
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. 1671/2022
06 Ιουνίου 2025
[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Α.Τ.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Γεώργιος Βασιλόπουλος(κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Θ. Παπανικολάου (κα) για Λ. Βελίκοβα (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 17/12/2021 η οποία του κοινοποιήθηκε στις 18/03/2022 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως παράνομης, άκυρης και στερούμενης οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των Διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, ο αιτητής είναι ενήλικας και κατάγεται από το Ιράν, εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των κατεχόμενων περιοχών, και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 01/02/2019. Στις 21/5/2021 διεξήχθη συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής Ε.Υ.Υ.Α). Ακολούθως, στις 3/12/2021 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή και στις 07/12/2021, ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου αποφάσισε όπως να μην παραχωρηθεί στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στις 11/02/2022 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ενημέρωσης προς τον αιτητή σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος του. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή στις 18/03/2022.
Στις 30/03/2022 ο αιτητής καταχώρησε αυτοπροσώπως την παρούσα προσφυγή, δηλώνοντας ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του θα κινδυνεύσει με φυλάκιση, σύλληψη και θα τον σκοτώσουν επειδή είχε κοπέλα ενώ δεν έπρεπε.
Στις 30/01/2024, ο αιτητής κατόπιν διορισμό δικηγόρου, καταχώρησε αίτηση τροποποίησης της προσφυγής. Η αίτηση τροποποίησης έγινε δεκτή από το παρόν Δικαστήριο, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης των καθ΄ων η αίτηση και στις 16/02/2024 εκδόθηκε διάταγμα τροποποίησης. Στις 23/02/2024 καταχωρήθηκε η τροποποιημένη προσφυγή.
Ο συνήγορος του αιτητή προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται και αναλύονται στην Γραπτή Αγόρευση του αιτητή που επακολούθησε. Ο συνήγορος του αιτητή καταχώρησε απαντητική αγόρευση.
Με την γραπτή αγόρευση, δια του συνηγόρου του, ο αιτητής προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης. Ο συνήγορος του αιτητή εγείρει το θέμα της απόφασης επιστροφής. Ειδικότερα, ο συνήγορος του Αιτητή στρέφεται εναντίον της απόφασης επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, υποστηρίζοντας ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της προσβαλλόμενης και προωθώντας ότι οι Καθ’ ων η αίτηση τελούσαν υπό καθεστώς πλάνης περί το Νόμο, αφού εξέδωσαν απόφαση επιστροφής του, παραγνωρίζοντας ότι ο αιτητής θεωρείται Αιτητής Ασύλου για την περίοδο τριάντα (30) ημερών από την ημέρα λήψης της προβαλλόμενης, κατά την οποία διατηρεί δικαίωμα παραμονής και προσφυγής ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.
Περαιτέρω, ο συνήγορος του αιτητή, αντιτάσσει ότι το αποφασίζον πρόσωπο που έχει αποφασίσει την απόφαση επιστροφής του αιτητή είναι αγνώστου ταυτότητας, ενώ απουσιάζουν τα νομοθετικά πλαίσια πάνω στα οποία βάσισε αυτήν του την απόφαση και ενόψει τούτου η εν λόγω παραμένει αναιτιολόγητη.
Πρόσθετα, προς επίρρωση του ισχυρισμού περί μη διεξαγωγή δέουσας ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν εξέτασαν δεόντως τους ισχυρισμούς του αιτητή και κατά πόσον η χώρα καταγωγής του αιτητή είναι ασφαλής από αξιόπιστες και ανεξάρτητες πηγές πληροφόρησης.
Περαιτέρω, προβάλλεται ο ισχυρισμός περί ελλιπούς αιτιολογίας. Είναι η θέση του αιτητή, ότι το σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αποτελεί την προσήκουσα και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Ο συνήγορος του αιτήτη προβάλει ότι δεν ήταν επαρκές το χρονικό πλαίσιο που μεσολάβησε η συνέντευξη και δεν έγιναν επαρκείς ερωτήσεις στον αιτητή κατά την διάρκεια της συνέντευξης του.
Τέλος, σ συνήγορος του αιτητή αντιτάσσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για παροχή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Η συνήγορος της Δημοκρατίας, μέσω της δικής της αγόρευσης προωθεί ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ΄ ων η Αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, καθώς και ότι η επίδικη απόφαση είναι πλήρως και ορθώς αιτιολογημένη κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Ισχυρίζεται ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει ο Αιτητής δια της καταχωρισθείσας προσφυγής δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 6 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, αφού η ανάπτυξη των Νομικών Ισχυρισμών στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή δεν ακολουθεί τον Κανονισμό 6 των περί Λειτουργίας του Δ.Δ.Δ.Π. Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, αφού ο συνήγορος του Αιτητή προβαίνει απλά σε μια αόριστη παράθεση κάποιων λόγων ακύρωσης από την οποία ωστόσο, δεν προκύπτει οιοδήποτε μεμπτό σημείο, όσον αφορά τις πράξεις και/ή ενέργειες των Καθ΄ων η αίτηση.
Ως προς την απόφαση επιστροφής καθώς και την αμφισβήτηση της νομικής βάσης της απόφασης επιστροφής του Αιτητή, η συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση εγείρει ότι στη βάση του άρθρου 13(1) του περί Προσφύγων Νόμου, ο Προϊστάμενος έχει τη δυνατότητα όπως απορρίψει την αίτηση του εκάστοτε αιτητή και να εκδώσει απόφαση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.
Σχετικά με τον ισχυρισμό περί ανεπάρκειας της συνέντευξης, η συνήγορος της Δημοκρατίας προβάλει ότι πουθενά δεν θεσμοθετείται ελάχιστος χρόνος εντός του οποίου πρέπει να διεξαχθεί μια συνέντευξη και ότι ο χρόνος που παρασχέθηκε ήταν αρκετός ως προκύπτει μέσα από τον διοικητικό φάκελο και ο αιτητής είχε την ευκαιρία να εκθέσει τις θέσεις του.
Ως προς τον ισχυρισμό περί του ότι δεν διεξήχθη έρευνα για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, είναι η θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι έχει διεξαχθεί η έρευνα που κρίθηκε απαραίτητη όσον αφορά την χώρα καταγωγής του αιτητή.
Έχω εξετάσει προσεκτικά τις εκατέρωθεν θέσεις και των δύο πλευρών, υπό το φως του περιεχομένου του οικείου διοικητικού φακέλου και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί του ότι το αποφασίζον πρόσωπο που έχει αποφασίσει την απόφαση επιστροφής του αιτητή είναι αγνώστου ταυτότητας, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω τα ακόλουθα:
Η εκχώρηση εξουσιών από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σε λειτουργούς είναι καθ΄ όλα νόμιμη και έχει πολλάκις κριθεί νομολογιακά.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Περί Προσφύγων Νόμου, όπου δίνεται η έννοια του Προϊσταμένου (παραθέτω αυτολεξεί): "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·»
Σύμφωνα με τον περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμος του 1962 (Ν. 23/1962), άρθρο 3(2)( η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου) «(2) Οσάκις δυvάμει Νόμoυ ή διoικητικής πράξεως γεvoμέvης κατ' εξoυσιoδότησιv Νόμoυ Υπoυργός τις ή Αvεξάρτητoς τις Αξιωματoύχoς της Δημoκρατίας ή ετέρα αρχή εv τη Δημoκρατία κέκτηται εξoυσίας εvασκήσεως oιωvδήπoτε εξoυσιώv απoρρεoυσώv εκ τιvoς Νόμoυ, o τoιoύτoς Υπoυργός, Αvεξάρτητoς Αξιωματoύχoς ή αρχή, εκτός εάv διά Νόμoυ ρητώς απαγoρεύεται τoύτo, δύvαται vα εξoυσιoδoτήση εγγράφως oιovδήπoτε πρόσωπov κατέχov αρμoδίαv τιvά θέσιv εις αρμoδίαv υπηρεσίαv εμπίπτoυσαv εvτός της δικαιoδoσίας τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ, Αvεξαρτήτoυ Αξιωματoύχoυ ή αρχής, όπως εvασκή τας τoιαύτας εξoυσίας εκ μέρoυς τoυ τoιoύτoυ Υπoυργoύ, Αvεξαρτήτoυ Αξιωματoύχoυ ή αρχής, υπό τoιoύτoυς όρoυς, εξαιρέσεις και επιφυλάξεις ως o Υπoυργός, Αvεξάρτητoς Αξιωματoύχoς ή αρχή ήθελεv εv τη τoιαύτη εξoυσιoδoτήσει καθoρίσει.»
Ως διαπιστώνω από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε, η έκθεση εισήγηση έγινε από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Άσυλου. Ακολούθως, εξετάστηκε, και η εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίθηκε και υπογράφτηκε από την κα Αναστασία Ανδρέου, Διοικητικό Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία έχει εξουσιοδοτηθεί γι΄ αυτό από τον Υπουργό Εσωτερικών ( βλ. ερυθρό 112 του Διοικητικού Φακέλου). Η επίδικη απόφαση λήφθηκε με την έγκριση της έκθεσης εισήγησης από την αρμόδια λειτουργό κα Αναστασία Ανδρέου. Ειδικότερα, ως μπορεί να διαπιστωθεί από την έκθεση- εισήγηση, υπάρχει σχετική σφραγίδα στο εμπροσθόφυλλο της η οποία αναφέρει «Υπηρεσία Ασύλου. Η εισήγηση σας για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίνεται», η σφραγίδα με το όνομα της εξουσιοδοτημένης από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργού να εκτελεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, κας Ανδρέου, η μονογραφή της και η ημερομηνία λήψης της απόφασης.
Ως εκ τούτου φαίνεται καθαρά ότι το πρόσωπο που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση ήταν η κα Ανδρέου, η οποία ήταν εξουσιοδοτημένη περί τούτου από τον Υπουργό Εσωτερικών με βάση την επιστολή ημερ. 13/10/2020 που είναι κατατεθειμένη στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης (ερυθρό 112).
Συνακόλουθα, ο νόμιμα εξουσιοδοτημένος λειτουργός που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, προχώρησε και έκδωσε και την απόφαση επιστροφής του αιτούντος ως ρητά προνοείται στο άρθρο 13 (2) (δ) και 18 (7Β) (Α1) αντίστοιχα του Περί Προσφύγων Νόμου, μιας και ως προβλέπεται εκεί η απόφαση επιστροφής αποτελεί ‘αναπόσπαστο τμήμα της απορριπτικής απόφασης’ και ‘ενσωματώνεται’ σ’ αυτήν.
Ειδικότερα, στο άρθρο 13 του Περί Προσφύγων Νόμου, αναφέρεται (η υπογράμμιση και επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου):
« 13.-(1) Κατά την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, ο αρμόδιος λειτουργός εξετάζει την αίτηση και προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή, εκτός στις περιπτώσεις όπου τέτοια συνέντευξη δυνατό να έχει ήδη πραγματοποιηθεί δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 12Δ.
(2) Ο Προϊστάμενος, μετά την εξέταση της έκθεσης του αρμόδιου λειτουργού, δύναται, με απόφασή του:
(α) Να αναγνωρίσει τον αιτητή ως πρόσφυγα·
(β) να αναγνωρίσει στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας·
(γ) [Διαγράφηκε]·
(δ) να απορρίψει την αίτηση και εκδώσει απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή διάταγμα απέλασης, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής, δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου:
Νοείται ότι, η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή του διατάγματος απέλασης τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 8.
[…]».
Στο άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου αναφέρεται ( η υπογράμμιση και επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου):
« […]
(7Β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος απορρίπτει αίτηση, αναφορικά με το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας -
(α) Αναφέρει στην απόφασή του τους πραγματικούς και νομικούς λόγους της απόρριψης,
(α1) διατάσσει την επιστροφή και/ή απομάκρυνση και/ή απέλαση του αιτητή, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης του Προϊσταμένου, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, εφόσον δε υφίσταται ήδη σε ισχύ άλλη απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή απέλασης, θεωρείται ότι η εν λόγω απόφαση ενσωματώνεται στην απορριπτική απόφαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής, και
(β) ενημερώνει διά της απόφασής του τον αιτητή περί του δικαιώματός του να προσφύγει κατά της απόφασης στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για τη φύση και μορφή αυτής της προσφυγής και για την προθεσμία άσκησής της σύμφωνα με το εν λόγω Άρθρο.
[…]».
Περαιτέρω, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι η εξουσιοδότηση που παραχωρήθηκε στην Προϊστάμενη της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 10/11/2020 (ερυθρό 113 του Δ.Φ.) από τον Υπουργό Εσωτερικών περιλαμβάνει και τις εξουσίες τις οποίες παρέχουν τα άρθρα 18 ΟΗ και 18ΟΘ του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105). Παραθέτω αυτολεξεί « […] εξουσιοδοτώ την [..] Προϊστάμενη της Υπηρεσίας Ασύλου, να ασκεί εκ μέρους μου τις εξουσίες τις οποίες μου παρέχουν τα άρθρα 18ΟΗ και 18ΟΘ του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.».
Να σημειωθεί ότι το άρθρο 18ΟΗ του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου ( Κεφ. 105) αφορά την απόφαση επιστροφής και ενόψει τούτου δόθηκε ρητώς η εξουσία στην Προϊστάμενη της Υπηρεσίας Ασύλου να αποφασίζει και να εκδίδει τις αποφάσεις επιστροφής.
Συνακόλουθα, η εξουσιοδότηση που παραχωρήθηκε στην λειτουργό κα Ανδρέου ημερ. 13/10/2020 παραχωρεί το δικαίωμα στην εν λόγω να ασκεί όλα τα καθήκοντα του/ης Προϊσταμένου/ης της Υπηρεσίας Ασύλου. Παραθέτω αυτολεξεί: « [..] Κατόπιν των ανωτέρω, εξουσιοδοτώ την κα Αναστασία Ανδρέου και τον κο Ανδρέα Γεωργιάδη, Διοικητικούς Λειτουργούς Α΄ στην Υπηρεσία Ασύλου για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου, περιλαμβανομένης της έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας.».
Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, καταλήγω ότι η κα Ανδρέου είχε ρητή εξουσιοδότηση να εκδώσει την απόφαση επιστροφής καθότι της εκχωρήθηκε ρητώς το δικαίωμα να ασκεί όλες τις εξουσίες της Προϊσταμένης της Υπηρεσίας Ασύλου, μεταξύ των οποίων και των αποφάσεων επιστροφής δυνάμει του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου ( Κεφ. 105) – μιας και η εν λόγω εξουσία παραχωρήθηκε ρητώς στην ίδια την Προϊστάμενη της Υπηρεσίας Ασύλου από τον ίδιο τον Υπουργό ( βλ. εξουσιοδότηση ερυθρό 113 ημερ. 10/11/20), ως παραθέτω ανωτέρω, εξουσία η οποία δόθηκε και στην κα Ανδρέου στη βάση της εκδοθείσας εξουσιοδότησης ημερ. 13/10/2020 ( βλ. εξουσιοδότηση ερυθρό 112), όπου στην εν λόγω πέραν της γενικής εξουσιοδότησης που παραχωρείται στον εν λόγω λειτουργό για άσκηση όλων των καθηκόντων της Προϊσταμένης, παραχωρείται και ειδικότερη εξουσιοδότηση ‘ έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας’, όπου ως αναφέρθηκε ανωτέρω οι αποφάσεις επιστροφής ενσωματώνονται σ’αυτές και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος τους.
Συνεπώς, καταλήγω ότι κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης η κα Ανδρέου είχε αρμοδιότητα και ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένη να το πράξει τούτο.
Επομένως, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι δεν προκύπτει η ταυτότητα του προσώπου που έκδωσε την απόφαση επιστροφής, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι, ως διαπιστώνω, εντοπίζεται το πλήρες όνομα της κας Ανδρέου στο ερυθρό 111 του Δ.Φ και ως έχω επισημάνει και ανωτέρω μπορεί να διαπιστωθεί τόσο η σφραγίδα της λειτουργού η μονογραφή της και η ημερομηνία λήψης της απόφασης. Επομένως καταλήγω ότι μπορεί να ταυτοποιηθεί το πρόσωπο που έκδωσε την απόφαση επιστροφής. Ειδικότερα, διαπιστώνω ότι από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου μπορεί να διαπιστωθεί το πρόσωπο που έκδωσε την απόφαση επιστροφής καθότι, παρότι η υπογραφή της κας Ανδρέου υφίσταται κάτω από την σφραγίδα απόρριψης του αιτήματος του αιτητή ( βλ. ερυθρό 111 του Δ.Φ), εντούτοις το γεγονός ότι η απόφαση επιστροφής εντοπίζεται με σχετική σφραγίδα στην ίδια σελίδα – ερυθρό 111 του Δ.Φ.- και ενόψει του ότι η απόφαση επιστροφής αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της απορριπτικής απόφασης ασύλου, ως προβλέπεται στην νομοθεσία που έχει παρατεθεί ανωτέρω, θεωρώ ότι από αυτό και μόνο το στοιχείο μπορεί να καθοριστεί χωρίς αμφιβολία το πρόσωπο που έκδωσε την απόφαση επιστροφής και ενόψει τούτου ουδεμία πλημμέλεια εντοπίζεται.
Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
Περαιτέρω, προχωρώ να εξετάσω τα ζητήματα που ανακύπτουν σύμφωνα με τον συνήγορο του αιτητή όσον αφορά την νομιμότητα της απόφασης επιστροφής.
Όσον αφορά την νομική βάση της απόφασης επιστροφής, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι η εν λόγω έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω και παρέλκει η επανάληψη της.
Επί του ισχυρισμού ότι ο αιτητής εξακολουθούσε να θεωρείται αιτητής διεθνούς προστασίας, και ενόψει τούτου, δεν θα έπρεπε να εκδοθεί απόφαση επιστροφής, συντάσσομαι με την θέση της αδελφής μου δικαστού Κ. Κλεάνθους, στα πλαίσια της υπόθεσης JLM ν. Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 8494/21, 16/4/2024, στην οποία αναφέρεται ότι το ενωσιακό δίκαιο επιτρέπει την παράλληλη έκδοση απόφασης επί αιτήματος διεθνούς προστασίας και απόφασης επιστροφής, εάν και εφόσον υπάρχει αναστολή της εν λόγω απόφασης μέχρι την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ή εάν και εφόσον ασκηθεί προσφυγή, μέχρι την έκδοση δικαστικής απόφασης, νοουμένου επίσης ότι διασφαλίζονται τα δικαιώματα του αιτητή ως αιτούντος διεθνούς προστασίας. Παραθέτω κατωτέρω το σχετικό απόσπασμα το οποίο υιοθετώ:
« […]
86. Σχετικά με τον ισχυρισμό περί νομιμοποίησης των Καθ' ων η αίτηση να προβούν σε έκδοση απόφασης επιστροφής, ενόψει της ιδιότητας της Αιτήτριας ως Αιτήτριας ασύλου , επισημαίνεται ότι βάσει του άρθρου 18 (7Β) (α1) του Περί Προσφύγων Νόμου (η υπογράμμιση είναι δική μου), έπειτα από την τροποποίηση με τον 142(I)/ 2020 Τροποποιητικό Νόμο «(7Β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος απορρίπτει αίτηση, αναφορικά με το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας - [.](α1) διατάσσει την επιστροφή και/ή απομάκρυνση και/ή απέλαση του αιτητή, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης του Προϊσταμένου, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, εφόσον δε υφίσταται ήδη σε ισχύ άλλη απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή απέλασης, θεωρείται ότι η εν λόγω απόφαση ενσωματώνεται στην απορριπτική απόφαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής, [.]».
87. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται η ορθότητα της εναρμόνισης και των εθνικών εναρμονιστικών διατάξεων, οι οποίες είναι αυτές που έχουν άμεση ισχύ καταρχήν και όχι οι διατάξεις της Οδηγίας 2013/32. (Βλ. Α.Ε. Αρ. 56/2010, Sigma Radio T.V. Public v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερ. 3.4.2015, Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 81/19, xxx Alabdala v. Δημοκρατίας, ημερ. 20.7.2021 ECLI:CY:AD:2021:A330, Απόφαση του του ΔΕΕ, της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Marleasing S.A, σκέψη 8).
88. Το ΔΕΕ εξάλλου στην απόφαση Gnandi (απόφαση στην υπόθεση C-181/16, Gnandi, ημερ. 19.6.2018, ECLI:EU:C:2018:465) εξετάζοντας νομοθεσία κράτους- μέλους η οποία χορηγούσε αρμοδιότητα έκδοσης απόφασης επιστροφής ήδη από την απόρριψη αίτησης παροχής καθεστώτος διεθνούς προστασίας από την αρμόδια αρχή, έκρινε ότι:
«Η οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και τις διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με την οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, και με γνώμονα την αρχή της μη επαναπροωθήσεως και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, που κατοχυρώνονται με το άρθρο 18, το άρθρο 19, παράγραφος 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτήν η έκδοση αποφάσεως περί επιστροφής, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, εις βάρος υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, ήδη από της εκ μέρους της υπεύθυνης αρχής απορρίψεως της αιτήσεως αυτής ή μαζί με αυτήν στο πλαίσιο της ιδίας διοικητικής πράξεως και, ως εκ τούτου, πριν από την εκδίκαση της ένδικης προσφυγής κατά της απορρίψεως αυτής, υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι το οικείο κράτος μέλος διασφαλίζει την αναστολή του συνόλου των εννόμων αποτελεσμάτων της αποφάσεως επιστροφής εν αναμονή της εκδικάσεως της προσφυγής αυτής, ότι ο αιτών αυτός δύναται, κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, να απολαύει των δικαιωμάτων που παρέχονται βάσει της οδηγίας 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη, και να προβάλει οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων η οποία επήλθε κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής περί επιστροφής και η οποία δύναται να έχει ουσιώδη σημασία για την εκτίμηση της καταστάσεως του ενδιαφερομένου βάσει της οδηγίας 2008/115, ιδίως δε του άρθρου της 5, στοιχεία των οποίων η διακρίβωση απόκειται στο εθνικό δικαστήριο.».
89. Λαμβάνοντας υπόψιν την αναστολή της απόφασης επιστροφής και της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης μέχρι την έκδοση απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, την οποία η Αιτήτρια πληροφορήθηκε (ερ. 50 διοικητικού φακέλου), ότι δεν λαμβάνει χώρα επίκληση οποιασδήποτε στέρησης των δικαιωμάτων της ως αιτούσας άσυλου, καθώς και την αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου όπως αυτή καθορίζεται από το άρθρο 11(1)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, δεν είναι δυνατό παρά να κριθεί ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου προέβη σε έκδοση της απόφασης επιστροφής δρώντας σε συμφωνία με τον περί Προσφύγων Νόμο και το πρωτογενές και παράγωγο ενωσιακό δίκαιο.
[…]».
Επομένως, σύμφωνα με τα πιο πάνω λεχθέντα, εμφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκδωσε την απόφαση επιστροφής σύμφωνα με το εθνικό και ενωσιακό δίκαιο, συμμορφούμενος με τις επιταγές του καθότι ως μπορεί να διαπιστωθεί από την επιστολή ημερ. 11/02/2022 ( ερυθρό 117 του Διοικητικού Φακέλου), ο αιτητής ενημερώθηκε δεόντως περί του ότι η απόφαση επιστροφής του και η οικειοθελής αναχώρησης του αναστέλλονται είτε μέχρι την λήξη της χρονικής περιόδου που τίθεται για προσβολή της προσβαλλόμενης απόφασης, σε περίπτωση που δεν καταχωρηθεί σχετική προσφυγή στο αρμόδιο δικαστήριο είτε με την έκδοση δικαστικής απόφασης από το ΔΔΔΠ όπου απορρίπτεται η προσφυγή. Πρόσθετα, δεν προβλήθηκε από τον συνήγορο του αιτητή οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι έχει λάβει χώρα οποιαδήποτε στέρηση των δικαιωμάτων του αιτούντος εν αναμονή της εκδικάσεως της προσφυγής αυτής, ούτως ώστε να χωρούσε επίκληση τέτοιου είδους ισχυρισμού.
Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί μη επάρκειας της χρονικής διάρκειας της συνέντευξης και περί μη υποβολής επαρκών ερωτήσεων κατά την συνέντευξη στον αιτητή, παρατηρώ από το πρακτικό της συνέντευξης του ότι τέθηκαν σε αυτόν αρκετές ερωτήσεις, ενώ η διάρκεια της συνέντευξης του διήρκησε 6 ώρες και 50 λεπτά.
Σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθεστώτος των Προσφύγων (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«(α) Ο αιτών πρέπει:
(Ι) Να λέει την αλήθεια και να παρέχει κάθε βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του.
(ΙΙ) Να προσπαθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με κάθε διαθέσιμο αποδεικτικό μέσο και να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για τυχόν ελλείψεις τους. Εάν παρουσιασθεί ανάγκη, πρέπει να προσπαθήσει να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά μέσα.
(ΙΙΙ) Να δώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο και τις προηγούμενες εμπειρίες του, τόσο λεπτομερειακά όσο είναι αναγκαίο, ώστε να δοθεί στον εξεταστή η δυνατότητα να διαπιστώσει τη συνδρομή των σχετικών γεγονότων. Πρέπει ακόμη να κληθεί να δώσει μια συναφή εξήγηση ως προς όλους τους λόγους που επικαλείται για να υποστηρίξει την αίτηση για το καθεστώς του πρόσφυγα και να απαντήσει σε όσες ερωτήσεις του τεθούν.».
Παραπέμπω επίσης στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποθ. αρ. 1673/2010, Edward Eskandaz και Κυπριακή Δημοκρατία, ημερ. 04/07/2013, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): « …….Ο Νόμος δεν καθορίζει ούτε πότε θα πρέπει να καλέσει η Υπηρεσία Ασύλου τον αιτητή για συνέντευξη, ούτε και πόση διάρκεια θα έχει. Πρόκειται δε για την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων και όχι για την ταχύρρυθμη διαδικασία (βλ. άρθρο 12 Δ), όπου κατά προτεραιότητα και όχι αργότερα από 30 ημέρες από την ημέρα υποβολής της αίτησης εξετάζονται από την Υπηρεσία Ασύλου αιτήσεις που, κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού, εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 12, 12 Α και 12 Β του Νόμου. Περαιτέρω, ο αιτητής ερωτήθηκε τα σημαντικά στον πυρήνα του αιτήματος του και η αίτησή του εξετάστηκε ενδελεχώς…….»
Ενόψει των ως έχουν αναφερθεί, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Εξετάζοντας τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ΄ων η αίτηση, αρχικά κρίνω σημαντικό να αναφερθεί ότι η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).
Ενόψει των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων και στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ορθώς αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα του αιτητή.
Κατά την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο αιτητής δήλωσε ότι ο λόγος που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του ήταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με τις Ιρανικές αρχές και πως θα εξηγήσει περαιτέρω τους λόγους κατά την συνέντευξη του (βλ. ερυθρό 1 και μετάφραση αυτού στο ερυθρό 22 του διοικητικού φακέλου).
Στο πλαίσιο της προσωπικής του συνέντευξης, ο Αιτητής επιβεβαίωσε πως διέμενε στην Τεχεράνη προτού εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, πως έχει λάβει 12 έτη σχολικής εκπαίδευσης, πως είναι άγαμος και άτεκνος. Πρόσθεσε πως διέθετε δική του επιχείρηση στο Ιράν και πως έχει ολοκληρώσει την στρατιωτική του θητεία. Αναφορικά με την πατρική του οικογένεια δήλωσε ότι αυτή αποτελείται από τους γονείς του, τις δύο αδελφές του και τους δύο αδελφούς του, οι οποίοι διαμένουν στη Τεχεράνη πλην ενός αδελφού του που είναι μαζί του στην Κύπρο. Δήλωσε πως έχει επικοινωνία με την οικογένεια του.
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους ο Αιτητής εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του δήλωσε πως δεχόταν ενοχλήσεις και απειλές από τους Basij, οι οποίοι επεδίωκαν να κλείσει το σούπερ μάρκετ/υπεραγορά που διέθετε, ώστε να ανοίξει συνεργατικό παντοπωλείο στο τζαμί της γειτονιάς του. Εξαιτίας αυτού δύο φορές υπέστη ξυλοδαρμό και η επιχείρηση του κάηκε. Επίσης, δήλωσε πως δέχθηκε απειλές θανάτου από τα αδέλφια της πρώην συντρόφου του οι οποίοι τον κατηγορούν πως βοήθησε την αδελφή τους να εγκαταλείψει την χώρα.
Ειδικότερα, ο Αιτητής δήλωσε πως μαζί με έναν φίλο του ενοικίασαν ένα μαγαζί απέναντι από το σπίτι του, το οποίο λειτουργούσαν ως σούπερ μάρκετ/υπεραγορά, χωρίς να αντιμετωπίσουν κάποιο πρόβλημα. Μετά από ένα έως δύο χρόνια, ο Αιτητής δήλωσε ότι άρχισαν να τον παρενοχλούν μέλη της τοπικής Basij, που είχαν την έδρα τους στο τζαμί της γειτονιάς. Σύμφωνα με τον ίδιο, επιδίωκαν να ανοίξουν ένα συνεργατικό παντοπωλείο/κατάστημα μέσα στο τζαμί και, για αυτό τον λόγο, τον πίεζαν να κλείσει τη δική του επιχείρηση. Μια ημέρα ο Αιτητής αρνήθηκε σε ένα μέλος τους να του δώσει κάποια προϊόντα χωρίς να πληρώσει με αποτέλεσμα ο υπεύθυνος τους να έρθει και να τα πάρει διά της βίας. Ο Αιτητής αντιστάθηκε και τότε η ομάδα των ανηλίκων που τον συνόδευε του επιτέθηκε και τον χτύπησε. Αυτό δήλωσε πως συνέβη έξω από το μαγαζί του. Εν συνεχεία, δήλωσε πως ο ιερέας του τζαμιού τον απείλησε πως εάν δεν κλείσει την επιχείρηση του θα του την κλείσουν αυτή. Ο Αιτητής δεν έλαβε υπόψη τις απειλές και συνέχισε τη λειτουργία της επιχείρησης. Ωστόσο, ως ισχυρίστηκε, μια μέρα, τοποθέτησαν μια πινακίδα για τη διαφήμιση του τζαμιού έξω από το κατάστημά του, με αποτέλεσμα αυτή να πέφτει πάνω στο ηλεκτροδοτικό καλώδιο του μαγαζιού, το οποίο έκοψαν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα κατά τον Αιτητή να πάρει φωτιά η επιχείρηση του και να καταστραφεί. Εν συνεχεία δήλωσε πως πήγαν να υποβάλλουν αίτηση αποζημίωσης στην εταιρία ηλεκτρισμού αλλά τους είπαν πως δεν δικαιούνται αποζημίωση. Πρόσθεσε ότι υπέβαλε καταγγελία/παράπονα και κατά του τζαμιού. Περαιτέρω, ο Αιτητής πήγε να παραπονεθεί στον ιερέα, παρουσία λοιπών μελών Basij με αποτέλεσμα εξαιτίας της πίεσης που ένιωθε να κατηγορήσει τον ιερέα για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε. Αυτό θεωρήθηκε προσβολή, και τότε τον χτύπησαν με γροθιά στο πρόσωπο έξω από το τζαμί. Στη συνέχεια, τον μετέφεραν σε ένα άλλο δωμάτιο, σε ένα κτίριο κοντά στον δρόμο Khorasan, όπου δύο άνδρες τον ξυλοκόπησαν άγρια. Εξαιτίας όλων αυτών των προβλημάτων, ο Αιτητής δήλωσε πως αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα.
Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του δήλωσε ότι θα του δημιουργήσουν προβλήματα άτομα που θέλουν χάρες από την κυβέρνηση. Ερωτηθείς εάν θα μπορούσε να μετεγκατασταθεί με ασφάλεια στην Tabriz αποκρίθηκε αρνητικά ισχυριζόμενος πως δεν έχει κανέναν εκεί να τον υποστηρίξει. Πρόσθεσε πως δεν μπορεί να ανεχτεί πάλι τα ίδια και πως ούτε στην Gharmsar μπορεί να διαμείνει όπου έχει συγγενείς εκεί. Ερωτηθείς τι τον κάνει να πιστεύει πως μέλη της basij θα τον αναζητήσουν σε άλλα μέρη του Ιράν, αποκρίθηκε πως αυτό είναι γνωστό σε όλους και πως ακόμη και εάν δεν τον βρουν οι basij, μπορεί να εντοπίσουν τα αδέλφια της πρώην κοπέλας του και να του δημιουργήσουν προβλήματα.
Κληθείς σε διευκρινιστικές ερωτήσεις να αναπτύξει περαιτέρω τις απειλές που δέχθηκε από τα αδέλφια της πρώην συντρόφου του, δήλωσε πως αυτές έλαβαν χώρα διά τηλεφώνου κατά το διάστημα διαμονής του στην Κύπρο. Δήλωσε πως τον απείλησαν πως σε περίπτωση που επιστρέψει στο Ιράν θα τον σκοτώσουν επειδή παρακίνησε την αδελφή τους να εγκαταλείψει την χώρα. Ο Αιτητής επεξήγησε πως ενόσω ήταν στο Ιράν τα αδέλφια της, τα οποία είναι μέλη των Basij, τον είχαν απειλήσει να σταματήσει τις επαφές μαζί της. Ο Αιτητής δήλωσε πως διατηρούσε επικοινωνία μαζί της και μετά την έξοδο του από την χώρα και πως η ανωτέρω κοπέλα του ζήτησε βοήθεια για να φύγει από το Ιράν. Πρόσθεσε πως και η μητέρα της κοπέλας μιλούσε μαζί του προκειμένου να τον πείσει να την βοηθήσει. Η κοπέλα ήρθε στην Κύπρο και έμεινε μαζί του για μερικούς μήνες και σήμερα η κοπέλα μένει μόνη της και δεν έχει επικοινωνία με τον Αιτητή. Ο Αιτητής εξήγησε ότι τώρα τα αδέλφια της τον κατηγορούν εξαιτίας αυτού. Ο Αιτητής δήλωσε πως τα αδέλφια της επικοινωνούν με την μητέρα του καθότι ο ίδιος τους έχει μπλοκάρει από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και απειλούν πως αν τον βρουν θα τον σκοτώσουν και ζητούν να επιστρέψει πίσω την αδελφή τους.
Σε διευκρινιστική ερώτηση που του τέθηκε σχετικά με την αντίδραση του στις ενοχλήσεις των Basij δήλωσε πως δεν έδιναν σημασία και πως δεν περίμεναν ότι θα εξελίσσονταν τα πράγματα τόσο άγρια. Επεξήγησε πως οι ενοχλήσεις ξεκίνησαν ένα έτος μετά το άνοιγμα της επιχείρησης τους. Εν συνεχεία του τέθηκαν διευκρινιστικές ερωτήσεις σχετικά με τον ξυλοδαρμό που ως δήλωσε υπέστη, δύο φορές, από τους Basij. Την πρώτη φορά δήλωσε πως αρνήθηκαν να τους δώσουν χυμό και ο υπεύθυνος της ομάδας πήγε και το πήρε δια της βίας χωρίς να πληρώσει. Ο Αιτητής δήλωσε πως διαμαρτυρήθηκε για αυτό με αποτέλεσμα οι νέοι της γειτονιάς που συνόδευαν τον ανωτέρω άνδρα να τον ξυλοκοπήσουν. Αναφορικά με τη δεύτερη φορά δήλωσε πως ο ξυλοδαρμός έλαβε χώρα μετά τη φωτιά στην επιχείρηση του όταν πήγε να διαμαρτυρηθεί για αυτή στο τζαμί. Εκεί τον ξυλοκόπησαν και, στη συνέχεια, τον μετέφεραν σε ένα άλλο χώρο, όπου δύο άνδρες συνέχισαν να τον χτυπούν. Δήλωσε πως τη δεύτερη φορά ο ξυλοδαρμός του έγινε μπροστά στον ιερέα ο οποίος έδωσε την εντολή για αυτό. Έμεινε σε εκείνο το χώρο για 20 λεπτά και εν συνεχεία τον μετέφεραν πίσω κοντά στο σπίτι του. Ο Αιτητής επεξήγησε πως τον βρήκε ένας φίλος του στον οποίο έμεινε για δύο με τρεις ημέρες και μετά επέστρεψε πίσω στο σπίτι του. Δεν κατήγγειλε τα περιστατικά στην αστυνομία επειδή η αστυνομία δεν θα μπορούσε να βοηθήσει καθώς τον πρώτο λόγο τον έχουν οι Basij και οι Sepah στη χώρα. Περαιτέρω τέθηκαν στον Αιτητή ερωτήσεις σχετικά με τις συνθήκες της διαμονής του κατά το χρονικό διάστημα από τη φωτιά μέχρι και την έξοδο του από τη χώρα (6 μήνες) με τον Αιτητή να αναφέρει πως ένιωθε κατάθλιψη, πως ήταν συνεχώς στο σπίτι και πως πήγε να αιτηθεί την έκδοση δανείου στην τράπεζα αλλά απέρριψαν το αίτημα του. Δεν δέχθηκε κάποια ενόχληση από οιονδήποτε φορέα κρατικό ή μη κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Ούτε κατά την διαμονή του στην Κύπρο παρά μόνο από τα αδέλφια της πρώην κοπέλας του τα οποία δεν σχετίζονται με το περιστατικό στην επιχείρηση του. Τέλος τέθηκαν στον Αιτητή ερωτήσεις σχετικά με το ενδιαφέρον του προς το Χριστιανισμό. Ο Αιτητής αποκρίθηκε πως του αρέσει ο Χριστιανισμός σαν θρησκεία και πως δεν έχει αλλάξει ακόμα τη θρησκεία του, επειδή φοβόταν τον πατέρα του τον οποίο εν τέλει έχει μεταπείσει. Πρόσθεσε πως το ενδιαφέρον του ξεκίνησε έξι μήνες μετά την διαμονή του στη Κύπρο.
Ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολόγησε τα όσα ο Αιτητής δήλωσε στην συνέντευξη του και διέκρινε τους εξής ισχυρισμούς: Α) ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής, Β) ο Αιτητής έχει την πρόθεση να μεταστραφεί στο Χριστιανισμό, Γ) Το σούπερ μάρκετ που διέθετε ο Αιτητής κάηκε από τοπικούς Basij έξι με δώδεκα μήνες προτού ο Αιτητής εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, Δ) ο Αιτητής υπέστη δύο φορές σωματική βία από τους Basij και Ε) ο Αιτητής απειλήθηκε από τα αδέλφια της πρώην συντρόφου του, οι οποίοι είναι μέλη των Basij.
Αξιολογώντας τον πρώτο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός τον έκανε αποδεκτό ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο. Ομοίως αποδεκτός έγινε και ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή περί της πρόθεσης του να ακολουθήσει το Χριστιανισμό. Περαιτέρω, αποδεκτός έγινε και ο τρίτος ισχυρισμός του Αιτητή περί του ότι η επιχείρηση σούπερ μάρκετ που διέθετε κάηκε από τοπικά μέλη Basij. Ειδικότερα, οι αποκρίσεις του Αιτητή σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες πήρε φωτιά η επιχείρηση του αλλά και σε σχέση με τους λόγους που οδήγησαν στην καταστροφή της επιχείρησης του ήταν συνεκτικές, σαφείς και λεπτομερείς. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό κρίση ισχυρισμού παρατέθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την ενδυμασία των Basij, την εν λόγω οργάνωση και τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις οποίες προβαίνει η εν λόγω οργάνωση.
Ως προς τον τέταρτο ισχυρισμό του, αυτός απορρίφθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστος. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι ο αιτητής υπήρξε συνεπής στην αναφορά του ότι κτυπήθηκε από τους Basij. Ειδικότερα, κρίθηκε πως ο Αιτητής σε ένα σημείο της συνέντευξης του υπήρξε αντιφατικός σε σχέση με τον αριθμό των επισκέψεων του στο τζαμί, με τον Αιτητή να αποκρίνεται, όταν του τέθηκε η εν λόγω αντίφαση, πως πήγε μια φορά να παραπονεθεί στο τζαμί. Σε σχέση με την πρώτη φορά που κτυπήθηκε, ο αρμόδιος λειτουργός επισημαίνει ότι ο αιτητής ήταν συνεπής στις δηλώσεις του περί του ότι το εν λόγω περιστατικό έλαβε χώρα, όταν ο ίδιος αρνήθηκε να δώσει στον Basij ένα αντικείμενο από το σουπερ μάρκετ/ υπεραγορά και το εν λόγω πρόσωπο ήρθε για να το πάρει με την βία και ότι στην συνέχεια κτυπήθηκε εξαιτίας αυτού. Εν συνεχεία, κρίθηκε πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς πληροφορίες σε σχέση με τον τρόπο υπό τον οποίο χτυπήθηκε αλλά και να παραθέσει άλλες πληροφορίες σχετικά με την ανωτέρω ομάδα. Ως προς τη δεύτερη φορά που υπέστη σωματική βία ο λειτουργός έκρινε πως ο Αιτητής ήταν συνεκτικός στις αποκρίσεις του σε σχέση με ότι του έδωσαν μπουνιά έξω από το τζαμί και μετά τον μετέφεραν σε άλλη περιοχή, ωστόσο δεν ήταν σε θέση να παραθέσει λεπτομέρειες σχετικά με το τι είδους τοποθεσία ήταν αυτή στην οποία μεταφέρθηκε αλλά και να παραθέσει πληροφορίες αναφορικά με το πως μεταφέρθηκε από την μια περιοχή στην άλλη. Επισημάνθηκε πως ο Αιτητής δεν κατάφερε να παραθέσει μια συνεκτική και επαρκής αφήγηση σχετικά με το τι συνέβη εκείνη την ημέρα. Επίσης, κρίθηκαν ως συνεκτικές οι αποκρίσεις του σχετικά με το λόγο που παρακίνησε τον ξυλοδαρμό του τη δεύτερη φορά καθώς και σε σχέση με τα άτομα που τον χτύπησαν αλλά και σε σχέση με τα ρούχα που φορούσαν τα εν λόγω πρόσωπα. Εξίσου συνεκτικές κρίθηκαν και οι αποκρίσεις του σχετικά με το πως επέδρασε στη ψυχολογία του η δεύτερη σωματική επίθεση που ως δήλωσε υπέστη. Τέλος, κρίθηκε πως ο Αιτητής απέτυχε να παραθέσει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το διάστημα που επακολούθησε του περιστατικού της φωτιάς στο μαγαζί του μέχρι και την έξοδο του από τη χώρα.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό κρίση ισχυρισμού ο λειτουργός παρέπεμψε στις πληροφορίες που παρέθεσε κατά την εξέταση του τρίτου ισχυρισμού και έκρινε πως η εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού έχει τεκμηριωθεί. Ενόψει, ωστόσο, της μη θεμελιωθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολο του.
Αναφορικά με τον πέμπτο ισχυρισμό, αυτός, ομοίως, απορρίφθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστος. Ειδικότερα ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως παρόλο που ο Αιτητής ήταν συνεκτικός και συνεπής όταν κλήθηκε να υποδείξει τα άτομα από τα οποία δέχθηκε απειλές, ωστόσο οι περιγραφές του σε σχέση με τα ανωτέρω εμπλεκόμενα πρόσωπα δεν ήταν συγκεκριμένες αλλά και από αυτές εξέλειπαν βασικές πληροφορίες. Επιπλέον, σύμφωνα με τον λειτουργό, ο Αιτητής δήλωσε με συγκεκριμένο τρόπο και υπήρξε συνεπής στο ότι οι απειλές τον οδήγησαν στο να στιγματιστεί στη γειτονιά. Αυτό θεωρήθηκε προσβολή από τα αδέλφια της πρώην συντρόφου του, με αποτέλεσμα να του απαγορεύσουν να την πλησιάσει. Ωστόσο, ως καταγράφηκε από τον αρμόδιο λειτουργό, ο αιτητής ήταν συγκεκριμένος όταν ανέφερε ότι διατηρούσε επικοινωνία μαζί της από απόσταση, μέχρι που αυτή διακόπηκε εντελώς. Σε άλλο σημείο, όμως, προέβη σε αντιφατική δήλωση, υποστηρίζοντας ότι ήταν ακόμη σε επαφή μαζί της όταν έφτασε στην Κύπρο. Εν συνεχεία, κρίθηκε πως ο Αιτητής ήταν σαφής και συνεκτικός σε σχέση με το ότι τα αδέλφια της πρώην συντρόφου του τον κατηγορούσαν για την έξοδο της από την χώρα και σε σχέση με τις απειλές θανάτου που δέχθηκε από αυτούς σε περίπτωση επιστροφής του στο Ιράν. Επίσης, κρίθηκε πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει για ποιο λόγο η πρώην σύντροφός του ήθελε να εγκαταλείψει τη χώρα. Περαιτέρω, ο λειτουργός έκρινε πως ο Αιτητής ήταν συγκεκριμένος αναφορικά με το ότι τα αδέλφια της κοπέλας τον απείλησαν διά τηλεφώνου επειδή εκείνη την περίοδο ήταν στην Κύπρο. Ωστόσο αυτό κρίθηκε ως αντιφατικό καθότι με αυτό υποδεικνύεται πως οι απειλές ξεκίνησαν στην Κύπρο ενώ θα αναμένονταν ευλόγως αυτές να είχαν ξεκινήσει ενόσω διέμενε στο Ιράν. Τέλος κρίθηκε πως ο Αιτητής υπήρξε ασυνεπής καθότι δεν παρείχε καμία πληροφορία σχετικά με τους λόγους για τους οποίους τα αδέλφια της πρώην κοπέλας του δεν τον έβλαψαν κατά το διάστημα που διέμενε στο Ιράν αφ’ ης στιγμής μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο με την συμπεριφορά του είχε προσβάλει την οικογένεια τους.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό κρίση ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του Αιτητή σχετικά με την δράση και την αποστολή της οργάνωσης Basij στην διασφάλιση της τήρησης των ισλαμικών κωδίκων συμπεριφοράς αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί του ότι δέχθηκε απειλές από τα αδέλφια της κοπέλας του οι οποίοι τον κατηγορούν για το ότι εγκατέλειψε τη χώρα ώστε να μεταναστεύσει στη δύση. Επίσης παρέθεσε πληροφορίες από πηγές σχετικά με το χρηματικό ποσό που δίνεται στους διακινητές για να φθάσουν στη Κύπρο καταλήγοντας πως οι ως άνω πληροφορίες βρίσκουν έρεισμα στις δηλώσεις του Αιτητή. Ενόψει ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική αξιοπιστία του υπό κρίση ισχυρισμού, αυτός απορρίφθηκε στο σύνολο του.
Στην συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του (μελλοντικού) κινδύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης στην χώρα καταγωγής του Αιτητή, επί τη βάσει των τριών πρώτων ισχυρισμών που έγιναν αποδεκτοί. Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό του περί της πρόθεσης του να μεταστραφεί στο Χριστιανισμό, ο λειτουργός έκρινε πως δεν έχει λάβει χώρα κάποια μεταστροφή του Αιτητή και πως ούτε έχει παγιωθεί η εν λόγω πεποίθηση του. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ότι σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει μεταχείριση που μπορεί να ανάγεται σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω του ενδιαφέροντος του προς τον Χριστιανισμό. Αναφορικά με το τρίτο αποδεκτό ισχυρισμό του, ο λειτουργός έκρινε πως ενώ η διαμάχη του Αιτητή με τους Basij θα μπορούσε να τον θέσει σε μελλοντικό κίνδυνο, το γεγονός ότι η επιχείρηση του δεν υπάρχει πλέον και δεν υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ τους, μειώνει τον κίνδυνο να προκύψει παρόμοια διαμάχη. Επίσης κρίθηκε πως οποιοσδήποτε κίνδυνος υπάρχει, αυτός είναι μικρός λαμβάνοντας υπόψη πως ο συνέταιρος του Αιτητή, ως δήλωσε, διαμένει και εργάζεται σήμερα σε άλλη περιοχή στο Ιράν χωρίς να έχει δεχθεί κάποια ενόχληση.
Ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων, ο αρμόδιος λειτουργός, έκρινε ότι στη βάση των προβαλλόμενων δηλώσεων του, ο Αιτητής δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς, εφόσον δεν διαπιστώθηκε φόβος δίωξης του με βάση την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική άποψη, σύμφωνα με το άρθρο 3Δ(1) του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός κατάληξε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο του Αιτητή, καθότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, δυνάμει του άρθρου 19, εδάφια (1) και (2) (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου. Ως προς άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο εν λόγω λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη ότι στο Ιράν δεν υφίστατο διεθνής ή ένοπλη σύρραξη κατέληξε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στον τελευταίο τόπο διαμονής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δεν θα είναι σε κίνδυνο να αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή ως άμαχος πολίτης.
Παρατηρείται ωστόσο, ότι τόσο κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης κινδύνου, όσο και της νομικής ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός δεν προέβη σε οποιαδήποτε έρευνα αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Τεχεράνη, γεγονός που καθιστά το συγκεκριμένο σκέλος της απόφασης αναιτιολόγητο. Στη συγκεκριμένη ωστόσο έρευνα θα προβεί το παρόν Δικαστήριο βάσει και της παρεχόμενης εκ του Νόμου δικαιοδοσίας του.
Υπό το φως των ανωτέρω λεχθέντων, καταλήγω ότι ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας κρίνεται βάσιμος ως προς αυτό το κομμάτι, έρευνα στην οποία, ενόψει της δικαιοδοσίας του, θα προβεί το Δικαστήριο κατωτέρω.
Κρίνω σκόπιμο σε αυτό το σημείο να αναφέρω επίσης ότι, η κατάληξή μου αυτή δεν καθορίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να προβαίνει σε έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν. Επομένως, θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018) και ενόψει τούτου να κρίνω αν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.
Προχωρώντας τώρα στην αξιολόγηση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων στη βάση και της εκ του Νόμου παρεχόμενης δικαιοδοσίας, αρχικά συντάσσομαι με το ότι ο πρώτος ισχυρισμός όσον αφορά τα στοιχεία του προσωπικού προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ορθώς έγινε αποδεκτός από τους Καθ’ ων η αίτηση αφού δεν έχουν προκύψει στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου.
Όσον αφορά τον δεύτερο και τον τρίτο ισχυρισμό που έχουν γίνει αποδεκτοί, ήτοι περί του ότι η επιχείρηση του αιτητή κάηκε από τους Basij και περί της πρόθεσης του για μεταστροφή στο Χριστιανισμό, κρίνω ότι ορθά έγιναν αποδεκτοί, καθώς ο Αιτητής ανέπτυξε με λεπτομέρεια και ήταν σε θέση να παρέχει ικανοποιητικές πληροφορίες και περιγραφές τόσο για το συμβάν κατά το οποίο κάηκε το μαγαζί του, όσο και για την πρόθεση του να γνωρίσει και να μάθει τον Χριστιανισμό, όπως επίσης συντάσσομαι και με την αξιολόγηση που μεσολάβησε από τον αρμόδιο λειτουργό.
Εν πάση περιπτώσει, σε περίπτωση που ένας ισχυρισμός έχει κριθεί αποδεκτός, το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει την θέση του αιτούντος στη βάση της αρχής της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του διοικούμενου (βλ. σχετικά αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου R E κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 7651/2021, 31/10/2024, G T ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 1441/2022, 9/7/2024).
Λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις του Αιτητή, ως προς τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό του, καταλήγω ότι δεν συμφωνώ πλήρως με την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, καθότι ο αρμόδιος λειτουργός, παρότι εντόπισε τον αιτητή ως εσωτερικά αξιόπιστο σχεδόν σε όλες του τις δηλώσεις, εντούτοις προχώρησε και απέρριψε τον ισχυρισμό του αιτητή ως εσωτερικά αναξιόπιστο, και ενόψει τούτου διαφωνώ με το καταληκτικό συμπέρασμα του λειτουργού περί του ότι υπήρξε ο αιτητής αναξιόπιστος. Ειδικότερα, θα συμφωνήσω με τα σημεία που εντόπισε ο λειτουργός όσον αφορά τις δηλώσεις του αιτητή που κρίθηκαν ως συνεκτικές και συνεπείς, ήτοι περί του ότι υπήρξε σαφής για την πρώτη φορά που κτυπήθηκε στο μαγαζί του όπως και για τον λόγο που δέχθηκε σωματική βία, όπως επίσης θα συμφωνήσω επίσης με τις διαπιστώσεις του λειτουργού περί της συνέπειας στις δηλώσεις του αιτητή για την δεύτερη φορά που δέχθηκε επίθεση από τους Basij και για τον λόγο που μεσολάβησε τον εν λόγω γεγονός. Κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι εντοπίζω ότι ο αιτητής υπήρξε συνεκτικός στις αναφορές του περί του χρονικού πλαισίου που μεσολάβησαν τα εν λόγω γεγονότα όπως επίσης υπήρξε λεπτομερής εν σχέση με αυτά. Για όλους αυτούς τους λόγους καταλήγω ότι ο εν λόγω ισχυρισμός γίνεται αποδεκτός ως εσωτερικά αξιόπιστος. Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, θα επαναλάβω τα όσα έχει παραθέσει ο λειτουργός κατά την αξιολόγηση του, χωρίς να χρειάζεται να τα επαναλάβω, καταλήγοντας περί της τεκμηρίωσης επίσης και της εξωτερικής αξιοπιστίας του.
Παρόμοια προσέγγιση θα υιοθετήσω και στον πέμπτο ισχυρισμό μιας και ως εντοπίζω, παρότι ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε τις πλείστες δηλώσεις του αιτητή ως συνεπείς σε σχέση με τις απειλές που δέχθηκε από τα αδέλφια της κοπέλας του που ήταν μέλη του Basij, εντούτοις, με αδιευκρίνιστο τρόπο κατέληξε στην απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού ως εσωτερικά αναξιόπιστου. Θα διαφωνήσω με το εν λόγω καταληκτικό συμπέρασμα του λειτουργού, αναφέροντας ότι διαπιστώνω ότι ο αιτητής, ως εντόπισε και ο αρμόδιος λειτουργός, υπήρξε συνεπής τόσο σε σχέση με το λόγο που τα εν λόγω πρόσωπα τον απείλησαν ήτο τα αδέλφια της πρώην συντρόφου του όπως επίσης υπήρξε συνεκτικός στις απαντήσεις του και για τις κατηγορίες που δέχθηκε από τους αδελφούς της πρώην κοπέλας του για την έξοδο της από την χώρα. Για όλους αυτούς τους λόγους καταλήγω ότι ο εν λόγω ισχυρισμός γίνεται αποδεκτός ως εσωτερικά αξιόπιστος. Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, θα επαναλάβω τα όσα έχει παραθέσει ο λειτουργός κατά την αξιολόγηση του, χωρίς να χρειάζεται να τα επαναλάβω, καταλήγοντας περί της τεκμηρίωσης επίσης και της εξωτερικής αξιοπιστίας του.
Παρά την αποδοχή των πιο πάνω ισχυρισμών του αιτητή, θα προχωρήσω να αξιολογήσω τον κίνδυνο του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του.
Όσον αφορά την πρόθεση του για μεταστροφή στον Χριστιανισμό, το γεγονός ότι ούτε στην συνέντευξη του αλλά ούτε κατά την δικαστική διαδικασία έχει αναφερθεί η μεταστροφή του ιδίου στον Χριστιανισμό παρά μόνο η πρόθεση του, ουδόλως οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ότι σε περίπτωση επιστροφής του ο αιτητής στην χώρα καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει μεταχείριση που μπορεί να ανάγεται σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω του ενδιαφέροντος του προς τον Χριστιανισμό.
Ο αιτητής δεν έχει προβεί σε καμία πράξη ή ενέργεια που να υποδηλώνει ειλικρινή πρόθεση μεταστροφής ούτε έχει κινήσει οποιαδήποτε διαδικασία προς αυτή την κατεύθυνση κατά την παραμονή του στην Κύπρο. Η διαμονή του στην χώρα δεν συνοδεύεται από καμία ένδειξη αλλαγής θρησκευτικής ταυτότητας, ούτε προκύπτει από τη συνολική του στάση και συμπεριφορά ότι η φερόμενη πρόθεση μεταστροφής αποτελεί ουσιώδες και αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητας του.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό του περί του ότι το κατάστημα του κάηκε από τους Basij, συντάσσομαι με την αξιολόγηση που μεσολάβησε από τον αρμόδιο λειτουργό ήτοι το γεγονός ότι η επιχείρηση του δεν υπάρχει πλέον και δεν υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ τους, μειώνει τον κίνδυνο να προκύψει παρόμοια διαμάχη και ενόψει τούτου καταλήγω ότι ούτε σε αυτή την περίπτωση υπάρχει πιθανότητα ο αιτητής να υποστεί οποιαδήποτε δίωξη ή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα καταγωγής του.
Σχετικά με τον αποδεκτό πλέον από το παρόν Δικαστήριο ισχυρισμό του αιτητή περί του ότι δέχθηκε δύο φορές επίθεση από τους Basij, για τους λόγους που έχουν αναφερθεί ανωτέρω, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του αιτητή, δεν φαίνεται να αντιμετώπισε κάποια πράξη δίωξης, από μέλη των Basij, μιας και ο ίδιος δήλωσε ότι μετά την τελευταία επίθεση που δέχθηκε από αυτούς, δεν είχε οποιαδήποτε άλλη επικοινωνία μαζί τους ούτε τον προσέγγισαν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ούτε ενοχλήθηκε από αυτούς. Ο αιτητής δεν ανάφερε ουσιαστικά κάποια πράξη δίωξης από τους Basij και κατά την συνέντευξη του όταν ερωτήθηκε τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του, δεν προέβαλε συγκεκριμένο φόβο από τα συγκεκριμένα μέλη της οργάνωσης, παρα μόνο δήλωσε ότι σε περίπτωση επιστροφής του θα του δημιουργήσουν προβλήματα άτομα που θέλουν χάρες από την κυβέρνηση ( ερυθρό 61 του Δ.Φ.), επομένως τα όσα αναφέρει ο αιτητής δεν είναι αρκετά για να κριθεί ότι θα στοχοποιηθεί από το σώμα των Basij. Στα πλαίσια της παρούσης δεν τέθηκε κάποιο στοιχείο ενώπιον μου που να δεικνύει ότι ο αιτητής υφίσταται κίνδυνο δίωξης από τους Basij εξαιτίας της ιδιωτικής ουσιαστικής διαφοράς που είχαν λόγω του σούπερ μάρκετ/ υπεραγοράς που είχε, που ήταν και ο λόγος για τον οποίο ξυλοκοπήθηκε δυο φορές από αυτούς και ο οποίος δεν υφίσταται πλέον.
Πρόσθετα, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προκειμένου να ανεύρει πληροφορίες σχετικά με τους Basij. Πηγή σημειώνει πως η Basij είναι μια παραστρατιωτική οργάνωση «υπεύθυνη για την εσωτερική ασφάλεια και τον κοινωνικό έλεγχο»[1]. Συνεχίζει πως διεισδύει σε κάθε τομέα της ιρανικής κοινωνίας, με καθήκοντα που περιλαμβάνουν την οργάνωση και στρατολόγηση υποστηρικτών του καθεστώτος, την ιδεολογική κατήχηση των μελών της, την παραγωγή/διάδοση κρατικής προπαγάνδας, βοηθάει στην επιβολή των ισλαμικών κωδίκων συμπεριφοράς και στην καταστολή της πολιτικής διαφωνίας[2].
Έκθεση της Minority Rights Group International με ημερομηνία δημοσίευσης την 26η Ιουνίου 2020 επιβεβαιώνει πως η εγχώρια παραστρατιωτική δύναμη του IRGC, η Basij ή Mobilization Force, είναι παρούσα σε όλο το Ιράν[3]. Τα μέλη της Basij είναι παρόντα σε πανεπιστήμια, σχολεία, κυβερνητικούς οργανισμούς και έχουν επίσημα «γραφεία» σε γειτονιές σε όλη τη χώρα. Η Basij διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στην καταστολή των διαδηλώσεων στους δρόμους. Αν και πολλά από τα μέλη της είναι νεαροί εθελοντές, είναι μια από τις κύριες οντότητες ασφαλείας της Ισλαμικής Δημοκρατίας και κατηγορείται ευρέως για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[4]
Σύμφωνα με την οργάνωση Counter Extremism Project[5] εντός του σώματος των φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης -IRGC υπάρχουν η πολιτοφυλακή Basij και η Force Quds (IRGC-QF). Η Basij, που σημαίνει «κινητοποίηση», είναι ένας παραστρατιωτικός οργανισμός που είναι επιφορτισμένος με τη διοχέτευση λαϊκής υποστήριξης προς το ιρανικό καθεστώς. H Basij είναι διάσημη για την στρατολόγηση εθελοντών, μεταξύ των οποίων εφήβων παιδιών. Σήμερα, η Basij έχει δύο αποστολές: την παροχή αμυντικής στρατιωτικής εκπαίδευσης για την προστασία του καθεστώτος από την ξένη εισβολή και την καταστολή της εγχώριας αντιμονοπωλιακής δραστηριότητας μέσω βίας και εκφοβισμού στο δρόμο.[6]
Ενόψει των ανωτέρω παρατεθεισών πηγών, δεν εμφαίνεται ότι ο αιτητής εντάσσεται σε αυτό το προφίλ ατόμου που θα στοχοποιείτον από τους basij, μιας και δεν είχε αναφέρει ότι συμμετείχε σε οποιαδήποτε πολιτική και ή άλλη διαδήλωση ή είχε οποιαδήποτε συμπεριφορά με τρόπο που προσέκρουε στον ισλαμικό κώδικα και για όλους αυτούς τους λόγους καταλήγω ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να υποστεί οποιαδήποτε δίωξη ή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα του εξαιτίας αυτού.
Πρόσθετα, όσον αφορά τον τελευταίο ισχυρισμό του σχετικά με τις απειλές που δέχθηκε από τα αδέλφια της πρώην πλέον συντρόφου, ο οποίος έγινε αποδεκτός από το παρόν Δικαστήριο, ως ο ίδιος ανάφερε, δεν μεσολάβησαν οι εν λόγω ενόσω βρισκόταν στην χώρα καταγωγής του, παρα μόνο δέχθηκε τις εν λόγω όταν ήρθε στην Κυπριακή Δημοκρατία - μιας και οι απειλές αφορούσαν το γεγονός ότι η αδελφή τους έφυγε από το Ιράν - ενώ επίσης ο ίδιος ως δήλωσε δεν είναι πλέον μαζί με την εν λόγω κοπέλα για να μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος σε περίπτωση επιστροφής του να υποστεί κακό από τα εν λόγω άτομα. Ο ισχυρισμός του σε ουδεμία περίπτωση μπορεί να ενταχθεί σε λόγο δίωξης για να υφίσταται εύλογη πιθανότητα να υποστεί οποιαδήποτε δίωξη ή βλάβη ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στο Ιράν.
Ενόψει των ως άνω, είναι κατάληξη μου ότι ο αιτητής δεν διατρέχει οποιοδήποτε κίνδυνο από τις αρχές τους Basij. Σε κάθε περίπτωση αυτό που έχει σημασία είναι το κατά πόσο θα μπορούσαν να θέσουν τον αιτητή στο στόχαστρο οι Basij, λόγω της συμπεριφοράς του, πράγμα που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.
Υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του αιτητή ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε κανένα απολύτως ισχυρισμό ο οποίος στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο, καθότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.
Συνακόλουθα ο αιτητής δεν επικαλέστηκε κανέναν ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό τη μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων, εξευτελιστικής ή απάνθρωπης μεταχείρισης ή τιμωρίας, για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α), (β) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Συνακόλουθα ο αιτητής δεν επικαλέστηκε κανέναν ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό τη μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων, εξευτελιστικής ή απάνθρωπης μεταχείρισης ή τιμωρίας, για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α), (β) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Περαιτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπουν, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί στην πόλη Τεχεράνη, η οποία έχει γίνει δεκτό ότι αποτελεί τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του.
Σύμφωνα με το διαδραστικό χάρτη του portal Rule of Law in Armed Conflict (RULAC), πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα[7] το Ιράν δε βρίσκεται σε κατάσταση διεθνούς ή μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης.[8]
Σύμφωνα επιπλέον με άρθρο δημοσιευθέν στην ιστοσελίδα ACLED τον Απρίλιο του 2023, «οι διαδηλώσεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε όλη την επικράτεια σε μεγάλο βαθμό έχουν εξασθενίσει το 2023, και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι το καθεστώς του Ιράν αντιμετωπίζει άμεση απειλή κατάρρευσης. Ο τελευταίος γύρος διαδηλώσεων δεν εξελίχθηκε σε ένα οργανωμένο κίνημα, ενώ εξέλιπε ο συντονισμός, η ηγεσία και η στρατηγική. Ενώ το κίνημα απολάμβανε υποστήριξης από την ευρύτερη κοινωνία, ο αριθμός των διαδηλωτών παρέμεινε μικρός. [..]»[9]
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Human Rights Watch για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Ιράν, η οποία καλύπτει το έτος 2023, αναφέρεται πως «οι ιρανικές αρχές κατέστειλαν βάναυσα τις διαμαρτυρίες με το πρόταγμα «γυναίκα, ζωή, και ελευθερία» που πυροδοτήθηκαν μετά τον θάνατο της Mahsa Jina Amini, μιας Ιρανοκούρδισας από την αστυνομία τον Σεπτέμβριο του 2022, σκοτώνοντας εκατοντάδες και συλλαμβάνοντας χιλιάδες διαδηλωτές. Οι ιρανικές αρχές περιόρισαν αυστηρά τις ελευθερίες του συνέρχεσθαι και της έκφρασης, συλλαμβάνοντας εκατοντάδες ακτιβιστές, δικηγόρους, δημοσιογράφους, φοιτητές και καλλιτέχνες. Δεκάδες ακτιβιστές, συμπεριλαμβανομένων υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μελών εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων και αντιφρονούντων, παραμένουν στη φυλακή με αόριστες κατηγορίες περί κινδύνου για την εθνική ασφάλεια ή εκτίουν ποινές μετά από κατάφωρα άδικες δίκες ενώ η ατιμωρησία των δυνάμεων ασφαλείας για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων παραμένει σε αυξημένα επίπεδα»[10].
Περαιτέρω, ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας ειδικότερα για την περιφέρεια Tehran του Ιράν, όπου βρίσκεται γεωγραφικά η περιοχή προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή στην χώρα καταγωγής του (ήτοι η πόλη Tehran), παρατίθενται σχετικά αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 01/06/2024 και 30/05/2025, στην εν λόγω περιφέρεια καταγράφηκαν στην πιο πάνω βάση δεδομένων συνολικά 516 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 6 απώλειες[11].
Πιο αναλυτικά, 505 εξ αυτών καταγράφηκαν ως διαμαρτυρίες (με καμία απώλεια), 8 ως εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (με 3 απώλειες) και 3 ως βία κατά αμάχων (με 3 απώλειες) ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά μαχών, ούτε εξεγέρσεων[12].
Σημειώνεται δε, ότι ο πληθυσμός της περιφέρειας Tehran του Ιράν καταγράφεται στους 14,437,000 κατοίκους, σύμφωνα με την τελευταία επίσημη εκτίμηση για το 2023[13].
Δεδομένου ότι ο πληθυσμός της Τεχεράνης ανέρχεται περί τoυς 14,437,000 κατοίκους, καθίσταται σαφές ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός περιστατικών ασφαλείας δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση αδιάκριτης βίας.
Κατά συνέπεια, η Τεχεράνη, τόπος καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή, δεν φαίνεται να πλήττεται από συγκρούσεις και περιστατικά βίας οι οποίες πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε νομολογιακά στις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité του ΔΕΕ[14]. Πέραν τούτου, λαμβάνοντας υπόψιν και το προσωπικό προφίλ του αιτητή, διαπιστώνω ότι απουσιάζουν ιδιαίτερες επιβαρυντικές περιστάσεις, δεδομένου ότι ο αιτητής συνιστά ενήλικα, υγιή, με εργασιακή εμπειρία και με υποστηρικτικό/οικογενειακό δίκτυο στο Ιράν. Συμπερασματικά, δεν κρίνω ότι ανακύπτουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο αιτητής θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην Τεχεράνη.
Έχοντας εξετάσει τα ανωτέρω, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε ότι ο Αιτητής δε εμπίπτει στις πρόνοιες του νόμου αναφορικά με την χορήγηση επικουρικής προστασίας.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως, καταλήγω ότι ορθώς κρίθηκε επί της ουσίας ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο προσφυγικό καθεστώς αλλά ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] AEI, Pivot to offense, how Iran is adapting for modern conflict and warfare, 1 June 2023, https://www.aei.org/wp-content/uploads/2023/05/Pivot-to-Offense-How-Iran-Is-Adapting-for-Modern-Conflict-and-Warfare.pdf σελ5
[2] AEI, Pivot to offense, how Iran is adapting for modern conflict and warfare, 1 June 2023, https://www.aei.org/wp-content/uploads/2023/05/Pivot-to-Offense-How-Iran-Is-Adapting-for-Modern-Conflict-and-Warfare.pdf σελ.5
[3] MRG – Minority Rights Group International: In the Name of Security; Human rights violations under Iran’s national security laws, 26 June 2020, σελ. 13 https://www.ecoi.net/en/file/local/2033174/In-the-Name-of-Security_Iran_EN_June20.pdf
[4] MRG – Minority Rights Group International: In the Name of Security; Human rights violations under Iran’s national security laws, 26 June 2020, σελ. 13 https://www.ecoi.net/en/file/local/2033174/In-the-Name-of-Security_Iran_EN_June20.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 18/03/2025)
[5] The Counter Extremism Project (CEP) is a nonprofit and non-partisan international policy organization working to combat the growing threat posed by extremist ideologies, available at: https://www.counterextremism.com/ (ημερομηνία πρόσβασης 18/03/2025)
[6] Counter Extremism Project, Islamic Revolutionary Guard Corps (IRGC), available at: https://www.counterextremism.com/threat/islamic-revolutionary-guard-corps-irgc (ημερομηνία πρόσβασης 18/03/2025)
[7] βλ. σχετικά Rule of Law in Armed Conflict (RULAC), διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/about (ημερομηνία πρόσβασης 18/03/2025)
[8] Βλ. σχετικά Rule of Law in Armed Conflict (RULAC), διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/map# (ημερομηνία πρόσβασης 18/03/2025)
[9] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), ‘Anti-Government Demonstrations in Iran A Long Term Challenge for the Islamic Republic’ (2023), υπό A Crisis Weathered?, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/2023/04/12/anti-government-demonstrations-in-iran-a-long-term-challenge-for-the-islamic-republic/ (ημερομηνία πρόσβασης 18/03/2025)
[10] HRW – Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Iran, 11 January 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2103132.html (ημερομηνία πρόσβασης 18/03/2025)
[11] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2023, https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ – 01/06/2024 - 30/05/2025, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ – Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests και ΠΕΡΙΟΧΗ – Middle East - Iran - Tehran) (ημερομηνία πρόσβασης 06/06/2025)
[12] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2023, https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ – 01/06/2024 - 30/05/2025, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ – Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests και ΠΕΡΙΟΧΗ – Middle East - Iran - Tehran) (ημερομηνία πρόσβασης 06/06/2025)
[13] βλ. https://www.citypopulation.de/en/iran/prov/admin/23__tehr%C4%81n/ (ημερομηνία πρόσβασης 06/06/2025)
[14] Βλ. Απόφαση ΔΕΕ C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides ημερ.30/01/2014 (βλ. σκέψη 31), όπως επίσης απόφαση ΔΕΕ C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali v Staatssecretaris van Justitie ημερ. 17/2/2009 (βλ. σκέψη 39, 43).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο