B.A.T. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Υπουργού Εσωτερικών, Υπηρεσία Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 155/23, 30/6/2025
print
Τίτλος:
B.A.T. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Υπουργού Εσωτερικών, Υπηρεσία Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 155/23, 30/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπoθ. Αρ.: 155/23

 

30 Ιουνίου 2025

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

B.A.T.

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας δια του

Υπουργού Εσωτερικών, Υπηρεσία Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

-------------------

Γ. Κορυζής (κος), Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Μ. Αμπελώμος (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση

[Η Αιτήτρια παρούσα]

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 16/12/2022, σύμφωνα με την οποία το αίτημά της για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

Η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υπήκοος της Δημοκρατίας του Καμερούν, με επίσημο δελτίο ταυτότητας που εκδόθηκε από τις αρχές της χώρας καταγωγής της. Σύμφωνα με δική της δήλωση, εγκατέλειψε τη χώρα της στις 13/03/2019 νόμιμα και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, από όπου στη συνέχεια εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας στις 18/03/2019 αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 30/08/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από λειτουργό της EUAA, ο οποίος στις 14/10/2022 συνέταξε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Ακολούθως, στις 14/11/2022, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής της για διεθνή προστασία.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 16/12/2022, μαζί με αιτιολόγησή της, παραλήφθηκε δια χειρός από την Αιτήτρια αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή της μετά από πλήρη κατανόηση του περιεχομένου της.

 

Εμπρόθεσμα η Αιτήτρια, μέσω του συνηγόρου της, καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση, προβάλλοντας αρκετούς νομικούς ισχυρισμούς προς ακύρωση της πράξης.

 

Μέσω της γραπτής του αγόρευσης, ο συνήγορος της Αιτήτριας περιορίζει τους λόγους ακύρωσης στην πλάνη περί τα πράγματα, την έλλειψη αιτιολογίας και την έλλειψη δέουσας έρευνας από μέρους των Καθ’ ων η αίτηση, εγκαταλείποντας σιωπηρά τους υπόλοιπους λόγους που αναφέρονται επί του δικόγραφου της προσφυγής. Περαιτέρω, προβάλλει ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση είναι αντίθετη με τη χρηστή διοίκηση και τις νομολογιακά καθιερωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου και συνιστά άνιση μεταχείριση και δυσμενή διάκριση σε βάρος της Αιτήτριας. Επί της ουσίας της υπόθεσης, ο κ. Κορυζής, υποβάλλει ότι υπάρχει ενεστώς και υπαρκτός κίνδυνος κατά της προσωπικής ασφάλειας, ελευθερίας και ενδεχομένως της ζωής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της. Υποστηρίζει οτι το καθεστώς διεθνούς προστασίας που δικαιούται η Αιτήτρια συνδέεται με τον κίνδυνο κατά της ζωής της λόγω στοχοποίησης και δίωξης απο τον κρατικό στρατό λόγω της αποδιδόμενης συνεργασίας της με τους ένοπλους, αγγλόφωνους αυτονομιστές.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέταση απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι η επίδικη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και εκδόθηκε μετά από δέουσα έρευνα αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.

 

Αντιτείνουν επίσης ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων  αλλά ούτε και κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της και επομένως ορθά απορρίφθηκε το αίτημά της για διεθνή προστασία σύμφωνα με τα άρθρα 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νομου.Ως εκ των πιο πάνω, καλούν το Δικαστήριο όπως απορρίψει την προσφυγή της Αιτήτριας και να επικυρώσει την επίδικη απόφαση.

 

Στο στάδιο των διευκρινήσεων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο συνήγορος της Αιτήτριας, περιόρισε περαιτέρω τους νομικούς ισχυρισμούς του εμμένοντας μόνο στην ανεπαρκή έρευνα των Καθ’ ων η αίτηση κατά τη εξέταση της αίτησης της Αιτήτριας, που συμπαρασύρει σε ανεπαρκή αιτιολογία. Επιπλέον, επανέλαβε τους ίδιους ισχυρισμούς επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας, ήτοι ότι έχει στοχοποιηθεί στη χώρα καταγωγής της και διώκεται από τον στρατό, προβάλλοντας επίσης, ότι η Αιτήτρια ανήκει στην αγγλόφωνη κοινότητα και θεωρήθηκε ότι συνεργάζεται με τους αγγλόφωνους αποσχιστές του Καμερούν. Επικαλείται επίσης, ότι ως απόρροια της εν λόγω στοχοποίησής της, εκτέλεσαν τον πατέρα της περί το 2017, ενώ η ίδια έχει εσφαλμένα θεωρηθεί ότι έχει συνεργαστεί με τους αγγλόφωνους αποσχιστές, με αποτέλεσμα να διώκεται η Αιτήτρια από κρατικό φορέα δίωξης, άρα δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική προστασία στην περίπτωσή της. Περαιτέρω, αναφερόμενος στις εξωτερικές πηγές που παραθέτουν οι Καθ’ ων η αίτηση, υποστήριξε ότι διαφαίνεται ο κίνδυνος και η ανασφάλεια που επικρατεί στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν από όπου κατάγεται η Αιτήτρια. Θέση του ως προβάλλει, είναι ότι η περίπτωση της Αιτήτριας εμπίπτει στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ισχυριζόμενος πως η ίδια διώκεται και καταζητείται, ενώ σε περίπτωση επιστροφής της θα κινδυνεύσει η ζωή της και η ασφάλειά της λόγω των γεγονότων και της επικρατούσας κατάστασης στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν δεδομένης της προσωπικής απειλής κατά της ίδιας και της οικογένειάς της, ως εκ τούτου, θεωρεί ότι τουλάχιστον θα πρέπει να τύχει της συμπληρωματικής προστασίας. Ως προς την ουσία του αιτήματος της Αιτήτριας, ο συνήγορός της υποστήριξε ότι η ίδια διώκεται από τις κρατικές αρχές της χώρας της καθώς θεωρήθηκε ότι συνεργάστηκε με τους μαχητές Ambazonians παρέχοντας τους τροφή και εφόδια. Ως προς το γεγονός ότι η Αιτήτρια κατάφερε να διαφύγει νόμιμα από της χώρα καταγωγής της, δεδομένου ότι την καταζητούσαν οι κρατικές αρχές, ως η ίδια επικαλείται, ο συνήγορος της ανέφερε πως η ίδια του είπε ότι την βοήθησαν κάποια πρόσωπα για να φύγει, με κάποιο αντίτιμο, εικαζόμενος ότι αυτό είναι κάτι σύνηθες στη χώρα καταγωγής της. Καταλήγοντας, ο συνήγορος της Αιτήτριας υποστήριξε ότι ο θάνατος του πατέρα της δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα μιας γενικότερης επίθεσης, ως υποστηρίζουν η Καθ’ ων η αίτηση, εφόσον δεν προκύπτει κάτι τέτοιο, ενώ σε κάθε περίπτωση, εάν τούτο γίνει αποδεκτό, τότε ο θάνατος του πατέρα της συνηγορεί υπέρ του ότι επικρατεί κατάσταση γενικευμένης ανασφάλειας στην περιοχή της Αιτήτριας στο Καμερούν. Τέλος, ισχυρίζεται ότι δεν παρατέθηκαν τα κριτήρια με τα οποία εξετάστηκαν τα έγγραφα που είχε προσκομίσει η Αιτήτρια στην Υπηρεσία Ασύλου, τα οποία κρίθηκαν αναξιόπιστα από τους Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση από την πλευρά τους, υιοθετώντας το περιεχόμενο της ένστασης και της γραπτής τους αγόρευσης, υποστήριξαν προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι ο θάνατος του πατέρα της Αιτήτριας δεν συνδέεται με τους ισχυρισμούς που προέβαλε η ίδια, περί του ότι καταζητείται από το στρατό του Καμερούν, εφόσον δεν προκύπτει ότι ο πατέρας της ήταν στοχοποιημένο πρόσωπο, αντίθετα ήταν μέρος μιας γενικότερης επίθεσης, ως προβάλλουν. Όσον αφορά την κατ’ ισχυρισμό συνδρομή της Αιτήτριας στους μαχητές Ambazonians, οι Καθ’ ων η αίτηση υποβάλλουν ότι δεν καταδεικνύεται ότι η ίδια είχε ενεργό δράση και ούτε έγινε αποδεκτός οιοσδήποτε τέτοιος ισχυρισμός της. Καταλήγοντας, σημειώνουν πως τα εντάλματα σύλληψης που είχε προσκομίσει η Αιτήτρια στην Υπηρεσία Ασύλου κρίθηκαν ως μη αξιόπιστα έγγραφα λόγω του τρόπου σύνταξής τους, ενώ το αίτημά της κρίθηκε στην ολότητά του ως αβάσιμο λόγω της αναξιοπιστίας των ισχυρισμών της, ούτε δε, κατάφερε η ίδια να καταδείξει ότι υπήρχε εξατομικευμένος κίνδυνος στην περίπτωσή της. Τέλος, αναφέρουν ότι τα ζητήματα που εγείρονται από τον συνήγορο της Αιτήτριας δεν εξειδικεύονται στη γραπτή του αγόρευση.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων και δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε η Αιτήτρια σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η Αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, έχοντας κατά νου και τους προωθούμενους από την Αιτήτρια ισχυρισμούς προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Με την αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, λόγω της πολιτικής κρίσης, προσθέτοντας ότι η ίδια ασχολείτο με την επιχείρηση των γονιών της και τους θεώρησαν ύποπτους για παροχή τροφής στους αυτονομιστές, ενώ οι γονείς της σκοτώθηκαν, ως επίσης αναφέρει.

 

Στα πλαίσια της προφορικής της συνέντευξης, η Αιτήτρια δήλωσε σε σχέση με τα προσωπικά της στοιχεία, υπήκοος του Καμερούν, γεννηθείσα στην πόλη Kumba (Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν) αλλά από πολύ μικρή ηλικία μετοίκησε στο χωριό Metoko Ma Bekondo (Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν), όπου και διέμενε μέχρι την αναχώρησή της από τη χώρα της. Κατά δήλωσή της πρόκειται για άγαμη και άτεκνη γυναίκα. Ως προ την πατρική της οικογένεια δήλωσε ότι ο πατέρας της απεβίωσε στις 14/02/2017 μετά από επίθεση του στρατού στο χωρίο της, ενώ η μητέρα της ζει και βρίσκεται στο χωριό Metoko Ma Bekondo, έχει μόνο έναν αδελφό αλλά από το 2018 έχασε επαφή μαζί του, ως επίσης και ένα θείο που ζει στο χωριό Ekok (Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν). Δηλώνει απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης χωρίς εργασιακή εμπειρία, ωστόσο ενόσω φοιτούσε στο λύκειο και κατά το 2016 με 2017, ασχολείτο με την πώληση τσαντών από το σπίτι της. Ως δήλωσε επίσης, η ίδια έφυγε νόμιμα από τη χώρα της περί τα μέσα Μαρτίου του 2019, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε προβλήματα κατά την έξοδό της από το Καμερούν, ούτε και της συνέβη οτιδήποτε αξιομνημόνευτο κατά το ταξίδι της από τη χώρα καταγωγής της προς την Κύπρο.

 

Όσον αφορά τον θάνατο του πατέρα της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο πατέρας της διατηρούσε μαγαζί στο χωρίο τους, από όπου οι μαχητές Ambazonians συνήθισαν να ψωνίζουν, ισχυριζόμενη πως κάποιος πρέπει να είχε αναφέρει το γεγονός αυτό στον κρατικό στρατό, επειδή μια μέρα ο στρατός επιτέθηκε στο χωριό τους και πυροβολούσε τους κατοίκους εκεί, ενώ επίσης, έκαψαν σπίτια και καταστήματα, και πυροβόλησαν τον πατέρα της καθώς και πολλά άλλα άτομα κατά την συγκεκριμένη επίθεση. Ως διευκρίνισε η Αιτήτρια, ο πατέρας της δεν αποτελούσε στόχο, ωστόσο, υπήρξε θύμα της εν λόγω επίθεσης του στρατού στο χωριό τους. Η ίδια, ως ανέφερε δεν ήταν παρούσα κατά το εν λόγω περιστατικό και συνεπώς δεν γνωρίζει περισσότερες λεπτομέρειες.

 

Αναφορικά με τους λόγους που την οδήγησαν στο να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής, κατά την ελεύθερη αφήγησή της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως στη χώρα της διατηρούσε σχέση με έναν από τους αξιωματούχους των μαχητών Ambazonians, αναφέροντας πως κατά καιρούς οι Ambazonians επισκέπτονταν το μαγαζί του πατέρα της για τις προμήθειες τους, ο δε κρατικός στρατός γνώριζε ότι είχαν επαφή με τους Ambazonians. Ισχυρίστηκε επιπλέον ότι, όταν ο κρατικός στρατός επιτέθηκε στο χωριό τους, γνώριζαν ότι η ίδια διατηρούσε σχέση με έναν εκ των μαχητών των Ambazonians και επικαλέστηκε πως ήταν καταζητούμενη, λόγω του ότι ο στρατός ήθελε να μάθει πληροφορίες από την ίδια σχετικά με τον σύντροφό της, που ανήκε στους μαχητές Ambazonians. Ως εκ τούτου, η Αιτήτρια αναγκάστηκε να παραμείνει κρυμμένη σε θαμνώδη περιοχή, μέχρι που εν τέλει διέφυγε από το Καμερούν.

 

Σε σχετικά ερωτήματα που ακολούθησαν, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν υπήρξε κάποιος άλλος λόγος για τον οποίο η ίδια έφυγε από το Καμερούν, ούτε και κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό που συνέβη και την ανάγκασε τη δεδομένη χρονική περίοδο να εγκαταλείψει τη χώρα της, ενώ σε περίπτωση που επιστρέψει ισχυρίστηκε πως θα την σκοτώσει ο κρατικός στρατός, επικαλούμενη πως ο στρατός σκοτώνει όποιον έχει οιανδήποτε επαφή με οποιονδήποτε από τους μαχητές Ambazonians. Κληθείσα στη συνέχεια να αναφέρει με λεπτομέρεια κάποιες πληροφορίες για τον σύντροφό της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως γνωρίστηκαν όταν η ίδια πήγαινε στο σχολείο στο Nganjo και διατηρούσαν σχέση για δυο χρόνια. Ανάφερε επιπλέον ότι ο σύντροφός της εκμεταλλευόμενος τη σχέση τους, παρότρυνε τους φίλους του επίσης αυτονομιστές να προμηθεύονται τρόφιμα από το μαγαζί του πατέρα της, αναφέροντας του ότι με αυτόν τον τρόπο δήλωνε υποστήριξη προς τους αυτονομιστές και θα το μάθαινε ο κρατικός στρατός, όπως και έγινε μέσω κάποιου ατόμου τον οποίο η ίδια δεν γνώριζε.

 

Ακολούθως, η Αιτήτρια διευκρίνισε ότι ο λόγος για τον οποίο καταζητείται από τον στρατό, είναι επειδή ο κρατικός στρατός στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε στηρίζει τους μαχητές Ambazonians, επαναλαμβάνοντας πως η ίδια είχε σχέση με αξιωματούχο των μαχητών Ambazonians, η δε οικογένειά της τους προμήθευε με τρόφιμα.

 

Αναφορικά με τα δύο εντάλματα έρευνας, αντίγραφα των οποίων προσκόμισε, η Αιτήτρια δήλωσε πως έλαβε γνώση για αυτά από τον δικηγόρο του πατέρα της στο Καμερούν, ο οποίος της τα απέστειλε, ωστόσο δεν γνώριζε να αναφέρει επακριβώς το πότε αυτά τα έγγραφα εκδόθηκαν, ούτε και την αρχή που τα είχε εκδώσει, παρά μόνο ότι αυτά προήλθαν από το Yaounde. Ως προς το περιεχόμενό τους ισχυρίστηκε ότι φέρεται η ίδια να είχε διασυνδέσεις με τους μαχητές Ambazonians και ότι τους προμήθευε με τρόφιμα, που είναι και ο λόγος για τον οποίο είχε κατηγορηθεί.

 

Ερωτηθείσα στη συνέχεια, αναφορικά με το τι πιστεύει πως θα είναι οι συνέπειες σε σχέση με τις εν λόγω κατηγορίες εναντίον της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως εάν την εντοπίσουν, τότε θα την σκοτώσουν. Σχετικά δε, με το αντίγραφο από απόκομμα εφημερίδας του Καμερούν που η ίδια προσκόμισε, όπου παρουσιάζεται ένα άρθρο που φέρεται να αφορά στην ίδια, η Αιτήτρια δήλωσε πως δεν γνωρίζει το χρόνο έκδοσής του αλλά ούτε και το περιεχόμενό του, καθότι δεν το διάβασε, επικαλούμενη ότι το εν λόγω άρθρο της προκαλεί θλίψη. Δήλωσε επιπλέον, ότι το εν λόγω αντίγραφο είναι από μια εφημερίδα στη χώρα της, την οποία της είχε αποστείλει ο δικηγόρος του πατέρα της στο Καμερούν. Καταλήγοντας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι στη χώρα της, δεν υποστήριζε ούτε τους αποσχιστές Ambazonians, αλλά ούτε και τον κρατικό στρατό. Επικαλέστηκε δε, ότι έχει προσωπικά στοχοποιηθεί και διώκεται από τον κρατικό στρατό του Καμερούν, λόγω της σχέσης που είχε με αξιωματούχο των μαχητών Ambazonians, διευκρινίζοντας ότι καμία άλλη προσωπική εμπλοκή δεν είχε η ίδια στην αγγλόφωνη κρίση στο Καμερούν, ούτε και συνέβη οτιδήποτε προσωπικά στην ίδια μέχρι να φύγει από τη χώρα της, ως επίσης δήλωσε. Ως προς το ότι κατάφερε να φύγει νόμιμα και μέσω επίσημης οδού από το Καμερούν, ενώ κατ’ ισχυρισμό της την αναζητούσε ο κρατικός στρατός, η Αιτήτρια ανέφερε ότι ένας φίλος του θείου της, τον οποίο η ίδια δεν γνωρίζει, γνώριζε κάποιον στο αεροδρόμιο, ο οποίος την είχε βοηθήσει να περάσει χωρίς οποιαδήποτε προβλήματα, χωρίς να γνωρίζει το πως είχε γίνει ο διακανονισμός αυτός. Τέλος, ερωτηθείσα κατά πόσο οι αρχές της χώρας της θα της επέτρεπαν να επιστρέψει, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά, επικαλούμενη πως ήδη εκδόθηκε ένταλμα αναζήτησης εναντίον της.

 

Ο λειτουργός της EUAA στην εισηγητική του έκθεση, διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, εκ των οποίων, ο πρώτος αφορά την ταυτότητα/προφίλ και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, ο δε, δεύτερος, το ότι η Αιτήτρια καταζητείται από τον κρατικό στρατό του Καμερούν λόγω της σχέσης που διατηρούσε με αξιωματούχο των μαχητών Ambazonians.

 

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός αφού δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου και οι σχετικές δηλώσεις της Αιτήτριας κρίθηκαν ως σαφείς και συγκεκριμένες, ενώ επιβεβαιώθηκαν από το επίσημο δελτίο ταυτότητάς της και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός της Αιτήτριας απορρίφθηκε, καθώς οι σχετικές δηλώσεις και απαντήσεις της κρίθηκαν ανεπαρκείς σε λεπτομέρεια, ως επίσης, ελλιπείς σε εξειδίκευση, συνέπεια και συνοχή όσον αφορά στους λόγους για τους οποίους η ίδια είχε κατ’ ισχυρισμό στοχοποιηθεί και καταζητείται από τον κρατικό στρατό του Καμερούν. Πιο συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας στερούνταν καθολικής ακρίβειας και περιγραφικής λεπτομέρειας, και η ίδια δεν κατάφερε να παραθέσει με συνάφεια και συνοχή, συγκεκριμένες λεπτομέρειες σχετικά με τη σχέση που κατ’ ισχυρισμό διατηρούσε με τον εν λόγω αξιωματούχο. Όπως επίσης σημειώθηκε, ευλόγως θα αναμενόταν από την Αιτήτρια, να είναι σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς και να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες για την σχέση της, αφού η ίδια ανέφερε πως διήρκησε για δύο χρόνια, καθώς και να δώσει περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά τον σύντροφό της, όπως και σχετικά με τη θέση που εκείνος κατείχε στους Ambazonians. Παράλληλα διαπιστώθηκε ότι, η Αιτήτρια δεν κατάφερε να παραθέσει επαρκείς και συναφείς λεπτομέρειες σχετικά με το λόγο για τον οποίο η ίδια πιστεύει πως είχε στοχοποιηθεί προσωπικά από τον κρατικό στρατό του Καμερούν, ούτε και ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει με επαρκή λεπτομέρεια το πως γνώριζε ο στρατός για τη σχέση της με τον συγκεκριμένο άτομο. Επιπλέον δεν γνώριζε να αναφέρει ποιο ακριβώς ήταν το άτομο που η ίδια επικαλέστηκε πως τους κατέδωσε στον στρατό ότι υποστηρίζουν τους μαχητές Ambazonians. Διακρίθηκε πως η Αιτήτρια δεν κατάφερε να υποδείξει συγκεκριμένα με ποιο τρόπο η ίδια είχε προσωπικά στοχοποιηθεί από τον κρατικό στρατό στη χώρα της, εφόσον δεν παρέθεσε περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με αυτόν τον ισχυρισμό της. Ως επίσης διαπιστώθηκε, ενώ η Αιτήτρια είχε προσκομίσει δύο εντάλματα εναντίον της, η ίδια δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα εν λόγω έγγραφα και το περιεχόμενό τους, κάτι που ευλόγως αναμενόταν να γνώριζε, εφόσον τα είχε ήδη στην κατοχή της μέσω του δικηγόρο του πατέρα της στο Καμερούν. Ομοίως, ουδεμία πληροφορία γνώριζε σχετικά με το απόκομμα εφημερίδας από το Καμερούν που επίσης προσκόμισε, όπου φέρεται να υπάρχει ένα άρθρο που αφορά την ίδια, ούτε και γνώριζε για το περιεχόμενο του εν λόγω άρθρου και το πότε αυτό είχε εκδοθεί. Καταληκτικά, σημειώθηκε ότι, η Αιτήτρια με γενικότητα δήλωσε πως όλοι ήταν εμπλεκόμενοι στην υπόθεση που επικαλέστηκε πως ο πατέρας της είχε πυροβοληθεί και η μητέρα της αναγκάστηκε να καταφύγει στους θάμνους, ως απάντηση στο πως η ίδια γνώριζε ότι την καταζητούσε ο κρατικός στρατός στη χώρα καταγωγής της. Τέλος, παρατηρήθηκε επίσης, ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε νόμιμα το Καμερούν και με επίσημα ταξιδιωτικά έγγραφα, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιεσδήποτε δυσκολίες κατά την έξοδο της από τη χώρα, παρόλο που η ίδια κατά την εν λόγω περίοδο ήταν κατ’ ισχυρισμό καταζητούμενη από τον στρατό.

 

Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του πιο πάνω ισχυρισμού της Αιτήτριας, αναφορικά με τα έγγραφα που η ίδια προσκόμισε, διαπιστώθηκε πως παρά τη σχετικότητά τους με το αίτημά της, εντούτοις, τα εν λόγω έγγραφα αποτελούν αντίγραφα, άρα αμφισβητείται η αυθεντικότητά τους. Αναφορικά συγκεκριμένα με το απόκομμα εφημερίδας του Καμερούν, που περιέχει άρθρο που φέρεται να αναφέρεται στο πρόσωπό της κρίθηκε ότι εφόσον η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου, τότε δεν μπορεί αυτό να αναλυθεί περαιτέρω, άρα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ως υποστηρικτικό στοιχείο των ισχυρισμών της. Σχετικά με το περιεχόμενο των δύο ενταλμάτων εναντίον της Αιτήτριας, παρατηρήθηκε ότι αυτό ουδόλως συνάδει με τα λεγόμενά της όσον αφορά συγκεκριμένα στους λόγους για τους οποίους κατηγορείται, ενώ θεωρήθηκε ως πολύ ασύνηθες ένα τέτοιο ένταλμα να φέρει τη φωτογραφία του καταζητούμενου ατόμου, ως η περίπτωση του ενός εκ των δύο εν λόγω εγγράφων που προσκόμισε η Αιτήτρια. Όσον αφορά δε, το αντίγραφο επιστολής του δικηγόρου του πατέρα της στο Καμερούν, που επίσης προσκόμισε η Αιτήτρια, δεν κρίθηκε σκόπιμο αυτό να αναλυθεί περαιτέρω εφόσον αποτελεί ιδιωτικής φύσεως έγγραφο και δεν υπάρχουν οιεσδήποτε εξωτερικές πηγές που να μπορούν να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν την αυθεντικότητά του, άρα μπορεί να γίνει αποδεκτό μόνο για υποστηρικτικούς σκοπούς ως προς τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί του ότι η ίδια καταζητείται στη χώρα της με την κατηγορία της υποστήριξης των Ambazonians λόγω της σχέσης που διατηρούσε με αξιωματούχο τους, σημειώθηκε πως τούτο σχετίζεται με προσωπικές εμπειρίες για τις οποίες δεν υπάρχουν οιεσδήποτε εξωτερικές πηγές που να επιβεβαιώνουν ή να διαψεύδουν το εν λόγω αίτημά της. Περαιτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση παρέθεσαν πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας από εξωτερικές πηγές, οι οποίες επιβεβαιώνουν τη μεταχείριση των πολιτών από τον στρατό του Καμερούν, για όσους υποπτεύονται ότι σχετίζονται με, ή υποστηρίζουν, ένοπλες αποσχιστικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένης της κράτησης για υποψία ανάμειξης ή υποστήριξης των ενόπλων αποσχιστικών ομάδων που δραστηριοποιούνται στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, καθώς επίσης, υπάρχουν αναφορές σε ορισμένα μεμονωμένα περιστατικά επιθέσεων και ξυλοδαρμών, αλλά και δολοφονιών πολιτών από τον κρατικό στρατό.

 

Ωστόσο, καταληκτικά, κρίθηκε ότι, παρά το γεγονός πως οι πιο πάνω πληροφορίες φαίνεται εμμέσως και εν μέρει να επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας σχετικά με τη μεταχείριση των πολιτών από τον στρατό του Καμερούν, για όσους υποπτεύονται ότι σχετίζονται με, ή υποστηρίζουν, ένοπλες αποσχιστικές ομάδες, εντούτοις, η Αιτήτρια δεν κατάφερε να θεμελιώσει την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού της, περί του ότι η ίδια είχε προσωπικά στοχοποιηθεί και καταζητείται από τον κρατικό στρατό του Καμερούν. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός της έτυχε απόρριψης.

 

Προχωρώντας σε αξιολόγηση του κινδύνου, βάσει του μοναδικού ουσιώδη ισχυρισμού της Αιτήτριας που έγινε αποδεκτός, ήτοι της ταυτότητας, του προφίλ της και της χώρας καταγωγής της, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, σε σχέση με τα προσωπικά στοιχεία και περιστάσεις της, δεν προκύπτει κανένας επικείμενος κίνδυνος για τη ζωή της στη χώρα της, ως εκ τούτου, διαπιστώθηκε πως δεν υπάρχουν παράγοντες που να εντείνουν τον κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στο Καμερούν. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη τη γενική κατάσταση που επικρατούσε στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν (όπου εντοπίζεται το χωριό στο οποίο διέμενε η Αιτήτρια προτού φύγει από τη χώρα της), όπου εξωτερικές πληροφορίες αναφέρουν πως στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, από το 2016 και έπειτα, υπάρχει κλιμάκωση της βίας και της έντασης μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων ασφαλείας και αγγλόφωνων αποσχιστών, ενώ στα πλαίσια των ενόπλων συγκρούσεων μεταξύ τους, καταγράφηκαν περιστατικά παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από ένοπλες ομάδες και κυβερνητικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων και μαζικών δολοφονιών σε ολόκληρη την αγγλόφωνη περιφέρεια του Καμερούν, κρίθηκε ότι με βάση τις ανωτέρω πληροφορίες, υπήρχε εύλογος βαθμός ή πιθανότητας η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στον τόπο συνήθους διαμονής της, ήτοι στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν.

 

Ακολούθως, κατά τη νομική αξιολόγηση και υπό τα πιο πάνω δεδομένα, διαπιστώθηκε ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας στην περίπτωσή της, για κάποιον από τους λόγους που (εξαντλητικά) αναφέρονται στο πλαίσιο του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να της αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα. Συνακόλουθα, ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής τη Αιτήτριας στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις καθώς δεν προκύπτουν στοιχεία στην περίπτωσή της, εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποβληθεί σε θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή να υποστεί βασανιστήρια, ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, σύμφωνα με το Άρθρο 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19, εδάφια (1) και (2) (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου). Ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας στις πρόνοιες του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19, εδάφια (1) και (2)(γ), του περί Προσφύγων Νόμου), λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ (περί της έννοιας της ‘εσωτερικής ένοπλης σύρραξης’, της ‘αδιάκριτής βίας’, της ‘σοβαρής και προσωπικής απειλής’ και της ‘αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας’), κρίθηκε ότι με βάση τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας και την κατάσταση που επικρατούσε στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, σε περίπτωση επιστροφής της συγκεκριμένα στο χωριό Metoko Ma Bekondo της Νοτιοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν, δεν προκύπτει ότι η Αιτήτρια, με την παρουσία της και μόνο στην εν λόγω περιοχή, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής και προσωπικής απειλής λόγω αδιάκριτης άσκησης βία σε καταστάσεις εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ως εκ τούτου, απορρίφθηκε και το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Συναφώς, διαπιστώθηκε ότι με βάση τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι κινδυνεύει να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης, σε περίπτωση που επιστρέψει στο Καμερούν.

 

Ως εκ τούτου, οι Καθ' ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να συνεκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, προνοεί ότι «εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Η Αιτήτρια έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη της, ή ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής της. Η Αιτήτρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά της για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση της Αιτήτριας, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας της Αιτήτριας, με σκοπό να εξεταστεί ο ισχυρισμός της περί πάσχουσας έρευνας, το Δικαστήριο μελετώντας το σύνολο του διοικητικού φακέλου, αποδέχεται τον ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας σχετικά με τα προσωπικά της στοιχεία/προφίλ, καθώς και τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της στο Καμερούν (ήτοι το χωριό Metoko Ma Bekondo της Νοτιοδυτικής περιφέρειας), καθώς δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία, και σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση, οι σχετικές δηλώσεις της επιβεβαιώθηκαν από και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές.

 

Προχωρώντας στην εξέταση του δεύτερου ουσιώδη ισχυρισμού, περί της σχέσης που διατηρούσε με έναν αξιωματούχο των Ambazonians, κρίνω ορθή την διεξαχθείσα αξιολόγηση των Καθ’ ων η αίτηση. Διαπιστώνω ότι το αφήγημα της Αιτήτριας χαρακτηρίζεται γενικότερα από έλλειψη συνοχής και λεπτομέρειας, ενώ ουδόλως κατάφερε η ίδια να υποδείξει με συνέπεια και σαφήνεια, οιανδήποτε πραγματική διασύνδεσή της με τους αγγλόφωνους αποσχιστές, ούτε και οποιαδήποτε στοχοποίησή της από τον κρατικό στρατό του Καμερούν.

 

Επιπλέον και σε σχέση με τα όσα συνολικά επικαλέστηκε η Αιτήτρια παρατηρείται, ως προς το περιστατικό της επίθεσης του κρατικού στρατού στο χωριό της περί τον Φεβρουάριο του 2017, κατά το οποίο σκοτώθηκαν αρκετοί κάτοικοι καθώς και ο πατέρας της, ότι με βάση τα λεγόμενά της, αυτό αφορά σε μια γενικευμένη επίθεση του στρατού και όχι προσωποποιημένη εις βάρος του πατέρα της.

 

Περαιτέρω, ως προς την κατ’ ισχυρισμό σχέση της με αξιωματούχο των Ambazonians, ομοίως, η Αιτήτρια δεν υπέδειξε οτιδήποτε που να την εμπλέκει με τους Ambazonians και τη δράση τους, πέραν από τη σχέση που φαίνεται η ίδια να διατηρούσε με το εν λόγω άτομο και για την οποία η Αιτήτρια περιορίστηκε να αναφέρει πως διήρκησε δύο έτη, χωρίς ωστόσο να αναφερθεί σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, πέραν δε, του γεγονότος ότι η ίδια τοποθέτησε χρονικά τη γνωριμία τους κατά την περίοδο που η ίδια φοιτούσε στο γυμνάσιο σε άλλο κοντινό χωριό και εξάλλου, από την αφήγησή της, προκύπτει ότι η σχέση τους προϋπήρχε της επίθεσης του στρατού που έγινε στο χωριό της περί τον Φεβρουάριο του 2017 (όταν δηλαδή η ίδια με βάση τα λεγόμενά της φοιτούσε στο λύκειο). Τα όσα η ίδια επικαλέστηκε περί του ότι κάποιος από το χωριό της, τους κατέδωσε στις αρχές, αποτελούν ιδίες εικασίες της, που παρέμειναν ατεκμηρίωτες. Χωρίς ευλογοφάνεια η Αιτήτρια επικαλέστηκε ότι είχε στοχοποιηθεί από τον κρατικό στρατό και την καταζητούσαν, λόγω και της πιο πάνω σχέσης της, ενώ στόχος του στρατού ήταν ενδεχομένως ο εν λόγω αξιωματούχος των Ambazonians, λόγω και της φερόμενης θέσης που κατείχε, ωστόσο, ουδόλως προκύπτει από τις περιγραφές και τα λεγόμενα της Αιτήτριας, ότι το εν λόγω άτομο αποτέλεσε πρωταρχικό στόχο και καταζητείτο από τον κρατικό στρατό, ή ότι είχε εντοπισθεί και συλληφθεί από τον στρατό ως εύλογα θα αναμενόταν. Σε ασυνέπεια δε, με τα όσα η ίδια επικαλείται περί του ότι κινδυνεύει η ζωή της από τον κρατικό στρατό, λόγω και της σχέσης που είχε με κάποιο μέλος των Ambazonians, παρατηρείται ότι η Αιτήτρια δήλωσε σχετικά πως ο στρατός την αναζητούσε επειδή ήθελαν να μάθουν πληροφορίες από την ίδια σχετικά με τον σύντροφό της.

 

Σε κάθε περίπτωση, από τις σχετικές της δηλώσεις προκύπτει ότι, η Αιτήτρια δεν είχε αντιμετωπίσει προσωπικά οτιδήποτε, ούτε και είχε οιανδήποτε εμπλοκή στην αγγλόφωνη κρίση, ενόσω βρισκόταν στην περιοχή της, ειδικά κατά το διάστημα των δύο περίπου ετών που μεσολάβησε μετά το περιστατικό της επίθεσης του κρατικού στρατού στο χωριό της μέχρι να φύγει από το Καμερούν, ούτε δε, συνέβη κάποιο συγκεκριμένο γεγονός που να την είχε οδηγήσει στην απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα της τη δεδομένη στιγμή.

 

Αναφορικά με τα έγγραφα που είχε προσκομίσει η Αιτήτρια στην Υπηρεσία Ασύλου, από σχετική ανάλυσή τους προκύπτουν κάποιες πλημμέλειες, ασάφειες και αποκλίσεις, που θέτουν υπό αμφισβήτηση την αντικειμενικότητα και αξιοπιστία τους, πλήττοντας έτσι τον υποστηρικτικό τους χαρακτήρα και την αποδεικτική τους αξία.

 

Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα αντίγραφα δύο ενταλμάτων σύλληψης εναντίον της Αιτήτριας, παρατηρείται ότι το πρώτο έγγραφο ημερομηνίας 25/04/2019 είναι συνταγμένο στα αγγλικά και αφορά σε ένταλμα έρευνας/αναζήτησης κάποιων ατόμων, περιλαμβανομένης και της Αιτήτριας, ενώ φέρει τυπογραφικά/συντακτικά λάθη και αντιφάσεις στο κείμενό του, σε αντίθεση με το δεύτερο έγγραφο ημερομηνίας 03/01/2020, που είναι συνταγμένο στα γαλλικά και αφορά σε ειδοποίηση ότι η Αιτήτρια συγκεκριμένα είναι καταζητούμενο άτομο, ενώ φέρει επιπλέον και φωτογραφία της ίδιας. Επίσης, ενώ φαίνεται ότι τα δύο αυτά έγγραφα εκδόθηκαν από την ίδια κρατική αρχή του Καμερούν, αλλά και υπογράφονται από το ίδιο άτομο, υπάρχουν εμφανείς αποκλίσεις στη μορφή/σύνταξή τους. Πέραν τούτου, ενώ η Αιτήτρια δήλωσε πως καταζητείται από τον στρατό, τα δύο εν λόγω έγγραφα προέρχονται από τις αστυνομικές αρχές του Καμερούν. Επιπλέον, οι κατηγορίες εναντίον της Αιτήτριας που αναφέρονται στα κείμενα των δύο αυτών εγγράφων, δεν συνάδουν με τις δηλώσεις της ίδιας και τα όσα επικαλέστηκε αναφορικά με το λόγο που την αναζητούν, ως ορθά παρατηρήθηκε και από τους Καθ’ ων η αίτηση. Εξάλλου στερείται ευλογοφάνειας το γεγονός ότι, παρόλο που κατ’ ισχυρισμό καταζητείτο από τον κρατικός στρατός από τις αρχές του 2017, εντούτοις, το πρώτο ένταλμα εναντίον της εκδόθηκε μετά από δύο ολόκληρα έτη και το δεύτερο ένταλμα/ειδοποίηση ακολούθησε μετά από αρκετούς μήνες.

 

Όσον αφορά την ένορκη δήλωση ημερομηνίας 03/08/2022 προσκομησθείσα επίσης από την Αιτήτρια, την οποία φέρεται να υπογράφει ο δικηγόρος του πατέρα της (με βάση τα λεγόμενα της ίδιας), παρατηρώ τα ακόλουθα: καταρχάς τα όσα αναφέρονται στο εν λόγω έγγραφο, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικειμενική μαρτυρία, εφόσον δεν προκύπτει ότι το άτομο που τα αναφέρει ήταν παρόν ή/και γνώριζε άμεσα για τα εν λόγω γεγονότα. Πέραν τούτου, παρατηρείται πως στο κείμενο του εν λόγω εγγράφου, αρκετές αναφορές αφορούν συγκεκριμένα την περίπτωση του πατέρα της Αιτήτριας, αν και υπάρχουν και ορισμένες γενικότερες αναφορές στην αγγλόφωνη κρίση, καθώς και κάποιες αναφορές για την Αιτήτρια. Εξάλλου, σε κάποια από τα σημεία του εν λόγω κειμένου, εντοπίζονται σημαντικές αποκλίσεις από τις δηλώσεις της Αιτήτριας, καθώς και αρκετές αντιφάσεις σε σχέση με τους ισχυρισμούς της κατά τη συνέντευξή της, που ακολούθησε χρονικά. Χωρίς συνέπεια δε, η Αιτήτρια ανέφερε κατά τη συνέντευξή της, ότι ο ομνύοντας την ένορκη δήλωση ήταν ο δικηγόρος του πατέρα της στο Καμερούν, ωστόσο, στο κείμενο του εν λόγω εγγράφου, δηλώνεται από τον υπογράφων δικηγόρος της ίδιας της Αιτήτριας. Επιπλέον, διακρίνεται ότι, ενώ στο κείμενο υπάρχει ειδική αναφορά στο άρθρο εφημερίδας από το Καμερούν (ημερ. 27/01/2020) που φέρεται να συντάχθηκε για την περίπτωση της Αιτήτριας, εντούτοις, καμία συγκεκριμένη αναφορά δεν υπάρχει στα δύο προαναφερόμενα εντάλματα που εκδόθηκαν εναντίον της (τα οποία δε, φέρουν προγενέστερες ημερομηνίες, τόσο από την ‘ένορκη δήλωση’, αλλά και από το εν λόγω άρθρο εφημερίδας που αναφέρεται σε αυτή), ενώ εύλογα αναμενόταν να γίνεται ειδική αναφορά σε αυτά στην εν λόγω ‘ένορκη δήλωση’ και όχι απλά ένα γενικό και αόριστο σχόλιο ως υπάρχει στο εν λόγω κείμενο. Ως προς τούτο, παρατηρείται επίσης ότι, ως η Αιτήτρια δήλωσε, ο εν λόγω δικηγόρος του πατέρα της είχε προμηθευτεί τα εν λόγω εντάλματα που εκδόθηκαν εναντίον της στο Καμερούν και τα απέστειλε στην ίδια περί τον Μάρτιο/Απρίλιο του 2022 (ήτοι κάποιους μήνες πριν από την ημερομηνία που φέρει η ‘ένορκη δήλωση’ του εν λόγω δικηγόρου από το Καμερούν).

 

Αναφορικά με το αντίγραφο αποκόμματος από εφημερίδα του Καμερούν που περιέχει άρθρο ημερομηνίας 27/01/2020, το οποίο φέρεται να συντάχθηκε για την περίπτωση της Αιτήτριας (σύμφωνα με τα λεγόμενα της ίδιας και τα όσα σχετικά αναγράφονται σε ένα σημείο στην πιο πάνω ‘ένορκη δήλωση’ του δικηγόρου του πατέρα της), καταρχάς διακρίνεται ότι στο εν λόγω έγγραφο, δεν φαίνεται ο τίτλος της εφημερίδας, ούτε και η ημερομηνία έκδοσης, αλλά ούτε και ολόκληρο το σχετικό φύλλο της εφημερίδας που περιέχει το εν λόγω άρθρο, αφού το αντίγραφο που προσκόμισε η Αιτήτρια αποτελεί απόκομμα της εν λόγω εφημερίδας. Ως εκ τούτου, καθίσταται αδύνατη η αξιολόγηση της αξιοπιστίας και αντικειμενικότητας του εν λόγω άρθρου. Πέραν τούτου, παρατηρείται ότι η υπόλοιπη αρθρογραφία που υπάρχει στο εν λόγω απόκομμα της εφημερίδας, καθόλου δεν συνάδει με το περιεχόμενο/θέμα του άρθρου που αναφέρεται στην Αιτήτρια. Ούτε προκύπτει ο λόγος/σκοπός έκδοσής του εν λόγω άρθρου κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, δεδομένου ότι σε αυτό γίνεται ειδική αναφορά στην Αιτήτρια, αλλά και του γεγονότος ότι (ως προκύπτει) αυτό συντάχθηκε αρκετούς μήνες μετά που η Αιτήτρια έφυγε από το Καμερούν. Όπως και στην  περίπτωση της ‘ένορκης δήλωσης’ του δικηγόρου του πατέρα της Αιτήτριας, παρατηρείται πως στο κείμενο του εν λόγω άρθρου, σε κάποια σημεία εντοπίζονται σημαντικές αποκλίσεις από τις δηλώσεις της Αιτήτριας, καθώς και αρκετές αντιφάσεις σε σχέση με τους ισχυρισμούς της κατά τη συνέντευξή της που ακολούθησε χρονικά. Σε κάθε περίπτωση, τα πιο πάνω θέτουν υπό αμφισβήτηση, την αξιοπιστία και αντικειμενικότητα του εν λόγω άρθρου, ενώ δε, επικουρικώς αναφέρεται ότι, από σχετικές πληροφορίες που υπάρχουν σε εξωτερική πηγή (σχετικά με την ύπαρξη ψευδούς και ‘επί πληρωμής’ αρθρογραφίας από δημοσιογράφους στο Καμερούν[1]), πλήττεται και η αληθοφάνεια των όσων αναγράφονται στο εν λόγω κείμενο.

 

Στο σημείο αυτό, επισημαίνεται, γενικότερα σε ότι αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται από αιτητές ασύλου, ότι τέτοια έγγραφα μπορούν να έχουν μόνο υποστηρικτικό χαρακτήρα ως προς τους εκάστοτε ισχυρισμούς, ενώ δε, στην παρούσα περίπτωση, η Αιτήτρια κρίθηκε αναξιόπιστη ως προς τους εν λόγω ισχυρισμούς της (περί του ότι έχει στοχοποιηθεί και καταζητείται από τον κρατικό στρατό του Καμερούν).

 

Αναφορικά δε, με τα όσα επικαλείται η Αιτήτρια που αφορούν στον κρατικό στρατό του Καμερούν, από πληροφορίες σε έγκυρη πηγή με έτος αναφοράς το 2024, προκύπτει (γενικότερα) ότι «άτομα που ασκούσαν κριτική στις αρχές διώχθηκαν και απειλήθηκαν με περιορισμούς στο δικαίωμά τους στην ελεύθερη μετακίνηση, ενώ δημοσιογράφοι εκφοβίστηκαν από τις δυνάμεις ασφαλείας», ως επίσης, στα πλαίσια της ένοπλης σύρραξης στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, «στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιφέρειες, οι δυνάμεις άμυνας και ασφαλείας κατηγορήθηκαν για παράνομες δολοφονίες ατόμων που ήταν ύποπτα για συνεργασία με ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες, σύμφωνα με ΜΚΟ του Καμερούν».[2]

Σε κάθε περίπτωση, βάσει και της ανάλυσης που προηγήθηκε, οι εν λόγω ισχυρισμοί της Αιτήτριας κρίνονται ως μη αποδεκτοί, λόγω εσωτερικής αναξιοπιστίας στις δηλώσεις της. Περαιτέρω, διακρίνεται ότι η Αιτήτρια αναχώρησε νόμιμα και επίσημα από τη χώρα καταγωγής της, χωρίς δε, να προκύπτει οτιδήποτε, υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις, που να καταδεικνύει ότι δεν είναι σε θέση να επιστρέψει στο Καμερούν. Ούτε δε, παρουσίασε η Αιτήτρια ενώπιον του Δικαστηρίου, οτιδήποτε που να διαφοροποιεί τα πιο πάνω συμπεράσματα, παρόλο που είχε κάθε ευκαιρία προς τούτου μέσω του συνηγόρου της.

 

Περαιτέρω, με βάση και τα πιο πάνω ευρήματα, δεν  προκύπτουν παράγοντες και στοιχεία στην περίπτωσή της, που να επιτείνουν τον κίνδυνο για την ίδια σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, λόγω των προσωπικών της περιστάσεων. Ως προς τούτο, λαμβάνεται υπόψη και το προσωπικό της προφίλ, όπου διαπιστώνεται ότι η Αιτήτρια είναι ενήλικη, και χωρίς εξαρτώμενα, δεν αντιμετωπίζει οποιαδήποτε προβλήματα υγείας, ούτε φέρει οιεσδήποτε ενδείξεις ευαλωτότητας, κατέχει μόρφωση μέχρι το δευτεροβάθμιο επίπεδο και εργασιακή εμπειρία στη χώρα της, αλλά και ικανότητα να εργαστεί, ενώ έχει επίσης υποστηρικτικό δίκτυο εντός της ευρύτερης περιφέρειας όπου διέμενε στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, αφού εκεί ζουν, η μητέρα της, ο θείος της καθώς και ο αδερφός της.

 

Από το ιστορικό της Αιτήτριας όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών της, προκύπτει ως και η σχετική κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου ότι η Αιτήτρια δεν στοιχειοθέτησε κανέναν ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα η ίδια επικαλείται δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Ορθά κρίθηκε από τους Καθ΄ ων η Αίτηση ότι δεν στοιχειοθετήθηκαν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619). Η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει οποιοδήποτε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής υπό τα άρθρα 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου

 

Αναφορικά με την γενικότερη κατάσταση στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν όπου αναμένεται ότι θα επιστρέψει η Αιτήτρια, από έγκυρη πηγή εκτιμάται ότι, η ανθρωπιστική κρίση οφείλεται στις συγκρούσεις και βία που καταγράφονται στις εν λόγω περιοχές και η σοβαρότητα της κρίσης χαρακτηρίζεται από βαθμό εντός του υψηλού επιπέδου (χωρίς ωστόσο να φθάνει στα πολύ υψηλά ή εξαιρετικά υψηλά επίπεδα), ενώ οι περιορισμοί στην πρόσβαση εκτιμάται ότι βρίσκονται στο μεσαίο με υψηλό επίπεδο.[3] Από περαιτέρω πληροφορίες όσον αφορά τα ανθρωπιστικά ζητήματα στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, προκύπτει γενικότερα ότι η κατάσταση ‘παρέμεινε εύθραυστη και ασταθής’, με ειδική αναφορά στα συμβάντα με εκρήξεις, που παρατηρήθηκαν κυρίως και στις δύο περιφέρειες, χωρίς ωστόσο να καταγράφεται οτιδήποτε που να παρεμποδίζει την πρόσβαση στην ανθρωπιστική βοήθεια, η οποία και συνεχίστηκε (απρόσκοπτα και σε διάφορες μορφές), ενώ όσον αφορά συγκεκριμένα το τμήμα Meme στη Νοτιοδυτική περιφέρεια (όπου βρίσκεται το χωριό της Αιτήτριας), παρατηρείται ότι αυτό συμπεριλαμβάνεται στα τμήματα όπου υπήρξε παροχή χρηματικής βοήθειας σε ευάλωτα άτομα, ως μέρος της ανθρωπιστικής βοήθειας από τα Η.Ε. για το Καμερούν.

[4]

Περαιτέρω, το Δικαστήριο προέβη σε διερεύνηση σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν καθώς και στον τόπο επιστροφής της Αιτήτριας στο χωριό Metoko Ma Bekondo (τμήμα Meme, Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν), στα πλαίσια εξέτασης των προϋποθέσεων του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, από πληροφορίες σε έγκυρη πηγή, προκύπτει ότι «οι ένοπλες δυνάμεις του Καμερούν, συμπεριλαμβανομένης μιας επίλεκτης μονάδας μάχης, του Τάγματος Ταχείας Επέμβασης (RIB), έχουν εμπλακεί σε [εσωτερική ένοπλη σύρραξη] εναντίον ορισμένων αυτονομιστικών ομάδων που δρουν στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιφέρειες του Καμερούν», όπου δε, αναφέρονται δύο κύριες ένοπλες ομάδες αυτονομιστών που χρησιμοποιούν κυρίως αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς, καθώς και πιο προηγμένα όπλα σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως εκτοξευτές αντιαρματικών πυραύλων), οι οποίες δεν φαίνεται να δρουν συλλογικά μεταξύ τους, με βάση σχετικές αναφορές στην εν λόγω πηγή, ενώ υπάρχουν και άλλες μικρότερες ομάδες αυτονομιστών, ωστόσο δεν φαίνεται αυτές να δρουν σε τέτοιο οργανωμένο επίπεδο, με βάση και πάλι σχετικές αναφορές στην πιο πάνω πηγή.[5]

 

Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στη Νοτιοδυτική περιφέρεια, που αποτελεί τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας στο Καμερούν.

 

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία από τη βάση δεδομένων του ACLED (Armed Conflict Location and Event Data Project) για το διάστημα από 22/06/2024 έως 20/06/2025, στη Νοτιοδυτική περιφέρεια καταγράφηκαν συνολικά 474 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 488 ανθρώπων, όπου αναλυτικότερα, έχουν καταγραφεί, 264 περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (violence against civilians) με 87 θανάτους, 169 περιστατικά μαχών (battles) με 390 θανάτους, 15 περιστατικά εκρήξεων / βίας εξ αποστάσεως (explosions / remote violence) με 9 θανάτους, 14 περιστατικά ταραχών (riots) με 2 θανάτους και 12 περιστατικά διαμαρτυρίας (protests) χωρίς καταγεγραμμένους θανάτους.[6] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της Νοτιοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν ανέρχεται στα 1,553,300 κατοίκους (βάσει επίσημης εκτίμησης για το 2015[7]). Ειδικότερα στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, χωριό Metoko Ma Bekondo (τμήμα Meme), από την πιο πάνω βάση δεδομένων και κατά την ίδια περίοδο αναφοράς (22/06/2024 έως 20/06/2025), δεν καταγράφηκε οποιοδήποτε περιστατικό ασφαλείας/θανάτου (εξάλλου, παρατηρείται ότι, το τελευταίο καταγεγραμμένο περιστατικό στο χωριό Metoko Ma Bekondo έγινε στις 01/05/2024 και αφορούσε χρήση βίας κατά πολιτών, χωρίς καταγεγραμμένους θανάτους).[8]

 

Από τα πιο πάνω στοιχεία εξεταζόμενα συνδυαστικά με το συνολικό πληθυσμό στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, δεν προκύπτει ότι υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην εν λόγω περιοχή, που να ανάγονται σε τέτοιο υψηλό βαθμό που θα μπορούσαν να θέσουν υπό σοβαρή απειλή τη ζωή ή σωματική ακεραιότητα αμάχου λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Ούτε από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας προκύπτουν προσωπικά στοιχεία που να εντείνουν στην περίπτωσή της, τον κίνδυνο τέτοιας σοβαρής βλάβης (ως αυτή η έννοια του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ ερμηνεύθηκε σχετικά από το ΔΕΕ). Βάσει τούτων των δεδομένων, δεν διαπιστώνεται ότι η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στον τόπο συνήθους διαμονής της στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν θα διατρέξει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός της για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε για την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του ιδίου Νόμου.

 

Η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση κρίνεται ορθή και νόμιμη, αφού λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Λαμβάνεται υπόψιν και το γεγονός ότι ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας κατόρθωσε η Αιτήτρια να αντικρούσει τα ευρήματα περί αναξιοπιστίας των ισχυρισμών της από τους Καθ' ων η αίτηση, ούτε όμως προέβαλε οποιονδήποτε στοιχειοθετημένο ισχυρισμό σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός της για διεθνή προστασία.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α. AΓΡΟΤΗ, Δ. Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Immigration and Refugee Board of Canada, Cameroon: Corruption of journalists; the falsification of newspaper articles for the purpose of refugee claims, 13 April 2012, https://webarchive.archive.unhcr.org/20230525033114/https://www.refworld.org/docid/4f9e37342.html [ημερ. πρόσβασης 27/06/2025]

[2] Amnesty International (AI), Cameroon 2024, APRIL 2025, https://www.amnesty.org/en/location/africa/west-and-central-africa/cameroon/report-cameroon/ [ημερ. πρόσβασης 27/06/2025]

[3] ACAPS, Country analysis – Cameroon: Current crises in Cameroon - Anglophone crisis, Last updated 20/06/2025, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon# [ημερ. πρόσβασης 27/06/2025]

[4] UN OCHA, Cameroon: North-West and South-West Situation Report No.76 - April 2025, 2 June 2025, https://www.unocha.org/attachments/b9c09b6e-a49c-4c01-9f36-2943f24e4ead/SITREP%20NWSW%20April%202025.pdf, σελ. 2-3 [ημερ. πρόσβασης 27/06/2025]

[5] Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights, RULAC: Rule of Law in Armed Conflicts, Non-international Armed Conflicts in Cameroon, Last updated: 12th January 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon [ημερ. πρόσβασης 27/06/2025]

[6] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 27/06/2025]

[7] CITY POPULATION, Africa – Cameroon: Regions - Sud-Ouest (Region) [Table], 02/03/2020, https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ [ημερ. πρόσβασης 27/06/2025]

[8] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 27/06/2025]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο