
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.2127/23
16 Ιουνίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
C. M., ασυνόδευτου ανήλικου από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό,
δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κος Γ. Ουστάς, δικηγόρος για τον αιτητή
Κα Α. Δημητριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται απόφαση Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημ.06/06/23, που επιδόθηκε δια χειρός αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η επίδικη αίτησή διεθνούς προστασίας, είναι άκυρη, παράνομη και στερούμενη νομικού αποτελέσματος και «να αναγνωρίσει τον αιτητή ως πρόσφυγα» (Αιτητικό Α) ή διαζευκτικά, «να αναγνωρίσει τον αιτητή ως δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας» (Αιτητικό Β) και απόφαση του Δικαστηρίου ότι «ο αιτητής δικαιούται προστασίας από επαναπροώθηση δυνάμει των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ» (Αιτητικό Γ).
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από τον Διοικητικό Φάκελο που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από Λ. Δ. του Κονγκό, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 28/09/22 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 26/04/23 (ερ.1-3, 39).
Στις 16/05/23 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου όπου δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.29-39). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση (ερ.71-81) και στις 22/05/23 η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να μην παραχωρήσει στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία επιδόθηκε διά χειρός στις 06/06/23 και του μεταφράστηκε σε γλώσσα την οποία κατανοεί (ερ.83).
Προτού προχωρήσω προέχει η εξέταση του ισχυρισμού ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε αναρμοδίως, ισχυρισμός ο οποίος ηγέρθη δια της απαντητικής αγόρευσης του αιτητή, με δεδομένο ότι, ως ζήτημα που άπτεται της δημοσίας τάξεως, μπορεί να εγερθεί σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και κατ’ έφεση, και μπορεί βεβαίως να εξεταστεί και από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και κατά προτεραιότητα. Στη Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, Ολομέλεια, λέχθηκε ότι το Δικαστήριο «εξετάζει αυτεπαγγέλτως μόνο ζητήματα που ανάγονται στη δημόσια τάξη. Ως τέτοια ζητήματα η Κυπριακή νομολογία έχει μέχρι τώρα αναγνωρίσει εκείνα που αφορούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και επομένως το παραδεκτό της προσφυγής - το εμπρόθεσμο, την εκτελεστότητα, και το έννομο συμφέρον - όπως επίσης και την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση: βλ. ενδεικτικά τη Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255. Δεν έχει πάντως αποκλειστεί η επέκταση: βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.»
Ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας που εγείρεται δια της απαντητικής αγόρευσης του αιτητή αφορά το ότι - ως εισηγείται - η επίδικη απόφαση (ερ.81) λήφθηκε από άτομο το οποίο ενεργούσε στα πλαίσια εξουσιοδότησης (βλ. ερ.82), δια της οποίας εξουσιοδοτείται να λαμβάνει «αποφάσεις επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου». Συνεπώς αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση, ήτοι το κατά πόσον αυτός, λαμβάνοντας την απόφαση, ενήργησε εντός των πλαισίων της εξουσιοδότησης του, εξαρτάται, ως εξηγεί ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, από το καθεστώς εργοδότησης του λειτουργού που υπέβαλε την επίδικη έκθεση, εν προκειμένω του λειτουργού CAS62 (ερ.71, 80). Εφόσον λοιπόν στην παρούσα δεν προκύπτει εκ των στοιχείων του φακέλου το καθεστώς εργοδότησης του λειτουργού CAS62, που ετοίμασε την επίδικη έκθεση, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι τρωτή γι’ αυτό τον λόγο, ως εισηγείται σχετικώς ο αιτητής.
Επί των ως άνω ουδέν ανέφεραν οι καθ’ ων η αίτηση κατά τις Διευκρινήσεις.
Λεχθέντων των ως άνω παρατηρώ εν προκειμένω τα εξής.
Κατ’ αρχήν και προτού προχωρήσω στην εξέταση του σχετικού ισχυρισμού προέχει να προσδιοριστεί που εντοπίζεται το πρακτικό της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ώστε να εξεταστεί αν τούτη λήφθηκε αρμοδίως. Από το περιεχόμενο του φακέλου είναι θεωρώ σαφές ότι το πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχεται στο ερ.81, όπου, ως καταγράφεται, ο λειτουργός αποφασίζει την απόρριψη της επίδικης αίτησης «[κ]ατόπιν εξέτασης της Έκθεσης-Εισήγησης […]». Ο λειτουργός που υπογράφει το ερ.81, ενεργεί στα πλαίσια εξουσιοδότησης ημ.09/06/22 (ερ.82), η οποία υπογράφεται από τον (τότε) Υπουργό Εσωτερικών [βλ. αρ.2 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) και αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962)] και καθορίζει ρητά τα όρια της εξουσιοδότησης προς τους αναφερόμενους εκεί λειτουργούς, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο λαμβάνων την επίδικη εν προκειμένω απόφαση.
Η εν λόγω εξουσιοδότηση (ερ.82) ρητά καθορίζει ότι η παρεχόμενη στον λαμβάνοντα την επίδικη εδώ απόφαση λειτουργό εξουσία λήψης απόφασης αφορά τη λήψη αποφάσεων «επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου». Η εν λόγω αναφορά συνιστά αναμφισβήτητα απαρέγκλιτο όρο της ισχύος και εμβέλειας της εν λόγω εξουσιοδότησης, αφού η εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις ως η εδώ επίδικη δίδεται μόνο επί αποφάσεων «επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου». Συνεπώς η αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την απόφαση λειτουργού, ήτοι το κατά πόσον αυτός, λαμβάνοντας την επίδικη απόφαση (ερ.81), ενήργησε εντός των πλαισίων της εξουσιοδότησης που έλαβε από τον Υπουργό (ερ.82), εξαρτάται από το καθεστώς εργοδότησης του λειτουργού που υπέβαλε την έκθεση επί της οποίας στηρίχθηκε η απόφαση, εν προκειμένω λειτουργού CAS62 (ερ.71). Αυτή είναι η ρητώς εδώ εκπεφρασμένη βούληση του εξουσιοδοτούντος Υπουργού.
Σημειώνω εδώ ότι, δεδομένου του ότι το συγκεκριμένο επίδικο ζήτημα σχετικά με την αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την απόφαση οργάνου σε συνάρτηση με την αναφορά στη σχετική εξουσιοδότηση (ερ.82) σε αποφάσεις που εκδίδονται «επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου» έχει ήδη απασχολήσει πολλές φορές προσφάτως το Δικαστήριο, με έχει προβληματίσει το κατά πόσο θα μπορούσε να αντληθεί δικαστική γνώση επί τούτου από την πλειάδα άλλων υποθέσεων στις οποίες κατέστη επίδικο τέτοιο ζήτημα. Σχετικά μ’ αυτό, στη Νεοκλέους ν. Γενικού Εισαγγελέα (1993) 1 Α.Α.Δ. 352, ημ.31/05/93, αναφέρθηκε ότι «[η] γνώση που κτάται από το δικαστήριο κατά την εκδίκαση υποθέσεων παρόμοιων ή και διαφορετικών από την υπό εκδίκαση υπόθεση δεν εξομοιώνεται με δικαστική γνώση. Δικαστική γνώση μπορεί να ληφθεί μόνο για γεγονότα τα οποία είναι πασίγνωστα σε βαθμό που να αποτελούν κοινή γνώση.» (βλ. και Δήμος Λευκωσίας ν. Άντη Λεοντιάδη και Άλλης (2006) 1 ΑΑΔ 66). Συνεπώς, στη βάση της ως άνω δεσμευτικής για το Δικαστήριο νομολογίας, θεωρώ πως γεγονός που περιήλθε εις γνώση του Δικαστηρίου στα πλαίσια άλλων ενώπιον του υποθέσεων, όπου ηγέρθηκαν όμοια με εδώ ζητήματα, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής γνώσης.
Περαιτέρω έχω προβληματιστεί κατά πόσο θα ήταν αρμόζον να προβώ σε επανάνοιγμα της υπόθεσης, προκειμένου να τοποθετηθούν οι καθ’ ων η αίτηση επί τούτου.
Επί του ζητήματος της εξουσίας του Δικαστηρίου να προβαίνει σε επανάνοιγμα υπόθεσης όταν η απόφαση έχει επιφυλαχθεί διευκρινίστηκαν στη Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1993) 3 ΑΑΔ 165, ημ.14/05/93, απόφαση Πλήρους Ολομέλειας, τα εξής, που, ως περαιτέρω αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση, ισχύουν και στην πρωτόδικη δίκη:
«Έχει νομολογιακά καθιερωθεί στις υποθέσεις της Ολομέλειας, Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 416/88 και 445/88, ημερομηνίας 14/2/92, Δημοκρατία ν. Νίκου Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858, Νιόβη Παπαϊωάννου και Άλλων ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.ΑΔ. 659 και Δημοκρατίας ν. Γρηγόρη Θαλασσινού (1991) 3 Α.ΑΔ. 423, ότι το πλαίσιο και τα κριτήρια άσκησης της δικαιοδοσίας για το επανάνοιγμα έφεσης προσδιορίζεται από την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Νίκου Σαμψών (ανωτέρω), ότι "το επανάνοιγμα της έφεσης μπορεί να διαταχθεί από το Εφετείο μόνο στην περίπτωση που το ίδιο το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται για το συμφέρον της δικαιοσύνης, ενόψει γεγονότων τα οποία προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης".»
Επιστρέφοντας στα γεγονότα της υπόθεσης παρατηρώ ότι στην παρούσα η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου ηγέρθη δεόντως και ήταν σε γνώση των καθ’ ων η αίτηση από της καταχώρησης της απαντητικής αγόρευσης του αιτητή. Δεν μου διαφεύγει βεβαίως ότι το ζήτημα αρμοδιότητας δεν δικογραφείται στην προσφυγή, όμως, δεδομένης της δυνατότητας έγερσης αυτού σε κάθε στάδιο της διαδικασίας αλλά και της αυτεπάγγελτης εξέτασης του από το Δικαστήριο, ως ορθά εισηγείται και ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, αυτό δεν δύναται να εμποδίσει την εξέταση του ζητήματος. Ενόψει περαιτέρω του ότι το ζήτημα ηγέρθη ευκρινώς και εμπεριστατωμένα από τον αιτητή, δεν θεωρώ ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις επανανοίγματος της υπόθεσης, δεδομένου και του ότι «η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για επανάνοιγμα της υπόθεσης διατάσσεται με φειδώ και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις» (βλ. και Φροσούλα Θεοκλέους ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Κυπριακής Δημοκρατίας, υπ. αρ. 471/2011, ημ.19/07/13).
Εν προκειμένω λοιπόν, παρότι το σύνολο σχεδόν (ήτοι 18 από τις 22 παραγράφους) της απαντητικής αγόρευσης του αιτητή αναλώνεται στο ζήτημα αυτό, ουδέν αναφέρθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση στις διευκρινήσεις και ουδεμία προσπάθεια έγινε να τοποθετηθούν ή να θέσουν – αν τούτο κρινόταν απαραίτητο - ενώπιον του Δικαστηρίου σχετική μαρτυρία που θα απεδείκνυε ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη αρμοδίως.
Στην προσφάτως εκδοθείσα απόφαση μου στην προσφυγή υπ’ αρ.1387/24, A. R. A. ν. Δημοκρατίας, ημ.12/03/25, επί πανομοιότυπου ζητήματος, λέχθηκαν τα εξής, τα οποία και υιοθετώ για τους σκοπούς της παρούσης.
«Δεν διαλανθάνει της προσοχής μου βεβαίως η πολύ προσφάτως εκδοθείσα απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. αρ.26/20, Δημοκρατία ν. Singh, ημ.10/09/24, όπου επιβεβαιώθηκε ότι «οι εξουσίες του [Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας] σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης, είναι ευρείες και ο ρόλος του ρυθμιστικός». Όμως δεν θεωρώ ότι η εξουσία που κέκτηται το Δικαστήριο στα πλαίσια του εξεταστικού συστήματος να διευθύνει τη δίκη και την προσαγωγή μαρτυρίας φτάνει μέχρι την υποχρέωση – και μάλιστα κατόπιν επιφύλαξης της απόφασης - να επεμβαίνει προς διόρθωση κενών και παραλείψεων εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση επί ζητημάτων τα οποία ηγέρθηκαν δεόντως δια της […] αγόρευσης του αιτητού. Άλλωστε το ζήτημα που απασχόλησε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην ως άνω έφεση ήταν το κατά πόσο θα μπορούσε το Δικαστήριο να αγνοήσει – χωρίς να δώσει αιτιολογία προς τούτο – έγγραφο του οποίου την κατάθεση αποδέχθηκε κατά τις διευκρινήσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. αρ.23/2021, Δημοκρατία ν. Arachchige, ημ.17/09/21, όπου τέθηκε ζήτημα κατά πόσο, στη βάση των διευρυμένων εξουσιών του, το Δικαστήριο «θα μπορούσε να προβεί σε διόρθωση της παράλειψης, με βάση τη Δ.64» ή ότι «εφόσον το Δικαστήριο διαπίστωσε το ελάττωμα στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα μετά που επεφύλαξε την απόφασή του, όφειλε να επανανοίξει την υπόθεση και να προβεί στις δέουσες ενέργειες για να διορθωθεί η παρατυπία», το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε στα εξής:
«Ούτε η εισήγηση περί άσκησης της διευρυμένης εξουσίας που έχει το Δικαστήριο στα πλαίσια του εξεταστικού συστήματος, ήτοι των Καν. 2 και 7 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), μπορεί να έχει υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης εφαρμογή. Οι εν λόγω Κανονισμοί δεν στοχεύουν στη διόρθωση ενεργειών που λήφθηκαν από τα μέρη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε άδεια στον εφεσείοντα να καταχωρήσει ένορκη δήλωση για να προβάλει ενόρκως τη θέση του ως προς την επίδοση του επίδικου διατάγματος και το χρόνο που έλαβε γνώση αυτού. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε ουσιαστικά συμμόρφωση με αυτή την οδηγία του Δικαστηρίου, δεν του επιτρέπει να επικαλείται τις πρόνοιες των εν λόγω Κανονισμών για να θεραπεύσει τις δικές του παραλείψεις.»
Δεν μου διαφεύγει ότι εδώ τίθεται διάφορο ζήτημα. Όμως θεωρώ ότι και εν προκειμένω το Δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση, δεν υπέχει υποχρέωση να παρεμβεί στη διαδικασία προς διόρθωση παραλείψεων, εδώ από τους καθ’ ων η άιτηση, εφόσον και γνώση του ζητήματος είχαν και ευκαιρία να πράξουν αναλόγως.
Εν προκειμένω λοιπόν, στη βάση και των όσων πιο πάνω αναφέρω για την υποχρέωση των καθ’ ων η αίτηση, ιδίως δε εφόσον το ζήτημα […] αναπτύχθηκε στην [απαντητική] αγόρευση του αιτητή, να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία εκ των οποίων αποδεικνύεται η αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση, είναι κατάληξη μου ότι η έλλειψη στοιχείων σχετικών με τούτο, ήτοι κατά πόσο ο συγγράφοντας την έκθεση επί της οποίας στηρίχθηκε και εξεδόθη η επίδικη απόφαση είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου, ως ρητώς προνοείται στο ερ.[82], όπου περιέχεται η εξουσιοδότηση προς τον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση (ερ.[81]) λειτουργό, ζήτημα με το οποίο, ως και ανωτέρω εξηγώ, συναρτάται το κατά πόσο ο λειτουργός ενέργησε αρμοδίως, εντός των ορίων της εν λόγω εξουσιοδότησης, σφραγίζει την τύχη της παρούσης προσφυγής.
Σχετική με τα ως άνω είναι η αυθεντία Αγαθοκλέους ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας (2016) 3 ΑΑΔ 359, ημ.21/06/16, Ολομέλεια, όπου υιοθετήθηκε η προσέγγιση στη Dome Investments Ltd v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας κ.ά. (1989) 3 (Β) Α.Α.Δ. 741, όπου αναφέρθηκε ότι «[ό]χι μόνο όταν ελλείπουν τα στοιχεία, αλλά και όταν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πλαίσιο και τις συνθήκες λήψης της διοικητικής απόφασης η ακύρωση είναι αναπόφευκτη», και στην Πεττεμερίδης ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αμαθούντας (1991) 3 Α.Α.Δ. 820, όπου λέχθηκε ότι «[ε]ναπόκειται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να τεκμηριώσει τις προϋποθέσεις για τη λήψη και το περιεχόμενο της απόφασης» και περαιτέρω ότι «[σ]την απουσία τους ο δικαστικός έλεγχος είναι αδύνατος, γεγονός που επιφέρει και την ακύρωση της πράξης.».
Σημειώνω τέλος ότι ούτε το τεκμήριο της κανονικότητας […] [θα μπορούσε] να διαφοροποιήσει την ως άνω κατάληξη μου, καθώς, ως λέχθηκε στην Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987, «[σ]την απουσία έγγραφης καταχώρισης που να επιβεβαιώνει ότι η απόφαση για τη μετάθεση έχει ληφθεί από το όργανο στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την σχετική αρμοδιότητα θεωρούμε ότι το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων δεν διαθέτει την εμβέλεια να ενδύει με τον μανδύα της νομιμότητας τα όσα χρειάζονται να συντελεσθούν για να διενεργηθεί νόμιμα μια μετάθεση […]. Αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση των αρχών της χρηστής διοίκησης […] το δε τεκμήριο της κανονικότητας θα προσέφερε ασυλία σε πράξεις αναρμοδίων οργάνων […].».»
Δεδομένης της ως άνω κατάληξης μου παρέλκει η εξέταση των λοιπών εγειρόμενων εδώ ζητημάτων.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Δεδομένου του ότι η εκπροσώπηση του αιτητή στα πλαίσια της παρούσης έγινε από την Επίτροπο Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού, ακόμα και μετά την ενηλικίωση του, και λαμβανομένου υπόψη του κ.6 του περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικού Κανονισμού (3/2014), όπου ρητώς προνοείται ότι «[ε]κτός εάν το Δικαστήριο, για εξαιρετικούς λόγους, αποφασίσει διαφορετικά, ουδέν δικαστικό έξοδο θα επιδικάζεται από το Δικαστήριο υπέρ ή εις βάρος του Επιτρόπου», δεν επιδικάζονται έξοδα.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο