
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 4263/2023
18 Ιουνίου, 2025
[Ε.ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 Συντάγματος
Μεταξύ:
J.I.O.,
από Νιγηρία
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόρος για Αιτητή: Κ. Αριστοδήμου (κα), για Μ. Παπαλοϊζου (κος)
Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Β. Θωμά (κα), για Σ. Σταύρου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής στρέφεται εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 05.07.2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για άσυλο, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).
Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποία εγκατέλειψε στις 26.11.2021 και εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 04.02.2022. Στις 16.06.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος υπέβαλε την 01.07.2023 Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 05.07.2023 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 18.10.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου που έφερε την ίδια ημερομηνία. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής, μέσω του συνηγόρου του προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση του ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση, υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών περιστατικών της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Συμπληρώνουν ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν στοιχειοθετούν οποιοδήποτε λόγο ακυρότητας και δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο βαραίνει τον ίδιο, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
Αξιολόγηση εκατέρωθεν ισχυρισμών και καταληκτικά συμπεράσματα
Αναφορικά με τον εναπομείναντα λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επισημαίνω ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή[1]. Τούτο δε, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2]. Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[3], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[4]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως.
Εν πάση περιπτώσει, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Στο πλαίσιο της υποβληθείσας αίτησής του για διεθνή προστασία ο Αιτητής κατέγραψε ότι επειδή ο μεγαλύτερος αδελφός του πήρε τη μοναδική περιουσία που άφησε ο αποβιώσας πατέρας του, δεν του απέμεινε τίποτα για να μπορέσει να φροντίσει την οικογένειά του. Προσθέτει πως αυτός (ο αδελφός) Περαιτέρω, τον απείλησε ότι επρόκειτο να τον σκοτώσει. Συμπλήρωσε ότι έφυγε από τη χώρα για να σώσει τη ζωή του αλλά και για να αναζητήσει εργασία. (βλ. ερ. 1 δ.φ.).
Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην κοινότητα Boji-Boji Owa της περιοχής τοπικής αυτοδιοίκησης Ika North East της πολιτείας Delta, η οποία αποτελεί και τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του στη χώρα (βλ. ερ. 19/1Χ δ.φ.). Ως οι ισχυρισμοί του, η σύζυγος και η θυγατέρα του διαβιούν στο διαμέρισμά του που βρίσκεται στην πολιτεία Delta. Επιπλέον, η μητέρα, ο πατέρας, ο αδελφός και οι 4 αδελφές του ζουν επίσης στην πολιτεία Delta (βλ. ερ. 20/1Χ-3Χ, 19 δ.φ.). Ως προς την εκπαίδευση και την εργασία του, δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ότι την περίοδο 2019-2021 εργαζόταν σε ένα κατάστημα όπου πωλούσε κατεψυγμένα φρούτα (βλ. ερ. 20/4Χ, 19/2Χ δ.φ.)
Κατά τη συνέντευξή του ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη Νιγηρία λόγω των απειλών που δεχόταν από τον αδελφό του, ο οποίος επιδίωκε να πάρει όλη την περιουσία. (βλ. ερ. 18/5Χ δ.φ.)
Κατά τη διερεύνηση των ισχυρισμών του μέσω της υποβολής περαιτέρω ερωτήσεων από το λειτουργό ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε ότι οι μεταξύ τους τσακωμοί και οι από πλευράς του αδελφού του απειλές άρχισαν και σταμάτησαν το Σεπτέμβριο του 2021. Ο πατέρας του παρέλειψε να διαμοιράσει την περιουσία - η περιουσία επρόκειτο για ένα κομμάτι γης - και αυτό επειδή το μεγαλύτερο παιδί ήταν αυτό που έπαιρνε τα πάντα. Ο Αιτητής δεν μίλησε με τον αδελφό του για να βρουν κάποια λύση στο πρόβλημα, αφού, ως τα λεγόμενά του, υπήρχε κίνδυνος και επομένως, έπρεπε πρώτα να προστατέψει τη ζωή του. (βλ. ερ. 18/6Χ, 17/1Χ, 3Χ, 5Χ, 8Χ-9Χ δ.φ.).
Ο Αιτητής δήλωσε ότι ως δευτερότοκο παιδί είχε μεν δικαίωμα σε μερίδιο της περιουσίας, όμως δεν κατέβαλλε προσπάθειες για να διεκδικήσει το οτιδήποτε για το λόγο του ότι ήταν τσακωμένος με τον αδελφό του. Ακόμη, πρόσθεσε ότι αφ’ ης στιγμής τσακώνονταν και παράλληλα εκείνος τον απειλούσε, θεώρησε ως καλύτερη λύση τη φυγή από τη χώρα. Ερωτηθείς για ποιο λόγο δεν επέλεξε να μείνει στη Νιγηρία και απλά να σταματήσει να διεκδικεί την περιουσία, απάντησε ότι τσακώνονταν. (βλ. ερ. 16/1Χ-3Χ,7Χ δ.φ.)
Ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν κατήγγειλε τις πράξεις του αδελφού του στην αστυνομία συνεπεία του ότι το ζήτημα ήταν επείγον δεδομένου του ότι απειλείτο η ζωή του. Ερωτηθείς αν τυχόν από την τελευταία φορά που δέχτηκε απειλές το Σεπτέμβριο του 2021 μέχρι και τη στιγμή που εγκατέλειψε τη Νιγηρία στις 26/11/2021 κατήγγειλε τον αδελφό του στις αρχές, απάντησε πως όχι λόγω της επείγουσας φύσεως του ζητήματος. Όταν του επισημάνθηκε ότι αν ήθελε θα μπορούσε να προβεί σε καταγγελία καθώς είχε άπλετο χρόνο, δεν έδωσε καμία απάντηση. (βλ. ερ. 16/9Χ-10Χ, 12Χ-13Χ δ.φ.).
Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση
Προχωρώντας τώρα στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, παρατηρώ ότι ο Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής αναφερόμενος και ως «ο Λειτουργός») διαχώρισε τους ισχυρισμούς του Αιτητή σε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς:
Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός από τον Λειτουργό καθώς, ως κρίθηκε, στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία.
Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε στο ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη Νιγηρία καθώς διωκόταν από τον αδελφό του λόγω περιουσιακών διαφορών. Σε σχέση με τον ισχυρισμό αυτόν, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει πληροφορίες που άπτονταν του πυρήνα του αιτήματός του και ότι οι απαντήσεις που έδιδε στα ερωτήματα που του τέθηκαν ήταν γενικές, αόριστες και μη ευλογοφανείς. Επισήμανε ότι ο Αιτητής πρόβαλε ότι οι απειλές που έλαβε από τον αδελφό του ήταν λεκτικές, χωρίς να γίνει η οποιαδήποτε εναντίον του ενέργεια, αναφορές που δηλούσαν ότι δεν αντιμετώπιζε πραγματικό φόβο δίωξης στη χώρα του. (βλ. ερ. 18/7Χ, 17/10Χ δ.φ.) Κληθείς να παραθέσει τις συνέπειες σε περίπτωση τυχόν επιστροφής του, ο Αιτητής ανέφερε γενικά και αόριστα ότι το πρόβλημα υπήρχε ακόμη (βλ. ερ. 17/13Χ δ.φ.). Περαιτέρω, η δήλωση του Αιτητή ότι έφυγε από τη Νιγηρία συνεπεία των τσακωμών που είχε με τον αδελφό του, στερούταν λογικής αφ’ ης στιγμής δεν ήταν λογικό να πήρε μια τέτοια απόφαση με τόσο μεγάλη ευκολία, χωρίς να υπολογίσει την οικογένεια αλλά και την περιουσία που άφηνε εκεί (βλ. ερ. 16/3Χ-7Χ δ.φ.). Ως μη ευλογοφανείς κρίθηκαν και οι απαντήσεις του αναφορικά με το λόγο που παρέλειψε να καταγγείλει τις πράξεις του αδελφού του στις αρχές, δεδομένου του ότι ισχυρίστηκε πως δεν το έπραξε λόγω της επείγουσας φύσεως του ζητήματος, επιλέγοντας αντί αυτού, ως ευκολότερη λύση, τη φυγή από τη Νιγηρία (βλ. ερ. 16/11Χ-12Χ δ.φ.).
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο Λειτουργός σημείωσε ότι λόγω της υποκειμενικής φύσεως του ισχυρισμού του Αιτητή δεν ήταν εφικτή η αναζήτηση πληροφοριών από εξωτερικές πηγές. (βλ. ερ. 35 δ.φ.)
Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία στη βάση του ισχυρισμού περί των προσωπικών του στοιχείων, που αποτελούσε και τον μοναδικό ισχυρισμό που έγινε αποδεκτός, ο Λειτουργός ασύλου επεσήμανε ότι δεν συνέτρεχαν εύλογοι λόγοι να γινόταν αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του, θα κινδύνευε με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Επισημάνθηκε ότι επρόκειτο για άτομο που δεν παρουσίαζε θέματα ευαλωτότητας καθώς και ότι στη πολιτεία Delta στην οποία αναμενόταν να επέστρεφε, δεν παρατηρούνταν συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Κρίθηκε συνεπώς ότι ο Αιτητής κατά την εκεί επιστροφή του, δεν θα αντιμετώπιζε δίωξη η πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ .ερ. 35-34 δ.φ.).
Κατά τη Νομική Ανάλυση, ο Λειτουργός ασύλου έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το Άρθρο 1Α 2 της συνθήκης της Γενεύης και του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 αφού δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του Αιτητή τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Όσον αφορά την υπαγωγή του στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ο Λειτουργός ανέφερε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 καθώς ο Αιτητής εάν επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α) ή να υφίστατο βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (β). Κρίθηκε περαιτέρω αναφορικά με το άρθρο 19 (2) (γ), ότι ο Αιτητής επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτής άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης. (βλ. ερ. 33 -32 δ.φ.)
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του Λειτουργού ασύλου όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Καταρχάς, συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιοπιστία του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι.
Αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη Νιγηρία επειδή διωκόταν από τον αδελφό του λόγω περιουσιακών διαφορών, ο Λειτουργός ορθά έκρινε ότι ο ισχυρισμός αυτός στερείτο τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής αξιοπιστίας. Πράγματι, η αφήγηση του Αιτητή χαρακτηρίζεται από ουσιώδεις ασάφειες, γενικόλογες αναφορές και μη ευλογοφανείς απαντήσεις, γεγονός που καθιστά αδύνατο τον σχηματισμό πεποίθησης ως προς την αληθοφάνεια των γεγονότων που επικαλείται.
Πέραν των σημείων που ανέδειξε ο Λειτουργός Ασύλου, θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω ορισμένες επιπρόσθετες ελλείψεις που εντόπισα στο αφήγημα του Αιτητή. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι οι καβγάδες με τον αδελφό του, καθώς και οι απειλές που δέχθηκε από αυτόν, εκτυλίχθηκαν και έληξαν τον Σεπτέμβριο του 2021. Ωστόσο, δεν προσκόμισε συγκεκριμένα περιστατικά για να στηρίξει αυτούς τους ισχυρισμούς· περιορίστηκε σε γενικές αναφορές, όπως ότι καβγάδιζαν συνεχώς και ότι δεχόταν λεκτικές απειλές. (βλ. ερ. 18/5Χ, 7Χ, 17/10Χ, 16/7Χ, 15/5Χ δ.φ.)
Επιπλέον, ο Αιτητής παρείχε περιορισμένες πληροφορίες αναφορικά με την περιουσία την οποία φέρεται να διεκδικούσε ο αδελφός του. Όταν ρωτήθηκε σχετικά, η μόνη αναφορά του ήταν ότι επρόκειτο για ένα κομμάτι γης. (βλ. απαντήσεις στις ερωτήσεις 17/5Χ, 8Χ δ.φ.).
Πρόσθετες εσωτερικές ασυνέπειες εντοπίζονται και σε ότι αφορά τη διανομή της περιουσίας. Ειδικότερα, αρχικά υποστήριξε ότι ο πατέρας του δεν προχώρησε σε διανομή της περιουσίας, καθώς, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ο πρωτότοκος γιος (δηλαδή ο αδελφός του) δικαιούνταν τα πάντα. Ωστόσο, σε μεταγενέστερο στάδιο της συνέντευξης ανέφερε ότι και ο ίδιος, ως δευτερότοκος, είχε νόμιμο δικαίωμα σε μέρος της περιουσίας (βλ. απαντήσεις στις ερωτήσεις 17/1Χ, 3Χ, 16/1Χ δ.φ.)
Επιπρόσθετα, ενώ στην αίτησή του έκανε λόγο για περιουσία που είχε αφήσει ο αποβιώσας πατέρας του, κατά τη συνέντευξη ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του ήταν εν ζωή, διέμενε στην πολιτεία Delta μαζί με την οικογένειά του και, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του, εξαρτιόταν οικονομικά από τα παιδιά του(βλ. απαντήσεις στις ερωτήσεις 1, 20/2Χ, 3Χ δ.φ.).
Ακόμη, παρατηρείται ότι οι αναφερόμενοι τσακωμοί και οι απειλές περιορίστηκαν χρονικά στον Σεπτέμβριο του 2021. (βλ. ερ. 18/6Χ, 17/8Χ δ.φ.) Ο Αιτητής δεν ανέφερε ότι υπήρξε οποιοδήποτε περιστατικό σε βάρος του, και παρόλο που μεσολάβησε χρονικό διάστημα από τον Σεπτέμβριο του 2021 έως τις 26.11.2021, όταν εγκατέλειψε τη χώρα, δεν προέβη σε καμία καταγγελία στις αρμόδιες αρχές (βλ. απαντήσεις στις ερωτήσεις 17/10Χ, 16/12Χ δ.φ.).
Τα παραπάνω ενισχύουν την εκτίμηση ότι ο Αιτητής δεν αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά τον χρόνο της αναχώρησής του από τη Νιγηρία.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ισχυρισμού, ορθώς ο Λειτουργός διαπίστωσε ότι, ως γεγονός που εδράζεται στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του Αιτητή, το εν λόγω περιστατικό δεν είναι επιδεκτικό επαλήθευσης μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Η αδυναμία εξωτερικής τεκμηρίωσης καθιστά ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη ο Αιτητής να προσκομίσει έναν πειστικό, συνεκτικό και απαλλαγμένο αντιφάσεων ισχυρισμό, βάσει του οποίου να δύναται να στηριχθεί ευλόγως η πεποίθηση περί της πραγματικής τέλεσης των αναφερόμενων γεγονότων. Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να προσφέρει τέτοιο αφήγημα·
Δεδομένης λοιπόν της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού αυτού εκ της αοριστίας, της γενικότητας, της μη ευλογοφάνειας και της αντιφατικότητας που χαρακτηρίζει το αφήγημα του Αιτητή δεν προκύπτει ανάγκη για εξέταση της εξωτερικής τους συνοχής, με αναφορά σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Επί τούτου, σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στο εγχειρίδιο της EASO (νυν EUAA), Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System[6], σελ.169 όπου διαλαμβάνονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα:
«This will be necessary insofar as the rationale of the judgment relies on the appreciation of conditions prevailing in the country of origin. This would not be the case in all situations. For example, it may well be unnecessary in respect of a negative credibility finding based on a blatant lack of internal consistency or on unsatisfactorily explained discrepancies and variations on the essential elements of a claim, nor a fortiori if an appeal is rejected on inadmissibility grounds.»
Βλέπε σχετικώς και τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην FERDINAND EBELE EWELUKWA[7] .
Ενόψει των πιο πάνω, ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή απορρίπτεται ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος.
Υπό το φως των προλεχθέντων και του μοναδικού ισχυρισμού περί των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή που έγινε αποδεκτός από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»
Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβη» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[8] ότι συνιστούν:
«(…) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (βλ. σκέψη 43 της απόφασης)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[9], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως επίσης διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[10] :
«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.
34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[11] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Delta. Από την έρευνα αυτή, προέκυψαν τα ακόλουθα:
· Σύμφωνα με το RULAC, μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για την καταγραφή των ενόπλων συγκρούσεων σε διεθνές επίπεδο, η Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Boko Haram και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Επιπλέον, υπάρχει μια μη-διεθνής ένοπλη σύρραξη μεταξύ των ISWAP και Boko Haram. Από το 2014, η Πολυεθνική Κοινή Ομάδα Εργασίας -η οποία περιλαμβάνει στρατεύματα από το Καμερούν, το Τσαντ, το Νίγηρα, το Μπενίν και τη Νιγηρία- έχει παρέμβει στη σύγκρουση προς υποστήριξη της νιγηριανής κυβέρνησης, αφήνοντας έτσι αμετάβλητο τον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως μη διεθνούς.[12]
· Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 25.05.2024 και 23.05.2025 στην πολιτεία Delta της Νιγηρίας, καταγράφηκαν συνολικά 190 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 109 ανθρώπων. Πιο αναλυτικά, 71 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 74 θύματα), 48 ως διαδηλώσεις (χωρίς καταγεγραμμένες απώλειες), 4 ως στρατηγικές εξελίξεις (χωρίς καταγεγραμμένες απώλειες), 51 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 27 θύματα), 2 ως εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (χωρίς καταγεγραμμένες απώλειες) και 14 ως ταραχές/εξεγέρσεις (με 8 θύματα)[13]
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, στον τελευταίο τόπο διαμονής του και ως εκ τούτου δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άντρας, υγιής, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, πλήρως ικανός προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο Ατητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).
Καταληκτικά λαμβάνω υπόψη μου, πρόσθετα και συμπληρωματικά των ανωτέρω, ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα και με το πιο πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Ενόψει των ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14 ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2 η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552
[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.»
[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598
[4] Zωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007
[5] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).
[6] Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System' (2023), 136 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 08.11.2024)
[7] FERDINAND EBELE EWELUKWA v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 18/2023, 31.10.2024.
[8] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland
[9] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011
[10] Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009
[11] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).
[12] RULAC, 'Non - international Armed Conflicts in Nigeria', 2023, διαθέσιμο στο: Non-International Armed Conflicts in Nigeria | Rulac (ημερ. τελευταίας πρόσβασης στις 30/05/2025)
[13] ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο