Ο. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.3167/22, 24/6/2025
print
Τίτλος:
Ο. Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.3167/22, 24/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.3167/22

 

24 Ιουνίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ο. Α.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Κ. Παπαντωνίου για Γ. Παπαντωνίου & Σια ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Αιτητή

Κα Ν. Τζιρτζιπή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.03/05/22, που κοινοποιήθηκε αυθημερόν, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και απόφαση του Δικαστηρίου δια της οποίας αυτός να αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από την Τουρκία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 10/09/22 και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 16/01/20 (ερ.1-3, 17-19, 30-32, 59).  

Στις 02/02/22, 03/02/22 διεξήχθησαν συνεντεύξεις με τον αιτητή από την Υπηρεσία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.49-54, 55-70). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση (ερ.100-110) και στις 23/03/22 η Υπηρεσία αποφάσισε να μην παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία του επιδόθηκε στις 03/05/22 και του μεταφράστηκε στη μητρική του γλώσσα (ερ.115).

Επί της αιτήσεως ασύλου ο αιτητής καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω προβλημάτων που αντιμετώπιζε για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Ως αναφέρει, η αστυνομία επισκεπτόταν την οικία του μία φορά την εβδομάδα, εν τέλει καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης και η υπόθεση του εκκρεμεί στο ανώτατο δικαστήριο.  

Στη συνέντευξη που διενεργήθηκε ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε το 1984 στην περιοχή Bulanic της επαρχίας Mus όπου και μεγάλωσε. Από ηλικίας 14 ετών και για 9 χρόνια, ο αιτητής το χειμώνα διέμενε στην πόλη Bulanic και το καλοκαίρι στην Κωνσταντινούπολη, όπου και τελικά εγκαταστάθηκε μόνιμα μέχρι το 2016, όταν και εγκαταστάθηκε στην πόλη Corlu, όπου έζησε μαζί με την οικογένεια του μέχρι να εγκαταλείψει την Τουρκία. Εκεί παντρεύτηκε το 2016 τη σύζυγό του (συριακής καταγωγής), η οποία μαζί με τα δύο τους ανήλικα τέκνα του εισήλθαν στη Δημοκρατία σε μεταγενέστερο από τον ίδιο χρόνο και υπέβαλαν αίτηση διεθνούς προστασίας. Οι γονείς καθώς και οι 2 αδερφές του διαμένουν στην επαρχία Mus της Τουρκίας. Ο αιτητής δήλωσε ότι διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας υφασμάτων στην Κωνσταντινούπολη για τρία χρόνια.

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής ανέφερε ότι καταζητείται από τις τουρκικές αρχές επειδή εκκρεμούν εις βάρος του 5 καταγγελίες λόγω της πολιτικής του δράσης, της συμμετοχής του στο κόμμα HDP και της διαδικτυακής του δραστηριότητας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ως ανέφερε ο αιτητής ανέκαθεν ήταν πολιτικά ενεργός και ήδη από το 2005 -2006 εγγράφηκε ως μέλος του κόμματος HDP στην επαρχία Mus. Στη συνέχεια, διετέλεσε μέλος της νεολαίας του HDP στην Κωνσταντινούπολη έως το 2010 και από το 2015 έως το 2018 μέλος στην πόλη Corlu. Ως προς την ιδεολογία και τις αρχές του κόμματος HDP, o αιτητής δήλωσε ότι η ιδεολογία του ήταν κοντά σε αυτή του PKK, αν και το κόμμα HDP, σε αντίθεση με το PKK, είναι νόμιμο στη Τουρκία και σκοπός του είναι να οργανώνει και να αφυπνίζει τον λαό, ως ανέφερε ο αιτητής.

Καλούμενος να περιγράψει το ρόλο του στο κόμμα, ο αιτητής ανέφερε ότι επισκέπτονταν σπίτια και οργάνωναν τον κόσμο, έπαιρνε μέρος σε συνέδρια και διαδηλώσεις και συναντιόνταν με ανθρώπους, βοηθούσε στη διεξαγωγή των συνεδρίων του κόμματος και μοίραζε φυλλάδια. Σε σχετικές με τα ως άνω ερωτήσεις ανέφερε πως πληροφορούνταν από τρίτα πρόσωπα για ανθρώπους που ήταν «αντισυστημικοί και οπαδοί του κόμματος» και πήγαιναν μια φορά τον μήνα για να τους μιλήσουν για την ιδεολογία του κόμματος και να τους πείσουν να συμμετάσχουν ενεργά. Η δράση του αυτή ξεκίνησε  στην αρχή της πολιτικής του δράσης και ολοκληρώθηκε το 2017 καθώς τότε, ως ανέφερε, είχε πλέον στοχοποιηθεί.

Ερωτηθείς ποτέ συνελήφθη λόγω της πολιτικής του δραστηριότητας, ο αιτητής αρχικά απάντησε ότι συνελήφθη στις 14/02/18. Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει το λόγο που συνελήφθη 1 χρόνο μετά την αποχώρηση από το κόμμα και μετά που σταμάτησε να ασχολείται με την πολιτική (2017) ο αιτητής ανέφερε ότι συνελήφθη λόγω δημοσιεύσεων του στο Facebook και ότι μάλλον συνελήφθη το 2017 επειδή προχώρησε σε αναρτήσεις σχετικά με τις πολεμικές επιχειρήσεις στο Afrin της Συρίας, σε μια προσπάθεια του να ενημερώσει τον κόσμο για το τι συμβαίνει εκεί, ήτοι τη χρησιμοποίηση χημικών όπλων και τον βομβαρδισμό παιδιών, έτσι ώστε να παρέμβει η διεθνής κοινότητα. Κληθείς να εξηγήσει το λόγο που συνελήφθη για ανάρτηση της οποίας το περιεχόμενο αφορά άλλη χώρα, ο αιτητής δήλωσε ότι η ανάρτησή του αφορούσε τη Rojava και τον YPG που πολεμούσαν εκεί για χάρη των Κούρδων, καθώς και ότι μάχες γίνονταν επίσης στο Cizre, το Mardin και το Dyarbakir της Τουρκίας. Λόγω δε αυτής της δημοσίευσης, κρατήθηκε και φυλακίστηκε από τους τις τουρκικές αρχές για δέκα ημέρες και αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικό όρο την εμφάνισή  του δύο φορές την ημέρα στο αστυνομικό τμήμα.

Σε σχέση με τη συμμετοχή του σε διαδηλώσεις ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι συμμετείχε σε όλες όσες πραγματοποιήθηκαν, με αφετηρία τη διαδήλωση στο Ikitelli το 2006 – 2007 και τελευταία τη διαδήλωση αυτή που πραγματοποιήθηκε το 2015 στο  Dyarbakir εξαιτίας της δολοφονίας του Tahir Elci. Ερωτηθείς αν ποτέ συνελήφθη στη διάρκεια των διαδηλώσεων που συμμετείχε ο αιτητής απάντησε καταφατικά και προσέθεσε ότι το 2012 συνελήφθη και κρατήθηκε σε κέντρο κράτησης για τρείς μέρες με άλλα 20 άτομα επειδή εξέδωσαν δελτίου τύπου παρά τις εντολές της αστυνομίας. Ερωτηθείς αν μετά την κράτηση του το 2012 ενοχλήθηκε ξανά από τις αρχές δήλωσε ότι δεχόταν απειλές και προσβολές, ενώ σε σχέση με τους λόγους που τον ανάγκασαν να αποσυρθεί το 2015 προέβαλε ότι υπήρχε μεγάλη πίεση και πλέον δεν γίνονταν διαδηλώσεις. Ως προς λόγους για τους οποίους έλαβαν χώρα οι διαδηλώσεις ο αιτητής απάντησε ότι σχετίζονταν με τον αρχηγό τους Apo (σ.σ. αναφέρεται στον Οτσαλάν), τη Rojova, το PKK και το κόμμα HDP.

Αναφορικά με τα συνέδρια του HDP, ο Αιτητής πως δεν θυμάται πότε πραγματοποιήθηκε το 2ο, που ακυρώθηκε λόγω μικρής προσέλευσης, ενώ για το 3ο επέδειξε μια φωτογραφία από το κινητό του, αναφέροντας ότι έγινε στη πόλη Corlu και ότι ο ίδιος ήταν υπεύθυνος ασφαλείας, ενημερώνοντας παράλληλα τον κόσμο για το συνέδριο. Ως προς του λόγους για τους οποίους δεν επιθυμεί να επιστέψει στη χώρα καταγωγής του ο αιτητής δήλωσε ότι θα φυλακιστεί λόγω της Κουρδικής του καταγωγής, της εν γένει πολιτικής του δράσης, της δράσης του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και της συμμετοχής του σε διαδηλώσεις.

Κληθείς να σχολιάσει τα έγγραφα που προσκόμισε ο αιτητής δήλωσε ότι υποβλήθηκαν 4 καταγγελίες εις βάρος του και, πλην μιας εξ αυτών, δεν γνωρίζει το περιεχόμενο των υπολοίπων καθώς ούτε ο ίδιος αλλά ούτε και ο δικηγόρος του κατάφεραν να αποκτήσουν πρόσβαση στους φακέλους, προσθέτοντας ότι οι καταγγελίες έγιναν από κατασκόπους ή προδότες της κοινότητας του, ότι στο πρώτο δικαστήριο που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 2017 και 2018 είχε συλληφθεί και παραστάθηκε, ενώ η δεύτερη δικαστική διαδικασία  πραγματοποιήθηκε ερήμην του. Δήλωσε επίσης ότι το 1ο δικαστήριο (σ.σ. εννοεί την 1η δικαστική διαδικασία εναντίον του) αφορούσε δράση του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ότι μετά τη καταδίκη του αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους. Μετά από 25 ημέρες όμως και κατόπιν διατάγματος του Ανώτατου Δικαστηρίου συνελήφθη εκ νέου για άγνωστους προς τον ίδιο λόγους. Σε ερώτηση σχετικά με τις ενέργειες του δικηγόρου του ο αιτητής προέβαλε ότι εκείνος τον ενημέρωσε ότι εκδόθηκε απόφαση σύλληψής του, παρέλαβε το ένταλμα σύλληψης και προσέφυγε στο Εθνικό Ανώτατο Δικαστήριο.

Ζητηθείς να προσδιορίσει εάν έχει στην κατοχή του το ένταλμα σύλληψής του ο αιτητής απάντησε αρνητικά ισχυριζόμενος ότι δεν μπόρεσε ο δικηγόρος του να έχει πρόσβαση στο φάκελο, καθώς θα έπρεπε να είναι παρόν και ο ίδιος και ανέφερε ότι ο δικηγόρος του τον  ενημέρωσε ότι η αστυνομία τον αναζητούσε στην πατρική του οικία. Αναφορικά με τις υπόλοιπες 4 εκκρεμείς υποθέσεις εναντίον του ο αιτητής δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τι αφορούν, καθώς θα πρέπει να παρευρεθεί ο ίδιος εκεί για να μάθει. Ερωτηθείς αν μεταξύ Δεκέμβρη 2018, χρόνο εκδίκασης της υπόθεσής του, και Σεπτέμβρη 2019, χρόνο κατά τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα από τις αρχές, ο αιτητής απάντησε αρνητικά. Ως προς το τι έγινε μετά την αποχώρησή του από την Τουρκία, ο αιτητής δήλωσε ότι η αστυνομία έχει επισκεφτεί αρκετές φορές την οικία όπου διέμενε. Κληθείς να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να εξέλθει της Τουρκίας νόμιμα, μέσω αεροδρομίου, παρότι το ότι εκκρεμούσε ακόμη η υπόθεσή του ανέφερε ότι ο δικηγόρος του τον ενημέρωσε ότι μπορεί να ταξιδέψει με την ταυτότητά του.

Στη συνέντευξη προσκόμισε προς επίρρωση των ισχυρισμών του τα ακόλουθα έγγραφα, ως αυτά καταγράφονται και στην επίδικη έκθεση (ερ.108).

·         Πρωτότυπο βιβλιαρίου οικογενείας (ερ.72-73)

·         Αντίγραφα δικαστικών εγγράφων που αφορούν την ποινική υπόθεση του Αιτητή στη χώρα καταγωγής, δια των οποίων φέρεται να κατηγορείται για προπαγάνδα και τρομοκρατία. Τα έγγραφα φέρουν ως ημερομηνία έκδοσης τις 25/01/18 και αναφέρουν ως ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσής του στις 28/12/18 (ερ.74-78)

·         Αντίγραφο Δικαστικού εγγράφου, το οποίο φέρεται να έχει εκδοθεί από τον εισαγγελέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της πόλης Orlu, σύμφωνα με το οποίο ο Αιτητής κατηγορείται για προπαγάνδα και τρομοκρατία λόγω τον αναρτήσεών του στο Facebook. Αναφέρεται επίσης ότι ο Αιτητής τέθηκε υπό κράτηση στις 14/02/2018 (ερ.79)

·         Αντίγραφο εγγράφου αναβολής της δικασίμου ημερομηνίας 14/02/2018, με ημερομηνία έκδοσης την 13η/02/2018, εκδοθέν από το ποινικό Δικαστήριο της πόλης Tekirdag, με νέα ορισθείσα δικάσιμο την 08η/10/2018 (ερ.80)

·         Έφεση του Δικαστηρίου της πόλης Tekirdag προς το Τοπικό Δικαστήριο της Κωνσταντινούπολης, εκδοθείσα στις 28/12/2018 (ερ.81)

·         Αντίγραφο ταυτότητας του κόμματος HDP του Αιτητή (ερ.82-83)

·         Αντίγραφο συμμετοχής του Αιτητή στο 2ο συνέδριο του πολιτικού κόμματος HDP (ερ.85)

·         Απόφαση του Εισαγγελέα της πόλης Tekirdag, εκδοθείσα στις 26/04/2018, η οποία διατάσσει την τιμωρία του Αιτητή (ερ.84)

·         Καταδικαστική Απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου της πόλης Tekirdag, εκδοθείσα στις 14/02/2018 (ερ.79)

·         Άλλα αντίγραφα δικαστικών εγγράφων (ερ.86 - 93)

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε ο αιτητής, εντόπισαν και αξιολόγησαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.

1.    Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπος διαμονής του αιτητή

2.    Ο αιτητής καταζητείται από τις Τουρκικές αρχές λόγω της πολιτικής του δράσης

Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο εκ των ως άνω ισχυρισμών, απέρριψαν όμως τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό ως αναξιόπιστο.

Συγκεκριμένα, αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι στερείται εσωτερικής συνοχής ενόψει αοριστίας, ασάφειας και γενικότητας των δηλώσεων του. Συγκεκριμένα, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με την συμμετοχή του στο BDP, την εν γένει δράση του κόμματος και τις εκκρεμείς εις βάρους του διώξεις, ήταν γενικόλογες και χωρίς συνοχή. Ομοίως, οι δηλώσεις του αιτητή σχετικά με την κράτηση του και τους περιοριστικούς όρους που του επιβλήθηκαν αργότερα, καθώς και το χρονικό διάστημα που ακολούθησε της κράτησής του κρίθηκαν ως ασαφείς. Ως γενικόλογες κρίθηκαν οι απαντήσεις του σχετικά και με τη δράση του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τη συμμετοχή του στις διαδηλώσεις και τους λόγους που τον ώθησαν να συμμετάσχει, αλλά και – μετέπειτα - να αποσυρθεί. Κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του σχετικά με τη συμμετοχή του στο 2ο συνέδριο του HDP στερούντο περιγραφικής λεπτομέρειας, ο αιτητής υπήρξε αόριστος στις απαντήσεις του σχετικά με τη δίκη του, τις κατηγορίες που δήλωσε ότι αντιμετωπίζει  στη χώρα καταγωγής του, καθώς και την αναζήτησή του από τις αρχές το διάστημα μεταξύ 2019 και 2021. Στη βάση των ανωτέρω δηλώσεων, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίθηκε ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

Προχωρώντας στη διερεύνηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του αιτητή, οι καθ’ ων η αίτηση έκαναν έρευνα σε πληροφορίες (ΠΧΚ) αναφορικά με την αντιμετώπιση του κόμματος HDP από τις αρχές, εκ της οποίας ανέκυψαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματος τέθηκαν υπό κράτηση το 2016, γεγονός που, ως αναφέρεται στα σχετικά αποσπάσματα τα οποία παραθέτουν οι καθ’ ων η άιτηση στην επίδικη έκθεση, έθεσε σε κίνδυνο την ελευθερία, τη Δημοκρατία και τον πολιτικό πλουραλισμό στην Τουρκία. Ως περαιτέρω αναφέρεται στα αποσπάσματα από ΠΧΚ τα οποία παρατίθενται στην επίδικη έκθεση, διεθνείς φορείς τόνισαν ότι θα πρέπει να αφεθούν ελεύθεροι οι ηγέτες του κόμματος HDP και οι εκπρόσωποί του και έκριναν επιτακτική την άρση των περιορισμών στη λειτουργία του κόμματος οι κρατικές αρχές και καταδίκασαν τις ενέργειες τους. Περαιτέρω καταγράφονται πληροφορίες για το ιστορικό του κόμματος HDP, σύμφωνα με τις οποίες το ηγετικό του στέλεχος κατηγορήθηκε για «εξάπλωση τρομοκρατίας και προπαγάνδας» εξαιτίας των αναρτήσεών του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αποπέμφθηκε από το Τουρκικό κοινοβούλιο, με αποτέλεσμα να ασκήσει έφεση ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Τουρκίας.

Εξωτερικές πηγές επιβεβαίωσαν επίσης ότι εκκρεμούσαν στο Τουρκικό κοινοβούλιο οι υποθέσεις παροχής αμνηστίας σε 9 άλλα μέλη του κόμματος HDP τα οποία τέθηκαν υπό κράτηση το λόγω της συμμετοχής τους στις διαδηλώσεις του 2014 οι οποίες οδήγησαν σε 37 θανάτους. Στο απόσπασμα που παρατίθεται αναφέρεται ότι από το 2016 και μετά, πλήθος μελών του κόμματος HDP, περιλαμβανομένης της ηγεσίας του, αντιμετώπισαν πολιτικές διώξεις πάνω σε αμφίβολες κατηγορίες περί τρομοκρατίας, με αποτέλεσμα να καταφύγουν στο ΕΔΑΔ.

Σχολιάζοντας της ανωτέρω πληροφορίες οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι, παρότι οι ανευρεθείσες ΠΧΚ επιβεβαιώνουν τη λειτουργία του κόμματος HDP, φιλοκουρδικών συμφερόντων, και τις διώξεις που υποβλήθηκαν τα υψηλόβαθμα στελέχη του, ο αιτητής, αν και προσκόμισε πλήθος εγγράφων προς επίρρωση των ισχυρισμών του, δεν κατάφερε να θεμελιώσει την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του και γι’ αυτό ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

Στη βάση των ως άνω ευρημάτων, δεδομένου του προφίλ του αιτητή, περιλαμβανομένης της κουρδικής καταγωγής του, οι καθ’ ων η αίτηση, παραθέτοντας ΠΧΚ εκ των οποίων γίνεται αναφορά σε φυλακίσεις κατά κούρδων, επιχειρήσεις εναντίον ένοπλων ομάδων, εκ των οποίων είναι συχνές οι απώλειες αμάχων, αλλά και προσπάθειες περιορισμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατέληξαν ότι δεν υφίσταται εύλογος βαθμός πιθανότητας, ο αιτητής να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του.

Συνεπεία των ανωτέρω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε κατά του αιτητή απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

Δια των αγορεύσεων του ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή προωθεί ισχυρισμούς που άπτονται της μη δέουσας έρευνας, πράγμα που οδήγησε – ως εισηγείται - σε απόφασης υπό καθεστώς πλάνης, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν αιτιολογείται, παραθέτοντας προς τούτο σχετική νομολογία. Ως επί τούτου ισχυρίζεται, ο αιτητής δεν ρωτήθηκε επί όλων των σημείων των ισχυρισμών του, δεν εξετάστηκαν και δεν αξιολογήθηκαν δεόντως τα έγγραφα που προσκόμισε ο αιτητής κατά την επίδικη διαδικασία ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση, δεν μεταφράστηκαν, δεν υποβλήθηκαν ερωτήσεις σχετικές μ’ αυτά. Περαιτέρω δεν αιτιολογείται ευκρινώς γιατί δεν έγινε αποδεκτή η αξιοπιστία των ισχυρισμών του, με δεδομένο και το ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που οι ίδιοι οι καθ’ ων η αίτηση είχαν εντοπίσει και παραθέτουν στην επίδικη έκθεση, διώξεις ατόμων κουρδικής καταγωγής, ιδίως με πολιτική δράση, είναι συχνά αντικείμενο διώξεως από τη χώρα καταγωγής.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη και κατ’ ουσία ορθή, ως ορθά και πλήρως αιτιολογημένα είναι όλα τα ευρήματα και κατάληξη τους, ως αυτά στην επίδικη έκθεση και απόφαση καταγράφονται και ζητούν απόρριψη της προσφυγής. Αναφέρουν δε – σε σχέση με τους αντίστοιχους ισχυρισμούς του αιτητή περί μη μετάφρασης και μη αξιολόγησης των προσκομισθέντων εγγράφων – ότι τα αυτά έχουν μεταφραστεί και αξιολογηθεί δεόντως, παραπέμποντας στο ερ.108.

Σημειώνεται ότι ο αιτητής, στην τροποποιημένη προσφυγή του συνάπτει ως Παράρτημα Β πλήθος εγγράφων, για τα οποία παραθέτει και μετάφραση, τα οποία είναι πρόσθετα των όσων είχε προσκομίσει κατά την επίδικη διαδικασία. Σημειώνεται ότι τα έγγραφα αυτά δεν προσήχθησαν δια σχετικού δικονομικού διαβήματος, στη δε αγόρευση του ο αιτητής (βλ. σελ.1 αγόρευσης) επιβεβαιώνει ότι δεν θα προχωρήσει με τέτοιο διάβημα, τονίζοντας όμως, ως και ανωτέρω αναφέρω, ότι τα έγγραφα που προσκόμισε κατά τη διαδικασία ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση δεν έτυχαν δέουσας εξέτασης, δεν μεταφράστηκαν και δεν αξιολογήθηκαν, ως διαπίστωσε από επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου, ως ανέφερε.

Έχω διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του φακέλου, των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών και των όσων ειπώθηκαν κατά τις διευκρινήσεις, όπου και πάλι ο συνήγορος του αιτητή υπέδειξε ότι τα έγγραφα που είχε προσκομίσει ο αιτητής, παρόλο που γίνεται αναφορά σ’ αυτά στην επίδικη έκθεση, δεν προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου να έχουν μεταφραστεί ή αξιολογηθεί από τους καθ’ ων η αίτηση κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης.

Από το περιεχόμενο του φακέλου διαπιστώνω τα εξής.

Όντως τα έγγραφα που προσκόμισε ο αιτητής στα πλαίσια της επίδικης διαδικασίας έχουν καταγραφεί στο ερ.108 και ακολούθως στο ερ.104, κατά την εξέταση της εξωτερικής συνοχής του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή. Αυτά περιλαμβάνονται στα ερ.71-93, εκ των οποίων, για τα ερ.71-85 υπάρχει χειρόγραφα καταγεγραμμένη σ’ αυτά περιγραφή, ιδιαιτέρως περιληπτική, με ολίγες λέξεις, του περιεχομένου τους. Για τα ερ.86-93 ουδέν καταγράφεται επ’ αυτών εκ του οποίου να προκύπτει ότι έγινε ουσιαστική εξέταση του περιεχομένου τους. Στο ερ.93 καταγράφεται ότι είναι «έγγραφα που προσκομίστηκαν μετά τη συνέντευξη», στα δε ερ.104 και 108, η περιγραφή των ερ.86-93 συνίσταται στο ότι είναι «αντίγραφα άλλων δικαστηριακών εγγράφων». Ουδέν επί του περιεχομένου τους μπορεί να εντοπιστεί σε κανένα σημείο της επίδικης έκθεσης ή άλλο σημείο του φακέλου και, δεδομένου του ότι, ως ρητώς αναγράφεται στο ερ.93, αυτά προσκομίστηκαν μετά την επίδικη συνέντευξη, είναι προφανές ότι ο αιτητής δεν κλήθηκε να τοποθετηθεί επ’ αυτών των εγγράφων, ουδεμία δε μετάφραση, έστω επιγραμματική, έγινε των εγγράφων αυτών από τους καθ’ ων η αίτηση στα πλαίσια λήψης της επίδικης απόφασης.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να παρεμβάλω την εξής νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), την οποία και θεωρώ σχετική, είτε ευθέως είτε δια της κατ’ αναλογία εφαρμογής της (mutatis mutandis), με τα επίδικα εδώ ζητήματα.

Στην απόφαση του Δικαστηρίου του ΔΕΕ στη C-517/17, Milkiyas Addis, ημ.16/07/20, ECLI:EU:C:2020:579 αναφέρονται τα εξής (σκέψεις 59-73):

«59. Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας […] επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε να προβλέψει στο πλαίσιο της οδηγίας αυτής, αφενός, τη σαφή και ρητή υποχρέωση των κρατών μελών να παρέχουν στον αιτούντα διεθνή προστασία τη δυνατότητα προσωπικής συνέντευξης πριν τη λήψη απόφασης επί της αίτησής του και, αφετέρου, έναν εξαντλητικό κατάλογο εξαιρέσεων από την υποχρέωση αυτή καταδεικνύει τη θεμελιώδη σημασία που αναγνωρίζει σε αυτή την προσωπική συνέντευξη για τη διαδικασία ασύλου.

60. Επιπλέον, το γεγονός ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, παράγραφος 1, και του άρθρου 34, παράγραφος 1, της οδηγίας περί διαδικασιών, η δυνατότητα προσωπικής συνέντευξης πρέπει να παρέχεται στον αιτούντα κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία, προτού η αποφαινόμενη αρχή λάβει απόφαση σχετικά με την αίτησή του, έχει ως σκοπό να διασφαλίσει, ήδη από την πρωτοβάθμια αυτή διαδικασία, την ορθή αναγνώριση της ανάγκης διεθνούς προστασίας του αιτούντος αυτού στο οικείο κράτος μέλος, πράγμα το οποίο, όπως τονίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 18 και 22 της ίδιας οδηγίας, είναι προς το συμφέρον τόσο του εν λόγω κράτους μέλους όσο και του εν λόγω αιτούντος, καθόσον συμβάλλει, μεταξύ άλλων, στον σκοπό της ταχείας διεξαγωγής της διαδικασίας.

61. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία περί διαδικασιών διακρίνει μεταξύ, αφενός, της «αποφαινόμενης αρχής», την οποία ορίζει στο άρθρο 2, στοιχείο στʹ, ως «κάθε οιονεί δικαστική ή διοικητική αρχή κράτους μέλους υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας και αρμόδια για τη λήψη αποφάσεων πρωτοβαθμίως στις εν λόγω υποθέσεις», και, αφετέρου, του «δικαστηρίου», περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 46 αυτής, το οποίο είναι αρμόδιο για τις διαδικασίες προσφυγής. Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 16 και 22, από το άρθρο 4 και από τη γενική οικονομία της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας από διοικητικό ή οιονεί δικαστικό όργανο που διαθέτει ειδικά προς τούτο μέσα και ειδικευμένο προσωπικό αποτελεί ουσιώδες στάδιο των κοινών διαδικασιών που καθιερώνει η εν λόγω οδηγία (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 103 και 116).

[…]

68. Υπό τις συνθήκες αυτές, θα ήταν μη συμβατό προς την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας περί διαδικασιών, και ιδίως των άρθρων της 14, 15 και 34, το να μπορεί το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της προσφυγής να επικυρώσει απόφαση η οποία ελήφθη από την αποφαινόμενη αρχή κατά παράβαση της υποχρέωσής της να παράσχει στον αιτούντα τη δυνατότητα προσωπικής συνέντευξης επί της αίτησής του διεθνούς προστασίας, χωρίς να προβεί το ίδιο στην ακρόαση του αιτούντος, τηρώντας τις προϋποθέσεις και τις θεμελιώδεις εγγυήσεις που έχουν εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση.

69. Πράγματι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 103 των προτάσεών του, ελλείψει τέτοιας ακρόασης, το δικαίωμα του αιτούντος σε προσωπική συνέντευξη υπό συνθήκες που διασφαλίζουν δεόντως την εμπιστευτικότητα και του παρέχουν τη δυνατότητα να εκθέσει το σύνολο των λόγων της αίτησής του, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που συνηγορούν υπέρ του παραδεκτού αυτής, δεν θα διασφαλιζόταν σε κανένα στάδιο της διαδικασίας ασύλου, πράγμα που θα εκμηδένιζε μια εγγύηση την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε θεμελιώδη στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής.

70. Βεβαίως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για να συνεπάγεται η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας την ακύρωση της απόφασης που ελήφθη κατά το πέρας της επίμαχης διοικητικής διαδικασίας, πρέπει καταρχήν η εν λόγω διαδικασία να μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν δεν υφίστατο η πλημμέλεια αυτή (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, G. και R., C‑383/13 PPU, EU:C:2013:533, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ωστόσο, η νομολογία αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση παράβασης των άρθρων 14, 15 και 34 της οδηγίας περί διαδικασιών. Πράγματι, αφενός, τα άρθρα αυτά προβλέπουν κατά τρόπο δεσμευτικό την υποχρέωση των κρατών μελών να παρέχουν στον αιτούντα τη δυνατότητα προσωπικής συνέντευξης, καθώς και ειδικούς και λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής της συνέντευξης αυτής. Αφετέρου, οι κανόνες αυτοί σκοπό έχουν να διασφαλίσουν ότι ο αιτών κλήθηκε να παράσχει, σε συνεργασία με την υπεύθυνη για τη συνέντευξη αρχή, όλα τα κρίσιμα στοιχεία για την εκτίμηση του παραδεκτού και, ενδεχομένως, και του βασίμου της αίτησής του για παροχή διεθνούς προστασίας, γεγονός που προσδίδει στη συνέντευξη αυτή, όπως επισημάνθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης, πρωταρχική σημασία κατά τη διαδικασία εξέτασης της εν λόγω αίτησης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, NKT Verwaltung και NKT κατά Επιτροπής, C‑607/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:385, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71. Πρέπει να προστεθεί, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου, ότι δεν αρκούν για να θεραπεύσουν την έλλειψη ακρόασης ούτε η δυνατότητα του αιτούντος να εκθέσει εγγράφως, στην προσφυγή του, τα στοιχεία που θέτουν υπό αμφισβήτηση το κύρος της απόφασης περί απαραδέκτου η οποία ελήφθη επί της αίτησής του προστασίας, ούτε η βάσει του εθνικού δικαίου υποχρέωση της αποφαινόμενης αρχής και του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της προσφυγής να διερευνούν αυτεπαγγέλτως όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. […]

[…]

73. Εν κατακλείδι, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν, στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης, δόθηκε ή μπορεί ακόμη να δοθεί στον Μ. Addis η δυνατότητα ακρόασης, τηρουμένων πλήρως των προϋποθέσεων και των θεμελιωδών εγγυήσεων που έχουν εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να εκθέσει αυτοπροσώπως, σε γλώσσα την οποία κατέχει, την άποψή του σχετικά με την εφαρμογή στην περίπτωσή του του λόγου που προβλέπεται από το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής. Σε περίπτωση που το εν λόγω δικαστήριο κρίνει ότι η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στον ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής, σ’ αυτό εναπόκειται να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής.»

Η θεμελιώδης σημασία του να δοθεί στον αιτητή η δέουσα ευκαιρία να διατυπώσει κατά τη διαδικασία εξέτασης αιτήσεως διεθνούς προστασίας τις απόψεις του για τα στοιχεία ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής έχει επιβεβαιωθεί και στη C-159/21, GM, ημ.22/09/22, ECLI:EU:C:2022:708, ΔΕΕ, όπου το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα (σκέψεις 45-46), παραπέμποντας επί τούτου και σε άλλες σχετικές αυθεντίες:

«45. Συναφώς, όσον αφορά […] τη διοικητική διαδικασία, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας προϋποθέτει ότι ο αποδέκτης αποφάσεως που θίγει αισθητά τα συμφέροντά του πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων η διοίκηση σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της, υποχρέωση που βαρύνει τις διοικητικές αρχές των κρατών μελών όταν λαμβάνουν αποφάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψη 39, και της 3ης Ιουνίου 2021, Jumbocarry Trading, C‑39/20, EU:C:2021:435, σκέψη 31).

46. Η απαίτηση αυτή αποσκοπεί, ιδίως, στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικά με τη διεθνή προστασία, να καταστήσει δυνατό στη διοικητική αρχή να προβεί με πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως στην εξατομικευμένη εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων, γεγονός που επιβάλλει την παροχή προς τον αποδέκτη της αποφάσεως της δυνατότητας να διορθώσει ένα λάθος ή να προβάλει στοιχεία σχετικά με την προσωπική του κατάσταση που συνηγορούν υπέρ του να ληφθεί ή να μη ληφθεί η απόφαση ή να έχει αυτή συγκεκριμένο περιεχόμενο (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 2017, M, C‑560/14, EU:C:2017:101, σκέψεις 32 και 37, και της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko, C‑348/16, EU:C:2017:591, σκέψη 35).»»

Στην απόφαση του ΔΕΕ στη C-556/17, A. Torubarov, ημ.29/07/19, σκέψεις 64-65, ΔΕΕ, λέχθηκαν τα εξής.

«64. Το Δικαστήριο έχει, βεβαίως, αναγνωρίσει ότι η εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας από το αρμόδιο εθνικό διοικητικό ή οιονεί δικαστικό όργανο, το οποίο διαθέτει ειδικά μέσα και εξειδικευμένο προσωπικό, αποτελεί ουσιώδες στάδιο των κοινών διαδικασιών τις οποίες θεσπίζει η οδηγία 2013/32 (πρβλ. αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C-585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 116, και της 4ης Οκτωβρίου 2018, Ahmedbekova, C-652/16, EU:C:2018:801, σκέψη 96).

65. Ωστόσο, προβλέποντας ότι το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί προσφυγής κατά αποφάσεως περί απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας υποχρεούται να εξετάσει, κατά περίπτωση, τις «ανάγκες διεθνούς προστασίας» του αιτούντος, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε, με τη θέσπιση του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, να παράσχει στο εν λόγω δικαστήριο, οσάκις αυτό φρονεί ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία σχετικά πραγματικά και νομικά στοιχεία, την εξουσία να αποφαίνεται κατά τρόπο δεσμευτικό, κατόπιν πλήρους και ex nunc εξετάσεως, τουτέστιν εξαντλητικής και επικαιροποιημένης, των στοιχείων αυτών, επί του ζητήματος αν ο συγκεκριμένος αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει η οδηγία 2011/95 ώστε να του χορηγηθεί διεθνής προστασία.»

Επανερχόμενος στα ενώπιον μου στοιχεία παρατηρώ τα εξής.

Επί των ερ.72-86 καταγράφεται μια συνοπτική γενική αναφορά στο περιεχόμενο τους (βλ. χειρόγραφες σημειώσεις στα ερ.78, 79, 80, 81, 83, 84). Στο ερ.104 αναγράφεται ότι τα έγγραφα αυτά «μεταφράστηκαν ανεπίσημα» κατά τη συνέντευξη. Στη συνέντευξη φαίνεται να γίνονται κάποιες αναφορές στα έγγραφα που προσκόμισε ο αιτητής στα ερ.64, 63 και 60, χωρίς τελικά να γίνεται ουσιαστική αναφορά στο περιεχόμενο τους και χωρίς να υποβάλλονται περαιτέρω ερωτήσεις επ’ αυτών. Επί των ερ.86-93, δεδομένου και του ότι, ως ανωτέρω εξηγώ, υποβλήθηκαν μετά τις συνεντεύξεις που έγιναν στον αιτητή, ουδεμία ερώτηση υποβλήθηκε σ’ αυτόν αναφορικά με το περιεχόμενο τους και δεν υπάρχει σημείο εκ του οποίου να προκύπτει ότι αυτά μεταφράστηκαν ή αξιολογήθηκαν κατ’ ουδένα τρόπο από τους καθ’ ων η αίτηση στα πλαίσια λήψης της επίδικης απόφασης. Ενδεικτικό του χειρισμού που έτυχαν τα εν λόγω έγγραφα είναι το ότι αυτά κατηγοριοποιούνται ως «άλλα δικαστικά έγγραφα» (ερ.104 και 108). Ακόμα δε και επί των εγγράφων των οποίων έγινε «ανεπίσημη μετάφραση» κατά τη συνέντευξη (βλ. ερ.104 – «The documents were unofficially translated by the interpreter during the interview»), η μόνη αναφορά που εντοπίζω επ’ αυτών στην επίδικη έκθεση, στην οποία κάνει αναφορά και ο συνήγορος του αιτητή, περιέχεται στο κάτω μέρος του ερ.103, όπου και αναφέρεται ότι «[ε]ντούτοις, παρότι ο αιτητής υπέβαλε διάφορα αντίγραφα νομικών εγγράφων, λαμβανομένης υπόψη της εσωτερικής συνοχής, η οποία είναι ασυνάρτητη και ασυνεπής και στερείται συγκεκριμενοποίησης, οι εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία δεν μπορεί να διαπιστωθεί» (μετάφραση του Δικαστηρίου).

Στα πλαίσια της παρούσης διαδικασίας ο ευπαίδευτος συνήγορος του έκανε ιδιαίτερη μνεία στην μη αξιολόγηση, μη μετάφραση και μη υποβολή ερωτήσεων σχετικά με τα προσκομισθέντα έγγραφα. Παρά τούτο ουδέν έπραξε ούτε ο ίδιος, ώστε να θέσει στο Δικαστήριο μετάφραση των εγγράφων, αλλά ούτε οι καθ’ ων η αίτηση, προκειμένου, κατ’ ελάχιστο, να προσφέρουν στο Δικαστήριο μια συνεκτική εξήγηση για την παντελή έλλειψη μετάφρασης των ερ.86-93 ή να αιτιολογήσουν την συλλήβδην απόρριψη στο ερ.103 του συνόλου των όσων προσκόμισε ο αιτητής, χωρίς καμία προσπάθεια να υπεισέλθουν, έστω επιγραγραμματικά στο περιεχόμενο τους και χωρίς αξιολόγηση, έστω επιφανειακή, της γνησιότητας ή μη αυτών ή και της σύνδεσης τους με τα λεγόμενα του αιτητή.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική Ανάλυση, 2018, αναφέρονται τα εξής:

[Σελ.79-80]

«Από τις αρχές που ήδη αναφέρθηκαν μπορεί να συναχθεί ότι η αξιολόγηση αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να βασίζεται στο σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων (208). Το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, πραγματικής προσφυγής και αξιολόγησης σε εξατομικευμένη βάση, με αντικειμενικό και αμερόληπτο τρόπο απαιτεί οπωσδήποτε μια αξιολόγηση στην οποία λαμβάνονται υπόψη όλα τα συναφή στοιχεία.

[…]

Η προσεκτική και δίκαιη εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων απαιτεί όλες οι συναφείς πτυχές των αποδεικτικών στοιχείων να εξετάζονται στο πλαίσιο του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων και να μην παραβλέπεται καμία πτυχή των αποδεικτικών στοιχείων (209).

Στο πλαίσιο αυτό, το ιρλανδικό High Court αποφάνθηκε ότι:

Καταρχάς, υφίσταται η αρχή βάσει της οποίας ένα δικαστικό ή οιονεί δικαστικό όργανο πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται ενώπιον του και δεν μπορεί να προβαίνει σε επιλεκτική εξέταση αποδεικτικών στοιχείων. Εφόσον ενεργεί ως δικαστικό όργανο, πρέπει να συνεκτιμά το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που υποβάλλονται ενώπιον του. […]»

[…]

Πρακτική συνέπεια της απαίτησης αυτής είναι η διασφάλιση αυστηρής και ενδελεχούς αξιολόγησης όλων των αποδεικτικών στοιχείων (214). Κατά συνέπεια, το ιρλανδικό High Court έκρινε ότι, εάν ένας υπεύθυνος λήψης αποφάσεων αποφασίσει να απορρίψει ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν ενώπιον του δικαστηρίου, τότε θα πρέπει να παρουσιάσει «μια πειστική ή αιτιολογημένη απόφαση σχετικά με τον λόγο για τον οποίο απορρίφθηκαν τα [αποδεικτικά στοιχεία] τα οποία υπέβαλε ο αιτών» (215). Ομοίως, δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου έκρινε ότι ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων υποπίπτει σε νομικό σφάλμα εάν προσεγγίζει τα αποδεικτικά στοιχεία με τρόπο αποσπασματικό και καταλήγει σε συμπέρασμα πριν συνεκτιμήσει σφαιρικά όλα τα συναφή αποδεικτικά στοιχεία, προβαίνοντας, για παράδειγμα, σε αρνητική διαπίστωση σχετικά με την αξιοπιστία της αφήγησης του αιτούντος και εξετάζοντας εκ των υστέρων μόνον αν πρέπει να στηριχθεί στα πορίσματα που διατυπώνονται σε ιατρική έκθεση (216).

[Σελ.108]

«Τα έγγραφα πρέπει να υποβάλλονται στον ίδιο βαθμό ελέγχου που υποβάλλονται και οι δηλώσεις του αιτούντος: οι αρχές που εφαρμόζονται στην αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αναφέρονται στην ενότητα 4.3 ανωτέρω δεν ισχύουν μόνο για τις δηλώσεις, γραπτές ή προφορικές, αλλά και για όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται προς στήριξη της αίτησης (324). Τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Σε κάθε περίπτωση, πριν από οποιαδήποτε αρνητική διαπίστωση, θα πρέπει να έχει παρασχεθεί στον αιτούντα η κατάλληλη ευκαιρία ώστε να δώσει εξηγήσεις ή να σχολιάσει τις σχετικές ανησυχίες.»

Ουδεμία εκ των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών εφαρμόστηκε εν προκειμένω από τους καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με το σύνολο των εγγράφων. Περαιτέρω, ως έχω δις πιο πάνω αναφέρει, τα ερ.86-93 όχι μόνο δεν μεταφράστηκαν κατ’ ουδένα τρόπο αλλά και ούτε παρασχέθηκε η ευκαιρία στον αιτητή να υποβάλει τις απόψεις του επί τούτων σε κανένα σημείο της επίδικης διαδικασίας. Θα πρέπει να σημειωθεί, σημείο το οποίο κρίνω ως ιδιαιτέρως σημαντικό, ότι ο αιτητής δεν έχει λάβει ούτε στοιχειώδη μόρφωση, αφού έχει τελειώσει μόλις την 1η τάξη του Δημοτικού (βλ. ερ.51, 2Χ), πράγμα που καθιστά ευλόγως πιθανόν να μην είναι σε θέση να αναγνώσει ή – πολύ περισσότερο – να αντιληφθεί επαρκώς το περιεχόμενο των εγγράφων που αυτός προσκόμισε αλλά και τις νομικές διαδικασίες που κατ’ ισχυρισμό εκκρεμούν εναντίον του, το οποίο καθιστά έτι σημαντικότερη την μετάφραση των εγγράφων αυτών, τα οποία – σε συνάρτηση με τις δηλώσεις του αιτητή - θα μπορούσαν ενδεχομένως από μόνα τους να τεκμηριώσουν ή, σε κάθε περίπτωση να αποτελέσουν σημαντικά στοιχεία για την τεκμηρίωση του επίδικου αιτήματος του. Αξίζει δε να σημειωθεί επίσης ότι, παρότι στο φάκελο γίνεται λόγος για κοινή εξέταση της επίδικης αιτήσεως με την αίτηση που υπέβαλε η κατ’ ισχυρισμό του ιδίου γυναίκα και ανήλικα τέκνα του (βλ.48, 50, 2Χ), εν τέλει, δια μιας αναφοράς στο ερ.109 (τέλος σημείου 3) ότι, παρόλο που ο αιτητής συναίνεσε στη συνένωση των δύο φακέλων τους, οι φάκελοι «εντούτοις θα εξεταστούν χωριστά», χωρίς να δίδεται εξήγηση γι’ αυτό.

Για όλα τα ως άνω στοιχεία που δεν εξετάστηκαν και για τα οποία ουδεμία εξήγηση δίδεται από τους καθ’ ων η αίτηση δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, λαμβανομένου υπόψη του ότι το αφήγημα του αιτητή συνάδει με τις διαθέσιμες πληροφορίες στις οποίες ανέτρεξαν οι καθ’ ων η αίτηση στα πλαίσια της επίδικης, να έχουν εν δυνάμει καταλυτική σημασία, συνυπολογιζόμενου και του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου του αιτητή. Τούτο γιατί, αφενός, τα έγγραφα που προσκόμισε μπορεί να απέβαιναν καθοριστικά κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του αφηγήματος του, στα πλαίσια αποτίμησης του συνόλου των στοιχείων που συνθέτουν την υπό κρίση αίτηση διεθνούς προστασίας, η δε λοιπή οικογένεια του, εφόσον γινόταν δεκτός ο οικογενειακός τους δεσμός, θα διαφοροποιούσε ουσιωδώς το προφίλ όλων των μελών της οικογένειας του.

Επαναλαμβάνω ότι το ζήτημα της αξιολόγησης των εγγράφων συζητήθηκε εκτενώς στα πλαίσια της παρούσης διαδικασίας και ζητήθηκε από το Δικαστήριο, ακόμα και κατά τις διευκρινήσεις, να τοποθετηθούν τα μέρη επί τούτου, όπου, οι μεν καθ’ ων η αίτηση ενέμειναν στη θέση τους ότι εν προκειμένω έγινε πλήρης και ορθή αξιολόγηση όλων των στοιχείων που υποβλήθηκαν στα πλαίσια της επίδικης αίτησης (παραπέμποντας προς τούτο στο ερ.108), ο δε αιτητής ενέμεινε ότι η παρούσα θα πρέπει να κριθεί στη βάση του ότι τα στοιχεία αυτά δεν έχουν αξιολογηθεί, επιμένοντας ότι, για τους λόγους που αναφέρει στην αγόρευση του, η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί. Αποτέλεσμα των ως άνω ήταν να μην τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου οι μεταφράσεις των εγγράφων αυτών.

Σημειώνω εδώ ότι, ως λέχθηκε στην Torubarov (ανωτέρω), με αναφορά στο αρ.46 της οδηγίας 32/2013/ΕΕ, όπου θεσπίζονται εκτεταμένα τα πλαίσια εντός των οποίων ασκείται ο πλήρης και εξ υπαρχής έλεγχος από το Δικαστήριο επί αποφάσεων που αφορούν υποθέσεις διεθνούς προστασίας, «ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε, με τη θέσπιση του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, να παράσχει στο εν λόγω δικαστήριο, οσάκις αυτό φρονεί ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία σχετικά πραγματικά και νομικά στοιχεία, την εξουσία να αποφαίνεται κατά τρόπο δεσμευτικό, κατόπιν πλήρους και ex nunc εξετάσεως, τουτέστιν εξαντλητικής και επικαιροποιημένης, των στοιχείων αυτών, επί του ζητήματος αν ο συγκεκριμένος αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει η οδηγία 2011/95 ώστε να του χορηγηθεί διεθνής προστασία.».

Δεν παραγνωρίζω βεβαίως την εξουσία που κέκτηται το παρόν Δικαστήριο για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο των ενώπιον του στοιχείων (βλ. Εφέσεις κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. αρ.107/2023, Q. B. T. v. Δημοκρατίας, ημ.11/02/25 και αρ.17/2021, Janelidze v. Δημοκρατίας, ημ.21/09/21) αλλά και το ότι «οι εξουσίες του [Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας] σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης, είναι ευρείες και ο ρόλος του ρυθμιστικός» (βλ. απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. αρ.26/20, Δημοκρατία ν. Singh, ημ.10/09/24). Άλλωστε, στο αρ.11 (3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) ορίζεται ότι το παρόν Δικαστήριο «[π]ροβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και […] την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας». Εξίσου όμως ρητώς ορίζεται στο εν λόγω άρθρο ότι, κατά την ενάσκηση της δικαιοδοσίας του το Δικαστήριο «επικυρώνει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει αυτήν».

Στη βάση των ανωτέρω αλλά και της παρεμφερούς νομολογίας του ΔΕΕ, ως πιο πάνω, στα πλαίσια της παρούσης, παρατίθεται, θεωρώ ότι το Δικαστήριο «[π]ροβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και […] την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας» [αρ.11 (3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)] και «αποφαίνεται κατά τρόπο δεσμευτικό, κατόπιν πλήρους και ex nunc εξετάσεως […] επί του ζητήματος αν ο συγκεκριμένος αιτών πληροί τις προϋποθέσεις […] ώστε να του χορηγηθεί διεθνής προστασία» (βλ. Torubarov, ανωτέρω), μόνον «οσάκις αυτό φρονεί ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία σχετικά πραγματικά και νομικά στοιχεία» (βλ. Torubarov, ανωτέρω). Σε κάθε άλλη περίπτωση, ήτοι όταν δεν έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τα απαραίτητα στοιχεία, ως εν προκειμένω, αλλά και όταν, ως και στην πρόσφατη απόφαση μου επί της προσφυγής αρ.6847/22, F.R. ν Δημοκρατίας, ημ.14/04/25 αναφέρω, «οι πλημμέλειες της […] διαδικασίας αφορούν θεμελιώδεις παραλείψεις που αγγίζουν και αφορούν το σύνολο της επίδικης διαδικασίας, σε σημείο που […] να εξομοιώνονται με πλήρη αποστέρηση του δικαιώματος του σε ακρόαση, μπορούν να οδηγήσουν σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης», το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη και να αναπέμψει την υπόθεση για επανεξέταση της επίδικης αίτησης, στα πλαίσια βεβαίως της οποίας οι καθ’ ων η αίτηση δεσμεύονται από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στα πλαίσια της απόφασης του [βλ. και αρ.59 (2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999)].

Συνεπώς, υπό το φως των ως άνω, θεωρώ ότι ο πλήρης και από τούδε και στο εξής (ex nunc) έλεγχος, επί της ουσίας και ορθότητας, από το Δικαστήριο δεν αποτελεί πανάκεια δια πάσα νόσο της επίδικης πράξης και συνεπώς υπάρχουν βεβαίως περιπτώσεις, ως και η προκείμενη, που – ελλείψει στοιχείων εν δυνάμει θεμελιώδους σημασίας για την έκβαση της υπόθεσης - η νομιμότητα δεν δύναται κανένα άλλο τρόπο να αποκατασταθεί παρά με την ακύρωση και αναπομπή της προσβαλλόμενης πράξης, δεδομένου ότι κάθε άλλη προσέγγιση θα καθιστούσε την απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης και εκφορά κρίσης επί της αξιοπιστίας (ή μη) του επίδικου ισχυρισμού του αιτητή ακροσφαλή. Τούτο λαμβανομένου υπόψη και του ότι η εξουσία του Δικαστηρίου για αυτεπάγγελτη εξέταση των ενώπιον του στοιχείων αλλά και αναζήτηση περαιτέρω μαρτυρίας δεν φτάνει, θεωρώ, μέχρι του σημείου να υποχρεούται να αναζητήσει ή και να ζητήσει την προσκόμιση τέτοιας μαρτυρίας, η οποία, ως έγινε στα πλαίσια της παρούσης, παρότι αποτέλεσε ζήτημα που απασχόλησε τα μέρη εκτενώς, τελικώς δεν προσήχθη.

Η ως άνω δε προσέγγιση είναι θεωρώ συμβατή και με την πολύ πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στη C-283/24, B.F., ημ.03/04/25, ECLI:EU:C:2025:236, σε προδικαστικό ερώτημα της αδελφής δικαστού Κ. Κλεάνθους, όπου το Δικαστήριο, πραγματευόμενο το εύρος των εξουσιών του δικαστηρίου σε υποθέσεις ως η παρούσα, ανέφερε (σκέψη 27) ότι «η εξουσία του δικαστή να λαμβάνει υπόψη νέα στοιχεία επί των οποίων δεν αποφάνθηκε η αρχή αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο του σκοπού της οδηγίας 2013/32, ο οποίος συνίσταται ειδικότερα, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογική της σκέψη 18, στην εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας «το συντομότερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, Ministerstvo vnitra České republiky, Odbor azylové a migrační politiky, C‑406/22, EU:C:2024:841, σκέψεις 78 και 88 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).». Συνεπώς, ως επιβεβαιώνεται στο ως άνω απόσπασμα, η υποχρέωση του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο εκάστης υπόθεσης θα πρέπει να ερμηνεύεται πάντοτε υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 18 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, ήτοι «με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης», προσέγγιση συμβατή με την ανάλογη επιφύλαξη του Δικαστηρίου στην Addis (ανωτέρω) ότι η πράξη θα πρέπει να ακυρώνεται και η υπόθεση θα πρέπει να αναπέμπεται όταν «η δυνατότητα ακρόασης, τηρουμένων πλήρως των προϋποθέσεων και των θεμελιωδών εγγυήσεων […] δεν μπορεί να εξασφαλιστεί στον ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής».

Στην παρούσα λοιπόν θεωρώ ότι οι πλημμέλειες στην επίδικη διαδικασία, επί των οποίων ουδεμία προσπάθεια έγινε προς αποκατάσταση τους στα πλαίσια της παρούσης, παρότι τούτο ήταν δυνατό στα πλαίσια του εξ υπαρχής και επί όλων των στοιχείων που αφορούν την υπόθεση ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο και παρόλο που είχαν δεόντως επισημανθεί από τον συνήγορο του αιτητή αλλά και το Δικαστήριο, καλώντας τα μέρη να τοποθετηθούν σχετικώς, δεν αφήνει περιθώριο για άλλη κατάληξη.

Σημειώνω βεβαίως και τονίζω ότι η κατάληξη μου δεν θεωρώ ότι συνεπάγεται και ανάλογη κατάληξη επί πάσης υπόθεσης στα πλαίσια της οποίας εντοπίζονται μη αξιολογούμενα ή και μη μεταφρασμένα έγγραφα αλλά μόνο περιπτώσεις όπου, κατά τον έλεγχο ουσίας, προκύπτει ότι η διαπιστούμενη παράλειψη, συνυπολογιζόμενων και άλλων παραμέτρων της υπόθεσης, ενδεχομένως να έχει καταλυτική σημασία στην έκβαση της υπόθεσης και όπου το Δικαστήριο «φρονεί ότι [δεν] διαθέτει όλα τα αναγκαία σχετικά πραγματικά και νομικά στοιχεία» (βλ. Torubarov, ανωτέρω).

Η προσφυγή πετυχαίνει ως προς το Αιτητικό Α αυτής.

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Συνεπεία της ως άνω κατάληξης μου παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων εγειρόμενων ζητημάτων.

Δεδομένου ότι ο αιτητής φέρει ευθύνη (αλλά και οι καθ’ ων η αίτηση) για το ότι στα πλαίσια της παρούσης δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα απαραίτητα στοιχεία που θα καθιστούσαν δυνατό τον πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο της υπόθεσης, γεγονός που, τελικώς, παρά την επιτυχία της προσφυγής, αποστέρησε και από τον ίδιο την ευκαιρία να εξασφαλίσει απόφαση του Δικαστηρίου επί των αναγκών διεθνούς προστασίας, η οποία και θα επέλυε οριστικά το επίδικο ζήτημα, θεωρώ ορθό και δίκαιο να μην επιδικαστούν έξοδα.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο