C.Z.I. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 2681/2023, 30/6/2025
print
Τίτλος:
C.Z.I. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. 2681/2023, 30/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                       

                                                                               Υπόθεση αρ. 2681/2023

                                   

30 Ιουνίου 2025

 

[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                          Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

                                           C.Z.I.

                                                                                                                                                                                                                                           Αιτητής

Και

 

                      Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                             Καθ' ων η αίτηση

                                                                                                                          

Δ. Παυλίδης (κος) για Δημήτριος Παυλίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον Αιτητή

 

Κ. Χρυσοστόμου (κα),  Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π:   Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 06/07/2023 η οποία της κοινοποιήθηκε στις 04/08/2023 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση της για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των Διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, ο αιτητής είναι ενήλικας από τη Νιγηρία και στις 26/11/2021 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 02/06/2023 διεξήχθη συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ακολούθως, στις 06/07/2023 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας. Στις 06/07/2023ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένουενέκρινε όπως να μην παραχωρηθεί στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στις 04/08/2023 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή ενημέρωσης προς τον αιτητή σχετικά με την απόρριψη του αιτήματός του. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή την ίδια ημέρα.

Στη συνέχεια ο αιτητής καταχώρησε, δια των συνηγόρων του, την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

Οι συνήγοροι του αιτητή προώθησαν διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται και αναλύονται στη Γραπτή Αγόρευση του αιτητή που ακολούθησε. Αρχικά οι συνήγοροι του αιτητή εγείρουν Α) Δεν ακολουθήθηκαν οι πρακτικές και οι βασικές αρχές σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή κατ΄αντίθεση με τον Νόμο. Η συνέντευξη διήρκησε ελάχιστη ώρα, χωρίς να γίνει εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσης του αιτητή. Β) Έλλειψη δέουσας έρευνας. Γ) Η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα. Δ) Δεν παραχωρήθηκε στον αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Ε) Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη. Στ) Εσφαλμένα κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας. Ζ) Τυχόν απέλαση του αιτητή,  θα είναι σε παράβαση του αρ.3 της ΕΣΔΑ.  

Οι καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και Κανονισμών. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η Αίτηση και αφού αξιολογήθηκαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης με αποτέλεσμα η επίδικη πράξη να είναι δεόντως αιτιολογημένη.

Οι συνήγοροι του αιτητή,  μέσω της Γραπτής Απαντητικής Αγόρευσης, αναφέρουν και απορρίπτουν με περαιτέρω σχόλια και παραπομπές, τις πιο πάνω θέσεις των καθ' ων η αίτηση, επιμένοντας ουσιαστικά στους ισχυρισμούς, τους οποίους ανέπτυξαν δια της γραπτή αγόρευσής τους.

Έχω εξετάσει προσεκτικά τις εκατέρωθεν θέσεις και των δύο πλευρών, υπό το φως του περιεχομένου του οικείου διοικητικού φακέλου και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων.

Αποτελεί βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας του αιτητή, ο ισχυρισμός ότι η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της νόμιμης διαδικασίας και ότι παραβιάστηκε το άρθρο 13 του Περί Προσφύγων Νόμου. Ισχυρίζεται ότι το χρονικό διάστημα της συνέντευξης ήταν πολύ σύντομο με αποτέλεσμα ο αιτητής να μην μπορεί να παραθέσει όλους τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του, ότι οι καθ’ ων η αίτηση περιορίστηκαν σε ανεπαρκή αριθμό ερωτήσεων και ότι παρά το γεγονός ότι ο αιτητής ανέφερε αναλυτικά τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα του, εντούτοις η αξιολόγηση δεν έγινε ορθά.

Σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθεστώτος των Προσφύγων (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«(α) Ο αιτών πρέπει:

(Ι) Να λέει την αλήθεια και να παρέχει κάθε βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του.

(ΙΙ) Να προσπαθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με κάθε διαθέσιμο αποδεικτικό μέσο και να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για τυχόν ελλείψεις τους. Εάν παρουσιασθεί ανάγκη, πρέπει να προσπαθήσει να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά μέσα.

(ΙΙΙ) Να δώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο και τις προηγούμενες εμπειρίες του, τόσο λεπτομερειακά όσο είναι αναγκαίο, ώστε να δοθεί στον εξεταστή η δυνατότητα να διαπιστώσει τη συνδρομή των σχετικών γεγονότων. Πρέπει ακόμη να κληθεί να δώσει μια συναφή εξήγηση ως προς όλους τους λόγους που επικαλείται για να υποστηρίξει την αίτηση για το καθεστώς του πρόσφυγα και να απαντήσει σε όσες ερωτήσεις του τεθούν.».

Περαιτέρω, αναφορικά με τη διάρκεια της συνέντευξης, παραπέμπω στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποθ. αρ. 1673/2010, Edward Eskandaz και Κυπριακή Δημοκρατία, ημερ. 04/07/2013στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Επιπρόσθετα, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι η προσωπική συνέντευξη έγινε πέντε (5) χρόνια, μετά την υποβολή της αίτησης, διήρκεσε μιάμιση ώρα, με διερμηνεία από τα αραβικά στα αγγλικά και το αντίστροφο, αυτό σημαίνει ότι σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους για τους οποίους αιτείται άσυλο, όπως απαιτείται από το Νόμο και την Οδηγία 2005/85/ΕΚ.

 Σε συμφωνία με τη δικηγόρο των καθ΄ων η αίτηση, θα πρέπει ν΄ απορριφθεί και αυτό το σκέλος του ισχυρισμού του αιτητή.

Ο Νόμος δεν καθορίζει ούτε πότε θα πρέπει να καλέσει η Υπηρεσία Ασύλου τον αιτητή για συνέντευξη, ούτε και πόση διάρκεια θα έχει. Πρόκειται δε για την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων και όχι για την ταχύρρυθμη διαδικασία (βλ. άρθρο 12 Δ), όπου κατά προτεραιότητα και όχι αργότερα από 30 ημέρες από την ημέρα υποβολής της αίτησης εξετάζονται από την Υπηρεσία Ασύλου αιτήσεις που, κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού, εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 12, 12 Α και 12 Β του Νόμου. Περαιτέρω, ο αιτητής ερωτήθηκε τα σημαντικά στον πυρήνα του αιτήματος του και η αίτησή του εξετάστηκε ενδελεχώς.»

Στην περίπτωση του αιτητή, παρατηρώ από το πρακτικό της συνέντευξης ότι τέθηκαν σε αυτον αρκετές ερωτήσεις, και ο ίδιος δεν ανέφερε οτιδήποτε το οποίο θα υποδήλωσε μια γνήσια περίπτωση προσώπου που χρήζει διεθνούς προστασίας, προκειμένου και ο αρμόδιος λειτουργός να προβεί σε περαιτέρω ερωτήσεις. Ενόψει των ως έχουν αναφερθεί, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Αναφορικά με τα όσα ο αιτητής ισχυρίζεται περί μη απόδοσης του ευεργετήματος της αμφιβολίας, σύμφωνα με το άρθρο 13(4) του περί Προσφύγων Νόμου, στο Εγχειρίδιο Για Τις Διαδικασίες Και Τα Κριτήρια Καθορισμού Του Καθεστώτος Των Προσφυγών, Στ' Έκδοση λέγεται (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«203. Παρόλο που όταν ο αιτών έχει καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια για να θεμελιώσει πειστικά την αφήγησή του, είναι δυνατόν ακόμα ορισμένοι ισχυρισμοί του να παραμένουν αναπόδεικτοι. Όπως εξηγήθηκε προηγουμένως (παράγραφος 196), είναι σχεδόν αδύνατο σε έναν πρόσφυγα να «αποδείξει» όλα τα δεδομένα της υπόθεσής του και πραγματικά, εάν κάτι τέτοιο αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση, οι περισσότεροι αιτούντες δεν θα είχαν αναγνωρισθεί ως πρόσφυγες. Είναι γι’ αυτό αναγκαίο να παρέχεται συχνά στον αιτούντα το ευεργέτημα της αμφιβολίας.

204. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει όμως να δίνεται μόνον όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους…».

Επομένως, το ευεργέτημα της αμφιβολίας παραχωρείται στον αιτητή όταν κριθεί αξιόπιστος από την Υπηρεσία Ασύλου σε σχέση με το αίτημα του για διεθνή προστασία αλλά παρόλα αυτά δεν έχει τα στοιχεία για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του. Στην παρούσα περίπτωση, οι λόγοι που προέβαλε ο αιτητής ήταν τόσο γενικόλογοι και αόριστοι, ώστε δεν έγιναν αποδεκτοί και κρίθηκε αναξιόπιστος. Ενόψει τούτου, ορθώς δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας στον αιτητή και ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Αποτελεί βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας του αιτητή, ο ισχυρισμός ότι η απόφαση πάρθηκε υπό πλάνη και/ή υπό πεπλανημένα κριτήρια.

 

Ειδικότερα, ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται χωρίς να υποδεικνύεται η σύνδεσή του με την παρούσα υπόθεση. Δεν μπορώ να εντοπίσω σημείο στην διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης δια της παρούσης πράξης στο οποίο να εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα σύμφωνα με το άρθρο 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο Ν. 158 (Ι)/1999 και συνεπεία της οποίας η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να μπορεί να θεωρηθεί πάσχουσα συνεπεία τέτοιας πλάνης περί των γεγονότων. Οι συνήγοροι του αιτητή παραθέτουν απλώς τις νομικές διατάξεις και παραπέμπουν σε συναφείς διατάξεις και οδηγίες χωρίς ειδική αναφορά στην πλημμέλεια της επίδικης απόφασης με αποτέλεσμα ο εν λόγω λόγος να είναι ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης ( βλ. σχετικά Κυπριακή Δημοκρατία ν. Svetlana Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598). Ως εκ τούτου, απορρίπτω τον ισχυρισμό του αιτητή ότι υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα ως γενικό και αόριστο. 

Θα προχωρήσω με την εξέταση του ισχυρισμού περί ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης.

Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, η αιτιολογία της διοικητικής πράξης μπορεί να είναι λακωνική, αρκεί να είναι επαρκής, έτσι ώστε να μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος, μπορεί δε να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (βλ. Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 303, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 648, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 672 και SURENDAN SUNDARARAJ κ.α. ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:D596, Υποθ. Αρ. 1867/2012, ημερ. 11.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D596).

Συνακόλουθα, και ενόψει των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, δεν διαπιστώνω παραβίαση του άρθρου 26 του Ν. 158 (ι)/1999. Εν αντιθέσει, στην βάση των σχετικών με τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος  διεθνούς προστασίας διατάξεων, παρατηρώ ότι στην σχετική Έκθεση του αρμόδιου λειτουργού όσο και στην απόφαση των καθ' ων η αίτηση αναφέρονται επαρκώς οι λόγοι, νομικοί και πραγματικοί, για τους οποίους απορρίφθηκε η επίδικη αίτηση ασύλου. Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Προχωρώ να εξετάσω τον προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης περί μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας, στο βαθμό που αυτός έχει δικογραφηθεί και αναπτυχθεί στη γραπτή αγόρευση του αιτητή.

 Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).

Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

Κατά την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του καθότι ο πατέρας του και ο θείος του είχαν μια κτηματική διαφορά, κατά την οποία ο πατέρας του έπρεπε να φύγει από το σπίτι που είχε χτίσει. Όταν ο πατέρας του και οι τρεις γιοι του αρνήθηκαν να φύγουν από το σπίτι αυτό, ο θείος του σκότωσε τον μικρότερο αδερφό του και έκαψε το σπίτι. Τότε ο πατέρας του διέφυγε στην πολιτεία Amaraku, όπου συνειδητοποίησαν ότι ο θείος του είχε σκοπό να σκοτώσει και τους υπόλοιπους γιους του αδερφού του. Μετά από αυτό ο αιτητής αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του για να μη σκοτωθεί από τον θείο του. (βλ. ερ. 1 του Δ.Φ.).

Κατά την συνέντευξη του προσέθεσε ότι ο τελευταίος τόπος διαμονής του ήταν το Owerri της πολιτείας Imo. Ως προς το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, δήλωσε ότι τελείωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αλλά δε συνέχισε τις σπουδές του λόγω οικονομικών δυσκολιών. Σχετικά με την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε ότι στη Νιγηρία έχει σύντροφο και μια κόρη, με τους οποίους έχει επαφή. Ο πατέρας του και οι δύο αδερφές του ζουν επίσης στην πολιτεία Imo, ενώ η μητέρα του πέθανε από ασθένεια. Προτού εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του εργαζόταν ως αγρότης στις αγροτικές εκτάσεις της οικογένειάς του.

Στο πλαίσιο της προσωπικής του συνέντευξης, ερωτηθείς σχετικά με τον λόγο που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, ο αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη Νιγηρία λόγω μιας κτηματικής διαφοράς μεταξύ του πατέρα του και του θείου του. Πρόσθεσε ότι η διαφωνία αυτή ξεκίνησε το 2015 μετά τον θάνατο του παππού του.

Ερωτηθείς εάν του συνέβη κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό που τον οδήγησε να εγκαταλείψει την χώρα, ο Αιτητής απάντησε ότι ήταν η κτηματική διαφορά μεταξύ του πατέρα του και του θείου του, προσθέτοντας ότι μετά τον θάνατο του παππού του το 2015, ο θείος του ήθελε να πάρει όλη την κληρονομική περιουσία για τον ίδιο. Έτσι, μια μέρα ήρθε και χτύπησε τον μικρότερο αδερφό του αιτητή με ένα ξύλο και τον σκότωσε. Όταν μετέφεραν τον αδερφό του στο νοσοκομείο, ο θείος του έκαψε το σπίτι τους, με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να διαφύγουν προς το Owerri και ο πατέρας του να μετακινηθεί προς το Amaraku.

Ερωτώμενος πότε ήταν η τελευταία φορά που είδε τον θείο του, απάντησε το 2020, όταν είχαν την διαφωνία μαζί του και σκοτώθηκε ο αδελφός του. Κληθείς να διευκρινίσει τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη Νιγηρία απάντησε ότι θα σκοτωθεί.

Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τις δηλώσεις του αιτητή κατά το στάδιο της συνέντευξής της, σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά στην ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής του Αιτητή, ο οποίος και έγινε αποδεκτός λόγω της διαπιστωθείσας εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του αιτητή από τον θείο του εξαιτίας μιας κτηματικής διαφοράς μεταξύ του πατέρα του και του θείου του. Ο εν λόγω ισχυρισμός έτυχε απόρριψης για τους κάτωθι λόγους.

Κατ’ αρχάς, ο Αιτητής δεν κατάφερε να παράσχει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με τον χρόνο που έλαβε χώρα το συμβάν με τον αδελφό του, και, ερωτηθείς σχετικά, απάντησε αόριστα και γενικόλογα ότι δε θυμάται. Επιπλέον, πρόσθεσε ότι δεν δέχτηκε απειλές προσωπικά από τον θείο του, ούτε εκείνος μπόρεσε να τον εντοπίσει στην πόλη Owerri όπου μετοίκησε το 2020. Ως τονίζει ο αρμόδιος λειτουργός, ο αιτητής δεν αναφέρθηκε σε οποιαδήποτε συμπεριφορά ή ενέργεια από μέρους του θείου του που να συνδέεται με βάσιμη προσωπική δίωξη.

Ως επισημαίνει ο αρμόδιος λειτουργός, αναφορικά σε ποιον ανήκει η περιουσία, ο αιτητής ανάφερε πως είναι στον θείο του, τον μεγαλύτερο υιό του παππού του. Ακόμα, ερωτηθείς αν έχει κάποιο νομικό έγγραφο για την περιουσία, ο ίδιος απάντησε αρνητικά. Επιπλέον ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε κατά την καταγραφή ότι η ισχυριζόμενη δίωξη του αιτητή δεν υφίσταται αφού όπως παραδέχθηκε ο ίδιος, η περιουσία, η οποία αποτελεί την γενεσιουργό αιτία της ισχυριζόμενης δίωξης του, ανήκει πλέον στο θείο του.

Επίσης, οι ισχυρισμοί του στη συνέντευξη παρουσιάζουν ασυνέπεια σε σχέση με όσα δήλωσε στο έντυπο ευαλωτότητας, στο οποίο επικαλέστηκε ότι ο θάνατος του αδερφού του προκλήθηκε από τον γιο του θείου του και όχι από τον ίδιο τον θείο του. Κληθείς να εξηγήσει αυτή την ασυνέπεια στις δηλώσεις του, ο αιτητής ανέφερε αόριστα και χωρίς σαφήνεια ότι έκανε λάθος και ότι αυτός που είχε σκοτώσει τον αδερφό του ήταν τελικά ο γιος του θείου του.

Συνεπώς, η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή δεν τεκμηριώθηκε.

Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός δεν ήταν σε θέση να εντοπίσει διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης σχετικές με τον ισχυρισμό του αιτητή, καθώς δεν υπήρχε οποιοσδήποτε εύλογος λόγος που να δικαιολογεί την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Εν τέλει, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε στην ολότητα του. 

Έπειτα στην αξιολόγηση κινδύνου εξετάστηκε ο μελλοντικός κίνδυνος στην βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, ήτοι αυτόν που αφορά στο προφίλ, ταυτότητα και χώρα καταγωγής του. Με αναφορά σε πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του κρίθηκε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που ισοδυναμεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία.

Ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων, ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας τον κίνδυνο που ενδεχομένως θα διατρέξει ο αιτητής στη χώρα καταγωγής του και λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία του προσωπικού του προφίλ, έκρινε ότι ο αιτητής δε δικαιούται προσφυγικό καθεστώς, αφού στο πρόσωπο του δεν συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης για ένα από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 και 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου ήτοι την εθνικότητα την φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική γνώμη όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και το άρθρο 10 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Περαιτέρω, θεώρησε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο του αιτητή, καθότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει εκείνη σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία,  δε συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης δυνάμει του άρθρου 15(α) και (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου). Επιπρόσθετα, η αρμόδια αρχή έκρινε ότι ούτε και οι προϋποθέσεις για χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας συντρέχουν δυνάμει του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου), μιας και στην πολιτεία Imo, τόπο  τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή, δεν επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων λόγω εσωτερικής και/ή διεθνούς ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, κρίνω ότι ουδεμία περαιτέρω έρευνα χρειαζόταν για την εξέταση της αίτησης του αιτητή.

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξής μου, θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018) και ενόψει τούτου να κρίνω αν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις του αιτητή, ως αυτές προβλήθηκαν καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίες παρατέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, παρατηρώ εκ προοιμίου ότι αυτός υπέπεσε σε ασάφειες και αντιφάσεις, οι οποίες πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του. Ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει λεπτομερείς και επαρκείς πληροφορίες για τα προσωπικά του βιώματα.

 

Ορθώς, λοιπόν, θεωρώ κρίθηκε από τους Kαθ’ ων η αίτηση ότι, τα όσα προβλήθηκαν στη συνέντευξη του αιτητή, ως ανωτέρω καταγράφονται, έθεταν εύλογα εν αμφιβόλω την αξιοπιστία των λεγομένων του αναφορικά με τα όσα ισχυρίστηκε, καθότι δεν ήταν σε θέση να παρέχει ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του, ενώ οι απαντήσεις του στερούνταν εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και περιείχαν αρκετές ελλείψεις και ασυνέπειες όσον αφορά  τον κίνδυνο που ισχυρίστηκε ότι διατρέχει από τον θείο του. Θα συμφωνήσω με την αξιολόγηση στην οποία έχει προβεί ο αρμόδιος λειτουργός ως καταγράφεται στην έκθεση – εισήγηση και με τα σημεία που εντόπισε περί του να καταλήξει σε εύρημα περί της μη αξιοπιστίας του αιτητή,  και επομένως παρέλκει η όποια επανάληψη τους.

 

Επομένως, καταλήγω ότι το εν λόγω αφήγημα του αιτητή δεν παρουσιάζει ευλογοφάνεια και συνοχή. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα εκ του αιτητή εξιστορισθέντα δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά. Επομένως, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία των ανωτέρω δηλώσεών του, το Δικαστήριο κρίνει ότι εκ των όσων αυτός δήλωσε, λόγω της απολύτου προσωπικής φύσεως τους, δεν προκύπτουν στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω έρευνας σε εξωτερικές πηγές. Στη βάση, λοιπόν, της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών του αιτητή, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται ως μη αξιόπιστος στο σύνολό του.

 

Υπό το φως λοιπόν των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του αιτητή ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε κατά τρόπο κανένα απολύτως ισχυρισμό ο οποίος στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο, καθότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Συνακόλουθα ο αιτητής δεν επικαλέστηκε κανέναν ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό τη μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων, εξευτελιστικής ή απάνθρωπης μεταχείρισης ή τιμωρίας, για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α), (β) του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Περαιτέρω, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής  στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπουν, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα του αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί στην πολιτεία Imo, η οποία έχει γίνει δεκτό ότι αποτελεί τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής τoυ στη χώρα καταγωγής του.

 

Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας σύμφωνα με το διαδραστικό χάρτη του RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και Ισλαμικού Κράτους (Islamic State in West Africa Province/ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη διεθνής ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του Ισλαμικού Κράτους (ISWAP) και της Boko Haram. Από το 2014, η πολυεθνική ομάδα που δημιουργήθηκε (Multinational Joint Task Force) - η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, τον Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία- έχει παρέμβει προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς.[1]

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 22/06/2024 - 20/06/2025, σημειώθηκαν στην πολιτεία Imo 108 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 175 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 43 περιστατικά συνίσταντο σε μάχες (89 θάνατοι), ήταν 46 περιστατικά βίας κατά αμάχων (83  θάνατοι), 3 ήταν περιστατικά ταραχών (3 θάνατοι), 14 ήταν διαμαρτυρίες (καμία απώλεια) και 2 ήταν περιστατικά απομακρυσμένης βίας (καμία απώλεια).[2]

Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις που έλαβαν χώρα το έτος 2022, ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Imo ανέρχετο σε 174.200 κατοίκους.[3] Εκ των ανωτέρω πληροφοριών καθίσταται σαφές ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (175 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι στην πολιτεία  Imo επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων στα πλαίσια οιασδήποτε εσωτερικής και/ή διεθνούς ένοπλης σύγκρουσης. Συνεπώς, δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για κάποιον πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά από συνθήκες οι οποίες εμπίπτουν στις πρόνοιες του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ στην πολιτεία Imo.

Κατά συνέπεια, η πολιτεία Imo της Νιγηρίας, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή, δεν φαίνεται να πλήττεται από συγκρούσεις και περιστατικά βίας οι οποίες πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε νομολογιακά στις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité του ΔΕΕ[4]. Πέραν τούτου, λαμβάνοντας υπόψιν και το προσωπικό προφίλ του αιτητή, διαπιστώνω ότι απουσιάζουν ιδιαίτερες επιβαρυντικές περιστάσεις, δεδομένου ότι ο αιτητής συνιστά ενήλικα, υγιή, με οικογενειακό και κοινωνικό δίκτυο στη Νιγηρία, ενώ δεν έχει προκύψει οιαδήποτε ευαλωτότητα η οποία θα μπορούσε να επιτείνει τον κίνδυνο να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της επικρατούσας κατάστασης ασφαλείας στην πολιτεία Imo, κατά την εφαρμογή της αρχής της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας».

Συμπερασματικά, δεν κρίνω ότι ανακύπτουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο αιτητής θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στην πολιτεία Imo. Ως εκ τούτου, ο σχετικός ισχυρισμός των συνηγόρων του απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Επομένως, απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός του αιτητή περί παράλειψης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου να εξετάσει κατά πόσο πληροί τις προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία, καθότι ως μπορεί να διαπιστωθεί από τα όσα έχουν αναφερθεί ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός, κατόπιν ενδελεχούς έρευνας, έκρινε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας επειδή δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 (α), (β), (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και του αντίστοιχου άρθρου 19 (2) (α), (β), (γ) των περί Προσφύγων Νόμου. Συνακόλουθα, ενόψει των ως έχουν αναφερθεί, απορρίπτεται και ο ισχυρισμός του αιτητή περί παράβασης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή του.

Σημειώνεται άλλωστε ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το άρθρο12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, έκδωσε την Κ.Δ.Π 145/2025, δυνάμει της οποίας η Νιγηρία περιλαμβάνεται στον κατάλογο των χωρών με τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας. Στην υπό εξέταση ωστόσο περίπτωση,  ο αιτητής δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε λόγο για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι για τον ίδιο ασφαλής χώρα ιθαγένειας, στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

                                                                                 Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία ΓενεύηςΤελευταία Ενημέρωση: 02.03.2023  https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria [Ημερομηνία Πρόσβασης: 30/06/2025]

[2] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Projectδιαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/  (βλπλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests DATE RANGE: 23/03/2024 - 21/03/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Imo, LOCATION: Owerri) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 30/06/2025]

[3] City Population, Africa: Nigeria: Imo State: Owerri,  https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/imo/NGA017026__owerri_municipal/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 30/06/2025]

[4] Βλ.  Απόφαση ΔΕΕ C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides ημερ.30/01/2014 (βλ. σκέψη 31), όπως επίσης απόφαση ΔΕΕ C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali v Staatssecretaris van Justitie ημερ. 17/2/2009 (βλ. σκέψη 39, 43).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο