
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
27 Ιουνίου 2025
[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
G. N. F. (ARC..) από Καμερούν
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Μαρία Μπαγιαζίδου (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια
Ειρήνη Παραδεισιώτου (κα) για Έλενα Ιωάννου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση
Η Αιτήτρια είναι παρούσα
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η Αιτήτρια αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 02/08/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 20/09/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος. Περαιτέρω αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται στην Αιτήτρια καθεστώς προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου (στο εξής Δ.Φ.) που βρίσκονται ενώπιόν μου, η Αιτήτρια είναι υπήκοος του Καμερούν και στις 17/11/2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνησης της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 26/07/2024 διεξήχθη συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 02/08/2024 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα της Αιτήτριας. Αυθημερόν, ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της. Στις 20/09/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στην Αιτήτρια. Στις 27/09/2024 η Αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η Αιτήτρια, δια της δικηγόρου της, προβάλει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με τη Γραπτή Αγόρευση. Κατά τη Γραπτή της Αγόρευση, η συνήγορος της Αιτήτριας ανέφερε ότι οι λόγοι ακύρωσης που προωθούνται, περιορίζονται στους ακόλουθους:
1) Η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη χωρίς να διεξαχθεί η δέουσα έρευνα και/ή δεν λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι δεν τέθηκαν οι κατάλληλες ερωτήσεις στην Αιτήτρια, ότι λανθασμένα έχει κριθεί αναξιόπιστη και ότι δεν διενεργήθηκε αυστηρός και ανεξάρτητος έλεγχος από πλευράς των Καθ΄ ων η Αίτηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, που θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι τυχόν επιστροφή της στη χώρα της, θα έθετε τη ζωή της σε κίνδυνο. Επιπρόσθετα, είναι η θέση της ότι οι Καθ΄ ων η Αίτηση δεν προέβησαν σε ανεξάρτητη και εξατομικευμένη έρευνα όσον αφορά την αξιολόγηση κινδύνου, την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και την αξιολόγηση της δυνατότητας μετεγκατάστασής της.
2) Η πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση στερείται επαρκούς και/ή δέουσας αιτιολογίας και/ή είναι ελλιπής και/ή στηρίζεται σε εσφαλμένη αιτιολογία.
3) Η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη από αναρμόδιο πρόσωπο, χωρίς τη λήψη της απαιτούμενης εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών.
4) Τέλος, προβάλει ότι οι προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, ως αγγλόφωνη άμαχη, αποτελούν περιστάσεις οι οποίες επαυξάνουν την πιθανότητα για την Αιτήτρια να εκτεθεί σε κίνδυνο για σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητάς της ως αμάχη αποκλειστικά και μόνο από την παρουσία της στη χώρα της δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ).
Οι Καθ' ων η αίτηση μέσω της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου τους, υποβάλλουν ότι ορθώς η Αιτήτρια έχει κριθεί αναξιόπιστη ως προς τους ισχυρισμούς της καθώς στερούνται αληθοφάνειας και συνοχής και ενόψει του ότι η Αιτήτρια υπέπεσε σε αντιφάσεις που είναι τόσο έκδηλες, ώστε να μην επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων. Επιπρόσθετα, αναφέρουν ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει η Αιτήτρια μέσω της προσφυγής της δεν αναπτύσσονται επαρκώς στη Γραπτή της Αγόρευση σύμφωνα με τις επιταγές του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και για αυτόν τον λόγο δεν μπορούν να εξεταστούν. Επιπρόσθετα, οι Καθ΄ ων η Αίτηση ισχυρίζονται ότι η Αιτήτρια δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών της που θεμελιώνουν το αίτημά της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, καθώς δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να της αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να της χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Περαιτέρω, υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Κατά συνέπεια, εισηγούνται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, η ευπαίδευτη συνήγορος που εκπροσωπεί την Αιτήτρια απόσυρε τον νομικό ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση και ότι κατά λοιπά προωθεί τους υπόλοιπους ισχυρισμούς που προβάλλονται στη Γραπτή Αγόρευσή της.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.
«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη κλπ. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας. Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση της δικηγόρου της Αιτήτριας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009 ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:
«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.».
Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).
Σύμφωνα με την Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671: «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»
«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56.».
Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.
Στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).
Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».
Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο της Αιτήτριας, αυτή είναι ενήλικας από το Καμερούν. Κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησής της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε τα εξής (σε ελεύθερη μετάφραση: «Έφυγα από τη χώρα μου λόγω της πολιτικής ανασφάλειας και αστάθειας εξαιτίας της κρίσης αλλά και της ιδιότητάς μου ως δασκάλας, καθότι έπεσα θύμα απαγωγής δύο φορές. Την πρώτη φορά με απήγαγαν και με ξυλοκόπησαν, τη δεύτερη φορά που συνέβη φέτος, με απήγαγαν, με βίασαν και με προειδοποίησαν ότι αν συνεχίσω το επάγγελμά μου εν μέσω της κρίσης, θα με σκοτώσουν [οι μαχητές Amba]. Έτσι, από απογοήτευση και κατάθλιψη, αποφάσισα να ζητήσω διεθνή προστασία». (ερ. 1 δ.φ.).
Κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε είναι υπήκοος του Καμερούν, γεννηθείσα στην πόλη Bamenda της Επαρχίας North West που αποτελεί και τον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής της. Περαιτέρω, ανέφερε ότι είναι Χριστιανή και ομιλεί αγγλικά. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, δήλωσε άγαμη και μητέρα δύο παιδιών ηλικίας 8 κι 5 ετών αντίστοιχα που διαμένουν μαζί με την μητέρα της στην Bamenda. Για τον σύντροφό της -και πατέρα των παιδιών της- ανέφερε ότι δεν γνωρίζει νεότερά του από τη μέρα όπου είχε μετατεθεί σε άλλη περιοχή για την εργασία του, το 2019, όπου και έπεσε θύμα απαγωγής. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο, ισχυρίστηκε ότι ολοκλήρωσε για την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ακολούθως φοίτησε στο High School Comprehensive College και τέλος φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Yaounde, ενώ ως προς την εργασία της δήλωσε πως ήταν δασκάλα σε ιδιωτικό σχολείο. Τέλος, ως προς την οικογένεια της, ανέφερε ότι ο πατέρας της απεβίωσε τον Απρίλη του 2021 λόγω προβλημάτων υγείας κι η μητέρα της διαμένει μαζί με τα δύο της παιδιά στην περιοχή Mezam (με κέντρο την Bamenda) στην επαρχία North West (ερ. 23-27 δ.φ.).
Αναφορικά με τους κατ’ ιδίαν λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης δήλωσε έφυγε από το Καμερούν λόγω της συνεχιζόμενης πολιτικής αστάθειας που προκλήθηκε από την κρίση των Αγγλόφωνων, η οποία ξεκίνησε το 2016. Εξήγησε ότι, καθώς το Καμερούν είναι δίγλωσσο κράτος, η κρίση επηρέασε κυρίως τις αγγλόφωνες περιοχές. Οι ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες, γνωστές ως "Amba boys", είχαν ανακοινώσει ότι τα σχολεία δεν θα λειτουργούν πλέον στις δύο αγγλόφωνες περιοχές, προκαλώντας σοβαρές διαταραχές στην καθημερινή ζωή και την εκπαίδευση. Παρά τις απειλές, η Αιτήτρια ανέφερε ότι συνέχισε να εργάζεται και να παρακολουθεί τα μαθήματά της, καθώς δίνει μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση. Ωστόσο, στις 10 Ιουλίου 2019, η Αιτήτρια απήχθη για πρώτη φορά. Κρατήθηκε για μία εβδομάδα και αφέθηκε ελεύθερη μόνο μετά την καταβολή μεγάλου ποσού ως «λύτρα». Παρά το τραυματικό αυτό γεγονός, ισχυρίστηκε πως συνέχισε την καθημερινότητά της. Ωστόσο, στις 17 Ιουνίου 2021 απήχθη για δεύτερη φορά, ξυλοκοπήθηκε σοβαρά και, μετά την απελευθέρωσή της, της δόθηκε τελική προειδοποίηση: «αν απαχθεί για τρίτη φορά, δεν θα επιστρέψει ζωντανή». Η Αιτήτρια δήλωσε ότι αυτή η δεύτερη απαγωγή, μαζί με την εξαφάνιση του πατέρα των παιδιών της, την ψυχολογική πίεση που υπέστη και τη γενικότερη κοινωνική αστάθεια, την οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα της. Φοβούμενη για τη ζωή και την ψυχική της υγεία, αποφάσισε ότι έπρεπε να αναζητήσει ασφάλεια και ελευθερία σε μια άλλη χώρα. (ερ. 22 δ.φ.).
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, δόθηκε η ευκαιρία στην Αιτήτρια μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα βιοτικά γεγονότα της αφήγησής της.
Η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι δασκάλα από την Επαρχία Mezam στη Βορειοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν. Ξεκίνησε την καριέρα της στη διδασκαλία το 2012 και εργάστηκε μέχρι το 2021, οπότε αναγκάστηκε να σταματήσει λόγω των συνεχιζόμενων απειλών και της βίας που σχετίζονται με την αγγλόφωνη κρίση. Η Αιτήτρια είπε ότι απήχθη για πρώτη φορά το 2019 από μέλη της αυτονομιστικής ομάδας που είναι γνωστή ως «Amba boys» και την μετέφεραν στο χωριό Mankon, όπου κρατήθηκε μόνη της για μία εβδομάδα σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δήλωσε ότι δεν την χτύπησαν ή τραυμάτισαν, αλλά ήταν υπό αυστηρή επιτήρηση. Περιέγραψε ότι άνοιγαν την πόρτα μόνο για να της δώσουν φαγητό ή να της επιτρέψουν να πάει στην τουαλέτα. Επίσης, δήλωσε ότι η ομάδα των απαγωγέων χρησιμοποίησε το τηλέφωνό της για να επικοινωνήσει με τον διευθυντή της και την οικογένειά της, απαιτώντας το κλείσιμο του σχολείου. Τελικά την άφησαν ελεύθερη τη νύχτα κοντά σε τοπική αγορά στο Mezam, αφού κατέβαλε λύτρα ύψους ενός εκατομμυρίου φράγκων CFA, ποσό που καλύφθηκε από κοινού από τον πατέρα της και το σχολείο (ερ. 20-21 δ.φ.).
Η Αιτήτρια δήλωσε ότι απήχθη για δεύτερη φορά τον Ιούνιο του 2021, ξανά από τους «Amba boys». Η απαγωγή έγινε περίπου στις 6 το απόγευμα, την ώρα που έφευγε από το σχολείο. Αυτή τη φορά είπε ότι δεν ήταν μόνη της απήχθησαν μαζί της δύο γυναίκες από άλλα σχολεία. Τους έκλεισαν τα μάτια και τις μετέφεραν σε άγνωστη τοποθεσία στην περιοχή Nkwen. Δήλωσε ότι κρατήθηκε για τρεις ημέρες και υπέστη σωματική βία. Οι απαγωγείς της την κατηγόρησαν ότι αγνόησε τις εντολές να σταματήσει τη διδασκαλία και την προειδοποίησαν ότι αν απαγόταν για τρίτη φορά, θα την σκότωναν. Ανέφερε ακόμα ότι την κρατούσαν μόνη της σε ένα δωμάτιο και την απελευθέρωσαν στις 20 Ιουνίου 2021. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στο σχολείο μετά το περιστατικό αυτό. Δήλωσε ότι ήταν βαθιά τραυματισμένη ψυχολογικά και ζούσε σε συνεχή φόβο (ερ. 18-20 δ.φ.).
Ανέφερε επίσης ότι ο σύντροφός της πατέρας των παιδιών της απήχθη το 2020 και από τότε δεν υπήρξε κανένα ίχνος του. Πιστεύει ότι έχει σκοτωθεί, καθώς έχουν βρεθεί πολλά πτώματα στην ύπαιθρο, αλλά όχι το δικό του. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι η επιστροφή της στο Καμερούν θα θέσει τη ζωή της σε σοβαρό κίνδυνο λόγω της συνεχιζόμενης πολιτικής αστάθειας και της στοχευμένης βίας κατά των δασκάλων. Πριν εγκαταλείψει τη χώρα, υπέφερε από κατάθλιψη και φοβόταν για την ασφάλεια τόσο την δική της και των παιδιών της. Επίσης, η Αιτήτρια ανέφερε ότι κατά τη δεύτερη απαγωγή της υπήρξε «απόπειρα» βιασμού, η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε. Ξεκαθάρισε ότι «δεν υπέστη» βιασμό, αλλά η απόπειρα την επηρέασε έντονα ψυχολογικά (ερ. 17 δ.φ.).
Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης της Αιτήτριας και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε την Έκθεση-Εισήγησή της επί τη βάση των εξής δύο (2) ουσιωδών ισχυρισμών:
(1) Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ της Αιτήτριας
(2) Λόγω της πολιτικής αστάθειας, της σύλληψής της από τους Ambazonians επειδή ήταν δασκάλα και του θανάτου του συντρόφου της.
Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε αποδεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ της Αιτήτριας, όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία της Αιτήτριας εξακριβώθηκαν από το διαβατήριο της, το οποίο προσκόμισε και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό, είναι θέση των Καθ’ ων ότι η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να παράσχει επαρκείς, συνεπείς και ευλογοφανείς πληροφορίες σχετικά με το αίτημά της για διεθνή προστασία. Οι ισχυρισμοί της παρουσιάζουν σημαντικές αντιφάσεις, ανακρίβειες και έλλειψη τεκμηρίωσης. Συγκεκριμένα, δήλωσε ότι εργάστηκε στο Laurate Business College μέχρι το 2021, όμως η προσκομισθείσα επιστολή αναφέρει εργασία μόνο έως το 2018, γεγονός που αμφισβητεί την αξιοπιστία της. Επιπλέον, κατόπιν έρευνας, τα στοιχεία επικοινωνίας του σχολείου στην επιστολή δεν ταυτίζονται με τα επίσημα. Επίσης, είναι θέση των Καθ’ ων ότι αναφορικά με τις δύο απαγωγές από τους Amba (2019 και 2021), οι περιγραφές της δεν συνηγορούν στο ότι βρισκόταν σε διαρκή κίνδυνο. Για την ακρίβεια, όταν ρωτήθηκε εάν υπήρξε περαιτέρω απειλή ή επίθεση από τους Amba μετά την απελευθέρωσή της, απάντησε αρνητικά και δεν παρέθεσε άλλα περιστατικά. Επίσης, η πρώτη απαγωγή έλαβε χώρα το 2019 και η δεύτερη το 2021, συνεπώς, κατά τους Καθ’ ων δεν προκύπτει συνεχής ή συστηματική στοχοποίησή της. Επιπρόσθετα, ο ισχυρισμός της για την απαγωγή του συντρόφου της κρίθηκε ασαφής, με ανεπαρκείς πληροφορίες και ελλείψεις στην τεκμηρίωση των γεγονότων και δεν κατέστη δυνατόν να επιβεβαιωθεί από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Τέλος, υπάρχουν αντιφάσεις μεταξύ της γραπτής αίτησής της και της συνέντευξης, καθώς στην αίτηση η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι την πρώτη φορά κακοποιήθηκε σωματικά και τη δεύτερη φορά βιάστηκε, εντούτοις, κατά τη συνέντευξη δήλωσε ότι δεν υπήρξε χειροδικία την πρώτη φορά, ενώ στην δεύτερη απαγωγή δεν αναφέρθηκε καθόλου σε περιστατικό βιασμού, διευκρινίζοντας αργότερα ότι ήταν «απόπειρα» και όχι τετελεσμένη πράξη. Συνεπεία των ανωτέρω ευρημάτων, ο ως άνω ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.
Εν συνεχεία ο Λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στην πόλη Bamenda της Βορειοδυτικής Επαρχίας του Καμερούν, δεδομένου ότι έμενε εκεί επί σειρά ετών. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά και αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα όσο και στον τελευταίο τόπο διαμονής, o Λειτουργός διαπίστωσε ότι υπάρχουν εύλογοι/ βάσιμοι λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι υπάρχει περίπτωση, εάν η Αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της κατάστασης ανασφάλειας η οποία επικρατεί στην Βορειοδυτική Επαρχία του Καμερούν.
Ο αρμόδιος λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο η Αιτήτρια δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στο Καμερούν δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β). Αντιθέτως, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στο Βορειοδυτικό Καμερούν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας της λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η Βορειοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν, βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Ωστόσο σχετικά με τις πρόνοιες του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95 και του άρθρου 19 (2)(γ), ο αρμόδιος λειτουργός εξέτασε τα επιμέρους στοιχεία του άρθρου, ήτοι (i) κατά πόσο επικρατεί κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στην περιοχή, (ii) κατά πόσο ασκείται αδιάκριτη βία στην περιοχή και (iii) κατά πόσο υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Κατόπιν εξέτασης των ως άνω, με βάση τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι (i) η εν λόγω περιοχή βρίσκεται υπό κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, (ii) ότι επικρατούν συνθήκες οι οποίες ευνοούν περιστατικά πράξεων αδιακρίτως ασκούμενης βίας, και (iii) ότι από τις ιδιαίτερες καταστάσεις της Αιτήτριας, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας της και μόνο στην περιοχή στην οποία αναμένεται να επιστρέψει.
Αξιολογώντας ειδικότερα το προφίλ της οι Καθ΄ ων διαπιστώνουν ότι πρόκειται για άμαχη πολίτη, η οποία γεννήθηκε κι διέμενε στην περιοχή Mezam της Βορειοδυτικής Επαρχίας στην οποία διέμενε καθόλη την διάρκεια της διαμονής της στο Καμερούν. Περαιτέρω, διαθέτει μορφωτικό υπόβαθρο, έχει εργασιακή εμπειρία και δεν αντιμετώπισε στο παρελθόν οποιαδήποτε δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Είναι άτομο ενήλικο, υγιές, το οποίο δεν παρουσιάζει θέματα ευαλωτότητας και διατηρεί οικογενειακούς δεσμούς στον τόπο καταγωγής της.
Ως εκ τούτου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Έπειτα από ενδελεχή εξέταση του διοικητικού φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, δέον να αναφερθούν τα ακόλουθα:
Καταρχάς, κρίνω ως ορθή την αποδοχή από τους Καθ' ων η αίτηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ο οποίος αφορά την ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας.
Ομοίως βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των λοιπών υπό εξέταση ισχυρισμών, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και οι υπό εξέταση ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι.
Σύμφωνα με την έκθεση του USDOS που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2024 και αφορά το έτος 2023, από τα 6.515 σχολεία που αναμενόταν να ανοίξουν κατά τη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους 2022-2023 στις βορειοδυτικές και τα νοτιοδυτικές περιφέρειες, μόνο 3.013 λειτούργησαν από τον Ιανουάριο, λόγω της κατάστασης ασφαλείας. Μη κρατικές ένοπλες ομάδες ανακοίνωσαν και επέβαλαν lockdown που καθυστέρησε την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους 2023-24 στις Αγγλόφωνες περιοχές. Η κυβέρνηση ανέφερε ότι παρουσιάστηκαν στις τάξεις μόνο 35.000 μαθητές πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (8 τοις εκατό) από τους εκτιμώμενους 450.000 μαθητές που κατοικούν στην περιοχή. Μη κρατικές ένοπλες ομάδες επέβαλαν το lockdown με αρκετές βίαιες επιθέσεις σε πολίτες, συμπεριλαμβανομένων δύο δασκάλων δημοτικού σχολείου στις βορειοδυτικές περιφέρειες. Τα σχολεία δεν επετράπη να ανοίξουν ξανά μέχρι τις 19 Σεπτεμβρίου, όταν οι μαθητές επέστρεψαν σταδιακά στο σχολείο.[1]
Σύμφωνα με πολύ πρόσφατο δημοσίευμα του “Development and Cooperation” του Φεβρουαρίου του 2025[2], η αυτονομιστική σύγκρουση στο αγγλόφωνο τμήμα του Καμερούν συνεχίζει να πλήττει το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας. Όπως αναφέρεται, η λειτουργία των σχολείων διακόπτεται συνεχώς και τα περισσότερα είτε καταστρέφονται είτε στεγάζουν πρόσφυγες ή στρατιωτικούς. Οι επιπτώσεις στους νέους είναι καταστροφικές. Σύμφωνα με την πηγή, περίπου το 25% των παιδιών ηλικίας μεταξύ τριών και 17 ετών εξακολουθούν να μην μπορούν να πάνε στο σχολείο στις περιοχές του βορειοδυτικού και νοτιοδυτικού Καμερούν που μαστίζονται από συγκρούσεις, σύμφωνα με το Σύμπλεγμα Εκπαίδευσης του Καμερούν. Έτσι, περισσότερα από 488.000 παιδιά στερούνται του δικαιώματός τους στην εκπαίδευση. Περίπου το 41 % των σχολείων στις δύο προβληματικές περιφέρειες, εξακολουθούν να μην λειτουργούν. Οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί που αψηφούν τα σχολικά μποϊκοτάζ που επιβλήθηκαν από τους αυτονομιστές έχουν πέσει θύματα βάναυσων δολοφονιών, βιασμών, απαγωγών, βασανιστηρίων και άλλης σκληρής μεταχείρισης. Πολλά σχολεία πυρπολήθηκαν. Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατηγορούν μη κρατικές ένοπλες ομάδες καθώς και κυβερνητικές δυνάμεις ότι διαπράττουν εναλλάξ τέτοιες φρικαλεότητες. Καθώς οι μάχες μεταξύ των κυβερνητικών στρατευμάτων και των ένοπλων αυτονομιστών εντάθηκαν, τα περισσότερα από τα σχολεία έκλεισαν και έκτοτε χρησιμοποιούνται ως στρατιωτικές βάσεις από τις αντιμαχόμενες πλευρές, ενώ εσωτερικά εκτοπισμένα άτομα και οικογένειες έχουν επίσης βρει καταφύγιο σε αυτά. Τα σχολεία που έχουν καταφέρει να παραμείνουν ανοιχτά αναγκάζονται συνεχώς να ακυρώνουν μαθήματα. Υποφέροντας από τις συνέπειες της παρατεταμένης σύγκρουσης, οι γονείς δεν είναι σε θέση να υποστηρίξουν την εκπαίδευση των παιδιών τους παρέχοντας χρήματα για μαθήματα, διδακτικό υλικό, τρόφιμα ή υγειονομική περίθαλψη. Δεν έχουν άλλη επιλογή από το να βάλουν τα προς το ζην πάνω από την εκπαίδευση των παιδιών τους. Η σύγκρουση έχει τις ρίζες της στις αποικιακές σχέσεις εξουσίας μεταξύ της Βρετανίας και της Γαλλίας (και σε μικρότερο βαθμό της Γερμανίας). Προκλήθηκε επίσης από την αγγλόφωνη δυσαρέσκεια με τον γαλλόφωνο έλεγχο της εκπαίδευσης. Έτσι, από τότε που οι μάχες έχουν ξεσπάσει πριν από οκτώ χρόνια, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα έχουν γίνει πρωταρχικοί στόχοι.
Τον Μάρτιο του 2024 αναφέρθηκαν 5 επιθέσεις εναντίον της εκπαίδευσης, με το συνολικό αριθμό να ανέρχεται σε 17 από τον Ιανουάριο του 2024.[3] Ενδεικτικά, στις 20 Μαρτίου 2024 μια μη κρατική ένοπλη ομάδα επιτέθηκε σε κυβερνητικά σχολεία στο Weh και Esu, στο Menchum της περιοχής Northwest, διακόπτοντας τις εξετάσεις, καίγοντας χαρτιά, ανοίγοντας πυρ και απάγοντας τον υποδιευθυντή και πέντε καθηγητές.[4] Τον Απρίλιο του 2024 αναφέρθηκαν 9 περιστατικά κατά του εκπαιδευτικού προσωπικού.[5] Σύμφωνα δε με στοιχεία του Cameroon Education Cluster,[6] όπως αυτά ανευρέθηκαν στην σελίδα ReliefWeb και τα οποία καλύπτουν την περίοδο Ιανουάριος 2024 – Αύγουστος 2024, κατά το διάστημα αυτό έχουν απαχθεί 14 μαθητές (8 κορίτσια και 6 αγόρια), ενώ επίσης έχουν απαχθεί 47 δάσκαλοι και διευθυντές σχολείων, εκ των οποίων οι 25 είναι άνδρες και οι 22 γυναίκες. Έχουν σκοτωθεί 4 άτομα, εκ των οποίων τα 2 είναι αγόρια κάτω των 18 ετών.
Όσον αφορά τα όσα έλαβαν χώρα πριν και κατά τη διάρκεια της έναρξης της σχολικής χρονιάς 2024 – 2025 το Africa Defense Forum, ένα περιοδικό το οποίο εκδίδεται ανά τρίμηνο από την Αμερικανική Διοίκηση Αφρικής για να παρέχει ένα διεθνές φόρουμ για αφρικανούς επαγγελματίες ασφαλείας,[7] αναφέρει ότι η «όξυνση» των συγκρούσεων ξεκίνησε εκ νέου τον Αύγουστο του 2024, όταν αυτονομιστές από την αγγλόφωνη περιοχή προειδοποίησαν την Κυβέρνηση να μην ανοίξει ξανά τα σχολεία, όπως είχε προγραμματιστεί, τον Σεπτέμβριο. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια σειρά από βομβαρδισμούς, απαγωγές και επιθέσεις, συμπεριλαμβανομένων και βιασμών. Το ίδιο άρθρο αναφέρει ενδεικτικά ότι στις 19 Σεπτεμβρίου 2024, έκρηξη βόμβας σε αγορά στην Bamenda σκότωσε έναν και τραυμάτισε έξι άτομα, μεταξύ των οποίων ένα μωρό. Οι αυτονομιστές είπαν ότι η βία είχε σκοπό να επιβάλει lockdown στη περιφερειακή πρωτεύουσα της περιοχής Northwest.[8] Στο ίδιο άρθρο παρατίθενται δηλώσεις ενός Καμερουνέζου δημοσιογράφου, ο οποίος αναφέρει πως τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν υπάρχουν λιγότερα από 3.000 σχολεία τα οποία να είναι ακόμη σφραγισμένα, και οι αυτονομιστές είπαν ότι αυτά τα σχολεία δεν πρόκειται να λειτουργήσουν.[9] Μέχρι το τέλος του 2024, η UNICEF ανέφερε συνολικά 43 περιστατικά που στόχευσαν την εκπαίδευση, με 36 να σημειώνονται στην περιοχή Northwest και 7 στην περιοχή Southwest.[10]
Αναφορικά με τα κίνητρα των επιθέσεων διαφαίνεται ότι στο Καμερούν, ένοπλες ομάδες προσπάθησαν να επιβάλουν απεργίες και στάσεις στον εκπαιδευτικό τομέα ως μέσο για την επίτευξη κοινωνικών, οικονομικών ή πολιτικών σκοπών και συνεπώς στοχοποιούν άτομα που αρνήθηκαν να υπακούσουν σε αυτή την απεργία ή στάση.[11] Πράγματι, μαθητές και δάσκαλοι που έσπασαν το μποϊκοτάζ που επιβλήθηκε από αυτονομιστικές ομάδες στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές απήχθησαν, απειλήθηκαν, τραυματίστηκαν ή δολοφονήθηκαν.[12]
Ωστόσο στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, η Αιτήτρια δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος της ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, αλλά ούτε κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.
Εν πάση περιπτώσει κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό της Αιτήτριας και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.
Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358). Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι η συνοχή μεταξύ των δηλώσεων του Αιτητή συνιστά δείκτη της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του[13]. Όταν ο Αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (βλ. υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08 Obaidul Haque v. Δημοκρατίας).
Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".
Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της για διεθνή προστασία.
Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς η Αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).
Για τους ίδιους δε λόγους, κρίνω ότι ορθά κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2)(β) του Νόμου για να παρασχεθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.
Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο της Αιτήτριας υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:
Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).
Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης παρατηρείται ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη με την Boko Haram στο Βορρά (περιοχή Far North)∙[14] ενώ στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές (Northwest και Southwest ) αναφέρεται ότι αριθμός αγγλόφωνων αποσχιστικών ομάδων μάχεται έναντι της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών. Ωστόσο, η βία δεν ισοδυναμεί με μη διεθνή ένοπλή σύρραξη.[15]
Στις περιοχές Βορειοδυτικού και Νοτιοδυτικού Καμερούν, γνωστές και ως Αγγλόφωνες περιοχές[16], οι συγκρούσεις μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των αποσχιστών συνεχίζονται από το 2017, όταν οι αποσχιστές επιχείρησαν να ιδρύσουν ένα ανεξάρτητο κράτος[17]. Το Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED) ανέφερε ότι το 2023, οι εσωτερικές διαφωνίες μεταξύ των ηγετών των αποσχιστών χώρισαν τις αυτοανακηρυχθείσες αγγλόφωνες κυβερνήσεις σε περισσότερες από 50 αποσχιστικές ομάδες, αποδυναμώνοντας τις πολιτικές τους απαιτήσεις και την ικανότητά τους να αντισταθούν στις κυβερνητικές επιθέσεις[18]. Το ACLED περαιτέρω έδειξε ότι η συνεχιζόμενη σύγκρουση και οι ανταγωνιστικές εδαφικές διεκδικήσεις μεταξύ αυτονομιστικών ομάδων και της κεντρικής κυβέρνησης έχουν μετατρέψει τις αγγλόφωνες περιοχές σε ένα κατακερματισμένο σύστημα φορολογίας, ασφάλειας και δημόσιων υπηρεσιών, τις οποίες διαχειρίζονται διάφοροι ασυντόνιστοι παράγοντες, μεταξύ των οποίων αυτονομιστές, η κυβέρνηση, ιδιωτικές εταιρείες και ανθρωπιστικές οργανώσεις[19].
Η κατάσταση ασφάλειας παρέμεινε ασταθής καθ' όλη τη διάρκεια του 2024[20], με αύξηση της εγκληματικότητας, επιδρομές από NSAGs (Μη Κρατικές Ένοπλες Ομάδες) σε αστικά κέντρα, επιθέσεις στις δυνάμεις ασφαλείας του κράτους, απειλές κατά των πολιτών και χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών συσκευών (IEDs) από τις NSAGs[21]. Σύμφωνα με το ACLED, «η σύγκρουση στην Αγγλόφωνη περιοχή αυξάνεται κάθε χρόνο, με τα βίαια περιστατικά να αυξάνονται κατά μέσο όρο 49% ετησίως από το 2020 έως το 2023»[22]. Η ίδια πηγή ανέφερε ότι οι αποσχιστές επέβαλαν κλεισίματα και απεργίες στις σχολικές δραστηριότητες και ήταν υπεύθυνοι για το 89% των σχεδόν 50 βίαιων περιστατικών που στόχευαν δασκάλους το 2023[23].
Για την πληρότητα της έρευνας θα παρατεθούν τα πλέον πρόσφατα ποσοτικά δεδομένα για την ένταση της ένοπλης σύρραξης. Με βάση τη βάση δεδομένων ACLED, κατά την περίοδο 11/05/2024 με 09/005/2025 σημειώθηκαν στην Βορειοδυτική Περιοχή του Καμερούν (Nord – Ouest Region) 774 περιστατικά ασφαλείας με 381 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων 513 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (149 απώλειες), 211 ως μάχες (208 απώλειες), 22 ως εκρήξεις / απομακρυσμένη βία (17 απώλειες), 15 ως διαδηλώσεις (2 απώλειες) και 13 ως εξεγέρσεις (5 απώλειες)[24]. Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της περιοχής Nord – Ouest ανερχόταν το 2015 σε 1,968,600 κατοίκους[25].
Εκ των ανωτέρω πληροφοριών που παρατέθηκαν, διαπιστώνεται ότι παρά την ύπαρξη σοβαρών περιστατικών ασφαλείας στην ευρύτερη Βορειοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν στην οποία εμπίπτει η περιοχή καταγωγής της Αιτήτριας, ο αριθμός των επεισοδίων αυτών και ο βαθμός αδιάκριτης βίας κατά των αμάχων δεν φτάνει το βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία της Αιτήτριας στην περιοχή καταγωγής της, την εκθέτει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης, κατά την έννοια της διάταξης του Άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, με συνέπεια να απαιτούνται ορισμένα προσωπικά χαρακτηριστικά που θα αύξαναν το ρίσκο του αμάχου συγκριτικά με τον μέσο πληθυσμό της περιοχής.
Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν έχει κάποιο προσωπικό χαρακτηριστικό που να αυξάνει το ρίσκο της. Πρόκειται για γυναίκα νεαρής ηλικίας, υγιή, αρκούντως πεπαιδευμένη, πλήρως ικανή προς εργασία, με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα της, η οποία έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην περιοχή καταγωγής της, γνωρίζοντας τις συνθήκες που επικρατούν και το κυριότερο είναι σε θέση να αντιληφθεί την επέλευση του κινδύνου και να προφυλαχθεί δεόντως. Συνεπώς, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι με την επιστροφή της στην περιοχή καταγωγής της θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη και ως εκ τούτου δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στο άρθρο 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Συνεπώς, η προσφυγή απορρίπτεται με 1500 € έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.
Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] USDOS – US Department of State (Author): 2023 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 23 April 2024 https://www.ecoi.net/en/document/2107637.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/05/2025).
[2] Development and Cooperation, Children in conflict - Almost half a million Cameroonian children are out of school, 20 Feb 2025, https://www.dandc.eu/en/article/separatist-conflict-anglophone-part-cameroon-has-been-going-years-school-operations-are (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/03/2025).
[3] UN OCHA – UN Office for the Coordination of Humanitarian Affairs: Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 63 (March 2024), 6 May 2024, διαθέσιμο σε: https://www.unocha.org/publications/report/cameroon/cameroon-north-west-and-south-west-situation-report-no-63-march-2024 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)
[4] UNOCHA, Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 63 (March 2024), 6 May 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 63 (March 2024) | OCHA (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)
[5] UN OCHA – UN Office for the Coordination of Humanitarian Affairs: Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 64 (April 2024), 18 June 2024, διαθέσιμο σε: https://www.unocha.org/publications/report/cameroon/cameroon-north-west-and-south-west-situation-report-no-64-april-2024 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)
[6] ReliefWeb, Education Cluster Cameroon: Attacks on Education (January - August 2024), 19 September 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Education Cluster Cameroon: Attacks on Education (January - August 2024) - Cameroon | ReliefWeb (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)
[7] Africa Defense Forum, ‘About ADF’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: About ADF - Africa Defense Forum (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)
[8] Africa Defense Forum, ‘Back to School Leads Back to Violence in Cameroon’, 1 October 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Back to School Leads Back to Violence in Cameroon - Africa Defense Forum (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)
[9] Africa Defense Forum, ‘Back to School Leads Back to Violence in Cameroon’, 1 October 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Back to School Leads Back to Violence in Cameroon - Africa Defense Forum (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)
[10] UNICEF, Humanitarian Situation Report No. 4, Reporting Period 1 January 2024 – 31 December 2024, 6 February 2025, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon-2024-2025-02-06, σελ. 4 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)
[11] GCPEA - Global Coalition to Protect Education from Attack (Author), published by ReliefWeb: Education Under Attack 2020, 2020
https://reliefweb.int/sites/reliefweb.int/files/resources/eua_2020_full.pdf σελ. 30 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)
[12] Amos Fofung, “’I’ve not gone to school again’: The student victims of Cameroon’s crisis,” African Arguments, May 14, 2019 available at: "I've not gone to school again": The student victims of Cameroon's crisis | African Arguments (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/04/2025)
[13] EASO, 'Practical Guide: Evidence Assessment, 2015, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 30/04/2025).
[14] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, Τελευταία Ενημέρωση: 21/01/2021 https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon [Ημερομηνία Πρόσβασης: 03/06/2025].
[15] Ibid.
[16] International Crisis Group, A Second Look at Cameroon’s Anglophone Special Status, 31 March 2023, https://www.crisisgroup.org/africa/central-africa/cameroon/b188-second-look-cameroons-anglophone-special-status (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[17] GCR2P, Cameroon – Population at risk, 1 December 2024, https://www.globalr2p.org/countries/cameroon/; ACLED, Non-State Armed Groups and Illicit Economies, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, p. 10 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[18] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, pp. 3, 13 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[19] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, p. 3 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[20] GCR2P, Cameroon – Population at risk, 1 December 2024, https://www.globalr2p.org/countries/cameroon/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 8.3.2025).
[21] GPC, Protection Monitoring Update; July - September 2024, 30 October 2024, https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pm_quarterly_update_jul-sept.pdf, p. 1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[22] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, p. 13 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[23] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, p. 28 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[24] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ (Metric: Event Counts / Fatality Counts, Date range: 11.5.2024-09.5.2025, Region: Africa, Country: Cameroon, Admin: Nord-Ouest (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 8.3.2025).
[25] City Population, Cameroon, Nord-Ouest Region, https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19.05.2025).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο