
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.6987/22
19 Ιουνίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
J. Α.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κα Στ. Μιχαήλ, Δικηγόρος για Αιτητή
Κα Μ. Σουρουλλά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.26/06/24, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 28/06/24, και απόφαση του Δικαστηρίου δια της οποίας να αναγνωρίζεται ο αιτητής ως πρόσφυγας ή, διαζευκτικά, να αναγνωρίζεται ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας ή με την οποία η απόφαση επιστροφής που εκδόθηκε κατά του αναγνωρίζεται ως άκυρη ως εκδοθείσα κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης και αντικείμενη στα άρθρα 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής ΕΣΔΑ).
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από το Πακιστάν, εισήλθε στη Δημοκρατία νομίμως, με φοιτητική άδεια, στις 14/06/15 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 25/07/19 (ερ.1-3, 41).
Την 12/05/22 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.36-41). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση (ερ.50-54) και στις 04/06/22 η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να μην παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία του επιδόθηκε στις 06/10/22 και του μεταφράστηκε στην μητρική του γλώσσα (ερ.58-59, 2).
Στην επίδικη αίτηση ο αιτητής καταγράφει ότι ο ίδιος είναι μουσουλμάνος Ahmadiyya, «όλοι οι άλλοι Μουσουλμάνοι δεν [τον] αποδέχονται ως Μουσουλμάνο και γι’ αυτό [τον] μισούσαν τόσο πολύ και [έχει] επίσης προβλήματα στην Κύπρο». Ως αναφέρει, το 2018 έστειλε «3 φωτογραφίες από αγόρια (boys) [που] προσπάθησαν να [τον] σκοτώσουν» και ένας αξιωματικός του τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων (CID) του είπε ότι χρειάζεται προστασία. Ως αναφέρει περαιτέρω ο αιτητής, έχει παλέψει με τα προβλήματα και τις δυσκολίες του όμως τώρα δεν έχει άλλη επιλογή και γι’ αυτό θέλει να είναι νόμιμος σ’ αυτή τη χώρα.
Στη συνέντευξη που διενεργήθηκε ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στην πόλη Narowall του Πακιστάν, όπου διέμεινε μέχρι 15 ετών, στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Faisal Abad, όπου διέμεινε με τον αδερφό του και στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν από κοινού στην πόλη Lahore, όπου ο αιτητής διέμεινε μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Οι γονείς του διαμένουν στην πόλη Narowall, ένας αδερφός του στη Ρωσία, άλλος στην Ιταλία και ένας απεβίωσε το 2017. Ο ίδιος είναι άγαμος και άτεκνος, κάτοχος διπλώματος μηχανικής και εργαζόταν βοηθώντας τον πατέρα του σε γεωργικές εργασίες.
Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής προκειμένου να σπουδάσει, ανήκει στη θρησκευτική σέκτα Ahmadiya, όπως όλη η οικογένεια του, πλην της μητέρας του, και πρόσθεσε τα μέλη του εν λόγω κινήματος δέχονται διακρίσεις και ότι για το συγκεκριμένο λόγο πήραν τα χωράφια του πατέρα του.
Σε ακόλουθη ερώτηση αναφορικά με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις στις οποίες πιστεύουν τα μέλη του κινήματος Ahmadiya, τις οποίες δεν πιστεύουν οι άλλοι Μουσουλμάνοι, ο αιτητής απάντησε ότι τα μέλη του κινήματος Ahmadiya πιστεύουν στον Μεσσία, ο οποίος προήλθε από την πόλη Qadian της Ινδίας. Οι υπόλοιποι Μουσουλμάνοι, ως ανέφερε, δεν το πιστεύουν αυτό και ότι θεωρούν τους Ahmadiya ως μη Μουσουλμάνους και ότι δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούν το Κοράνι. Δήλωσε τέλος ο αιτητής ότι αρχηγός του κινήματος Ahmadiya είναι πλέον ο Hazrat Mirza Masroor Ahmed, ο οποίος διαμένει στην Αγγλία και έδωσε τη διεύθυνση του. Ερωτηθείς πότε ανέλαβε το συγκεκριμένο πρόσωπο την ηγεσία του εν λόγω θρησκευτικού κινήματος, ο αιτητής δήλωσε ότι το εν λόγω πρόσωπο εξελέγη αρχηγός το 2005, μετά το θάνατο του 4ου Χαλίφη, ως ανέφερε. Κληθείς να εξηγήσει πως εξελέγη αρχηγός ο ανωτέρω άνδρας, ο αιτητής δήλωσε ότι έλαβαν χώρα εκλογές.
Ζητηθείς να περιγράψει τις πρακτικές και το δόγμα των Ahmadiya, o αιτητής δήλωσε ότι οι πιστοί πιστεύουν στο Κοράνι και ότι ο Μohhamed ήταν ο τελευταίος προφήτης. Δήλωσε δε ότι διαθέτουν τις ίδιες προσευχές με τους κοινούς Μουσουλμάνους καθώς και την ίδια Qalma, ήτοι δήλωση περί μουσουλμανικής πίστης. Ωστόσο οι κοινοί Μουσουλμάνοι δεν τους αφήνουν να χτίσουν τζαμί ή να πάρουν το κοράνι σπίτι τους καθώς θεωρούν ότι το κίνημα Ahmadiya δεν σέβεται τον τελευταίο προφήτη. Κληθείς να προσδιορίσει πότε και ποιος ίδρυσε το εν λόγω θρησκευτικό κίνημα, ο αιτητής δήλωσε ότι το ίδρυσε ο Hazrat Mirza Ghulam Ahmed Quadiyani. Σε σχέση με το πως αντιμετωπίζουν τον Χριστό ο αιτητής δήλωσε ότι οι Ahmadiya τον δέχονται, δεν πιστεύουν όμως, όπως οι υπόλοιποι Μουσουλμάνοι, ότι θα επιστρέψει.
Κληθείς να σχολιάσει το ότι οι κωδικοί των εγγράφων (QR και Βarcodes) που προσκόμισε δεν πιστοποιούνται από τις αντίστοιχες εφαρμογές αναγνώρισης, ο αιτητής δήλωσε ότι δεν γνωρίζει για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό, αφού εξέδωσε τα εν λόγω έγγραφα μέσω της ιστοσελίδας Nadra.
Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής ανέφερε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της φοβάται ότι θα δολοφονηθεί από τους κοινούς Μουσουλμάνους, ενώ προσέθεσε ότι υπέβαλε καταγγελία στην τοπική αστυνομία στη χώρα καταγωγής, την οποία προσκόμισε ενώπιον της Υπηρεσίας. Κληθείς ο αιτητής να σχολιάσει το γεγονός ότι το έγγραφο της καταγγελίας που προσκόμισε αναφέρεται σε ένα κομμάτι γης και δεν φέρεται να έχει καμία σχέση με τους ισχυρισμούς του περί διώξεως του λόγω των πιστεύω του, δήλωσε ότι η αστυνομία στο Πακιστάν είναι κατά των Ahmadiya, ενώ σε σχέση με την κακή ποιότητα των προσκομισθέντων αντιγράφων, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι αληθινά και ότι ο αδερφός του υπέβαλε αίτηση ασύλου στην Ιταλία, όπου ανέφερε την κατάσταση με τα μέλη του θρησκευτικού κινήματος Ahmadiya, και έλαβε «διαβατήριο» (σ.σ. εννοεί άδεια διαμονής).
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε ο αιτητής εντόπισαν και αξιολόγησαν τρείς ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.
1. Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπο διαμονής του αιτητή
2. Έφυγε από το Πακιστάν γιατί ανήκει στη θρησκευτική σέκτα των μουσουλμάνων Ahmadiyya, οι οποίοι υπόκεινται σε διακρίσεις
3. Έφυγε από το Πακιστάν για να σπουδάσει
Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο και 3ο εκ των ως άνω ισχυρισμών, απέρριψαν όμως τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό ως αναξιόπιστο.
Συγκεκριμένα, αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, κρίθηκε ότι στερείται εσωτερικής συνοχής, χωρίς εντούτοις να εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους οι καθ’ ων η αίτηση άχθηκαν σ’ αυτό το εύρημα. Επί της εξωτερικής συνοχής των λεγομένων του αιτητή, κατόπιν έρευνας σε διαθέσιμες πληροφορίες (ερ.30-35, 42-49) και αξιολόγησης των εγγράφων που προσκόμισε ο αιτητής κατά τη συνέντευξη, κρίθηκε ότι τα όσα ανέφερε έρχονται σε αντίθεση με σχετικές πληροφορίες (ΠΧΚ) που εντόπισαν αναφορικά με τους Ahmadiyya σχετικά με τα πιστεύω τους, τον ιδρυτή τους και τον ρόλο του, πότε εξελέγη και πότε έφυγε από το Πακιστάν ο τωρινός τους Χαλίφης και τις διαφορές τους με τους υπόλοιπους μουσουλμάνους και, σχετικά με τα προσκομισθέντα έγγραφα, χωρίς και πάλι να εξηγείται ο λόγος, απορρίφθηκε η αξιοπιστία και αποδεικτική τους αξία.
Στη βάση των ανωτέρω ευρημάτων οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίσταται εύλογος βαθμός πιθανότητας, ο αιτητής να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του.
Συνεπεία των ανωτέρω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε κατά του αιτητή απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Σημειώνεται ότι η αίτηση τροποποίησης της προσφυγής, η οποία είχε καταχωριστεί από άλλο δικηγόρο, δια της προσθήκης σ’ αυτήν εγγράφων και πρόσθετης μαρτυρίας, τελικώς αποσύρθηκε από τη συνήγορο του αιτητή που ανέλαβε κατόπιν εγκρίσεως αιτήσεως για νομική αρωγή, λίγες μέρες μετά την καταχώρηση, στις 17/11/23. Ακόλουθο προφορικό αίτημα μαρτυρίας (αναφορικά με κομμένο δάχτυλο του αιτητή, δια υπόδειξης του στο Δικαστήριο), το οποίο υπεβλήθηκε στις διευκρινήσεις απορρίφθηκε, κατόπιν ενστάσεως των καθ’ ων η αίτηση, ενόψει των προνοιών του κ.3Γ και 10Α του παρόντος Δικαστηρίου. Σημειώνεται ότι ο αιτητής χειρίστηκε για ορισμένο διάστημα μόνος του την προσφυγή, προτού καταχωρήσει αίτηση νομικής αρωγής, η οποία εγκρίθηκε, και διορίσει τελικά τη δικηγόρο που χειρίστηκε την υπόθεση μέχρι τέλους.
Σημειώνεται, προτού προχωρήσω, ότι, αν τα μέρη επιθυμούν να προσάγουν μαρτυρία, η οποία δεν περιλαμβάνεται στους διοικητικούς φακέλους, οφείλουν να πράξουν εντός των πλαισίων που θέτουν οι κ.3Γ και 10Α περί της Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019 (3/2019), ως αυτοί ισχύουν για υποθέσεις που καταχωρίστηκαν μετά τις 16/09/22, ως η παρούσα υπόθεση, καθώς και η νομολογία. Σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 281, όπου αναφέρεται ότι :
«[…] [Η] αγόρευση ούτε διευρύνει, ούτε επεκτείνει τα επίδικα θέματα και δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας. (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά (1993) 3 Α.Α.Δ. 598· Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου - (Υπόθεση αρ. 1061/94 - 30.6.1995).)
Τα επίδικα θέματα, όπως τονίσαμε στη Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (ανωτέρω), προσδιορίζονται στη δικογραφία και στοιχειοθετούνται από το διοικητικό φάκελο. (Βλ. επίσης Βαρνάβας Νικολάου και Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 380/94 - 31.8.1995· Κυριακίδης και Άλλος ν. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 212/95 και 259/95 - 31.1.1997.)
Απαιτείται η άδεια του Δικαστηρίου για την προσαγωγή μαρτυρίας άλλης, από το διοικητικό φάκελο.»
Στη βάση των ως άνω σημειώνω ότι από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν μπορούν βεβαίως να ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί γεγονότων και τα έγγραφα που περιλαμβάνονται και επισυνάπτονται στη γραπτή αγόρευση του αιτητή ημ.30/05/23, καθώς, ενόψει του ότι ανέλαβε δικηγόρος την εκπροσώπηση του (μετά την καταχώριση από τον ίδιο τον αιτητή της εν λόγω αγόρευσης), θα έπρεπε να έχει προβεί σε σχετικό δικονομικό διάβημα για προσκόμιση μαρτυρίας, στη βάση των ως άνω διαδικαστικών κανονισμών. Αναφορικά με τα συναφθέντα στην συμπληρωματική αγόρευση του αιτητή ημ.08/12/23 (βλ. σχετικές με τούτο αναφορές στην απαντητική αγόρευση του αιτητή, σελ.1-2), σημειώνω ότι στη δικάσιμο στις 17/11/23, όταν και αποσύρθηκε η αίτηση τροποποίησης ημ.07/11/23 (η οποία αποτελούσε κατ’ ουσία προσπάθεια προσκόμισης μαρτυρίας), το μόνο έγγραφο του οποίου τελικά επιτράπηκε η προσκόμιση, με τη σύμφωνη γνώμη της συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση, το οποίο σημειώθηκε ως Τεκ.1, είναι η βεβαίωση παρακολούθησης μαθημάτων ελληνικής γλώσσας. Για τα λοιπά έγγραφα, από τη στιγμή που συνιστούσαν πληροφορίες σχετικά με τους ισχυρισμούς του αιτητή (ΠΧΚ), οι οποίες θα αναζητηθούν έτσι κι’ αλλιώς από το Δικαστήριο, λέχθηκε ότι δεν χρειάζεται κάποιο άλλο διάβημα και μπορούν να ληφθούν υπόψη ως έχουν, πλην του εγγράφου με αρ.4 (Παράρτημα Β, ΕΔ), το οποίο επίσης αποτελεί μαρτυρία, για την οποία θα έπρεπε να υποβληθεί σχετικό δικονομικό διάβημα, πράγμα που δεν έγινε εν προκειμένω. Επί τούτων θα επανέλθω και πιο κάτω.
Στις αγορεύσεις της λοιπόν
η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι στα πλαίσια της επίδικης αίτησης δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του αιτητή, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να είναι προϊόν πλάνης, λανθασμένης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η άιτηση και αναιτιολόγητη. Κατόπιν αναφορών στην οικεία νομοθεσία, όπου – σημειώνω – γίνεται αναφορά στο αρ.16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο δεν τυγχάνει βεβαίως εφαρμογής εν προκειμένω, αλλά και στα όσα ο αιτητής καταγράφει στην γραπτή του αγόρευση ημ.30/05/23 (τα οποία, για τους λόγους που ανωτέρω εξηγώ, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη στα πλαίσια της παρούσης), η συνήγορος του καταλήγει ότι θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι υφίστανται ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας στο πρόσωπο του αιτητή και πως λανθασμένα κρίθηκε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης στη βάση του ότι αυτός ανήκει στη σέκτα του μουσουλμανισμού των Ahmadiyya. Αναφέρει δε τέλος ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη αναρμοδίως.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι για κανένα εκ των ισχυρισμών γεγονότων που περιέχονται στη συμπληρωματική αγόρευση του αιτητή έχει προσκομιστεί μαρτύρια δια σχετικού δικονομικού διαβήματος. Περαιτέρω αναφέρουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, δόθηκε δεόντως ευκαιρία στον αιτητή να αναφέρει όσα επιθυμούσε κατά τη συνέντευξη, λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα της υπόθεσης, η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη και ορθή, εδράζεται επί ορθών ευρημάτων σε σχέση με την αξιοπιστία των ισχυρισμών του και – σε κάθε περίπτωση - δεν συντρέχει ανάγκη διεθνούς προστασίας. Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος λειτουργού, απορρίπτεται ως ανεδαφικός, παραπέμποντας σχετικά σε πλήθος αποφάσεων του Δ.Δ.Δ.Π..
Στην απαντητική της αγόρευση η συνήγορος του αιτητή επαναλαμβάνει κατ’ ουσία τα όσα είχε αναφέρει στη συμπληρωματική της αγόρευση, προσθέτοντας ότι τα έγγραφα που είχαν συναφθεί στην αποσυρθείσα αίτηση τροποποίησης ημ.07/11/23 έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο.
Δεδομένου ότι εξηγώ πιο πάνω το ποια έγγραφα και/ή ισχυρισμοί γεγονότων έχουν τεθεί δεόντως ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω τα σχετικά.
Προέχει φυσικά η ενασχόληση με τους λόγους που αφορούν την αρμοδιότητα του λαμβάνοντος της προσβαλλόμενη απόφαση οργάνου.
Προτού προχωρήσω στην εξέταση του σχετικού ισχυρισμού θεωρώ ότι προέχει να προσδιοριστεί που εντοπίζεται το πρακτικό της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ώστε να εξεταστεί αν τούτη λήφθηκε από αρμόδιο ή μη όργανο. Από το περιεχόμενο του φακέλου είναι θεωρώ σαφές ότι το πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχεται στην σφραγίδα που εντοπίζεται επί της 1ης σελίδας της έκθεσης-εισήγησης (ερ.54), όπου η σχετική εισήγηση για απόρριψη της αιτήσεως, ως υποβάλλεται από τον γράφοντα την εισήγηση, εγκρίνεται και υπογράφεται από τον εγκρίνοντα λειτουργό. Το ερ.56 συνίσταται σε εξουσιοδότηση ημ.24/02/21 όπου ο (τότε) Υπουργός εξουσιοδοτεί τον εγκρίνοντα την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού να ασκεί της εξουσίες του Προϊσταμένου που αφορούν, μεταξύ άλλων, και την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του αρ.2 του περί Προσφύγων Νόμου.
Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[…..] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».
Με δεδομένο ότι προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί προς τούτο οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), καταλήγω ότι η σχετική εξουσιοδότηση προς τον εγκρίνοντα την σχετική έκθεση και δια τούτο, ως ανωτέρω εξηγείται, λαμβάνοντα την προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι έγκυρη. Εδώ λοιπόν ο εξουσιοδοτημένος προς τούτο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθετώντας στο σύνολο της, ως δύναται να πράξει, και εγκρίνοντας σχετική εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, εξάσκησε θεωρώ δεόντως την σχετική εξουσία που του δίδει ο Νόμος και η σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργού να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου και συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.
Η δε επιστολή ημ.06/10/22 (στην οποία προφανώς αναφέρεται η συνήγορος του αιτητή ως την επίδικη απόφαση) δεν αποτελεί παρά την επιστολή κοινοποίησης της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, η οποία λήφθηκε ως ανωτέρω περιγράφεται και απολύτως νόμιμα υπογράφεται για τον προϊστάμενο από λειτουργό των καθ’ ων η αίτηση. Η δε υπογραφή αυτής από πρόσωπο άλλο από τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας δεν επηρεάζει βεβαίως την νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Σχετικά σε κάθε περίπτωση είναι και τα όσα αναφέρονται στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, υπ. αρ.6447/2013, ημ.30.9.2015, όπου, με αναφορά σε σχετική νομολογία, σημειώθηκαν τα εξής :
«Όπως λέχθηκε και στην Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 29, όπου απερρίφθη παρόμοιο επιχείρημα, η ένθεση υπογραφής ή υπόδειξης ότι αυτή γίνεται «για», εκ μέρους δηλαδή προσώπου, δεν υποδηλώνει απεμπόληση εξουσίας. Η άσκηση εξουσιών γίνεται από οποιονδήποτε έχει εξουσιοδότηση, η δε υπογραφή αυτού του είδους, παραπέμπει στο ουσιαστικό όργανο που έλαβε την απόφαση από το οποίο και εκπορεύεται αυτή, χωρίς να ενέχει σημασία η ταυτότητα του προσώπου που υπέγραψε τη διοικητική πράξη, αλλά η ταυτότητα του προσώπου που έλαβε την απόφαση, (Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 576). Σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας θεωρείται ότι η κατ΄ εξουσιοδότηση αποστολή επιστολής, και αυτό υποδηλώνει το «για», γίνεται εντός του πλαισίου της κανονικής λειτουργίας της διοίκησης, (Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 13/07, ημερ. 5.5.2009 και Carlos Services Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 582/07, ημερ. 21.5.2009).»
Οι ισχυρισμοί περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη δια της παρούσας απόφαση απορρίπτονται.
Δεδομένου ότι άπαντες οι λοιποί εγειρόμενοι ισχυρισμοί δια των αγορεύσεων του αιτητή ισχυρισμοί συμπλέκονται άρρηκτα με την επί της ουσίας ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ με επί της ουσίας εξέταση της, εξ υπαρχής και επί όλων των ενώπιον μου στοιχείων, η οποία τελείται σε κάθε περίπτωση (βλ. Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.107/2023, Q. B. T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).
Προχωρώ λοιπόν με αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων και ισχυρισμών.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης παρατηρώ ότι ο αιτητής, ερωτώμενος για τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής του, ανέφερε ότι έφυγε για να σπουδάσει και πως οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι δεν τους αποδέχονται ως τέτοιους, αφού ανήκει στη σέκτα των Ahmadiyya. Σε ερωτήσεις σχετικά με τη συγκεκριμένη σέκτα ο αιτητής φαίνεται να απάντησε δίδοντας ικανοποιητικές εν μέρει, γενικής φύσεως, πληροφορίες για αυτό, χωρίς όμως εντούτοις να είναι σε θέση να αναφέρει κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό εναντίον του ιδίου ή της οικογένειας του που να συνδέεται με τη σέκτα στην οποία κατ’ ισχυρισμό ανήκει. Το μόνο που αναφέρει σχετικά έχει να κάνει με έγγραφο το οποίο προσκόμισε (ερ.34, μετάφραση στα αγγλικά ερ.35), το οποίο – ως ανέφερε – πρόκειται για αντίγραφο καταγγελίας προς την αστυνομία σχετικά με επίθεση την οποία δέχθηκε από τρία άτομα, προκειμένου να σφετεριστούν τη γη της οικογένειας του, καθώς ο ίδιος εργαζόταν εκεί. Στην επίθεση, ως αναφέρεται στο έγγραφο αυτό του επιτέθηκαν άτομα με όπλο και ξύλο (stick). Όταν στον αιτητή υποδείχθηκε ότι στο έγγραφο αυτό δεν γίνεται αναφορά σε πράξη που συνδέεται με τα πιστεύω του ως Ahmadiyya, ο αιτητής ανέφερε ότι «η αστυνομία είναι εναντίον τους […]» και «δεν θα έπιαναν του δράστες σε κάθε περίπτωση», καθώς, ως ανέφερε, «κανείς δεν θέλει να [τους] βοηθήσει». Ακολούθως ανέφερε ότι ο αδελφός του είναι στην Ιταλία και έχει λάβει διεθνή προστασία και προσκόμισε σχετικό αντίγραφο φερόμενης άδειας διαμονής του αδελφού του στην Ιταλία (ερ.32). Ερωτώμενος αν επιθυμεί να προσθέσει κάτι στα ως άνω απάντησε αρνητικά.
Εκ των ως άνω λοιπόν, κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω κατευθυντήριων γραμμών θα συμφωνήσω με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι τα όσα αναφέρει ο αιτητής περί διώξεως του λόγω της πίστης του ως Ahmadiyya στερούνται εσωτερικής συνοχής, παρότι – ομολογουμένως – δεν αιτιολογείται η κατάληξη τους αυτή στην επίδικη έκθεση. Παρά τούτο, δεδομένης της εξουσίας του Δικαστηρίου, προχωρώ σε πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο των ενώπιον του στοιχείων και δεδομένων.
Σημειώνω ότι, στην απουσία κάποιας συγκεκριμένης πράξης διώξεως ή άλλων πράξεων που ισοδυναμούν με κάτι τέτοιο, το μόνο που απομένει είναι να διαπιστωθεί αν γίνεται αποδεκτός ο ισχυρισμός του αιτητή ότι αυτός και η οικογένεια του ανήκουν στη σέκτα των Ahmadiyya. Εδώ όμως ο αιτητής, παρότι απάντησε στις λίγες ερωτήσεις που του έγιναν περί τούτου, αναφέροντας, ως και πιο πάνω εξηγώ, γενικής φύσεως πληροφορίες, ουδέν περαιτέρω ανέφερε. Στα πλαίσια δε της παρούσης, δεδομένου ότι, ως και ανωτέρω εξηγώ, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί γεγονότων και τα έγγραφα που περιέχονται στην γραπτή του αγόρευση ημ.30/05/23, δεν έχω ενώπιον μου κάποιο στοιχείο ή λεπτομέρεια που θα τεκμηρίωνε τον ισχυρισμό του ότι ανήκει στη σέκτα αυτή και θα παρέθετε κάποιο συμβάν που σχετίζεται με δίωξη του για τον λόγο αυτό. Είναι εκ τούτης της απουσίας ενός συγκεκριμένου γεγονότος που να συναρτάται με τον ισχυρισμό του ότι ανήκει σ’ αυτή τη σέκτα, κάποιου συμβάντος που αφορά τον ίδιο ή κάποιο γνωστό του, ή κάποιο μέλος της οικογένειας του, ήτοι – ενδεικτικά – κάποιο περιστατικό στοχοποίησης, διακρίσεων εις βάρος του, περιθωριοποίησης, καταπάτησης δικαιωμάτων του, έλλειψης προστασίας του από τις αρχές κατά των πιο πάνω συμπεριφορών, που θεωρώ πως αποδυναμώνεται κατ’ αρχή το αφήγημα του αιτητή.
Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι ο αιτητής ανέφερε στα πλαίσια της επίδικης συνέντευξης ότι ο αδελφός του έχει λάβει διεθνή προστασία στην Ιταλία και προσκόμισε προς τούτο έγγραφα (ερ.32), όμως προκύπτει από τα έγγραφα που προσκόμισε ο λόγος για τον οποίο φαίνεται να αποδόθηκε στον αδελφό του διεθνής προστασία. Δεν παραγνωρίζω περαιτέρω ότι ο αιτητής ανέφερε ότι δέχθηκε επίθεση από 3 άτομα σε γη την οποία καλλιεργούσε, όπου δέχθηκε χτυπήματα (ερ.34-35), όμως, ως και οι καθ’ ων η αίτηση υπέδειξαν στον αιτητή κατά τη συνέντευξη, δεν υπάρχει σαφής σύνδεση του περιστατικού αυτού με τον ισχυρισμό του ότι είναι Ahmadiyya.
Στη βάση των ως άνω θα πρέπει να σημειώσω ότι, μέχρι το σημείο αυτό της αξιολόγησης μου, θεωρώ ότι τα θετικά και αρνητικά σημεία που έχω εντοπίσει στο αφήγημα του αιτητή, περιλαμβανομένων των προσκομισθέντων εγγράφων (ερ.24-35) ισοζυγούν, ήτοι δεν έχω εντοπίσει κάποιο σημείο που είτε να στοιχειοθετεί καταφανώς τους ισχυρισμούς είτε να διαβρώνει σημαντικά την αξιοπιστία του. Με απλά λόγια η κατάληξη μου θα μπορούσε, στο σημείο αυτό, το ίδιο εύκολα να είναι αποδοχή ή απόρριψη του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού. Όμως εδώ εντοπίζω και τα εξής σημεία με αρνητικό πρόσημο αναφορικά με την εσωτερική συνοχή και αξιοπιστία των λεγομένων του αιτητή, τα οποία και αποβαίνουν θεωρώ καθοριστικής σημασίας και ιδιαίτερης βαρύτητας, ως πιο κάτω θα εξηγήσω.
Πρώτον, ο αιτητής, παρότι εισήλθε νομίμως στη Δημοκρατία ήδη από το 2015, ουδέποτε προηγουμένως υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, μέχρι που στις 25/07/19, τέσσερα και πλέον χρόνια μετά την άφιξη του με φοιτητική θεώρηση εισόδου, περί τον ένα μήνα μετά που έληξε η τελευταία ετήσια άδεια διαμονής που του δόθηκε έληξε (βλ. ερ.16 - 21/06/19), υπέβαλε την επίδικη αίτηση. Ακόμα και τότε, το μόνο που καταγράφει επί της επίδικης αίτησεως είναι γενικές αναφορές του στο ότι «όλοι οι μουσουλμάνοι δεν [τον] αποδέχονται ως μουσουλμάνο», προσθέτοντας ότι «[θέλει] να είναι νόμιμος σ’ αυτή τη χώρα» (σ.σ. εννοεί τη Δημοκρατία).
Δεύτερο, ακόμα και μετά την καταχώρηση της επίδικης αιτήσεως διεθνούς προστασίας, στην οποία αναφέρει ως πυρήνα του αιτήματος του τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του, ως και πιο πάνω σημειώνω, ουδεμία αναφορά σε κάποιο προσωπικό βίωμα του ιδίου ή, έστω, κάποιου μέλους της οικογενείας του, κάνει ο αιτητής κατά τη συνέντευξη, πέραν του περιστατικού της κατ’ ισχυρισμό επίθεσης που δέχθηκε από άτομα στο χωράφι του, το οποίο ακροθιγώς, κατόπιν σχετικής ερώτησης, συνδέει με τα πιστεύω του.
Τρίτον, στην παντελή έλλειψη αναφορών σε προσωπικά βιώματα του στα πλαίσια της κατ’ ισχυρισμό δίωξης ή και διάκρισης που υπόκειται λόγω της σέκτας στην οποία ανήκει, προστίθεται και το ότι στη γραπτή του αγόρευση ημ.30/05/23 (το περιεχόμενο της οποίας δεν αποτελεί σε κάθε περίπτωση μαρτυρία, ως ανωτέρω αναφέρω, αλλά μπορεί βεβαίως να αξιολογηθεί για τους σκοπούς της εκτίμησης της αξιοπιστίας του), αναφέρει εντελώς καινοφανείς ισχυρισμούς περί βίαιης αρπαγής του από το χωράφι του και βασανισμού του από μέλη οργάνωσης (Tehreek-e-Khaatme), η οποία διώκει Ahmadiyya. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι το περιγραφόμενο εκεί περιστατικό, παρότι φαίνεται, δεδομένου ότι υπάρχουν ομοιότητες ως προς το που έγινε η επίθεση και ότι αυτή καταγγέλθηκε από τον πατέρα του αιτητή στην αστυνομία, ότι αφορά το ίδιο περιστατικό, παρουσιάζει τεράστιες διαφορές από αυτήν που αναφέρθηκε στα πλαίσια της επίδικης συνέντευξης και τα όσα καταγράφονται στο ερ.34-35, όπου δεν γίνεται καμία αναφορά σε αρπαγή και βασανισμό, και ουδόλως δε ανέφερε στη συνέντευξη ο αιτητής τα όσα ισχυρίζεται στα πλαίσια της αγόρευσης του περί του ότι ακολούθως της καταγγελίας ή κατ’ ισχυρισμό δίωξη του απ’ αυτήν την οργάνωση συνέχισε, με τον βασανισμό του αδελφού του.
Τέταρτον εντοπίζω το ότι, και πάλι για 1η φορά στα πλαίσια της αγόρευσης ημ.30/05/23, ο αιτητής παραθέτει φερόμενες βεβαιώσεις από διάφορες οντότητες που φέρονται ότι σχετίζονται με τους Ahmadiyya, μία δε εξ Ελλάδος (βλ. επιστολή ημ.09/01/23), αλλά και από τον τόπο καταγωγής του (βλ. επιστολή ημ.14/12/22), εκ των οποίων βεβαιούται, κατά τον φερόμενο εκδότη των εγγράφων αυτών, ότι ο αιτητής ανήκει στους Ahmadiyya. Με δεδομένο ότι ο αιτητής γνώριζε από όταν υπέβαλε την επίδικη αίτηση ότι το κατά πόσον ανήκει ή όχι στη συγκεκριμένη σέκτα του μουσουλμανισμού ήταν το ουσιαστικότερο μέρος των ισχυρισμών του, αφού εκεί εδράζονται και οι ισχυρισμοί του περί διώξεως, θα αναμενόταν να είναι σε θέση να προσκομίσει τέτοια έγγραφα προηγουμένως. Αναφορικά δε ειδικώς με την επιστολή ημ.09/01/23, από τη «ΑΧΜΑΝΤΙΓΙΑ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΕΛΛΑΔΑΣ», δεν μπορώ να αντιληφθώ πως θα μπορούσε τέτοια οντότητα να γνωρίζει ότι ο αιτητής και ο πατέρας του ανήκουν στη σέκτα αυτή.
Εκ των ως άνω γεννάται σοβαρή αμφιβολία για την αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτητή, η οποία επιτείνεται και καθίσταται μοιραία για την τελική απόρριψη του αφηγήματος του αιτητή, αφού ο σωρευτικός αντίκτυπος των ως άνω τεσσάρων σημείων δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει σοβαρά και καίρια ρήγματα στην εσωτερική συνοχή του 2ο ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή.
Πολύ απλά, η υπέρμετρη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην υποβολή της επίδικης αίτησης (4 έτη μετά την άφιξη στη Δημοκρατία, αφότου απώλεσε τη νόμιμη διαμονή του), οι ουσιώδεις διαφορές που εντοπίζονται στις αναφορές του αιτητή στο κατ’ ισχυρισμό περιστατικό της επίθεσης που δέχθηκε στη συνέντευξη, στα ερ.34-35 και στην αγόρευση του ημ.30/05/23, όπου η αναφορά αρχικώς σε επίθεση μετετράπη τελικώς σε αρπαγή και βασανισμό του και μετέπειτα της καταγγελίας στην αστυνομία συνέχιση των επιθέσεων, η έλλειψη αναφορών σε προσωπικά του βιώματα στη συνέντευξη και η με καθυστέρηση προσκόμιση στοιχείων, μικρής βαρύτητας ως προς τη τεκμηρίωση των ισχυρισμών του, ενόψει, ως ανωτέρω εξηγώ, και λοιπών ελαττωμάτων που άπτονται της αξιοπιστίας των λεγομένων του αιτητή, συνηγορεί υπέρ του ότι τα όσα ο αιτητής αναφέρει είναι εκ των υστέρων επινοήματα του ιδίου, προκειμένου να λάβει διεθνή προστασία στη βάση αυτή.
Σχετικώς με την καθυστέρηση στην υποβολή της επίδικης αίτησης, στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.85-86, αναφέρονται τα εξής:
«Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο δ) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), ο αιτών υποχρεούται να έχει «αιτ[ηθεί] την παροχή διεθνούς προστασίας το νωρίτερο δυνατόν, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει».
Η απαίτηση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται με βάση την παραπομπή στο άρθρο 10 παράγραφος 1 της ΟΔΑ (αναδιατύπωση), το οποίο προβλέπει ότι «[τ]α κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας να μην απορρίπτονται ούτε να αποκλείεται η εξέτασή τους εκ μόνου του γεγονότος ότι δεν υποβλήθηκαν το ταχύτερο δυνατόν». Ωστόσο, η μη έγκαιρη υποβολή αίτησης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον απαιτείται η επιβεβαίωση μη τεκμηριωμένων δηλώσεων.
Το τι συνιστά σοβαρό λόγο θα εξαρτάται από τις περιστάσεις του εκάστοτε αιτούντος. Μπορεί να υπάρχουν σοβαροί προσωπικοί, κοινωνικοί και πολιτιστικοί λόγοι, για παράδειγμα σε περιπτώσεις σεξουαλικής βίας, για τη μη υποβολή αίτησης το νωρίτερο δυνατόν (βλ. ενότητα 6.2). Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα στον αιτούντα να εξηγήσει τυχόν καθυστέρηση που μπορεί να αποβεί σε βάρος του.»
Η πιο πάνω αρχή έτυχε εφαρμογής και από την εθνική νομολογία. Στην υπ. αρ.1458/09 Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, ημ.25/02/11, με αναφορά σε προηγούμενη επί τούτου νομολογία, λέχθηκαν τα εξής:
«Εύλογα τα πιο πάνω σημεία θεωρήθηκαν ως στοιχεία αναξιοπιστίας, ιδιαιτέρως το γεγονός ότι παρά την πρώτη είσοδο του αιτητή στη Δημοκρατία στις 23.9.2002, το αίτημα για πολιτικό άσυλο υπεβλήθη πολύ αργότερα και μόνο στις 29.10.2004, με την απλή θέση του αιτητή ως προς το λόγο της καθυστέρησης ότι δεν ήξερε. Ένας γνήσιος όμως αιτητής ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα του, επείγεται να υποβάλει το αίτημα για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό, αναζητώντας τον τρόπο προς τούτο. Η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής είναι ένδειξη για την ενδεχόμενη γνησιότητα του προβλήματος του. (δέστε Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.3.2008 και Inram Ashraf v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 8.5.2008).»
Στη βάση των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι ο αιτητής, παρότι εκπροσωπείται δεόντως στα πλαίσια της παρούσης από συνήγορο της επιλογής του, απέτυχε από το να εξηγήσει γιατί παρήλθε τόσος καιρός από την άφιξη του στη Δημοκρατία για να υποβάλει το επίδικο αίτημα του, γιατί παρήλθε τόσος καιρός έκτοτε για να συγκεντρώσει τα έγγραφα που προσκόμισε στα πλαίσια της παρούσης και γιατί η περιγραφή που δίδει για την κατ’ ισχυρισμό επίθεση που δέχθηκε διαφοροποιήθηκε τόσο μεταξύ της συνέντευξης και της αγόρευσης του στα πλαίσια της παρούσης, όπου «εμπλουτίστηκαν» ουσιωδώς τα όσα κατ’ ισχυρισμό του ιδίου έλαβαν χώρα.
Αναφορικά τώρα με την εξωτερική συνοχή του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής, χωρίς να χρειάζεται να ειπωθούν πολλά περί τούτου, ως θα εξηγήσω πιο κάτω.
Ως προκύπτει και από το πλήθος πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής του αιτητή (ΠΧΚ) που προσκόμισε ο ίδιος στα πλαίσια της παρούσης αλλά και καταγράφονται εκτενώς και σε πηγές που εντόπισε το Δικαστήριο, άτομα που ανήκουν στη σέκτα Ahmadiyya (ή Ahmadis ή Quadiani group ή Lahori group), οι οποίοι αποτελούν μια μικρή θρησκευτική μειονότητα, δέχονται πλήθος διακρίσεων τόσο από τους υπόλοιπους μουσουλμάνους της χώρας, στη βάση, μεταξύ άλλων, και της εθνικής νομοθεσίας, η οποία τους στερεί τη δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού ως μουσουλμάνους και θέτει εμπόδια στη συμμετοχή τους στον δημόσιο βίο, όσο και στην καθημερινότητα τους, με προεκτάσεις που άπτονται και της απουσίας ή σύμπραξης ή και ανοχής των αρχών κατά πράξεων βίας ή διακρίσεων ή άλλων μορφών καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Μεταξύ των πράξεων δίωξης που αντιμετωπίζει ο πληθυσμός των Ahmadiyya περιλαμβάνονται ψευδής κατηγορίες για βλασφημία (ποινικά κολάσιμο αδίκημα με αυστηρές ποινές), αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις, καταστροφή σημείων ταφής, λόγος που υποκινεί μίσος, στοχευμένες δολοφονίες, επιθέσεις σε τόπους λατρείας αλλά και σοβαρά εμπόδια στην άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Η δε κατάσταση φαίνεται μάλλον να επιδεινώνεται παρά να βελτιώνεται κατά τα τελευταία δύο έτη, στα οποία έχει καταγραφεί αύξηση των περιστατικών σεκταριστικής βίας με θύματα άτομα Ahmadiyya. [1]
Εκ των ως άνω δεν θα πρέπει να αμφισβητείται ότι άτομα που ανήκουν στη θρησκευτική σέκτα των Ahmadiyya είναι ενδεχόμενο, και μάλιστα συχνό, να αποτελέσουν αντικείμενο πράξεων, είτε από τον κοινωνικό περίγυρο είτε με τη συμμετοχή ή και ανοχή των ίδιων των αρχών της χώρας, οι οποίες, είτε εκάστη εξ αυτών μεμονωμένα είτε στο πλαίσια του σωρευτικού αντίκτυπου μιας σειράς επιμέρους πράξεων ή ενεργειών, ενέχουν το απαιτούμενο επίπεδο σοβαρότητας ώστε να ισοδυναμούν με δίωξη ή και σοβαρή βλάβη, κατά τις πρόνοιες των αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.
Περαιτέρω, όσα ο αιτητής αναφέρει στη συνέντευξη ως γενικές πληροφορίες αναφορικά με τη σέκτα των Ahmadiyya φαίνεται να συνάδουν μερικώς (βλ. και σχόλια καθ’ ων η αίτηση στο ερ.52 για μερικές, επουσιώδεις θα έλεγα, διαφορές με ΠΧΚ) με διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ) αναφορικά με την ταυτότητα των Ahmadiyya, τις διαφορές τους με το υπόλοιπο Ισλάμ, την προέλευση της σέκτας και τα πιστεύω τους. [2]
Τα ως άνω λοιπόν, αναμφισβήτητα, δεικνύουν ότι τα όσα αναφέρει ο αιτητής περί της σέκτας των Ahmadiyya και τη δίωξη που υφίστανται μέλη της κοινότητας αυτής συνάδουν με διαθέσιμες σχετικά πληροφορίες. Όμως τούτο από μόνο του δεν αρκεί για να γίνουν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί του, καθώς η καταφανής εν προκειμένω έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή, για τους λόγους που πιο πάνω εξηγώ, είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αποτίμησης αυτών, διαβρώνει αναπόφευκτα και τη συνολική αξιοπιστία των δηλώσεων του. Άλλωστε αν η αξιολόγηση αξιοπιστίας γινόταν στη βάση και μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται πλήρως εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή τους, ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση, των εκάστοτε υπό κρίση ισχυρισμών. Συνεπώς οι ισχυρισμοί ενός αιτητή και η εσωτερική συνοχή των όσων αναφέρει παραμένουν βεβαίως το πρωταρχικό σημείο αναφοράς, δεδομένου ότι ο εντοπισμός διαθέσιμων πληροφοριών που συνάδουν με τα κατά τα τ’ άλλα στερούμενα εσωτερικής συνοχής λεγόμενα του δεν καθιστούν αξιόπιστο έναν τέτοιο ισχυρισμό. Ως άλλωστε και στο εγχειρίδιο EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», του 2018, σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.».
Επιπροσθέτως των ως άνω, ένα σημείο που έχω εντοπίσει, που θεωρώ ότι διαβρώνει περαιτέρω την αξιοπιστία των λεγομένων του αιτητή, αφορά το έγγραφο ερ.30 (φερόμενο αντίγραφο διαβατηρίου του αιτητή). Εκεί λοιπόν αναγράφεται ως θρησκεία του αιτητή το Ahmadiyya. Επί τούτου, σύμφωνα με ΠΧΚ που έχω εντοπίσει, θα αναμενόταν, αν ο αιτητής δεν υπέγραφε τη σχετική δήλωση περί αφοσίωσης του στο καλούμενο ορθόδοξο Ισλάμ, να αναγράφει “Non Muslim” και όχι ρητή αναφορά στη θρησκεία ως Ahmadiyya, ως μέρος των διακρίσεων που αντιμετωπίζουν. [3] Προστίθεται σ αυτό και το ότι, παρότι το προσκομισθέν έγγραφο επρόκειτο για αντίγραφο, έφερε χειρόγραφη υπογραφή (βλέπε σχόλιο επί του ερ.30).
Αναφορικά με την αξιολόγηση εγγράφων (ερ.25-35) σημειώνω τα εξής.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.106-108, αναφέρονται τα εξής:
«[Το] ιρλανδικό Court of Appeal έχει αποφανθεί ότι οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων δεν υπέχουν γενική υποχρέωση διερεύνησης της γνησιότητας των εγγράφων. Αναφέρει τα εξής:
“[…] ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων δεν υποχρεούται κατά γενικό κανόνα να διενεργήσει ο ίδιος έρευνες για να πιστοποιήσει τη γνησιότητα ενός εγγράφου το οποίο επικαλείται αιτών διεθνή προστασία, παρότι ενδέχεται να συντρέχουν ειδικές περιστάσεις υπό τις οποίες αυτό να είναι όντως αναγκαίο. Παρότι προκύπτει σαφώς από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Singh κατά Βελγίου [ΕΔΔΑ, ημ.02/10/12, προσφυγή αρ.33210/11] ότι τα συμβαλλόμενα κράτη ενδέχεται να υπέχουν τέτοιου είδους υποχρέωση σε συγκεκριμένες υποθέσεις στις οποίες η γνησιότητα των εγγράφων είναι κρίσιμης σημασίας και οι συνέπειες για τους προσφεύγοντες είναι δυνητικά σοβαρές, δεν υφίσταται, ωστόσο, σχετικός γενικός κανόνας (319)”.
[…]
Το περιεχόμενο, η φύση και ο συντάκτης αφορούν το αν το έγγραφο είναι αξιόπιστο. Ένα έγγραφο μπορεί να είναι γνήσιο, υπό την έννοια ότι πρόκειται όντως για το έγγραφο ως το οποίο υποβάλλεται, αλλά το περιεχόμενό του ενδέχεται να είναι αναξιόπιστο και να μην τεκμηριώνει τις δηλώσεις του αιτούντος. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα έγγραφο είναι πλαστογραφημένο δεν σημαίνει ότι μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο μόνο γι’ αυτόν τον λόγο. Το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας και της αξιοπιστίας του εγγράφου το φέρει ο αιτών.
Ενδεχομένως να πρέπει να εξεταστούν παράγοντες όπως η εσωτερική συνέπεια, το επίπεδο λεπτομέρειας, η συνέπεια με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, και ιδιαίτερα με τις ΠΧΚ, και το αν οι πληροφορίες προέρχονται από άμεση πηγή. Το ίδιο ισχύει και για πτυχές που αφορούν τον συντάκτη, τα προσόντα του, την αξιοπιστία των πληροφοριών στις οποίες βασίζεται το έγγραφο και τον σκοπό για τον οποίο συντάχθηκε.
[…]
Τα έγγραφα πρέπει να υποβάλλονται στον ίδιο βαθμό ελέγχου που υποβάλλονται και οι δηλώσεις του αιτούντος: οι αρχές που εφαρμόζονται στην αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αναφέρονται στην ενότητα 4.3 ανωτέρω δεν ισχύουν μόνο για τις δηλώσεις, γραπτές ή προφορικές, αλλά και για όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται προς στήριξη της αίτησης (324). Τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Σε κάθε περίπτωση, πριν από οποιαδήποτε αρνητική διαπίστωση, θα πρέπει να έχει παρασχεθεί στον αιτούντα η κατάλληλη ευκαιρία ώστε να δώσει εξηγήσεις ή να σχολιάσει τις σχετικές ανησυχίες.»
Κατ’ εφαρμογή και των ως άνω, συνοψίζοντας αλλά και επιπροσθέτως όσων αναφέρω σχετικά με τα προσκομισθέντα έγγραφα (ερ.25-35), σημειώνω ότι, δεδομένων των ουσιωδών κενών που έχουν εντοπιστεί στην εσωτερική συνοχή των λεγομένων του αιτητή, και δεδομένου ότι το περιεχόμενο τους μόνο συμπληρωματικά θα μπορούσε να στηρίξει τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, αφού ούτε ο τρόπος που αποκτήθηκαν εξηγήθηκε αλλά ούτε η σύνδεση των ερ.34-35 με τους ισχυρισμούς του αιτητή (βλ. ερ.37, Χ5, Χ6), εγείρονται δε, ως ανωτέρω εξηγώ, σοβαρές αμφιβολίες για τη γνησιότητα πολλών εξ αυτών, θεωρώ ότι, στα πλαίσια συνολικής αποτίμησης τους, σ’ αυτά δεν μπορεί να αποδοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα. Τουλάχιστον όχι τέτοια που, δεδομένης τη απουσίας αναφορών σε προσωπικά βιώματα του ιδίου αναφορικά με ισχυρισμούς του περί διώξεως του λόγω θρησκείας, θα μπορούσε να υπερκεράσει την ήδη τρωθείσα, για τους λόγους που λεπτομερώς εξηγώ ανωτέρω, εσωτερική συνοχή των λεγομένων του αιτητή.
Ενόψει των ως άνω θα συμφωνήσω λοιπόν, παρά την πλημμέλεια που εντοπίζω σχετικά με την μη διενέργεια έρευνας από τους καθ’ ων η αίτηση σχετικά με την εξωτερική συνοχή του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού και πλημμελή αιτιολόγηση του συνόλου των ευρημάτων τους, με την τελική κατάληξη για απόρριψη ως αναξιόπιστου του εν λόγω ισχυρισμού.
Απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Lahore).
Στη βάση δεδομένων ACLED, για το διάστημα από 13/06/24 μέχρι 13/06/25, στην επαρχία Punjab, στην οποία υπάγεται η πόλη Lahore, καταγράφηκαν συνολικά 1488 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία υπήρξαν 152 ανθρώπινες απώλειες. Πρόκειται συγκεκριμένα για 41 μάχες (με 86 ανθρώπινες απώλειες), 38 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 27 ανθρώπινες απώλειες), 1312 διαδηλώσεις (με 1 ανθρώπινη απώλεια) και 74 εξεγέρσεις (με 11 θανάτους) και 23 περιστατικά έκρηξης/απομακρυσμένης χρήσης βίας (με 27 ανθρώπινες απώλειες).[4]
Σύμφωνα με την ίδια πηγή για το ως άνω χρονικό διάστημα, στη πόλη Lahore καταγράφηκαν συνολικά 216 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 3 ανθρώπινες απώλειες. Πρόκειται συγκεκριμένα για 6 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 1 απώλεια), 3 μάχες (με 2 απώλειες), 12 εξεγέρσεις (χωρίς απώλειες), 194 διαμαρτυρίες (χωρίς απώλειες) και 1 περιστατικό απομακρυσμένης χρήσης βίας.[5] Ο πληθυσμός της πόλης Lahore ανέρχεται περί τα 15 εκατομμύρια κατοίκων. [6]
Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης, κατ’ αναλογία πάντοτε και του πληθυσμού της περιοχής, ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή, ενόψει της απόρριψης του αφηγήματος του περί διώξεως του ως Ahmadiyya, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[7] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN). Δεν παραβλέπω ότι ενδεχομένως να προκύψουν κίνδυνοι για τον αιτητή, όμως, ως στην αιτ. σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.».
Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.
Τέλος, δεδομένων όσων ανωτέρω αναλύονται, δεν κρίνω ότι η επιστροφή του θα ήταν σε παράβαση του κατοχυρωμένου εκ των αρ.2 και 3 της ΕΣΔΑ δικαιώματος του αιτητή στην μη επαναπροώθηση, δεδομένου και του ότι το Πακιστάν έχει καθοριστεί στην Κ.Δ.Π. 191/2024, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, αφού ουδείς αποδεκτός και βάσιμος ισχυρισμός αναφέρθηκε, εκ του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση του αρ.12Βτρις (6).
Ουδέν προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσης που να ανατρέπει τα ως άνω.
Η προσφυγή απορρίπτεται.
Δεδομένων των πλημμελειών που εντοπίστηκαν στην επίδικη έκθεση, ως αυτές ανωτέρω καταγράφονται, ήτοι της με δέουσας έρευνας και μη αιτιολόγησης των ευρημάτων τους περί αναξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, τα οποία, παρότι δεν είναι ικανές - δεδομένου του εξ υπαρχής ελέγχου που διενεργήθηκε στα πλαίσια της παρούσης - να ανατρέψουν το τελικό αποτέλεσμα ότι δεν υφίσταται εδώ ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας στον αιτητή, καταδεικνύουν πλημμελή έρευνα και αιτιολόγηση, δεν επιδικάζονται έξοδα.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Pakistan – Country Focus, December 2024, EUAA - https://euaa.europa.eu/publications/coi-report-pakistan-country-focus - σελ.34-36, σελ.114-118
[3] https://persecutionofahmadis.org/passport-issues-with-pakistani-ahmadis/
UK Parliament, House of Commons, Treatment of Ahmadi Muslims in Pakistan, March 2024, διαθέσιμο σε https://commonslibrary.parliament.uk/research-briefings/cdp-2024-0061/#:~:text=A%20March%202023%20human%20rights,movement%20as%20a%20false%20prophet%E2%80%9D
[4] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Explosions/Remote violence/ Violence against civilians / Riots / Protests), Custom Date Range: 13/06/2024 - 13/06/2025, REGION: Asia-Pacific, COUNTRY: Pakistan, ADMIN UNIT: Punjab [ημερομηνία πρόσβασης 18/06/2025]
[5] Προσαρμοσμένη έρευνα στο στην βάση ACLED Explorer, ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/, βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Explosions/Remote violence/ Violence against civilians / Riots / Protests), Custom Date Range: 13/06/2024 - 13/06/2025, REGION: Asia-Pacific, COUNTRY: Pakistan, ADMIN UNIT: Punjab, Location: Lahore[ημερομηνία πρόσβασης 18/06/2025]
[6] World Population Review, Cities > Pakistan > Lahore, διαθέσιμο σε: https://worldpopulationreview.com/cities/pakistan/lahore [ημερομηνία πρόσβασης 18/06/2025]
[7] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο