
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: 3605/23
23 Ιουνίου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
B.L
Αιτητής
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Κ. Κουπαρή (κα), για τον Αιτητή
Κ. Κοτζιά (κα) για Μ. Βασιλείου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 19/09/2023, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:
Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος Νιγηρίας, κάτοχος διαβατηρίου της χώρας καταγωγής του με ημερομηνία έκδοσης την 21/02/2020 και ημερομηνία λήξης την 20/02/2025. Σύμφωνα με δική του δήλωση, εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του στις 28/11/2021 και μέσω Τουρκίας μετέβη στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, από όπου στη συνέχεια διήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Ένα χρόνο αργότερα και συγκεκριμένα στις 17/11/2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.
Στις 07/08/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο, παρέχοντάς του δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 14/08/2023, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή και στις 19/08/2023, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 19/09/2023, παραλήφθηκε αυθημερόν από τον Αιτητή, αφού προηγουμένως του επεξηγήθηκε το περιεχόμενο της σε γλώσσα απολύτως κατανοητή από τον ίδιο .
Εμπρόθεσμα, ο Αιτητής καταχώρησε, μέσω της συνηγόρου του, την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση, προβάλλοντας αρκετούς νομικούς ισχυρισμούς για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ωστόσο με την γραπτή αγόρευσης της συνηγόρου του, ο Αιτητής προωθεί τη θέση πως ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε επαρκή και/ή δέουσα έρευνα, ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση λήφθηκε υπό πλάνη και/ή πεπλανημένα κριτήρια, με κατάχρηση εξουσίας και κατ’ αντίθεση με τον νόμο. Τέλος ισχυρίζονται ότι η απόφαση των Καθ’ ων είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη.
Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέτασης απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι η επίδικη απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας έχοντας ληφθεί υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Περαιτέρω, προβάλλουν ότι ο Αιτητής δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του και κατά συνέπεια καλούν το Δικαστήριο όπως απορρίψει την προσφυγή του Αιτητή.
Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Αιτητή περιόρισε τους νομικούς ισχυρισμούς της στη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας από πλευράς των Καθ' ων η αίτηση κατά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, εγκαταλείποντας τους λοιπούς ισχυρισμούς και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν θα προβεί σε περαιτέρω εξέτασή τους.
Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων και δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.
Ο Αιτητής κατά την καταγραφή του αιτήματός του δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του με σκοπό να σπουδάσει, για δική του επαγγελματική ανέλιξη. Ανέφερε ωστόσο, ένα απροσδόκητο περιστατικό όπου ένοπλοι άνδρες σκότωσαν τον αδελφό του, ο οποίος ήταν ενταγμένος στο Νιγηριανό στρατό τοποθετώντας χρονικά το περιστατικό στις 23 Δεκεμβρίου 2019. Ανέφερε ακόμα πως η ενεργή δράση του αδερφού του οδήγησε στον πρόωρο θάνατο του, και πως τα προβλήματα του με τον στρατό, άρχισαν όταν μαζί με τους συναδέλφους του συνέλαβαν κάποια άτομα της Boko Haram και τα εκτέλεσαν. Ο αδερφός του Αιτητή ήταν δυσαρεστημένος με τον τρόπο που οι ανώτεροι του, χειρίζονταν την κατάσταση με τους τρομοκράτες αναφέροντας στη συνέχεια πως το 2021, μετέβη με τον αδελφό του σε βραδινή έξοδο και κατά την επιστροφή τους στο σπίτι, παρουσιάστηκαν μπροστά τους ένοπλοι άνδρες με στολές, οι οποίοι πυροβόλησαν και σκότωσαν τον αδελφό του. Ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει, έκτοτε αυτός και η οικογένεια του δέχονται απειλές.
Στο πλαίσιο της συνέντευξης του και σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και διέμενε σχεδόν όλη του τη ζωή στη πόλη Jattu στη πολιτεία Edo της Νιγηρίας. Ανέφερε πως για ένα χρόνο εγκαταστάθηκε στη γειτονική πόλη Auchi, πριν επιστρέψει ξανά στην πόλη Jattu όπου διέμενε μαζί με τον πατέρα του, την σύζυγο και τα τρία τέκνα του. Η σύζυγος του Αιτητή και τα τέκνα του εγκαταστάθηκαν και διαμένουν στην πόλη Auchi, ο Αιτητής δήλωσε ότι διατηρεί αραιή επικοινωνία με τα τέκνα του. Ο Αιτητής περαιτέρω ανέφερε ότι διαθέτει αδέρφια, δυο εκ των οποίων διαμένουν στην πόλη Jattu, ένα στην Abuja και ένα στην πόλη Kogi, όπως επίσης ένας αδερφός του βρίσκεται στην Λιβύη και με τον οποίο επίσης διατηρεί επικοινωνία Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και απόφοιτος πολυτεχνείου. Ως προς την εργασιακή του εμπειρία, διατηρούσε τη δική του επιχείρηση στη πόλη Jattu από το 2005.
Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κατά την ελεύθερη του αφήγηση, ανέφερε ότι σκοπός της άφιξής του στη Κυπριακή Δημοκρατία ήταν για να σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων, για δική του επαγγελματική ανέλιξη. Ακολούθως αναφέρθηκε σε περιστατικό που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του αδερφού του. Ο Αιτητής εξήγησε ότι ο εκλιπών αδελφός του, υπηρετούσε στο στρατό της Νιγηρίας, με αποστολή να πολεμά στο βόρειο τμήμα της χώρας, εναντίον των μαχητών της Boko Haram. Στις 20/12/2019, ο αδελφός του επέστρεψε στη περιοχή καταγωγής τους για να παραστεί στον γάμο της αδελφής τους. Μια από τις ακόλουθες μέρες ο Αιτητής και ο αδερφός του κατά την επιστροφή τους από βραδινή έξοδο, συνάντησαν ένστολους, ένοπλους άνδρες οι οποίοι τους σταμάτησαν και σκότωσαν τον αδελφό του, με τον Αιτητή να καταφέρνει να ξεφεύγει. Ο θάνατος του θετού του αδελφού καταρράκωσε τον πατέρα του Αιτητή ο οποίος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα και λόγω της κατάστασης του πατέρα του, ο Αιτητής ήταν πολύ στεναχωρημένος και ως εκ τούτου, αναγκάστηκε να αποκαλύψει ότι αναγνώρισε ένα από τους δολοφόνους τους αδερφού του με σκοπό να αγωνιστούν για δικαιοσύνη. Μέσω της συζύγου του, ο Αιτητής πληροφορήθηκε ότι άγνωστοι μετέβαιναν στο σπίτι αλλά και στην εργασία του αναζητώντας τον Αιτητή, με την υποψία από μέρους του τελευταίου ότι πρόκειται για τους δολοφόνους του αδερφού του. Ο Αιτητής επιπρόσθετα ανέφερε ότι απείλησαν πολλές φορές τη σύζυγό του για να τους αποκαλύψει που βρίσκεται ο ίδιος. Εξαιτίας των ανωτέρω, ο Αιτητής μαζί με την οικογένειά του εγκαταστάθηκαν στην γειτονική πόλη Auchi, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει την επιχείρηση του, η οποία αποτελούσε το βασικό εισόδημά του και συνεπεία τούτου, αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του λόγω της δυσκολίας του να πληρώνει τα δίδακτρα. Επιπλέον ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν μπορούσε να φροντίσει την οικογένειά του και η σύζυγός του υπέβαλε αίτημα διαζυγίου. Ερωτηθείς ο Αιτητής αν αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που εγκατέλειψε την χώρα του, ανέφερε ότι σκοπός του ήταν να σπουδάσει και να επιστρέψει στην χώρα του να εργαστεί.
Ως προς το τι πιστεύει ότι θα συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα του, ανέφερε ότι δεν θα είναι ασφαλής, καθότι οι αρχές δεν ενδιαφέρονται για την ευημερία των πολιτών («they don’t care about the citizens»).
Ακολούθως, ο Αιτητής κατόπιν διευκρινιστικών ερωτημάτων αναφέρθηκε στις καλές σχέσεις που διατηρούσε με τον αδελφό του και τις εξομολογήσεις από μέρους του τελευταίου για την κακομεταχείριση που τύγχαναν στο στρατό. Επιπρόσθετα, ερωτηθείς για τον αδερφό του και την ιδιότητά του ως στρατιώτης στο στρατό της Νιγηρίας, απάντησε ότι ήταν ταγμένος να πολεμά κατά της Boko Haram και επίσης ήταν δυσαρεστημένος με τον τρόπο που οι ανώτεροί του συγκρούονταν με την τρομοκρατική ομάδα Boko Haram. Αναφέρθηκε περαιτέρω ότι φοβάται για τον εαυτό του επειδή γνωρίζουν ότι είναι υπέρμαχος δικαιοσύνης.
Ο Αιτητής στη συνέχεια απάντησε σε ερωτήσεις σχετικά με το περιστατικό της δολοφονίας του αδερφού του, και ειδικότερα ανέφερε ότι αντίκρυσαν τέσσερα πρόσωπα, τα οποία τους σταμάτησαν και τους προειδοποίησαν ότι έχουν σταλεί για να σκοτώσουν τον αδερφό του. Συνεχίζει προβάλλοντας ότι αρχικά άκουσε πυροβολισμό και ξεκίνησε να τρέχει και χωρίς να αντιληφθεί πως, βρέθηκε στο σπίτι του, αναμένοντας και τον αδελφό του να επιστρέψει. Ωστόσο η μη εμφάνιση του αδελφού του τον οδήγησε να περιγράψει στον πατέρα του το περιστατικό και μαζί με άλλους τα χαράματα της επόμενης μέρας ξεκίνησαν να τον ψάχνουν μέχρι τη στιγμή που βρήκαν το νεκρό του σώμα στην άκρη του δρόμου. Μετέφεραν τον νεκρό στο σπίτι τους και ανέφεραν το περιστατικό στις αστυνομικές αρχές, ωστόσο με παρότρυνση του πατέρα του δεν συνεχίστηκαν οι έρευνες, παρά το ότι ο ίδιος αναζητούσε δικαιοσύνη. Ερωτηθεί επί τούτο, ο Αιτητής διευκρίνισε ότι τον Μάιο 2022 και αφότου εγκατέλειψε τη χώρα του επικοινώνησε με το δικηγόρο του αναφέροντας του ότι επιθυμεί την απόδοση δικαιοσύνης αναφορικά με τη δολοφονία του αδελφού του, με τον τελευταίο να απευθύνει επιστολή προς τον Νιγηριανό στρατό, όταν και άρχισαν επιπλέον προβλήματα εφόσον πλέον οι οικογένεια του δέχτηκε απειλές με σκοπό να τον αποκαλύψουν, ωστόσο όπως ανέφερε ο Αιτητής, ουδείς εξ αυτών έχει υποστεί οποιαδήποτε βλάβη.
Περαιτέρω, ερωτηθείς εάν θα μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια στη πόλη Lagos, ή σε κάποια άλλη πόλη της Νιγηρίας, ο Αιτητής απάντησε πως αυτοί είναι άνθρωποι της μαφίας και βρίσκονται παντού με αποτέλεσμα να φοβάται για τη ζωή του και πως δεν έχει αποταμιεύσεις για να φροντίσει την οικογένεια του.
Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση διέκρινε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής και τόπο συνήθους διαμονής του, ο δεύτερος ισχυρισμός το γεγονός ότι ο Αιτητής ήθελε να σπουδάσει στο εξωτερικό και ο τρίτος ισχυρισμός αφορά τις ισχυριζόμενες απειλές από τους ανθρώπους οι οποίοι σκότωσαν τον ετεροθαλή αδελφό του.
Ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή, ήτοι η ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής του Αιτητή έγινε αποδεκτός, καθώς οι δηλώσεις του κρίθηκαν σαφείς και λεπτομερείς, επιβεβαιώθηκαν δε από αξιόπιστες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης. Αποδεκτός κρίθηκε και ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή, που αφορά τις σπουδές του στο εξωτερικό καθότι πέραν των δηλώσεων του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε σχετική έρευνα από την οποία προέκυψε πως υπάρχει ενδιαφέρον από Νιγηριανούς φοιτητές να σπουδάσουν στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, λόγω του ότι το Πανεπιστήμιο διοργανώνει ενημερωτικά σεμινάρια στη πόλη Lagos και στην Abuja.
Αντίθετα, ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή που αφορά τις απειλές που δέχτηκε από τους δολοφόνους του αδελφού του, έτυχε απόρριψης, καθότι οι δηλώσεις του κρίθηκαν γενικές, μη συγκεκριμένες και μη λεπτομερείς. Ειδικότερα, όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να αναφέρει πληροφορίες για τον αδερφό του, δεν ήταν σε θέση να εισφέρει συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με την θέση του αδερφού του στο στρατό, όπως επίσης με αοριστία απάντησε ότι νομίζει ότι ο αδερφός του υπηρέτησε για 4 χρόνια.
Ως προς τις δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με το περιστατικό της δολοφονίας του αδελφού του, αυτές κρίθηκαν γενικές και στερούμενες σαφήνειας και λεπτομερειών. Συγκεκριμένα, κρίθηκε πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει αναλυτική περιγραφή του περιστατικού αν και ρωτήθηκε αρκετές φορές.
Εξετάζοντας την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού του Αιτητή, οι Καθ' ων η αίτηση λαμβανομένου υπόψη ότι ο Αιτητής δεν προσκόμισε οποιοδήποτε έγγραφο που να δηλώνει την κατ’ ισχυρισμό αναφορά προς την αστυνομία, καθώς επίσης βασιζόμενοι στις δηλώσεις του Αιτητή ότι η οικογένεια του δέχτηκε απειλές από άγνωστα άτομα διαπιστώθηκε αδυναμία εξεύρεσης ανεξάρτητων πληροφοριών, ωστόσο παραθέτουν πληροφορίες από έρευνα στην οποία προέβησαν σχετικά με δράση του Νιγηριανού στρατού και την αντιμετώπιση τους απέναντι στους πολίτες. Σύμφωνα με την έρευνα τους, επιβεβαιώνονται ύπαρξη βιαιοπραγιών προς αμάχους τόσο από την οργάνωση της Boko Haram όσο και από τις Νιγηριανές δυνάμεις ασφαλείας. Αναφορικά με τον Νιγηριανό στρατό, εντοπίζεται εμπλοκή σε εξωδικαστικές εκτελέσεις, αυθαίρετες συλλήψεις, κρατήσεις χωρίς απομόνωση και σεξουαλική βία. Συμπληρωματικά ο Νιγηριανός στρατός δολοφονεί στρατιώτες, αν και στην πηγή που χρησιμοποιήθηκε και η οποία περιλαμβάνει τα ονόματα και τις ταυτότητες των νεκρών στρατιωτών του Νιγηριανού στρατού δεν εντοπίζεται κάποια αναφορά στο όνομα και την ταυτότητα του αδελφού του Αιτητή. Ωστόσο, οι Καθ’ ων η αίτηση εντοπίζουν σε συγκεκριμένο άρθρο το γεγονός πως το προσωπικό του Νιγηριανού στρατού το 2023, σκότωσε συνάδελφο στην πολιτεία Borno, με ένα νεκρό στρατιώτη ο οποίος αναγνωρίστηκε ως ο στρατιώτης Diko.
.
Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει των δύο αποδεκτών ισχυρισμών, ήτοι των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή και το γεγονός ότι ήθελε να σπουδάσει στο εξωτερικό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι, επί τη βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές αναφορικά με τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Νιγηρία και συγκεκριμένα στην πολιτεία Edo, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο βλάβης.
Ακολούθως, κατά την νομική αξιολόγηση, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής στο πλαίσιο του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, οι Καθ' ων η αίτηση κατέληξαν ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις εκ του νόμου προϋποθέσεις ώστε να του εκχωρηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή άλλως καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και ως εκ τούτου το αίτημά του απορρίφθηκε.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής». Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.
Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο Αιτητής έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του Αιτητή, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός. Επί τούτου ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής του, δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. 2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.
Από το ιστορικό του Αιτητή, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιων τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε τα γεγονότα της υπόθεσης, τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής κατά τη συνέντευξή του, καθώς και σε αντιστοίχιση των αποδεκτών ισχυρισμών με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, επεξηγώντας τους λόγους αποδοχής ή και απόρριψης ξεχωριστά για κάθε ισχυρισμό.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, με σκοπό να εξεταστεί ο ισχυρισμός του Αιτητή περί πάσχουσας έρευνας, το Δικαστήριο μελετώντας το σύνολο του διοικητικού φακέλου, αποδέχεται τον πρώτο και δεύτερο ισχυρισμό του Αιτητή σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής και το γεγονός ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του με σκοπό να σπουδάσει στο εξωτερικό, καθώς δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία και σύμφωνα με την έκθεση/εισήγηση του αρμόδιου Λειτουργού, οι δηλώσεις του Αιτητή επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές.
Προχωρώντας στην εξέταση του τρίτου ισχυρισμού του, περί των απειλών που δέχτηκε από τα άτομα που σκότωσαν τον αδελφό του, κρίνω ορθή την αξιολόγηση και κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση. Συγκεκριμένα διαπιστώνω πως ο Αιτητής αρχικά δήλωσε ότι κατά την επιστροφή του στο σπίτι μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό του, τους σταμάτησαν ένοπλοι, ένστολοι άνδρες και πως κατά τη διαφυγή του αναγνώρισε έναν από αυτούς ως φίλο του ετεροθαλή αδελφού του. Ωστόσο κληθείς να περιγράψει τα άτομα, δήλωσε γενικά και αόριστα ότι ήταν βράδυ και επικρατούσε σκοτάδι. Σε επόμενη ερώτηση, ανέφερε πως το φως από το φανάρι του ποδηλάτου του, τον βοήθησε να παρατηρήσει πως τα άτομα αυτά φορούσαν πράσινη στρατιωτική στολή. (ερυθρό 37 επί του διοικητικού φακέλου). Επιπλέον, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής, αδυνατούσε να περιγράψει τον τρόπο διαφυγής του από το εν λόγω περιστατικό, αναφέροντας χαρακτηριστικά ερωτηθείς σχετικά «I don’t know it is a dream to me, I just found myself at home», απάντηση η οποία κρίνεται γενική και αόριστη. Θα ήταν αναμενόμενο από τον Αιτητή να παράσχει περισσότερες λεπτομέρειες με συνοχή και περιγραφικότητα εφόσον το περιστατικό αυτό κατά το οποίο δολοφονήθηκε ο αδελφός του ήταν και ο λόγος που κατ΄ισχυρισμό του εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του.
Από το όλο αφήγημα του Αιτητή διακρίνεται έλλειψη ευλογοφάνειας, παραστατικότητας και βιωματικού στοιχείου για τα όσα διαδραματίστηκαν, τα οποία ώθησαν τον ίδιο στο να εγκαταλείψει οριστικά τη χώρα καταγωγής του και να αιτηθεί διεθνή προστασία. Εύλογα θα αναμενόταν από τον Αιτητή, να μπορεί να παράσχει περισσότερες πληροφορίες και να είναι σε θέση να προσδιορίσει την ταυτότητα των άγνωστων ανδρών, εφόσον αυτό αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία εγκατάλειψης της χώρας του, τη στιγμή μάλιστα που ως ισχυρίστηκε ήθελε δικαιοσύνη και προέβη σε αναφορά στην αστυνομία κατά τον ουσιώδη χρόνο την οποία στην συνέχεια ως ισχυρίστηκε με οδηγίες του πατέρα του απέσυρε. Μη ευλογοφανές κρίνεται και το γεγονός ότι όντας υπέρμαχος για δικαιοσύνη για το θάνατο του αδελφού του απευθύνθηκε σε δικηγόρο στην χώρα καταγωγής του μήνες μετά την αναχώρησή του από τη Νιγηρία, δηλώνοντας παράλληλα ότι ενόσω βρισκόταν στην χώρα του δεν συνέβη το οτιδήποτε ούτε σε αυτόν αλλά ούτε στην οικογένειά του. Από τα λεγόμενα του, δεν διαφαίνεται ότι ελλοχεύει κάποιος κίνδυνος σε περίπτωση επιστροφής του. Δεν παραγνωρίζω και το γεγονός ότι ο ίδιος εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του δύο χρόνια μετά το εν λόγω περιστατικό, χωρίς να του συμβεί το οτιδήποτε όλο αυτό το χρονικό διάστημα.
Διαπιστώνω ότι οι δηλώσεις του Αιτητή χαρακτηρίζονται από έλλειψη συνοχής, ασάφειες και αντιφάσεις. Η αδυναμία του να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του δημιουργεί αμφιβολίες για την αξιοπιστία των λεγομένων του, καθιστώντας τους ισχυρισμούς του μη ευλογοφανείς, ενώ ελλείπει το στοιχείο του προσωπικού βιώματος.
Επί του διοικητικού φακέλου φαίνεται να περιέχεται δέσμη φωτογραφιών οι οποίες απεικονίζουν ένα νεκρό άνδρα τις οποίες ο Αιτητής απέστειλε στην Υπηρεσία Ασύλου μετά τη διεξαγωγή της συνέντευξής του με σκοπό την απόδειξη των λεγομένων του σχετικά με τη δολοφονία του αδελφού του. Δεν διαφαίνεται από το περιεχόμενο του φακέλου να απασχόλησαν σε οποιοδήποτε βαθμό τους Καθ’ ων η αίτηση, ωστόσο κρίνω ότι αυτά δεν μπορούν παρά να εξεταστούν και ληφθούν υπόψη όπως και κάθε άλλο στοιχείο που βρίσκεται εντός αυτού. Ειδικότερα, δεδομένης της αδυναμίας του Αιτητή να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό του, οι εν λόγω φωτογραφίες ενός ατόμου του οποίου η ταυτότητα δεν μπορεί να επαληθευθεί κρίνονται μηδενικής αποδεικτικής αξία.
Διαπιστώνοντας όλα τα πιο πάνω, κρίνω ορθή την αξιολόγηση των Καθ’ ων η αίτηση σε σχέση και με τον τρίτο διακριθέντα ισχυρισμό του Αιτητή.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που θα διατρέξει ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε αόριστα ότι φοβάται για τη ζωή του εφόσον πρόκειται για άτομα της «μαφίας» που βρίσκονται παντού καθώς επίσης ότι δεν αποταμιεύσεις για να στηρίξει την οικογένεια του, δηλώνοντας άγνοια για το τι μπορεί να συμβεί.
Σε σχέση με τον εκπεφρασμένο φόβο του Αιτητή, αναφορικά με ενδεχόμενο κίνδυνο από άτομα της «μαφίας» ως ισχυρίστηκε, το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό δεν είναι βάσιμο και δικαιολογημένο καθώς ο συνδεόμενος με το συγκεκριμένο φόβο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος και ως εκ τούτου δεν προκύπτουν στοιχεία επικείμενης στοχοποίησης και/ή δίωξης του Αιτητή από τα εν λόγω άτομα, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία και συγκεκριμένα στη πολιτεία Edo.
Από το ιστορικό του Αιτητή και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών του, προκύπτει ότι ορθά και μετά από δέουσα έρευνα κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δε στοιχειοθέτησε κανέναν ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα ανέφερε δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000. Ως εκ τούτου ο σχετικός ισχυρισμός του περί μη δέουσας έρευνας απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θα διερευνήσει την πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα και ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία.
Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία σύμφωνα με το Portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία είναι αναμεμειγμένη σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις ενάντια στις μη κρατικές ένοπλες ομάδες Boko Haram και ISWAP (Islamic State in West Africa Province), οι οποίες δεν εκτείνονται στο τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή.[1]
Προκειμένου να ολοκληρωθεί η εικόνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη πολιτεία Edo, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED ("Armed Conflict Location and Event Data Project") για το διάστημα από 15/06/2024 έως 13/06/2025, σημειώθηκαν στη πολιτεία Edo της Νιγηρίας 141 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 136 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 56 περιστατικά συνίσταντο σε μάχες με 58 απώλειες, 64 περιστατικά βίας κατά αμάχων με 58 απώλειες και 21 περιστατικά συνίσταντο σε ταραχές με 20 απώλειες.[2] Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Edo ανέρχεται σε 4.777.000 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη καταμέτρηση που έλαβε χώρα το έτος 2022,[3] καθίσταται κατανοητό ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην εν λόγω περιοχή που θα μπορούσαν να θέσουν υπό απειλή την ζωή ενός πολίτη από την παρουσία του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών, δεν διαπιστώνεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στην πολιτεία Edo, ο Αιτητής θα διατρέξει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας στα πλαίσια εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι Καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και χωρίς ο Αιτητής να τεκμηριώσει επαρκώς οτιδήποτε που θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του, δεν είχαν υποχρέωση οι Καθ’ ων η αίτηση να προβούν σε οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα, αλλά προέβησαν στην δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου οργάνου.
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.
Λαμβάνεται υπόψιν και το γεγονός ότι ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής κατόρθωσε να αντικρούσει τα ευρήματα περί αναξιοπιστίας των ισχυρισμών του από τους Καθ' ων η Αίτηση, ούτε όμως προέβαλε οποιονδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή, η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ
[1] Rulac, The Rule of Law in Armed Conflict Project
https://www.rulac.org/browse/countries/nigeria#collapse1accord ημερομηνία πρόσβασης 06/03/2025
[2] ACLED Dashboard, filters applied: Nigeria: Edo State, 02/03/2024 – 28/02/2025, https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία πρόσβασης 06/03/2025).
[3] City Population, NIGERIA: States & Agglomerations, Edo State, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/ (ημερομηνία πρόσβασης 06/03/2025).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο