
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
17 Ιουνίου 2025
[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
L. N. M. από Καμερούν (ARC 581XXXXXX)
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Μαρία Μπαγιαζίδου (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια
Μάσσιμο Αμπελώμος (κος), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση
Η Αιτήτρια είναι παρούσα
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η Αιτήτρια αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 15/05/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 27/05/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος. Περαιτέρω αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται στην Αιτήτρια καθεστώς προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου (στο εξής Δ.Φ.) που βρίσκονται ενώπιόν μου, η Αιτήτρια είναι υπήκοος του Καμερούν και στις 18/04/2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνησης της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 14/05/2024 διεξήχθη συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 15/05/2024 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα της Αιτήτριας. Αυθημερόν, ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της. Στις 27/05/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στην Αιτήτρια. Στις 10/06/2024 η Αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η Αιτήτρια, δια της δικηγόρου της, προβάλει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με τη Γραπτή Αγόρευση. Κατά τη Γραπτή της Αγόρευση, η συνήγορος της Αιτήτριας ανέφερε ότι οι λόγοι ακύρωσης που προωθούνται, περιορίζονται στους ακόλουθους:
1) Η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη από αναρμόδιο πρόσωπο, χωρίς τη λήψη της απαιτούμενης εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών.
2) Η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη χωρίς να διεξαχθεί η δέουσα έρευνα και/ή δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι δεν τέθηκαν οι κατάλληλες ερωτήσεις στην Αιτήτρια, ότι λανθασμένα έχει κριθεί αναξιόπιστη και ότι δεν διενεργήθηκε αυστηρός και ανεξάρτητος έλεγχος από πλευράς των Καθ΄ ων η Αίτηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, που θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι τυχόν επιστροφή της στη χώρα της, θα έθετε τη ζωή της σε κίνδυνο. Επίσης, είναι η θέση της ότι ο αρμόδιος λειτουργός λανθασμένα δεν ρώτησε την Αιτήτρια εάν παρακολουθείτο από ειδικό ψυχικής υγείας, δεδομένου ότι υπήρχε ισχυρισμός εκ μέρους της, για τον βιασμό που υπέστη το 2018, πληροφορία η οποία σε συνάρτηση με την ημερομηνία γέννησης της, οδηγεί στη διαπίστωση ότι το δυσάρεστο γεγονός συνέβη ενόσω βρισκόταν ακόμη σε εφηβική ηλικία. Συνεπεία αυτού, υποστηρίζει ότι η Αιτήτρια έπρεπε να τύχει ιατρική και ψυχολογικής εξέτασης ως απαιτεί το άρθρο 15 του Περί Προσφύγων Νόμου. Επιπρόσθετα, είναι η θέση της ότι οι Καθ΄ ων η Αίτηση δεν προέβησαν σε ανεξάρτητη και εξατομικευμένη έρευνα όσον αφορά την αξιολόγηση κινδύνου, την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και την αξιολόγηση της δυνατότητας μετεγκατάστασής της.
3) Η πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση στερείται επαρκούς και/ή δέουσας αιτιολογίας και/ή είναι ελλιπής και/ή στηρίζεται σε εσφαλμένη αιτιολογία.
4) Τέλος, προβάλει ότι οι προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, ως αγγλόφωνη άμαχη, αποτελούν περιστάσεις οι οποίες επαυξάνουν την πιθανότητα για την Αιτήτρια να εκτεθεί σε κίνδυνο για σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητάς της ως αμάχη αποκλειστικά και μόνο από την παρουσία της στη χώρα της δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ).
Οι Καθ' ων η αίτηση μέσω της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου τους, υποβάλλουν ότι ορθώς η Αιτήτρια έχει κριθεί αναξιόπιστη ως προς τους ισχυρισμούς της καθώς στερούνται αληθοφάνειας και συνοχής και ενόψει του ότι η Αιτήτρια υπέπεσε σε αντιφάσεις που είναι τόσο έκδηλες, ώστε να μην επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων. Επιπρόσθετα, αναφέρουν ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει η Αιτήτρια μέσω της προσφυγής της δεν αναπτύσσονται επαρκώς στη Γραπτή της Αγόρευση σύμφωνα με τις επιταγές του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και για αυτόν τον λόγο δεν μπορούν να εξεταστούν. Επιπρόσθετα, οι Καθ΄ ων η Αίτηση ισχυρίζονται ότι η Αιτήτρια δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών της που θεμελιώνουν το αίτημά της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, καθώς δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να της αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να της χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Περαιτέρω, υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Κατά συνέπεια, εισηγούνται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, η ευπαίδευτη συνήγορος που εκπροσωπεί την Αιτήτρια ανέφερε ότι αποσύρει τον νομικό ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση και ότι κατά λοιπά προωθεί τους υπόλοιπους ισχυρισμούς που προβάλλονται στη Γραπτή Αγόρευσή της.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.
«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη κλπ. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας. Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση της δικηγόρου της Αιτήτριας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009 ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:
«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.».
Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).
Σύμφωνα με την Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671: «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»
«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56.».
Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.
Στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).
Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».
Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο της Αιτήτριας, αυτή είναι ενήλικας από το Καμερούν.
Κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησής της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε τα εξής (σε ελεύθερη μετάφραση: «Έφυγα από το Καμερούν λόγω της πολιτικής αστάθειας. Αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το σχολείο και να είμαι με τους γονείς μου, πηγαίνοντας στο χωράφι. Μια μέρα, ένοπλοι άντρες ήρθαν στο χωριό και πυροβόλησαν τον πατέρα μου, ενώ η μητέρα μου εξαφανίστηκε – ακόμα δεν γνωρίζουμε πού βρίσκεται. Αυτό συνέβη το 2018, και ένας από τους ένοπλους με βίασε, με αποτέλεσμα να μείνω έγκυος. Έχασα το παιδί μου κατά τον τοκετό. Δεν είχα τα μέσα να φύγω τότε, πάλευα να επιβιώσω και αναγκάστηκα να πουλήσω τη γη του πατέρα μου για να αποκτήσω λίγα χρήματα. Καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται, είμαι τραυματισμένη ψυχολογικά και δεν νιώθω ασφαλής, οπότε έπρεπε να φύγω. Ένας από τους θείους μου με βοήθησε να πουλήσω την περιουσία για να έχω αρκετά χρήματα ώστε να έρθω εδώ. Έψαξα την Κύπρο στο διαδίκτυο και αποφάσισα να έρθω. Ο θείος μου κανόνισε τα πάντα για το ταξίδι μου. Ταξίδεψα με άλλα άτομα που επίσης ερχόντουσαν στην Κύπρο και μου είπαν να έρθω σε αυτή την πλευρά γιατί θα ήμουν ασφαλής, οπότε τους ακολούθησα». (ερ. 1 δ.φ.).
Κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε είναι υπήκοος του Καμερούν και ανέφερε ότι η περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής ήταν η πόλη Buea, στη νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν. Περαιτέρω, ανέφερε ότι είναι άγαμη και ως προς το θρήσκευμα της δήλωσε ότι είναι καθολική χριστιανή. Αναφορικά με την υγεία της, όταν ρωτήθηκε από τη λειτουργό, ανέφερε ότι έχει πέτρες στα νεφρά. Παρόλα αυτά, παρακολουθείται από ιατρό, ο οποίος της συνταγογράφησε φάρμακα, τα οποία και λαμβάνει στο παρόν στάδιο. Αναφορικά με το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, ανέφερε ότι έχει φοιτήσει σε δύο σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αλλά δεν ολοκλήρωσε το λύκειο λόγω της κρίσης στο Καμερούν. Δήλωσε επίσης ότι μιλάει την αγγλική γλώσσα, λίγα γαλλικά και την μητρική της γλώσσα, Esu. Ακόμα, ισχυρίστηκε ότι δεν ανήκει σε κάποια εθνοτική ομάδα. Αναφορικά με την επαγγελματική της απασχόληση, ανέφερε ότι εργαζόταν στη χώρα της σε ένα ξενοδοχείο στη πόλη Buea για μερικούς μήνες και επίσης πωλούσε φρούτα σε μια αγορά. Τέλος, αναφορικά με την οικογένειά της η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο πατέρας της σκοτώθηκε το 2018 από αυτονομιστές μαχητές όταν επιτέθηκαν στο χωριό τους. Την ίδια μέρα, η μητέρα της εξαφανίστηκε και έκτοτε δεν έχει καμία πληροφορία για την τύχη της. Ανέφερε επίσης ότι είχε έναν αδερφό, ο οποίος είχε σκοτωθεί νωρίτερα από μαχητές των Ambazonians, αν και δεν θυμάται την ακριβή ημερομηνία. Δήλωσε πως έχει κάποιους συγγενείς στο Καμερούν, αλλά δεν γνωρίζει πού βρίσκονται αυτή τη στιγμή, ενώ διατηρεί επικοινωνία μόνο με λίγους φίλους που βρίσκονται ακόμα στη χώρα (ερ. 35-37 δ.φ.).
Αναφορικά με τους κατ’ ιδίαν λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης δήλωσε ότι έφυγε από το Καμερούν λόγω της εν εξελίξει πολιτικής κρίσης. Εξήγησε ότι ο πατέρας της σκοτώθηκε, η μητέρα της εξαφανίστηκε και η ίδια έπεσε θύμα βιασμού κατά τη διάρκεια της σύρραξης. Ως αποτέλεσμα του βιασμού ισχυρίζεται ότι έμεινε έγκυος, αλλά δυστυχώς έχασε το παιδί κατά τη διάρκεια του τοκετού. Δήλωσε ότι η κατάσταση ήταν αφόρητη, χωρίς ασφάλεια, σταθερότητα ή «αίσθηση ζωής», γεγονός που επηρέασε βαθιά την ψυχική της υγεία. Αισθανόμενη ότι «χάνει τα λογικά της», αποφάσισε να φύγει για να αναζητήσει ασφάλεια αλλού. Πρόσθεσε ότι η μόνη χαρά που είχε ήταν το μωρό της, το οποίο όμως δεν τα κατάφερε και κατέληξε. Η Αιτήτρια δήλωσε ξεκάθαρα ότι δεν θέλει να επιστρέψει στο Καμερούν και επιβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος για την αναχώρησή της εκτός από αυτούς που ήδη ανέφερε (ερ. 34 δ.φ.).
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, δόθηκε η ευκαιρία στην Αιτήτρια μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα βιοτικά γεγονότα της αφήγησής της.
Η Αιτήτρια επανέλαβε ότι εγκατέλειψε το Καμερούν λόγω της πολιτικής κρίσης που ξεκίνησε το 2016. Στην αρχή, η περιοχή όπου διέμενε δεν επηρεάστηκε, αλλά με την πάροδο του χρόνου η κρίση εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα. Εξήγησε ότι κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης από τους μαχητές Ambazonians στο χωριό της, ο πατέρας της πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε. Την ίδια ημέρα, η μητέρα της εξαφανίστηκε και έκτοτε δεν έχει εντοπιστεί. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι κανείς στο χωριό δεν γνώριζε τι συνέβη στη μητέρα της. Ανέφερε ότι στη συνέχεια έπεσε θύμα επίθεσης και βιασμού από έναν ένοπλο άντρα, γεγονός που οδήγησε σε εγκυμοσύνη. Δήλωσε πως δεν θυμάται την ακριβή ημερομηνία του περιστατικού, καθώς ήταν μια εξαιρετικά τραυματική εμπειρία που δεν θέλει να θυμάται. Μετά την επίθεση, κατέφυγε στο σπίτι ενός φίλου του πατέρα της, σε ένα κοντινό χωριό που ονομάζεται Wum, όπου και έμεινε μέχρι να γεννήσει. Δυστυχώς, το παιδί δεν επέζησε κατά την διάρκεια του τοκετού. Δήλωσε πως αυτή η απώλεια, σε συνδυασμό με την τραυματική εμπειρία και την εξαφάνιση της μητέρας της, την οδήγησαν σε βαθιά κατάθλιψη και αισθανόταν ότι δεν είχε ζωή. Πρόσθεσε ότι, παρόλο που όλα αυτά τα χρόνια συνέχισαν να αναζητούν τη μητέρα της, δεν κατάφεραν να τη βρουν. ερωτηθείσα αν ζήτησε βοήθεια από την αστυνομία δεν απάντησε και χαρακτήρισε μόνο την αστυνομία, «αδιάφορη και αναξιόπιστη». Διευκρίνισε επίσης ότι ένας φίλος του πατέρα της πούλησε τη γη του πατέρα της για να συγκεντρώσει τα απαραίτητα χρήματα και την βοήθησε ώστε να μπορέσει να φύγει από τη χώρα. Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν μετεγκαταστάθηκε σε άλλη περιοχή του Καμερούν, η Αιτήτρια απάντησε ότι δεν το σκέφτηκε, καθώς ήθελε να φύγει εντελώς από τη χώρα εξαιτίας όλων όσων είχε περάσει. Θεωρεί ότι οι αρχές της χώρας της θα της επέτρεπαν να επιστρέψει, αλλά υποστήριξε πως δεν παρέχουν καμία προστασία (ερ. 33-30 δ.φ).
Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης της Αιτήτριας και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε την Έκθεση-Εισήγησή της επί τη βάση των εξής δύο (2) ουσιωδών ισχυρισμών:
(1) Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ της Αιτήτριας
(2) Η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω της ανασφαλούς και εμπόλεμης κατάστασης που επικρατεί στην χώρα από τους αυτονομιστές μαχητές.
Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε αποδεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ της Αιτήτριας, όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία της Αιτήτριας εξακριβώθηκαν από το διαβατήριο της, το οποίο προσκόμισε και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό, είναι θέση των Καθ’ ων ότι η εσωτερική αξιοπιστίας της Αιτήτριας δεν δύναται να θεμελιωθεί, καθώς καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης παρατηρήθηκαν ανακολουθίες, έλλειψη επαρκών και συγκεκριμένων πληροφοριών, καθώς και αντιφάσεις μεταξύ των ισχυρισμών της και προηγούμενων δηλώσεών της. Πιο αναλυτικά, η Αιτήτρια ανέφερε γενικά ότι εγκατέλειψε το Καμερούν λόγω της πολιτικής κρίσης και της απώλειας των γονιών της, χωρίς όμως να είναι σε θέση να παράσχει βασικές λεπτομέρειες για τα καθοριστικά γεγονότα του αιτήματός της, όπως πότε ή υπό ποιες ακριβείς συνθήκες σκοτώθηκε ο πατέρας της ή εξαφανίστηκε η μητέρα της. Επίσης, δεν περιέγραψε το τι ακριβώς συνέβη την ημέρα της επίθεσης των αυτονομιστών μαχητών και παρέμεινε αόριστη, λέγοντας μόνο ότι "πυροβολούσαν αδιάκριτα". Αναφορικά δε με τον ισχυριζόμενο βιασμό και την εγκυμοσύνη που ακολούθησε, η Αιτήτρια υπέπεσε σε χρονικές ασυνέπειες και αδυναμία παροχής πληροφοριών. Δεν μπόρεσε να θυμηθεί την ημερομηνία του περιστατικού, ούτε να εξηγήσει πώς διέφυγε από την επίθεση. Στη συνέντευξη ανέφερε ότι την βίασε ένας άνδρας ενώ ήταν πολλοί παρόντες, ωστόσο στο Έντυπο Ευαλωτότητας είχε δώσει διαφορετική εκδοχή, κάτι που της επισημάνθηκε από τον Λειτουργό, χωρίς να δώσει επαρκή εξήγηση. Επιπλέον, υπάρχουν αντιφάσεις ως προς το ποιος χρηματοδότησε το ταξίδι της. Αρχικά ισχυρίστηκε ότι πούλησε τη γη του πατέρα της, ενώ στη συνέντευξη είπε ότι ο φίλος του πατέρα της ήταν αυτός που πούλησε τη γη και τη βοήθησε. Όσον αφορά την απώλεια της μητέρας της, ενώ αρχικά δήλωσε ότι άρχισε να την ψάχνει μετά τον θάνατο του παιδιού της, όταν της επισημάνθηκε η χρονική ασυνέπεια απάντησε ότι την έψαχναν συνεχώς επί δύο χρόνια, χωρίς να δώσει επαρκή τεκμηρίωση. Τέλος, η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν επιδίωξε να μετεγκατασταθεί εντός του Καμερούν, όχι επειδή ήταν αδύνατον, αλλά επειδή δεν το επιθυμούσε, κάτι που δεν ενισχύει το επιχείρημα ότι δεν υπήρχε εναλλακτική εσωτερικής προστασίας. Συμπερασματικά, είναι θέση των Καθ’ ων ότι η μαρτυρία της Αιτήτριας χαρακτηρίζεται από ασάφειες, ανακρίβειες και αντιφάσεις που υπονομεύουν την εσωτερική αξιοπιστία της.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία οι Καθ’ ων ανέτρεξαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προβαίνοντας σε μια εκτεταμένη παράθεση πληροφοριών που επιβεβαιώνουν την πολιτική κρίση στο Καμερούν και τις βιαιοπραγίες -συμπεριλαμβανομένης της έμφυλης βίας- εκ μέρους των μαχητών. Ωστόσο, εμμένοντας στην θέση τους ότι η εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας δεν θεμελιώθηκε, απέρριψαν τον ισχυρισμό στο σύνολό του.
Εν συνεχεία ο Λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στην πόλη Buea της Νοτιοδυτικής Επαρχίας του Καμερούν, δεδομένου ότι έμενε εκεί επί σειρά ετών. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά και αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα όσο και στον τελευταίο τόπο διαμονής, o Λειτουργός διαπίστωσε ότι υπάρχουν εύλογοι/ βάσιμοι λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι υπάρχει περίπτωση, εάν η Αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της κατάστασης ανασφάλειας η οποία επικρατεί στην Νοτιοδυτική Επαρχία του Καμερούν.
Ο αρμόδιος λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο η Αιτήτρια δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στο Καμερούν δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β). Αντιθέτως, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στο Νοτιοδυτικό Καμερούν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας της λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η Νοτιοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν, βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Ωστόσο σχετικά με τις πρόνοιες του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95 και του άρθρου 19 (2)(γ), ο αρμόδιος λειτουργός εξέτασε τα επιμέρους στοιχεία του άρθρου, ήτοι (i) κατά πόσο επικρατεί κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στην περιοχή, (ii) κατά πόσο ασκείται αδιάκριτη βία στην περιοχή και (iii) κατά πόσο υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Κατόπιν εξέτασης των ως άνω, με βάση τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι (i) η εν λόγω περιοχή βρίσκεται υπό κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, (ii) ότι επικρατούν συνθήκες οι οποίες ευνοούν περιστατικά πράξεων αδιακρίτως ασκούμενης βίας, και (iii) ότι από τις ιδιαίτερες καταστάσεις της Αιτήτριας, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας της και μόνο στην περιοχή στην οποία αναμένεται να επιστρέψει.
Αξιολογώντας ειδικότερα το προφίλ της οι Καθ΄ ων διαπιστώνουν ότι πρόκειται για για άμαχη πολίτη, η οποία αναμένεται να επιστρέψει στο Νοτιοδυτικό Καμερούν. Είναι άτομο ενήλικο, υγιές, έχει λάβει εκπαίδευση μέχρι και το λύκειο, ομιλεί αγγλικά, λίγα γαλλικά και τη διάλεκτο της Esu, και εργαζόταν στη χώρα της. Συνεπώς, δεν προκύπτουν στοιχεία πως σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια θα κινδυνεύσει με απώλεια της ζωής της ή η σωματική της ακεραιότητας, λόγω της παρουσίας της εκεί και μόνο. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, κρίθηκε πως δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Ως εκ τούτου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Έπειτα από ενδελεχή εξέταση του διοικητικού φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, δέον να αναφερθούν τα ακόλουθα:
Καταρχάς, κρίνω ως ορθή την αποδοχή από τους Καθ' ων η αίτηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ο οποίος αφορά την ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας.
Ομοίως βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των λοιπών υπό εξέταση ισχυρισμών, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και οι υπό εξέταση ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι. Περαιτέρω πέραν από τις αντιφάσεις που σημειώθηκαν διαπιστώνω ότι αφήγηση της ήταν γενική και δεν παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά βιωματικής αφήγησης των γεγονότων που ισχυρίστηκε ότι συνέβησαν.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, η Αιτήτρια δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος της ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, αλλά ούτε κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.
Εν πάση περιπτώσει κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό της Αιτήτριας και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.
Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358). Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι η συνοχή μεταξύ των δηλώσεων του Αιτητή συνιστά δείκτη της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του[1]. Όταν ο Αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (βλ. υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08 Obaidul Haque v. Δημοκρατίας).
Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".
Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της για διεθνή προστασία.
Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς η Αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).
Για τους ίδιους δε λόγους, κρίνω ότι ορθά κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2)(β) του Νόμου για να παρασχεθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.
Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο της Αιτήτριας υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:
Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).
Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης παρατηρείται ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη με την Boko Haram στο Βορρά (περιοχή Far North)∙[2] ενώ στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές (Northwest και Southwest ) αναφέρεται ότι αριθμός αγγλόφωνων αποσχιστικών ομάδων μάχεται έναντι της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών. Ωστόσο, η βία δεν ισοδυναμεί με μη διεθνή ένοπλή σύρραξη.[3]
Στις περιοχές Βορειοδυτικού και Νοτιοδυτικού Καμερούν, γνωστές και ως Αγγλόφωνες περιοχές[4], οι συγκρούσεις μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των αποσχιστών συνεχίζονται από το 2017, όταν οι αποσχιστές επιχείρησαν να ιδρύσουν ένα ανεξάρτητο κράτος[5]. Το Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED) ανέφερε ότι το 2023, οι εσωτερικές διαφωνίες μεταξύ των ηγετών των αποσχιστών χώρισαν τις αυτοανακηρυχθείσες αγγλόφωνες κυβερνήσεις σε περισσότερες από 50 αποσχιστικές ομάδες, αποδυναμώνοντας τις πολιτικές τους απαιτήσεις και την ικανότητά τους να αντισταθούν στις κυβερνητικές επιθέσεις[6]. Το ACLED περαιτέρω έδειξε ότι η συνεχιζόμενη σύγκρουση και οι ανταγωνιστικές εδαφικές διεκδικήσεις μεταξύ αυτονομιστικών ομάδων και της κεντρικής κυβέρνησης έχουν μετατρέψει τις αγγλόφωνες περιοχές σε ένα κατακερματισμένο σύστημα φορολογίας, ασφάλειας και δημόσιων υπηρεσιών, τις οποίες διαχειρίζονται διάφοροι ασυντόνιστοι παράγοντες, μεταξύ των οποίων αυτονομιστές, η κυβέρνηση, ιδιωτικές εταιρείες και ανθρωπιστικές οργανώσεις[7].
Τον Ιανουάριο του 2024, το UNOCHA ανέφερε ότι οι πληθυσμοί στις περιοχές Βορειοδυτικού και Νοτιοδυτικού Καμερούν παρέμεινε ασταθής καθ' όλη τη διάρκεια του 2024[8], με αύξηση της εγκληματικότητας, επιδρομές από NSAGs (Μη Κρατικές Ένοπλες Ομάδες) σε αστικά κέντρα, επιθέσεις στις δυνάμεις ασφαλείας του κράτους, απειλές κατά των πολιτών και χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών συσκευών (IEDs) από τις NSAGs[9].
Στην επικαιροποιημένη της έκθεση που καλύπτει την περίοδο Ιουλίου - Σεπτεμβρίου 2024, η Global Protection Cluster ανέφερε αύξηση των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων τον Ιούλιο του 2024, με τις SSF (Δυνάμεις Ασφάλειας του Κράτους) να εκτελούν «επιχειρήσεις αποκλεισμού και έρευνας» που οδήγησαν σε επτά περιστατικά αυθαίρετων συλλήψεων, με 303 θύματα, ενώ οι NSAGs εγκαθίδρυσαν περισσότερα παράνομα σημεία ελέγχου για εκβιασμό χρημάτων και απαγωγή πολιτών για λύτρα[10]. Οι πιο συχνές παραβιάσεις που καταγράφηκαν ήταν αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις, σωματικές επιθέσεις ή κακοποίηση και δολοφονίες[11].[12].
Το Δανέζικο Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (DRC) διεξήγαγε μηνιαίες δραστηριότητες παρακολούθησης προστασίας στη νοτιοδυτική περιοχή μεταξύ Ιανουαρίου 2024 και Ιουνίου 2024 σε οκτώ κοινότητες των διαμερισμάτων Fako, Kupe Muanenguba και Meme[13]. Σύμφωνα με πηγές που συμβουλεύτηκε το DRC, μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου 2024, οι βασικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αναφέρθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό περιλάμβαναν αυθαίρετες συλλήψεις και παράνομες κρατήσεις, βασανιστήρια και απάνθρωπη μεταχείριση, κλοπές, οικονομικές απαγωγές, trafficking, και έμφυλη βία (GBV)[14].[15].
Για την πληρότητα της έρευνας θα παρατεθούν τα πλέον πρόσφατα ποσοτικά δεδομένα για την ένταση της ένοπλης σύρραξης. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά την χρονική περίοδο 25/05/2024 – 23/05/2025 στην συγκεκριμένη περιοχή καταγράφηκαν 545 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 548 ανθρώπινες απώλειες. Τα 545 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 310 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 111 ανθρώπινες απώλειες, 14 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 2 ανθρώπινες απώλειες, 193 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 417 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, 16 εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (explosions/remote violence) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 18 ανθρώπινες απώλειες, και 12 διαμαρτυρίες (protests) χωρίς ανθρώπινες απώλειες.[16] Σημειώνεται, ότι ο πληθυσμός της Νοτιοδυτικής περιφέρειας (Southwest region) ανέρχεται στα 1, 534,232 (2015).[17]
Εκ των ανωτέρω πληροφοριών που παρατέθηκαν, διαπιστώνεται ότι παρά την ύπαρξη σοβαρών περιστατικών ασφαλείας στην ευρύτερη Νοτιοδυτική Περιφέρεια (Southwest Region) του Καμερούν στην οποία εμπίπτει η περιοχή καταγωγής της Αιτήτριας, ο αριθμός των επεισοδίων αυτών και ο βαθμός αδιάκριτης βίας κατά των αμάχων δεν φτάνει το βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία της Αιτήτριας στην περιοχή καταγωγής της, την εκθέτει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης, κατά την έννοια της διάταξης του Άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, με συνέπεια να απαιτούνται ορισμένα προσωπικά χαρακτηριστικά που θα αύξαναν το ρίσκο του αμάχου συγκριτικά με τον μέσο πληθυσμό της περιοχής.
Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν έχει κάποιο προσωπικό χαρακτηριστικό που να αυξάνει το ρίσκο της. Πρόκειται για γυναίκα νεαρής ηλικίας, υγιή, αρκούντως πεπαιδευμένη, πλήρως ικανή προς εργασία, με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα της το φίλο του πατέρα της , η οποία έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην περιοχή καταγωγής της, γνωρίζοντας τις συνθήκες που επικρατούν και το κυριότερο είναι σε θέση να αντιληφθεί την επέλευση του κινδύνου και να προφυλαχθεί δεόντως. Συνεπώς, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι με την επιστροφή της στην περιοχή καταγωγής του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη και ως εκ τούτου δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στο άρθρο 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό της συνηγόρου της Αιτήτριας περί παραβίασής του αρ 15 του περί προσφύγων Νόμου ο οποίος ωστόσο δεν είναι ορθά κακογραφημένος κρίνω πως δεν ευσταθεί και απορρίπτεται . Η Αιτήτρια πάρα το ότι δήλωσε ότι δεν αισθανόταν ψυχολογικά καλά κατά την περίοδο διαμονής της στη χώρα καταγωγής της, κατά την αξιολόγηση και καταγραφή των ευρημάτων όπως αυτά περιγράφεται στο έντυπο ευαλωτότητας δεν προκύπτει η αναγκαιότητα παραπομπής της Αιτήτριας σε ψυχολόγο.
Περαιτέρω κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της δεν δήλωσε ότι είχε οποιοδήποτε πρόβλημα ψυχικής υγείας. Απεναντίας σε σαφή ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού απάντησε πως το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι οι πέτρες στο νεφρό της και παρακολουθείται από γιατρό .
Επί τούτου σημειώνω ότι από το λεκτικό της παραγράφου 1 του Άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου λειτουργού ο οποίος εξετάζει την κάθε περίπτωση να παραπέμψει τον Αιτητή σε ιατρική ή ψυχολογική εξέταση. Το Άρθρο 15(1) προνοεί ως ακολούθως (η έμφαση του Δικαστηρίου):
«15.-(1) Όταν ο αρμόδιος λειτουργός κρίνει σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) και το εδάφιο (3) του άρθρου 16 και τα εδάφια (3) έως (5) του άρθρου 18, και με την επιφύλαξη της συγκατάθεσης του αιτητή, παραπέμπει τον αιτητή για εξέταση σε ιατρό ή/και ψυχολόγο, όσον αφορά-
(α) Ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν και
(β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας.»
Συνεπώς, από το λεκτικό της παραγράφου 1 του Άρθρου 15 προκύπτει ότι τα εδάφια (α) και (β) αυτής συνιστούν σωρευτικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται ώστε να κληθεί ο αρμόδιος λειτουργός να εξετάσει κατά πόσο θα παραπέμψει τον αιτητή για εξέταση σε ιατρό ή/και ψυχολόγο. Έχω μελετήσει με προσοχή τα πρακτικά της συνέντευξης της Αιτήτριας και δεν έχω εντοπίσει οιαδήποτε ένδειξη που ενδεχομένως να υποδηλώνει δίωξη ή σοβαρή βλάβη που υπέστη η Αιτήτρια, ούτε φαίνεται να υπάρχουν οιαδήποτε συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αρμόδιος λειτουργός δεν έκρινε ότι η Αιτήτρια έχρηζε ψυχολογικών εξετάσεων, αφού η Αιτήτρια κρίθηκε ως αναξιόπιστη. Από τα λεγόμενα της Αιτήτριας δεν προκύπτει ότι υπήρχε πιθανότητα η Αιτήτρια να ήταν θύμα βίας για να κριθεί ότι έπρεπε να παραπεμφθεί σε ψυχολόγο.
Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Συνεπώς, η προσφυγή απορρίπτεται με 1500 € έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.
Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EASO, 'Practical Guide: Evidence Assessment, 2015, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 30/04/2025).
[2] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, Τελευταία Ενημέρωση: 21/01/2021 https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon [Ημερομηνία Πρόσβασης: 03/06/2025].
[3] Ibid.
[4] International Crisis Group, A Second Look at Cameroon’s Anglophone Special Status, 31 March 2023, https://www.crisisgroup.org/africa/central-africa/cameroon/b188-second-look-cameroons-anglophone-special-status (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[5] GCR2P, Cameroon – Population at risk, 1 December 2024, https://www.globalr2p.org/countries/cameroon/; ACLED, Non-State Armed Groups and Illicit Economies, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, p. 10 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[6] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, pp. 3, 13 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[7] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, p. 3 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[8] GCR2P, Cameroon – Population at risk, 1 December 2024, https://www.globalr2p.org/countries/cameroon/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 8.3.2025).
[9] GPC, Protection Monitoring Update; July - September 2024, 30 October 2024, https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pm_quarterly_update_jul-sept.pdf, p. 1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[10] GPC, Protection Monitoring Update; July - September 2024, 30 October 2024, https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pm_quarterly_update_jul-sept.pdf, p. 3 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[11] GPC, Protection Monitoring Update; July - September 2024, 30 October 2024, https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pm_quarterly_update_jul-sept.pdf, p. 4 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[12] GPC, Protection Monitoring Update; July - September 2024, 30 October 2024, https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pm_quarterly_update_jul-sept.pdf, p. 4 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[13] DRC, 2024 Protection Monitoring Quarterly Report in Southwest Cameroon - Q1, 13 December 2024, https://reliefweb.int/attachments/14eff56a-24a7-4da9-a1a9-dca02f2b864e/DRC_Quarterly%20Protection%20Report%202024_Q1_Southwest%20Cameroon.pdf, p. 5; DRC, 2024 Protection Monitoring Quarterly Report in Southwest Cameroon - Q2, 13 December 2024, https://reliefweb.int/attachments/1bbbb7ba-42c9-4016-90b3-3a8ea2dff679/DRC_Quarterly%20Protection%20Report%202024_Q2_Southwest%20Cameroon.pdf, p. 5 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[14] DRC, 2024 Protection Monitoring Quarterly Report in Southwest Cameroon - Q1, 13 December 2024, https://reliefweb.int/attachments/1bbbb7ba-42c9-4016-90b3-3a8ea2dff679/DRC_Quarterly%20Protection%20Report%202024_Q2_Southwest%20Cameroon.pdf, p. 13 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[15] DRC, 2024 Protection Monitoring Quarterly Report in Southwest Cameroon - Q2, 13 December 2024, https://reliefweb.int/attachments/1bbbb7ba-42c9-4016-90b3-3a8ea2dff679/DRC_Quarterly%20Protection%20Report%202024_Q2_Southwest%20Cameroon.pdf, p. 11 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[16] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 25/05/2024 - 23/05/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN UNIT: Sud-Ouest) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 03/06/2025].
[17] National Institute of Statistics, South West Regional Agency, Statistical Yearbook of South West Region, 2023 Edition, σελ. 22 https://ins-cameroun.cm/wp-content/uploads/2024/07/Annuaire-statistique-regional_SW-edit_2023_02.07.24_Revu.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 20/05/2025].
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο