
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: 2785/23
17 Ιουνίου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
E.M.M.
Αιτητής
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Ρ. Μαλεκκίδου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.
Κοτζια (κα) για Θ. Παπανικολάου (κα) και Χ. Δημητρίου (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας για τους Καθ'ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 02/08/2023, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οπουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Παράλληλα με δεύτερο αιτητικό, αιτείται την έκδοση απόφασης επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία αναγνωρίζοντας αυτόν πρόσφυγα ή δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας αντικαθιστώντας την προσβαλλόμενη απόφαση.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:
Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής Κονγκό) κάτοχος διαβατηρίου με ημερομηνίας έκδοσης 20/04/2021 και ημερομηνία λήξης 19/04/2026 εκδοθέν από τις αρχές της χώρας του. Κατά δήλωσή του, ο Αιτητής εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του την 03/03/2022 και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, από όπου στη συνέχεια εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας στις 27/04/2022 αίτημα διεθνούς προστασίας.
Στις 27/07/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, παρέχοντάς του δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 31/07/2023, αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή. Αυθημερόν, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή και επιστροφή του στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κόγκο.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου μαζί με την αιτιολογία αυτής, η οποία περιέχεται στην επιστολή 02/08/2023, παραλήφθηκε από τον Αιτητή αυθημερόν θέτοντας την υπογραφή του, μετά από πλήρη επεξήγηση του περιεχομένου της.
Εμπρόθεσμα, ο Αιτητής καταχώρησε, μέσω της συνηγόρου του, την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση, προβάλλοντας σωρεία νομικών ισχυρισμών για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ωστόσο με την γραπτή της αγόρευση η συνήγορος του περιορίζεται γενικά και αόριστα στην προώθηση του ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας κατά την εξέταση του αιτήματος του Αιτητή, πλάνη περί το νόμο, κατάχρηση εξουσίας και έλλειψη αιτιολογίας, χωρίς υπαγωγή τους στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, κατά παράβαση των διαδικαστικών Κανονισμών περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019 (3/2019).
Οφείλω στο σημείο αυτό να αναφερθώ στη προχειρότητα με την οποία προωθείται η υπόθεση του Αιτητή, εφόσον οι αναφορές περί των πραγματικών περιστατικών δεν συνάδουν με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Ειδικότερα, η συνήγορος του Αιτητή, προβαίνει σε ανάλυση ισχυρισμών που αφορούν προφανώς άλλη υπόθεση και όχι την υπό εξέταση, αναφερόμενη στην αγγλόφωνη κρίση που επικρατεί στο Καμερούν προωθώντας τη θέση ότι οι Καθ’ ων η αίτηση περιέπεσαν σε πλάνη περί το Νόμο εφόσον δεν πέτυχαν στον καθήκον τους να αξιολογήσουν τα ενώπιον τους πραγματικά γεγονότα.
Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέτασης απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι η επίδικη απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση έχει ληφθεί κατόπιν δέουσας έρευνας έχοντας ληφθεί υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Περαιτέρω, προβάλλουν ότι ο Αιτητής δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του και κατά συνέπεια καλούν το Δικαστήριο όπως απορρίψει την προσφυγή του Αιτητή.
Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων και δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.
Ο Αιτητής κατά την καταγραφή του αιτήματός του δήλωσε ως λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του τις θανάσιμες απειλές που δέχτηκε από μέλη εγκληματικής συμμορίας τους οποίους είχε το θάρρος να καταγγείλει για τις εγκληματικές τους πράξεις.
Στο πλαίσιο της προφορικής του συνέντευξης ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στην περιοχή Matete στην Kinshasa. Δήλωσε άγαμος πατέρας δύο ανήλικων παιδιών προερχόμενα από διαφορετικές μητέρες. Η πατρική του οικογένεια αποτελείτε από τους γονείς του και τα πέντε αδέλφια του, όλοι διαμένοντες στη Kinshasa. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο δήλωσε ότι δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του λόγω οικονομικών δυσκολιών, ενώ για την εργασιακή του εμπειρία δήλωσε εργάτης για πολλά χρόνια.
Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, κατά την ελεύθερη αφήγησή του, ανέφερε πως επισκέφτηκε ένα φίλο του στην περιοχή Kamucha στη Kinshasa, ο οποίος τον ενημέρωσε πως πρέπει να είναι προσεκτικός από μέλη μιας εγκληματικής συμμορίας που τρομοκρατούσαν τους κατοίκους της πόλης και πως μεταξύ άλλων, προέβαιναν σε κλοπές συγκεκριμένου τύπου αυτοκινήτων, ενημερώνοντας τον πως αυτοί δρουν σε διάφορα μέρη της Kinshasa. Ο Αιτητής ανέφερε πως είχε δει ένα από τα μέλη της εν λόγω συμμορίας σε ένα χώρο όπου πωλούνταν αυτοκίνητα στη περιοχή Matete (περιοχή διαμονής του). Μετά από καταγγελία του Αιτητή στον υπεύθυνο του χώρου, το άτομο αυτό είχε συλληφθεί, με αποτέλεσμα η συμμορία να θεωρήσει υπεύθυνο τον Αιτητή. Έτσι ο ίδιος αποφάσισε να αποφεύγει απομονωμένα μέρη και να είναι προσεκτικός. Συνεχίζοντας την αφήγησή του ο Αιτητής αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό κατά το οποίο, ως ανέφερε ένα βράδυ φεύγοντας από νυχτερινή του έξοδο άκουσε κάποιον να φωνάζει το όνομα του και αποφάσισε να τρέξει μακριά. Ακούγοντας από πίσω του πυροβολισμούς υπέθεσε πως ήταν κάποιο άτομο από την εν λόγω εγκληματική συμμορία ο οποίος ήθελε να τον βλάψει Στη συνέχεια όταν μίλησε στην οικογένεια του για το περιστατικό ο πατέρας του τον συμβούλεψε να καταγγείλει το περιστατικό στην αστυνομία αναφέροντάς του όμως πως τα άτομα αυτά συνεργάζονται με τις αστυνομικές αρχές. Παρ’ όλα ο Αιτητής προέβη σε καταγγελία και η αστυνομία τον συμβούλεψε να μεταβεί εκτός της χώρας για την ασφάλεια του. Λόγω του ότι δεν μπορούσε να ταξιδέψει αμέσως αποφάσισε να μεταβεί στην περιοχή Kinseso, όπου διέμενε η γιαγιά του μέχρι να ετοιμαστούν τα ταξιδιωτικά έγγραφα του. Όταν μετέβη εκτός χώρας ενημερώθηκε πως ο αδελφός του ο οποίος του έμοιαζε, υπήρξε θύμα επίθεσης, δηλώνοντας πως δεν νοιώθει ασφάλεια σε περίπτωση επιστροφής του.
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις σχετικά με την τελευταία αναφορά για την επίθεση που δέχτηκε ο αδελφός του, ο Αιτητής εξήγησε πως άτομα που έσπευσαν να βοηθήσουν τον αδελφό του, αναγνώρισαν ότι οι δράστες επρόκειτο για μέλη της εν λόγω συμμορίας μέσω του συγκεκριμένου τύπου αυτοκινήτων με τα οποία μετέβησαν στην οικία του.
Σε σχέση με το περιστατικό που τον οδήγησε να αναφερθεί στις αστυνομικές αρχές, ο Αιτητής διευκρίνισε πως τα πράγματα είναι παράξενα στην ΛΔΚ αφού άνθρωποι που βρίσκονται σε αυτές τις συμμορίες μπορεί παράλληλα να ανήκουν στις μυστικές υπηρεσίες της αστυνομίας. Ωστόσο, όταν ερωτήθηκε για το αν οι αρχές θα του επιτρέψουν να επιστρέψει απάντησε θετικά.
Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά στη χώρα καταγωγής και τον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά στον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του Αιτητή από συμμορία μέσω λεκτικών απειλών έτυχε απόρριψης, καθότι όπως κρίθηκε ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις, ασάφειες, αοριστίες, γενικολογίες, έλλειψη ευλογοφάνειας και έλλειψη επαρκών πληροφοριών.
Ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να δώσει πληροφορίες αναφορικά με την δίωξη υπό την μορφή λεκτικών απειλών από συμμορία, αναφέρθηκε με αοριστία για τις απειλές που δεχόταν. Σε διευκρινιστική ερώτηση σχετικά με το πως ο ίδιος προστάτευε τον εαυτό του κατά την διάρκεια των απειλών (οι οποίες όπως ανέφερε ξεκίνησαν από τον Νοέμβριο του 2021) ανέφερε με ασάφεια ότι τον Δεκέμβριο του 2021 μετακόμισε στην περιοχή Kinseso. Αναφορικά με τα μέτρα προστασίας που έλαβε απάντησε πως δεν έκανε κάτι, ότι η περιοχή ήταν απομονωμένη και πως διέμενε μέσα στο σπίτι με τη γιαγιά του. Λαμβάνοντας υπόψη πως ο ίδιος δεχόταν απειλές από την συγκεκριμένη συμμορία θα αναμενόταν να είχε προβεί σε κάποια μέτρα προστασίας προς αποφυγή της ισχυριζόμενης δίωξης. Δεν ήταν σε θέση να παρέχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις απειλές που λάμβανε από την συγκεκριμένη συμμορία. Ο Αιτητής υπέπεσε σε αντίφαση όταν ενώ ανέφερε ότι απέφευγε να βγαίνει έξω αργά, στη συνέχεια δήλωσε ότι το περιστατικό που τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του διαδραματίστηκε μετά από μια νυχτερινή έξοδο. Δεν κατάφερε να διευκρινίσει την συγκεκριμένη αντίφαση κι όταν του δόθηκε η ευκαιρία απάντησε και πάλι με ασάφεια. Σε διευκρινιστική ερώτηση σχετικά με τον λόγο που δεν μετέβηκε σε κάποια άλλη περιοχή δεν έδωσε κάποια σχετική απάντηση, αναφέροντας με αοριστία ότι μέλη της συγκεκριμένης συμμορίας συνεργάζονται με τις αρχές και είναι κάτω υπό την προστασία των στρατηγών, συνταγματαρχών και ταγματαρχών. Τέλος αν και δόθηκε κατ’ επανάληψη η ευκαιρία στον Αιτητή να αναφέρει κατά πόσο του συνέβη κάτι κατά την διάρκεια της διαμονής του στην ΛΔΚ μέχρι και την αναχώρηση του, ανέφερε ότι δεν του συνέβη το οτιδήποτε. Οι Καθ’ ων η αίτηση καταλήγουν πως δεν υφίσταται ο ισχυριζόμενος φόβος δίωξης από συμμορία διότι ο Αιτητής δεν έδωσε σαφείς παραδείγματα και περιστατικά τα οποία να δικαιολογούν τη γενεσιουργό αιτία του ισχυριζόμενου φόβου του. Διαπιστώνουν ως εκ τούτου πως το στοιχείο του φορέα δίωξης απουσιάζει.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου επισήμανε ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του ως αναξιόπιστος.
Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση κινδύνου και στη βάση του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός, κρίθηκε ότι δεν προέκυψαν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει φόβο δίωξης ή άλλως κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. Ως εκ τούτου, ο φόβος του δεν κρίθηκε ως βάσιμος και δικαιολογημένος.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του Αιτητή διαφάνηκε ότι στο πρόσωπό του δε συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί την επιστροφή του σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης για έναν από τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Ως εκ τούτου, με βάση τις δηλώσεις του Αιτητή, το προσωπικό του προφίλ και την εκτίμηση κινδύνου, συνήχθη ότι κανένας φόβος για δίωξη δεν καθορίστηκε με βάση την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα του μέλους σε μια συγκεκριμένη ομάδα ή την πολιτική γνώμη, όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Ακολούθως κρίθηκε ότι δε συντρέχουν ούτε οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας υπό τις πρόνοιες των άρθρων 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, καθώς δεν αναμένεται ευλόγως να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής, εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητάς του λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, οι Καθ' ων η αίτηση κατέληξαν ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις εκ του νόμου προϋποθέσεις ώστε να του εκχωρηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή άλλως καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και ως εκ τούτου το αίτημά του απορρίφθηκε.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».
Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.
Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο Αιτητής έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του Αιτητή, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός. Επί τούτου ο Αιτητής, αν και με γενικό τρόπο, ισχυρίζεται ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής του, δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.
Στα πλαίσια ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο, αφού μελέτησε το σύνολο του διοικητικού φακέλου, αποδέχεται τον ισχυρισμό σχετικά με τη χώρα καταγωγής και τον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή καθώς δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία.
Ως προς την αξιολόγηση του δεύτερου ισχυρισμού κρίνω ορθή την αξιολόγηση των Καθ' ων η αίτηση. Συγκεκριμένα παρατηρώ, πως ο Αιτητής δεν κατάφερε να παρέχει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με την δίωξη υπό την μορφή λεκτικών απειλών από συμμορία. Διακρίνεται πράγματι ασυνέπεια στις δηλώσεις του Αιτητή, αφού του δόθηκε κατ’ επανάληψη η ευκαιρία να αναφέρει εάν του συνέβη το οτιδήποτε κατά την διάρκεια της διαμονής του στην χώρα λέγοντας πως δεν του συνέβη το οτιδήποτε, πέραν του περιστατικού το οποίο περιέγραψε. Ειδικότερα, ο πυρήνας του ισχυρισμού αξιολογείται ως εμφανώς αποδυναμωμένος αφού ο Αιτητής δήλωσε ότι υπέστη δίωξη χωρίς όμως να μπορεί να συγκεκριμενοποιήσει τις πληροφορίες αυτές, γεγονός που αναγκάζει το Δικαστήριο να κρίνει τον ισχυρισμό ως μη αληθοφανή. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεωρεί ορθή την αξιολόγηση των Καθ' ων η αίτηση και δεν θεμελιώνεται η εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.
Προχωρώντας σε αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, κατ’ αρχή κρίνω λανθασμένη τη θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των ισχυρισμών του Αιτητή μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Ορθότερη προσέγγιση θα ήταν η αναζήτηση τέτοιων πληροφοριών σε εξωτερικές πηγές, κάτι στο οποίο εκ της δικαιοδοσίας του θα προβεί το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα, ώστε να εξεταστεί πλήρως ο προβαλλόμενος από τον Αιτητή ισχυρισμός.
Το Δικαστήριο εντόπισε πληροφορίες αναφορικά με τη δράση συμμοριών και ένοπλων ομάδων στη ΛΔΚ καθώς και την άνοδο της εγκληματικότητας που σχετίζεται με τη δράση τους. Σε σχέση με το φαινόμενο των συμμοριών νεαρών ατόμων γνωστών ως Kuluna, πιστεύεται ότι εμφανίστηκε στην Κινσάσα περίπου το έτος 2000 και προέκυψε από μια γενική κατάσταση ανομίας.[1] Ο όρος kuluna χρησιμοποιείται για τις οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες που δρουν στην Kinshasa.[2] Οι Kuluna περιγράφονται ως «κυρίως έφηβοι και νεαροί άνδρες σε οργανωμένες εγκληματικές συμμορίες περίπου 10 έως 20 μελών» που είναι γνωστό ότι κουβαλούν μαχαίρια, σπασμένα μπουκάλια ή μαχαίρια και ότι απειλούν ή αποσπούν δια της χρήσης βίας χρήματα, κοσμήματα, κινητά τηλέφωνα και άλλα τιμαλφή. Αν και το φαινόμενο ήταν αρχικά περιορισμένο στις φτωχότερες συνοικίες της Κινσάσα, όπως το Yolo, το Limete, το Matete και το Makala Kinshasa, σταδιακά επεκτάθηκε στην υπόλοιπη πρωτεύουσα, καθώς και σε άλλες πόλεις.[3]
Αναφορικά με τη δραστηριοποίηση των Kulunas στην Kinshasa, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφέρει το 2019 ότι οι εγκληματικές συμμορίες γνωστές ως Κuluna θεωρούνται υπεύθυνες για σοβαρά εγκλήματα όπως ένοπλες ληστείες και βίαιες επιθέσεις στη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της Κινσάσα.[4] Στην έκθεσή του για το 2017, το Συμβούλιο του Καναδά για τη Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες (IRB), αναφερόμενο σε διάφορες πηγές, απαρίθμησε τα ακόλουθα εγκλήματα τα οποία συνήθως διαπράττονται από τους Kulunas: ληστείες, τραυματισμοί, βιασμοί και δολοφονίες. Το IRB σημείωσε περαιτέρω ότι οι Kulunas είναι ένα «αστικό φαινόμενο», με παρουσία «ιδιαίτερα» στην Κινσάσα.[5]
Παρ’ όλο που εντοπίστηκαν πληροφορίες αναφορικά με τη δράση συμμοριών και ένοπλων ομάδων στη ΛΔΚ καθώς και την άνοδο της εγκληματικότητας που σχετίζεται με τη δράση τους, εντούτοις κρίθηκε πως ο εν λόγω ισχυρισμός δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός, εξαιτίας έλλειψης εσωτερικής συνοχής και γι' αυτό το Δικαστήριο κρίνει τον ισχυρισμό του Αιτητή ως αναξιόπιστο.
Από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών του, προκύπτει ότι ο Αιτητής δε στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα, ο δε ισχυρισμός περί πάσχουσας έρευνας απορρίπτεται ως μη στοιχειοθετημένος.
Ο «Πρακτικός Οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.
Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση, διαπιστώνω ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θα διερευνήσει την πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα και ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στη ΛΔΚ.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) που καταγράφει τις συρράξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, η ΛΔΚ εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις εντός των εδαφών της εναντίον αριθμού ενόπλων ομάδων κυρίως στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Kinshasa.[6] Επιπρόσθετα, Έκθεση του 2023 της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ αναφέρει ότι ένοπλες συγκρούσεις εντοπίζονται στις περιοχές Nord-Kivu, Sud-Kivu και στις ανατολικές επαρχίες του Ituri, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Kinshasa.[7] Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Kinshasa δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.
Οι κύριες ανησυχίες για την ασφάλεια στο Κονγκό περιλαμβάνουν αυθαίρετες ή παράνομες δολοφονίες συμπεριλαμβανομένων εξωδικαστικών δολοφονιών, βασανιστήρια ή σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία από την κυβέρνηση, σοβαρά προβλήματα με την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, αδυναμία των πολιτών να αλλάξουν την κυβέρνησή τους ειρηνικά μέσω ελεύθερων και δίκαιων εκλογών και εγκλήματα που περιλαμβάνουν βία.[8] Αυτά τα περιστατικά δημιουργούν μια ασταθή κατάσταση ασφαλείας, αλλά δεν πληρούν το όριο για να χαρακτηριστούν ως ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο.
Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα τα οποία αντικατοπτρίζουν το ασφαλές της περιοχής. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 08/06/2024 και 06/06/2025 σημειώθηκαν 27 περιστατικά εκ των οποίων προέκυψαν 234 απώλειες ζωών. Πιο αναλυτικά, εξ αυτών καταγράφηκαν 4 μάχες με 14 ανθρώπινες απώλειες, 12 περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων με 17 ανθρώπινες απώλειες, 9 ταραχές με 203 ανθρώπινες απώλειες, 2 διαμαρτυρίες χωρίς ανθρώπινες απώλειες και κανένα περιστατικό εκρήξεων/απομακρυσμένης χρήσης βίας. Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της πολιτείας Kinshasa για το έτος 2024 (17.032.322 κάτοικοι[9]), καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Βάση των πιο πάνω πληροφοριών, προκύπτει πως στην Kinshasa, τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη υπό το σύνηθες νόημα στην καθημερινή γλώσσα, όπου οι τακτικές δυνάμεις ασφαλείας της χώρας καταγωγής συγκρούονται με ένοπλες δυνάμεις αυτονομιστών (Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση, Diakite, C‑285/12, ημερ. 30.1.2014, σκέψη 19).
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.
Λαμβάνεται υπόψιν και το γεγονός ότι ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής κατόρθωσε να αντικρούσει τα ευρήματα περί αναξιοπιστίας των ισχυρισμών του από τους Καθ' ων η Αίτηση, ούτε όμως προέβαλε οποιονδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ
[1] Global Initiative, Criminals or vigilantes? The Kuluna gangs of the Democratic Republic of Congo, 17 June 2021, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2066333/2022_01_Q1_EASO_COI_Query_Response_DRC_LIKOFI_OPERATION.pdf, σελ. 3-4 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/03/2025)
[2] AI - Amnesty International: Operation Mbata ya Bakolo: Mass expulsions of foreign nationals in the Republic of Congo [AFR 22/1951/2015], 1 July 2015, σελ. 9, (available at ecoi.net)
http://www.ecoi.net/file_upload/1226_1435824972_afr2219512015english.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/03/2025)
[3] HRW, Operation Likofi - Police Killings and Enforced Disappearances in Kinshasa, DRC, 17 November 2014, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2066333/2022_01_Q1_EASO_COI_Query_Response_DRC_LIKOFI_OPERATION.pdf, σελ. 2 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/03/2025)
[4] HRW, DR Congo: Police Killed, 'Disappeared' 34 Youth, 21 February 2019, https://www.hrw.org/news/2019/02/21/dr-congo-police-killed-disappeared-34-youth (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/03/2025)
[5] IRB, Democratic Republic of Congo: "Kuluna" gangs, including areas where they have influence; government efforts against them, including effectiveness and resources available; state protection available to victims and its effectiveness (2013-August 2017), 21 August 2017, https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=457674&pls=1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/03/2025)
[6] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης
https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse3accord ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/03/2025
[7] Amnesty International, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2023 https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/ ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/03/2025
[8] Republic of the Congo - United States Department of State, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/03/2025
[9] World Population Review, 'Kinshasa Population 2024', n.d., διαθέσιμο σε https://worldpopulationreview.com/world-cities/kinshasa-population ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/03/2025
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο