
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 4816/23
26 Ιουνίου, 2025
[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A. S. S.
Αιτητού,
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Ο Αιτητής είναι παρών
Μπετίτο Τζ. (κος.), για Πιερίδης & Πιερίδης Δικηγόρος για τον Αιτητή
Παπανικολάου Θ. (κα.), για Μιχαηλίδου Κατ. (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Ρ. Ευαγγέλου (κος) για πιστή διερμηνεία από την ελληνική στην αγγλική και αντίστροφα
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Aιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος, η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 1.11.2023, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος).
Γεγονότα
1. Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία. Περί τις 22.7.2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία και στις 29.9.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό. Ακολούθως στις 17.10.2023, υποβλήθηκε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία του Αιτητή και για επιστροφή του στη Νιγηρία, η οποία εγκρίθηκε την 1.11.2023 από τον Προϊστάμενο. Στις 24.11.2023, η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, κοινοποιήθηκε στον Αιτητή.
Νομικοί Ισχυρισμοί
2. Κατά το στάδιο της ακρόασης, ο Αιτητής δια του συνηγόρου του προώθησε ως μόνο λόγο προσφυγής την έλλειψη δέουσας έρευνας, υποστηρίζοντας, ως προς τον πυρήνα του αιτήματός του, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση λανθασμένως αξιολόγησαν ως αναξιόπιστο τον Αιτητή αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι αυτός είναι αμφιφυλόφιλος. Στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, προς επίρρωση των ισχυρισμών του, ο Αιτητής παραπέμπει σε εξωτερικές πηγές από τις οποίες προκύπτει κατά τον ίδιο ότι, στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, υφίσταται «η δικαιοσύνη της ζούγκλας», η οποία έτυχε εφαρμογής στο σύντροφό του όπου εντέλει οδήγησε στο θάνατό του. Αυτός είναι και ο λόγος που ο ίδιος φοβάται να επιστρέψει στη χώρα του, ήτοι το γεγονός ότι τόσο η κοινωνία όσο και το κράτος διώκουν τα άτομα με το δικό του σεξουαλικό προσανατολισμό.
3. Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της ορθότητας της επίδικης πράξης και υποβάλλουν ότι ο Αιτητής δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης που φέρει και ότι ορθώς αυτός αξιολογήθηκε ως αναξιόπιστος ως προς τον πυρήνα του αιτήματός του. Αναφέρουν δε, ότι δεν υφίσταται κίνδυνος απορρέων από την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στην πολιτεία Ogun, παραπέμποντας σε συναφείς εξωτερικές πηγές που καταγράφονται στην έκθεση εισήγηση (ερ. 68 του διοικητικού φακέλου -στο εξής ο «δ.φ.»).
Το νομικό πλαίσιο
4. Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης».
5. Ο Κανονισμός 2 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:
«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
6. Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (στο εξής: o περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
7. Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.
8. Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Κατάληξη
9. Ως προς τον προωθούμενο λόγο προσφυγής περί έλλειψης δέουσας έρευνας λόγω λανθασμένης εφαρμογής των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητα της de novo και ex nunc (Βλ. Aπόφαση του ΔΕΕ της 3ης Απριλίου 2025, C‑283/24 [Barouk], B. F. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, ECLI:EU:C:2025:236, απόφαση του ΔΕΕ ημερομηνίας 29 Ιουλίου 2019, Torubarov, C-556/17, EU:C:2019:626, σκέψεις 50 έως 53 (σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο πραγματοποιεί «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας) Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021·Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024). Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η πιο πάνω ανάλυση λόγω της έκτασης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, πλάνη, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, ο Αιτήτής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. Ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται ο λόγος προσφυγής, ο οποίος ακόμα και αν γίνει δεκτός δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. Αθ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].
10. Συναφές εν προκειμένω είναι και το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του Αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας του Αιτητή ασύλου να τεκμηριώσει με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή του, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68).
11. Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών του Αιτητή, επισημαίνονται συναφώς τα ακόλουθα. Στην αίτησή του για διεθνή προστασία, ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του κατέγραψε ότι εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού και της διαφορετικότητάς του ως αμφιφυλόφιλος, η κοινότητά του τον αναζητεί για να τον σκοτώσει όπως ακριβώς έπραξαν με τον σύντροφό του, ο οποίος διώχθηκε και δολοφονήθηκε. Ο Αιτητής καταγράφει ότι έχει καταγγελθεί στην αστυνομία καθότι η αμφιφυλοφιλία στην Νιγηρία είναι παράνομη (βλ. ερ. 1 του διοικητικού φακέλου, στο εξής «Δ.Φ.»).
12. Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στη πόλη Igando (Local Government Area-LGA) της πολιτείας Lagos (γεννηθείς το 2000). Από την ηλικία των 3 ετών μέχρι την ηλικία των 12 ετών, βρισκόταν στην πολιτεία Osun και ακολούθως, διέμενε στην πόλη Abeokuta της πολιτείας Ogun μέχρι που εγκατέλειψε την χώρα του, πλην ενός μικρού διαστήματος δύο μηνών, ήτοι τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο 2022 διάστημα όπου διέμενε στην πολιτεία Kaduna όπου εργαζόταν σε ξενοδοχείο. Ως τελευταίο τόπο διαμονής του δήλωσε την πόλη Abeokuta της πολιτείας Ogun (βλ. ερ. 53 σημείο 1χ και ερ. 52 σημείο 1χ του Δ.Φ.). Αναφορικά με το θρήσκευμά του δήλωσε χριστιανός και ως προς την εθνοτική του καταγωγή Igbo (βλ. ερ. 53 σημείο 2χ του Δ.Φ.). Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε άγαμος και άτεκνος και ότι οι γονείς του έχουν αποβιώσει, έχει μία αδερφή και έναν αδελφό, η μεν αδερφή του διαβιεί στην πολιτεία Lagos και ο δε αδελφός του στην πολιτεία Osun (βλ. ερ. 52 σημείο 2χ του Δ.Φ.). Σε σχέση με το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, ανέφερε πως είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ομιλεί την igbo, την αγγλική και την yoruba. Στην χώρα του ο Αιτητής εργάστηκε για διάστημα δύο μηνών σε ξενοδοχείο στην πολιτεία Kaduna ενώ διαθέτει και γνώσεις κομμωτή (βλ. ερ. 53 σημείο 4χ του Δ.Φ.).
13. Ερωτηθείς ως προς τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τον εντόπισαν κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης με τον σύντροφό του. Ειδικότερα, ανέφερε ότι η αμφιφυλοφιλία δεν είναι αποδεκτή στη χώρα του και πως τα αμφιφυλόφιλα πρόσωπα θεωρούνται από την κοινωνία ως κακά, καταραμένα και δαιμονισμένα με τον κίνδυνο να διωχθούν και να φυλακιστούν. Ο Αιτητής προσέθεσε ότι, αγνοεί την ποινή, αλλά ο θάνατος είναι βέβαιος. Σχετικά με το περιστατικό του εντοπισμού του με τον σύντροφό του, ανέφερε ότι αν και ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει και να καταφύγει στην πολιτεία Kaduna της Νιγηρίας, ο σύντροφός του διώχθηκε από τη δικαιοσύνη του δρόμου (βλ. ερ, 50 του Δ.Φ.. «he was persecuted by jungle justice»), ως ανέφερε χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα τον θάνατό του. Κατά την παραμονή του στην Kaduna, ο Αιτητής δεν μοιράστηκε με κανέναν την ιστορία του, αν και κάποια στιγμή ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου που εργαζόταν τον έπεισε να του ανοιχθεί και μετά την αφήγησή του (προς τον εργοδότη του), ο τελευταίος τον συμβούλευσε να εγκαταλείψει την χώρα βοηθώντας τον οικονομικά και εν τέλει, τρεις με τέσσερις μήνες αργότερα να εγκαταλείψει τη χώρα (βλ. ερ. 50 σημείο 1χ του Δ.Φ..).
14. Σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα του ο Αιτητής δήλωσε ότι φοβάται πως, εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού, θα διωχθεί και θα δολοφονηθεί, όπως έχει πληροφορηθεί ότι συμβαίνει σε αμφιφυλόφιλα πρόσωπα (βλ. ερ. 50 σημείο 2χ του Δ.Φ.).
15. Στη συνέχεια υποβλήθηκαν διευκρινιστικού χαρακτήρα ερωτήματα στον Αιτητή αναφορικά με τις περιστάσεις του φερόμενου εντοπισμού του από τρίτο πρόσωπο κατά τη διάρκεια ερωτικής συνεύρεσης με τον σύντροφό του. Ειδικότερα, ερωτήθηκε σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες η τοπική κοινότητα έλαβε γνώση του περιστατικού, καθώς και για τον θάνατο του εν λόγω συντρόφου, ο οποίος, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, δολοφονήθηκε στο πλαίσιο απονομής «δικαιοσύνης του δρόμου» («jungle justice»). Ερωτηθείς να περιγράψει τα γεγονότα της ημέρας του θανάτου, ο Αιτητής ανέφερε ότι ο ίδιος διέφυγε αμέσως μετά το περιστατικό, ενώ αργότερα πληροφορήθηκε μέσα από φήμες ότι ο σύντροφός του συνελήφθη και φονεύθηκε, γεγονός που, όπως υποστήριξε, επιβεβαιώθηκε εκ των υστέρων από φιλικό του πρόσωπο (βλ. ερ. 49 σημείο 3χ του Δ.Φ.). Περαιτέρω, ο Αιτητής αναφέρθηκε στη σχέση του με τον αποβιώσαντα σύντροφό του, απαντώντας σε ερωτήματα που αφορούσαν στον σεξουαλικό του προσανατολισμό, στην ερωτική του έλξη προς τα δύο φύλα, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο συνειδητοποίησε τη σεξουαλική του ταυτότητα, περιγράφοντας τα συναισθήματα και τις σκέψεις που τον συνόδευαν (βλ. ερ. 48 σημείο 1χ–3χ του Δ.Φ.). Ανέφερε επίσης, ότι στη Νιγηρία υφίσταται κοινότητα LGBTQI+ και ότι γνωρίζει άτομα με τον ίδιο σεξουαλικό προσανατολισμό (βλ. ερ. 47 σημείο 1χ–2χ του Δ.Φ.). Ειδικώς ως προς το περιστατικό εντοπισμού, όταν ερωτήθηκε πώς έγινε γνωστός ο σεξουαλικός του προσανατολισμός, δεδομένου ότι διέφυγε αμέσως, ισχυρίστηκε ότι ήδη υπήρχαν σχετικές υπόνοιες από τα γηραιότερα μέλη της κοινότητας, ενώ τα αδέλφια του το πληροφορήθηκαν εκ των υστέρων, καθώς προηγουμένως κρατούσε την ταυτότητά του μυστική (βλ. ερ. 46 σημείο 1χ–2χ του Δ.Φ.). Περαιτέρω, απάντησε σε ερωτήματα σχετικά με τη στάση της θρησκείας του (χριστιανισμός) απέναντι στη σεξουαλική του ταυτότητα, καθώς και για τη γενικότερη κοινωνική στάση έναντι της ομοφυλοφιλίας και τη σχετική νομοθεσία στη Νιγηρία (βλ. ερ. 45 σημείο 1χ–2χ του Δ.Φ.). Τέλος, ο Αιτητής παρέθεσε πληροφορίες για τη γνωριμία του με τον σύντροφό του, ονομαζόμενο «Μ.», περιγράφοντας τη μεταξύ τους σχέση, τα συναισθήματά του, τονίζοντας ότι επρόκειτο για τον μοναδικό του σύντροφο και ότι δεν είχε συνάψει ποτέ σχέση με πρόσωπο του αντιθέτου φύλου (βλ. ερ. 45 σημείο 3χ και 44 σημείο 1χ του Δ.Φ.).
16. Αξιολογώντας τις ανωτέρω δηλώσεις του Αιτητή, οι Καθ' ων η αίτηση σχημάτισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. ο μεν πρώτος αναφορικά με τη ταυτότητα, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής και την περιοχή συνήθους διαμονής του, ο δε δεύτερος αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι είναι αμφιφυλόφιλος και ότι τον ανακάλυψαν/βρήκαν σε στενή επαφή με τον σύντροφό του ο οποίος αργότερα δολοφονήθηκε. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθώς οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ως ικανοποιητικές και σε αρμονία με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
17. Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός καθώς θεωρήθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστος. Ειδικότερα, κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του βασικού ισχυρισμού του, αναφορικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, οι Καθ' ων χρησιμοποίησαν το μεθοδολογικό μοντέλο DSSH (Difference, Shame, Stigma and Harm) και έκριναν κατόπιν ανάλυσης των κριτηρίων του ανωτέρω μοντέλου σε συνάρτηση με τις δηλώσεις και αποκρίσεις του Αιτητή ότι οι απαιτήσεις των ανωτέρω στοιχείων δεν πληρούνται. Κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκείς, συγκεκριμένες και προσωπικές λεπτομέρειες σχετικά με τη συνειδητοποίηση της σεξουαλικής του ταυτότητας, τα συναισθήματά του ή τυχόν βιωματικές εμπειρίες στιγματισμού. Οι δηλώσεις του θεωρήθηκαν γενικές, με ελλείψεις ως προς τα τρία κριτήρια του μοντέλου αξιολόγησης (διαφορετικότητα, ντροπή, στίγμα, βλάβη). Παρότι κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή η κατάσταση στη Νιγηρία αναγνωρίζεται ως δυσμενής για άτομα LGBTI, ο ισχυρισμός του Αιτητή απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας. Αρχικώς, βάσει του πρώτου κριτηρίου (διαφορετικότητα), κρίθηκε πως ο Αιτητής δεν ήταν συγκεκριμένος στις δηλώσεις του. Όταν κατά την ηλικία των 16 με 17 ετών συνειδητοποίησε ότι έλκεται από πρόσωπα του ιδίου φύλου, δηλώνοντας με γενικότητα ότι ένιωθε στοργή όταν έβλεπε χαριτωμένο άνδρα. Ακόμα, κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς και προσωπικές λεπτομέρειες για τις σκέψεις και τα συναισθήματά του σχετικά με την συνειδητοποίηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Ως προς το επόμενο κριτήριο του ανωτέρω μοντέλου, ήτοι της ντροπής και του στίγματος, κρίθηκε πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με λεπτομέρεια και με συγκεκριμένο τρόπο αν ένιωσε ντροπή ή στίγμα από την κοινωνία. Ερωτηθείς για το πως ένιωσε όταν συνειδητοποίησε την διαφορετικότητά του, ευρισκόμενος στην χώρα του, την Νιγηρία, ανέφερε ότι δεν αναστατώθηκε και θεώρησε πως αυτό ήταν το μυστικό του. Ως προς τα συναισθήματά του σχετικά με το να βρίσκεται στην χώρα του, στην οποία η ομοφυλοφιλία διώκεται ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι δεν αισθάνεται διαφορετικός ωστόσο γνωρίζει ότι είναι έγκλημα. Σε ό,τι αφορά το τελευταίο κριτήριο της βλάβης εκ του σεξουαλικού του προσανατολισμού, κρίθηκε από τους Καθ’ ων ότι οι δηλώσεις του Αιτητή στερούνταν λεπτομερειών και εξειδίκευσης. Καταληκτικά, κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την συνειδητοποίηση και τις εμπειρίες του σε ό,τι αφορά τον σεξουαλικό του προσανατολισμό και ότι από τις δηλώσεις του παρατηρήθηκε έλλειψη λεπτομερειών και παρά το ότι περιέγραψε ένα περιστατικό κατά το οποίο ισχυρίστηκε ότι αντιμετώπισε εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού εντούτοις κρίθηκε ότι ο Αιτητής απέτυχε να παρέχει συγκεκριμένες αναφορές που να δεικνύουν βιωματική εμπειρία. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του παρατέθηκαν στο σώμα της ανωτέρω εισηγητικής έκθεσης πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την μεταχείριση των ατόμων που δεν εμπίπτουν στο ετεροκανονικό πρότυπο στη Νιγηρία, οι οποίες επιβεβαιώνουν την δυσμενή μεταχείριση αυτών στην χώρα, εντούτοις ο ισχυρισμός του Αιτητού απορρίφθηκε καθώς αξιολογήθηκε ως μη αξιόπιστος εσωτερικά.
18. Στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, τα στοιχεία του προφίλ του, το γεγονός ότι δε διαπιστώθηκε οποιαδήποτε μορφή δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε βάρος του, καθώς και πληροφορίες αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του, ήτοι την πολιτεία Ogun της Νιγηρίας κρίθηκε πως ο Αιτητής δεν θα βρεθεί ευλόγως αντιμέτωπος με κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία. Προχωρώντας τέλος, στη νομική ανάλυση, οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά και ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.
19. Κατά την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ακροαματική διαδικασία, ο Αιτητής επανέλαβε ότι είναι αμφιφυλόφιλος και ανέφερε ότι, λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, δεν διατηρεί επαφές με τα δύο αδέλφια του που διαμένουν στη Νιγηρία, καθώς – όπως υποστήριξε – εκείνοι δεν αποδέχονται τη διαφορετικότητά του. Σε ερωτήσεις που του υπεβλήθησαν από το Δικαστήριο, δήλωσε ότι αντιλήφθηκε την έλξη του προς άτομα και των δύο φύλων σε ηλικία περίπου 10–11 ετών. Ο Αιτητής ανέφερε ότι η οικογένειά του πληροφορήθηκε για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό περί τα τέλη του 2021, έπειτα από περιστατικό κατά το οποίο εντοπίστηκε από τρίτους σε προσωπική στιγμή με τον σύντροφό του. Ερωτηθείς για τα επακόλουθα του εν λόγω περιστατικού, ισχυρίστηκε ότι ο σύντροφός του διαπομπεύθηκε δημοσίως και διώχθηκε, ενώ ο ίδιος τέθηκε υπό αναζήτηση. Τις σχετικές πληροφορίες ανέφερε ότι τις έλαβε μέσω της εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων «WhatsApp». Ο Αιτητής υποστήριξε περαιτέρω ότι ο σύντροφός του δολοφονήθηκε μέσω λιθοβολισμού και μαστιγώματος από μέλη και ηγέτες της κοινότητας, ενώ περιέγραψε ότι είδε σχετικό οπτικοακουστικό υλικό, στο οποίο ο τελευταίος εμφανιζόταν γυμνός, να διαπομπεύεται και να θανατώνεται. Ο ίδιος, όπως ισχυρίστηκε, πληροφορήθηκε ότι αναζητείται και αυτός. Ακολούθως, ανέφερε ότι πριν εγκαταλείψει τη χώρα μετέβη στην πολιτεία Kaduna, όπου παρέμεινε κρυμμένος σε εσωτερικούς χώρους, χωρίς να εκτεθεί δημοσίως, ώστε να αποφύγει τυχόν σύλληψη ή δίωξη. Ερωτηθείς για τον ενδεχόμενο κίνδυνο που θα αντιμετώπιζε σε περίπτωση επιστροφής του στην Kaduna, ο Αιτητής υποστήριξε ότι, εφόσον κάποιο άτομο καταδιώκεται, εν τέλει εντοπίζεται ανεξαρτήτως τοποθεσίας. Ζητηθείς να προσδιορίσει ποιος φορέας τον καταδιώκει, ανέφερε ότι πιθανώς πρόκειται για τις αστυνομικές αρχές. Τέλος, σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου αναφορικά με το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης στην Kaduna ή σε άλλη, φερόμενα ασφαλή περιοχή της χώρας του, ο Αιτητής απάντησε ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εφικτό, καθώς – κατά τους ισχυρισμούς του – εξακολουθεί να αναζητείται, και το γεγονός ότι μετέβη στην Kaduna οφειλόταν στην εκτίμησή του ότι εκείνη τη χρονική στιγμή αποτελούσε για τον ίδιο το ασφαλέστερο καταφύγιο.
20. Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, επισημαίνονται τα εξής: Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό πράγματι τα επιμέρους στοιχεία που τον συνθέτουν προκύπτουν από τα δεδομένα που καταγράφονται στο προσκομισθέν από τον Αιτητή διαβατήριο, εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, αλλά και το σύνολο των σχετικών δηλώσεων του Αιτητή υπήρξαν συνεκτικές και λεπτομερείς.
21. Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό περί του σεξουαλικού προσανατολισμού του ο Αιτητή, θεωρώ ότι θα έπρεπε να σχηματιστούν συναφώς δύο επιμέρους ισχυρισμοί. Ο μεν δεύτερος αναφορικά με τον ισχυριζόμενο σεξουαλικό του προσανατολισμό ως αμφιφυλόφιλος, ο δε τρίτος αναφορικά με το περιστατικό εντοπισμού του Αιτητή και του συντρόφου του και με αποτέλεσμα τον μετέπειτα θάνατο του συντρόφου.[1]
22. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί αμφιφυλοφιλικού σεξουαλικού προσανατολισμού και σε σχέση με το μοντέλο ανάλυσης που επικαλέστηκαν οι Καθ’ ων η αίτηση (Difference, Stigma, Shame, Harm – DSSH model), επισημαίνεται ο σκεπτικισμός ως προς την εφαρμογή του. Ειδικότερα, ελλοχεύει ο κίνδυνος δημιουργίας στερεοτυπικών κριτηρίων, ικανών να μετατρέψουν την αξιολόγηση της αξιοπιστίας σε διαδικασία τυποποιημένων ελέγχων, εις βάρος της κατά περίπτωση, εξατομικευμένης ανάλυσης. Χωρίς το εν λόγω μοντέλο να αποκλείεται ως δυνητικό εργαλείο καθοδήγησης στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας, στην παρούσα περίπτωση, το Δικαστήριο προβαίνει στην εκτίμηση του σχετικού ισχυρισμού βάσει των γενικά αποδεκτών δεικτών αξιοπιστίας, χωρίς ειδική αναφορά στο DSSH, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Προς τούτο, επισημαίνονται τα εξής:
23. Κατά τη συνέντευξή του, ο Αιτητής υπεβλήθη τόσο σε ερωτήσεις ανοικτού τύπου, όσο και σε μεγάλο αριθμό διευκρινιστικών και κλειστού τύπου ερωτημάτων, ώστε να του παρασχεθεί η δυνατότητα να αναπτύξει επαρκώς τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του και να αποσαφηνίσει τους ισχυρισμούς του. Ορθώς δε, δεν τέθηκαν ερωτήματα που θα συνιστούσαν αδικαιολόγητη παρέμβαση στην ιδιωτική του ζωή, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2014, C-148/13 έως C-150/13, A, B, C, ECLI:EU:C:2014:2406). Παρά ταύτα, από το σύνολο των δηλώσεων του Αιτητή δεν προέκυψε συνεκτική, σαφής και λεπτομερής αφήγηση ικανή να θεμελιώσει με βιωματικούς όρους τον προβαλλόμενο σεξουαλικό του προσανατολισμό. Ειδικότερα, δεν κατόρθωσε να παράσχει επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με τη διαδικασία διαμόρφωσης και εξέλιξης της σεξουαλικής του ταυτότητας, ούτε να περιγράψει με σαφήνεια την εσωτερική διεργασία που ο ίδιος ακολούθησε, προκειμένου να καταλήξει στη διαπίστωση της ταυτότητάς του. Αν και αρχικώς δήλωσε «αμφιφυλόφιλος», ερωτηθείς να προσδιορίσει τη σεξουαλική του ταυτότητα, ανέφερε ότι κατά την παιδική και εφηβική του ηλικία δεν είχε ερωτικές σχέσεις με γυναίκες και ότι ένιωθε έλξη μόνο προς χαριτωμένα αγόρια. Η αναφορά αυτή παραπέμπει περισσότερο σε ομοφυλοφιλικό και όχι αμφιφυλοφιλικό προσανατολισμό. Στη συνέχεια, ισχυρίστηκε ότι έλκεται και από τα δύο φύλα, με σαφή όμως προτίμηση προς τους άνδρες. Ερωτηθείς περαιτέρω, δήλωσε ότι ουδέποτε αισθάνθηκε ερωτική έλξη για γυναίκες και ότι η πρώτη του σχέση ήταν με άρρεν πρόσωπο, ονόματι «Μ.», όταν ήταν 19 ετών. Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Αιτητής τροποποίησε ουσιωδώς τις αρχικές του δηλώσεις, ισχυριζόμενος ότι είχε συναισθήματα και ερωτικές σχέσεις με άτομα και των δύο φύλων. Προς το πέρας της διαδικασίας, ανέφερε για πρώτη φορά σχέσεις και με άλλα δύο πρόσωπα αρσενικού φύλου, μεταξύ των οποίων και ο «J», τον οποίο ισχυρίστηκε ότι γνώρισε το 2017, αποδίδοντας σε αυτόν την πρώτη του σχέση – θέση που αντιφάσκει με τη διοικητική του κατάθεση, όπου δήλωσε τον «Μ.» ως πρώτο σύντροφο. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι κατά την παραμονή του στην Kaduna διέμεινε στο ξενοδοχείο προσώπου με το οποίο είχε προηγουμένως ερωτική επαφή, χωρίς να έχει υπάρξει σχετική αναφορά κατά τη διοικητική διαδικασία. Επιπλέον, η σχετική δήλωση έρχεται σε αντίθεση με την προηγούμενη αναφορά του ότι ανοίχτηκε στον εργοδότη του μόνο αφότου κατέφυγε στην Kaduna. Τέλος, ο Αιτητής υπήρξε αντιφατικός και ως προς το χρονικό σημείο κατά το οποίο συνειδητοποίησε τη σεξουαλική του ταυτότητα. Κατά τη διοικητική διαδικασία ανέφερε ότι το αντιλήφθηκε σε ηλικία 16-17 ετών, ενώ ενώπιον του Δικαστηρίου προσδιόρισε την ηλικία αυτή στα 10-11 έτη. Επισημαίνεται επίσης η αδυναμία του να περιγράψει με βιωματικό και συναισθηματικά ουσιώδη τρόπο τη σχέση του με τον σύντροφό του. Η περιγραφή περιορίστηκε σε γενικές αναφορές περί γνωριμίας στο σχολείο και δυνατότητας επικοινωνίας, χωρίς αποτύπωση του τρόπου εξέλιξης της σχέσης, των συναισθημάτων του ή της επίδρασης αυτής στη ζωή του. Υπό το φως όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν θεμελιώνεται η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή περί του αμφιφυλοφιλικού του σεξουαλικού προσανατολισμού.
24. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, όπως αυτός διαμορφώθηκε ανωτέρω, σύμφωνα με πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, οι σχέσεις του ιδίου φύλου ποινικοποιήθηκαν και οι ομάδες υπεράσπισης των ΛΟΑΤΚΙ+ απαγορεύτηκαν το 2014, όταν ο πρώην πρόεδρος Jonathan υπέγραψε το νόμο για την απαγόρευση των γάμων μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Στη Νιγηρία τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας αντιμετωπίζουν εκτεταμένες κρατικές και κοινωνικές διακρίσεις. Νιγηριανοί που καταδικάζονται για σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου μπορούν να φυλακιστούν έως και για 14 χρόνια, ενώ 12 βόρειες πολιτείες διατηρούν τη θανατική ποινή για σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα υφίστανται επίσης επιθέσεις από αστυνομικούς κατά τη διάρκεια συλλήψεων, απόπειρες εκβιασμού και διακρίσεις κατά την πρόσβαση σε δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες. Έρευνα του 2019 έδειξε ευρεία αντίθεση στα δικαιώματα της κοινότητας των ΛΟΑΤΚΙ+ με το 74% των ερωτηθέντων να υποστηρίζει τις ποινές φυλάκισης για όσους επιδίδονται σε δραστηριότητες μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου.[2] Τα ευρήματα της ανωτέρω έρευνας, επιβεβαιώνονται και από έκθεση του USDOS, σύμφωνα με την οποία άτομα των ΛΟΑΤΚΙ+ στη Νιγηρία αντιμετωπίζουν απειλές και βία εναντίον τους με βάση τον πραγματικό ή αποδιδόμενο σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου τους. Η παραβίαση της ιδιωτικής ζωής, οι αυθαίρετες συλλήψεις και οι παράνομες κρατήσεις, αναφέρονται ως οι πιο συχνές παραβιάσεις που διαπράχθηκαν από αστυνομικούς και άλλους κρατικούς φορείς.[3] Τα ανωτέρω ευρήματα από πηγές πληροφόρησης θα μπορούσαν να αποτελέσουν θετικό δείκτη της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του καθώς συντέμνονται με τις αναφορές του Αιτητή περί ποινικοποίησης του σεξουαλικού του προσανατολισμού και διακριτικής μεταχείρισης των αμφιφυλόφιλων προσώπων. Ενόψει, όμως, της μη θεμελίωσης της εσωτερικής αξίας του Αιτητή ως προς τη σεξουαλική του ταυτότητα, τα εν λόγω ευρήματα δεν επαρκούν για την αποδοχή του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο οποίος απορρίπτεται.
25. Αναφορικά με τον τρίτο νεοσχηματισθέντα ισχυρισμό του Αιτητή, ο οποίος αφορά το περιστατικό εντοπισμού του ιδίου και του συντρόφου του κατά τη διάρκεια ερωτικής πράξης, καθώς και τον επακόλουθο θάνατο του τελευταίου περί τα τέλη του 2021, παρατηρείται ότι ο εν λόγω ισχυρισμός συνδέεται άρρηκτα με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό. Ωστόσο, η εξέτασή του αναδεικνύει περαιτέρω στοιχεία που πλήττουν την ήδη κλονισμένη αξιοπιστία του Αιτητή. Ειδικότερα, ως προς τις συνθήκες διαφυγής του, ο Αιτητής παρέμεινε γενικόλογος και ασαφής, χωρίς να εξηγεί επαρκώς υπό ποιές περιστάσεις και για ποιό λόγο ο σύντροφός του παρέμεινε στη σκηνή, ενώ εκείνος κατόρθωσε να διαφύγει. Επιπλέον, οι δηλώσεις του σχετικά με τον τρόπο που πληροφορήθηκε την κακοποίηση και τον θάνατο του συντρόφου του εμφανίζουν σοβαρές αντιφάσεις. Ειδικότερα, κατά τη διοικητική διαδικασία ανέφερε αρχικώς ότι διέφυγε, αλλά κατά την επιστροφή του αντίκρισε τον σύντροφό του να υφίσταται βία από τρίτους (βλ. ερ. 49 του Δ.Φ.). Η αναφορά αυτή αντιφάσκει με προγενέστερη και επαναλαμβανόμενη δήλωσή του ότι εγκατέλειψε αμέσως τη σκηνή. Περαιτέρω, δήλωσε ότι έλαβε γνώση του βασανισμού και της ενδεχόμενης δολοφονίας του συντρόφου του μέσω ανεπιβεβαίωτων φημών, οι οποίες εν συνεχεία επιβεβαιώθηκαν – κατά τους ισχυρισμούς του – από πρώην συμμαθητή του που διέμενε στην ίδια περιοχή. Σε επόμενο στάδιο, πρόσθεσε ότι κυκλοφόρησε σχετικό βίντεο στο διαδίκτυο. Ωστόσο, ενώπιον του Δικαστηρίου περιορίστηκε να αναφέρει ότι «ξεφτίλισαν τον “Μ.”» και ότι «διώκεται και με ψάχνουν και εμένα επίσης». Σε ερώτηση του Δικαστηρίου εάν επιχείρησε να επικοινωνήσει μαζί του, ο Αιτητής απάντησε ότι είχε αφήσει πίσω την τηλεφωνική του κάρτα και είχε δει σχετικό υλικό μέσω εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων («WhatsApp»). Η αντίφαση είναι εμφανής, καθώς στη δικαστική διαδικασία δεν γίνεται ρητή αναφορά στον θάνατο του συντρόφου του, ενώ αντίθετα δηλώνεται αόριστα ότι τον «ξεφτίλισαν». Μόνο κατόπιν ειδικής ερώτησης από το Δικαστήριο, ο Αιτητής ανέφερε ότι ο σύντροφός του τελικά θανατώθηκε, όπως προκύπτει – κατά τους ισχυρισμούς του – από το εν λόγω βίντεο. Επιπροσθέτως, κατά τη διοικητική διαδικασία, δήλωσε ότι του επέδειξαν το βίντεο από άγνωστο πρόσωπο σε μπαρ στην πολιτεία Kaduna, δύο ημέρες μετά το περιστατικό. Σημειώνεται ότι η πολιτεία Kaduna απέχει περίπου 13 ώρες οδικώς από την πολιτεία Ogun, όπου φέρεται να έλαβε χώρα το περιστατικό. Η εκδοχή αυτή δεν κρίνεται εύλογη, ιδίως ελλείψει οποιασδήποτε πειστικής εξήγησης ως προς τον τρόπο κατοχής του βίντεο από άγνωστο τρίτο πρόσωπο σε τόσο απομακρυσμένη γεωγραφική απόσταση (βλ. ερ. 43 σημείο 1Χ του Δ.Φ.). Ακόμη, ο Αιτητής προέβη σε προδήλως αντιφατική και ανακριβή δήλωση ότι, αφότου εγκατέλειψε τη σκηνή, τέσσερα ή πέντε άτομα συνέλαβαν τον σύντροφό του για να τον οδηγήσουν στους γηραιούς. Όταν ερωτήθηκε πώς γνωρίζει τον αριθμό των ατόμων, εφόσον ο ίδιος ισχυρίζεται ότι διέφυγε άμεσα, ανασκεύασε τη δήλωσή του, αναφέροντας ότι δεν γνωρίζει ούτε τον αριθμό των προσώπων ούτε γιατί ο σύντροφός του παρέμεινε στον χώρο (βλ. ερ. 42 του Δ.Φ.). Επιπλέον, παρατηρείται ασυνέπεια και ως προς τον χρόνο του κρίσιμου περιστατικού. Κατά την ελεύθερη αφήγησή του ανέφερε ότι μετέβη στην Kaduna τον Ιανουάριο του 2022, αμέσως μετά το περιστατικό, ενώ ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρίστηκε ότι το επεισόδιο έλαβε χώρα στα τέλη του 2021. Όταν επισημάνθηκε από το Δικαστήριο η χρονική αυτή ασυνέπεια (αναφορά πότε στο 2021 και πότε στο 2022), ο Αιτητής τελικά απάντησε ότι το περιστατικό έλαβε χώρα το 2021. Δεδομένης της σοβαρότητας και του προσωπικού χαρακτήρα του επίμαχου γεγονότος, ευλόγως αναμένεται ο Αιτητής να ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια τον χρόνο επέλευσής του, γεγονός που δεν συνέβη.
26. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, σε συνδυασμό με την ήδη διαπιστωθείσα έλλειψη αξιοπιστίας ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του, κρίνεται ότι και ο τρίτος ισχυρισμός του Αιτητή στερείται εσωτερικής συνοχής και αξιοπιστίας. Επιπλέον, δεδομένου ότι πρόκειται για περιστατικό με έντονο προσωπικό χαρακτήρα, η ανυπαρξία εξωτερικών πηγών επαλήθευσης είναι μεν κατανοητή· ωστόσο, ούτε ο ίδιος ο Αιτητής προσκόμισε οποιοδήποτε υποστηρικτικό στοιχείο ή μαρτυρία προς επιβεβαίωση των σχετικών δηλώσεών του. Ως εκ τούτου, ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του.
27. Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή ως αναλύεται ανωτέρω, επισημαίνονται τα κάτωθι: ως προς τα προσωπικά στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, ο τελευταίος δεν προβάλει οποιοδήποτε υποκειμενικό φόβο, και επιπλέον, φόβος δίωξης και/ή κίνδυνος σοβαρής βλάβης δεν προκύπτει από τη θρησκεία του Αιτητή (Χριστιανισμός), καθώς σύμφωνα με έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για τη Θρησκευτική Ελευθερία στη Νιγηρία για το 2023, o χριστιανισμός είναι η δεύτερη δημοφιλέστερη θρησκεία συνολικά στη χώρα με ποσοστό 48,1% και αποτελεί σημαντική πλειοψηφία στα νότια της Νιγηρίας, όπου συμπεριλαμβάνεται η πολιτεία Οgun, όπου θεωρείται ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του.[4] Ούτε, επίσης, προκύπτει τέτοιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος λόγω της εθνοτικής καταγωγής του Αιτητή, καθώς σύμφωνα με έτερη εξωτερική πηγή, η φυλή του Αιτητή (Igbo), η οποία κυρίως εμφανίζεται στα ανατολικά, αποτελεί μία εκ των τριών κύριων φυλών στη χώρα του.[5] Από το προφίλ του Αιτητή δεν προκύπτει οποιοσδήποτε κίνδυνος συναρτώμενος με το προφίλ του, ούτε και ο Αιτητής ήγειρε οποιοδήποτε ισχυρισμό περί αυτού. Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού ως αμφιφυλόφιλο άτομο κρίθηκε ως αναξιόπιστος.
28. Εξετάζονται στη συνέχεια και αξιολογούνται εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία όπου διαπιστώθηκαν τα κάτωθι: σύμφωνα με το Portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία είναι αναμεμειγμένη σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις ενάντια στις μη κρατικές ένοπλες ομάδες Boko Haram και ISWAP (Islamic State in West Africa Province).[6] Να σημειωθεί ότι οι εν λόγω ένοπλες διαμάχες δεν αφορούν στο τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή.[7]
29. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, στην πολιτεία Ogun, στην οποία βρίσκεται ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, τη χρονική περίοδο 20.4.2024 έως 18.4.2025 καταγράφηκαν 131 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 80 ανθρώπινες ζωές. Τα 131 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 14 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 6 ανθρώπινες απώλειες, 26 διαμαρτυρίες (protests) στις οποίες δεν υπήρξαν ανθρώπινες απώλειες, 36 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 20 ανθρώπινες απώλειες και 55 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 54 ανθρώπινες απώλειες.[8] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Ogun σύμφωνα με εκτίμηση του 2022 ανέρχεται περί τα 6.379.500 κατοίκους.[9]
30. Με βάση τα ανωτέρω, έχοντας ενώπιον μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, καθώς και την ίδια την επίδικη απόφαση καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
31. Ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
32. Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)].
33. Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι εκείνος, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [άρθρο 19(2)(γ)] [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 43].
34. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, «[αναγνωρίζεται] καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».
35. Ως προς τον όρο διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη, το ΔΕΕ, διευκρίνισε ότι της έννοιας της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως, η σημασία και το περιεχόμενο των όρων αυτών πρέπει να καθορίζονται, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτοί χρησιμοποιούνται και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία εντάσσονται (αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑549/07, Wallentin-Hermann, Συλλογή 2008, σ. I‑11061, σκέψη 17, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, C‑119/12, Probst, σκέψη 20). Υπό το σύνηθες νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, η έννοια της εσωτερικής ένοπλης συρράξεως αφορά κατάσταση στην οποία οι τακτικές δυνάμεις ενός κράτους συγκρούονται με μία ή περισσότερες ένοπλες ομάδες ή στην οποία δύο ή περισσότερες ένοπλες ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους. (Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψεις 27 και 28). Εν προκειμένω, με βάση τις ανωτέρω πηγές δεν προκύπτει να λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη στο τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή.
36. Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
37. Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
38. Έτι περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009) Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
39. Αλλά και όλως επικουρικώς των ανωτέρω, δεν εντοπίζω οποιοδήποτε παράγοντα επίτασης κινδύνου εξετάζοντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, διαπιστώνοντας ότι αυτός, σε κάθε περίπτωση, συνιστά άρρενα, νεαρής ηλικίας, απόφοιτο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, χωρίς προβλήματα υγείας και με ικανότητα να εργαστεί.
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ Practical Guide on Evidence and Risk Assessment ως προς τον ορθό τρόπο διάκρισης των ουσιωδών ισχυρισμών του Αιτητή.
[2] Freedom House, “Freedom in the World 2023 – Nigeria”, 13.4.2023,
https://www.ecoi.net/en/document/2090190.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/6/2025)
[3] USDOS - US Department of State, “2022 Country Report on Human Rights Practices – Nigeria”, 20.3.2023,
https://www.ecoi.net/en/document/2089140.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/6/2025)
[4] USDOS - U.S. Department of State, “2023 Report on International Religious Freedom: Nigeria”, https://www.state.gov/reports/2023-report-on-international-religious-freedom/nigeria/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/6/2025)
[5] Ecoi.net, “Nigeria - Country briefing”, https://www.ecoi.net/en/countries/nigeria/briefing/#ftn13
(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25.6.2025)
[6] Portal RULAC - Rule of Law in Armed Conflicts, updated on 10.11.2022,
https://www.rulac.org/browse/countries/nigeria#collapse1accord (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25.6.2025)
[7] European Union Agency for Asylum (E.U.A.A.), “Country Guidance – Nigeria”, October 2021, p. 137, https://euaa.europa.eu/publications/country-guidance-nigeria (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/6/2025)
[8] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), [Εφαρμοζόμενες παράμετροι: Battles/Violence against civilians/- Explosions, Remote violence/Riots/Protests, 20.4.2024-18.4.2025, Africa: Nigeria: Ogun], https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24.3.2025)
[9] City Population, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/ (Nigeria - Ogun State), (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/3/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο