J.N.N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 5014/2024, 30/6/2025
print
Τίτλος:
J.N.N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 5014/2024, 30/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 5014/2024

30 Ιουνίου, 2025

[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

J.N.N. εκ Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Α. Χ’’ Ιωσήφ (κα) για Α. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Ο Αιτητής Παρών.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 03/12/24 (του κοινοποιήθηκε αυθημερόν), με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος και/ή ζητά οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει δίκαια υπό τις περιστάσεις.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 02/12/22, στις 05/11/24 διεξήχθη η συνέντευξή του, στις 06/11/24 ετοιμάστηκε σχετική έκθεση/εισήγηση και ακολούθησε απορριπτική απόφαση στις 13/11/24, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η συνήγορος του Αιτητή υιοθέτησε τους λόγους για τους οποίους υποβλήθηκε αίτημα ασύλου, περιόρισε τους λόγους ακύρωσης στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και αναιτιολόγητα, αποσύρθηκαν δε ρητά οι υπόλοιποι νομικοί ισχυρισμοί. Πρόσθεσε ότι, κακώς δεν έγινε αξιολόγηση ευαλωτότητας του Αιτητή κατά παράβαση του Άρθρου 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000), η οποία αξιολόγηση οφείλει η αρμόδια αρχή να διεκπεραιώνει.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση υιοθέτησαν το περιεχόμενο της ένστασης και του διοικητικού φακέλου, τονίζοντας ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και είναι δεόντως αιτιολογημένη.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Δεδομένων των δηλώσεων της συνηγόρου του Αιτητή και της ρητής απόσυρσης συγκεκριμένων λόγων ακύρωσης το Δικαστήριο αξιολογεί πρώτα την κατ΄ ισχυρισμό παράβαση των διατάξεων του Άρθρου 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000). Το σχετικό άρθρο του Νόμου προνοεί τα ακόλουθα:

 

«9ΚΔ.-(1) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 9ΚΓ, απαιτείται ατομική εκτίμηση  για να  διαπιστωθεί κατά πόσο συγκεκριμένο πρόσωπο είναι αιτητής με ειδικές ανάγκες υποδοχής και, εάν είναι, για να προσδιοριστούν αυτές οι ειδικές ανάγκες υποδοχής.  Κατά τη διενέργεια της προαναφερόμενης εκτίμησης, απαιτείται ατομική συνεκτίμηση για να διαπιστωθεί κατά πόσο το ίδιο πρόσωπο είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων και, εάν είναι, για να προσδιοριστούν οι διαδικαστικές του ανάγκες και να τύχει της αναγκαίας υποστήριξης και των ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων.  Οι εν λόγω εκτιμήσεις διενεργούνται χωρίς επηρεασμό της εκτίμησης των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Οι ατομικές εκτιμήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) διενεργούνται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος κατά τα αρχικά στάδια υποβολής της αίτησης, χωρίς η εμβέλεια αυτής της εκτίμησης να περιορίζεται κατ’ ανάγκην στα αναφερόμενα στο ειδικό έντυπο που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3).

(3) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος άρθρου -

(α) Ο υπεύθυνος στο χώρο υποβολής της αίτησης συμπληρώνει ειδικό έντυπο, ο τύπος του οποίου αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο, στο οποίο αναφέρει τυχόν ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή καθώς και τη φύση των αναγκών αυτών, όπου αυτό είναι εφικτό∙

(β) στο πλαίσιο των αρχικών ιατρικών εξετάσεων στις οποίες υποβάλλεται ο αιτητής δυνάμει του άρθρου 9Ζ, ο εξετάζων ιατρός, ψυχολόγος ή άλλος ειδικός ετοιμάζει έκθεση για την ύπαρξη τυχόν ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών του αιτητή καθώς και τη φύση των αναγκών αυτών∙

(γ) σε περίπτωση που ο αιτητής φιλοξενείται σε κέντρο φιλοξενίας, οι κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι που εργάζονται σε αυτό διαπιστώνουν, μετά από διεξαγωγή προσωπικών συνεντεύξεων με τον κάθε διαμένοντα, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την εισδοχή του αιτητή στο κέντρο φιλοξενίας, κατά πόσο οι διαμένοντες στο κέντρο φιλοξενίας αντιμετωπίζουν οποιεσδήποτε ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες και ετοιμάζουν σχετική έκθεση στην οποία αναφέρουν και τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών∙

(δ) οι λειτουργοί των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, σε περίπτωση που ο αιτητής παρουσιαστεί ενώπιόν τους,  εντοπίζουν όπου είναι δυνατό τυχόν ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή και ενημερώνουν γραπτώς την Υπηρεσία Ασύλου για την ύπαρξη καθώς και τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών∙

(ε) σε περίπτωση που οποιαδήποτε αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, κατά την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου, διαπιστώσει την ύπαρξη τυχόν ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών του αιτητή, υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα την Υπηρεσία Ασύλου.

(4)(α) Τα έντυπα και οι εκθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3)  κοινοποιούνται άμεσα στην Υπηρεσία Ασύλου σε σφραγισμένο φάκελο.

(β) Η Υπηρεσία Ασύλου-

(i) Αποφασίζει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, για την ανάγκη παροχής ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών, αναφέροντας στην εν λόγω απόφαση τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών, αφού λάβει υπόψη της τις πληροφορίες και τα στοιχεία που περιέχονται  στα έντυπα και στις εκθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3), και

(ii) παραπέμπει τον αιτητή με ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες στις αρμόδιες αρχές για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (6).

(γ) Η Υπηρεσία Ασύλου αν το κρίνει αναγκαίο, διεξάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτητή αναφορικά με τις ειδικές ανάγκες υποδοχής του ή/και διαδικαστικές ανάγκες του ή/και ζητεί συμβουλές από εμπειρογνώμονες επί ειδικών ζητημάτων.

(5) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και σε περίπτωση που οι ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες εμφανιστούν σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας. Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, κατά την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου, διαπιστώσει σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας την ύπαρξη ειδικών αναγκών του αιτητή, υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία και αποφασίζει για την ανάγκη παροχής ειδικών αναγκών υποδοχής ή/και διαδικαστικών αναγκών σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4).

(6) Σε αιτητή που διαπιστώνεται ότι είναι αιτητής με  ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες σύμφωνα με το παρόν άρθρο, οι αρμόδιες αρχές -

(α) Παρέχουν υποστήριξη, η οποία λαμβάνει υπόψη τις ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διεθνούς προστασίας∙ και

(β) μεριμνούν για την κατάλληλη παρακολούθηση της κατάστασής του.

(7) Μόνο ευάλωτα πρόσωπα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9ΚΓ θεωρούνται ότι έχουν ειδικές ανάγκες υποδοχής και επωφελούνται της ειδικής στήριξης που παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.»

 

Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου έγινε σχετική αξιολόγηση του Αιτητή στη βάση του Άρθρου 9ΚΔ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) (ερυθρά 9-8 του διοικητικού φακέλου «ΔΦ») βάση των οποίων δεν καταδειχθήκαν ουσιαστικές ενδείξεις ευαλωτότητας που να επηρεάζουν την διαδικασία συνέντευξης και/ή καταγράφεται ότι δεν εντοπίστηκαν ειδικές συνθήκες υποδοχής. Ούτε καθορίστηκε ειδικά οποιαδήποτε σύσταση για παραπομπή, συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός της συνηγόρου του Αιτητή απορρίπτεται ως αβάσιμος. Εξάλλου, κατά το στάδιο της συνέντευξής του, δήλωσε ότι δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε ιατρικό πρόβλημα ή πρόβλημα με την υγεία του, ούτε ότι έχει οιεσδήποτε ειδικές ανάγκες (ερυθρό 34 ΔΦ). Σημειώνεται δε ότι ούτε η συνήγορος του υπέδειξε μέσω τεκμηριωμένων λόγων ακύρωσης κατά πόσο επηρεάστηκαν οι δηλώσεις του κατά την συνέντευξη λόγω δυσχερούς ψυχολογικής και/ή σωματικής κατάστασης και/ή ούτε υποδείχθηκαν σοβαρές ενδείξεις ευαλωτότητας και/ή οποιαδήποτε ένδειξη ότι ο Αιτητής χρήζει ψυχολογικής ή ψυχιατρικής παρακολούθησης ή νοσηλείας που τυχόν επηρέαζε την αξιολόγηση του αιτήματος του.

 

 

 

Το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν.73(Ι)/2018), προχωρεί σε αξιολόγηση της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς έλλειψης δέουσας έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης πράξης στη βάση του περιεχομένου του ΔΦ, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι υπόλοιποι ισχυρισμοί αποσύρθηκαν ρητώς από την συνήγορο του Αιτητή. 

 

Μετά τη διενέργεια σχετικής συνέντευξης, ο λειτουργός εξετάζοντας τα όσα λέχθηκαν σε αυτήν, εντόπισε και αξιολόγησε δύο ισχυρισμούς.  Αποδέχτηκε τον ισχυρισμό του ως προς την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του (ερυθρά 78-77 ΔΦ), πλην όμως απέρριψε ως εσωτερικά αναξιόπιστο τον δεύτερο ισχυρισμό του που αφορά απειλές θανάτου από τους θείους του. Στη σχετική έκθεση/εισήγηση, καταγράφηκαν οι ασυνέπειες, η έλλειψη επάρκειας πληροφοριών, οι γενικότητες και οι αοριστίες στα λεγόμενά του. Ειδικότερα εντοπίστηκε ότι υπέπεσε σε αντιφάσεις σε σχέση με τις δηλώσεις του που αφορούν την καταγγελία του στις αρχές της χώρας του και/ή χρονικές αντιφάσεις σε σχέση με τον θάνατο της μητέρας του,  αποχώρησης του από την χώρα καταγωγής του και/ή του χρονικού πλαισίου που έλαβε τις απειλές. Αναφορικά με τον θάνατο του πατέρα του, υπέπεσε σε αντίφαση διότι αρχικά ανέφερε ότι οι θείοι του έβαλαν εγκληματίες να σκοτώσουν τον πατέρα του ενώ στην συνέχεια άλλαξε τον ισχυρισμό του και δήλωσε ότι τον σκότωσαν οι ίδιοι οι θείοι του και/ή δεν έδωσε επαρκή απάντηση σε διευκρινιστική ερώτηση του λειτουργού. Αναφορικά με το περιστατικό στο σπίτι του ενώ αρχικά δήλωσε ότι κατά την δεύτερη φορά που μπήκαν στο σπίτι οι θείοι του βρισκόταν αυτός και η αδερφή του, στην συνέχεια απάντησε ότι βρισκόταν και η μητέρα του και/ή δεν κατάφερε να αποσαφηνίσει επαρκώς την απάντηση του. Αντιφάσεις στα λεγόμενα του παρουσιάστηκαν σε σχέση με το κατά πόσο οι θείοι του σκότωσαν τον πατέρα του (ερυθρά 76-75, 32-22 ΔΦ). Το Δικαστήριο αφού διήλθε των λεπτομερειών της συνέντευξης διαπιστώνει σε συμφωνία με τα ευρήματα του λειτουργού ότι ο Αιτητής δεν ήταν λεπτομερής στις περιγραφές του σε σχέση με την διαφωνία επί της περιουσιακής/κληρονομικής διαμάχης, τους λόγους που οδήγησαν σε αυτήν, η φύση/είδος των απειλών ήταν ελλιπούς πληροφοριών, τα προβλήματα που υπήρχαν μεταξύ της οικογένειας και των μελών αυτής, καθώς και μη αληθοφανής ήτο στις δηλώσεις του για τους λόγους που περιβάλουν για την αναζήτηση προστασίας στις αρχές της χώρας του. Από την έκθεση/εισήγηση προκύπτει ότι η έρευνα του λειτουργού ήτο ενδελεχής και επεκτάθηκε σε όλα τα ελλιπή στοιχεία που προσκομίστηκαν, ενώ από δε από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας του, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων διαπιστώνω ότι αυτή δεν τεκμηριώνεται. Ούτε παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια[1]. Σε αρκετές διευκρινιστικές ερωτήσεις του λειτουργού για αριθμό ζητημάτων ο Αιτητής δεν ήταν ικανός να παράσχει ικανοποιητικές απαντήσεις[2] αλλά ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Από τα γεγονότα της περίπτωσης του σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν έπεισε για το υπαρκτό των απειλών ή οιασδήποτε μορφής δίωξη. Ούτε τεκμηριώνεται ότι ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του που να αντιμετωπίζει δίωξη, ενώ σε περίπτωση επιστροφής του δεν θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας του. Δεν έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις του ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα και του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Ούτε η θολή εικόνα που πρόβαλε για τις κατ΄ ισχυρισμό απειλές που δέχθηκε, πληρούν τα κριτήρια μορφής δίωξης ως οι πρόνοιες του Άρθρου 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023,(Ν.6(Ι)/2000). Υπάρχουν δε επί της έκθεσης-εισήγησης εκτεταμένες καταγραφές του λειτουργού ως προς τα ευρήματα αναξιοπιστίας του Αιτητή ως επίσης και εκτενείς παραπομπές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με το τί επικρατεί στην χώρα καταγωγής, τα οποία ουδόλως αμφισβητήθηκαν επαρκώς κατά την δικαστική διαδικασία από τη συνήγορο του και/ή ούτε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία υπέδειξε σημεία επί της συνέντευξης ή της έκθεσης/εισήγησης που να τεκμηριώνουν ελλιπή υπό τις περιστάσεις έρευνα της αρμόδιας αρχής κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του. Συνεπώς δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

 

Ως προς το εάν η περίπτωση του Αιτητή εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και κατέληξε ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίστατο. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηρίωνε την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να θεωρείτο ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβαλλόταν σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημείωσε ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιωνόταν ότι στην περιοχή του Αιτητή δεν παρατηρούνταν συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων.  Σημειώνεται ότι, ο ίδιος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησής του ανέφερε ότι κινδύνευε λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα του, ενώ από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ανευρέθηκε ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Κινσάσα, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της χώρας[3], ενώ από τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project) προκύπτει ότι τα περιστατικά  ασφαλείας που αφορούν συνολικά την Κινσάσα παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με βία κατά αμάχων[4] , έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μην μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας. 

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ) ούτε προκύπτει ανεπαρκής αιτιολόγηση της διοικητικής απόφασης (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Συνεπώς, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 (Ν. 6(Ι)/2000) έως 2023), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, επίσης, § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών.

[2] EYAA, Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System, Judicial Analysis 2nd Edition, February 2023, σελ.122-123

[3]βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un_documents_type/security-council-resolutions/?ctype=Democratic%20Republic%20of%20the%20Congo&cbtype=democratic-republic-of-the-congo , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo, UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html , USAID, Democratic Republic of the CongoComplex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο σε διεύθυνση της ιστοσελίδας reliefweb: https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/democratic-republic-congo-complex-emergency-fact-sheet-3-fiscal-9 και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo

[4] Σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 01/06/2024 – 20/06/25, σημειώθηκαν στην εν λόγω επαρχία 27 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 234 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 12 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (17 θάνατοι), 9 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (203 θάνατοι), 2 περιστατικά συνίσταντο σε διαμαρτυρίες (κανένας θάνατος), ενώ καταγράφηκαν 4 περιστατικά μαχών ή εκρήξεων (14 θάνατοι) ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά απομακρυσμένης βίας. Σημειώνεται ωστόσο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανωτέρω περιστατικών ασφαλείας και των συνεπακόλουθων απωλειών, έλαβε χώρα στις 02/09/2024 όταν κρατούμενοι της φυλακής Makala στην Κινσάσα εξεγέρθηκαν και επιχείρησαν μαζική απόδραση. Προκλήθηκαν τουλάχιστον 130 θάνατοι, τόσο από την άτακτη φυγή και τα ποδοπατήματα, όσο και από πυροβολισμούς των αρχών που προσπάθησαν να σταματήσουν την απόδραση κρατουμένων. Ο δε συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται σήμερα σε  περίπου 16.316.000 κατοίκους.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο