
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υποθ. Αρ.: 275/23
02 Ιουνίου 2025
[Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
J.M.M.
Αιτητής
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η Αίτηση
.....................
Αίτηση ημερομηνίας 04/12/2024 για προσαγωγή μαρτυρίας
A. Πλιάκα (κα) για Δ. Κυριάκου Ζησιμοπούλου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Ε. Χατζηγιάννη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 09/01/2023 σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε.
Αμέσως μετά την καταχώρηση των γραπτών αγορεύσεων των μερών, στις 04/12/2024, καταχωρήθηκε από πλευράς του Αιτητή, η υπό εξέταση αίτηση για χορήγηση άδειας προσαγωγής μαρτυρίας.
Με την υπό εξέταση αίτηση, ο Αιτητής αιτείται Διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να δίδεται άδεια για προσαγωγή μαρτυρίας υπό μορφή ένορκης δήλωσης (εφεξής «προτεινόμενη ένορκη δήλωση») ώστε να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφα τα οποία κατά τη θέση του επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του. Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του κ. Πλαστήρα, που συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση, ο Αιτητής πρόσφατα έλαβε έγγραφο ημερομηνίας 17/04/2024 του Προϊσταμένου του Γραφείου Ερευνών, της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κόγκο, το οποίο αφορά στις καταθέσεις και τα πορίσματα για τα συμβάντα που συνέβησαν τον Σεπτέμβριο του 2020 και στην κλήση του Αιτητή στο Δικαστήριο ως μάρτυρας και τις συνέπειες αυτού. Περαιτέρω, κατά τον ομνύωντα, ο Αιτητής επιθυμεί να προσάγει έγγραφο αναφορικά με τις ιατρικές εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε κατά την περίοδο νοσηλείας του στο νοσοκομείο. Δηλώνει επίσης ότι τα εν λόγω έγγραφα ήρθαν τώρα στην κατοχή του Αιτητή από συγγενικό του πρόσωπο καθώς ήταν πολύ δύσκολο να εντοπιστούν προηγουμένως.
Ως Τεκμήριο 3 (και αντίστοιχη μετάφραση ως Τεκμήριο 4), ο Αιτητής επιθυμεί προσαγάγει επιστολή του Προϊσταμένου του Γραφείου Ερευνών, στην οποία επισυνάπτονται οι καταθέσεις και τα πορίσματα σχετικά με τα συμβάντα, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς του Αιτητή επιβεβαιώνουν ότι υπάρχει ορατός κίνδυνος για την ζωή του και υποβολή του σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Ως Τεκμήριο 5 (και αντίστοιχη μετάφραση ως Τεκμήριο 6) βεβαίωση της ιατρού του νοσοκομείου στο οποίο νοσηλεύτηκε και κατά τους ισχυρισμούς του πιστοποιούν την παρουσία του εκεί κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Αναφέρει, περαιτέρω, ο Αιτητής στην προτεινόμενη ένορκη δήλωση του ότι τα εν λόγω τεκμήρια αποδεικνύουν ότι η απόφαση των Καθ’ων η αίτηση λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα και δίχως να εξακριβώσουν την αλήθεια των ισχυρισμών του. Ισχυρίζεται, ακόμη, ότι δεν είχε υποβάλει τα εν λόγω έγγραφα νωρίτερα καθ’ ότι δεν είχαν ολοκληρωθεί οι έρευνες της Αστυνομίας και πως πρόσφατα τα παρέλαβε από τους συγγενείς του.
Η υπό εξέταση αίτηση βασίζεται στα άρθρα 1Α, 146, 169 και 179 του Συντάγματος, στον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμος του 2015 (131(Ι)/2015) και ειδικότερα αλλά χωρίς περιορισμό στα άρθρα 11(2) και 11(3), στους διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ειδικότερα αλλά χωρίς περιορισμό στους κανονισμούς 10, 11, 12 17, 18 και 19, στον περί Διοικητικού Δικαίου Νόμο Ν158(Ι)/1999, στη Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ανθρώπων, τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο Ν.7(Ι)/0, την οδηγία 2004/38/ΕΚ, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και ειδικότερα αλλά χωρίς περιορισμό στην Δ.36, Δ.38(4), (5), Δ.39, Δ.48 κκ 1,2,3 και 9, Δ.59 και Δ.64 στον Περί Αποδείξεως Νόμο Κεφ. 9 (όπως έχει τροποποιηθεί μεταγενέστερα), στη νομολογία τοι Ανωτάτου Δικαστηρίου και σε οποιαδήποτε άλλη σχετική καθοδηγητική νομολογία, καθώς επίσης και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες και γενική πρακτική του Δικαστηρίου[1].
Το δικονομικό διάβημα του Αιτητή συνάντηση την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση οι οποίοι την 08/01/2025 υπέβαλαν ειδοποίηση για πρόθεση υποβολής ένστασης προβάλλοντας μεταξύ άλλων τους ακόλουθους λόγους:
- Η αίτηση είναι νομικά και πραγματικά αβάσιμη.
- Η αίτηση είναι παράτυπη και/ ή αντικανονική και/ή νομικά αβάσιμη ή/και απαράδεκτη και/ή το αιτούμενο διάταγμα δεν μπορεί να εκδοθεί.
- Δεν πληρούνται οι νομοθετικές και νομολογιακές προϋποθέσεις για να επιτραπεί από το Σεβαστό Δικαστήριο η προσαγωγή της σκοπούμενης μαρτυρίας.
- Η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί δεν επιτελεί κανένα σκοπό και/ή αλλοιώνει και μεταβάλλει ολοκληρωτικά τους ισχυρισμούς του Αιτητή όπως προβλήθηκαν κατά το στάδιο εξέτασης του αιτήματος του από τους Καθ’ ων η αίτηση.
- Το αιτούμενο με την παρούσα αίτηση έγγραφο και/ή μαρτυρία δεν αυξάνει τις πιθανότητες του Αιτητή για επιτυχία της προσφυγής του, ούτε μεταβάλλουν το νομικό υπόβαθρο, στο οποίο στηρίχθηκε η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση.
- Η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί δεν είναι δυνατό να τεκμηριώσει οποιοδήποτε λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε και να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
- Η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσκομιστεί δεν είναι αναγκαία και/ή ουσιώδης για να κριθεί η νομιμότητα και/ή ορθότητα της επίδικης απόφασης.
- Ο διοικητικός φάκελος περιέχει ό,τι είναι απαραίτητο για να κριθεί η παρούσα υπόθεση και σε κάθε περίπτωση, αποτελεί το μόνο νόμιμο υπόβαθρο της επίδικης απόφασης.
- Τα απαιτούμενα με την παρούσα έγγραφα και/ή μαρτυρία δεν αυξάνουν τις πιθανότητες του Αιτητή για επιτυχία της προσφυγής του ούτε μεταβάλλει το νομικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίχθηκε η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση.
- Με την παρούσα αίτηση σκοπείται η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
-
Την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση συνοδεύει ένορκη δήλωση της κας Α. Δημητριάδου, Δικηγόρου για Γενικό Εισαγγελέα, η οποία υποστηρίζει τους πιο πάνω ισχυρισμούς.
Προς υποστήριξη της αίτησης, η συνήγορος του Αιτητή με την γραπτή της αγόρευση προβάλει ότι η μαρτυρία που επιχειρείται να προσαχθεί είναι άκρως σχετική αφού τα όσα επιθυμεί να προσκομίσει είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα και δεν μεταβάλλουν τους ισχυρισμούς του Αιτητή όπως προβλήθηκαν κατά το στάδιο της εξέτασης του αιτήματος του. Έτι περαιτέρω, υποστηρίζεται ότι η προς εξέταση αίτηση σκοπεί στην ανατροπή του συμπεράσματος των Καθ’ων η αίτηση περί της εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή. Περαιτέρω, ως προς τα υπό προσαγωγή Τεκμήρια, η συνήγορος του Αιτητή υποστηρίζει ότι το Τεκμήριο 3 επιβεβαιώνει τον ορατό κίνδυνο για τη ζωή του και απάνθρωπη μεταχείριση από τα μέλη της συμμορίας Kuluna, καθ’ ότι στο εν λόγω Τεκμήριο αναφέρεται ότι ο Αιτητής διώκεται από ομάδα αγνώστων κακοποιών οι οποίοι καταφέρνουν πάντα να τον εντοπίσουν παρά τις αλλαγές στη διεύθυνση του καθώς και ότι είχαν ενεργήσει εκδικητικά επειδή κατέθεσε εναντίον του αρχηγού της συμμορίας, ο οποίος εκτίει εικοσαετή ποινή φυλάκισης. Ακόμη, αναφέρεται ότι τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στο Τεκμήριο 3, αποτελούν το Σημείωμα του Ανακριτή που παραθέτει τις καταθέσεις που έλαβαν χώρα το 2020, την έκθεση έρευνας καθώς και το πόρισμα των καταθέσεων και την έρευνα που διεξήγαγε ως το 2024. Σε σχέση με το Τεκμήριο 5, ισχυρίζεται ότι ενισχύει τους ισχυρισμούς του Αιτητή περί της παρουσίας του στο νοσοκομείο κατά την περίοδο 09/09/2020 μέχρι τις 12/09/2020. Τα εν λόγω έγγραφα ήρθαν στην κατοχή του Αιτητή περί τα τέλη Νοεμβρίου του 2024, καθώς ήταν δύσκολο να ανευρεθούν αφού ο Αιτητής δεν διαμένει στην χώρα καταγωγής του και δεν έχει πρόσβαση σε αυτά. Καταλήγοντας, η συνήγορος του Αιτητή επαναλαμβάνει τις νομολογιακές αρχές που αφορούν στην εξέταση της αίτησης προσαγωγής μαρτυρίας, ήτοι ότι η υπό εξέταση μαρτυρία είναι σχετική με τα επίδικα θέματα και τυχόν απόδειξη της δυνατόν να τεκμηριώσει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης.
Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, τονίζουν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιτυχία της υπό εξέταση αίτησης. Αποτελεί θέση των Καθ’ων η αίτηση, ότι τα έγγραφα δεν είναι πρωτότυπα, δεν είναι ευδιάκριτα και είναι αμφιβόλου ποιότητας. Ως αποτέλεσμα καθίσταται δυσχερής η ανάγνωση τους και συνεπώς δεν δύναται να αξιολογηθεί η σύνδεση τους με τα γεγονότα της υπόθεσης. Ακολούθως, εφαρμόζοντας τα κριτήρια για την αποδοχή αίτησης προσαγωγής μαρτυρίας, ως προς το τεκμήριο 3 υποβάλλεται ότι δεν είναι σχετικό με τα επίδικα θέματα και δεν προσδιορίζεται από τον Αιτητή, με την απαραίτητη λεπτομέρεια, ποιον ισχυρισμό επιδιώκει να τεκμηριώσει. Παράλληλα, οι υπογραφές στα εν λόγω έγγραφα, αν και προσομοιάζουν, ωστόσο, δεν είναι πανομοιότυπες, γεγονός που βάλλει την γνησιότητα των εγγράφων. Ακόμη δε, ο Αιτητής δεν επεξηγεί από ποιον, πότε και με ποιο τρόπο έλαβε τα έγγραφα, και επιπρόσθετα, δεν προσαγάγει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο για να τεκμηριώσει την παραλαβή αυτών τον Νοέμβριο του 2024, ως η συνήγορος του Αιτητή ισχυρίζεται. Επιπλέον, από την στιγμή που η ολοκλήρωση της έρευνας από την Αστυνομία έγινε τον Απρίλιο του 2024, κατά το Τεκμήριο 3, ο Αιτητής όφειλε να το προσκομίσει νωρίτερα. Ακολούθως, η συνήγορος των Καθ’ων η αίτηση σχολιάζει ότι τα έγγραφα του Τεκμηρίου 3 φέρουν ημερομηνία προγενέστερη τόσο της συνέντευξης, όσο και της καταχώρισης της προσφυγής, ενώ αποτελούν τις καταθέσεις του Αιτητή χωρίς να φαίνεται να διεξήχθη οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα. Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, ο Αιτητής απέτυχε να αποδείξει ότι η παράλειψη προσκόμισης των εγγράφων σε προγενέστερο στάδιο στη διαδικασία δεν οφείλεται στον ίδιο. Έτι περαιτέρω, η οποιαδήποτε κατάθεση δόθηκε από τον Αιτητή δεν συνεπάγεται ότι απειλήθηκε από τους Kuluna και παράλληλα στην κατάθεση αναφέρει απλώς μια ομάδα κακοποιών, αντί την συμμορία Kuluna και συνεπώς δεν σχετίζονται με τον πυρήνα του αιτήματος του Αιτητή. Αναφορικά δε με το Τεκμήριο 5, η συνήγορος των Καθ’ων η αίτηση επισημαίνει ότι η φερόμενη ιατρική έκθεση συντάχθηκε περίπου 3 χρόνια μετά την παραμονή του Αιτητή στο νοσοκομείο, η ιατρική συνταγή φέρει ημερομηνία 12.09.2020 και δηλώνοντας επίσης ότι η ημερομηνία δεν είναι ευδιάκριτη και φαίνεται ότι υπήρξε μεταγενέστερη προσθήκη αριθμού. Εν πάσει περιπτώση, τα έγγραφα τα οποία προτίθεται ο Αιτητής να προσκομίσει δεν ενισχύουν τους ισχυρισμούς του και δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Κατά την ακρόαση της επίδικης αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου, οι συνήγοροι και των δύο πλευρών υιοθέτησαν το περιεχόμενο των αγρεύσεων τους.
Το δικονομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο το Δικαστήριο εξετάζει ενδιάμεσες αιτήσεις για προσαγωγή μαρτυρίας, καθορίζεται από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019 (3/2019, ως έχουν τροποποιηθεί), όπου σύμφωνα με τον Κανονισμό 8 (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου): «Το Δικαστήριο δύναται να καθορίζει τη διαδικασία και να εκδίδει οδηγίες κατά περίπτωση αναφορικά με τη λήψη γραπτής ή προφορικής μαρτυρίας ή άλλων αποδεικτικών μέσων, όπως ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις.».
Παρέχεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να δεχτεί μαρτυρία, εφόσον βέβαια τηρηθούν οι δικονομικοί κανόνες που καθορίζονται από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς όπως και οι κατευθυντήριες γραμμές που έχουν καθοριστεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Περαιτέρω, προσαγωγή μαρτυρίας επιτρέπεται μόνον όταν η απόδειξη των συγκεκριμένων γεγονότων τεκμηριώνει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 999/91, ημερ. 24.9.1992 και Lordos Hotels Holdings Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υποθ. Αρ. 71/97, ημερ. 18.11.1999). Ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που συνιστά πάγια γραμμή της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έγκειται στο ότι η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί πρέπει να είναι σχετική με τα επίδικα θέματα και με τους λόγους ακυρώσεως που προωθούνται (βλ. K.N.K. v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 5787/13, ημερομηνίας 18/10/2019).
Επομένως, για να εξεταστεί και να κριθεί από το Δικαστήριο η σχετικότητα της μαρτυρίας, πρέπει η προτεινόμενη μαρτυρία να συγκεκριμενοποιείται τόσο στην αίτηση όσο και στην ένορκη δήλωση (βλ. Ιωσηφίδης v. Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, (2006) 3 ΑΑΔ 677). Εάν η μαρτυρία που ζητείται να προσαχθεί δεν συγκεκριμενοποιείται, τότε δεν υπάρχει το αναγκαίο υπόβαθρο για να μπορεί να αξιολογηθεί η σχετικότητα της (βλ. υποθ. αρ. 1024/14 FBME Bank Ltd v. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ημερομηνίας 18/12/2015).
Είναι πάγια και διαχρονική η θέση της νομολογίας πως τα γεγονότα που επιδιώκονται να προσαχθούν με μαρτυρία πρέπει να προσδιορίζονται με λεπτομέρεια (βλ. Sportsman Betting Co. Limited v. Κυπριακής Δημοκρατίας, (2000) 3 ΑΑΔ 591 και υπόθεση αρ. 300/03, Χρ. Ιωσηφίδης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, ημερομηνίας 20/11/02). Όλες οι πιο πάνω κατευθυντήριες αρχές επιβεβαιώθηκαν και από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γρηγόριος Θαλασσινός ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αν. Έφεση αρ. 3420, (2003) 3 ΑΑΔ 507.
Επιπρόσθετα, δεν είναι δυνατόν να προσαχθεί μαρτυρία η οποία διαφοροποιεί, αλλοιώνει ή μεταβάλλει τα στοιχεία που η διοίκηση είχε ενώπιον της κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α., (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας, (1989) 3 Α.Α.Α. 106, και Ράφτη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003), 3 Α.Α.Δ. 335).
Όπως ωστόσο προκύπτει από το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/2018), το παρόν Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάζει πλήρως τα νομικά και πραγματικά ζητήματα που άπτονται αίτησης διεθνούς προστασίας (βλ. σχετικά, άρθρο 11(3)(α) του Ν. 73(Ι)/2018). Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 11(5) του ιδίου Νόμου: «Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας λαμβάνει υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.».
Στο σημείο αυτό, επισημαίνεται επίσης ότι σύμφωνα με τον Διαδικαστικό Κανονισμό 10(α): «Μετά την καταχώρηση της προσφυγής, νέα έγγραφα και/ή στοιχεία και/ή οποιαδήποτε πρόσθετη μαρτυρία προσκομίζεται μόνον κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, μετά από προφορικό αίτημα του αιτητή, νοουμένου ότι το Δικαστήριο ικανοποιείται- (i) ότι πρόκειται για έγγραφα ή στοιχεία ή μαρτυρία, τα οποία άνευ δικής του υπαιτιότητας, ο αιτητής αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής του σύμφωνα με τον κανονισμό 3(β), και (ii) είναι συναφή με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.».
Συνεπώς, το παρόν Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την προσαγωγή μαρτυρίας η οποία δεν είχε τεθεί ενώπιον του διοικητικού οργάνου μόνο στην περίπτωση που αποδειχθεί ότι η παράλειψη αυτή δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα του/της αιτητή/τριας καθώς και ότι αδυνατούσε ο/η αιτητής/τρια να προσκομίσει τέτοια έγγραφα ή/και στοιχεία κατά τα προηγούμενα στάδια, ως επίσης βεβαίως, εφόσον τούτα είναι συναφή με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.
Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, θεωρώ σκόπιμο όπως εξεταστεί αρχικά η νομική βάση επί της οποίας η υπό εξέταση αίτηση στηρίζεται, εφόσον αυτό αποτελεί σημείο εκκίνησης εξέτασης της επίδικης αίτησης, παρέχοντας τη δικαιοδοτική βάση αυτής.
Από μια ανάγνωση της νομικής βάσης επί της οποίας στηρίζεται η παρούσα αίτηση, όπως φαίνεται πιο πάνω, προκύπτει ότι ελλείπει η ορθή δικαιοδοτική βάση για προώθηση της αίτησης προσαγωγής μαρτυρίας.
Είναι πάγια θεμελιωμένη αρχή της νομολογίας ότι στο σώμα μιας αίτησης, θα πρέπει να αναγράφονται ρητά και συγκεκριμένα οι νομικές και δικονομικές διατάξεις επί των οποίων αυτή βασίζεται (βλ. Παπακοκκίνου κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (Αρ. 1) (2012) 1 (Α) Α.Α.Δ. 643).
Η αναγκαιότητα αναγραφής της ορθής νομικής βάσης της αίτησης είναι δεδομένη. Το μέρος 23.4 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι τέθηκαν σε ισχύει την 03/07/2023, αντίστοιχο της Δ.48 Θ. 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας του 1958, προνοεί μεταξύ άλλων ότι σε κάθε αίτηση πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζεται «η συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια ή ο συγκεκριμένος κανονισμός στα οποία στηρίζεται». Από την διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αναφορά στα άρθρα και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης με βάση το οποίο θα αποφασίσει το Δικαστήριο, αποτελεί απαράβατο όρο της εγκυρότητας του δικονομικού πλαισίου της αίτησης (βλ. Koza Michael David κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφ. 208/12, ημερομηνίας 24/11/17), ECLI:CY:AD:2017:A415.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι όπου μια αίτηση δεν εδράζεται στην ορθή νομική βάση, οι συνέπειες είναι καταλυτικές. (Βλ. Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, Εgiazaryan κ.α. ν Denero Investments Limited (2013) 1 ΑΑΔ 409).
Ενόψει των πιο πάνω, η νομική βάση στην οποία στηρίζεται η υπό κρίση αίτηση, παρά του ότι αυτή καταχωρήθηκε στη βάση των παλαιών θεσμών πολιτικής δικονομίας οι οποίοι καταργήθηκαν με τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, δεν παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει την αιτούμενη θεραπεία, ήτοι άδεια για προσαγωγή μαρτυρίας ως το αντικείμενο της υπό εξέταση αίτησης. Στην νομική βάση της υπό εξέταση αίτησης διαπιστώνω ότι ούτε καν οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019 (3/19) δεν περιέχονται με αποτέλεσμα να εκλείπει παντελώς η δικαιοδοτική εξουσία προς εξέταση της αίτησης.
Το παρόν Δικαστήριο απέρριψε ενδιάμεση αίτηση λόγω λανθασμένου δικαιοδοτικού πλαισίου με απόφασή του στην προσφυγή υπ’ αριθμό 1070/2021 και τίτλο A.G. v Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 29/03/2023, η οποία επικυρώθηκε από το Εφετείο με απόφασή του ημερομηνίας 28/06/2024 και τίτλο Ahmed Ghonima v Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 33/2023 με το ακόλουθο σκεπτικό στο οποίο παραπέμπω:
«Όπως έχει ήδη αναφερθεί, κατά παραδοχή του Εφεσείοντα, στη νομική βάση της επίδικης αίτησης δεν γίνεται επίκληση και αναγραφή της Διαταγής 33, ούτε όμως και των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), σύμφωνα με τους οποίους (Καν.9) εφαρμόζονται «κατά το δυνατόν και τηρουμένων των αναλογιών» ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) του 1962 και ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015.
Ούτε βεβαίως αρκεί η επίκληση και αναγραφή στην αίτηση επαναφοράς, της Δ.17 Θ.10. Όπως πολύ ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η διαταγή αυτή περιορίζεται σε παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης και δεν παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα επαναφοράς προσφυγής. Είναι πάγια δε η θέση της νομολογίας μας, ότι είναι δεδομένη η αναγκαιότητα επίκλησης και αναγραφής στο σώμα μιας ενδιάμεσης αίτησης της νομικής βάσης επί της οποίας αυτή εδράζεται, όπως απαιτεί εξάλλου η Διαταγή 48 (βλ. Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Badjinder Brav κ.ά. Πολιτική Έφεση Αρ. Ε. 235/2015, ημερομηνίας 25/7/2023). Προς επίρρωση των πιο πάνω παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στη Γιαννάκης Φλουρέντζου κ.ά. ν. Cashgrove Betting Ltd κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 393:
«Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, Σάββα ν. Κυπριακές Αερογραμμές (1992) 1 Α.Α.Δ. 1146 και Χριστοφόρου ν. Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λ. Ιορδάνους Λτδ. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 743) μια ενδιάμεση αίτηση πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζει τις δικονομικές διατάξεις πάνω στις οποίες βασίζεται. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει η αίτηση να στηρίζεται στην ορθή δικονομική και/ή νομική διάταξη. Αν η διάταξη στην οποία στηρίζεται είναι εντελώς άσχετη, τότε η νομική της βάση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη.
Στην παρούσα περίπτωση η αίτηση δεν έχει στηριχθεί στην ορθή δικονομική διάταξη και επομένως αυτός είναι αρκετός λόγος για απόρριψή της.».
Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνουμε ότι δεν παρέχεται περιθώριο παρέμβασής μας στα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε περί λανθασμένου δικαιοδοτικού πλαισίου της αίτησης».
Κατ’ αναλογία των πιο πάνω, η επίδικη αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη δεδομένου του λανθασμένου δικαιοδοτικού πλαισίου της αίτησης. Δεν θεωρώ σκόπιμο να προχωρήσω σε εξέταση των υπόλοιπων λόγων ένστασης αφού κρίνω ότι δεν παρέχεται εξουσία στο Δικαστήριο με βάση τις δικονομικές διατάξεις επί των οποίων εδράζεται η αίτηση να εκδοθεί σχετικό Διάταγμα προσαγωγής μαρτυρίας.
Για τους λόγους που έχω αναφέρει ανωτέρω, η αίτηση απορρίπτεται. Ως προς τα έξοδα το Δικαστήριο κρίνει την μη επιδίκαση εξόδων στον επιτυχόντα διάδικο, ως ο γενικός κανόνας και αυτό γιατί πέραν της γενικής αναφοράς στους λόγους ένστασης η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση ουδέν επιχειρηματολόγησε περαιτέρω. Ως εκ τούτου η επίδικη αίτηση απορρίπτεται χωρίς καμία διαταγή για έξοδα.
Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ.
[1] Η νομική βάση της αίτησης μεταφέρεται αυτολεξεί από την επίδικη αίτηση.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο