
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 3273/2023
18 Ιουνίου, 2025
[Ε.ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 Συντάγματος
Μεταξύ:
A.I.Α.,
από Νιγηρία
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόρος για Αιτητή: Γ. Κωνσταντίνου (κα), για Μ. Παπαλοΐζου (κος)
Δικηγόροι για Καθ' ων η αίτηση: Β. Θωμά (κα), για Ν. Ιερωνυμίδης (κος), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής στρέφεται εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 02.08.2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για άσυλο, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).
Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποία εγκατέλειψε στις 28.03.2022 και εισήλθε στις 31.03.2022 στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 13.05.2022. Στις 18.04.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Λειτουργός»), ο οποίος υπέβαλε στις 30.04.2023 Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 02.08.2023 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 25.08.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 18.08.2023. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής ισχυρίζεται κατά πρώτον ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη ως αποτέλεσμα μίας καθ’ όλα αντινομικής και αυτοματοποιημένης διαδικασίας, κατά δεύτερον, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα ενώ ακροθιγώς, προωθεί κατά τρίτον την θέση ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως προς την ουσία της υπόθεσής του, ισχυρίζεται, επιγραμματικά, ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω δίωξης από τον θείο του εξαιτίας κτηματικών διαφορών, αναφέροντας πως μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο θείος του (αδελφός του πατέρα του) κατείχε την περιουσία του και όταν ο ίδιος ενηλικιώθηκε και ζήτησε πίσω την περιουσία του από τον θείο του, ο τελευταίος άρχισε να τον απειλεί μέσω άγνωστών ατόμων τα οποία προσέγγισαν τον Αιτητή.
Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση επισημαίνουν καταρχάς, ότι παρατηρείται παντελής έλλειψη εξειδίκευσης των λόγων ακυρώσεως που προωθεί ο Αιτητής κατά παραβίαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, υποβάλλοντας ότι για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο. Πέραν τούτου, οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Υποβάλλουν περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου. Καταλήγουν δε ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή έχει κριθεί ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας δυνάμει της Κ.Δ.Π. 166/2023.
Αξιολόγηση εκατέρωθεν ισχυρισμών και καταληκτικά συμπεράσματα
Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή και σε συμφωνία με τα όσα υποβάλλουν και οι Καθ' ων η αίτηση, διαπιστώνεται η γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων περί παραβίασης γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς την ταυτόχρονη εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και του τρόπου με τον οποίο οι αρχές αυτές παραβιάζονται. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1].
Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344, Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποία παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση και στη βάση ξεκάθαρης επιχειρηματολογίας αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα χωρίς τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων κατά τη διεξαγωγή της διοικητικής δίκης[4].
Στην εξεταζόμενη λοιπόν υπόθεση, η παράλειψη του Αιτητή να εξειδικεύσει τους ισχυρισμούς του με αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, επηρεάζει αναπόφευκτα την νομική βάση των προωθημένων λόγων ακυρώσεως καθιστώντας αυτούς ανεπίδεκτους δικαστικής εκτίμησης και κατά τούτο απορρίπτονται στο σύνολο τους ως αναιτιολόγητοι.
Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν (Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, N. 73(I)/2018), θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, σε συνάρτηση και τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας, ο οποίος συναρτάται με την ουσία της υπόθεσης.
Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[5].
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.
Στο πλαίσιο της υποβληθείσας αίτησής του για διεθνή προστασία ο Αιτητής κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ήτοι η Νιγηρία, καθώς ο θείος του θέλει να τον σκοτώσει λόγω της περιουσίας του πατέρα του. Είναι όπως δήλωσε το μόνο παιδί της οικογένειας και αποφάσισε να έρθει στη Κύπρο για να αιτηθεί διεθνή προστασία.
Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι είναι Νιγηριανός υπήκοος γεννηθείς στο χωριό Ezzambo της πολιτείας Ebony στη Νιγηρία. Ως δήλωσε, όταν ήταν μικρός μετακόμισαν οικογενειακώς στη πόλη Owerri της πολιτείας Imo, όπου και διέμενε μέχρι την ημέρα που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Στην πολιτεία Ιmo διέμεναν επίσης οι γονείς του οι οποίοι απεβίωσαν όπως επίσης απεβίωσε και η μία εκ των δύο αδελφών του. Η μητέρα του όπως δήλωσε απεβίωσε λόγω κάποιας ασθένειας όταν ο Αιτητής ήταν 16 ετών, ενώ ο πατέρας του απεβίωσε όταν ήταν 10 ετών, εξαιτίας μιας οικογενειακής διαμάχης που ξέσπασε με τον θείο του για κτηματική περιουσία. Ο Αιτητής έχει και μία δεύτερη αδελφή, η οποία
διαμένει με τον σύζυγο και τα δύο τους παιδιά στη πολιτεία Abia και με την οποία επικοινωνεί τακτικά. Είναι ως δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια του εκπαίδευση και αμέσως μετά εργάστηκε ως πωλητής σε κατάστημα ρούχων (Ερ. 16, 7χ). Αργότερα εργαζόταν στις οικοδομές στη πολιτεία Imo για δύο χρόνια και μεχρι τη μέρα που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής και διαμονής του (Ερ. 16, 4χ,5χ). Δήλωσε οτι ομιλεί Igbo ως η μητρική του γλώσσα και αγγλικά, ενώ ως πρός το Θρήσκευμά του ανέφερε οτι είναι Χριστιανός (Ερ. 18 3χ). Αναχώρισε νόμιμα απο τη Νιγηρία στις 28.03.2022 χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα, με φοιτητική θεώρηση εισόδου (visa) και το διαβατήριο του. Εισήλθε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές υπό την ιδιότητα του φοιτητή στο πανεπιστήμιο BAU , εντούτοις δεν παρουσιάστηκε ποτέ στο πανεπιστήμιο αφού αδυνατούσε οικονομικά να αντεπεξέλθει και να πληρώσει τα δίδακτρά του. Στις 31.03.2022 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες απο την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές και αιτήθηκε διεθνή προστασία για – όπως δήλωσε- να νομιμοποιηθεί (Ερ. 15, 6χ,10χ,12χ,13χ).
Αναφορικά με την ουσία του αιτήματός του, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του έπειτα από μία κρίση που ξέσπασε στην οικογένεια του. Ως ειδικότερα δήλωσε, ο θείος του σκότωσε τον πατέρα του όταν ο ίδιος ήταν παιδί, λόγω της περιουσίας του πατέρα του. Όταν ο ίδιος έγινε 18 ετών ζήτησε από τον θείο του να του μεταβιβάσει την περιουσία του πατέρα του, με τον τελευταίο να τον απειλεί σοβαρά ότι θα τον σκοτώσει με τον ίδιο τρόπο που σκότωσε και τον πατέρα του. Αρχικά ο ίδιος θεώρησε ότι επρόκειτο για αστείο μέχρι την στιγμή που ο θείος του έστειλε ανθρώπους να τον σκοτώσουν. Μετά το περιστατικό αυτό το οποίο έλαβε χώρα το 2008, αποτάθηκε στον φίλο του πατέρα του που είναι πάστορας ο οποίος τον μετακίνησε σε άλλη πολιτεία για να είναι ασφαλής, ενώ μαζί με τα άλλα μέλη της εκκλησίας, χρηματοδότησαν το ταξίδι του για την Κύπρο(Ερ. 14, 5χ)..
Ακολούθως, κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων και κληθείς να εξηγήσει γιατί ο θείος του τον απείλησε να τον σκοτώσει, ο Αιτητής το απέδωσε αυτό στο γεγονός ότι είναι ο μόνος γιός της οικογένειας του (Ερ. 14 7χ). Επεξηγώντας τη δήλωση του ότι ο θείος του έστειλε ανθρώπους για να τον σκοτώσουν, ο Αιτητής δήλωσε ότι την πρώτη φορά «he sent people to the normally roads when I finished my work» (Ερ. 13, 1χ). Ζητηθείς να δώσει περισσότερες εξηγήσεις επί τούτου, ο Αιτητής επανέλαβε ότι την πρώτη φορά έστειλε ανθρώπους στον δρόμο της επιστροφής του («on my way back») για να τον σκοτώσουν. Κληθείς να εξηγήσει πως γνώριζε ότι οι άνθρωποι αυτοί που τον απείλησαν είχαν πράγματι σταλεί από τον θείο του, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό όπου κατά την επιστροφή του από την εργασία του «they block me on my way, we were 3 people and they ask who is [] and nobody of us answer. And one of us ask them if there is any problem. And they shot him on his leg» (ερ. 13/3χ). Ερωτηθείς και πάλι πως γνώριζε ότι τα πρόσωπα αυτά στάλθηκαν από τον θείο του, ο ίδιος δήλωσε ότι μετά που πυροβόλησαν τον φίλο του, τον μετέφεραν στον θείο του και μέσω αυτού, ο ίδιος έμαθε ότι τους έστειλε ο θείος του (βλ. ερ. 13/4χ).
Κατόπιν περαιτέρω διευκρινιστικών ερωτήσεων, ο Αιτητής δήλωσε ότι από το 2008 όπου δέχθηκε τις απειλές απο τον θείο του μέχρι την ημέρα που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του το 2022 δεν είχε συμβεί κάποιο άλλο περιστατικό (Ερ. 12, 2χ). Σε διευκρινιστική ερώτηση εάν το περιστατικό που περιέγραψε οτι απειλήθηκε απο ανθρώπους που έστειλε ο θείος του έλαβε χώρα το 2008, ο Αιτητής αναφέρθηκε στην ύπαρξη ενός ακόμα περιστατικού το 2012 στο γάμο της αδελφής του όπου τσακώθηκε με τον υιό του θείου του (βλ. ερ. 13/10χ). Ερωτηθείς ως προς το πως αυτό το ζήτημα με την περιουσία και τον θείο του τον επηρεάζει προσωπικά, ο Αιτητής δήλωσε πως τον επηρεάζει επειδή «I am the only one of my parents».
Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα του συμβεί εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, δήλωσε ότι ο θείος του τον απείλησε πολύ σοβαρά και ενδεχομένως να τον σκοτώσει εάν επιστρέψει και ότι η ζωή του ενδεχομένως να είναι σε κίνδυνο (Ερ. 12/3χ, 4χ,6χ).
Δήλωσε επίσης ότι οι αρχές της χώρας του θα του επιτρέψουν την είσοδό του σε αυτή (Ερ. 12/5χ), ενώ κληθείς να συμπληρώσει, εάν επιθυμεί, κάτι στα λεγόμενά του ανέφερε οτι επιθυμεί να παραμείνει στη Κύπρο και δεν επιθυμεί να επιστρέψει πίσω στη χώρα καταγωγής του (Ερ. 12/7χ).
Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση
Προχωρώντας τώρα στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, παρατηρώ ότι ο Λειτουργός διαχώρισε τους ισχυρισμούς του Αιτητή σε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς:
Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός από τον Λειτουργό καθώς, ως κρίθηκε, στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία. Έγινε συνεπώς αποδεκτό ότι ο Αιτητής είναι Νιγηριανός υπήκοος, με τελευταίο τόπο διαμονής την πολιτεία Imo.
Ο δεύτερος ισχυρισμός, αφορούσε τον ισχυριζόμενος φόβος δίωξης του από τον θείο του σχετικά με την κτηματική περιουσία του αποβιώσαντα πατέρα του. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε καθώς κατά την εκτίμηση της εσωτερικής του αξιοπιστίας, ο Λειτουργός κατάληξε πως παρά το γεγονός ότι δόθηκαν στον Αιτητή αρκετές ευκαιρίες για να υποστηρίξει την γενεσιουργό αιτία του πυρήνα του αιτήματός του, ωστόσο αυτός δεν κατόρθωσε να το πράξει αδυνατώντας να παράσχει περιεκτικές και ουσιαστικές πληροφορίες και να απαντήσει με σαφήνεια στα ερωτήματα που του τέθηκαν. Ειδικότερα, κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή, ο Λειτουργός διαπίστωσε ότι το βασικό αφήγημα περί δίωξης από τον θείο του, λόγω διεκδίκησης της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα του, στερείται εσωτερικής συνοχής και δεν υποστηρίζεται με επαρκή στοιχεία. Επισημάνθηκε, ότι ο Αιτητής προέβαλε ως γενεσιουργό αιτία της αναχώρησής του από τη Νιγηρία το γεγονός ότι ο θείος του φέρεται να δολοφόνησε τον πατέρα του και, όταν ο ίδιος ενηλικιώθηκε και διεκδίκησε την πατρική περιουσία, απειλήθηκε σοβαρά και στάλθηκαν άτομα για να τον σκοτώσουν. Παρότι αρχικά ανέφερε ότι ο πατέρας του απεβίωσε όταν ήταν ακόμη παιδί, στη συνέχεια προσδιόρισε την ηλικία του κατά τον θάνατο του πατέρα του στα 10 έτη, αποδίδοντας τον θάνατο σε εγκληματική ενέργεια του θείου του. Αργότερα, υποστήριξε ότι, σε ηλικία 18 ετών, δηλαδή το 2008, πήγε στον θείο του για να διεκδικήσει την περιουσία και ότι τότε απειλήθηκε. Επιπλέον, προσέθεσε ότι νέα επίθεση έλαβε χώρα το 2012, χωρίς ωστόσο να καταστεί σαφές πώς συνδέεται με τα αρχικά γεγονότα. Ο Λειτουργός εντόπισε σοβαρές αντιφάσεις ως προς τη χρονολογία, τη φύση και την αλληλουχία των περιστατικών, τις οποίες ο αιτητής δεν κατάφερε να διασαφηνίσει. Παρά τις αλλεπάλληλες ευκαιρίες που του δόθηκαν να παράσχει συγκεκριμένες, εμπεριστατωμένες και προσωπικού χαρακτήρα πληροφορίες, οι απαντήσεις του παρέμειναν γενικές, ασαφείς ή και υποθετικές. Κρίθηκε κατά τούτο ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πειστικά πώς γνωρίζει ότι τα άτομα που του επιτέθηκαν είχαν σταλεί από τον θείο του, ούτε παρείχε στοιχεία ή επαληθεύσιμα δεδομένα για την ταυτότητα ή τη δράση αυτών των προσώπων. Η αποδιδόμενη απόπειρα ανθρωποκτονίας δεν συνοδεύτηκε από οποιαδήποτε λεπτομέρεια που θα επέτρεπε την ενίσχυση της αξιοπιστίας του. Ιδιαίτερη αδυναμία εντοπίστηκε επίσης στη λογική του αφηγήματος, καθώς ο Αιτητής ανέφερε ότι μετακινήθηκε για λόγους ασφάλειας σε άλλη πολιτεία, πλην όμως στη συνέχεια δήλωσε ότι μέχρι τη στιγμή της αναχώρησής του για την Κύπρο διέμενε στην πολιτεία Imo, δηλαδή στον τόπο στον οποίο υποτίθεται ότι κινδύνευε. Ο Αιτητής απέφυγε να δώσει εξηγήσεις για αυτήν την αντίφαση, η οποία καθιστά το αφήγημά του εσωτερικά αντιφατικό και αναξιόπιστο. Ο λειτουργός έκρινε ότι συνολικά η μαρτυρία του Αιτητή στερείται πειστικότητας, σαφήνειας και στοιχειώδους τεκμηρίωσης. Δεν υπήρξε καμία εξωτερική ή αντικειμενική πηγή που να στηρίζει τους ισχυρισμούς του, ούτε ο ίδιος μπόρεσε να παρουσιάσει στοιχεία ή έστω συνεκτικό αφήγημα. Η πλήρης εξάρτηση του αιτήματος διεθνούς προστασίας από μία ασαφή και εσωτερικά αντιφατική προσωπική διήγηση, χωρίς οποιαδήποτε εξωτερική ενίσχυση, κατέστησε αδύνατη την αποδοχή του.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο Λειτουργός κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν παρείχε καμία ουσιαστική βοήθεια για τη διαπίστωση των κρίσιμων στοιχείων της υπόθεσής του και απέτυχε να τεκμηριώσει με την απαιτούμενη σαφήνεια και λεπτομέρεια τους ισχυρισμούς του. Συνεπώς, η αξιοπιστία του ως προς τον λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του κρίθηκε ανεπαρκής και το αφήγημά του δεν έγινε αποδεκτό.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία στη βάση του ισχυρισμού περί των προσωπικών του στοιχείων, που αποτελούσε και τον μοναδικό ισχυρισμό που έγινε αποδεκτός, ο Λειτουργός ασύλου επεσήμανε ότι δεν συνέτρεχαν εύλογοι λόγοι να γινόταν αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του, θα κινδύνευε με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Επισημάνθηκε ότι επρόκειτο για άτομο που δεν παρουσίαζε θέματα ευαλωτότητας καθώς και ότι στη πολιτεία Imo στην οποία αναμενόταν να επέστρεφε, δεν παρατηρούνταν συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Κρίθηκε συνεπώς ότι ο Αιτητής κατά την εκεί επιστροφή του, δεν θα αντιμετώπιζε δίωξη η πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. ερ. 35-34 δ.φ.).
Κατά τη Νομική Ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το Άρθρο 1Α 2 της συνθήκης της Γενεύης και του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 αφού δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του Αιτητή τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Όσον αφορά την υπαγωγή του στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ο Λειτουργός ανέφερε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 καθώς ο Αιτητής εάν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α) ή να υφίστατο βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (β). Κρίθηκε περαιτέρω αναφορικά με το άρθρο 19 (2) (γ), ότι ο Αιτητής επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτής άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης (βλ. ερ. 33 -32 δ.φ.)
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του Λειτουργού όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Αρχικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως σαφείς, δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε ο λειτουργός ασύλου. Ορθώς επιπλέον κρίθηκε ως τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή η Πολιτεία Imo της Νιγηρίας.
Αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι τον ισχυριζόμενο φόβο του από τον θείο του σχετικά με την κτηματική περιουσία του αποβιώσαντα πατέρα του, έχοντας εξετάσει τα όσα δήλωσε ο Αιτητής φρονώ πως η αξιολόγηση του Λειτουργού αναφορικά με την αξιοπιστία του αιτητή κρίνεται, σε γενικές γραμμές, ως ορθή, πλήρης και επαρκώς αιτιολογημένη. Ο Λειτουργός προέβη σε λεπτομερή εξέταση του αφηγήματός του Αιτητή, εστιάζοντας εύστοχα στις εσωτερικές αντιφάσεις, στην έλλειψη λογικής συνοχής, καθώς και στην απουσία εξωτερικών τεκμηρίων που να ενισχύουν την αφήγηση. Η βασική θέση του Αιτητή, σύμφωνα με την οποία ο θείος του σκότωσε τον πατέρα του και στη συνέχεια απείλησε τον ίδιο λόγω διεκδίκησης της πατρικής περιουσίας, κρίθηκε ασαφής, αντιφατική και ανεπαρκώς τεκμηριωμένη, γεγονός που αιτιολογεί την απόρριψη του ισχυρισμού.
Ορθά διαπιστώνεται από τον Λειτουργό η ύπαρξη σοβαρών χρονολογικών και λογικών ασυνεπειών, όπως η αδυναμία του Αιτητή να προσδιορίσει με ακρίβεια πότε ακριβώς συνέβησαν τα περιστατικά, καθώς και η εναλλαγή στην περιγραφή των γεγονότων σχετικά με τον θάνατο του πατέρα του και τις απειλές που δέχθηκε. Επιπλέον, εύλογα επισημαίνεται η αποτυχία του να εξηγήσει γιατί, ενώ φέρεται να κινδύνευε, παρέμεινε επί σειρά ετών στην Πολιτεία Imo – δηλαδή στον τόπο του φερόμενου κινδύνου – και εργαζόταν εκεί μέχρι την αναχώρησή του από τη Νιγηρία. Η εν λόγω συμπεριφορά δεν συνάδει με την ύπαρξη πραγματικού και άμεσου φόβου δίωξης.
Η εκτίμηση ότι ο Αιτητής δεν παρείχε καμία ανεξάρτητη ή αντικειμενική ένδειξη υπέρ των ισχυρισμών του είναι επίσης εύστοχη, δεδομένου ότι η αφήγησή του βασίζεται αποκλειστικά σε προσωπικές δηλώσεις, χωρίς οποιαδήποτε εξωτερική ενίσχυση ή έγγραφα που να επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς. Η παρατήρηση του Λειτουργού ότι ο Αιτητής απαντούσε με γενικότητες, χωρίς να προσφέρει συγκεκριμένες λεπτομέρειες όταν του ζητήθηκε, υποδεικνύει την ύπαρξη κατασκευασμένου αφηγήματος ή έλλειψης προσωπικού βίωματος.
Πέραν των ανωτέρω, εντοπίζονται και ορισμένα πρόσθετα σημεία που ενισχύουν την κρίση περί αναξιοπιστίας και δεν αναφέρθηκαν ρητά στην αξιολόγηση του Λειτουργού. Πρώτον, ο Αιτητής δεν ανέφερε ποτέ ότι απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας του για προστασία, γεγονός που θα ήταν αναμενόμενο αν πράγματι αντιμετώπιζε σοβαρές απειλές κατά της ζωής του. Η πλήρης απουσία οποιασδήποτε αναφοράς σε καταγγελία ή προσπάθεια προστασίας από τις νιγηριανές αρχές καθιστά αμφίβολο το αν ο ίδιος θεωρούσε ότι βρισκόταν σε πραγματικό κίνδυνο. Δεύτερον, η αναφορά σε οικονομική βοήθεια από μέλη εκκλησίας για την έλευσή του στην Κύπρο είναι αόριστη και μη τεκμηριωμένη, καθώς δεν παρέχονται ονόματα, ημερομηνίες ή συγκεκριμένα στοιχεία για τους φερόμενους υποστηρικτές. Τρίτον, είναι αξιοσημείωτο ότι ο Αιτητής περιέγραψε εξαιρετικά σοβαρά περιστατικά, όπως απόπειρα ανθρωποκτονίας και οικογενειακή βεντέτα, χωρίς να επιδεικνύει ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση ή προσωπική εμπλοκή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, κάτι που συχνά θεωρείται ένδειξη επινοημένου αφηγήματος, όταν δεν υφίσταται κάποια ψυχολογική εξήγηση (όπως μετατραυματικό άγχος). Τέλος, ενώ υποστήριξε ότι η απειλή ξεκίνησε από το 2008 και συνεχίστηκε μέχρι το 2012, δεν κατέστησε σαφές γιατί παρέμεινε στη χώρα του μέχρι το 2022 χωρίς να προκύψει κάποιο νέο περιστατικό ή εντατικοποίηση του κινδύνου.
Κατόπιν των ανωτέρω, η αξιολόγηση του Λειτουργού τεκμηριώνεται νομικά και πραγματολογικά, είναι συμβατή με τις απαιτήσεις της Σύμβασης της Γενεύης και της ενωσιακής νομολογίας και βασίζεται σε λογικά και επαληθεύσιμα συμπεράσματα. Τα πρόσθετα στοιχεία που εντοπίζονται ενισχύουν την ορθότητα της απόρριψης του ισχυρισμού ως αναξιόπιστου, υπό το πρίσμα της εσωτερικής συνοχής και αξιοπιστίας.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή, δεδομένης της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού αυτού εκ της αοριστίας, της γενικότητας και της αντιφατικότητας που χαρακτηρίζει το αφήγημα του Αιτητή δεν προκύπτει ανάγκη για εξέταση της εξωτερικής τους συνοχής, με αναφορά σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Επί τούτου, σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στο εγχειρίδιο της EUAA), Evidence and Credibility Assessment in the context of the Common European Asylum System[6], σελ.169 όπου διαλαμβάνονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα:
«This will be necessary insofar as the rationale of the judgment relies on the appreciation of conditions prevailing in the country of origin. This would not be the case in all situations. For example, it may well be unnecessary in respect of a negative credibility finding based on a blatant lack of internal consistency or on unsatisfactorily explained discrepancies and variations on the essential elements of a claim, nor a fortiori if an appeal is rejected on inadmissibility grounds.»
Βλέπε σχετικώς και τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην FERDINAND EBELE EWELUKWA v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 18/2023, 31.10.2024.
Καταλήγω συνεπώς ότι ο δεύτερος αυτός ισχυρισμός του Αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και αυτός απορρίπτεται για τους λόγους που έχουν ανωτέρω επεξηγηθεί. Πρόσθετα, ενόψει των πιο πάνω, ο ισχυρισμός του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Υπό το φως των προλεχθέντων και του ισχυρισμού περί προσωπικών στοιχείων του Αιτητή που έγινε αποδεκτός από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»
Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβη» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[7] ότι συνιστούν:
«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (βλ. σκέψη 43 της απόφασης)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[8], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ν. Staatssecretaris van Justitie[9]:
«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.
34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρώννεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[10] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Imo της Νιγηρίας. Από την έρευνα αυτή, προέκυψαν τα ακόλουθα:
· Στην πολιτεία Imo της Νιγηρίας, οι κύριοι παράγοντες αποσταθεροποίησης είναι σύμφωνα με την έκθεση της EUAA για τη Νιγηρία του Ιουλίου 2024, οι αυτονομιστικές φατρίες, άγνωστοι ένοπλοι καθώς και οι δυνάμεις ασφαλείας[11]. Το 2023 οι κύριοι παράγοντες που εμπλέκονται στις εντάσεις στη Νοτιοανατολική ήταν οι «αποσχιστικές φατρίες» ή οι Ιθαγενείς της Μπιάφρα (IPOB) και το Ανατολικό Δίκτυο Ασφαλείας (ESN)[12]. Οι αυτονομιστές της Μπιάφρα, έχουν αντικαταστήσει το νόμο στις νοτιοανατολικές πολιτείες. Άγνωστοι ένοπλοι ήταν επίσης παρόντες στα Νοτιοανατολικά καθ' όλη τη διάρκεια του 2023[13], καθώς και κρατικές δυνάμεις ήταν επίσης παρούσες στη Νοτιοανατολική περιοχή το 2023[14]. Επιπλέον, τα περισσότερα βίαια επεισόδια που σχετίζονται με τις εκλογές, ή το 60%, σημειώθηκαν στη νότια περιοχή και συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, στην πολιτεία Imo[15].
· Εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και συγκεκριμένα το Foundation for Partnership Initiatives in the Niger Delta (PIND), έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό που ‘προωθεί την ειρήνη και τη δίκαιη οικονομική ανάπτυξη στο Δέλτα του Νίγηρα’, με βάση τη δική του παρακολούθηση των αναφερόμενων θυμάτων, η πολιτεία Imo κατατάχθηκε ‘πολύ ψηλά στη θανατηφόρα βία στις πολιτείες του Δέλτα του Νίγηρα κατά το πρώτο (Ιανουάριος έως Μάρτιος) και δεύτερο (Απρίλιος έως τον Ιούνιος) τρίμηνο του 2023[16]. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, οι κύριοι παράγοντες της βίας ήταν το οργανωμένο έγκλημα και η ‘αναταραχή των αποσχιστών’. Η ίδια πηγή ανέφερε ότι, παρά τη μείωση των θανατηφόρων περιστατικών βίας, από 39 το πρώτο τρίμηνο σε 25 το δεύτερο τρίμηνο του 2023, σημειώθηκε αύξηση των θυμάτων που σχετίζονται με συγκρούσεις, από 30 το πρώτο τρίμηνο σε 69 το δεύτερο τρίμηνο του 2023[17].
· Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2023 για το έτος 2022, σημειώνει ότι στις 17 Ιουλίου, τουλάχιστον επτά άνθρωποι εκτελέστηκαν εξωδικαστικώς από κρατικούς παραστρατιωτικούς της πολιτοφυλακής Ebubeagu στην πόλη Awo-Omamma, στην Πολιτεία Imo[18].
· Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην χώρα το έτος 2022, που δημοσιεύτηκε το Μάρτιο του 2023, τον Ιούλιο 2022, μέλη της πολιτοφυλακής Ebubeagu στην πολιτεία Imo φέρεται να πυροβόλησαν και σκότωσαν πολλά άτομα που επέστρεφαν από έναν γάμο. Οι αναφορές για τον αριθμό των νεκρών κυμαίνονταν από 7 έως 14. Ο κυβερνήτης της πολιτείας Imo, Χόουπ Ουζοντίνμα, αρνήθηκε τη συμμετοχή της πολιτοφυλακής Ebubeagu και δήλωσε ότι ‘ληστές’ διέπραξαν τα εγκλήματα και ότι κατηγορήθηκε για υποτιθέμενη συμμετοχή η πολιτοφυλακή Ebubeagu με σκοπό τη διασπορά προπαγάνδας. Δεν υπήρξαν αναφορές για έρευνες ή διώξεις που να σχετίζονται με καμία από αυτές τις υποθέσεις[19].
· Περαιτέρω, εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφέρουν ότι το 2024, η αναταραχή υπέρ της Biafra στη νοτιοανατολική Νιγηρία κόστισε τη ζωή σε 379 άτομα, με την πολιτεία Imo να καταγράφει τον υψηλότερο αριθμό θανάτων (174), ακολουθούμενη από την Anambra (114), την Enugu(50), την Abia (34) και την Ebony (7). Οι κοινότητες στους Τοπικούς Κυβερνητικούς Τομείς Orsu και Ehime Mbano της Πολιτείας Imo, καθώς και οι d Ihiala και Aguata της Πολιτείας Anambra, επλήγησαν περισσότερο. Πολλά από τα θύματα ήταν μέλη του IPOB και του ESN που σκοτώθηκαν σε ειδικές επιχειρήσεις από κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας. Ωστόσο, μεταξύ των θυμάτων περιλαμβάνονται και παραδοσιακοί ηγέτες, πολιτικοί, επιχειρηματίες και άνδρες ασφαλείας[20].
· Εξετάζοντας,περαιτέρω την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής και τόπο τελευταίας διαμονής του αιτητή, ήτοι η πόλιτεία Imo, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED (“Armed Conflict Location and Event Data Project”) για το διάστημα από 27 Απριλίου 2024 μέχρι 25 Απριλίου 2025 έχουν αναφερθεί 85 συνολικά περιστατικά Ασφαλείας τα οποία είχαν ώς αποτέλεσμα το θάνατο 146 ανθρώπων. Απο τα περιστατικά αυτά τα 48 συνίσταντο σε μάχες (97 θάνατοι), τα 33 συνίσταντο σε βία κατά αμάχων (46 θάνατοι), τα 2 συνίσταντο σε εκρήξεις/απομακρισμένα περιστατικά (0 θάνατοι) και τα 2 συνίσταντο σε εξεγέρσεις (3 θάνατοι)[21]. Επισημαίνεται ότι ο πληθυσμός στη πολιτεία Imo ανέρχεται στα 5,459,300 σύμφωνα με την επίσημη καταγραφή του 2022[22].
Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δε διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην πολιτεία Imο, ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου και ικανός προς εργασία, με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς
κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).
Καταληκτικά λαμβάνω υπόψη μου, πρόσθετα και συμπληρωματικά των ανωτέρω, ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα και με το πιο πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Ενόψει των ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
[2] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.
[5] Υπόθ. αρ. 128/2008, JAMAL KAROU v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010
[6] Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System' (2023), 136 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 08.11.2024)
[7] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland
[8] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011
[9]Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009
[10] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).
[11] EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO): Nigeria- Country Focus, July 2024
https://www.ecoi.net/en/file/local/2112320/2024_07_EUAA_COI_Report_Nigeria_Country_Focus.pdf
[12] Nigeria Watch, Annual Report 2023, n.d., https://www.nigeriawatch.org/media/html/Reports/NGA-Watch-Report23VF.pdf
[13] AI, Amnesty International Report 2023/2024 - Nigeria, 24 April 2024 https://www.amnesty.org/en/wp-content/uploads/2024/04/WEBPOL1072002024ENGLISH.pdf
[14] Nigeria Watch, Annual Report 2023, n.d., https://www.nigeriawatch.org/media/html/Reports/NGA-Watch-Report23VF.pdf
[15] CDD and ACLED, Nigeria’s 2023 Election Security Landscape - Drivers, Actors and Emerging Challenges, 22 December 2023, https://www.cddwestafrica.org/uploads/reports/file/Nigeria%E2%80%99s-2023-Election-Security-Landscape---Drivers,-Actors-and-Emerging-Challenges.pdf
[16] PIND, Niger Delta Quarterly Conflict Tracker: 2023 Q2, 22 August 2023,
[17] PIND, Niger Delta Quarterly Conflict Tracker: 2023 Q2, 22 August 2023,
[18] I – Amnesty International: Amnesty International Report 2022/23; The State of the World's Human Rights; Nigeria 2022, 27 March 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2089578.htm
[19] SDOS – US Department of State: 2022 Country Report on Human Rights Practices: Nigeria, 20 March 2023
[20] Niger Delta Annual Conflict Report: January - December 2024 — PIND Foundation: https://pindfoundation.org/niger-delta-annual-conflict-report-january-december-2024/
[21] Explorer - ACLED: https://acleddata.com/explorer/
[22] Nigeria: States & Agglomerations - Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Web Information: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο