
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: 805/23
30 Ιουνίου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Y.U.
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Χ. Πατσαλίδης (κος) για Χρίστος Α. Πατσαλίδης ΔΕΠΕ, Δικηγόρος για τον Αιτητή
Κ. Κοτζιά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 15/02/2023, σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική προσφυγή/ένστασή του κατά της απόφασης απόρριψης του αιτήματός του για διεθνή προστασία και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη και στερημένη οιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Παράλληλα με δεύτερη αιτούμενη θεραπεία, καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει τον Αιτητή «πολιτικό πρόσφυγα».
Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση αλλά και από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων που καταχωρήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ως Τεκμήρια Α και Β στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:
Ο Αιτητής είναι ενήλικας από την Τουρκία, κατά δήλωσή του γεννηθείς στην Άγκυρα με θρήσκευμα Χριστιανός Προτεστάντης.
Σύμφωνα επίσης με δική του δήλωση, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 04/07/2013 και εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές στις 10/07/2013 μέσω των κατεχομένων περιοχών της Κύπρου. Στις 25/07/2013, συμπλήρωσε και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, και στις 12/02/2014 διενεργήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουγό της Υπηρεσίας Ασύλου.
Στις 07/07/2016 η αρμόδια λειτουργός συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενη την απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία, η οποία εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ο οποίος στις 08/07/2016 εξέδωσε απορριπτική απόφαση.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, κοινοποιήθηκε στον Αιτητή μέσω επιστολής ημερομηνίας 22/07/2016.
Στις 05/08/2016, ο Αιτητής υπέβαλε διοικητική προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων μέσω συνηγόρου, ωστόσο με την κατάργηση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων στις 31/12/2020 και δυνάμει του άρθρου 33 του περί Προσφύγων Νόμου 2000, η εκκρεμούσα διοικητική προσφυγή που είχε υποβληθεί στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, παραπέμφθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου ώστε να εξεταστεί από τον Προϊστάμενο ως να του είχε υποβληθεί ως ένσταση κατά της αρχικής αρνητικής του απόφασης.
Με επιστολή της ημερομηνίας 25/10/2022, την οποία ο Αιτητής παρέλαβε δια χειρός, η Υπηρεσία Ασύλου τον ενημέρωσε ότι δύναται να προσκομίσει τυχόν επιπρόσθετα υποστηρικτικά στοιχεία. Μέσω του νομικού του εκπροσώπου, ο Αιτητής υπέβαλε εκ νέου τα πρακτικά των δικαστικών διαδικασιών εναντίον του μεταφρασμένα στα ελληνικά, γραπτή αγόρευση και περαιτέρω λόγους προσφυγής.
Στις 25/01/2023 οι Καθ’ ων η αίτηση εξετάζοντας την ενώπιον τους υπόθεση, απέρριψαν την διοικητική προσφυγή του Αιτητή, κοινοποιώντας δεόντως την απόφασή τους στον Αιτητή.
Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας αποτελεί η απορριπτική απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση επί της διοικητικής προσφυγής του Αιτητή.
Παρόλο που η γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του Αιτητή δεν συνάδει με τις πρόνοιες των εν ισχύει διαδικαστικών κανονισμών και ειδικότερα του κανονισμού 7(α) περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019 (3/19) καθότι αυτή δεν συγκεκριμενοποιεί, αναπτύσσει και επιχειρηματολογεί ξεχωριστά κάθε ένα προβαλλόμενο νομικό σημείο, διαφαίνεται εξ αυτής ότι αποτελεί θέση του Αιτητή, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να ερευνήσουν κατάλληλα και νομότυπα όλες τις πτυχές της υπόθεσης ή και ενήργησαν με βάση ανεπαρκή και αυθαίρετα δεδομένα, εφόσον παρέλειψαν μεταξύ άλλων να εξετάσουν την κατάσταση υγείας του Αιτητή αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Επιπλέον προβάλλει ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εφόσον αυτή δεν εκδόθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά από αρμόδιο λειτουργό κατά παράβαση του άρθρου 33(2)(α)(i), ενεργώντας καθ’ υπέρβαση εξουσίας, ενέργεια που συμπαρασύρει και παραβιάζει όλες τις αρχές του διοικητικού δικαίου. Τέλος αποτελεί θέση του συνηγόρου του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση μέσω της δικής τους αγόρευσης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο νόμος στους Καθ' ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Οφείλω να παρατηρήσω και σχολιάσω ότι ο συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση σε ουδεμία αναφορά και τοποθέτηση προβαίνει στην αγόρευσή του σε σχέση με τους εγειρόμενους ισχυρισμούς του Αιτητή.
Επισημαίνω σε αυτό το σημείο, κάτι που ουδείς εκ των συνηγόρων των μερών ανέφερε, ότι η παρούσα προσφυγή αφορά αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία υποβλήθηκε πριν την 20η Ιουλίου 2015. Σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73 (Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει μόνο τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και όχι την ορθότητα αυτής. Ο Αιτητής υπέβαλε την αίτησή του για διεθνή προστασία στις 25/07/2013, συνεπώς εμπίπτει στις περιπτώσεις όπου ο έλεγχος του Δικαστηρίου περιορίζεται σε εξέταση της νομιμότητας και μόνο της απόφασης του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Ως εκ τούτου η εξέταση θα περιοριστεί στα στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στους διοικητικούς φάκελους που κατατέθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και τα οποία ήταν ενώπιον των Καθ' ων η αίτηση όταν έλαβαν την προσβαλλόμενη απόφαση. Ως εκ των ανωτέρω, απορρίπτεται ήδη το δεύτερο αιτητικό της παρούσας προσφυγής με το οποίο ο Αιτητής εξαιτείται απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να του αναγνωρίζεται καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Προχωρώ συνεπώς να εξετάσω την νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση των στοιχείων που είχε ενώπιόν του το διοικητικό όργανο και υπό το φως των λόγων ακύρωσης που προβάλλει ο Αιτητής.
Κρίνω σκόπιμο και ορθό όπως εξεταστεί αρχικά ο προωθούμενος ισχυρισμός του Αιτητή περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Όπως ήδη αναφέρθηκε αποτελεί θέση του συνηγόρου του Αιτητή, πως η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί καθότι αυτή δεν εκδόθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά από αρμόδιο λειτουργό κατά παράβαση του άρθρου 33(2)(α)(i), ενεργώντας καθ’ υπέρβαση εξουσίας.
Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από την κα Α. Ανδρέου η οποία είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου (ερυθρό 188 στο διοικητικό φάκελο) και όχι από την αρμόδια λειτουργό η οποία προέβη σε σύνταξη εισηγητικής έκθεσης επί της διοικητικής προσφυγής του Αιτητή, «κατόπιν εξέτασης της Έκθεσης Εισήγησης».
Ούσα δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών, αρμοδίως εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά συνέπεια ουδεμία παράβαση νόμου ή υπέρβαση εξουσίας διακρίνεται εφόσον η ίδια ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένη να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου.
Παραπέμπω στην απόφαση με αριθμό 6447/13, Μενέλαος Χειμώνας v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 30/9/2015. Το γεγονός αυτό είναι επιτρεπτό από την νομολογία όπως επιβεβαιώθηκε και στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, τα γεγονότα της οποίας προσομοιάζουν με τα γεγονότα της παρούσας, στην υπόθεση υπ’ αριθμόν 1360/15, Tuong v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 28/2/2019.
Δεδομένου του τεκμηρίου της κανονικότητας υπέρ των πράξεων της διοίκησης και εφόσον το άτομο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αρμοδίως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου, όπως προκύπτει από την σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών καταλήγω ότι ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Προχωρώ τώρα και εξετάσω τον ισχυρισμό του Αιτητή περί μη δέουσας έρευνας της διοικητικής προσφυγής του από τους Καθ’ ων η αίτηση ο οποίος αποτελεί και τον ουσιαστικό ισχυρισμό του προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Προς τούτο θεωρώ σκόπιμο όπως ανατρέξω στις δηλώσεις του Αιτητή κατά την αρχική του αίτηση για διεθνή προστασία.
Κατά την αρχική του αίτηση για διεθνή προστασία, ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει γεννηθεί στην Άγκυρα και μιλά τουρκικά, δεν κατέχει υπηκοότητα ωστόσο προσκόμισε αντίγραφο ταυτότητας που έχει εκδοθεί από τις τουρκικές αρχές. Κατέγραψε επίσης ως συνοδευόμενό του πρόσωπο, άτομο το οποίο δήλωσε ότι είναι ο πνευματικός του υιός. Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την Τουρκία, ο Αιτητής δήλωσε ότι ως της ιδιότητας του ως χριστιανός καταδικάστηκε λόγω των ιεραποστολικών του δραστηριοτήτων και παρέμεινε 6 μήνες στη φυλακή “10th Mugla Diverek”. Τοποθετήθηκε στη φυλακή μαζί με 7 άτομα τα οποία δεν γνώριζε, με την κατηγορία ότι ήταν συμμορία και διακινούσαν ναρκωτικές ουσίες. Ο ίδιος καταδικάστηκε σε 7 χρόνια και 6 μήνες φυλάκιση, παρότι κατά την έρευνα της αστυνομίας στην οικία του, δεν εντοπίστηκε οτιδήποτε. Ο Αιτητής δήλωσε περαιτέρω ότι είναι ιεραπόστολος και επιθυμεί να διαδώσει τον χριστιανισμό σε οποιαδήποτε χώρα βρεθεί. Κατέγραψε επίσης ονόματα ιερέων της εκκλησίας “Ankara salvation”, για τους οποίους δήλωσε ότι μπορούν να επιβεβαιώσουν τα ανωτέρω, ενώ παρέπεμψε σε σύνδεσμο ιστοτόπου όπου ανευρίσκονται οι κατηγορίες εναντίον του και πρόσθεσε ότι έχει στην κατοχή του σχετικά αυθεντικά έγγραφα (ερ. 6-4 και μετάφραση ερ. 18-17 του διοικητικού φακέλου, στο εξής αναφερόμενος ως «ΔΦ»).
Στο πλαίσιο της συνέντευξής του (ερ. 28-22 ΔΦ), η οποία διενεργήθηκε στις 12/02/2014 από αρμόδιο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής δήλωσε υπήκοος Τουρκίας, γεννηθείς στην πόλη Aydın στην Άγκυρα στις 11/04/1969. Τελευταίος τόπος διαμονής του ήταν το Bodrum, όπου διέμενε περί τα 8-9 χρόνια μέχρι και την αναχώρησή του από την χώρα το 2013. Είναι χριστιανός προτεστάντης, άγαμος και έχει έναν αδελφό, καθώς και έναν πνευματικό υιό με τον οποίο υπέβαλαν και οι δύο αιτήσεις για διεθνή προστασία, οι οποίες εξετάστηκαν από κοινού με την σύνδεση των φακέλων τους.[1]
Ερωτηθείς από τον αρμόδιο λειτουργό για τους λόγους που εγκατέλειψε την Τουρκία, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε θρησκευτικούς λόγους. Συγκεκριμένα, είχε βαπτισθεί χριστιανός ενόσω ακόμα διέμενε στην Άγκυρα και δέχτηκε επίθεση (τραυματισμό) και θανάσιμες απειλές από τον αδελφό του με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει την Άγκυρα και να μεταβεί στο Bodrum (ερ. 26 ΔΦ). Εκεί έγινε μέλος της εκκλησίας «LUTUF», στην οποία είχαν ομάδα που παρείχε τροφή και ρουχισμό σε παιδιά του δρόμου που είτε πωλούσαν χαρτομάντηλα για να επιβιώσουν είτε ήταν χρήστες ναρκωτικών ουσιών. Ανάμεσα σε αυτά τα παιδιά ήταν και ο Serdar, ο πνευματικός του υιός, τότε 12 ετών. Στην ομάδα των ανθρώπων οι οποίοι βοηθούσαν τα παιδιά ήταν κι ένας πράκτορας της κυβέρνησης, ο οποίος μετέφερε πληροφορίες στην αστυνομία, λέγοντας ότι ο Αιτητής και η ομάδα του προσπαθούσαν να προσηλυτίσουν στον χριστιανισμό τα παιδιά που βοηθούσαν. Ως εκ τούτου, η αστυνομία ξεκίνησε διερεύνηση για τον Αιτητή και τις δραστηριότητές του, με τις υποψίες για προσηλυτισμό. Ο Αιτητής ανέφερε επίσης πως όταν κάποιος γνωστός του ονόματι Ferdi Cakar, ο οποίος ήταν γιος του βουλευτή του κόμματος MHP (Millietci Halk Partisi) στο Bodrum, έμαθε πως ο Αιτητής ήταν χριστιανός, άρχισε να τον απειλεί τηλεφωνικά και έριχνε πέτρες έξω από το σπίτι του. Ερωτηθείς πότε ξεκίνησαν οι απειλές, ο Αιτητής απάντησε πως ήταν περί ένα με δύο χρόνια αφότου μετεγκαταστάθηκε στο Bodrum. Επίσης, αναφέρθηκε σε περιστατικό που έλαβε χώρα το 2011, κατά το οποίο βρισκόταν στην οικία του με τον Serdar όταν εισέβαλαν δια της βίας διάφορα άτομα, ανάμεσά τους και ο Ferdi Cakar, ο οποίος προσπάθησε να επιτεθεί στον Αιτητή με μαχαίρι. Ωστόσο, μπήκε στη μέση ο Serdar με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στο κεφάλι και στο στόμα. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου μετέβησαν και οι αστυνομικές αρχές καταγράφοντας το περιστατικό, ενώ στη συνέχεια ο Αιτητής έδωσε κατάθεση στον εισαγγελέα ως μάρτυρας και ενημερώθηκε ότι θα κληθεί όταν γίνει η δίκη. Ο Αιτητής δήλωσε ότι τρεις μέρες με μία εβδομάδα πριν το δικαστήριο, η αστυνομία προέβη σε έρευνα στην οικία του και τον συνέλαβαν με την κατηγορία περί κατοχής ναρκωτικών ουσιών, μαζί με επτά (7) ακόμα άτομα ως συνεργούς του, ενώ παρακολουθούσαν και το τηλέφωνό του, το οποίο ωστόσο δεν ανήκε στον ίδιο (ερ. 25 ΔΦ). Ο Αιτητής ισχυρίζεται πως ο σκοπός ήταν να τον δυσφυμίσουν στον κόσμο λόγω του ότι είναι χριστιανός και προσυλήτιζε τα παιδιά του δρόμου.
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις σχετικά με την απόφασή του να μεταστραφεί στον χριστιανισμό, δήλωσε πως αυτό έγινε ξαφνικά διότι ο Χριστός παρουσιάστηκε στο όνειρό του. Σε επόμενη ερώτηση, με ποιο κριτήριο επέλεξε να γίνει προτεστάντης χριστιανός και όχι ορθόδοξος ή καθολικός, δήλωσε πως η εκκλησία που βρήκε ήταν προτεσταντική, σε κάθε περίπτωση όμως, στη συνέχεια κατάλαβε πως ο Χριστός είναι ένας. Ερωτηθείς εάν οι κατ’ ισχυρισμό διώκτες (μουσουλμάνοι) έβλαψαν άλλα μέλη της Εκκλησίας ή τον πάστορα, απάντησε αρνητικά, ενώ όταν ρωτήθηκε γιατί στοχοποιήσαν μόνο τον ίδιο, απάντησε «έτυχε» (ερ. 24 -9x ΔΦ).
Αναφορικά με την κατηγορία εναντίον του σε σχέση με τα ναρκωτικά, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τον αδίκησαν. Σε διευκρινιστική ερώτηση ως προς τον τρόπο που αδικήθηκε, αυτός ανέφερε πως δεν βρήκαν ποτέ ναρκωτικά στο σπίτι του, και πως παρακολουθούσαν το τηλέφωνό του το οποίο δεν ήταν δικό του. Ανέφερε πως εκκρεμεί δικαστική απόφαση εναντίον του, αλλά σε διευκρινιστική ερώτηση πώς κατάφερε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του ενόσω εκκρεμούσε υπόθεση εναντίον του, έδωσε παράλληλα τρεις διαφορετικές εκδοχές: «ήρθα», «έφυγα» και «το έσκασα από τη χώρα». Ως προς την τελευταία δήλωση του, του επισημάνθηκε πως αυτή η δήλωση θα ήταν λογική εάν έφευγε παράνομα από τη χώρα, ωστόσο όπως ο ίδιος κατέγραψε στη αίτησή του, εγκατέλειψε τη χώρα νόμιμα μέσω αεροδρόμιου. Σε διευκρινιστική ερώτηση ανέφερε πως έμεινε στη φυλακή για 6 μήνες και αφότου απελευθερώθηκε, έλαβε την καταδίκη. Ανέφερε πως εγκατέλειψε την χώρα 1-2 μέρες αφότου παρέλαβε την επιστολή με την οποία ενημερωνόταν για την ποινή και πως εάν επιστρέψει θα καταλήξει στη φυλακή.
Σημειώνεται ότι ο Αιτητής διόρισε δικηγόρο ενόσω εκκρεμούσε η εξέταση της αίτησής του στην Υπηρεσία Ασύλου και, στις 19/11/2014, υπέβαλε «ιατρική συνταγή» ημερομηνίας 17/11/2014 από ψυχίατρο στην οποία αναγράφεται ότι παρακολουθείται από τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Κοφίνου από τις 11/08/2014, αναφερόμενος σε διάφορες φοβίες που αναπτύχθηκαν επι εδάφους διαταραχής προσωπικότητας, ενώ τέθηκε σε φαρμακευτική αγωγή με αντιψυχωτικά.
Εξετάζοντας τα λεγόμενα του Αιτητή η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διήκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τον προσηλυτισμό του Αιτητή ως χριστιανός και ο δεύτερος την ισχυριζόμενη δίωξή του από μη κυβερνητικό παράγοντα εξαιτίας του προσηλυτισμού στο χριστιανισμό.
Ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή έτυχε απόρριψης λόγω έλλειψης εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας. Συγκεκριμένα, η αρμόδια λειτουργός αναφέρει ότι τέθηκαν βασικά ερωτήματα στον Αιτητή ως προς τον χριστιανισμό, τα οποία δεν ήταν σε θέση να απαντήσει ικανοποιητικά, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τις δηλώσεις του περί ιεραποστολικής δράσης για περισσότερο από 9 χρόνια.
Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή περί της ισχυριζόμενης δίωξής του, η αρμόδια λειτουργός σημειώνει αρχικά πως αποτελεί ισχυρισμό «πλήρως βασισμένο με τον προσυλητισμό του στον χριστιανισμό», ισχυρισμός ο οποίος εξετάσθηκε ήδη και απορρίφθηκε. Εξετάζοντας στη συνέχεια τον εν λόγω ισχυρισμό σε συνάρτηση με τα δικαστικά έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής και αφορούν αβάσιμες, όπως δήλωσε ο ίδιος, κατηγορίες και καταδίκη των οποίων ο πραγματικός λόγος αφορούσε την ιδιότητά του ως χριστιανός, η λειτουργός σημειώνει πως αυτά δε συνάδουν με τις δηλώσεις του Αιτητή. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ισχυρίστηκε πως η αστυνομία δεν βρήκε τίποτα όταν έψαξε το σπίτι του και τον κατηγόρησαν άδικα όσον αφορά την εμπλοκή του με τα ναρκωτικά, ενώ σημειώνεται πως ο ίδιος παραδέχτηκε ενώπιον του δικαστηρίου πως είναι χρήστης ναρκωτικών. Επίσης, ανάμεσα στα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής στην Υπηρεσία Ασύλου, βρίσκεται πρακτικό δικαστηρίου, όπου αναγράφει ότι πράγματι εντοπίστηκαν παράνομες ουσίες κατά την έρευνα στο σπίτι του. Περαιτέρω, παρατηρείται αντίφαση στα λεγόμενά του όσον αφορά το κατά πόσο γνωστοποίησε την θρησκεία του ενώπιον του δικαστηρίου. Επιπλέον, σημειώνεται πως ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τον παρακολουθούσαν επειδή ήθελαν να τον δυσφημίσουν λόγω του ότι προέβαινε σε προσηλυτισμό σε παιδιά των δρόμων στο Χριστιανισμό ωστόσο όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, ο Αιτητής ξεκαθάρισε δεν είχε εμπλακεί σε βαφτίσεις χριστιανών στην Τουρκία και πως το μόνο παιδί που βάφτισαν ήταν ο πνευματικός του υιός αφότου εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Αυτό έρχεται σε αντίφαση με τον ισχυρισμό του ως προς τον λόγο δίωξής του δηλαδή ο Χριστιανισμός και συγκεκριμένα ο προσηλυτισμός παιδιών των δρόμων στο Χριστιανισμό. Η λειτουργός καταγράφει ακόμα πως ο Αιτητής προέβη σε εσκεμμένες ενέργειες μετά την άφιξή του στη Δημοκρατία, όπως το να βαπτίσει χριστιανό τον Sedat ενόσω βρίσκονταν στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, καθώς και να προβεί σε δερμοστιξία (τατουάζ) με σύμβολα της χριστιανικής πίστης. Κατόπιν περαιτέρω ανάλυσης, η λειτουργός καταλήγει ότι δεν προκύπτουν ανάγκες προστασίας του Αιτητή ούτε στη βάση αποδιδόμενων πολιτικών πεποιθήσεων, καθώς από σχετικές πληροφορίες δεν επιβεβαιώνονται διώξεις χριστιανών στην Τουρκία. Επισημαίνει ότι οι λόγοι που οδήγησαν τον Αιτητή να εγκαταλείψει την Τουρκία σχετίζονται με την υπόθεση των ναρκωτικών στην οποία εμπλέκεται και στην τιμωρία που επισύρει αυτή η παράβαση του κοινού νόμου, για την οποία είναι φυγόδικος. Στη βάση των ανωτέρω, η αρμόδια λειτουργός κατέληξε ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3, απορρίπτοντας την αίτηση. Σημειώνεται ότι σε εκείνο το στάδιο δεν εξετάστηκαν καθόλου οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου για πιθανή χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή.
Σύμφωνα με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στην παρούσα διαδικασία ως Τεκμήριο Β, ο Αιτητής δεν υπέβαλε συγκεκριμένους ισχυρισμούς και/ή λόγους ακύρωσης στο πλαίσιο της διοικητικής του προσφυγής που καταχώρισε ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (ΑΑΠ) στις 05/08/2016. Μετά την κατάργηση της ΑΑΠ και την ανάληψη αρμοδιότητας εξέτασης της εκκρεμούσης διοικητικής προσφυγής του Αιτητή ως ένστασης κατά της πρωτοβάθμιας απορριπτικής απόφασης, η Υπηρεσία Ασύλου ενημέρωσε τον Αιτητή με επιστολή της ημερομηνίας 22/10/2022, ότι δύναται να προσκομίσει γραπτώς τυχόν επιπρόσθετα υποστηρικτικά στοιχεία. Στις 02/12/2022, ο συνήγορος του Αιτητή απέστειλε επιστολή με την οποία προβάλει λόγους ένστασης κατά της πρωτοβάθμιας απορριπτικής απόφασης καθώς και κατά της αρμοδιότητας της Υπηρεσίας Ασύλου να την εξετάσει, επισυνάπτοντας εκ νέου τα έγγραφα που είχαν κατατεθεί και κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία εξέτασης της αίτησης (ερ. 110-94ΔΦ).
Στα πλαίσια εξέτασης της διοικητικής προσφυγής του Αιτητή, στη βάση των προωθούμενων ισχυρισμών του συνηγόρου του Αιτητή, στις 25/01/2023, αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση επί της διοικητικής προσφυγής/ ένστασης του Αιτητή. Σημειώνει πως δεν κρίθηκε αναγκαία η κλήση του Αιτητή σε συνέντευξη, καθώς δεν προέκυψαν ούτε προβλήθηκαν νέοι ισχυρισμοί που να χρήζουν διεεύνισης (ερ. 168 ΔΦ).
Αναφορικά με το λόγο ένστασης περί αναρμοδιότητας της Υπηρεσίας Ασύλου να εξετάσει σε δεύτερο βαθμό την απορριπτική της απόφαση επί της αίτησης, η αρμόδια λειτουργός παραθέτει τις σχετικές διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου δυνάμει των οποίων νομιμοποιείται η εξέταση αυτή. Αναφορικά με τον δέυτερο λόγο ένστασης περί του ότι «λανθασμένα η αρμόδια λειτουργός ανέφερε ότι στην ουσία ο αιτητής είναι φυγόδικος και ότι αυτή η ιδιότητα δε μπορεί παρά να στερήσει τον αιτητή από την ιδιότητα του πολιτικού πρόσφυγα», η αρμόδια λειτουργός προβαίνει αρχικά σε αναλυτική καταγραφή των προηγούμενων σταδίων εξέτασης της αίτησης του Αιτητή, με ταυτόχρονη αξιολόγησή τους και προχωρά σε επιπλέον και εκ νέου αξιολόγηση στη βάση των όσων υπέβαλε ενώπιόν της ο Αιτητής μέσω του συνηγόρου της (ερ. 185-160 ΔΦ).
Όπως αναφέρει η αρμόδια λειτουργός που εξέτασε την ένσταση, ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αναφορικά με τον προσυλητισμό του Αιτητή ως χριστιανός, ορθά απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας από την λειτουργό που εξέτασε την αίτηση του Αιτητή (στο εξής ανανφερόμενη ως «πρώτη λειτουργός»). Συγκεκριμένα, οι δηλώσεις του Αιτητή χαρακτηρίστηκαν από αντιφάσεις, έλλειψη επαρκών πληροφοριών, και ευλογοφάνειας, ενώ έρχονται σε αντίφαση με τα λεγόμενα του Αιτητή (2) της υπόθεσης (Serdar), του οποίου ο φάκελος είχε συνδεθεί με τον φάκελο του Αιτητή. Περαιτέρω, οι δηλώσεις του Αιτητή (1) δεν συνάδουν με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Όπως έπραξε η πρώτη λειτουργός στην πρωτοβάθμια διαδικασία, έγινε αποδεκτή η αποδιδόμενη ιδιότητα του Αιτητή ως χριστιανός λόγω των χριστιανικών τατουάζ που φέρει και λόγω του ότι η ταυτότητά του την οποία προσκόμισε ως αντίγραφο και η οποία εκδόθηκε το 2009, αναγράφει τον χριστιανισμό ως θρήσκευμά του. Η αρμόδια λειτουργός προέβη σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, σύμφωνα με τις οποίες το αντίγραφο της ταυτότητας του Αιτητή αντιστοιχεί σε φωτογραφίες τούρκικων ταυτοτήτων οι οποίες εκδίδονταν πριν την έκδοση ταυτοτήτων που περιέχουν chip. Σημειώνει ότι το στοιχείο αυτό δεν αξιολογήθηκε από την πρώτη λειτουργό, σε κάθε περίπτωση ωστόσο, αφενός ο Αιτητής προσκόμισε αντίγραφο και όχι πρωτότυπη ταυτότητα και, αφετέρου, η αναγραφή του θρησκεύματος γίνεται κατά δήλωση (ερ. 179 ΔΦ). Σύμφωνα με περαιτέρω έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης στην οποία προέβη η αρμόδια λειτουργός, επιβεβαιώνονται οι Εκκλησίες και τα ονόματα των κληρικών που ανέφερε ο Αιτητής, ωστόσο, σημειώνει ότι ο πάστορας που ανέφερε ο Αιτητής ότι τον βάφτισε, είναι Ευαγγελιστής, που αποτελεί παρακλάδι του Προτεσταντισμού κάτι το οποίο δεν ανέφερε ο Αιτητής. Καταλήγει συνεπώς πως, το γεγονός ότι ανευρέθηκαν αυτά τα πρόσωπα δεν δύναται από μόνο του να αντισταθμίσει τις αντιφάσεις που εντοπίστηκαν και την έλλειψη επαρκών πληροφοριών και ορθά απορρίφθηκε ο συγκεκριμένος ισχυρισμός (ερ. 180-179 ΔΦ).
Εξετάζοντας την αξιολόγηση του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή περί της ισχυριζόμενης δίωξής του, η αρμόδια λειτουργός αναφέρει ότι ορθά έγινε εν μέρη αποδεκτός ως προς την δικαστική καταδίκη του Αιτητή και απορρίφθηκε ως προς τη σύνδεση της καταδίκης αυτής με την ιδιότητά του ως χριστιανού (ερ. 178 ΔΦ). Εξετάζοντας στη συνέχεια τον εν λόγω ισχυρισμό σε συνάρτηση με τα δικαστικά έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής, η αρμόδια λειτουργός σημειώνει πως αυτά δε συνάδουν με τις δηλώσεις του Αιτητή. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ισχυρίστηκε πως η αστυνομία δεν βρήκε τίποτα όταν έψαξε το σπίτι του και τον κατηγόρησαν άδικα όσον αφορά την εμπλοκή του με τα ναρκωτικά, ενώ σημειώνεται πως ο ίδιος παραδέχτηκε ενώπιον του δικαστηρίου πως είναι χρήστης ναρκωτικών. Επίσης, ανάμεσα στα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής στην Υπηρεσία Ασύλου, βρίσκεται πρακτικό δικαστηρίου, όπου αναγράφει ότι πράγματι εντοπίστηκαν παράνομες ουσίες κατά την έρευνα στο σπίτι του. Περαιτέρω, παρατηρείται αντίφαση στα λεγόμενά του όσον αφορά το κατά πόσο γνωστοποίησε την θρησκεία του ενώπιον του δικαστηρίου. Επιπλέον, σημειώνεται πως ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τον παρακολουθούσαν επειδή ήθελαν να τον δυσφημίσουν λόγω του προέβαινε σε προσηλυτισμό παιδιά των δρόμων στο Χριστιανισμό ωστόσο, ο Αιτητής ξεκαθάρισε δεν είχε εμπλακεί σε βαφτίσεις χριστιανών στην Τουρκία και πως το μόνο παιδί που βάφτισαν ήταν ο πνευματικός του υιός αφότου εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Αυτό, σημειώνει η αρμόδια λειτουργός, έρχεται σε αντίφαση με τον ισχυρισμό του ως προς τον λόγο δίωξής του, ήτοι ότι είναι χριστιανός και προσυλήτιζε παιδιά των δρόμων στο Χριστιανισμό.
Στο πλαίσιο αξιολόγησης της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, η αρμόδια λειτουργός εξέτασε τα υποστηρικτικά έγγραφα και στοιχεία που είχε υποβάλει ο Αιτητής κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία. Συγκεκριμένα, αναφορικά με τον ενιαίο σειριακό δίαυλο (usb), η αρμόδια λειτουργός καταγράφει ότι περιέχει βίντεο από το οποίο ωστόσο δεν είναι διακριτή η ταυτότητα των ατόμων που απεικονίζονται, καθώς και φωτογραφία του ισχυριζόμενου τραυματισμού του ίδιου από τον αδελφό του πριν 9 χρόνια, για την οποία ωστόσο δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή ούτε η πηγή ούτε ο λόγος του τραυματισμού. Ως εκ τούτου, καταλήγει η αρμόδια λειτουργός, δεν διαφαίνεται η σύνδεση μεταξύ της φωτογραφίας και της ισχυριζόμενης δίωξής του λόγω του χριστιανισμού, διαφαίνεται μόνο τραυματισμός του για άγνωστο λόγο και σε άγνωστη στιγμή (ερ. 177 ΔΦ). Περαιτέρω, ο διαδικτυακός σύνδεσμος που περιλαμβάνεται στο σειριακό δίαυλο (usb) δεν ήταν ενεργός, ούτε όμως και η ιστοσελίδα που κατέγραψε ο ίδιος στο έντυπο υποβολής της αίτησής του.
Τέλος, η αρμόδια λειτουρός επισημαίνει ότι από τα πρακτικά της δικαστικής διαδικασίας διαφαίνεται μείωση της ποινής του Αιτητή, στοιχείο το οποίο δεν ανέφερε καθόλη την διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας. Επιπλέον εντοπίζεται αντίφαση ως προς το πότε εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του σε συνάρτηση με την δικαστική του καταδίκη, από την οποία προκύπτουν αμφιβολίες ως προς την αμεσότητα με την οποία ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την Τουρκία μετά την καταδίκη του.
Ως εκ τούτου, έγινε εν μέρη αποδεκτό το ως άνω ουσιώδες περιστατικό διαχωρίζοντας ωστόσο, όπως ορθά έπραξε η πρώτη λειτουργός, τα νόμιμα διαβήματα και καταδίκη του Αιτητή λόγω εμπλοκής του σε υπόθεση με ναρκωτικά με πιθανή δίωξη.
Η αρμόδια λειτουργός προέβη κατέγραψε στη συνέχεια την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη η πρώτη λειτουργός στη βάση του ουσιώδους πραγματικού περιστατικού το οποίο έγινε εν μέρη αποδεκτό, καθώς και της πιθανής αποδιδόμενης ιδιότητας του ως Χριστιανός. Όπως αναφέρει, ορθά η πρώτη λειτουργός προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής, εντοπίζοντας συγκεκριμένες αντιφάσεις στις δηλώσεις του αιτητή. Η αρμόδια λειτουργός προέβη σε περιατέρω έρευνα από την οποία προκύπτει ότι ο πάστορας της εκκλησίας στην οποία συμμετείχε ο Αιτητής, έχει υποβάλλει υποψηφιότητα με το επαρχιακό τμήμα του κόμματος ΑΚ ως κοινοβουλευτικός υποψήφιος κάτι που περαιτέρω υποστηρίζει ότι δεν διαφαίνεται διάκριση ή στοχοποίηση Χριστιανών στην περιοχή του Αιτητή (ερ. 175 ΔΦ).
Ως προς την εμπλοκή του Αιτητή σε υπόθεση ναρκωτικών, η πρώτη λειτουργός ορθά σημείωσε ότι πρόκειται για θέμα ποινής που επισύρει η παράβαση του κοινού νόμου, γεγονός που τον καθιστά φυγόδικο. Η αρμόδια λειτουργός, προέβη σε περαιτέρω έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής, σύμφωνα με τις οποίες η ποινή που επιβλήθηκε στον Αιτητή δεν είναι παράλογα ασύμμετρη με τρόπο που να μπορεί να θεωρηθεί ότι ανέρχεται σε δίωξη. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι το άρθρο 188 (3) του Τούρκικου Ποινικού Κώδικα προϋποθέτει ποινή όχι λιγότερη από 10 ετών και χρηματικό πρόστιμο μέχρι 20 χιλιάδων ημερών για εμπορία ναρκωτικών εντός της χώρας με το άρθρο 188 (5) να αυξάνει την ποινή εάν ήταν σε συνεργασία 3 ατόμων και πάνω (όπως δηλαδή ισχυρίστηκε ο Αιτητής). Περαιτέρω, σημειώνει ότι όσον αφορά την ισχυριζόμενη αδικία και στοχοποίηση του Αιτητή, από τα πρακτικά του τουρκικού δικαστηρίου δεν διαφαίνεται παρακολούθηση του τηλεφώνου του ίδιου του Αιτητή αλλά τρίτου ατόμου. Περαιτέρω, η αρμόδια λειτουργός παρέθεσε έρευνα σημειώνοντας το άρθρο 57 του Ποινικού Κώδικα της Τουρκίας το οποίο παρέχει ειδική μεταχείριση στα άτομα που υποφέρουν από εξαρτήσεις ή/και ψυχολογικά προβλήματα. Αναφορικά με τους λόγους της πρωτοβάθμιας απόρριψης του αιτήματος του, αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία σχετικά με το αίτημα του Αιτητή αποφάσισε ότι οι λόγοι που οδήγησαν τον Αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του δεν εμπίπτουν στα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα ως ορίζονται στο Άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου και στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 ή δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας ως ορίζονται στο άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου και αξιολογώντας όλους τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς έκρινε ότι ορθά αξιολογήθηκε κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία ότι ο Αιτητής δεν αποτελεί άτομο που έχει ανάγκη διεθνούς προστασίας. Η αρμόδια λειτουργός προσθέτει ότι η αιτιολόγηση της πρωτοβάθμιας απόρριψης είναι πλήρης, σαφής και περιεκτική.
Προχωρώντας στην εξέταση των ισχυρισμών και υποστηρικτικών εγγράφων που προέβαλε ο Αιτητής κατά το στάδιο της ένστασης, ήτοι υπόμνημα και γραπτές αγορεύσεις του Αιτητή και του πνευματικού του υιού (ο οποίος ωστόσο, όπως αναφέρθκε ήδη, είχε αποσύρει ήδη την ιεραρχική προσφυγή του), η αρμόδια λειτουργός σημειώνει αρχικά πως δεν αποτελούν νέους ισχυρισμούς αλλά παρατίθενται προς υποστήριξη των ουσιωδών ισχυρισμών που είχαν ήδη αξιολογηθεί κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία.
Στα πλαίσια της ένστασής του, ο Αιτητής υπέβαλε εκ νέου πρακτικά της δικαστικής διαδικασίας εναντίον του στην Τουρκία, μόνο ως μεταφράσεις και όχι τα πρωτότυπα. Η αρμόδια λειτουργός σημειώνει ότι πέραν των αντιφάσεων που εντοπίστηκαν στην πρωτοβάθμια διαδικασία, προκύπτει περαιτέρω ότι το άτομο που κατ΄ ισχυρισμόν δίωκε τον Αιτητή, ονόματι Cakar Ferdi, παραδέχτηκε τις πράξεις του, δήλωσε ότι δεν έχει καμία απαίτηση ούτε παράπονο και δεν επιθυμεί να συνεχιστεί η υπόθεση, ενώ αναφέρεται στο πρακτικό ως «κατηγορούμενος». Επιπλέον, σημειώνει πως από τα πρακτικά προκύπτει ότι το άτομο που φέρεται να τραυμάτισε τον πνευματικό υιό του Αιτητή, δεν ήταν ισχυρό όπως είχε δηλώσει ο Αιτητής, αλλά ένας ναύτης μη μηνιαίο μισθό 1000 τουρκικών λιρών (ερ. 168 ΔΦ).
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή στην γραπτή του αγόρευση επί της ένστασης ότι η πρωτοβάθμια συνέντευξη δεν ήταν δίκαιη, αφενός διότι ο διερμηνέας ήταν Κούρδος και οι Κούρδοι δε συμπαθούν του Τούρκους, και, αφετέρου, διότι τόσο ο διερμηνέας όσο και ο αρμόδιος λειτουργός τον έκριναν, με τον αρμόδιο λειτουργό να τον κατηγορεί ότι τραυματίστηκε μόνος του για να προκαλέσει σημάδι στο πρόσωπό του (ερ. 171 ΔΦ), η αρμόδια λειτουργός επισημαίνει ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν καθόλα νόμιμη και δε διαφαίνεται από το πρακτικό της συνέντευξης οποιαδήποτε προκατάληψη του αρμόδιου λειτουργού ούτε του διερμηνέα εναντίον του Αιτητή (ερ. 169 ΔΦ).
Προχωρώντας σε εκ νέου αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή συγκεκριμένα στο Bodrum, στη βάση των αποδεκτών ουσιωδών ισχυρισμών περί αποδιδόμενης ιδιότητας χριστιανού και περί εμπλοκής του σε υπόθεση ναρκωτικών, λαμβάνοντας υπόψιν το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του, η αρμόδια λειτουργός παραπέμπει σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης από τις οποίες δεν προκύπτει κίνδυνος προσωπικής στοχοποίησηής του ή παρεμπόδιση στην απόλαυση των δικαιωμάτων του, ούτε κακομεταχείριση στις φυλακές (ερ. 166-165 ΔΦ).
Η αρμόδια λειτουργός που συνέταξε την εισηγητική έκθεση επί της ένστασης του Αιτητή, λαμβάνοντας υπόψιν πως ο Αιτητής πρόκειται για ενήλικα χωρίς προβλήματα σωματικής υγείας, ωστόσο με ψυχολογικά προβλήματα για τα οποία λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, ενώ ως παραδέχτηκε αποτελούσε πρώην χρήστη ναρκωτικών ουσιών, κατέληξε ότι δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου και άρα ο Αιτητής δεν δικαιούται να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας. Επιπρόσθετα, κρίθηκε ότι ο Αιτητής ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί ούτε ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψε ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη Τουρκία, όπως προνοείται στα 19 (1) και (2) του Περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικά ως προς το στοιχείο (γ) του άρθρου 19 (2) ο αρμόδιος λειτουργός παραπέμποντας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επεσήμανε ότι στην επαρχία Mugla και συγκεκριμένα στο Bodrum, όπου διέμενε ο Αιτητής πριν την αναχώρησή του από τη χώρα, δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλης σύρραξης.
Υπό το φως των ανωτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την ιεραρχική προσφυγή του Αιτητή.
Απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του Αιτητή περί πάσχουσας έρευνας κρίνω, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εξετάζοντας κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός, όπως αναλυτικά επισημαίνω πιο πάνω.
Άλλωστε είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.
Διαπιστώνω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν και ανέλυσαν πλήρως και όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητή στα πλαίσια εξέτασης της διοικητικής προσφυγής του καταλήγοντας σε ορθή απόφαση.
Υπενθυμίζω ότι η εξέταση της παρούσης περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας και μόνο και ο έλεγχος που διενεργείται από το Δικαστήριο παραμένει αμιγώς ακυρωτικός.
Ενόψει τούτου δεν διαπιστώνεται έλλειψη δέουσας έρευνας από πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση οι οποίοι εξέτασαν και ανέλυσαν όλους τους προβαλλόμενους από τον Αιτητή ισχυρισμούς. Επιπλέον οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν στα πλαίσια εξέτασης της διοικητικής προσφυγής του Αιτητή και σε εξ υπαρχής έλεγχο της πιθανότητας χορήγησης στον Αιτητή συμπληρωματικής προστασίας, κάτι που παρατηρώ εσφαλμένα δεν έγινε κατά την αρχική αίτηση ασύλου του Αιτητή.
Ως εκ των πιο πάνω ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί πάσχουσας έρευνας απορρίπτεται.
Μελετώντας το διοικητικό φάκελο, διαπιστώνω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και στη βάση αυτών εξέδωσαν αιτιολογημένη απόφαση.
Μέσα από τη διαχρονική νομολογία καθιερώθηκε η αρχή ότι η αιτιολόγηση των αποφάσεων της Διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (βλ. Γρηγορόπουλος κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 1414).
Στην απόφαση Γενεθλίου ν. Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων (1990) 3 ΑΑΔ 4096, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Οι αποφάσεις των Διοικητικών Αρχών πρέπει να περιέχουν πλήρη επαρκή και σαφή αιτιολογία. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Η πλήρης αιτιολογία περιέχει ή δείχνει τη νομική βάση της διοικητικής απόφασης. Η αιτιολογία συνδέεται άμεσα με τη νομική έκδοση και νομιμότητα της διοικητικής πράξης. Περαιτέρω είναι αναγκαία για να μπορεί με ευχέρεια να γίνεται ο δικαστικός έλεγχος».
Από τα στοιχεία των φακέλων που τέθηκαν ενώπιον μου, διαπιστώνω ότι αυτά βρίσκονται πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση, η δε δοθείσα αιτιολογία διαφαίνεται και από το κείμενο της. Ως εκ τούτου κρίνω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση έλαβαν δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ο συγκεκριμένος ισχυρισμός απορρίπτεται.
Απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός του Αιτητή περί κατάχρησης και υπέρβασης εξουσίας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση.
Ο Αιτητής για να στοιχειοθετήσει τον συγκεκριμένο ισχυρισμό του όφειλε να αποδείξει τον κατάδηλα ξένο σκοπό από το σκοπό του νόμου που επεδίωξε το αρμόδιο όργανο καθώς και την υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμόδιου οργάνου.
Στην Chrikar Trading Co Ltd v Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 42/2010 ημερομηνίας 11/02/2015, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Κατάχρηση εξουσίας υπάρχει όταν η διοίκηση στην άσκηση της διακριτικής της εξουσίας παραβαίνει το σκοπό του γράμματος και του πνεύματος του νόμου (Τριλλίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Στροβόλου (1999) 3 ΑΑΔ 284). Σχετική είναι και η πιο κάτω αναφορά από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, στη σελ. 269:
«Γενικώς παρατηρείται ότι η τάσις της νομολογίας είναι ν΄ αποφεύγει την ακύρωσιν των διοικητικών πράξεων δια κατάχρησιν εξουσίας, φειδόμενη του λόγου τούτου και δεχόμενη αυτόν μόνον εις χαρακτηριστικάς περιπτώσεις έκδηλου και πλήρως αποδεικνυόμενης απομακρύνσεως από του σκοπού του νόμου».
Το δε βάρος απόδειξης της κατ΄ ισχυρισμό υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας το φέρει ο Αιτητής, εκτός και εάν η κατ΄ ισχυρισμό κατάχρηση εξουσίας απορρέει κατά τρόπο ικανοποιητικό από το σχετικό φάκελο της Διοίκησης (Αrmonia Estates ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 119/10, ημερομηνίας 03/06/2015) .
Με βάση όλα τα πιο πάνω και προβαίνοντας μόνο σε έλεγχο νομιμότητας κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.
Τούτων λεχθέντων η προσφυγή απορρίπτεται με €1.000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. AΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ
[1] Ο φάκελος του πνευματικού του υιού είχε συνδεθεί με τον φάκελο του Αιτητή ωστόσο διαχωρίστηκε όταν ο πρώτος απέσυρε την ιεραρχική προσφυγή του.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο