μέτρο, ως τη μοναδική διαθέσιμη λύση ενώπιον τους, καταφεύγοντας ουσιαστικά στη φανερώς δυσμενέστερη για τον αιτητή απόφαση της κράτησης. Όπως αποφασίστηκε από το ΕΔΑΔ, οι αρχές οφείλουν να εξετάσουν σε τέτοιες περιπτώσεις εναλλακτικές λύσεις, για να διασφαλίσουν με άλλον αποτελεσματικό τρόπο τη μη διαφυγή του αιτητή, ενόσω εκκρεμεί η αίτηση ασύλου (S.K. v. Russia, Αρ. Προσφυγής 52722/15, ημερομηνίας 14.2.17, σκέψη 111). Η κράτηση επιλέγεται όταν είναι αντικειμενικώς αναγκαία για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά ο ενδιαφερόμενος την επιστροφή του».
Σε αυτό το σημείο, διαπιστώνω ότι στο επίδικο διάταγμα κράτησης, αναγράφεται ότι «δεδομένου ότι είναι αρνητικός στον επαναπατρισμό του και δεν έχει σταθερό τόπο διαμονής, δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων». Έχω επιβεβαιώσει ότι σε επιστολή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, ημερ. 28/04/2025, προς την Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, καταγράφεται ότι ο Αιτητής δεν έχει σταθερό τόπο διαμονής και ούτε παρουσιάστηκε οποιοδήποτε στοιχείο στο Δικαστήριο για ανατροπή του ανωτέρω συμπεράσματος των Καθ’ων η Αίτηση.
Συνεπώς, με βάση τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, δεν ήταν λογικά εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα, λιγότερο περιοριστικά, εναλλακτικά μέτρα, λόγω της συνολικής συμπεριφοράς του Αιτητή, και της αδιαφορίας και απαξίωσης του προς τους Νόμους και τους θεσμούς της χώρας. Ως εκ τούτου, η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση να μην επιβάλουν εναλλακτικά μέτρα ήταν εύλογη, στη βάση της προηγούμενης συμπεριφοράς που επέδειξε ο Αιτητής και φαίνεται ότι οποιοδήποτε άλλο μέτρο μπορούσε να επιβληθεί υπό τις περιστάσεις, δεν θα ήταν αποτελεσματικό ή επαρκές.
Παραπέμπω συναφώς και σε απόφαση στην προσφυγή υπ’ αρ. ΔΚ34/20, G.S. και Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 5/10/20, την οποία επικαλέσθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Σε σχέση με τη δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, ενόψει των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, και λαμβανομένου υπόψη του ότι η εξέταση της αίτησης για παροχή διεθνούς προστασίας προχώρησε και κατάληξε με γοργό ρυθμό, αλλά και του ότι μπορεί να συναχθεί εκ της συμπεριφοράς του αιτητή πριν τον εντοπισμό του τον Μάιο του τρέχοντος έτους από τις αρχές ότι υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για την πρόθεση του να μην συμμορφωθεί, αν και εφόσον δεν επιτύχει ούτε η προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης που έχει βεβαίως το δικαίωμα να ασκήσει με τη διαταγή απομάκρυνσης του δυνάμει του υπό αναστολή διατάγματος απέλασης, κρίνω ότι κανένα εναλλακτικό της κράτησης μέτρο θα μπορούσε να διασφαλίσει τον επιδιωκόμενο δια της προσβαλλόμενης πράξης σκοπό, ήτοι την εξασφάλιση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής του, ενόψει και της ήδη εκφρασθείσας δια της συμπεριφοράς του απροθυμίας του να συμμορφωθεί με τους κανόνες που αφορούν την νομιμότητα της προηγούμενος διαμονής του στο έδαφος της Δημοκρατίας. Είναι σε αυτό ακριβώς το. σημείο που αποκτά πλέον ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα ο βαθμός πιθανολόγησης επί του όποιου κινδύνου διαφυγής του απητή με αναφορά στην προηγούμενη της απήσεως ασύλου συμπεριφορά του αιτητή, στην στάθμιση του καταλληλότερου υπό τις περιστάσεις μέτρου (βλ. απόφαση ΕΔΑΔ στην υπόθεση S.K. ν. Russia, αρ.52722/15, ημ. 14/12/17, παρ. 111).
Είναι δια μέσου της στάθμισης αυτής που μπορεί να εκφρασθεί τελική κρίση επί του αν η επιλογή του επαχθέστερου μέτρου της κράτησης απολήγει να είναι η καταλληλότερη υπό τις περιστάσεις, στη βάση της αρχής της αναλογικότητας, που είναι και η κατάληξή μου στην παρούσα, ως ανωτέρω εξηγώ, και δια τούτο η μόνη ενδεδειγμένη και συνεπώς αναγκαία, στη βάση της αρχής της αναγκαιότητας».
Μεταξύ των παραγόντων που καθοδηγούν τη λήψη αποφάσεων κράτησης μπορεί να είναι το στάδιο που διανύει η εξέταση της αίτησης ασύλου, ο τελικός προορισμός του αιτούντος, οι οικογενειακοί/κοινωνικοί δεσμοί, η προηγούμενη καλή συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του ατόμου, καθώς και ο κίνδυνος φυγής ή η προθυμία και η κατανόηση της ανάγκης για συμμόρφωση (Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Κράτηση των Αιτούντων Άσυλο - Κατευθυντήρια Οδηγία 4, παράγραφος 19). Στην παρούσα περίπτωση, θεωρώ ότι οι παράγοντες αυτοί, όπως αναλύθηκαν και ανωτέρω, επενεργούν υπέρ της απόφασης κράτησης που λήφθηκε εναντίον του Αιτητή, ώστε να την δικαιολογήσουν ως αντικειμενικώς αναγκαία.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων, κρίνω ότι και οι λοιποί ισχυρισμοί που προώθησε ο Αιτητής στερούνται ερείσματος. Διαπιστώνω ότι ενώπιον των Καθ’ ων η Αίτηση υπήρχαν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, ήτοι το ιστορικό του Αιτητή, το επιβεβαιωμένο γεγονός ότι είχε πρόσβαση στη διαδικασία παροχής διεθνούς προστασίας, το ότι υπέβαλε την αίτηση του για διεθνή προστασία μόνο μετά την σύλληψη και κράτηση του και ενώ είχε εκδοθεί απόφαση απέλασης και επιστροφής του δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και η ανάγκη να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως λόγω ύπαρξης κινδύνου διαφυγής του Αιτητή, ώστε να καταλήξουν ότι η κράτηση του ήταν αναγκαία και αναλογική και δικαιολογείτο σύμφωνα με τα όσα επιβάλλει το άρθρο 9ΣΤ(2) στοιχεία (β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε να επιβληθεί το κατ’ εξαίρεση μέτρο της στέρησης της ελευθερίας αιτητή ασύλου.
Βάσει των ανωτέρω, το επίδικο διάταγμα κράτησης του Αιτητή εκδόθηκε μετά από δέουσα έρευνα, στη βάση των περιστατικών ως βρίσκονταν ενώπιον των Καθ’ ων η Αίτηση και δεν παρείσφρησε πλάνη περί το νόμο και περί τα πράγματα. Η δε αιτιολογία της απόφασης συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και με βάση τα όσα ανέλυσα πιο πάνω θεωρώ ότι η απόφαση για κράτηση του Αιτητή ήταν ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις αρχές της αναλογικότητας και αναγκαιότητας και ευθυγραμμισμένη με τις αρχές που αναπτύχθηκαν μέσω της νομολογίας.
Υπό το φως των όσων έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ενόψει του γεγονότος ότι ο Αιτητής είναι δικαιούχος νομικής αρωγής, καμία διαταγή για έξοδα. Τα έξοδα των συνηγόρων του Αιτητή - δικαιούχου νομικής αρωγής, να καταβληθούν από το Ταμείο Νομικής Αρωγής.
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο