
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 748/2023
24 Ιουνίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
J.M.M.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, δια του Υπουργού Εσωτερικών,
Υπηρεσία Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
....................
Αγγελική Πλιάκα για Νικολέτα Γεωργιάδου και Αγγελική Δ. Πλιάκα, Δικηγόρος για τον αιτητή
Σώτια Πιτσιλλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 27/01/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής «Λ.Δ.Κ.») και αφίχθηκε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 13/10/2022. Ακολούθως, στις 09/11/2022 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και στις 17/11/2022 παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας από το Κέντρο Πρώτης Υποδοχής «Πουρνάρα».
Στις 28/11/2022 πραγματοποιήθηκε προφορική συνέντευξη του αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum – E.U.A.A.). Στις 05/12/2022, ο αρμόδιος λειτουργός του Ε.U.Α.Α. ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή. Στη συνέχεια, συγκεκριμένος λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης στις 27/01/2023 και αποφάσισε την επιστροφή του αιτητή στην Λ.Δ.Κ. δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου.
Η Υπηρεσία Ασύλου στις 07/03/2023 εξέδωσε επιστολή, στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον αιτητή αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ο αιτητής μέσω της Γραπτής Αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου του πρόβαλε τους πιο κάτω νομικούς ισχυρισμούς: (1) λανθασμένη εφαρμογή νομοθεσίας, (2) η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη υπό πλάνη και/ή υπό πεπλανημένα κριτήρια (3) δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα από τον αρμόδιο λειτουργό ως κατονομάζεται στον περί Προσφύγων Νόμο και (4) η προσβαλλόμενη είναι προϊόν κατάχρησης εξουσίας. Θα πρέπει να αναφερθεί πως η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, δήλωσε κατά το στάδιο των διευκρινίσεων πως υιοθετεί τα όσα περιλαμβάνονται στη Γραπτή της Αγόρευση.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και ανέφερε πως αυτή ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του νόμου, ότι είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ότι καμία πλάνη δεν εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Επιπλέον, εισηγείται ότι ο αιτητής φέρει το βάρος απόδειξης των λόγων ακυρώσεως και των ισχυρισμών του που θεμελιώνουν το αίτημά του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, το οποίο δεν κατάφερε ο αιτητής να αποσείσει στην προκειμένη περίπτωση, καθώς δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να του αναγνωρισθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, αλλά ούτε απέδειξε ότι δύναται να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Ως εκ τούτου, η συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Προχωρώ να εξετάσω τον τρίτο νομικό ισχυρισμό του αιτητή περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά του για χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Ο αιτητής κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω απειλών θανάτου. Όπως επί λέξη καταγράφει, είχε οργανώσει μια εκδρομή με τα κορίτσια ενός συναδέλφου του από το ινστιτούτο στο οποίο εργαζόταν ως επικεφαλής της προώθησης, αλλά η εκδρομή κόστισε τη ζωή σε ένα από τα κορίτσια που τύχαινε να είναι η ανιψιά του Συνταγματάρχη Pierrot Mwama Mputu, ο οποίος είναι ο εκπρόσωπος της Εθνικής Αστυνομίας του Κονγκό (ερυθρό, 1 του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι κονγκολέζικης καταγωγής, προερχόμενος από την πόλη Kinshasa, η οποία αποτελεί τόσο τον τόπο γέννησης, όσο και τον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του (ερυθρό 33, 3Χ του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, ως προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις δήλωσε χριστιανός (Εκκλησία της Χριστιανικής Αναγέννησης) και ως προς την εθνοτική του καταγωγή Γιάντζι (Yanzi) (ερυθρό 34, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Και όχι Yalzi (όπως εσφαλμένα είναι γραμμένο στην συνέντευξη).
Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, δήλωσε πως έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και έχει παρακολουθήσει τον πρώτο χρόνο σπουδών σε πανεπιστήμιο της χώρας καταγωγής του με αντικείμενο τις «οικονομικές και εμπορικές επιστήμες» (ερυθρό 33, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Σε σχέση με το επαγγελματικό του προφίλ ανέφερε πως εργαζόταν για μικρό διάστημα σε μια μικρή επιχείρηση υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης στη θέση της προώθησης προϊόντων (ερυθρό 32, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε μνηστευμένος και άτεκνος. Επίσης, έχει τρία αδέρφια τα οποία ζουν στην Κινσάσα μαζί με τους γονείς του, με τους οποίους διατηρεί τηλεφωνική επικοινωνία. Τέλος, διαθέτει και δίκτυο συγγενών, τόσο από την μητρική όσο και από την πατρική γραμμή, οι οποίοι όπως δήλωσε, βρίσκονται διάσπαρτοι στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 33, 2Χ και 32, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης ισχυρίστηκε ότι όλα ξεκίνησαν από μια έξοδο που διοργάνωσε στις 08/03/2022, την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, όπου χωρίς την άδεια του πανεπιστημίου οδήγησε κάποιες συναδέλφισσές του, φοιτήτριες, σε μια τουριστική τοποθεσία, ονόματι «Chute de Loucaille» στην περιοχή Κimwensa της Monga Funga. Εκεί μία εξ’ αυτών που τύχαινε να είναι η ανιψιά του εκπροσώπου της Εθνικής Αστυνομίας του Κονγκό, Συνταγματάρχη κ. Pierro Mwanamputu, πνίγηκε στην πισίνα. Από εκείνη την ημέρα ο αιτητής ισχυρίζεται πως ξεκίνησε να δέχεται απειλές θανάτου. Περαιτέρω, στις 15/3/2022, έλαβε ειδοποίηση στην οικία του με το οποίο τον καλούσαν να παρουσιαστεί στην αστυνομία, γεγονός που ισχυρίζεται ότι τον τραυμάτισε δεδομένου ότι ουδέποτε είχε μπλεξίματα με τις αρχές. Έτσι, πήρε την απόφαση στις 17/03/2022 να εγκαταλείψει την Κινσάσα και να μετακομίσει στην γιαγιά του, στο χωριό Luozi της Επαρχίας Congo Central. Στην αρχή, όπως δήλωσε, η ζωή του κυλούσε ειρηνικά στη συγκεκριμένη περιοχή. Ωστόσο, μια ημέρα ενόσω απουσίαζε από την οικία του, η μητέρα του του μετέφερε πως κάποιοι άντρες τον αναζήτησαν.
Ο αιτητής κατάλαβε ότι επρόκειτο για τους ίδιους άντρες που τον αναζητούσαν στην Κινσάσα. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι κατά το διάστημα που βρισκόταν στο χωριό Luozi, εξακολουθούσε να δέχεται ειδοποιήσεις στην οικία του στην Κινσάσα. Συγκεκριμένα, έλαβε δύο επιπλέον ειδοποιήσεις, ένα την 01/04/2022 και ένα στις 04/04/2022, που τον καλούσαν να παρουσιαστεί στην αστυνομία, καθώς επίσης και ένα ένταλμα σύλληψης στις 11/04/2022. Ο αιτητής ουδέποτε εμφανίστηκε ενώπιον της αστυνομίας και στις 02/05/2022 αποφάσισε να επιστρέψει στην Κινσάσα για να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Το διάστημα αυτό, ισχυρίστηκε ότι έγινε απόπειρα απαγωγής του από άγνωστους δράστες που ήταν ενδεδυμένοι με πολιτική περιβολή.
Όπως εξηγεί, αιτία όλων των ανωτέρω είναι το γεγονός ότι διοργάνωσε εκείνη την έξοδο με τα κορίτσια χωρίς να έχει λάβει την προηγούμενη άδεια του πανεπιστημίου και τώρα φοβάται για την ζωή του, επειδή ο Συνταγματάρχης είναι άτομο με επιρροή. Στη συνέχεια, κατόπιν παρότρυνσης των γονιών του, αποφάσισε να εγκατασταθεί στην οικία ενός φίλου του στην περιοχή Kalam, όπου και παρέμεινε κρυμμένος από τον Ιούνιο μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2022. Το διάστημα αυτό, ισχυρίζεται πως εξακολουθούσε να δέχεται απειλές στην οικία του. Στις 16/06/2022 μετέβη προσεκτικά στο γραφείο έκδοσης διαβατηρίων για τα δαχτυλικά του αποτυπώματα και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους εγκατέλειψε οριστικά τη χώρα (ερυθρό 30, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Όταν κλήθηκε να αναφέρει αν συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του, απάντησε αρνητικά (ερυθρό 30, 1Χ του διοικητικού φακέλου), ενώ στην ερώτηση τι είναι αυτό που φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του, απάντησε πως φοβάται ότι θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του, διότι ο Συνταγματάρχης που τον καταζητεί είναι άτομο με μεγάλη επιρροή. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον πατέρα του, ο τελευταίος τον ενημέρωσε ότι ένα από τα άτομα που τον αναζητούν είναι ένας άντρας από την φυλή του που δήλωσε ότι «αν τον βρει [τον Αιτητή], θα τον σκοτώσει» (ερυθρό 29, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής του. Αρχικά, ζητήθηκε από τον αιτητή να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το περιστατικό του πνιγμού, όπου διευκρίνισε πως δεν ήταν παρών, διότι σαν διοργανωτής ήταν απασχολημένος με άλλα ζητήματα, όπως την πληρωμή των λογαριασμών και δεν είδε πως ακριβώς πνίγηκε το κορίτσι, αλλά άκουσε κραυγές και κατόπιν έσπευσε η αστυνομία. Πρόσθετα, ισχυρίστηκε πως είχε διαφύγει από το σημείο για να αποφύγει την σύλληψή του. Θα πρέπει να επισημανθεί πως στα πλαίσια των διευκρινιστικών ερωτήσεων που του τέθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό, ο αιτητής δήλωσε πως το κορίτσι πνίγηκε στην «θάλασσα» και όχι σε «πισίνα», όπως είχε προηγουμένως δηλώσει κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης (ερυθρό 29, 2Χ και 28, του διοικητικού φακέλου).
Κατόπιν πρόβαλε ότι έσπευσε στην οικία του όπου ομολόγησε το συμβάν στους γονείς του και ο πατέρας του τον ενημέρωσε ότι κινδυνεύει να κατηγορηθεί για «ακούσια ανθρωποκτονία» και πως η προβλεπόμενη εκ του νόμου ποινή ήταν από 5 έως 10 χρόνια φυλάκιση. Στο άκουσμα αυτό σε συνδυασμό με το ότι η κοπέλα που πνίγηκε ήταν η ανιψιά του Συνταγματάρχη, ο αιτητής πανικοβλήθηκε και αποφάσισε να πάει στο χωριό Luozi. Περαιτέρω, ανέφερε ότι οι ειδοποιήσεις που λάμβανε από την αστυνομία δεν αναφέρονταν σε συγκεκριμένη κατηγορία και απλώς επρόκειτο για κλήσεις προς εμφάνιση («convocation») (ερυθρό 28, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Όλες δε οι κλήσεις ανέφερε ότι είχαν το ίδιο περιεχόμενο. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι φοβόταν πως αν παρουσιαζόταν στις αρχές, δεν θα είχε την δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του, εφόσον δεν είχε οικονομική επιφάνεια και απώτερος σκοπός του Συνταγματάρχη δεν ήταν να τον στείλει στη φυλακή αλλά να του «πάρει το κεφάλι», όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο αιτητής. Όταν κλήθηκε να εξηγήσει για ποιο λόγο πιστεύει ότι κατηγορείται παρόλο που οι κλήσεις δεν εμπεριείχαν συγκεκριμένη κατηγορία σε βάρος του, ο αιτητής ισχυρίστηκε πω επειδή ήταν ο διοργανωτής και συνεπώς, υπεύθυνος για την παρουσία των κοριτσιών στην εκδρομή, γι’αυτό το λόγο θα είχε και την ευθύνη (ερυθρό 27, 1Χ, του διοικητικού φακέλου).
Στη συνέχεια, κλήθηκε να παρέχει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τις απειλές που δέχτηκε και πρόβαλε ότι έγιναν δύο απόπειρες απαγωγής σε βάρος του, μια εντός του χώρου του πανεπιστημίου και μία εκτός, από τους ίδιους ένοπλους δράστες. Την πρώτη φορά γλίτωσε λόγω των κραυγών των συμμαθητών του που έτρεψαν τους δράστες σε φυγή και τη δεύτερη φορά μόλις τους αντιλήφθηκε στο δρόμο μπήκε σε ταξί και εξαφανίστηκε. Εικάζει δε ότι οι εν λόγω δράστες ήταν εντεταλμένοι του Συνταγματάρχη που επιθυμούσα να τον σκοτώσουν. Στο σημείο αυτό κατόπιν διευκρινιστικής ερώτησης του λειτουργού, ο αιτητής αποσαφήνισε ότι με τον όρο «απειλές θανάτου» εννοούσε τις δύο απόπειρες απαγωγής του (ερυθρό 26, του διοικητικού φακέλου).
Όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει για ποιο λόγο εικάζει πως οι απαγωγείς συνδέονται με τον Συνταγματάρχη, απάντησε ότι ουδέποτε αντιμετώπιζε προβλήματα στο παρελθόν και ένας από τους άνδρες που τον αναζήτησαν στην οικία του ανέφερε στον πατέρα του ότι αν βρεθεί ο αιτητής «αυτό θα σημαίνει το τέλος του». Δεν θυμόταν ωστόσο, ποια ήμερα έλαβε χώρα αυτή η επικοινωνία, ούτε ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες για την ταυτότητα των ανδρών, παρά μόνο ότι ήταν ενδεδυμένοι με πολιτική περιβολή, διότι όπως δήλωσε δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας αφού δεν ήταν στο σπίτι (ερυθρό 25 του διοικητικού φακέλου).
Ακολούθως, σε σχέση με το ένταλμα σύλληψης που έλαβε στις 11/04/2022, ο αιτητής ανέφερε ότι δεν περιείχε τους λόγους της σύλληψης (κατηγορητήριο) αλλά απλώς εντολή για σύλληψη επειδή αγνόησε τις τρεις κλήσεις προς εμφάνιση που προηγήθηκαν. Στη συνέχεια, ρωτήθηκε πως κατάφερε να παρουσιάζεται στο πανεπιστήμιο, να εκδώσει διαβατήριο και κατόπιν να εγκαταλείψει νομίμως και ανεμπόδιστα τη χώρα, δεδομένου ότι ήταν καταζητούμενο πρόσωπο και απάντησε πως κρυβόταν αλλά και σε κάθε περίπτωση το ένταλμα σύλληψης δεν σήμαινε ότι τον καταζητούν αλλά απεδείκνυε απλώς και μόνο την εκκρεμή νομική διαμάχη με κάποιο πρόσωπο και την ανάγκη όπως παρουσιαστεί ενώπιον Δικαστηρίου (ερυθρό 24, του διοικητικού φακέλου).
Τέλος, ως προς την δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης ο αιτητής πρόβαλε ότι δεν αναμένεται να είναι ασφαλής σε κανένα σημείο της χώρας, αφού ακόμα και μετά την διαφυγή του στο χωριό Luozi εντοπίστηκε από τους διώκτες του (ερυθρό 23 του διοικητικού φακέλου). Σημειώνεται ότι ο Αιτητής κατά το στάδιο της συνέντευξης ενημερώθηκε για το δικαίωμά του στην υποβολή εγγράφων και άλλων αποδεικτικών προς υποστήριξη του αιτήματός του και προσκόμισε μόνο το διαβατήριο του (ερυθρό 34, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολογώντας τους ισχυρισμούς που παρέθεσε στην αφήγησή του ο αιτητής, διέκρινε στην έκθεση - εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις του αιτητή ως κατωτέρω: (1) Τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή και (2) Ο ισχυρισμός περί του ότι στις 08/03/2022 οργάνωσε ένα πάρτι στο οποίο μια κοπέλα πνίγηκε και ο θείος της που είναι Συνταγματάρχης επιθυμεί να τον σκοτώσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε αποδεκτούς τους ισχυρισμούς του αιτητή ως προς τα προσωπικά του στοιχεία καθώς οι δηλώσεις του αιτητή κρίθηκαν σαφείς και συνεκτικές, ενώ διασταυρώθηκαν και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Αντιθέτως, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως από τα όσα ανέφερε ο αιτητής κατά το αφήγημά του απουσίαζε, το στοιχείο της ευλογοφάνειας. Επιπρόσθετα, διαπιστώθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό πως ο αιτητής αδυνατούσε να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα που του είχαν τεθεί, δίνοντας γενικές και αόριστες απαντήσεις και διαπιστώθηκε πως δεν έδωσε επαρκής πληροφορίες σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός τους. Κατά συνέπεια, δεν τεκμηριώθηκε η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτητή.
Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία, ο λειτουργός κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, κατέληξε ότι παρόλο που οι εξωτερικές πηγές επιβεβαιώνουν τα επίπεδα εγκληματικότητας στην Λ.Δ.Κ., ωστόσο, δεν αρκούν για να καλύψουν τις γενικόλογες αναφορές που διαπιστώθηκαν κατά την εξέταση της εσωτερικής αξιοπιστίας του αιτητή, καθώς οι πληροφορίες που παρείχε ο αιτητής ήταν γενικές και μη λεπτομερείς. Ο αιτητής δεν μπόρεσε να παρέχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το ποιος προσπάθησε να τον απαγάγει και τον τρόπο με τον οποίο προσπάθησαν να τον απαγάγουν, καθώς επίσης δεν ήταν σε θέση και να θεμελιώσει ευλόγως τον σύνδεσμο και/ή την αλληλουχία μεταξύ των κλήσεων, της απαγωγής και των δραστών. Συνεπώς, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός στο σύνολό του.
Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή και αξιολογώντας ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του την πόλη Kinshasa, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα καταγωγής του, ότι ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη. Όπως προσθέτει σε σχέση με το προφίλ του, ο αιτητής πρόκειται για άντρα νέο, άγαμο, χωρίς εξαρτώμενα πρόσωπα, υγιή και χωρίς δείκτες ευαλωτότητας.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, στην οποία προέβη ο λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί του, δεν δύνανται να αποτελέσουν λόγο παραχώρησης καθεστώτος πρόσφυγα ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, όπως προνοείται στα άρθρα 3 και 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης εξέτασε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τον συνήγορό του αλλά και από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ’ ων η αίτηση.
Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός, ο οποίος έγινε αποδεκτός, δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό, εφόσον προκύπτει από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου πως ορθά έγινε αποδεκτός και ούτως ή άλλως δεν αμφισβητείται. Αντιθέτως, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, διαφαίνεται από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου πως από την αφήγησή του δεν προκύπτει σαφήνεια στους ισχυρισμούς του και η επάρκεια πληροφοριών που απαιτείται για την στοιχειοθέτηση της εσωτερικής του αξιοπιστίας. Συγκεκριμένα προκύπτει από τα ερωτήματα που του τέθηκαν, πως ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει επαρκώς το σκηνικό του πνιγμού της κοπέλας, που αποτελεί και τον πυρήνα του ισχυρισμού του, αρκούμενος μόνο σε μια γενικόλογη αναφορά (ερυθρό 28, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Ομοίως γενική και ασαφής κρίθηκε και η αναφορά του αιτητή σε σχέση με τα έγγραφα που ισχυρίστηκε ότι του κοινοποιήθηκαν από τις αρχές (κλήσεις προς εμφάνιση και ένταλμα σύλληψης), καθότι δεν ήταν σε θέση να αποδώσει με συνέπεια το περιεχόμενο των εγγράφων και να εξηγήσει για ποιο λόγο καταζητείτο και πως κατάφερε εκκρεμούντος του εντάλματος να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 27, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Επιπρόσθετα, ως προς τις δύο απόπειρες απαγωγής του, η αφήγηση του αιτητή ήταν ελλιπής σε σχέση με τα κίνητρα και την ταυτότητα των δραστών, ενώ ο αιτητής αρκέστηκε στο να αναφέρει πως «εικάζει» ότι οι δράστες ήταν εντολοδόχοι του Συνταγματάρχη (ερυθρό 26, 1Χ και 25, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Τέλος, ατεκμηρίωτη παρέμεινε και η αναφορά του αιτητή ως προς τους άντρες που τον αναζήτησαν στην οικία του, καθότι πέραν από το στοιχείο ότι δεν ήταν ενδεδυμένοι με αστυνομική στολή δεν ήταν σε θέση να παραθέσει περισσότερες και συγκεκριμένες πληροφορίες σε σχέση με το ζήτημα αυτό (ερυθρό 25, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Οφείλω να σημειώσω πως παρόλο που ρωτήθηκε για το ζήτημα αυτό κατά το στάδιο διεξαγωγής της συνέντευξής του, εντούτοις δεν μπόρεσε να εξηγήσει με ποιο τρόπο κατόρθωσε να ταξιδέψει νόμιμα από το αεροδρόμιο της χώρας του χρησιμοποιώντας το διαβατήριο του και να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του χωρίς να συλληφθεί από τις αρχές, εφόσον όπως ισχυρίστηκε εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης εναντίον του.
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτητή ανέτρεξα σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης σε σχέση με τους ισχυρισμούς που πρόβαλε. Αναφορικά με τον Συνταγματάρχη Pierrot Mwana Mputu, εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνουν την ύπαρξη και την ιδιότητα του κ. Pierrot Mwana Mputu ως συνταγματάρχη και συγκεκριμένα ως εκπροσώπου της Εθνικής Αστυνομίας της Λ.Δ.Κ, κάνοντας λόγο για την ηγεσία του σε ποικίλες αστυνομικές επιχειρήσεις και την συμμετοχή του σε δελτία τύπου[1]. Ωστόσο, δεν ανευρέθηκαν πηγές που να εμπλέκουν τον Συνταγματάρχη σε όσα γεγονότα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι έλαβαν χώρα.
Σε σχέση με δικαστικά ή αστυνομικά έγγραφα στην Λ.Δ.Κ. και συγκεκριμένα στις κλήσεις προς εμφάνιση αλλά και στο ένταλμα σύλληψης που αναφέρθηκε ο αιτητής, ανέτρεξα σε πηγές πληροφόρησης προκειμένου να εξετάσω τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του. Σύμφωνα με το έγγραφο ‘Immigration and Refugee Board of Canada - Democratic Republic of the Congo: Documents issued by the Congolese National Police (Police nationale congolaise, PNC), including wanted notices (avis de recherche), police reports and appearance notices (citations à comparaître); their appearance, their security features and the procedure for obtaining these documents; samples (2021–March 2023)’ [2] τα έγγραφα που εκδίδονται από την Αστυνομία πιθανόν να διαφέρουν σε μορφή, χρώμα και είδος χαρτιού, εντούτοις το περιεχόμενο παραμένει το ίδιο. Παρότι δεν συντάσσονται υπό τις ίδιες συνθήκες, πρέπει εντούτοις να συμμορφώνονται με τις προϋποθέσεις και τύπο που προβλέπεται από το Νόμο. Σε γενικές γραμμές, τα έντυπα είναι πανομοιότυπα παντού στη χώρα.
Όπως αναφέρεται στην προαναφερόμενη πηγή πληροφόρησης, η ειδοποίηση καταζητούμενου προσώπου (wanted notice ή avis de recherche) αποτελεί διαδικαστικό έγγραφο που εκδίδεται με σκοπό την διερεύνηση γεγονότων. Είναι ένα μέτρο που επιτρέπει στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα (Officier du Ministere Public – OMP) να αναζητήσει τον φερόμενο ως δράστη ή/και καταδικασθέντα, ο οποίος έχει εξαφανιστεί. Η ειδοποίηση του καταζητούμενου πάντα συνοδεύεται από ένα άλλο ένταλμα, το λεγόμενο mandate d’amener, με σκοπό ο ύποπτος να έρθει ενώπιον του OMP ή και να συλληφθεί, αναλόγως της περίστασης. Πρέπει επίσης να δημοσιοποιηθεί ούτως ώστε ο οποιοσδήποτε έχει πληροφορίες για τον καταζητούμενο να τις δώσει στον OMP ή στο αρμόδιο όργανο που είναι υπεύθυνο για την εκτέλεση της ειδοποίησης αυτής. Σύμφωνα με πηγή πληροφόρησης που αναφέρεται στο πιο πάνω έγγραφο του IRB, η έκδοση της ειδοποίησης καταζητούμενου επέρχεται κατόπιν ενός γραπτού ή προφορικού παραπόνου ή κάποια πληροφόρηση από οποιοδήποτε άτομο που κατέχει γνώση των γεγονότων και του δράστη ή από παραπομπή από το Magistrate’s Office ή του OPJ.
Ως προς την εκδίδουσα αρχή, το IRB, παραθέτοντας διαφορετικές πηγές, αναφέρει ότι οι ειδοποιήσεις καταζητούμενου εκδίδονται και υπογράφονται από τον OMP, ή εκδίδονται από τον Officier de Police Judiciaire (OPJ). Η ίδια πηγή που κατονομάζει τον OPJ ως την εκδίδουσα αρχή της ειδοποίησης καταζητούμενου αναφέρει ότι αυτές οι ειδοποιήσεις έχουν ισχύ τριών μηνών. Άλλη πηγή πληροφόρησης, αναφέρει ότι οι ειδοποιήσεις καταζητούμενου δύνανται να εκδοθούν από την Εθνική Αστυνομία του Κονγκό (Police Nationale Congolaise – PNC), το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα και τις δυνάμεις ασφαλείας.
Ο Νόμος 11/013 της 11ης Αυγούστου 2011 για την Οργάνωση και Λειτουργία της Εθνικής Αστυνομίας του Κονγκό (The Organic Law No. 11/013 of 11 August 2011 on the Organization and Functioning of the Congolese National Police (Loi organique no 11/013 du 11 août 2011 portant organisation et fonctionnement de la Police nationale congolaise), αναφέρει τα εξής αναφορικά με τον ρόλο της PNC:
To Άρθρο 2 αναφέρει ότι η Εθνική Αστυνομία (PNC) εκτελεί τις λειτουργίες της Διοικητικής Αστυνομίας (Administrative Police) και της Δικαστικής Αστυνομίας (Judicial Police). Το Άρθρο 77 αναφέρει ότι όταν μέλη της Εθνικής Αστυνομίας (National Police Officers) εκτελούν χρέη των μελών της Δικαστικής Αστυνομίας (Judicial Police Officers) κατέχουν καθεστώς εκπροσώπου του Δικαστηρίου και υπάγονται στην εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα. Μέλη της Εθνικής Αστυνομίας των κατηγοριών A με C κατέχουν καθεστώς Μέλους της Δικαστικής Αστυνομίας. Όλοι οι υπόλοιποι είναι Μέλη της Δικαστικής Αστυνομίας. Έκαστος υπάγεται σε νομοθετικούς περιορισμούς που δημιουργήθηκαν για την λειτουργία των Μελών της Δικαστικής Αστυνομίας.
Σύμφωνα με μια από τις πηγές που επικαλείται το IRB, υφίσταται διαφορά ανάμεσα στις ειδοποιήσεις καταζητούμενου (wanted notices) και τις κλήσεις για εμφάνιση (summonses to appear). Οι ειδοποιήσεις καταζητούμενου εκδίδονται από τους OPJ, ενώ οι κλήσεις για εμφάνιση από τους OMP. Σημειώνεται επίσης ότι σύμφωνα με το Υπουργικό Διάταγμα n° 016/CAB/ME/MIN/J&GS/ 2019 du 11 janvier 2019 portant organisation et fonctionnement de la Police judiciaire des parquets,[3] η Police Judiciaire des Parquets έχει δικαιοδοσία να διανέμει τα ‘avis de recherche’ ενώ εντέλλεται να δρα ως το εθνικό σημείο αναφοράς (National Central Bureau) της Interpol.[4]
Στο ίδιο πιο πάνω έγγραφο του IRB του 2022 τονίστηκε η δυσκολία να εξασφαλιστούν πληροφορίες αναφορικά με την εξασφάλιση αστυνομικών εκθέσεων, ειδοποιήσεων καταζητούμενων καθώς και ειδοποιήσεις για εμφάνιση. Μια πηγή πληροφόρησης αναφέρει ότι τέτοια έγγραφα εξασφαλίζονται με την εξής διαδικασία: Παραπομπή της υπόθεσης στην αστυνομία μέσω γραπτού και ενυπόγραφου παραπόνου, επιβεβαίωση του παραπόνου ενώπιον του OPJ και απόφαση του OPJ, αναλόγως της υπόθεσης και των περιστάσεων της, ως προς το κατά πόσον είναι απαραίτητο ο φερόμενος ως δράστης να κληθεί [στο γραφείο] για να επαληθευτούν οι κατηγορίες εναντίον του. Ο αιτητής δεν αναφέρθηκε στα πιο πάνω δεδομένα ούτε προσκόμισε οποιοδήποτε στοιχείο προς υποστήριξη του ισχυρισμού του.
Διαφαίνεται από τα στοιχεία που άντλησα από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης πως δεν επιβεβαιώνεται η εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτητή. Ανεξαρτήτως της κρίσης περί εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του αιτητή, υπενθυμίζεται ότι η ποινική δίωξη ή η επιβολή ποινής για παράβαση κοινού νόμου γενικής εφαρμογής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δίωξη[5]. Σε πολλές περιπτώσεις, δεν ανακύπτει ζήτημα σχετικά με το αν η ποινική δίωξη ή η ποινή έχει μεροληπτικό χαρακτήρα. Οι φυγόδικοι δεν μπορεί να είναι πρόσφυγες[6]. Τα μέτρα, μπορεί να ισοδυναμούν με δίωξη εάν η χώρα καταγωγής επιβάλλει δυσανάλογη ή μεροληπτική ποινική δίωξη ή ποινή[7]. Από τα στοιχεί που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως ούτε η εσωτερική αλλά ούτε και η εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του αιτητή τεκμηριώθηκε και κατά συνέπεια, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν προβάλλει κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα και όσα επικαλέστηκε δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν γινόταν δεκτός ως αξιόπιστος ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του, σημειώνεται πως πρόκειται για μία διαφορά που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει σε χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τον τρόπο με τον οποίο προωθείται από τον αιτητή ο υπό εξέταση ισχυρισμός. Αναφορικά με τον αόριστο κίνδυνο που ισχυρίζεται ο αιτητής ότι διατρέχει από το εν λόγω πρόσωπο στη χώρα καταγωγής του, όπως έχω αναφέρει στην απόφασή μου στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020:
«Η αόριστη επίκληση ενός κινδύνου ζωής, όταν όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συνεπικουρείται εξ' ουδενός αντικειμενικού στοιχείου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αρκούντως σοβαρή, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει «βάσιμο φόβο δίωξης». Ούτως ή άλλως, οποιαδήποτε προσβολή ενός δικαιώματος δεν υποχρεώνει τις αρχές να χορηγήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα στον υφιστάμενο την προσβολή.»
Πρόσθετα, από το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι ορθά διαπιστώθηκε από το δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Ο αρμόδιος λειτουργός, έχοντας αποδεχθεί ότι ο τελευταίος τόπος διαμονής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του είναι η Κινσάσα στο Κονγκό, διεξήγαγε έρευνα για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω περιοχή, από την οποία προέκυψε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Σε κάθε περίπτωση, διεξήγαγα περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τελευταίο τόπο διαμονής του αιτητή, σε πρόσφατες πηγές πληροφόρησης, στα πλαίσια βεβαίως της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή καταγωγής και διαμονής του. Σύμφωνα με επικαιροποιημένη έρευνα στη βάση δεδομένων ACLED, κατά το διάστημα 13/06/2024 - 13/06/2025 στην επαρχία Kinshasa καταγράφηκαν συνολικά 84 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία υπήρξαν 234 θάνατοι. Πρόκειται συγκεκριμένα για 4 μάχες (14 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 12 περιστατικά βίας κατά αμάχων (17 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 52 διαμαρτυρίες (καμία απώλεια ανθρώπινων ζωών) και 16 εξεγέρσεις (203 απώλειες ανθρώπινων ζωών), ενώ δεν καταγράφηκε κανένα περιστατικό εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[8]. O συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται στους 17,778,500 κατοίκους, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2025[9].
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τόπο όπου διέμενε και στον οποίο αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, πλήρως ικανός προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και με οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.
Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται στο σύνολό του.
Επιπρόσθετα, η συνήγορος του αιτητή στα πλαίσια του πρώτου λόγου ακυρώσεως ισχυρίζεται ότι το αρμόδιο όργανο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζοντας της σχετική νομοθεσία, εφόσον υποστηρίζει πως ο αιτητής είναι θύμα απειλών και ισχυρίζεται πως εκκρεμούν εναντίον του εντάλματα σύλληψης. Η συνήγορος του αιτητή παραπέμποντας στο ερυθρό 47 του διοικητικού φακέλου υποστηρίζει πως ο λειτουργός αποδέχεται πως υπάρχει εγκληματικότητα στο Κονγκό και αναφέρει πως το γεγονός ότι δέχθηκε απόπειρα απαγωγής και απειλές, αυτό δεν συνεπάγεται πως δεν θα τύχει δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του. Ο ισχυρισμός τη συνηγόρου του αιτητή περί παραβίασης της νομοθεσίας λόγω μη συνεκτίμησης απειλών και κινδύνου για την ασφάλεια του αιτητή κρίνεται απορριπτέος.
Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στην ενώπιον μου διαδικασία δεν προκύπτει αξιόπιστη τεκμηρίωση των επικαλούμενων περιστατικών, ενώ η αξιολόγηση του αιτητή ως εσωτερικά αναξιόπιστο καθιστά αβάσιμο τον σχετικό ισχυρισμό. Σημειώνεται μάλιστα πως ο αιτητής δεν συγκεκριμενοποίησε τις γενικές και αόριστες αναφορές του στην ενώπιον μου διαδικασία ούτε διευκρίνισε ή προσπάθησε να τεκμηριώσει τον πυρήνα του αιτήματός του ενώ είχε ενώπιον του όλα τα στοιχεία που οδήγησαν στην απόρριψη του αιτήματός του και δεν θέλησε να τα αντικρούσει και να επιχειρηματολογήσει υπέρ του. Πρόσθετα, δεν υπέβαλε οποιαδήποτε αποδειχτικά στοιχεία που να στοιχειοθετούν την ύπαρξη απειλών ή την πιθανότητα σοβαρού κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του. Ο αιτητής αρκέστηκε σε γενικές κι αόριστες αναφορές και δεν ήταν λεπτομερής κατά το αφήγημά του, πράγμα αναμενόμενο εφόσον ισχυρίζεται ότι βίωσε απόπειρες απαγωγής και απειλές.
Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο ισχυρισμός του αιτητή περί γενικευμένης εγκληματικότητας στη χώρα καταγωγής του, γεγονός που διασταυρώνεται από πηγές πληροφόρησης, δεν στοιχειοθετεί αφ’ εαυτού λόγο χορήγησης διεθνούς προστασίας, ελλείψει συγκεκριμένων αποδείξεων για εξατομικευμένο και πραγματικό κίνδυνο σε βάρος του. Η ύπαρξη εγκληματικότητας ή κοινωνικής αστάθειας, δεν αρκεί από μόνη της για την υπαγωγής του αιτητή σε καθεστώς διεθνούς προσασίας.
Κατά συνέπεια, τα σφάλματα που επικαλείται η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή δεν επιβεβαιώνονται από το διοικητικό φάκελο και αντίθετα προκύπτει πως ο αιτητής κρίθηκε κατόπιν ενδελεχούς επεξεργασίας των στοιχείων που έθεσε στο αρμόδιο όργανο ως εσωτερικά αναξιόπιστος, λόγω ασυνεπειών, αντιφάσεων, ανακριβειών και γενικόλογων αναφορών κατά τις δηλώσεις του. Η κρίση του αρμόδιου οργάνου περί μη συνδρομής λόγων προστασίας ερείδεται σε νόμιμα κριτήρια και ασκήθηκε εντός των ορίων της σχετικής νομοθεσίας, σύμφωνα με τις επιταγές της εθνικής και της ενωσιακής νομοθεσίας. Κατά συνέπεια ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του.
Η συνήγορος του αιτητή στα πλαίσια του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, διατείνεται πως το αρμόδιο όργανο κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ενήργησε υπό πλάνη περί τα πράγματα. Όπως ισχυρίστηκε η συνήγορος του αιτητή, οι καθ’ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Η συνήγορος των καθ’ων η αίτηση αντιτείνει πως δεν εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε πλάνη στη διαδικασία που ακολουθήθηκε και υποστηρίζει πως ο προβαλλόμενος ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο.
Καταρχάς θα πρέπει να αναφερθεί πως το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για την ύπαρξη πλάνης το έχει ο αιτητής (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267). Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν στοιχειοθετείτε επαρκώς από τον αιτητή και είναι γενικόλογος. Από τους ισχυρισμούς της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή, δεν στοιχειοθετείτε οποιουδήποτε είδους πλάνη, τόσο ως προς την διαδικασία που ακολουθήθηκε, όσο και ως προς τα συμπεράσματα τα οποία κατέληξε η Υπηρεσία Ασύλου με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, αλλά ούτε και ως προς τα γεγονότα που έλαβε η Υπηρεσία Ασύλου υπόψη της.
Πλάνη περί τα πράγματα στοιχειοθετείτε όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. Σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» (Τόμος 2, 14η έκδοση, 2011, σελίδες 136, 137, παράγραφοι 510 και 511). Ο αιτητής δεν παραπέμπει σε γεγονότα τα οποία οι καθ’ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη με αποτέλεσμα να αποφασίσουν κατά πλάνη περί τα πράγματα. Στη βάση των ανωτέρω, είναι προφανές πως δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός του αιτητή περί πραγματικής πλάνης ή/και οποιασδήποτε άλλης ουσιώδους πλάνης και ως εκ τούτου απορρίπτεται στο σύνολό του.
Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η συνήγορος του αιτητή εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου κατά παράβαση θεμελιωδών δικαιωμάτων του αιτητή. Η συνήγορος των καθ’ων η αίτηση εισηγείται πως ο προβαλλόμενος ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί, εφόσον υποστηρίζει πως δεν έχει τεκμηριωθεί.
Κρίνω ότι ο ισχυρισμός περί κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται, εφόσον ο αιτητής για να στοιχειοθετήσει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό του, όφειλε να αποδείξει τον κατάδηλα ξένο σκοπό από το σκοπό του νόμου που επεδίωξε το αρμόδιο όργανο και την υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμόδιου οργάνου.
Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην απόφαση της υπόθεσης Τριλλίδου v. Δημοτικού Συμβουλίου Στροβόλου, (1993) 3 ΑΑΔ 284, ο λόγος ακυρώσεως περί κατάχρησης εξουσίας δεν εξετάζεται αφηρημένα και ακαδημαϊκά, αλλά με βάση συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και «απαιτείται παράβαση του σκοπού του γράμματος και του πνεύματος του νόμου».
Ο λόγος ακυρώσεως προβάλλεται από την συνήγορο του αιτητή αόριστα, χωρίς να προσδιορίζεται ποιος είναι ο ξένος σκοπός από το γράμμα του Νόμου ο οποίος επιδιώκεται. Ο αιτητής πρέπει να εξειδικεύει τον προβαλλόμενο νομικό ισχυρισμό αφού φέρει και το βάρος απόδειξής του. Στην απόφαση της υπόθεσης Καλλιμάχου Χρυσταλλένη κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία (1994) 4ΑΑΔ, 314 αναφέρθηκε πως η κατάχρηση εξουσίας «Πρέπει να αποδεικνύεται είτε από την ίδια την πράξη είτε από τα στοιχεία του φακέλου και μάλιστα κατά τρόπο κατάδηλο».
Ενόψει των ανωτέρω, δεν διακρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με σκοπό κατάδηλα διαφορετικό από εκείνο που ο νομοθέτης θέλησε και η συνήγορος του αιτητή δεν υπέδειξε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε παρατυπία. Αντιθέτως, η απόφαση εκδόθηκε εντός των πλαισίων του νόμου και ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας και των εξουσιών του αρμόδιου οργάνου.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. Ενδεικτικά: Radio Okapi, Ο συνταγματάρχης Pierrot Mwana Mputu χαιρετίζει την υποστήριξη της MONUSCO στις μονάδες PNC, 29/05/2022, https://www.radiookapi.net/2022/05/29/actualite/politique/le-colonel-pierrot-mwana-mputu-salue-lappui-de-la-monusco-aux-unites, The East African, DRC police fire tear gas, arrest opposition leaders in anti-Kabila protests, 18/08/2020, https://www.theeastafrican.co.ke/news/DR-Congo-anti-Kabila-protests/2558-4209614-jsmy8iz/index.html, VOA News, DRC Police: 36 People Missing After Boat Sinks in Congo River, 16/09/2029, https://www.voanews.com/a/africa_drc-police-36-people-missing-after-boat-sinks-congo-river/6175860.html, AL JAZEERA, Dozens of people missing after boat sinks in DRC, 15/09/2019, https://www.aljazeera.com/news/2019/9/15/dozens-of-people-missing-after-boat-sinks-in-drc, Infocongo, Étiquette : Colonel Pierre Mwanamputu, 04/05/2021, https://infocongo.net/tag/colonel-pierre-mwanamputu/
[2] Immigration and Refugee Board of Canada (IRB), Democratic Republic of the Congo: Documents issued by the Congolese National Police (Police nationale congolaise, PNC), including wanted notices (avis de recherche), police reports and appearance notices (citations à comparaître); their appearance, their security features and the procedure for obtaining these documents; samples (2021–March 2023) [COD201410.FE], 31 March 2023, https://www.ecoi.net/en/document/2092757.html
[3] Journal official de la République du Congo, 1 /4/ 2019, σελ. 15 – 16 ως υπάρχει δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα Droit Congolais, https://www.droitcongolais.info/files/352.01.19-Arrete-du-11-janvier-2019_Police-judiciaire.pdf
[4] Interpol, Congo (Democratic Republic of), https://www.interpol.int/en/Who-we-are/Member-countries/Africa/CONGO-Democratic-Rep
[5] UNHCR, Εγχειρίδιο, https://www.refworld.org/docid/5cb474b27.html, ό.π. υποσημείωση 103, παράγραφος 56.
[6] Upper Tribunal (IAC) (Ηνωμένο Βασίλειο), απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2012, MN και Others (Ahmadis
– Country Conditions – Risk) Pakistan CG [2012] UKUT 00389, https://moj-tribunals-documents-prod.s3.amazonaws.com/decision/pdf_file/37453/00389_ukut_iac_2012_mn_ors_pakistan_cg.pdf. Βλέπε επίσης UNHCR, Εγχειρίδιο https://www.refworld.org/docid/5cb474b27.html, ό.π. υποσημείωση 103, παράγραφος 56.
[7] Βλέπε Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Πρόταση ΟΕΑΑ: αιτιολογική έκθεση, 2001, https://ec.europa.eu/transparency/documents-register/detail?ref=COM(2001)510&lang=el, ό.π. υποσημείωση 266, η οποία αναφέρεται στην προτεινόμενη σε εκείνο το στάδιο διατύπωση του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ).
[8] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ [βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians/Explosions/Remote violence/Riots/Protests) DATE RANGE: 13/06/2024 – 13/06/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Democratic Republic of Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο