A.M.R. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Υπουργού Εσωτερικών Υπηρεσία Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 3725/23, 23/6/2025
print
Τίτλος:
A.M.R. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Υπουργού Εσωτερικών Υπηρεσία Ασύλου, Υπoθ. Αρ.: 3725/23, 23/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπoθ. Αρ.: 3725/23

 23 Ιουνίου 2025

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

A.M.R.

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας δια του

Υπουργού Εσωτερικών

 Υπηρεσία Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

-------------------

Γ. Κορυζής (κος), Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Μ. Αμπελώμος (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση

[Η Αιτήτρια παρούσα]

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 18/09/2023, σύμφωνα με την οποία το αίτημά της για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υπήκοος της Νιγηρίας, κάτοχος διαβατηρίου εκδοθέν από τις αρχές της χώρας καταγωγής της. Σύμφωνα με δική της δήλωση, εγκατέλειψε τη χώρα της στις 23/08/2021 και μέσω Τουρκίας, αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, από όπου στη συνέχεια εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας στις 20/06/2022 αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 31/08/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στις 01/09/2023 συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Ακολούθως, στις 08/09/2023, συγκεκριμένη λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής της για διεθνή προστασία, εκδίδοντας παράλληλα απόφαση επιστροφής της στη Νιγηρία.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 18/09/2023, μαζί με την εισηγητική έκθεση που αποτελεί και την αιτιολογική βάση αυτής, παραλήφθηκε δια χειρός από την Αιτήτρια αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή της μετά από πλήρη κατανόηση του περιεχομένου της.

 

 

 

 

Εμπρόθεσμα η Αιτήτρια, μέσω του συνηγόρου της, καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση.

 

Μέσω της γραπτής αγόρευσης του αγόρευσης, ο συνήγορος της Αιτήτριας ισχυρίζεται, χωρίς ουσιαστική ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας του, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη χωρίς διεξαγωγή δέουσας έρευνας και υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα, ως επίσης, ότι στερείται επαρκούς και δέουσας αιτιολογίας. Περαιτέρω, προβάλλει ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση είναι αντίθετη με τη χρηστή διοίκηση και τις νομολογιακά καθιερωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου και συνιστά άνιση μεταχείριση και δυσμενή διάκριση σε βάρος της Αιτήτριας. Επί της ουσίας του αιτήματός της, ο συνήγορος της Αιτήτριας υποβάλλει ότι υπάρχει κίνδυνος κατά της ζωής της λόγω απειλών και στοχοποίησης της από τον σύζυγο και το περιβάλλον αυτού, καθώς και από πρόσωπο του δικού της περιβάλλοντος, ως η ίδια περιέγραψε λεπτομερώς κατά τη συνέντευξη.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η Αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέτασης απόφασης, υποβάλλοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας, και ότι η Αιτήτρια δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης που φέρει και δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμό φόβο δίωξης για κάποιον από τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, και άρα δεν πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να της παρασχεθεί το καθεστώς του πρόσφυγα. Αποτελεί επίσης θέση τους, ότι ούτε η κατ’ ισχυρισμό πλάνη περί τα πράγματα έχει στοιχειοθετηθεί από την Αιτήτρια, εφόσον όλα τα στοιχεία ήταν ενώπιον των Καθ’ ων η αίτηση και δεν προκύπτει οποιαδήποτε πλημμέλεια στο συλλογισμό τους για τη μη παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Καταλήγοντας, εισηγούνται πως το τεκμήριο της νομιμότητας και της κανονικότητας της πράξης δεν έχει ανατραπεί από την Αιτήτρια παρόλο που έφερε το σχετικό βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της, επισημαίνοντας παράλληλα ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας περιλαμβάνεται στον κατάλογο με τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, σύμφωνα με το σχετικό Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών (Κ.Δ.Π. 191/2024) δυνάμει του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου. Ως εκ των πιο πάνω, καλούν το Δικαστήριο όπως απορρίψει την προσφυγή της Αιτήτριας.

 

Στο στάδιο των διευκρινήσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, ο συνήγορος της Αιτήτριας τόνισε το γεγονός ότι η Αιτήτρια πρόκειται για πρόσωπο με έντονο στοιχείο ευαλωτότητας, είναι θύμα οικογενειακής βίας, έχει αναγκαστεί να παντρευτεί παρά τη θέλησή της, έχει υποστεί σωματική και ψυχολογική βία, προβάλλοντας παράλληλα ότι, αυτά είναι συνήθεις γεγονότα στη χώρα καταγωγής της, όπου υπάρχει το εθιμικό στοιχείο όσον αφορά την πολυγαμία και το πρόβλημα με αυτό είναι η αδυναμία προστασίας από τις αρχές οι οποίες αποδέχονται την εφαρμογή του παραδοσιακού πατριαρχικού δικαίου. Περαιτέρω, υποβάλλει ότι η Αιτήτρια είναι άτομο χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο πέραν της οικογένειας από την οποία κινδυνεύει και διώκεται διότι εγκατέλειψε το σύζυγο, κάτι που θεωρείται έγκλημα καθοσιώσεως που προσβάλλει τα ιερά και τα όσια, πράγμα το οποίο δύσκολα γίνεται αντιληπτό στους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς. Καταλήγοντας ο κ. Κορυζής, προβάλλει ότι η Αιτήτρια είναι μονήρης άτομο, χωρίς κάποιο υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα της όπου να μπορεί να καταφύγει και χωρίς να έχει κάποια άλλη δυνατότητα να προστατεύσει τον εαυτό της, ως εκ τούτου, θεωρεί πως θα μπορούσε να υπαχθεί στο καθεστώς προστασίας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, υιοθετώντας το περιεχόμενο της γραπτής τους αγόρευσης, εμμένουν στη θέση τους πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου στην περίπτωση της Αιτήτριας καθότι πρόκειται για μια ιδιωτικής φύσεως δίωξη, για την οποία θα μπορούσε η ίδια να αποταθεί στις αρχές ή έστω να επιχειρήσει να πράξει τούτο, ωστόσο, δεν κατέφυγε για ασφάλεια στις αρχές της χώρας καταγωγής της, ως όφειλε, επαναλαμβάνοντας ότι η χώρα καταγωγής της περιλαμβάνεται στον κατάλογο με τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας βάσει του σχετικού Διατάγματος του Υπουργού Εσωτερικών. Καταλήγοντας, ο συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση επεσήμανε ότι η Αιτήτρια αρχικά ανέφερε πως έφυγε από τη χώρα της για να σπουδάσει και να εργαστεί, αναφέροντας ρητά πως αυτοί αποτελούν τους μοναδικούς λόγους για τους οποίους ήρθε στην Κύπρο, επομένως, δεν ανέφερε ενδελεχώς το πρόβλημα της, ούτε η ίδια δήλωσε οτιδήποτε ως προς το φόβο της, κάτι που θα έπρεπε να πράξει με την πρώτη ευκαιρία και να επεκταθεί επί τούτου.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων και δεδομένου ότι το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε η Αιτήτρια σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, έχοντας κατά νου και τους προωθούμενους από την Αιτήτρια ισχυρισμούς προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Με την αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας, και ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της δήλωσε ότι κινδυνεύει από τους συγγενείς της δίνοντας ως παράδειγμα τον θείο της και τη σύζυγό του, επειδή είναι ορφανή[1].

 

Στα πλαίσια της προφορικής της συνέντευξης, αρχικά ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε στην πόλη Eti-Osa στην πολιτεία Lagos της Νιγηρίας και εκεί διέμενε μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα της. Δήλωσε πως οι γονείς της απεβίωσαν ενόσω η ίδια ήταν σε πολύ μικρή ηλικία και η ίδια μεγάλωσε με τον θείο της, αδελφό της μητέρας της, με τον οποίο διέμενε μέχρι τα 18 της όταν και παντρεύτηκε. Δεν διαθέτει αδέλφια, αλλά ξαδέλφια, τα παιδιά του θείου της τα οποία ενόψει του ότι η ίδια ήταν ηλικιακά μεγαλύτερη βοηθούσε στην ανατροφή τους, διατηρώντας καλές σχέσεις. Ως προς το μορφωτικό και εργασιακό της επίπεδο η Αιτήτρια δήλωσε πως δεν ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, εργαζόταν δε ως κομμώτρια από τα 15 της μέχρι τα 18 της.  Ως προς την προσωπική της κατάσταση, η Αιτήτρια αναφέρθηκε στη σχέση που διατηρούσε με ομοεθνή της, που γνώρισε την Κύπρο επίσης αιτητή ασύλου και ζούσαν μαζί για ένα χρόνο, και με τον οποίο έμεινε έγκυος, διανεύοντας, κατά το χρόνο της συνέντευξης, τον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης της.

 

Όσον αφορά τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια αρχικά επικαλέστηκε ότι έφυγε από τη χώρα της για να σπουδάσει και να εργαστεί. (Ερυθρό 40 επί του διοικητικού φακέλου).  Ακολούθως ερωτηθείσα σχετικά με το ποιες θα ήταν οι συνέπειες σε περίπτωση που επιστρέψει στη Νιγηρία, η Αιτήτρια ανέφερε ότι στη χώρα της εργαζόταν ως κομμώτρια στο σπίτι από την ηλικία των 15 ετών και σταμάτησε μόλις παντρεύτηκε, όταν ήταν στην ηλικία των 18 ετών. Όπως ισχυρίστηκε, ένας από τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα της ήταν επειδή η ίδια κινδύνευε από τον σύζυγο της και τον θείο της, επικαλούμενη παράλληλα πως ίσως την σκοτώσουν εάν επιστρέψει στη Νιγηρία. Πιο συγκεκριμένα, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ο θείος της με τον οποίο διέμενε και ο οποίος τη μεγάλωσε, δεν της συμπεριφερόταν καλά, την κτυπούσε και με τη χρήση λεπίδων την τραυμάτιζε, ενώ η ίδια, ως ανέφερε, φέρει σημάδια στο σώμα της.

 

Επιπλέον, ανέφερε ότι ο θείος της και η μητέρα της είχαν κληρονομήσει ένα τεμάχιο γης το οποίο είχε αναλάβει ο θείος της, ο οποίος και εν τέλει ως η ίδια προέβαλε, την ανάγκασε να παντρευτεί παρά τη θέλησή της με έναν μεγαλύτερο της μουσουλμάνο άνδρα που ήδη είχε 4 γυναίκες. Ούσα η πέμπτη σύζυγος, η Αιτήτρια δεν είχε δικαίωμα σε οτιδήποτε, ούτε και της επιτρεπόταν να βγει έξω μόνη της, δικαιώματα που όμως είχαν οι υπόλοιπες του γυναίκες. Ισχυρίστηκε επίσης, ότι η ίδια όφειλε να τον υπακούει και να συνευρίσκεται μαζί του, ωστόσο αυτός την κτυπούσε. Με τον άνδρα αυτό είχε μείνει έγκυος, ενώ από τα κτυπήματα στη συνέχεια απέβαλε, αφήνοντας την αβοήθητη.

 

Περί τα μέσα του έτους 2020 εγκατέλειψε τον εν λόγω άνδρα επιστρέφοντας στο σπίτι του θείου της όπου ο τελευταίος την απείλησε σε θάνατο σε περίπτωση που δεν επέστρεφε στον σύζυγό της. Επικαλούμενη ότι η ίδια είχε ζητήσει από τον θείο της όπως της παραχωρήσει τα δικαιώματα της γης της μητέρας της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι έφυγε και από το σπίτι του θείου της και κατέφυγε σε μια κοντινή εκκλησία, όπου συνήθιζε η ίδια να πηγαίνει κατά καιρούς, παρόλο που ήταν μουσουλμάνα. Εκεί παρέμεινε από τα μέσα του 2020 μέχρι και τον Αύγουστο του 2021 όταν και εγκατέλειψε τη χώρα, με την βοήθεια του πάστορα. Ισχυρίστηκε τέλος, ότι ο εν λόγω πάστορας προσπάθησε να μιλήσει στον θείο της ώστε εκείνος να της δώσει το μερίδιο που της αναλογούσε δικαιωματικά από την περιουσία που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα της, επικαλούμενη πως ο θείος της αρνήθηκε και απειλούσε να την σκοτώσει.

 

Ερωτηθείσα στη συνέχεια για το λόγο που η ίδια επέλεξε να εγκαταλείψει τη χώρα αντί να αποταθεί για βοήθεια στον εν λόγω πάστορα της εκκλησίας ώστε να τη βοηθήσει να μετοικήσει σε άλλη περιοχή στο Lagos ή και σε κάποια άλλη πολιτεία στη χώρα της, η Αιτήτρια ανέφερε πως φοβόταν από τον θείο της και τον σύζυγό της, έτσι αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα της. Σε σειρά διευκρινιστικών ερωτήσεων που τέθηκαν στην Αιτήτρια σε σχέση με τον μουσουλμανισμό, η ίδια δεν γνώριζε να απαντήσει σε ποιο δόγμα ανήκει, ούτε πως ονομάζονται τα διάφορα δόγματα του μουσουλμανισμού, ενώ δήλωσε πως μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό τον Φεβρουάριο του 2021 όταν είχε βαπτιστεί, κατόπιν συμμετοχής της σε συναθροίσεις που είχαν προηγηθεί της βάπτισής της, χωρίς να προηγηθεί κάποια πνευματική διεργασία. Έπειτα, η Αιτήτρια κλήθηκε να απαντήσει σε σειρά συγκεκριμένων ερωτημάτων σχετικά με διάφορες πτυχές του μουσουλμανισμού, όπου περιέγραψε το εξωτερικό και εσωτερικό ενός τεμένους, τον τρόπο που ο κόσμος εισέρχεται σ’ αυτό και το πως διαχωρίζονται εντός του τεμένους, καθώς και τον τρόπο και την περίοδο που νηστεύουν οι μουσουλμάνοι, καθώς και τις εξαιρέσεις από την εν λόγω νηστεία. Αναφέρθηκε επίσης σε ορισμένα από τα κεφάλαια που υπάρχουν στο κοράνι, ενώ δεν γνώριζε να αναφέρει το λόγο που η νηστεία των μουσουλμάνων διαρκεί από το πρωί έως το βράδυ, ούτε τους μουσουλμανικούς κανόνες για την κληρονομιά περιουσίας, ούτε και πόσα κεφάλαια υπάρχουν στο κοράνι, το πως ονομάζονται τα λόγια του Μωάμεθ, καθώς και για να αναφέρει τα τρία επίθετα/χαρακτηριστικά που είπε ότι αποδίδονται στον Αλλάχ.

 

Καταληκτικά, κληθείσα να εξηγήσει το λόγο που κατά τη συνέντευξή της δεν αναφέρθηκε στη θεία της[2], αλλά αναφέρθηκε μόνο στον θείο της και επιπλέον στο σύζυγό της, ως τα άτομα από τα οποία κατ΄ ισχυρισμό κινδυνεύει, η Αιτήτρια ανέφερε πως ο θείος της και η θεία της, της συμπεριφέρονταν με τον ίδιο τρόπο, όπως και ο πρώην σύζυγός της που επίσης της συμπεριφερόταν άσχημα. Τέλος, ερωτηθείσα κατά πόσο προχώρησε σε διαζύγιο από τον τελευταίο, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά, ενώ σε άλλο ερώτημα, διευκρίνισε πως στη χώρα της θεωρείται ότι είναι ακόμη νόμιμα παντρεμένη, παρά το ότι προηγουμένως είχε δηλώσει άγαμη.

 

Η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην εισηγητική της έκθεση, διέκρινε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά την ταυτότητα/προφίλ και τη χώρα και τόπο καταγωγής της Αιτήτριας, ο δεύτερος αφορά το γεγονός ότι αναχώρησε από τη χώρα της για να σπουδάσει και να εργαστεί, και ο τρίτος αφορά στους ισχυρισμούς περί του ότι έφυγε από τη Νιγηρία επειδή κινδύνευε από το σύζυγο της λόγω του ότι τον εγκατέλειψε, καθώς και από το θείο της για τον ίδιο λόγο και επίσης λόγω του ότι διεκδικούσε την περιουσία που κληρονόμησε από τη μητέρα της.

 

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός αφού δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου και οι σχετικές δηλώσεις της Αιτήτριας επιβεβαιώθηκαν από το επίσημο διαβατήριο της και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ομοίως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός έτυχε και αυτός αποδοχής, εφόσον ως διαφαίνεται από τις σχετικές δηλώσεις της Αιτήτριας, ως επίσης, τα όσα ανέφερε περί του ότι στις κατεχόμενες περιοχές δεν είχε αρκετά χρήματα ώστε να ξεκινήσει τις σπουδές της, επικαλούμενη τις κακές συνθήκες διαμονής εκεί, αποφάσισε να περάσει στις ελεύθερες περιοχές όπου άκουσε πως οι συνθήκες είναι καλύτερες, διαπιστώνεται ότι εγκατέλειψε τη χώρα της και ήρθε στην Κύπρο με σκοπό να σπουδάσει και να εργαστεί.

 

Ο τρίτος ισχυρισμός της Αιτήτριας, ο οποίος αφορά ως διακρίθηκε στον κίνδυνο που διατρέχει (α) από το σύζυγό της επειδή τον εγκατέλειψε αλλά και (β) από τον θείο της για τον ίδιο λόγο (σ.σ. επειδή εγκατέλειψε το σύζυγό της) και επιπλέον επειδή ζητούσε την περιουσία που κληρονόμησε από τη μητέρα της, εξεταζόμενος από τους Καθ’ ων η αίτηση ως ενιαίος ισχυρισμός, απορρίφθηκε, καθώς οι σχετικές δηλώσεις και απαντήσεις της κρίθηκαν ανεπαρκείς και ελλιπείς, ενώ κληθείσα να δώσει περισσότερες πληροφορίες, υπέπεσε σε αντιφάσεις και μη ευλογοφανείς ισχυρισμούς, που δεν ήταν σε θέση να αιτιολογήσει. Συγκεκριμένα, η αρμόδια λειτουργός σημείωσε ότι στερούνται ευλογοφάνειας τα όσα η Αιτήτρια ισχυρίστηκε περί του ότι την κακομεταχειριζόταν ο θείος της και την ανάγκασε να παντρευτεί κάποιον μεγαλύτερό της, τον οποίο αργότερα η ίδια εγκατέλειψε επικαλούμενη ότι την κακομεταχειριζόταν και εντούτοις επέστρεψε στο θείο της, παρά τα όσα ανέφερε ότι είχε βιώσει ενόσω διέμενε στο παρελθόν στο ίδιο σπίτι. Ομοίως, παρατηρήθηκε ότι στερείτο αληθοφάνειας η απάντηση που έδωσε η Αιτήτρια περί του ότι φοβόταν από τον θείο της και τον σύζυγό της, έτσι αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα της, όταν ερωτήθηκε για το λόγο που η ίδια δεν επέλεξε να μετοικήσει σε άλλη περιοχή στο Lagos ή και σε κάποια άλλη πολιτεία στη χώρα της, μακριά από τον θείο και τον σύζυγό της, χωρίς δε, να δίδει κάποια εξήγηση για το κατά πόσο και πως θα μπορούσαν τα δύο αυτά άτομα να την εντοπίσουν εάν μετοικούσε αλλού. Η αρμόδια λειτουργός διέκρινε επίσης ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις της Αιτήτριας, η ίδια όταν εγκατέλειψε το σύζυγό της βρήκε καταφύγιο σε μια εκκλησία, κοντά στο σπίτι του θείου της, όπου διέμεινε για ένα περίπου χρόνο μέχρι που έφυγε από τη χώρα της, ωστόσο, ουδέν ανέφερε ότι της συνέβη κατά την εν λόγω περίοδο που παρέμεινε στη χώρα της και παρά τις κατ’ ισχυρισμό απειλές που δεχόταν από τον θείο της και τον σύζυγό της. Επιπλέον, κρίθηκε ως μη ικανοποιητική εξήγηση, η απάντηση που έδωσε η Αιτήτρια σχετικά με την αντίφαση που της υποδείχθηκε αναφορικά με τους ισχυρισμούς της κατά τη συνέντευξη περί του ότι η ίδια κινδυνεύει από τον θείο της και τον σύζυγό της, ενώ στην αρχική της αίτηση, είχε καταγράψει ότι κινδυνεύει από τον θείο της και την θεία της. Επίσης, παρατηρήθηκε αντίφαση στην εν λόγω απάντηση της, αφού η Αιτήτρια αναφέρθηκε στον ‘πρώην’ σύζυγό της, ενώ ερωτηθείσα σχετικά, δήλωσε ότι δεν είχε πάρει διαζύγιο από εκείνον. Ομοίως, εντοπίστηκε ακόμη μία αντίφαση στις δηλώσεις της, η οποία παρέμεινε χωρίς ικανοποιητική εξήγηση, εφόσον η Αιτήτρια κατέγραψε στην αρχική της αίτηση ότι είναι ανύπαντρη, ενώ κληθείσα να διευκρινίσει τούτο σε σχέση με την προηγούμενη απάντησή της, επιβεβαίωσε πως είναι ελεύθερη και κληθείσα εκ νέου να διευκρινίσει, ανέφερε εν τέλει πως στη χώρα της θεωρείται ότι είναι ακόμη νόμιμα παντρεμένη.

 

Η αρμόδια λειτουργός προχώρησε σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές σχετικά με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι ήταν μουσουλμάνα μεταστραφείσα στο Χριστιανισμό, ως αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των λεγομένων της, σημειώνοντας ότι αυτό αφορά βασικό σημείο στους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, χωρίς ωστόσο αυτό να διακριθεί ως αυτοτελής ισχυρισμός και χωρίς να αξιολογηθούν οι διακριθέντες ισχυρισμοί. Το Δικαστηρίου διαφωνεί με την τοποθέτηση των Καθ’ ων η αίτηση θεωρώντας παντελώς λανθασμένη την αναφορά της λειτουργού. Έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης όφειλε και είχε υποχρέωση να προβεί η λειτουργός ως προς τους βασικούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας όπως στο ζήτημα της έμφυλης βίας περιλαμβανομένου του αναγκαστικού γάμου, της ενδοοικογενειακής βίας καθώς και περιουσιακών διαφορών και διακρίσεων που βιώνουν οι γυναίκες στη Νιγηρία. Στην εν λόγω έρευνα θα προβεί το Δικαστήριο πιο κάτω στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του για πλήρη και εξ υπαρχής εξέταση της αίτησης της Αιτήτριας.

 

Με βάση και την λανθασμένη έρευνα των Καθ’ ων η αίτηση σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επί των ισχυρισμών της Αιτήτριας, κρίθηκε πως η Αιτήτρια δεν γνώριζε να απαντήσει σε διάφορες ερωτήσεις σχετικά με τις βασικές πτυχές του Ισλάμ, ενώ οι υπόλοιπες δηλώσεις της κρίθηκαν είτε ανεπαρκείς σε πληροφορίες είτε ότι δεν βρίσκονται σε συμφωνία με σχετικές πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές, ως εκ τούτου ο ισχυρισμός της Αιτήτριας απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

 

Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει των αποδεκτών ισχυρισμών, ήτοι των προσωπικών στοιχείων της Αιτήτριας και του γεγονότος ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για οικονομικούς λόγους και για να σπουδάσει, η αρμόδια λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, καθώς και το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε πως η Αιτήτρια είχε υποστεί στη χώρα καταγωγής της οποιασδήποτε μορφής δίωξη ή σοβαρή βλάβη, έκρινε ότι, δεν προκύπτουν εύλογοι και βάσιμοι λόγοι η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη Νιγηρία να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως προς το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας, η αρμόδια λειτουργός σημείωσε ότι πρόκειται για ενήλικη γυναίκα, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα υγείας, με μόρφωση στη χώρα καταγωγής της και χωρίς να παρουσιάζει στοιχεία ευαλωτότητας. Λαμβάνοντας υπόψη τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας (πόλη Eti-Osa στην πολιτεία Lagos της Νιγηρίας), όπου εξωτερικές πληροφορίες κατέδειξαν ότι δεν υφίσταντο συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας, ούτε συρράξεις στην εν λόγω περιοχή/πολιτεία, διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη ως απόρροια της κατάστασης ασφαλείας στη Νιγηρία και ιδιαίτερα στον τόπο επιστροφής της στην πολιτεία Lagos.

 

Ακολούθως, κατά τη νομική αξιολόγηση, η αρμόδια λειτουργός διέκρινε ότι από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς της Αιτήτριας δεν προκύπτει ότι συντρέχουν τα απαραίτητα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης της σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο πλαίσιο του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, ενώ δε, στην περίπτωσή της ως σημειώθηκε και δεδομένου ότι πρόκειται για οικονομικό μετανάστη, εφαρμόζονται οι παρ. 62-64 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Η.Ε. για τους Πρόσφυγες. Παράλληλα, κρίθηκε πως από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς της Αιτήτριας δεν συντρέχουν λόγοι παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι στην περίπτωση της συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2) του ιδίου Νόμου.  Ως εκ τούτου, οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν την αίτηση διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας.

 

Στα πλαίσια ακρόασης της παρούσας υπόθεσης, η Αιτήτρια κλήθηκε και εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την τελευταία δικάσιμο, όπου αρχικά ανέφερε ότι η ίδια έχει ένα παιδί, ο πατέρας του οποίου κατάγεται από τη Νιγηρία και βρίσκεται στην Κύπρο ως αιτητής ασύλου, ενώ ως προς τον σύζυγό της, η ίδια διευκρίνισε πως εκείνος βρίσκεται στη Νιγηρία, ωστόσο, δεν ήταν σύζυγος της, αλλά διατηρούσαν σχέση μεταξύ τους. Κληθείσα να αναφέρει επακριβώς το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα της, η Αιτήτρια δήλωσε αρχικά ότι αφορά σε περιουσιακά ζητήματα και επικαλέστηκε εν μέρει διαφοροποιημένους ισχυρισμούς περί του ότι το εν λόγω άτομο με το οποίο διατηρούσε σχέση στη χώρα της, ήταν ήδη παντρεμένος και δεν ήθελε να γνωστοποιηθεί η σχέση τους, ενώ όταν το έμαθε η γυναίκα του, εκείνος προσπάθησε να κάνει τα πάντα για να το καλύψει. Τότε άρχισε να απειλεί την Αιτήτρια για να μη μιλήσει για το ότι συνέβη μεταξύ τους. Ισχυρίστηκε επιπλέον ότι, όταν η ίδια έφυγε από εκεί, το άτομο που την είχε ‘δώσει’ σε εκείνον άρχισε επίσης να την απειλεί, ενώ η ίδια κατά τα λεγόμενά της ήταν τότε έγκυος ωστόσο απέβαλεί. Ερωτηθείσα κατά πόσο είχε καταγγείλει το εν λόγω περιστατικό στην αστυνομία, η Αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά, επικαλούμενη πως το άτομο με το οποίο διατηρούσε σχέση, την απείλησε πως εάν το αναφέρει οπουδήποτε θα της κάνει κακό.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να συνεκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, προνοεί ότι «εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Η Αιτήτρια έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη της, ή ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής της. Η Αιτήτρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά της για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση της Αιτήτριας, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας της Αιτήτριας, με σκοπό να εξεταστεί ο ισχυρισμός της περί πάσχουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, το Δικαστήριο μελετώντας το σύνολο του διοικητικού φακέλου, κρίνει ορθή την κατάληξη των Καθ’ων η αίτηση αναφορικά με τον ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας σχετικά με τα προσωπικά της στοιχεία, καθώς και τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της στη Νιγηρία, καθώς δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία, και σύμφωνα με την έκθεση/εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, οι σχετικές δηλώσεις της Αιτήτριας επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές. Ομοίως, κρίνεται ότι ορθά έγινε αποδεκτός και ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός, που αφορά στους οικονομικούς λόγους και λόγους σπουδών, τους οποίους η Αιτήτρια με σαφήνεια και συνέπεια δήλωσε ως λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της και να έρθει στην Κύπρο.

 

Προχωρώντας στην εξέταση του τρίτου ουσιώδη ισχυρισμού, διαπιστώνεται ότι το αφήγημα της Αιτήτριας χαρακτηρίζεται γενικότερα από έλλειψη σαφήνειας, συνοχής και λεπτομέρειας, ενώ παράλληλα εντοπίζονται ασυνέπειες και αντιθέσεις. Ειδικότερα, και ως προς την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της Αιτήτριας, κρίνεται ορθή η αξιολόγηση των Καθ' ων η αίτηση. Επιπλέον διακρίνονται και τα ακόλουθα εξετάζοντας την κατ’ ισχυρισμό κακομεταχείριση που βίωνε από τον θείο της αλλά και τη θεία της. Η Αιτήτρια δήλωσε πως μετά το θάνατο των γονέων της διέμενε για αρκετά χρόνια (μέχρι τα 18 της) μαζί με τον θείο και τη θεία τους και τα παιδιά τους, με τα οποία η ίδια διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις και φρόντιζε στην ανατροφή τους. Στο διάστημα αυτό η Αιτήτρια ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια της εκπαίδευση (αν και δεν πήρε απολυτήριο ένεκα αποτυχίας στις τελικές εξετάσεις), ενώ κατά τα 3 τελευταία έτη προτού φύγει από εκεί, ασχολείτο ως κομμώτρια στο σπίτι, χωρίς να έχει αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα, και χωρίς να διαφαίνεται οποιαδήποτε κακοποιητική συμπεριφορά ούτε από το θείο της αλλά ούτε και από τη σύζυγό του, τουναντίον από τα λεγόμενα της Αιτήτριας διακρίνεται ενότητα μεταξύ τους αλλά και στήριξη προς την ίδια ούσα από πολύ μικρή ορφανή. Δεν διαφεύγει της προσοχής μου το γεγονός ότι μετά τα 18 της χρόνια που γνώρισε και διέμενε με τον κατ’ ισχυρισμό σύζυγό ή σύντροφό της, όταν κατ’ ισχυρισμό αντιμετώπισε προβλήματα στη σχέση τους, εγκαταλείποντας αυτόν, επέστρεψε στην οικία των θείων της. Θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο από την Αιτήτρια η οποία εγκατέλειψε την οικία των θείων της ένεκα της κακοποιητικής συμπεριφοράς τους, να μην επιστρέψει πίσω σε αυτούς όταν στην συνέχεια βρέθηκε αντιμέτωπη με άλλα προβλήματα. Η θέση της αυτή αποδυναμώνει τους ισχυρισμούς της.

 

Επιπλέον η Αιτήτρια δεν κατάφερε να διασυνδέσει με συνάφεια τους ισχυρισμούς της περί των απειλών που δεχόταν από τον θείο της σε σχέση με τα περιουσιακά ζητήματα που η ίδια επικαλείται με την απόφασή της να εγκαταλείψει τη χώρα της, αλλά ούτε και παρέθεσε λεπτομέρειες σχετικά με το ιστορικό της εν λόγω κληρονομικής περιουσίας και τα ζητήματα που προέκυψαν, παρά μόνο ανέφερε ότι αφορούσε ένα τεμάχιο γης που κληρονόμησε ο θείος της και η μητέρα της, αλλά το είχε αναλάβει ο θείος της. Διακρίνεται δε, ότι παρήλθαν αρκετά χρόνια από τότε που απεβίωσε η μητέρα της, μέχρι και την ενηλικίωσή της Αιτήτριας (περί τα μέσα του έτους 2009), και δεν φαίνεται από τα λεγόμενά της πότε και πως επιχείρησε να διεκδικήσει το μερίδιο που της αναλογούσε από την εν λόγω κληρονομιά. Ακόμη και οι απειλές που ισχυρίζεται ότι δεχόταν η Αιτήτρια, αποδίδονται από την ίδια στο ότι είχε φύγει από το άτομο που την είχε κατ’ ισχυρισμό αναγκάσει να παντρευτεί ο θείος της. Εξάλλου, με ασάφεια η ίδια ανέφερε πως περί το 2020-2021 προτού εγκαταλείψει τη χώρα της, απειλήθηκε από τον θείο της μετά την προσπάθεια του πάστορα να του μιλήσει ώστε λάβει το μερίδιο της από την περιουσία που είχε κληρονομήσει η μητέρα της.

 

Ανατρέχοντας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με κληρονομικά θέματα στη Νιγηρία, από έγκυρες πηγές προκύπτει ότι «Κανένας νόμος δεν απαγόρευε στις γυναίκες να κατέχουν γη, αλλά τα εθιμικά συστήματα κατοχής γης επέτρεπαν μόνο στους άνδρες να κατέχουν γη, με τις γυναίκες να αποκτούν πρόσβαση σε αυτήν μόνο μέσω γάμου ή οικογένειας. Πολλές εθιμικές πρακτικές δεν αναγνώριζαν το δικαίωμα της γυναίκας να κληρονομήσει περιουσία… .»[3]. Επίσης από άλλη πηγή προκύπτει ότι «… όσοι έχουν μεταστραφεί από το Ισλάμ στον Χριστιανισμό θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν κοινωνικά προβλήματα, όπως απόρριψη από μέλη της οικογένειας και διακρίσεις στην απόκτηση πρόσβασης σε οικογενειακή περιουσία, όπως γη, οικογενειακή επιχείρηση ή κληρονομιά.»[4], ωστόσο στη περίπτωση της Αιτήτριας, δεν προκύπτει με βάση τα λεγόμενά της κάτι παρόμοιο.

Ως προς τον ισχυρισμός της Αιτήτριας περί εξαναγκαστικού γάμου από το θείο της με μουσουλμάνο άνδρα πολύ μεγαλύτερο της έχων ήδη τέσσερις συζύγους  ουδόλως εξειδικεύεται αφού η ίδια δεν κατέδειξε υπό ποιες συνθήκες έγινε αυτό το γεγονός, ούτε το πως ακριβώς την ανάγκασε ο θείος της για να παντρευτεί με κάποιον άγνωστο, μετά που η ίδια είχε ενηλικιωθεί, ούτε και η Αιτήτρια αναφέρθηκε σε οιαδήποτε ιδιαίτερα στοιχεία του εν λόγω άντρα που ενδεχομένως να τον συνέδεαν με τον θείο της ή έστω να αποτέλεσαν το λόγο της επιλογής του συγκεκριμένου ατόμου από τον θείο της για την ίδια. Εξάλλου, ως προς τον κατ’ ισχυρισμό γάμο της με το εν λόγω άτομο, η Αιτήτρια υπέπεσε σε διαδοχικές αντιφάσεις και ασυνέπειες, όπου αρχικά, ενώ κατέγραψε στην αίτησή της ότι είναι ελεύθερη, κατά τη συνέντευξή της, δήλωσε πως την ανάγκασαν σε γάμο, ενώ μετέπειτα αναφέρθηκε σε ‘πρώην’ σύζυγο διευκρινίζοντας στη συνέχεια πως δεν πήρε διαζύγιο, ωστόσο ακολούθως, δήλωσε εκ νέου ελεύθερη και εν τέλει δήλωσε πως είναι νόμιμα παντρεμένη στη χώρα της. Ενώπιον του Δικαστηρίου δε, σε μια προσπάθεια να διευκρινιστούν οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας η ίδια δήλωσε ότι δεν ήταν παντρεμένη με τον εν λόγω άντρα στη χώρα της, αλλά διατηρούσαν σχέση μεταξύ τους.

 

Περαιτέρω, ως προς τα όσα ανέφερε ότι επακολούθησαν του κατ’ ισχυρισμό εξαναγκαστικού γάμου και έφυγε από το σπίτι του θείου της, ήτοι τα όσα βίωσε με τον εν λόγω άνδρα διαμένοντας σε άλλη οικία, ξεχωριστά και μόνη, ως δήλωσε, παρατηρείται ότι πέρασαν 10-11 χρόνια από τότε που έφυγε από το σπίτι του θείου της (ήτοι περί τα μέσα του 2009-2010, όταν ήταν σε ηλικία 18 ετών) και μέχρι που εν τέλει διέφυγε από το σπίτι του κατ’ ισχυρισμό συζύγου της περί τα μέσα του έτους 2020, χωρίς δε, η ίδια να προσδιορίζει χρονικά το πότε ξεκίνησαν τα κατ’ ισχυρισμό περιστατικά εναντίον της, χρονικό διάστημα εξάλλου, όπου η Αιτήτρια συνέχισε να παραμένει με το εν λόγω άτομο, παρά και τα όσα κατ’ ισχυρισμό είχε υποστεί από εκείνον. Επίσης, διαπιστώνεται ότι, ενώ η Αιτήτρια είχε αρχικά δηλώσει πως δεν της επιτρεπόταν να βγαίνει μόνη  εκτός της οικίας, σε αντίθεση με τούτο, ανέφερε πως συνήθιζε να πηγαίνει κατά καιρούς στην εν λόγω εκκλησία όπου είχε αργότερα καταφύγει. Παράλληλα διακρίνεται ότι ουδέποτε η Αιτήτρια αναφέρθηκε ξεκάθαρα σε απειλές εναντίον της από τον εν λόγω άνδρα, παρά μόνο αναφέρθηκε στο γεγονός πως όταν έφυγε από κοντά του, τότε ο ίδιος την είχε προσεγγίσει στο σπίτι του θείου της για να την πάρει πίσω μαζί του και η ίδια αρνήθηκε.

 

Δεν μπορώ να αγνοήσω το γεγονός ότι ενώπιον του Δικαστηρίου η Αιτήτρια διαφοροποίησε τους ισχυρισμούς της προβάλλοντας ότι διατηρούσε σχέση με τον εν λόγω άνδρα και πως όταν ενημερώθηκε η σύζυγός του για τη σχέση τους τότε εκείνος την απείλησε, ενώ με ασάφεια δήλωσε πως όταν εγκατέλειψε τον άνδρα αυτόν, το άτομο που την είχε ‘δώσει’ σε εκείνον, χωρίς να προβαίνει αυτή τη φορά σε αναφορά στο πρόσωπο του θείου της, άρχισε επίσης να την απειλεί και τότε έχασε το παιδί που κυοφορούσε ισχυρισμός διαφοροποιημένος από τα λεγόμενά της κατά τη συνέντευξη της .

 

Σε κάθε περίπτωση και εφόσον οι Καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού της Αιτήτριας, σε σχέση με την ενδοοικογενειακή βία και των αναγκαστικών γάμων στη Νιγηρία, το Δικαστήριο ανατρέχοντας σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης διαπιστώνει ότι «Σύμφωνα με τον Νόμο για τα Δικαιώματα του Παιδιού, έναν ομοσπονδιακό νόμο, τα 18 έτη είναι η ελάχιστη ηλικία συναίνεσης σε γάμο τόσο για άνδρες όσο και για γυναίκες. Πηγές αναφέρουν ότι ο νόμος δεν έχει υιοθετηθεί από όλες τις πολιτείες και ότι το εθιμικό και το ισλαμικό δίκαιο, ειδικά στο Βορρά, εξακολουθούν να επιτρέπουν πρακτικές όπως οι αναγκαστικοί γάμοι. Ο αναγκαστικός γάμος, ιδίως νεαρών κοριτσιών, ήταν ένα από τα βασικά προβλήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αναφέρθηκαν ότι συμβαίνουν στη Νιγηρία. Πηγές ανέφεραν ότι έχουν επίσης σημειωθεί περιπτώσεις αναγκαστικού γάμου γυναικών άνω των 18 ετών. Ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο SabiLaw, έναν πάροχο υπηρεσιών πληροφόρησης που επικεντρώνεται σε νομικά, επιχειρηματικά και δικαστικά θέματα, ανέφερε ότι στη Νιγηρία, ‘ο αναγκαστικός γάμος δεν περιορίζεται στα παιδιά, υπάρχουν περιπτώσεις όπου ακόμη και ενήλικες αναγκάζονται σε γάμους’, σημειώνοντας ότι μπορεί να ‘αναγκαστούν, να εξαπατηθούν ή να πειστούν να παντρευτούν παρά τη θέλησή τους, σύμφωνα με το εθιμικό και ισλαμικό δίκαιο’. Η ίδια πηγή ανέφερε ότι ‘δεν είναι αδύνατο να βρεθούν άτομα που αναγκάζονται σε γάμους βάσει του αγγλικού δικαίου, τα οποία μπορεί να έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους υπό πίεση’.»[5].Επιπλέον, στην ίδια πιο πάνω πηγή, αναφέρεται ότι: «Ο αναγκαστικός γάμος στη Νιγηρία ποινικοποιείται βάσει του Νόμου για τα Δικαιώματα του Παιδιού και του Νόμου περί (Απαγόρευσης) Βίας κατά Προσώπων (VAPP). Ο Νόμος περί (Απαγόρευσης) Βίας κατά Προσώπων (VAPP) ερμηνεύει τον αναγκαστικό γάμο ως μέρος των ‘επιβλαβών πρακτικών’... .»[6]

 

Σύμφωνα με τοπικό ΜΚΟ αναφορικά με την ισχύ του Νόμου περί (Απαγόρευσης) Βίας κατά Προσώπων (VAPP) του 2015 ανά πολιτεία στη Νιγηρία, αναφέρεται συγκεκριμένα για την πολιτεία του Lagos πως (αντί του VAPP) υφίσταται ο νόμος περί προστασίας κατά της ενδοοικογενειακής βίας, που «περιλαμβάνει ορισμένες από τις διατάξεις που βρίσκονται στον VAPP», και που αποσκοπεί στην «παροχή προστασίας από την ενδοοικογενειακή βία και για συναφείς σκοπούς» και «προσφέρει προστασία σε οποιοδήποτε άτομο που έχει υποστεί ή φέρεται να έχει υποστεί πράξη ενδοοικογενειακής βίας».[7]

 

Ειδικότερα, όσον αφορά τη βία με βάση το φύλο στην πολιτεία του Lagos της Νιγηρίας, από πληροφορίες σε έγκυρη πηγή προκύπτει σύμφωνα με σχετική αναφορά του Φεβρουάριου του 2022, «η βία κατά των γυναικών και των κοριτσιών ήταν ‘πολύ διαδεδομένη’ στην πολιτεία Lagos, με ‘τη σεξουαλική και την ενδοοικογενειακή βία να κατατάσσονται στην πρώτη και δεύτερη θέση αντίστοιχα’», ενώ σε παρόμοια αναφορά του Νοεμβρίου του 2023, καταγράφεται επίσης ότι «η έμφυλη βία και η σεξουαλική παρενόχληση ήταν ‘διαδεδομένες’ σε πολλές ‘άτυπες κοινότητες’ σε ολόκληρο το Lagos».[8] Βάσει στοιχείων που καταγράφηκαν από τοπικό μέσο ενημέρωσης, «ο αριθμός των περιστατικών έμφυλης βίας αυξήθηκε τα τελευταία πέντε χρόνια, δηλαδή από το 2019, και ‘εκτινάχθηκε το 2022 και το 2023’», ενώ η πολιτεία του Lagos, «κατατάχθηκε ‘μεταξύ των πέντε κορυφαίων πολιτειών με τα υψηλότερα αναφερόμενα περιστατικά έμφυλης βίας στη Νιγηρία το 2024’».[9]

 

Αναφορικά με τη σχετική νομοθεσία ενάντια στην έμφυλη βία, καταγράφεται ότι, «η πολιτεία Lagos είχε θεσπίσει, ακόμη και πριν από την υιοθέτηση του ομοσπονδιακού νόμου VAPP, νομοθεσία με διατάξεις παρόμοιου περιεχομένου με αυτές που ενσωματώνονται στον νόμο VAPP, που απευθύνεται σε διάφορες μορφές έμφυλης βίας», ως επίσης ότι, σύμφωνα με αναφορά του 2023 για τους σχετικούς δείκτες απόδοσης στην πρόληψη και την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας στη Νιγηρία (από δύο τοπικούς ΜΚΟ), «το Lagos κατατάχθηκε μεταξύ των τεσσάρων πρώτων πολιτειών βάσει του δείκτη νόμων και πολιτικών για τη θέσπιση ισχυρών νομικών πλαισίων που ποινικοποιούν την έμφυλη βία», και επιπλέον σημειώθηκε ότι, «το Lagos κατέβαλε προσπάθειες για την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας και την ενίσχυση της σχετικής νομοθεσίας», ενώ συνάμα, καταγράφονται και κάποιες κύριες προκλήσεις στην εφαρμογή των νόμων που σχετίζονται με την έμφυλη βία στο Lagos.[10]

 

Σχετικά με τις κοινωνικές συμπεριφορές/στάσεις στην πολιτεία του Lagos, καταγράφεται ότι, βάσει σχετικής δήλωσης του Μαρτίου του 2024 «οι επιβλαβείς κανόνες και στάσεις με βάση το φύλο συνεχίζουν να εμμένουν, διαιωνίζοντας την ανισότητα», ενώ σε αναφορά του 2022, καταγράφεται ότι, «μεταξύ των κύριων προκλήσεων στην εφαρμογή των νόμων που σχετίζονται με την έμφυλη βία στην πολιτεία Lagos ήταν οι κοινωνικές προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας ‘κουλτούρας σιωπής λόγω στιγματισμού των θυμάτων’» καθώς και ότι, «η κοινότητα συνέχισε να κατηγορεί και να ντροπιάζει τα θύματα σεξουαλικής και έμφυλης βίας, γεγονός που τα κάνει να διστάζουν και να μην θέλουν να αναφέρουν ή να ακολουθούν τις υποθέσεις που ανέφεραν».[11]

 

Σε κάθε περίπτωση, παρατηρείται ότι η Αιτήτρια βρήκε καταφύγιο ως η ίδια ανέφερε σε μια εκκλησία που ως ανέφερε, ήταν κοντά στο σπίτι του θείου της και η ίδια την επισκεπτόταν κατά διαστήματα, όπου παρέμεινε για πέραν του ενός έτους ήτοι από τα μέσα του 2020 μέχρι και τον Αύγουστο του 2021 και τελούσε υπό τη φροντίδα των μελών της εκκλησίας καθώς επίσης τύγχανε βοήθειας από τον πάστορα, χωρίς να αναφερθεί σε κάποιο περιστατικό/γεγονός που να συνέβη κατά την εν λόγω περίοδο μέχρι και την εγκατάλειψη της χώρας της. Γενικότερα δε, ουδόλως υπέδειξε η Αιτήτρια κάποιο συγκεκριμένο γεγονός που να αποτέλεσε και το σημείο όπου την ώθησε στην απόφασή της να εγκαταλείψει από τη χώρα της τη δεδομένη στιγμή.

 

Με βάση τα ανωτέρω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δεν στοιχειοθετείται η αξιοπιστία των ισχυρισμών της Αιτήτριας και κατά συνέπεια αυτοί απορρίπτονται, εφόσον διαπιστώνεται ότι από την αφήγησή της δεν εδραιώνεται η συνολική της αξιοπιστία, καθότι υπέπεσε ως ήδη αναλύθηκε ανωτέρω σε ασυνέπειες, ασάφειες, γενικότητες και αντιφάσεις, χωρίς να προκύπτει ότι υφίσταται οποιαδήποτε στοχοποίηση της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής. Δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι η Αιτήτρια παρέμεινε στον τόπο καταγωγής της για αρκετό χρονικό διάστημα, από όταν εγκατέλειψε τον σύζυγο /σύντροφο της, καθώς και τον θείο της, χωρίς να βιώσει κάποια απειλητική συμπεριφορά κατά το διάστημα αυτό.

 

Οφείλω να αναφέρω και να λάβω υπόψη μου ότι η Αιτήτρια διατηρεί σχέση με ομοεθνή της με τον οποίο έχει αποκτήσει ένα ανήλικο τέκνο ως εκ τούτου, θα πρέπει να εκτιμηθεί και βάσει τούτου, ο κίνδυνος σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, λαμβανομένων υπόψη και των ιδιαίτερών της περιστάσεων.

 

Ως προς τα ανωτέρω ζητήματα, από σχετική έρευνα του Δικαστηρίου σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές για τη Νιγηρία, προκύπτει ότι «η κατάσταση για τις ανύπαντρες γυναίκες ήταν δύσκολη σε όλη τη Νιγηρία, αν και αυτό ποίκιλλε σημαντικά ανάλογα με την περιοχή και την εθνοτική ομάδα», ενώ παράλληλα «το κοινωνικό στίγμα, οι οικονομικές προκλήσεις και οι συναισθηματικές δυσκολίες επηρέασαν σημαντικά τη ψυχική υγεία των ανύπαντρων μητέρων στη Νιγηρία», καθώς επίσης, «οι γυναίκες βίωσαν ‘σημαντικές διακρίσεις’ σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της ‘εκπαίδευσης, της απασχόλησης και της κληρονομιάς’, καθώς και της έμφυλης βίας (GBV)».[12] Ειδικότερα ωστόσο για την πολιτεία του Lagos, τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, καταγράφεται σχετικά με τη διαθεσιμότητα υπηρεσιών υποστήριξης, ότι: «Το Υπουργείο Γυναικείων Υποθέσεων και Καταπολέμησης της Φτώχειας (WAPA) της πολιτείας Lagos περιλαμβάνει διάφορες μονάδες αφιερωμένες στην ενδυνάμωση των γυναικών και τη μείωση της φτώχειας μέσω προγραμμάτων απόκτησης δεξιοτήτων και στοχευμένων πρωτοβουλιών υποστήριξης.».[13] Επιπλέον, σχετικά με τις διαθέσιμες υπηρεσίες υποστήριξης, καταγράφεται ότι, «το 2024, μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ένα έργο» από συγκεκριμένο Ίδρυμα, σε περιοχή που εντοπίζεται γειτονικά του τόπου καταγωγής/διαμονής της Αιτήτριας στην πολιτεία του Lagos, «το οποίο παρείχε επαγγελματικές δεξιότητες σε πάνω από 1.000 νεαρές μητέρες, συμπεριλαμβανομένων ‘ανύπαντρων μητέρων χωρίς ανδρική υποστήριξη στα νοικοκυριά τους’», ως επίσης, ότι: «Πηγές παρείχαν καταλόγους τοπικών οργανισμών με έδρα το Lagos και τη Νιγηρία που προσφέρουν υπηρεσίες υποστήριξης σε γυναίκες. Μεταξύ αυτών είναι [.] ένας οργανισμός με επικεφαλής γυναίκες που παρέχει πόρους και βοήθεια σε άτομα που δεν λαμβάνουν επαρκείς υπηρεσίες σε ολόκληρη τη Νιγηρία, συμπεριλαμβανομένων των ανύπαντρων μητέρων.».[14] Όσον αφορά την πρόσβαση σε στέγαση, καταγράφεται ότι: «Σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2023 στο Journal of Housing and the Built Environment, τα δεδομένα της έρευνας έδειξαν ύπαρξη διακρίσεων στην αγορά ενοικιάσεων στο Lagos και ‘η πλειονότητα των θυμάτων ήταν νοικοκυριά με επικεφαλής γυναίκες’. Μέσα ενημέρωσης ανέφεραν επίσης περιπτώσεις όπου ιδιοκτήτες ακινήτων και μεσίτες στο Lagos αρνήθηκαν να νοικιάσουν σε ανύπαντρες γυναίκες.».[15]

 

Σχετικά με τα πιο πάνω και ως προς τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, από τα προσωπικά της στοιχεία και το προφίλ της, παρατηρείται ότι πρόκειται για ενήλικη γυναίκα, με μόρφωση δευτεροβάθμιου επιπέδου (χωρίς όμως απολυτήριο), χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα υγείας ή λοιπές ενδείξεις ευαλωτότητας, ως επίσης, με ικανότητα να εργαστεί και με εμπειρία χειροτεχνικής εργασίας, καθώς επίσης, με συγγενείς στη χώρα καταγωγής τα ετεροθαλή αδέλφια της μητέρας της και κοινωνικό δίκτυο στον τόπο όπου διέμενε (ως η ίδια δήλωσε, έχει φίλους από το σχολείο όπου φοιτούσε). Επίσης, η Αιτήτρια θα μπορούσε να έχει πρόσβαση πέραν της εκκλησίας στην περιοχή της, όπου ως η ίδια ανέφερε, τα μέλη και ο πάστορας εκεί, την είχαν βοηθήσει/φροντίσει στο παρελθόν σε συγκεκριμένες κρατικές και άλλες υποστηρικτικές υπηρεσίες στην πολιτεία όπου αναμένεται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της με βάση τις συναφείς πληροφορίες που παρατέθηκαν ανωτέρω.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω, προκύπτει ότι η Αιτήτρια δεν στοιχειοθέτησε κανέναν ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα η ίδια επικαλείται δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ο «Πρακτικός οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση, διαπιστώνω ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην πολιτεία Lagos, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε σχέση δε με το άρθρο 19(2)(γ) του ανωτέρω Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψη ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα και ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Lagos της Νιγηρίας, ήτοι στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της.

 

«Σύμφωνα με εμπιστευτική πηγή, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και οι πολιτείες έδωσαν προτεραιότητα όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στα πολιτικά κέντρα της χώρας, όπως η Abuja, το Lagos, το Kano και το Port Harcourt. Παρόλα αυτά, υπήρξαν σημαντικές ανησυχίες για την ασφάλεια σε δύο από τις μεγαλύτερες πόλεις της Νιγηρίας το 2022: το Lagos και την Abuja. Στο Lagos, οι αρχές ανακοίνωσαν μια επιχείρηση κατά [εγκληματικών ομάδων ληστών (bandits)] στις αρχές Οκτωβρίου 2022, κατόπιν που το εμπορικό κέντρο του Lagos έκλεισε μερικώς τον Αύγουστο [του 2022] λόγω απειλής για επιθέσεις.»[16].

 

Πληροφορίες σε πιο πρόσφατη πηγή, αναφέρουν ότι: «[Ομάδες λατρειών (cults)] ήταν παρούσες και δραστήριες στα Νοτιοδυτικά, ιδιαίτερα στο Lagos και το Ogun… . [Εγκληματικές ομάδες ληστών (bandits)] αναφέρθηκαν επίσης ότι δραστηριοποιούνταν στα Νοτιοδυτικά [.] και κτηνοτρόφοι Fulani συμμετείχαν επίσης σε επιθέσεις, απαγωγές και δολοφονίες στην περιοχή. [..] Οι πολιτείες Lagos και Ogun ήταν δύο από τις τρεις - η τρίτη ήταν η Rivers στο Νότο - που το 2023 επηρεάστηκαν κυρίως από συγκρούσεις μεταξύ ομάδων λατρειών και που ανέφεραν σταθερά τον υψηλότερο αριθμό θανάτων σε συγκρούσεις μεταξύ αντίπαλων ομάδων λατρείας.».[17] Ωστόσο, για την πολιτεία του Lagos, τα εν λόγω περιστατικά που αφορούσαν ομάδες λατρειών αναφέρθηκαν σε συγκεκριμένες περιοχές[18], στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η περιοχή Eti-Osa (τόπος καταγωγής της Αιτήτριας).

 

Επιπλέον σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία από τη βάση δεδομένων του ACLED (Armed Conflict Location and Event Data Project) για το διάστημα από 01/06/2024 έως 30/05/2025, στην πολιτεία του Lagos καταγράφηκαν συνολικά 177 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 81 ανθρώπων, όπου αναλυτικότερα, έχουν καταγραφεί, 62 περιστατικά μαχών (battles) με 60 θανάτους, 61 περιστατικά διαμαρτυρίας (protests) χωρίς καταγεγραμμένους θανάτους, 32 περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (violence against civilians) με 15 θανάτους και 22 περιστατικά ταραχών (riots) με 6 θανάτους, ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων / βίας εξ αποστάσεως (explosions / remote violence).[19] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας του Lagos ανέρχεται στα 13.491.800 (βάσει επίσημης εκτίμησης για το 2022[20]). Ειδικότερα στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, πόλη Eti-Osa του Lagos, από την πιο πάνω βάση δεδομένων και κατά την ίδια περίοδο αναφοράς (01/06/2024 έως 30/05/2025), δεν καταγράφηκε οποιοδήποτε περιστατικό ασφαλείας/θανάτου.[21]

 

Από τα πιο πάνω στοιχεία εξεταζόμενα συνδυαστικά με το συνολικό πληθυσμό στην εν λόγω πολιτεία (Lagos), δεν προκύπτει ότι υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην εν λόγω περιοχή, που να ανάγονται σε τέτοιο υψηλό βαθμό που θα μπορούσαν να θέσουν υπό σοβαρή απειλή τη ζωή ή σωματική ακεραιότητα αμάχου λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Δεδομένου ότι στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, η κατάσταση ασφαλείας καταγράφεται ως σταθερή, το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών της περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας», όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός της για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε για την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του ιδίου Νόμου. Η επίδικη απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, παρά τις παραλείψεις της, κρίνεται ορθή και νόμιμη, αφού λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Λαμβάνεται υπόψιν και το γεγονός ότι ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας κατόρθωσε η Αιτήτρια να αντικρούσει τα ευρήματα περί αναξιοπιστίας των ισχυρισμών της από τους Καθ' ων η Αίτηση, ούτε όμως προέβαλε οποιονδήποτε στοιχειοθετημένο ισχυρισμό σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός της για διεθνή προστασία.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ωστόσο με μειωμένα έξοδα στο ποσό των €600 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας και τούτο λόγω των διαπιστωθεισών παραλείψεων των Καθ’ων η αίτηση στην αξιολόγηση της αίτησης της Αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α. AΓΡΟΤΗ, Δ. Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Ερυθρό 1 στο διοικητικό φάκελο « I left my country because my life is in danger, by my relatives ie my uncle and his wife. Because am an orphanage»

[2] Κατά την καταγραφή του αιτήματος της, αναφέρεται και στο πρόσωπο της θείας της

[3] U.S. Department of State, 2023 Country Reports on Human Rights Practices: Nigeria, April 22, 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/nigeria/ [ημερ. πρόσβασης 05/06/2025]

[4] Ministry of Foreign Affairs (The Netherlands), General Country of Origin Information Report – Nigeria (reference period: April 2021 to December 2022), January 2023, https://www.government.nl/binaries/government/documenten/directives/2023/01/31/general-country-of-origin-information-report-nigeria-january-2023/Country+of+Origin+Information+Report+Nigeria+January+2023.pdf, σελ. 46 [ημερ. πρόσβασης 05/06/2025]

[5] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Nigeria: Forced marriage of adult women in Enugu State, including prevalence, legislation, state protection, support services and ability of an adult woman to refuse a forced marriage (Reference period: January 2022 to 31 August 2023), 6 September 2023, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2023_08_EUAA_COI_Query_Response_Q35_Nigeria_Forced_marriage_adult_women.pdf, σελ. 2 [ημερ. πρόσβασης 04/06/2025]

[6] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Nigeria: Forced marriage of adult women in Enugu State, including prevalence, legislation, state protection, support services and ability of an adult woman to refuse a forced marriage (Reference period: January 2022 to 31 August 2023), 6 September 2023, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2023_08_EUAA_COI_Query_Response_Q35_Nigeria_Forced_marriage_adult_women.pdf, σελ. 3 [ημερ. πρόσβασης 04/06/2025]

[7] Partners Nigeria West Africa (Rule of Law and Empowerment Initiative), Violence Against Person’s Prohibition (VAPP) Act of Nigeria Tracker [table and text], 2025, https://www.partnersnigeria.org/vapp-tracker/#vapp [ημερ. πρόσβασης 04/06/2025]

[8] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Nigeria: Gender-based violence (GBV) in Lagos (Reference period: January 2023 to 8 July 2024), 10 July 2024,

https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_07_EUAA_COI_Query_Response_Q43_Nigeria_GBV_Lagos.pdf, σελ. 3 [ημερ. πρόσβασης 04/06/2025]

[9] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Nigeria: Gender-based violence (GBV) in Lagos (Reference period: January 2023 to 8 July 2024), 10 July 2024,

https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_07_EUAA_COI_Query_Response_Q43_Nigeria_GBV_Lagos.pdf, σελ. 4-5 [ημερ. πρόσβασης 04/06/2025]

[10] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Nigeria: Gender-based violence (GBV) in Lagos (Reference period: January 2023 to 8 July 2024), 10 July 2024,

https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_07_EUAA_COI_Query_Response_Q43_Nigeria_GBV_Lagos.pdf, σελ. 6-7 [ημερ. πρόσβασης 04/06/2025]

[11] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Nigeria: Gender-based violence (GBV) in Lagos (Reference period: January 2023 to 8 July 2024), 10 July 2024,

https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_07_EUAA_COI_Query_Response_Q43_Nigeria_GBV_Lagos.pdf, σελ. 11 [ημερ. πρόσβασης 04/06/2025]

[12] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Nigeria: Situation of single Muslim women, particularly Yoruba, without family or support network in Lagos, including availability of support services and ability to access housing and employment (Reference period: June 2023 – July 2024), 25 July 2024, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_7_EUAA_COI_Query_Response_Q46_Nigeria_Situation_of_single_Muslim_%20women_Lagos.pdf, σελ. 3 [ημερ. πρόσβασης 06/06/2025]

[13] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Nigeria: Situation of single Muslim women, particularly Yoruba, without family or support network in Lagos, including availability of support services and ability to access housing and employment (Reference period: June 2023 – July 2024), 25 July 2024, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_7_EUAA_COI_Query_Response_Q46_Nigeria_Situation_of_single_Muslim_%20women_Lagos.pdf, σελ. 3-4 [ημερ. πρόσβασης 06/06/2025]

[14] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Nigeria: Situation of single Muslim women, particularly Yoruba, without family or support network in Lagos, including availability of support services and ability to access housing and employment (Reference period: June 2023 – July 2024), 25 July 2024, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_7_EUAA_COI_Query_Response_Q46_Nigeria_Situation_of_single_Muslim_%20women_Lagos.pdf, σελ. 4 [ημερ. πρόσβασης 06/06/2025]

[15] EUAA, COI QUERY RESPONSE – Nigeria: Situation of single Muslim women, particularly Yoruba, without family or support network in Lagos, including availability of support services and ability to access housing and employment (Reference period: June 2023 – July 2024), 25 July 2024, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2024_7_EUAA_COI_Query_Response_Q46_Nigeria_Situation_of_single_Muslim_%20women_Lagos.pdf, σελ. 4 [ημερ. πρόσβασης 06/06/2025]

[16] Ministry of Foreign Affairs (The Netherlands), General Country of Origin Information Report – Nigeria (reference period: April 2021 to December 2022), January 2023, https://www.government.nl/binaries/government/documenten/directives/2023/01/31/general-country-of-origin-information-report-nigeria-january-2023/Country+of+Origin+Information+Report+Nigeria+January+2023.pdf, σελ. 31 [ημερ. πρόσβασης 06/06/2025]

[17] EUAA, Country of Origin Information Report – Nigeria: Country Focus (reference period: 1 January 2023 - 31 March 2024), July 2024, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2024-07/2024_07_EUAA_COI_Report_Nigeria_Country_Focus.pdf, σελ. 51-52 [ημερ. πρόσβασης 06/06/2025]

[18] EUAA, Country of Origin Information Report – Nigeria: Country Focus (reference period: 1 January 2023 - 31 March 2024), July 2024, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2024-07/2024_07_EUAA_COI_Report_Nigeria_Country_Focus.pdf, σελ. 52 [ημερ. πρόσβασης 06/06/2025]

[19] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 10/06/2025]

[20] CITY POPULATION, Africa – Nigeria: States & Agglomerations – States: Lagos (Federal State) [Table], 23/08/2022, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/ [ημερ. πρόσβασης 10/06/2025]

[21] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), ACLED Explorer, 2025, https://acleddata.com/explorer/ [ημερ. πρόσβασης 10/06/2025]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο