
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
30 Ιουνίου 2025
[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
P. S. E. (ARC :581XXXXXXX), ΚΑΜΕΡΟΥΝ
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Κυριακή Χατζησεργή (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια
Κρίστια Κοτζιά(κα) και Ραφαέλα Χαραλάμπους (κα), Δικηγόροι για τους Καθ' ων η αίτηση
Η Αιτήτρια είναι παρούσα (Παρούσα η διερμηνέας κα Ζωή Αγαπίου για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα)
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η Αιτήτρια αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 14/12/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 17/01/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος. Περαιτέρω αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται στην Αιτήτρια καθεστώς προστασίας.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου (στο εξής Δ.Φ.) που βρίσκονται ενώπιόν μου, η Αιτήτρια είναι υπήκοος του Καμερούν και στις 25/01/2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνησης της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 28/11/2023 διεξήχθη συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 12/12/2023 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα της Αιτήτριας. Στις 14/12/2024, ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της. Στις 17/01/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στην Αιτήτρια. Στις 13/02/2024 η Αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Με την γραπτή της αγόρευση η συνήγορος της Αιτήτριας προώθησε τους κάτωθι νομικούς ισχυρισμούς:
1) Πάσχει το πρακτικό της συνέντευξης της Αιτήτριας λόγω του ότι αποτελεί μη άρτιο πρακτικό, καθότι δεν αναφέρεται σε αυτό το πλήρες όνομα και οποιοδήποτε στοιχείο για τον λειτουργό.
2) Πάσχει η Έκθεση-Εισήγηση λόγω του ότι αποτελεί μη άρτιο πρακτικό, λόγω έλλειψης αιτιολογίας και/ή ύπαρξης ελαττωματικής αιτιολογίας, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και ύπαρξης πλάνης και λόγω κατάχρησης εξουσίας.
3) Μη νόμιμη, πεπλανημένη, αναιτιολόγητη, χωρίς δέουσα έρευνα και αναρμοδίως συνταχθείσα, ανωνυμοποίητη και μη προνοούμενη από τον Νόμο η περιλαμβανόμενη στο Παράμετρο 5 της Ένστασης «Απόφαση Α' Βαθμού επί Αίτησης Διεθνούς Προστασίας» του κ. Αγρότη.
4) Πάσχει από αναρμοδιότητα, έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας αίσθησης και από ύπαρξη πλάνης η προσβαλλόμενη απόφαση – Ανυπαρξία Απόφασης του αρμοδίου οργάνου
5) Κατάχρηση εξουσίας
6) Παράβαση Δικαίου Ακρόασης σε τρία Στάδια της Διαδικασίας. Είναι θέση της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι η τελευταία υπέγραψε μόνο το περιεχόμενο της προσωπικής συνέντευξης στις 28/11/2023 και ουδέποτε πριν από την γνωστοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης. Είναι περαιτέρω θέση της ότι η CAS 99 λίγο πριν τη σύνταξη της Έκθεσης / Εισαγωγή εφόσον είχε φθάσει στην θέση ότι η Εισήγησή της της θα ήταν αρνητική για την Αιτήτρια για συγκεκριμένους λόγους, έπρεπε να την καλέσει σε ακρόαση, να της εκθέσει τον κατ' αρχήν νομικό και επί της ουσίας προσανατολισμό της, να της εξηγήσει τους λόγους αυτού του προσανατολισμού (απόρριψη της αιτήσεως για τις προσωπικές συνθήκες κ.λπ.) και να την ακούσει.
7) Είναι επίσης ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι η προσβολή απόφαση παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης και της χρήσης διοίκησης των άρθρων 50 και 51 του Ν. 158 (1)/99.
8) Είναι επίσης ισχυρός της Αιτήτριας, όπως η προσβολή της απόφασης παραβιάζει όλα τα εδάφη του άρθρου 52 του Ν. 158(1)/99 (αρχή αναλογικότητας).
9) Τέλος, προβάλλεται και η αναρμοδιότητα του «Λειτουργού» CAS 99 για διεξαγωγή όλης της προδικασίας επί της αίτησης της Αιτήτριας.
Από την πλευρά του η συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση μέσω της γραπτής της αγόρευσης, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ' ων η αίτηση και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, ενώ προσθέτουν ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να θεμελιώσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου αλλά ούτε και κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) του ιδίου Νόμου. Είναι περαιτέρω θέση των Καθ' ων η Αίτηση ότι κανένας από τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας δεν ευσταθεί, και οι Καθ' ων η Αίτηση ενήργησαν καλόπιστα κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της παρούσας, και σύμφωνα πάντα με το Νόμο και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου, η δε επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.
Κατά την διαδικασία των διευκρινίσεων ημερομηνίας 07/03/2025, η συνήγορος της Αιτήτριας απέσυρε τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του διοικητικού οργάνου και του λειτουργού που συνέταξε την έκθεση εισήγησης και κατά τα λοιπά προώθησε τους λοιπούς ισχυρισμούς της όπως αυτοί εκτίθενται στην γραπτή της αγόρευση.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.
«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη κλπ. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας. Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση της δικηγόρου της Αιτήτριας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009 ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:
«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.».
Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).
Σύμφωνα με την Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671: «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»
«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56.».
Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.
Στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).
Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».
Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο της Αιτήτριας, αυτή είναι ενήλικας από το Καμερούν.
Κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησής της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε τα εξής (σε ελεύθερη μετάφραση): «Εγώ, η E. P. S., ήρθα να ζητήσω άσυλο σε αυτήν τη χώρα για τους εξής λόγους: Αυτό που με ώθησε να έρθω εδώ είναι η ανάγκη για προστασία. Δούλευα για την κινεζική εταιρεία αυτοκινητοδρόμων (Chinese Highway Company) και αναγκάστηκα να εγκαταλείψω τη δουλειά μου και να φύγω, επειδή με καταδίωκαν άνδρες των Ambazonians για κάποιες πληροφορίες. Αγαπητοί μου άνθρωποι, είμαι μητέρα δύο παιδιών — ενός βιολογικού κοριτσιού και ενός υιοθετημένου αγοριού. Είχα προβλήματα με αυτούς τους άνδρες επειδή ο αρραβωνιαστικός μου ήταν αστυνομικός. Μία εβδομάδα πριν από τον γάμο μας, ήρθαν και τον πήραν από το σπίτι όπου μέναμε, συγκεκριμένα στην περιοχή του Νοτιοδυτικού Τομέα (South West region), στην Κούμπα, όπου εργαζόταν. Αγαπημένα μου αδέλφια, ο αρραβωνιαστικός μου πυροβολήθηκε και λίγες μέρες αργότερα πέθανε, στις 4 Νοεμβρίου 2019» (ερ. 1 δ.φ.).
Κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι αγγλόφωνη υπήκοος Καμερούν, γεννημένη στο χωριό Mbetta και μεγαλωμένη στο χωριό Nsanke, του Νοτιοδυτικής Επαρχίας του Καμερούν. Έζησε στο Nsanke μέχρι τα 16 της έτη και στη συνέχεια μετακόμισε στην Kumba της ίδιας Επαρχίας για να συνεχίσει τις σπουδές της, μένοντας με τον θείο της. Η εν λόγω περιοχή αποτελεί και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της. Από τον Απρίλιο του 2021 έως την αναχώρησή της για την Κύπρο, διέμενε στην πόλη Douala. Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά το μορφωτικό της επίπεδο, ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο και φοίτησε στο γυμνάσιο μέχρι το 2016, οπότε και σταμάτησε μόνη της για να φροντίσει την κόρη της και την ανιψιά της. Ως προς το επαγγελματικό της υπόβαθρο δήλωσε πως το 2019 και ξανά το διάστημα 2020–2021 εργάστηκε σε κινεζική κατασκευαστική εταιρεία. Σε ό,τι αφορά στην οικογένειά της, ανέφερε πως μεγάλωσε με τους γονείς της και πέντε αδέλφια. Η μητέρα της εργαζόταν στη γεωργία και πουλούσε καρύδες, ενώ ο πατέρας της δεν εργαζόταν λόγω προβλημάτων υγείας. Διατηρεί επικοινωνία με τη μητέρα της κάθε 2–3 μήνες και με δύο αδέλφια της που διαμένουν στην πόλη Douala. Επίσης, έχει μία βιολογική κόρη 8 ετών, η οποία ζει με την αδελφή της στην Douala. Τέλος, ως προς την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε αρραβωνιασμένη, όμως ο αρραβωνιαστικός της, ο οποίος ήταν αστυνομικός, δολοφονήθηκε το 2019, σύμφωνα με την ίδια, από μέλη των Ambazonians (ερ. 24-29 δ.φ.).
Αναφορικά με τους κατ’ ιδίαν λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης δήλωσε ότι έφυγε από το Καμερούν λόγω απειλών και ανασφάλειας που ακολούθησαν τον θάνατο του αρραβωνιαστικού της, ο οποίος ήταν αστυνομικός. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ο αρραβωνιαστικός της σκοτώθηκε το 2019 και λίγο μετά τον θάνατό του, άγνωστα άτομα εμφανίστηκαν στον χώρο εργασίας της, ζητώντας να τη δουν. Εκείνη την περίοδο δήλωσε ότι διέμενε σε καταυλισμό στο χωριό Panmaka και οι υπεύθυνοι του καταυλισμού δεν επέτρεψαν την πρόσβασή τους. Η ίδια ήταν πεπεισμένη ότι επρόκειτο για μέλη της αυτονομιστικής ομάδας των Αμπαζονίων (γνωστοί ως "Amba boys"). Ανησυχώντας για την ασφάλειά της, απευθύνθηκε στην οικογένεια του εκλιπόντος αρραβωνιαστικού της ζητώντας βοήθεια για την ίδια και το παιδί τους, όμως εκείνοι αρνήθηκαν. Στη συνέχεια απευθύνθηκε στην κυβέρνηση του Καμερούν, αλλά της είπαν ότι δεν μπορούσαν να τη βοηθήσουν, καθώς δεν διέθετε πιστοποιητικό γάμου με τον αρραβωνιαστικό της, και μόνο περιορισμένη βοήθεια θα μπορούσε να της δοθεί για το παιδί. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι ένιωθε εγκαταλελειμμένη και ευάλωτη, και μοιράστηκε την κατάστασή της με μία φίλη της στην Αμερική, η οποία της προσέφερε βοήθεια για να φύγει από τη χώρα. Ανέφερε επίσης ότι, πέρα από την απειλή που ένιωθε από τους άντρες που την αναζητούσαν, υπέφερε και από ψυχολογικό τραύμα λόγω ενός τροχαίου ατυχήματος που είχε. Η Αιτήτρια τόνισε ότι δεν αποφάσισε η ίδια να εγκαταλείψει τη χώρα της αλλά η φίλη της πήρε την απόφαση για χάρη της, επειδή ανησυχούσε για την ασφάλεια και την ευημερία της. Ολοκλήρωσε λέγοντας ότι η οικογένειά της είναι φτωχή, η κυβέρνηση δεν τη βοήθησε και η οικογένεια του αρραβωνιαστικού της την εγκατέλειψε (ερ. 23 δ.φ.).
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, δόθηκε η ευκαιρία στην Αιτήτρια μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα βιοτικά γεγονότα της αφήγησής της.
Ως προς τον θάνατο του αρραβωνιαστικού της η Αιτήτρια προέβαλε τα εξής: Η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο αρραβωνιαστικός της ήταν αστυνομικός που υπηρετούσε στην πόλη Kumba και από το 2017 έγινε στόχος των αυτονομιστών (γνωστών ως "Amba boys"). Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, του ασκούσαν πίεση να ενταχθεί στην οργάνωσή τους, αλλά εκείνος αρνήθηκε λόγω της πίστης του στην κυβέρνηση. Ως αποτέλεσμα, τον απείλησαν ότι θα απήγαγαν τη σύντροφό του και το παιδί τους αν δεν συμμορφωνόταν. Έτσι, από φόβο, εκείνος μερίμνησε ώστε η Αιτήτρια και το παιδί τους να φύγουν από την Κούμπα στο τέλος του 2017 και να μετακομίσουν στη Douala, όπου εκείνη φιλοξενήθηκε από την αδελφή της, ενώ ίδιος παρέμεινε μόνος στην Κούμπα. Αργότερα, τον Οκτώβριο του 2019, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως έλαβε τηλεφώνημα από την αδελφή του αρραβωνιαστικού της, η οποία την ενημέρωσε ότι εκείνος είχε πυροβοληθεί στο σπίτι του και μεταφέρθηκε στο γενικό νοσοκομείο της Yaoundé. Όταν η Αιτήτρια προσπάθησε να τον επισκεφθεί, δεν της επετράπη η είσοδος επειδή δεν διέθετε πιστοποιητικό γάμου. Ο αρραβωνιαστικός της απεβίωσε τελικά τον Νοέμβριο του 2019 και η Αιτήτρια πιστεύει ότι πίσω από τη δολοφονία του ήταν οι Ambazonians, λόγω της άρνησής του να ενταχθεί στην οργάνωσή τους (ερ. 22 δ.φ.).
Ακολούθως, η Αιτήτρια ανέφερε ότι τον Φεβρουάριο του 2020, ενώ διέμενε και εργαζόταν στο χωριό Panmaka, δύο άγνωστοι άνδρες ήρθαν στον εργοτάξιο όπου βρισκόταν και ζήτησαν να τη δουν. Η ασφάλεια του καταυλισμού τούς εμπόδισε να μπουν και της έδειξε φωτογραφία τους, την οποία έλαβαν στα κρυφά. Η ίδια δεν τους αναγνώρισε, αλλά λόγω του ότι ανέφεραν πως έρχονταν από τη Νοτιοδυτική Περιοχή, πίστεψε πως επρόκειτο για μέλη των Ambazonians. Η Αιτήτρια εξήγησε ότι μετά από εκείνο το περιστατικό, οι άνδρες δεν επέστρεψαν προφανώς λόγω του ότι ο καταυλισμός είχε αυστηρή ασφάλεια. Αργότερα δήλωσε πως εγκατέλειψε το χωριό και επέστρεψε στη Douala θεωρώντας ότι δεν ήταν πλέον ασφαλές να παραμείνει εκεί (ερ. 21 δ.φ).
Ζητηθείσα να περιγράψει την σχέση της με τον αρραβωνιαστικό της η Αιτήτρια ανέφερε ότι παρόλο που δεν συγκατοικούσαν, η σχέση τους ήταν γνωστή και δημόσια. Εξήγησε πως δεν έμεναν μαζί εξαιτίας των θρησκευτικών πεποιθήσεων του αρραβωνιαστικού της (ήταν μουσουλμάνος) και σκόπευαν να παντρευτούν τον Νοέμβριο του 2019, πριν από τον θάνατό του (ερ. 21 δ.φ.).
Αναφορικά με τους φόβους της για το μέλλον, η Αιτήτρια δήλωσε ότι, αν και οι αρχές του Καμερούν θα της επέτρεπαν να επιστρέψει, δεν θα της παρείχαν καμία προστασία ή βοήθεια. Φοβάται ότι αν επιστρέψει, δεν θα μπορέσει να στηρίξει ούτε τον εαυτό της ούτε το παιδί της. Ανέφερε ακόμη ότι και η μητέρα της βασίζεται πάνω της πλέον οικονομικά και φοβάται ότι θα καταρρεύσει αν μάθει πως δεν μπορεί να τη βοηθήσει (ερ. 20 δ.φ.).
Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης της Αιτήτριας και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε την Έκθεση-Εισήγησή της επί τη βάση των εξής τεσσάρων (4) ουσιωδών ισχυρισμών:
(1) Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ της Αιτήτριας
(2) Θάνατος αρραβωνιαστικού
(3) Ισχυριζόμενος φόβος της Αιτήτριας από τους Ambazonians σε συνέχεια του θανάτου του αρραβωνιαστικού της
(4) Για λόγους οικονομικού περιεχομένου
Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε αποδεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ της Αιτήτριας, όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση. Ομοίως αποδεκτοί έγιναν και υπ. αρ. 2 και 4 ισχυρισμοί, καθότι κρίθηκαν αξιόπιστοι τόσο από πλευράς εσωτερικής όσο και εξωτερικής αξιοπιστίας.
Αναφορικά με τον τρίτο ισχυρισμό, είναι θέση των Καθ΄ ων ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματος της και ούτε παρείχε επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες που να τεκμηριώνουν τα λεγόμενα της. Ως προς δε την εξωτερική αξιοπιστία, επισημαίνουν ότι σύμφωνα με εξωτερικές πηγές, έχουν παρατηρηθεί πρακτικές όπου άτομα που εργάζονται στη Κυβέρνηση έχουν βασανιστεί, τους έχουν σκοτώσει, απαγάγει, έχουν περάσει βασανιστήρια και κρατήθηκαν σε απομόνωση από τους Ambazonians. Παρόλο όμως που σκοτώθηκε ο αρραβωνιαστικός της, όπως η ίδια πιστεύει από τους Ambazonians, εντούτοις, όπως παρατηρούν οι Καθ’ ων, σύμφωνα με την ίδια, δεν προσεγγίστηκε προσωπικά από αυτούς και δεν αντιμετώπισε προσωπικά οποιαδήποτε επίθεση ή απειλή από αυτούς. Συμπερασματικά, το μέρος αυτό του αιτήματός της δεν έγινε αποδεκτό εφόσον δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες.
Εν συνεχεία ο Λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στην πόλη Kumba της Νοτιοδυτική Επαρχίας του Καμερούν, δεδομένου ότι έμενε εκεί επί σειρά ετών. Αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα όσο και στον τελευταίο τόπο διαμονής, o Λειτουργός διαπίστωσε ότι υπάρχουν εύλογοι/ βάσιμοι λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι υπάρχει περίπτωση, εάν η Αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της κατάστασης ασφαλείας η οποία επικρατεί στην Νοτιοδυτική Επαρχία του Καμερούν.
Ακολούθως, αξιολογήθηκε και το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας, ως μόνης μητέρας με ανήλικη κόρη, η οποία διαμένει με την αδερφή της Αιτήτριας στη Douala. Ως μόνη μητέρα ανήλικου τέκνου, η Αιτήτρια ανήκει σε ευάλωτη ομάδα σύμφωνα με το άρθρο 9ΚΓ του Περί Προσφύγων Νόμου 2000. Συνεπώς, εξετάστηκε κατά πόσο η επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της μπορεί να ενέχει κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης λόγω της ευαλωτότητάς της. Σχετικώς είναι θέση των Καθ’ ων ότι σύμφωνα με εξωτερικές πηγές, στο Καμερούν υπάρχουν διαθέσιμες δημόσιες υπηρεσίες, εκπαιδευτικά προγράμματα, επαγγελματική κατάρτιση και υγειονομική περίθαλψη – αν και με κόστος – για γυναίκες σε παρόμοια κατάσταση, ενώ σε κάθε περίπτωση η παρουσία της αδερφής της στη Douala και της μητέρας της ,θεωρείται πρόσθετος υποστηρικτικός παράγοντας. Συμπερασματικά, ο Λειτουργός κατέλεξε ότι δεν προκύπτουν επαρκείς λόγοι να θεωρηθεί ότι η Αιτήτρια ως μόνη μητέρα, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.
Ο αρμόδιος λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο η Αιτήτρια δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στο Καμερούν δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β). Αντιθέτως, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στο Νοτιοδυτικό Καμερούν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας της λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η Νοτιοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν, βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Ωστόσο σχετικά με τις πρόνοιες του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95 και του άρθρου 19 (2)(γ), ο αρμόδιος λειτουργός εξέτασε τα επιμέρους στοιχεία του άρθρου, ήτοι (i) κατά πόσο επικρατεί κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στην περιοχή, (ii) κατά πόσο ασκείται αδιάκριτη βία στην περιοχή και (iii) κατά πόσο υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Κατόπιν εξέτασης των ως άνω, με βάση τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι (i) η εν λόγω περιοχή βρίσκεται υπό κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, (ii) ότι επικρατούν συνθήκες οι οποίες ευνοούν περιστατικά πράξεων αδιακρίτως ασκούμενης βίας, και (iii) ότι από τις ιδιαίτερες καταστάσεις της Αιτήτριας, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας της και μόνο στην περιοχή στην οποία αναμένεται να επιστρέψει.
Αξιολογώντας ειδικότερα το προφίλ της οι Καθ΄ ων διαπιστώνουν ότι πρόκειται για άμαχη πολίτη, ενήλικα και συγκεκριμένα γυναίκα νεαρής ηλικίας, η οποία δεν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και είναι αρκούντως πεπαιδευμένη. Επιπρόσθετα, δεν αντιμετώπισε κάποια προσωπική δίωξη στο Καμερούν ή οποιαδήποτε μορφή σοβαρής βλάβης ως απόρροια της ανασφαλούς κατάστασης στην χώρα της. Επιπλέον, όπως ανέφερε, από το έτος 2019-2021 διέμενε και εργαζόταν στη περιοχή Yaounde και από τον Απρίλιο του 2021 μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα της διέμενε και εργαζόταν στη περιοχή Douala, Littoral Region, και όπου αναμένεται να επιστρέψει. Στη συγκεκριμένη περιοχή διαμένει και η αδερφή της με την ανήλικη θυγατέρα της Αιτήτριας. Επομένως, η Αιτήτρια εκτός από τη περιοχή καταγωγής της και τη τελευταία περιοχή διαμονής της, την περιοχή Kumba, έχει και την εναλλακτική εγκατάστασης στη περιοχή Douala, καθώς διέμενε και εργαζόταν στη συγκεκριμένη περιοχή, διατηρεί συγγενικούς δεσμούς πρώτου βαθμού και είχε τη δυνατότητα να ενσωματωθεί στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Επισημαίνεται μάλιστα ότι στην εν λόγω περιοχή υπάρχουν κοινωνικοί δεσμοί που παρείχαν διευκολύνσεις προς την ίδια και εξακολουθούν να τις παρέχουν διευκολύνσεις καθώς η αδερφή της ανέλαβε και εξακολουθεί να αναλαμβάνει μέχρι και σήμερα την φύλαξη του παιδιού της.
Σε ό,τι αφορά δε την δυνατότητα οικονομικής επιβίωσης της Αιτήτριας, λαμβάνοντας υπόψη το γενικό προφίλ της, καθώς επίσης και το ότι εργαζόταν στο Καμερούν και σε συνδυασμό με το εκπαιδευτικό της υπόβαθρό και την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στην περιοχή διαμονής της, διαπιστώθηκε ότι οι συνθήκες διαβίωσης που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της, δύναται να της εγγυηθούν ένα επαρκές επίπεδο διαβίωσης. Συγκεκριμένα, σημειώνεται ότι η Αιτήτρια έχει λάβει στοιχειώδη εκπαίδευση γεγονός που δημιουργεί συνθήκες δυνατότητας εξεύρεσης εργασίας και διαθέτει ήδη εργασιακή εμπειρία. Τέλος, από έρευνα των Καθ΄ ων προέκυψε ότι σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που επικεντρώνονται στη γεωγραφική περιοχή Douala και Yaounde, οι γυναίκες με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία βρίσκουν "σχετικά ευκολότερα" εργασία. Επιπλέον, όσοι ήταν προηγουμένως αυτοαπασχολούμενοι (ως κομμωτές, ράφτες, μικροέμποροι, μακιγιέρ κ.λπ.) μπορούν ευκολότερα να ξεκινήσουν μια νέα επιχείρηση στην πόλη, καθώς χρειάζονται "μικρό" κεφάλαιο εκκίνησης και διαθέτουν ήδη τα απαιτούμενα εργαλεία και προσόντα (Π.Β. ερ. 96-103 δ.φ.).
Ως εκ τούτου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Έπειτα από ενδελεχή εξέταση του διοικητικού φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, δέον να αναφερθούν τα ακόλουθα:
Καταρχάς, κρίνω ως ορθή την αποδοχή από τους Καθ' ων η αίτηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ο οποίος αφορά την ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας. Ομοίως, συντάσσομαι με την αποδοχή και των υπ’ αρ. 2 έως 4 πραγματικών ισχυρισμών, καθώς πληρούται η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία, όπως εκτίθεται αναλυτικά στην επίδικη.
Όσον αφορά στον υπ’ αρ. 5 ισχυρισμό, βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος, για τους λόγους που αναλυτικά εκτίθενται στην επίδικη, στην οποία και παραπέμπω.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, η Αιτήτρια δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος της ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, αλλά ούτε κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.
Εν πάση περιπτώσει κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό της Αιτήτριας και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.
Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358). Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι η συνοχή μεταξύ των δηλώσεων του Αιτητή συνιστά δείκτη της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του[1]. Όταν ο Αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (βλ. υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08 Obaidul Haque v. Δημοκρατίας).
Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".
Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της για διεθνή προστασία.
Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς η Αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).
Για τους ίδιους δε λόγους, κρίνω ότι ορθά κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2)(β) του Νόμου για να παρασχεθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.
Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο της Αιτήτριας υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:
Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).
Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης παρατηρείται ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη με την Boko Haram στο Βορρά (περιοχή Far North)∙[2] ενώ στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές (Northwest και Southwest ) αναφέρεται ότι αριθμός αγγλόφωνων αποσχιστικών ομάδων μάχεται έναντι της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών. Ωστόσο, η βία δεν ισοδυναμεί με μη διεθνή ένοπλή σύρραξη.[3]
Στις περιοχές Βορειοδυτικού και Νοτιοδυτικού Καμερούν, γνωστές και ως Αγγλόφωνες περιοχές[4], οι συγκρούσεις μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των αποσχιστών συνεχίζονται από το 2017, όταν οι αποσχιστές επιχείρησαν να ιδρύσουν ένα ανεξάρτητο κράτος[5]. Το Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED) ανέφερε ότι το 2023, οι εσωτερικές διαφωνίες μεταξύ των ηγετών των αποσχιστών χώρισαν τις αυτοανακηρυχθείσες αγγλόφωνες κυβερνήσεις σε περισσότερες από 50 αποσχιστικές ομάδες, αποδυναμώνοντας τις πολιτικές τους απαιτήσεις και την ικανότητά τους να αντισταθούν στις κυβερνητικές επιθέσεις[6]. Το ACLED περαιτέρω έδειξε ότι η συνεχιζόμενη σύγκρουση και οι ανταγωνιστικές εδαφικές διεκδικήσεις μεταξύ αυτονομιστικών ομάδων και της κεντρικής κυβέρνησης έχουν μετατρέψει τις αγγλόφωνες περιοχές σε ένα κατακερματισμένο σύστημα φορολογίας, ασφάλειας και δημόσιων υπηρεσιών, τις οποίες διαχειρίζονται διάφοροι ασυντόνιστοι παράγοντες, μεταξύ των οποίων αυτονομιστές, η κυβέρνηση, ιδιωτικές εταιρείες και ανθρωπιστικές οργανώσεις[7].
Τον Ιανουάριο του 2024, το UNOCHA ανέφερε ότι οι πληθυσμοί στις περιοχές Βορειοδυτικού και Νοτιοδυτικού Καμερούν «συνεχίζουν να υφίστανται κακομεταχείριση, συμπεριλαμβανομένων των δολοφονιών, της καταστροφής περιουσιών, των απαγωγών για λύτρα, της παράνομης φορολόγησης, των αυθαίρετων συλλήψεων και των εκβιασμών»[8]. Η κατάσταση ασφάλειας παρέμεινε ασταθής καθ' όλη τη διάρκεια του 2024[9], με αύξηση της εγκληματικότητας, επιδρομές από NSAGs (Μη Κρατικές Ένοπλες Ομάδες) σε αστικά κέντρα, επιθέσεις στις δυνάμεις ασφαλείας του κράτους, απειλές κατά των πολιτών και χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών συσκευών (IEDs) από τις NSAGs
Στην επικαιροποιημένη της έκθεση που καλύπτει την περίοδο Ιουλίου - Σεπτεμβρίου 2024, η Global Protection Cluster ανέφερε αύξηση των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων τον Ιούλιο του 2024, με τις SSF (Δυνάμεις Ασφάλειας του Κράτους) να εκτελούν «επιχειρήσεις αποκλεισμού και έρευνας[10].
Για την πληρότητα της έρευνας θα παρατεθούν τα πλέον πρόσφατα ποσοτικά δεδομένα για την ένταση της ένοπλης σύρραξης. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά την χρονική περίοδο 25/05/2024 – 23/05/2025 στην συγκεκριμένη περιοχή καταγράφηκαν 545 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 548 ανθρώπινες απώλειες. Τα 545 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 310 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 111 ανθρώπινες απώλειες, 14 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 2 ανθρώπινες απώλειες, 193 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 417 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, 16 εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (explosions/remote violence) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 18 ανθρώπινες απώλειες, και 12 διαμαρτυρίες (protests) χωρίς ανθρώπινες απώλειες.[11] Σημειώνεται, ότι ο πληθυσμός της Νοτιοδυτικής περιφέρειας (Southwest region) ανέρχεται στα 1, 534,232 (2015).[12]
Εκ των ανωτέρω πληροφοριών που παρατέθηκαν, διαπιστώνεται ότι παρά την ύπαρξη σοβαρών περιστατικών ασφαλείας στην ευρύτερη Νοτιοδυτική Περιφέρεια (Southwest Region) του Καμερούν στην οποία εμπίπτει η περιοχή καταγωγής της Αιτήτριας, ο αριθμός των επεισοδίων αυτών και ο βαθμός αδιάκριτης βίας κατά των αμάχων δεν φτάνει το βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία της Αιτήτριας στην περιοχή καταγωγής της, την εκθέτει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης, κατά την έννοια της διάταξης του Άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, με συνέπεια να απαιτούνται ορισμένα προσωπικά χαρακτηριστικά που θα αύξαναν το ρίσκο του αμάχου συγκριτικά με τον μέσο πληθυσμό της περιοχής.
Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν έχει κάποιο προσωπικό χαρακτηριστικό που να αυξάνει το ρίσκο της. Πρόκειται για γυναίκα νεαρής ηλικίας, υγιή, αρκούντως πεπαιδευμένη, πλήρως ικανή προς εργασία, με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα της, η οποία έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην περιοχή καταγωγής της, γνωρίζοντας τις συνθήκες που επικρατούν και το κυριότερο είναι σε θέση να αντιληφθεί την επέλευση του κινδύνου και να προφυλαχθεί δεόντως. Συνεπώς, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι με την επιστροφή της στην περιοχή καταγωγής της θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη και ως εκ τούτου δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στο άρθρο 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία και εν προκειμένω η Αιτήτρια με τα όσα δήλωσε στη συνέντευξή της αλλά και όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω και καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, ουδόλως την ενέτασσαν στις περιπτώσεις της αναγκαιότητας παροχής του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας. Εν προκειμένω, ορθά κρίθηκε ότι δεν έχει αποδειχθεί οτιδήποτε εκ μέρους της που να στοιχειοθετεί τον ισχυρισμό της για βάσιμο φόβο ότι αυτή θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.
Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Συνεπώς, η προσφυγή απορρίπτεται με 1300 € έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.
Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EASO, 'Practical Guide: Evidence Assessment, 2015, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 30/04/2025).
[2] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, Τελευταία Ενημέρωση: 21/01/2021 https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon [Ημερομηνία Πρόσβασης: 03/06/2025].
[3] Ibid.
[4] International Crisis Group, A Second Look at Cameroon’s Anglophone Special Status, 31 March 2023, https://www.crisisgroup.org/africa/central-africa/cameroon/b188-second-look-cameroons-anglophone-special-status (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[5] GCR2P, Cameroon – Population at risk, 1 December 2024, https://www.globalr2p.org/countries/cameroon/; ACLED, Non-State Armed Groups and Illicit Economies, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, p. 10 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[6] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, pp. 3, 13 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[7] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, p. 3 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[8] UNOCHA, Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 61 (January 2024), 8 March 2024, https://www.unocha.org/publications/report/cameroon/cameroon-north-west-and-south-west-situation-report-no-61-january-2024 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[9] GCR2P, Cameroon – Population at risk, 1 December 2024, https://www.globalr2p.org/countries/cameroon/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 8.3.2025).
[10] GPC, Protection Monitoring Update; July - September 2024, 30 October 2024, https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pm_quarterly_update_jul-sept.pdf, p. 3 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).
[11] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 25/05/2024 - 23/05/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN UNIT: Sud-Ouest) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 03/06/2025].
[12] National Institute of Statistics, South West Regional Agency, Statistical Yearbook of South West Region, 2023 Edition, σελ. 22 https://ins-cameroun.cm/wp-content/uploads/2024/07/Annuaire-statistique-regional_SW-edit_2023_02.07.24_Revu.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 20/05/2025].
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο