Μ. Ο. O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.3007/23, 30/6/2025
print
Τίτλος:
Μ. Ο. O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.3007/23, 30/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.3007/23

                                                                                                                                   

30 Ιουνίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Μ. Ο. O.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κ.κ. Ν. Λοΐζου & Χ. Χριστούδιας, δικηγόροι για τον αιτητή

Κος Μ. Αμπελώμο, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.04/08/23, η οποία επιδόθηκε δια χειρός αυθημερόν, και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, από τα κατεχόμενα, στις 11/05/22 και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 14/06/22 (ερ.1-3, 28).  

Στις 02/07/23 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου όπου δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.14-28). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση (ερ.71-87) και στις 19/07/23 η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να μην παραχωρήσει στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στις 04/08/23, με αντίγραφο σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν (ερ.89, 3).

Επί της αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του ότι είναι ομοφυλόφιλος και αυτό είναι έγκλημα στη Νιγηρία. Ως σχετικώς αναφέρει, όταν διατηρούσε «δημοσίως δεσμό με ένα με ένα ομοφυλόφιλο», ο πατέρας του τον αποκλήρωσε και τον «πέταξε έξω από το σπίτι» και τότε ο αιτητής συμβίωσε με τον φίλο του και ο περίγυρος άρχισε να το αντιλαμβάνεται και άρχισαν να τους συλλαμβάνουν από την αστυνομία, εξευτελίζονταν από την κοινότητα και λάμβαναν απειλές κατά της ζωής τους. Μια μέρα ο αιτητής έφυγε από το σπίτι και όταν επέστρεψε βρήκε τον φίλο του νεκρό από αγνώστους, οι οποίοι, ως αναφέρει, άφησαν γράμμα για τον ίδιο, όπου του ανέφεραν ότι είναι ο επόμενος (σ.σ. να σκοτωθεί) και γι’ αυτό τον λόγο έφυγε από τη χώρα.

Στη συνέντευξη που διενεργήθηκε ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και διέμενε όλη του τη ζωή στην πόλη Warri, Delta State, η μητέρα του απεβίωσε το 2022, έχει ένα αδελφό που διαμένει στην Abuja (με τον οποίον επικοινωνεί) και τον πατέρα του, ο οποίος μένει στο Warri, ο οποίος τον έχει αποκληρώσει λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ως ανέφερε. Έχει τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 2014 και το 2020 ενεγράφη σε πανεπιστημιακό ίδρυμα στα κατεχόμενα, όπου σπούδαζε και εργαζόταν σε οικοδομές για 2 έτη.

Αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του ο αιτητής ανέφερε πως ήταν λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Ως ανέφερε, από τότε που ήταν παιδί του έλεγαν πως το να είσαι ομοφυλόφιλος το έβλεπαν ως βδέλυγμα (abomination), μέχρι που πήγε σε σχολείο αρρένων για έξι χρόνια και ανακάλυψε ότι τον έλκυαν τα αγόρια. Είχε πολλά προβλήματα στο σχολείο, ως ανέφερε, αφού τον τιμωρούσαν συχνά και η οικογένεια του νόμιζε ότι είχε κάτι πνευματικό. Έτσι αναγκάστηκε να προσποιείται ότι άλλαξε. Τρία χρόνια μετά το σχολείο διατηρούσε ανοιχτή σχέση με ένα άνδρα με αποτέλεσμα ο πατέρας του, όταν το έμαθε από τον κοινωνικό περίγυρο, να του δηλώσει πως πλέον δεν τον θεωρεί γιο του, αποκηρύσσοντας τον και διώχνοντας τον από το σπίτι όταν ο αιτητής ήταν 21 χρονών. Έτσι μετακόμισε με τον σύντροφο του, έχοντας την υποστήριξη της μητέρας του, όμως άτομα της κοινότητας άρχισαν να τον απειλούν και να καλούν την αστυνομία αφού, ως εξήγησε, το να διατηρείς ανοιχτή σχέση με άτομο του ίδιου φύλου θεωρείται ντροπή. Ανάφερε μάλιστα πως έχει δει άτομα να τα λυντσάρει ο όχλος. Τρείς εβδομάδες μετά που άρχισε να συμβιώνει με τον σύντροφο του έφυγε από το σπίτι και όταν επέστρεψε βρήκε τον φίλο του νεκρό και είχαν αφήσει γράμμα για τον ίδιο, όπου του ανέφεραν ότι είναι ο επόμενος και τότε έτρεξε από σπίτι σε σπίτι συγγενών του μέχρι που η μητέρα του συγκέντρωσε τα χρήματα για το ταξίδι του.

Ερωτώμενος για τις απειλές που λάμβανε ο αιτητής ανέφερε ότι σε ηλικία 14-15 ετών τον απέβαλαν από το σχολείο γιατί ήταν πολύ «φιλικός» με αγόρια και η μητέρα του θεωρούσε ότι είναι κάτι πνευματικό και προσευχόταν γι’ αυτόν. Μετά από 2 μήνες αυτός επέστρεψε στο σχολείο αλλά τον συνέλαβαν με άλλο συμμαθητή του και έτσι άρχισε να προσποιείται ότι «είναι καλό παιδί». Ερωτώμενος σχετικά ανέφερε ότι μετακόμισε με τον σύντροφο του τον Μάρτιο 2019 και τότε άρχισε να λαμβάνει απειλές δια ζώσης από τους γείτονες και η αστυνομία τους παρενοχλούσε γιατί συμπεριφερόταν θηλυπρεπώς, όμως δεν τον συνέλαβαν, αλλά δεν έκαναν τίποτε για τις απειλές που δεχόταν. Ερωτώμενος για τον θάνατο του συντρόφου του ανέφερε ότι τον βρήκε μαχαιρωμένο και παραβιασμένο το διαμέρισμα τους, όμως, παρότι υπέβαλε καταγγελία στην αστυνομία, δεν έπραξαν κάτι γιατί αυτό «δεν το παίρνουν στα σοβαρά στην Αφρική», ως ανέφερε. .

Σε ερωτήσεις επί του σεξουαλικού προσανατολισμού του αιτητή στη βάση του μοντέλου DSSH, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι ομοφυλόφιλος, ελκύεται κυρίως σε θηλυπρεπείς άνδρες και το αντιλήφθηκε στο γυμνάσιο, όπου πήγε σε σχολείο αρρένων, όπου «τα μπάνια ήταν μεγάλα και είδε γυμνούς άνδρες και το κατάλαβε. Είχε δεσμό με γυναίκα μια φορά όμως προτιμά τα αγόρια. Ερωτώμενος για τον σύντροφο του ανέφερε ότι ο δεσμός τους ήταν ρομαντικός, είχε αισθήματα γι’ αυτόν και τον γνώρισε «τριγύρω» (around) και μιλούσαν διαδικτυακά, ένιωθε καλά εσωτερικά όμως εξωτερικά ντρεπόταν. Ερωτώμενος για το πως αισθανόταν όταν αντιλήφθηκε ότι είναι ομοφυλόφιλος ο αιτητής ανέφερε ότι ένιωθε ότι έκανε κάτι κακό αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί. Ερωτώμενος πότε γνώρισε τον σύντροφο του ο αιτητής ανέφερε ότι έγινε το 2019 (ακολούθως είπε μεταξύ 2017-2019) και, σε ακόλουθη ερώτηση, ανέφερε ότι δεν γνωρίζει κάποιο κλαμπ για ΛΟΑΤΚΙ άτομα στη Νιγηρία. Από το 2021 και μετέπειτα δεν είχε άλλη ομοφυλοφιλική σχέση ή εμπειρία λόγω φόβου και δεν έχει χρησιμοποιήσει κάποια εφαρμογή γνωριμιών στο διαδίκτυο. Σε ακόλουθη ερώτηση ανέφερε ότι είχε μια επαφή για μια βραδιά στα κατεχόμενα, δεν ήταν όμως σε θέση να αναφέρει κάτι περαιτέρω επί τούτου. Ερωτώμενος σχετικά ανέφερε πως νιώθει ανεπιθύμητος, στην πατρίδα του ένιωθε ότι ζούσε «κόλαση». Ερωτώμενος για την αντίδραση της οικογένειας του στον σεξουαλικό του προσανατολισμό ανέφερε και πάλι ότι ο πατέρας του τον αποκλήρωσε, η μητέρα του ήταν λυπημένη γιατί νόμιζε ότι τον έχει κυριεύσει κάποιο κακό πνεύμα και ο αδελφός του τον δέχτηκε. Ερωτώμενος πως βλέπει η θρησκεία του (Χριστιανός) τον σεξουαλικό του προσανατολισμό ο αιτητής ανέφερε ότι είναι ότι χειρότερο μετά τον φόνο. Τέλος, ερωτώμενος πως θα νιώθει σε περίπτωση που επιστρέψει στη Νιγηρία ο αιτητής ανέφερε ότι δεν θα είναι ελεύθερος να ζήσει τη ζωή του και να είναι ο εαυτός του.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους 2 ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή

2.    Σεξουαλικός προσανατολισμός του αιτητή ως ομοφυλόφιλο άτομο

Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο, απέρριψαν όμως τον 2ο εκ των ως άνω ισχυρισμών του αιτητή.

Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, κρίθηκε ότι στερείται εσωτερικής συνοχής ενόψει της αοριστίας, ασάφειας και γενικότητας των δηλώσεων του αλλά και των αποκρίσεων του στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν.

Αξιολογήθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες και οι ισχυρισμοί του παρουσιάζουν ασυνέπειες και επιπολαιότητα σε θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός του, ήτοι τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο ίδιος τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Σχετικώς κρίθηκε ότι υπήρξε γενικόλογος και δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομέρειες για τον δεσμό του και τον σύντροφο του, τον τρόπο που αντιλήφθηκε τον σεξουαλικό του προσανατολισμό και τις εσωτερικές διεργασίες που διήλθε μέχρι να αποδεχθεί και ο ίδιος τον εαυτό του. Περαιτέρω, ως κρίθηκε, δεν μπόρεσε να περιγράψει το πως γνώρισε τον σύντροφο του, κάποιο βιωματικό στοιχείο ή λεπτομέρεια από τη σχέση του, την οποία διατηρούσε για 2 έτη, και τον τρόπο που γνωρίστηκαν, παρέμεινε δε εν πολλοί μονολεκτικός στις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν σχετικώς και ουδόλως εξέφρασε κάποιο συναίσθημα ή συναισθηματική απόκριση στα όσα εξιστορούσε. Επίσης δεν μπόρεσε να εκφράσει με εύλογη επάρκεια τα άτομα που τον ελκύουν, να εξηγήσει το γιατί ανέφερε ότι εσωτερικά ήταν καλά αλλά εξωτερικά ντρεπόταν, φράση που κρίθηκε και ασαφής. Αρνητικά αξιολογήθηκε τέλος το γεγονός ότι, παρότι βρισκόταν στην Κύπρο για 3 χρόνια ήδη κατά τον χρόνο της συνέντευξης (2 στα κατεχόμενα και ένα στις ελεύθερες περιοχές), εντούτοις δεν ανέπτυξε κανένα δεσμό ή σχέση, παρόλο που, ως ο ίδιος ανέφερε, ένιωθε καλά εδώ. Αρνητικά επίσης αξιολογήθηκε το ότι ο αιτητής, όταν ρωτήθηκε σχετικά, δήλωσε άγνοια για κάποιο μέρος που συχνάζουν άτομα ΛΟΑΤΚΙ ή κάποια συγκεκριμένη εφαρμογή γνωριμιών, πράμα που κρίθηκε ως μη ευλογοφανές και ούτε παρουσίασε θλίψη για τον θάνατο του συντρόφου του. Στη βάση των ως άνω κρίθηκε ότι ο εν λόγω ουσιώδης ισχυρισμός στερείται εσωτερικής συνοχής, αφού οι δηλώσεις του αιτητή αναφορικά με το πως συνειδητοποίησε τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, δεν χαρακτηρίζονται από ευλογοφάνεια και ακρίβεια λεπτομερειών, ενώ οι διευκρινήσεις που έδωσε όταν κλήθηκε δεν ήταν ικανοποιητικές.

Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία διαπιστώθηκε κατόπιν διαθέσιμων πληροφοριών (ΠΧΚ) ότι στη χώρα καταγωγής ασκείται αδιάκριτη και χωρίς φόβο για τις συνέπειες, ομοφοβική βία, ενώ τα άτομα ΛΟΑΤ στη χώρα υφίστανται εκτεταμένες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Παράλληλα, η νομοθεσία της Νιγηρίας ποινικοποιεί τις ομοφυλοφιλικές πράξεις και συζεύξεις, με ποινές που φτάνουν μέχρι και τη φυλάκιση έως και 14 χρόνια, ενώ ο νόμος επιβάλλει αυστηρές ποινές για ομοφυλοφιλική σεξουαλική συμπεριφορά, δημόσια επίδειξη ερωτικής σχέσης μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, για άτομα του ιδίου φύλου που συζούν και για συμμετοχή σε οργανώσεις ή υποστήριξη ΛΟΑΤ ατόμων από οργανώσεις. Παρότι όμως τα όσα ανέφερε ο αιτητής σχετικά, ως γενικές πληροφορίες, συνάδουν με ΠΧΚ, δεδομένης της τρωθείσας εσωτερικής συνοχής του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, αυτός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Συνεπεία των ανωτέρω, κατόπιν ανασκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (πολιτεία Delta) και αξιολόγησης του προφίλ του αιτητή, ως έγινε αποδεκτό, οι καθ’ ων η αίτηση κατάληξαν ότι δεν υφίσταται σε εύλογο βαθμό πιθανότητας κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης του αιτητή.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε κατά του αιτητή απόφαση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.

Επί της αιτήσεως ο αιτητής αναφέρει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης οι οποίοι τίθενται με γενικότητα,  χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα.

Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο οι ισχυρισμοί του αιτητή οι οποίοι εξειδικεύονται δεόντως στο εισαγωγικό δικόγραφο και αναπτύσσονται επαρκώς στην αγόρευση που ακολούθησε.

Στα πλαίσια λοιπόν της γραπτής του αγόρευσης ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε αναρμοδίως, αφού ο λειτουργός που την έλαβε δεν εξουσιοδοτήθηκε δεόντως και, σε κάθε περίπτωση ελλείπει, σχετικό πρακτικό της απόφασης από αρμόδιο άτομο, ήτοι τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας. Αναφέρει δε ότι τη συνέντευξη έλαβε άτομο αγνώστου ταυτότητας και τίτλου, χωρίς να είναι δεόντως αρμόδιος να πράξει τούτο. Περαιτέρω η απόφαση είναι αναιτιολόγητη, δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του και τα ευρήματα περί αντίφασης των λεγομένων του αιτητή με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής είναι λανθασμένα. Τέλος, αναφέρει ότι ο τρόπος που διεξήχθη η συνέντευξη αποστέρησε από τον αιτητή από το να αναφέρει όλους τους ισχυρισμούς που στηρίζουν το αίτημα του και εκφράζει επιφυλάξεις για την ικανότητα του μεταφραστή που παρέστη στη συνέντευξη να μεταφράζει στα αγγλικά και αντίστροφα.

Οι καθ’ ων η αίτηση, αγορεύοντας προφορικά, σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, αντέταξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, έχει εκδοθεί από αρμόδιο προς τούτο όργανο, είναι προϊόν δέουσας έρευνας και ορθή επί της ουσίας και απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς ως αβάσιμους. Περαιτέρω αναφέρουν ότι τα ευρήματα τους επί της αναξιοπιστίας των απορριφθέντων ισχυρισμών του αιτητή είναι ορθά, τόσο σε σχέση με την εσωτερική όσο και εξωτερική συνοχή τους, και πλήρως αιτιολογημένα.

Προέχει φυσικά η ενασχόληση με την αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την προσβαλλόμενη απόφαση οργάνου και του ατόμου που διενήργησε τη συνέντευξη.

Από το περιεχόμενο του φακέλου είναι σαφές ότι το πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχεται στο ερ.87 με τίτλο «Απόφαση Α’ βαθμού επί αίτησης διεθνούς προστασίας», όπου η εισήγηση για απόρριψη της αιτήσεως (ερ.71-86), ως υποβάλλεται, εγκρίνεται και η απόφαση υπογράφεται από λειτουργό. Το ερ.67 του διοικητικού φακέλου είναι εξουσιοδότηση ημ.09/06/22, όπου ο (τότε) Υπουργός εξουσιοδοτεί τον λειτουργό που έλαβε την επίδικη απόφαση να ασκεί τις εξουσίες του Προϊσταμένου που αφορούν, μεταξύ άλλων, και την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του αρ.2 του περί Προσφύγων Νόμου.

Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[…..] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».

Με δεδομένο ότι προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί προς τούτο οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), καταλήγω ότι η εξουσιοδότηση προς τον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση είναι απολύτως έγκυρη και νόμιμη.  

Ο ως άνω ισχυρισμός απορρίπτεται.

Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί παντελούς έλλειψης πρακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας κ.ά. v. Mobil Oil (Cyprus) Ltd κ.ά. (1996) 3 A.A.Δ. 294, όπου λέχθηκε ότι «Το γεγονός ότι ο Υπουργός απλώς ανέφερε ότι συμφωνεί με την εισήγηση του λειτουργού δεν σημαίνει ότι δεν ασχολήθηκε με την επίλυση του θέματος ούτε και αποτελεί  άρνηση άσκησης της εξουσίας που του παρέχει ο Νόμος.» Στη δε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.6447/2013, Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, ημ.30/09/15, με αναφορά στην σχετική επί του ζητήματος νομολογία, λέχθηκε ότι «Η σύμφωνος γνώμη του Υπουργού δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης. Αντίθετα, ενσωματώνει ολόκληρη την έκθεση τους λειτουργού, την οποία υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία, ή, διαφοροποίηση Η απλή συμφωνία δεν εξυπακούει ότι ο Υπουργός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία του ή ότι επισφράγισε άνευ ετέρου τη γνώμη ή εισήγηση τρίτου, (Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074 και Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, ECLI:CY:AD:2014:D151, υποθ. αρ. 718/2012, ECLI:CY:AD:2014:D151, ημερ. 26.2.2014). Στο πλαίσιο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί ο αιτητής.».

Το δε αρ.17 (8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) προνοεί ότι «[δ]ε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.»

Εδώ ο εξουσιοδοτημένος προς τούτο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθετώντας στο σύνολο, ως δύναται να πράξει, τη σχετική έκθεση-εισήγηση του λειτουργού CAS47 (βλ. ερ.71), εξάσκησε θεωρώ δεόντως την σχετική εξουσία που του δίδει ο Νόμος και η σχετική εξουσιοδότηση και συνεπώς ο ισχυρισμός απορρίπτεται. Άλλωστε δεν υπάρχει ενώπιον μου στοιχείο, δεδομένου του τεκμηρίου της κανονικότητας της διαδικασίας, ότι το άτομο που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξάσκησε δεόντως την αποφασιστική του αρμοδιότητα.

Σχετικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι ο λαμβάνων τη συνέντευξη, μη προσδιοριζόμενος ονομαστικά λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ενήργησε αναρμοδίως, σημειώνω εν προκειμένω, ο κωδικός αναφοράς CAS47, συντίθεται από το ακρωνύμιο Cyprus Asylum Service, και συνεπώς η αρμοδιότητα του να πράξει ως έπραξε στα πλαίσια της επίδικης αίτησης δεν τίθεται εν αμφιβόλω, δεδομένου ότι πρόκειται για λειτουργό των καθ’ ων η αίτηση και όχι της EUAA.

Η δε έλλειψη στοιχείων πλήρους ταυτοποίησης του ατόμου που έκανε τη συνέντευξη δεν διαφοροποιεί την ως άνω κατάληξη μου, δεδομένου ότι ο αναφερόμενος στα ερ.71 και ερ.28 κωδικός αναφοράς του εν λόγω προσώπου (CAS47) αρκεί για να συναχθεί ότι αυτός είναι λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, το όνομα του οποίου μπορεί βεβαίως να διαπιστωθεί σε περίπτωση που τούτο ζητηθεί, και ενεργούσε ως ανωτέρω περιγράφεται, ως λειτουργός της Υπηρεσίας. Δεν θεωρώ λοιπόν ότι η αναγραφή και μόνο του κωδικού αναφοράς αντί του πλήρους ονόματος του λειτουργού που έκανε τη συνέντευξη και συνέγραψε την επίδικη έκθεση-εισήγηση αφαιρεί εν προκειμένω από την αρτιότητα του πρακτικού ή δημιουργεί αμφιβολίες για την ταυτότητα ή δέουσα εξουσιοδότηση του εν λόγω λειτουργού. Είναι εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, το τεκμήριο κανονικότητας παραμένει ακλόνητο, και συνεπώς οι ισχυρισμοί περί του ότι ο λειτουργός CAS47 ενήργησε αναρμοδίως θα πρέπει να απορριφθούν ως ατεκμηρίωτοι, δεδομένου του ότι την απόφαση έλαβε έτερος λειτουργός, δεόντως εξουσιοδοτημένος ρητά [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438].

Προχωρώ στην εξέταση των λοιπών νομικών ισχυρισμών του αιτητή.

Αναφορικά τώρα με την μη κατάλληλη κατάρτιση του μεταφραστή που διενέργησε την μετάφραση σημειώνω τα ακόλουθα.

Στην απόφαση του Ανώτατου στην υπ.1694/11, Noel De Silva v. Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., ημ.07/02/14, λέχθηκαν τα εξής:

«Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν προβλήθηκε ισχυρισμός από τον αιτητή ότι ο διερμηνέας, τον οποίο οι καθ'ων η αίτηση επέλεξαν, δεν γνώριζε τη μητρική του γλώσσα ή δεν μετέφραζε ορθώς τα όσα είχαν διαμειφθεί κατά τη συνέντευξη.

Ούτε στο φάκελο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να δημιουργεί αμφιβολίες για την ικανότητα ή ακεραιότητα του μεταφραστή, τις ικανότητες του οποίου ο αιτητής ουδόλως αμφισβήτησε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα».

Στο αρ.17 (9) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) αναφέρεται ότι κατά τη συνέντευξη επιλέγεται «διερμηνέα[ς] ικανό[ς] να διασφαλίζει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη» και πως «η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτητής, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια». Στο αρ.18 (1) γίνεται αναφορά περί «αναγκαίου διερμηνέα».

Από μια απλή ανάγνωση των ως άνω προνοιών της νομοθεσίας καθίσταται σαφές ότι ο νομοθέτης, σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές οδηγίες, των οποίων τα ως άνω άρθρα αποτελούν την μεταφορά τους στην εθνική νομοθεσία, θέλει να διασφαλίσει την ύπαρξη δέουσας επικοινωνίας του αιτητή με τον διεξάγοντα την συνέντευξη λειτουργό. Εδώ, με δεδομένο ότι ο αιτητής είχε δηλώσει την αγγλική ως γλώσσα την οποία κατανοεί (ερ.3), αλλά και ότι προτού αρχίσει η συνέντευξη του εξηγήθηκε ότι έχει κάθε δικαίωμα, αν αντιμετωπίζει δυσκολία επικοινωνίας με τον λειτουργό που διενέργησε τη συνέντευξη, να το εκφράσει, ώστε να ληφθούν κατάλληλα μέτρα (ερ.27), και σε κανένα σημείο δεν εξέφρασε την παραμικρή αμφιβολία για την ικανότητα του μεταφραστή να επικοινωνεί στη γλώσσα αυτή και δεν εξέφρασε αδυναμία αντίληψης των διαμειφθέντων στη συνέντευξη, επιβεβαίωσε δε ότι καταγράφηκαν δεόντως στο πρακτικό όλα τα διαμειφθέντα (βλ. ερ.14), ουδεμία αμφιβολία γεννάται για την ποιότητα επικοινωνίας ή την κατάρτιση και ικανότητα του μεταφραστή, δεδομένου και του τεκμηρίου της κανονικότητας (βλ. και ανωτέρω).

Δεδομένου ότι οι λοιποί ισχυρισμοί συμπλέκονται άρρηκτα και με την ουσία της υπό κρίση υπόθεσης, θα εξεταστούν μαζί μ’ αυτήν πιο κάτω.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ.204, αναφέρονται, τα εξής:

«Όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας, οι αιτήσεις που βασίζονται σε γενετήσιο προσανατολισμό ή ταυτότητα φύλου μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολες στον χειρισμό, επειδή οι λόγοι της αίτησης συνδέονται με ευαίσθητες και προσωπικές πτυχές της ιδιωτικής ζωής. Οι αιτούντες ενδέχεται να νιώθουν στιγματισμένοι, να ντρέπονται και/ή να αρνούνται την πραγματικότητα· ενδέχεται επίσης να έχουν υποστεί απόρριψη και/ή κακομεταχείριση από την οικογένεια και/ή την κοινότητά τους. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να καθιστούν δύσκολη για τους αιτούντες την αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών με σαφή και συνεκτικό τρόπο και, ως εκ τούτου, τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζουν μπορεί να γνωστοποιούνται με καθυστέρηση, να είναι ελλιπή και να περιέχουν ανακολουθίες.

Ένα από τα μοντέλα που αναφέρονται στη βιβλιογραφία, το μοντέλο DSSH υπ’ αριθ. 2 [Difference, Stigma, Shame, Harm (Διαφορά, Στίγμα, Ντροπή, Βλάβη)], βασίζεται στην αντίληψη ότι υπάρχουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία τα οποία είναι πιθανό να είναι κοινά σε άτομα που αναγνωρίζουν ένα φύλο ή μια σεξουαλική ταυτότητα που δεν συνάδει με τις ετεροκανονικές κοινωνίες στις οποίες ζουν (όπου ο κανόνας είναι η ταύτιση του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου και η ετεροφυλοφιλία). Το μοντέλο προτείνει μια διαρθρωμένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση αιτήσεων, η οποία βασίζεται στο φύλο και στη σεξουαλική ταυτότητα και εξηγείται, με πρακτικά παραδείγματα, στον δεύτερο τόμο του εγχειριδίου με τίτλο Credibility assessment training manual της Ουγγρικής Επιτροπής του Ελσίνκι.

[…]

Η ύπαρξη ή μη ορισμένων στερεοτυπικών συμπεριφορών ή εμφανίσεων δεν θα πρέπει να αποτελεί βάση για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο αιτών έχει ή δεν έχει ορισμένο γενετήσιο προσανατολισμό και/ή ορισμένη ταυτότητα φύλου. Δεν υπάρχουν καθολικά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που τυποποιούν τα άτομα ΛΟΑΔΜ (λεσβίες, ομοφυλόφιλοι αμφιφυλόφιλα, διεμφυλικά και μεσοφυλικά άτομα), όπως δεν υπάρχουν και για τα ετεροφυλόφιλα άτομα. Οι εμπειρίες της ζωής τους μπορεί να διαφέρουν σημαντικά, ακόμη και αν προέρχονται από την ίδια χώρα.»

Στη βάση και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών θα συμφωνήσω με την κατάληξη τους επί της αξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή, καθώς τα όσα ανέφερε επί τούτου περιορίστηκαν, ως και οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν λεπτομερώς στα ερ.75-83, σε δηλώσεις που βρίθουν κενών, ασαφειών και αντιφάσεων, στερούνται κάθε λεπτομέρειας, χρονικής και λογικής συνέπειας και δεν περιέχουν το παραμικρό ψήγμα βιωματικών στοιχείων επί του συνόλου του αφηγήματος του, το οποίο παρουσιάζει κενά, ελλείψεις και αοριστίες, ως και ανωτέρω συνοπτικά καταγράφονται στην παρούσα, στα πλαίσια της παράθεσης της επίδικης έκθεσης, τα οποία και διαβρώνουν μοιραία την εσωτερική συνοχή των δηλώσεων του. Δεν έχω λοιπόν τίποτε να προσθέσω στα όσα καταγράφονται στην επίδικη έκθεση αναφορικά με την εσωτερική συνοχή του εν λόγω ισχυρισμού, τα οποία παρατίθενται και πιο πάνω, στα πλαίσια της παρούσης, πέραν του να σημειώσω τα κάτωθι, για σκοπούς πληρότητας.

Στην παρούσα, κατά την εξέταση της αξιοπιστίας των δηλώσεων του αιτητή, έγινε χρήση των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών με ευλάβεια και λεπτομερώς από τους καθ’ ων η αίτηση και συμφωνώ με τα συμπεράσματα και συμπεράσματα τους, όπως καταγράφονται στην σχετική έκθεση που ετοίμασαν, για τους λόγους που θα εξηγήσω πιο κάτω.

Δεν παραγνωρίζεται βεβαίως ότι στα πλαίσια εξέτασης ισχυρισμών που αφορούν σεξουαλικό προσανατολισμό δεν χωρούν τυποποιημένες προσεγγίσεις και η αξιολόγηση αξιοπιστίας δεν μπορεί να βασίζεται σε στερεοτυπικά πρότυπα (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, C-148/13-C-150/13, A. B. C., ημ.02/12/14). Περαιτέρω δεν μπορεί και δεν πρέπει να ζητείται από τον αιτητή να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες για σεξουαλικές εμπειρίες ή να προσφέρει σχετικά στοιχεία ή άλλης μορφής μαρτυρία. Αξίζει βεβαίως να σημειωθεί επίσης ότι το μοντέλο DSSH, του οποίου έγινε χρήση στην εξέταση της επίδικης αίτησης, είναι αντικείμενο προβληματισμού [1], ως βασιζόμενο επί στερεοτυπικών αντιλήψεων, και γι’ αυτό θεωρώ ότι η χρήση του θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή.

Στην απόφαση Α. Β. C. του ΔΕΕ (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής κατατοπιστικά στις σκέψεις 61-65, επί του ζητήματος αξιολόγησης αξιοπιστίας στα πλαίσια υποθέσεων ως η παρούσα.

 «61. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να προβαίνουν στην αξιολόγησή τους συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος και ότι το άρθρο 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85 απαιτεί από τις ίδιες αυτές αρχές να διεξάγουν τη συνέντευξη συνεκτιμώντας τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση ασύλου.

62. Μολονότι η υποβολή ερωτήσεων που αφορούν στερεοτυπικές αντιλήψεις ενδέχεται να συνιστά χρήσιμο στοιχείο στη διάθεση των αρμόδιων αρχών προκειμένου να προβούν στη σχετική αξιολόγηση, εντούτοις η εκτίμηση των αιτήσεων για την παροχή του καθεστώτος πρόσφυγα η οποία στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε στερεοτυπικές αντιλήψεις συνδεόμενες με τους ομοφυλόφιλους δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των διατάξεων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, στο μέτρο που δεν παρέχει στις εν λόγω αρχές τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη την ατομική κατάσταση του οικείου αιτούντος άσυλο.

63. Επομένως, η αδυναμία ενός αιτούντος άσυλο να απαντήσει σε τέτοιου είδους ερωτήσεις δεν μπορεί να συνιστά αφ’ εαυτής επαρκή λόγο για να συναχθεί η αναξιοπιστία του αιτούντος, στο μέτρο που η προσέγγιση αυτή είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 καθώς και του άρθρου 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85.

64. Δεύτερον, μολονότι οι εθνικές αρχές βασίμως προβαίνουν, κατά περίπτωση, σε υποβολή ερωτήσεων προκειμένου να εκτιμήσουν τα γεγονότα και τις περιστάσεις σχετικά με τον προβαλλόμενο γενετήσιο προσανατολισμό των αιτούντων άσυλο, εντούτοις οι ερωτήσεις που αφορούν τις λεπτομέρειες των σεξουαλικών πρακτικών του οικείου αιτούντος άσυλο προσβάλλουν τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης και, ειδικότερα, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που προβλέπει το άρθρο του 7.

65. Όσον αφορά, τρίτον, τη δυνατότητα των εθνικών αρχών να κρίνουν παραδεκτή, όπως πρότειναν ορισμένοι αναιρεσείοντες των κύριων δικών, την τέλεση ομοφυλοφιλικών πράξεων, την ενδεχόμενη υποβολή τους σε «τεστ» προκειμένου να αποδείξουν την ομοφυλοφιλία τους ή ακόμη την οικειοθελή εκ μέρους τους προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων όπως είναι οι βιντεοσκοπημένες λήψεις των ερωτικών τους συνευρέσεων, υπογραμμίζεται ότι, πλην του ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποδεικτική αξία, ενδέχεται περαιτέρω να συνεπάγονται και προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο σεβασμός της οποίας κατοχυρώνεται από το άρθρο 1 του Χάρτη. »

Εν προκειμένω ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει τις κατ’ ελάχιστον αναμενόμενες λεπτομέρειες αναφορικά με την μοναδική σχέση που περιγράφει και η οποία κατέληξε με τον κατ’ ισχυρισμό τραγικό θάνατο του συντρόφου του από αγνώστους και δεν παρέχει καμία συγκεκριμένη λεπτομέρεια για τα βιώματα του. Ουδεμία λεπτομέρεια σχετικά με το χαρακτήρα, τις συζητήσεις τους ή άλλη ανάμνηση από αυτό τον δεσμό ήταν σε θέση να παραθέσει, το πως γνωρίστηκαν, πως περνούσαν τον χρόνο τους αλλά και πως βίωσε τον κατ’ ισχυρισμό θάνατο του, περιοριζόμενος σε γενικόλογες, αόριστες και εν πολλοίς μονολεκτικές αποκρίσεις στις σχετικές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Όλες δε οι απαντήσεις ήταν στερούμενες εύλογα αναμενόμενων λεπτομέρειών, χωρίς αναφορά σε κάποιο ιδιαίτερο γεγονός/εμπειρία, που εντυπώθηκε στη μνήμη του, έστω φωτογραφικά, είτε από τα βιώματα του στο σχολείο είτε από τον δεσμό που είχε και την αντίδραση του κοινωνικού περίγυρου. Όλα αυτά θα ήταν απολύτως ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να περιγράψει ο αιτητής στις πολλές επ’ αυτού ερωτήσεις που τέθηκαν και θα έδιναν την αναμενόμενη βιωματική διάσταση στο αφήγημα του.

Συνεπώς, παρότι δεν θα συμφωνήσω με την βαρύτητα που δίδεται από τους καθ’ ων η αίτηση στην αδυναμία του αιτητή να εκφράσει και να διατυπώσει εσωτερικές διεργασίες που αφορούσαν τα όσα ισχυρίστηκε, ήτοι τη ντροπή και το στίγμα το οποίο ενδεχομένως να ένιωθε, τούτο άλλωστε θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι αναμενόμενο από άτομο το οποίο μεγάλωσε και γαλουχήθηκε υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι δεν ήταν σε θέση να παρέχει εύλογα θεωρώ αναμενόμενες βιωματικές λεπτομέρειες για τα όσα ισχυρίστηκε ότι βίωσε στα πλαίσια - κατ’ ελάχιστο - της σχέσης στην οποία αναφέρθηκε, δεδομένης και της πανεπιστημιακής μόρφωσης του. Θα πρέπει δε περαιτέρω να σημειωθεί ότι απουσιάζει από το αφήγημα του - επιπροσθέτως των ως άνω - κάθε εύλογα αναμενόμενη λεπτομέρεια για την αντίδραση της οικογένειας του στον σεξουαλικό του προσανατολισμό, εφόσον - ως ανέφερε - τον είχε αποκληρώσει ο πατέρας του και η μητέρα του θεωρούσε ότι είχε κάποιο πνευματικό ζήτημα. Και εδώ ουδέν αναφέρει ο αιτητής σχετικά, παραμένοντας και πάλι εν πολλοίς μονολεκτικός, χωρίς να δίδει κάποια σχετική λεπτομέρεια.

Εν προκειμένω είναι κατάληξη μου ότι εκ του αφηγήματος του αιτητή απουσιάζει κάθε ψήγμα πλήρους, συνεκτικής, ευλογοφανούς παράθεσης σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο το οποίο δεν είχε βιώσει την εμπειρία που ο αιτητής παραθέτει. Είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που το όλο αφήγημα του αιτητή υπολείπεται του ευλόγως αναμενόμενου και είναι εκ τούτου που θεωρώ ότι διαβρώνεται η εσωτερική συνοχή των λεγομένων του.

Αναφορικά τώρα με την εξωτερική συνοχή των ισχυρισμών του αιτητή σημειώνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε αξιολόγηση πληροφοριών που εντόπισαν σχετικά με την μεταχείριση ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στη Νιγηρία, στη βάση των οποίων διαπιστώθηκε ότι τα όσα ανέφερε συνάδουν με τις διαθέσιμες πληροφορίες (ερ.75, 39-46). Τα σχετικά ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση επιβεβαιώνονται άλλωστε και από το πιο πρόσφατο εγχειρίδιο της EUAA «NigeriaCountry Focus», Ιούλιος 2024, σελ.65-71. Δεδομένου τούτου δεν κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τούτο, καθότι αρκεί ότι άτομα ΛΟΑΤΚΙ αντιμετωπίζουν κίνδυνο δίωξης από τις αρχές αλλά και το κοινωνικό σύνολο, κακομεταχείρισης, κοινωνικού αποκλεισμού αλλά και φυλάκισης, ως και οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν.

Όμως εν προκειμένω η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών της, καθώς η συμφωνία των ισχυρισμών του με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής δεν αρκεί, τη στιγμή που στερείται εσωτερικής συνοχής, για τους λόγους που λεπτομερώς ανωτέρω εξηγούνται, ενόψει της συνολικής θεώρησης των δεικτών αξιοπιστίας.  Τούτο γιατί η αξιολόγηση γινόταν στη βάση μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων του. Στα πλαίσια συνολικής θεώρησης και αποτίμησης ενός αφηγήματος, οι ισχυρισμοί ενός αιτητή και η εσωτερική συνοχή τους, δεν μπορεί παρά να παραμένει το πρωταρχικό σημείο αναφοράς. Άλλωστε, ως στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.»

Είναι εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή μπορεί να γίνει αποδεκτός. Οι σημαντικές ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής τους. Στην απουσία δε περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά και τις ελλείψεις, ως ανωτέρω καταγράφονται, είναι η κατάληξη μου ότι τα κενά παραμένουν και πλήττουν αναπόφευκτα και τη συνολική συνοχή και αξιοπιστία του αιτητή.

Γι’ αυτό και θα συμφωνήσω με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας του ισχυρισμού αιτητή περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού και της κατ’ ισχυρισμό δίωξης που υπέστη εξ αυτού.

Ενόψει των ως άνω απομένει η αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στο Delta, όπου και αναμένεται να εγκατασταθεί ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του.

Στη βάση δεδομένων του ACLED κατά την περίοδο 27/06/24 - 27/06/25 στην πολιτεία Delta καταγράφηκαν συνολικά 193 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία υπήρξαν 115 ανθρώπινες απώλειες. Πρόκειται συγκεκριμένα για 68 μάχες (78 ανθρώπινες απώλειες), 54 περιστατικά βίας κατά αμάχων (29 ανθρώπινες  απώλειες), 55 διαδηλώσεις (χωρίς απώλειες), 15 εξεγέρσεις (8 θανάτους) και 1 περιστατικό έκρηξης /απομακρυσμένης βίας (χωρίς απώλειες).[2] Ο πληθυσμός της πολιτείας ανέρχεται πέραν των 5 ½ εκατομμυρίων κατοίκων.[3]

Εκ των ενώπιον μου στοιχείων, δεν θεωρώ ότι καταδεικνύεται εδώ εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις, δεδομένης της απόρριψης του αφηγήματος του, που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [4] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN και C-465/07, Elgafaji, ημ.17/02/19). Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι, στη βάση των ως άνω στοιχείων αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας, δεν αποκλείεται να προκύψουν ενδεχομένως κίνδυνοι στην καθημερινότητα του αιτητή, ως στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.», δεν θεωρώ ότι τούτο αρκεί για την απόδοση διεθνούς προστασίας.  

Όπως προκύπτει από την απόφαση των καθ' ων η αίτηση, το αρμόδιο όργανο έλαβε υπόψη όλα όσα αναφέρθηκαν στην αίτηση και κατά την συνέντευξή. Όλη η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου αλλά και τα όσα περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς τεκμηριωμένα, προϊόντα επαρκούς έρευνας των υποβληθέντων στοιχείων, υπαγωγής τους στο σχετικό νομικό πλαίσιο που διέπει διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων διεθνούς προστασίας ως ανωτέρω παρατίθενται και είναι περαιτέρω πλήρως αιτιολογημένη η απόφαση.

Έπεται ότι δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος «καταδίωξης του [αιτητή] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται στην προκείμενη περίπτωση «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα. 

Σημειώνεται δε ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στην ΚΔΠ 145/2025, που εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Βλ. Zisakou S (2021) Credibility Assessment in Asylum Claims Based on Sexual Orientation by the Greek Asylum Service: A Deep-Rooted Culture of Disbelief. https://www.frontiersin.org/articles/10.3389/fhumd.2021.693308/full

[2] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Explosions/Remote violence/ Violence against civilians /  Riots / Protests), Custom Date Range: 27/06/2024 - 27/06/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN UNIT: Delta [ημερομηνία πρόσβασης 30/06/2025]

[3] City population, Nigeria-Delta, https://citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/  [ημερομηνία πρόσβασης 30/06/2025]

[4] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο