
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 4434/2024
27 Ιουνίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S.E.Y (and family) εκ Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό από και τώρα στην Αγία Νάπα
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Α. Πλιάκα (κα) για Γ. Χρυσάφη (κα), Δικηγόροι για την Αιτήτρια.
Κ. Σάββα (κα) για Α. Φιλλίπου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Η Αιτήτρια Παρούσα
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επιστολής ημερομηνίας 25/10/24 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 22/09/21 και στις 13/09/24 διεξήχθη συνέντευξη και την 19/09/24 ετοιμάστηκε σχετική εισηγητική έκθεση. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 19/09/24, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η συνήγορος για την Αιτήτρια, μέσω της Γραπτής Αγόρευσης, περιγράφει τις λεπτομέρειες του αιτήματος διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας και διατείνεται ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση είναι αποτέλεσμα ελλιπούς έρευνας, πλάνης και/ή είναι αναιτιολόγητη.
Οι Καθ' ων η Αίτηση απαντούν ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα, ότι απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν.73(Ι)/2018), προχωρεί σε αξιολόγηση της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς έλλειψης δέουσας έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολόγησης και πλάνης της προσβαλλόμενης πράξης στη βάση του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου (στο εξής «ΔΦ»).
Από την έκθεση/εισήγηση προκύπτει ότι τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας (προφίλ, ταυτότητα και χώρα καταγωγής) έγιναν αποδεκτά από την Υπηρεσία Ασύλου (ερυθρό 118-117 ΔΦ). Αντιθέτως, οι λοιποί ισχυρισμοί της απορρίφθηκαν ως εσωτερικά αναξιόπιστοι, ήτοι (α) ο ισχυρισμός περί ανασφάλειας που βίωνε μετά τον θάνατο των γονέων της, καθώς μετακόμισε στην οικία φίλου του πατέρα της, και (β) οι ισχυρισμοί περί σεξουαλικής κακοποίησης τόσο από τον φίλο του φίλου του πατέρα της όσο και από τον ίδιο τον πατέρα της (ερυθρό 118-114 ΔΦ), καθότι κρίθηκε ότι υπήρξε αντιφατική και καθόλου λεπτομερής ως προς τις απαντήσεις που έδωσε στον λειτουργό-εξεταστή της υπόθεσης της.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί ανασφάλειας που βίωνε μετά τον θάνατο των γονέων της, αφού μετακόμισε στην οικία φίλου του πατέρα της σε ηλικία έντεκα ετών, καθώς, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, οι γονείς της και ο αδελφός της δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια ένοπλης εισβολής αγνώστων προσώπων στην οικία τους με σκοπό την αναζήτηση χρημάτων. Ειδικότερα ως προς την αξιοπιστία των ισχυρισμών της:
· δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς και σαφείς πληροφορίες για το εν λόγω περιστατικό,
· δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια τη μέρα την οποία έλαβε χώρα η φερόμενη δολοφονία των μελών της οικογένειάς της, παρά το γεγονός ότι της δόθηκαν επανειλημμένες ευκαιρίες,
· παρέμεινε ασαφής στην παράθεση πληροφοριών σχετικά με τον φίλο του πατέρα της
Σχετικά με τον ισχυρισμό περί σεξουαλικής κακοποίησης από τον φίλο του φίλου του πατέρα της, καθώς και από τον ίδιο τον πατέρα της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι και στις τρεις περιπτώσεις που υπέστη σεξουαλική κακοποίηση, επήλθε εγκυμοσύνη. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι στη χώρα καταγωγής της απέκτησε δύο τέκνα, τα οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, απήχθησαν ή εξαφανίστηκαν από τον φίλο του πατέρα της. Ειδικότερα, όσον αφορά την εσωτερική της αξιοπιστία:
· παρουσιάζεται αντιφατική αναφορά ως προς τη γενεσιουργό αιτία του αιτήματός της, καθώς στην αρχική της αίτηση δεν γίνεται καμία αναφορά σε σεξουαλική κακοποίηση.
· παρατηρούνται χρονικές αντιφάσεις σχετικά με τη σεξουαλική κακοποίησή της, τόσο από τον φίλο του φίλου του πατέρα της όσο και από τον ίδιο τον πατέρα της.
· παρουσιάζεται έλλειψη ευλογοφάνειας όσον αφορά την αρπαγή των παιδιών της από τον φίλο του πατέρα της, καθώς δεν μπόρεσε να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες ούτε και προσπάθησε να αντιδράσει με κάποιο τρόπο.
Μετά δε από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας της Αιτήτριας, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων διαπιστώνω ότι αυτή δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου της, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους, επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα της εμπεριέχει δηλώσεις που ελλείπουν βιωματικά στοιχεία και ευλογοφάνεια που να τεκμηριώνουν προσωπική εμπλοκή και δίωξη όπως δε σωρεία αντιφάσεων μεταξύ των δηλώσεων της. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της, ούτε τεκμηρίωσε για κάθε ένα ξεχωριστά από τα περιστατικά που ισχυρίστηκε ότι έζησε, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της με επαρκή λεπτομέρεια (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131) Σύμφωνα και με την §205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, θα πρέπει, μεταξύ άλλων, ο αιτών να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του, να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο μέσο, να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων και να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς. Η Αιτήτρια θα αναμενόταν να είναι σε θέση να παραθέσει ένα συμπαγές αφήγημα το οποίο θα εμπεριείχε συνεκτικές και συνεπείς μεταξύ τους πληροφορίες. Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας, το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία της Αιτήτριας (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Τα γεγονότα της περίπτωσης της σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις της δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν έχει τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής της θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας της και δεν έχει ούτε καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται και δεν έχει κακοποιηθεί ή διωχθεί. Μπορεί να αποτελεί καθήκον της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί σε συνεργασία με τον αιτούντα τα συναφή στοιχεία της αίτησής του και/ή ότι αυτή η ευθύνη μοιράζεται μεταξύ του λειτουργού και του αιτούντα, αυτό όμως δεν αναιρεί την υποχρέωση του ιδίου να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης του, ήτοι δηλώσεις/έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία και/ή ότι εναπόκειται πρώτα στον ίδιο τον αιτούντα να έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του. Συνεπώς δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) καθώς οι σχετικοί ισχυρισμοί της απορρίφθηκαν ως μη αξιόπιστοι στο σύνολό τους και δεν κατάφερε να καταδείξει και/ή να τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα καταγωγής, υπάρχει κίνδυνος δίωξής της για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Ούτε έχουν αναπτυχθεί επαρκώς κατά την ακροαματική διαδικασία μέσω της συνηγόρου της λόγοι που να δεικνύουν πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει είτε νομικά είτε ως προς τα ουσιαστικά γεγονότα που παρουσιάστηκαν ενώπιον της διοικητικής αρχής κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης που να οδηγούν σε ακύρωση της απόφασης και/ή ουδόλως έχουν υποδειχθεί συγκεκριμένα και/ή λεπτομερή στοιχεία που να ανατρέπουν τα όσα καταγράφονται λεπτομερώς στην έκθεση/εισήγηση του λειτουργού εξεταστή της υπόθεσης που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης απόρριψης ασύλου της Αιτήτριας.
Ως προς το εάν η περίπτωση της Αιτήτριας εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και κατέληξε ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται (ερυθρά 118-117 ΔΦ). Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι η ίδια προσωπικά ή το παιδί της (ερυθρά 120-119 ΔΦ), σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Ειδικά δε, ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης (ερυθρά 104-48 ΔΦ) η γενική κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή της δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση επιστροφής αυτής και του παιδιού της θα αντιμετωπίσουν δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω ένοπλης σύρραξης. Σημειώνεται ότι, η ίδια σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησής της ανέφερε ότι κινδυνεύει λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα της, ενώ από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ανευρέθηκε ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Κινσάσα, αλλά μόνο στις ανατολικές περιοχές της χώρας[1], ενώ από τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project) προκύπτει ότι τα περιστατικά ασφαλείας που αφορούν συνολικά την περιοχή διαμονής της συνεχίζουν να παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα,[2] ως και τα συμπεράσματα του λειτουργού, (ερυθρά 107-106 ΔΦ), έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μην μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών της περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης[3].
Επιστρέφοντας, τώρα, σε σχέση με το προφίλ της Αιτήτριας (μητέρα ανήλικου παιδιού) για σκοπούς μελλοντικού κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της το Δικαστήριο αφού διερεύνησε μέσω επίσημων πηγών πληροφόρησης διαπίστωσε ότι σύμφωνα με έκθεση για τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στην Κινσάσα, οι άγαμες γυναίκες χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, βρίσκονται συχνά σε πιο ευάλωτη θέση[4]. Ωστόσο, η αξιολόγηση της κρατικής προστασίας στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας δεν πρέπει να γίνεται μόνο υπό το φως των συνθηκών στη χώρα αυτή ή στη περιοχή συνήθους διαμονής της αλλά και των ατομικών περιστάσεων της[5]. Η Αιτήτρια είναι ενήλικη γυναίκα, με μέσο μορφωτικό επίπεδο, χωρίς κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας, χαρακτηριστικά τα οποία την καθιστούν ικανή για εξεύρεση εργασίας ώστε να είναι σε θέση να στηρίξει οικονομικά την ίδια και το παιδί της. Επιπλέον τόπος καταγωγής και διαμονής της είναι η Κινσάσα, που αποτελεί μεγάλο αστικό κέντρο και πρωτεύουσα της χώρας, και όχι κάποια απομακρυσμένη ή αγροτική περιοχή στην οποία υπερισχύει το εθιμικό δίκαιο και οι τοπικές παραδόσεις σε σχέση με το επίσημο δίκαιο της χώρας. Σημειώνεται περαιτέρω ότι ο λειτουργός – εξεταστής αξιολογώντας την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας και του ανήλικου τέκνου της βάσει των συνθηκών που επικρατούν στην εν λόγω περιοχή σε συνδυασμό με τις προσωπικές περιστάσεις τους καταγράφηκε ότι δεν δικαιούνται καθεστώς πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας και δεν καθίσταται επικίνδυνη η επιστροφή τους ήτοι η Αιτήτρια αποτελεί άμαχο πολίτη, υγιές ενήλικα, χωρίς θέματα ευαλωτότητας, με μορφωτικό επίπεδο και/ή ότι δεν επηρεάζεται δυσμενώς το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου τέκνου. Ούτε προσκομίστηκαν στοιχεία είτε στην αίτηση διεθνούς προστασίας είτε μέσω της προσφυγής που να επηρεάζουν προσωπικά το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου παιδιού της Αιτήτριας.
Με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων της Αιτήτριας, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να της αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1300 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo/ UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό/ HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021/ UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021/ USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022. (assessed on 26/06/2025)
[2] ACLED, The Armed Conflict Location & Event Data Project, Africa, Democratic Republic of Congo: Kinshasa: τα πιο πρόσφατα δεδομένα κατά το διάστημα 22/06/24 – 20/06/25 καταδεικνύουν μόνο 83 περιστατικά ασφαλείας με 235 ανθρώπινες απώλειες. Εξ’ αυτών, τα κωδικοποιήθηκαν 50 ως διαμαρτυρίες (καμία απώλεια), τα 17 ως εξεγέρσεις (204 απώλειες), τα 12 ως βία κατά αμάχων (17 απώλειες) και 4 ως μάχες (14 απώλειες) διαθέσιμο: https://acleddata.com/explorer/ (assessed on 26/06/2025)
[3] EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική Ανάλυση, Νοέμβριος 2014, σελ. 26 – 1.6.2. έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»
[4] The World Bank, Democratic Republic of Congo Systematic Country Diagnostic, Policy Priorities for Poverty Reduction and Shared Prosperity in a Post-Conflict Country and Fragile State, March 2018, https://openknowledge.worldbank.org/bitstream/handle/10986/30057/DRC-SCD-FINAL-ENGLISH-06132018.pdf?sequence=1&isAllowed=y , p.1
[5] EASO, Qualification for international protection, April 2018, σελίδα 68, https://euaa.europa.eu/easo-practical-guide-qualification-international-protection, βλ. και υποσημείωση 405 στην ίδια σελίδα σε νομολογία του United Kingdom Upper Tribunal (UKUT).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο