B. N. A. B.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 810/2024, 30/6/2025
print
Τίτλος:
B. N. A. B.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 810/2024, 30/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 810/2024

 30 Ιουνίου 2025

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

B. N. A. B.A. από το Καμερούν και τώρα στο Παραλίμνι (ARC :xxxx)
 

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                               Καθ' ων η Αίτηση

 

Αναστασία Ιωαννίδου (κα) για Γ. Στυλιανού (κος), Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Νικόλαος Νικολάου (κος), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση

Η Αιτήτρια είναι παρούσα (Παρούσα η διερμηνέας κα Ζωή Αγαπίου για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα)  

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η Αιτήτρια αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 30/01/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 09/02/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000  και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος. Περαιτέρω αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται στην Αιτήτρια καθεστώς προστασίας.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου (στο εξής Δ.Φ.) που βρίσκονται ενώπιόν μου, η Αιτήτρια είναι υπήκοος του Καμερούν και στις 01/12/2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνησης της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 24/11/2023 διεξήχθη συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 16/01/2024 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα της Αιτήτριας. Στις 30/01/2024, ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας  την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της. Στις 09/02/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στην Αιτήτρια. Στις 06/03/2024 η Αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Δια του συνηγόρου της και της αίτησης ακυρώσεως, η Αιτήτρια, πρόβαλε πλείονες συνολικά νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη της αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, τους οποίους περιόρισε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων στον μοναδικό ακόλουθο λόγο ακυρώσεως:

1)  Η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση λήφθηκε χωρίς έρευνα και/ή χωρίς τη δέουσα έρευνα. Ειδικότερα, η Αιτήτρια σημείωσε πως ένεκα της τεταμένης κατάστασης που επικρατεί στο Καμερούν σε συνδυασμό με το γεγονός πως ο πατέρας της ήταν Αστυνομικός και εξαιτίας της ιδιότητας του αυτής οι Ambazonians τον δολοφόνησαν. Συνεπώς, πιστεύει πως σε περίπτωση επιστροφής της οι Ambazonians θα την ψάξουν και θα την σκοτώσουν. Επίσης, είναι θέση της ότι κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, το Καμερούν, ανήκε στην ομάδα χωρών που έχουν χαρακτηριστεί ως μη ασφαλείς σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 166/2023, ενώ με την νέα ΚΔΠ 191/2024, το Καμερούν παραμένει να θεωρείται ως μη ασφαλής χώρα ιθαγένειας. Οι Καθ' ων η Αίτηση εξετάζοντας την αίτηση της Αιτήτριας, αλλά και την κατάσταση που επικρατεί στο Καμερούν και συγκεκριμένα στην περιοχή που διέμενε η Αιτήτρια, δηλαδή στην περιοχή Buea, South West Region, κατέληξαν πως σε περίπτωση επιστροφής της εκεί, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται πως η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης ελέω της κατάστασης ανασφάλειας που επικρατεί στην περιοχή εκείνη, σημείο που, κατά την Αιτήτρια, δεν φαίνεται να έχει εξεταστεί ενδελεχώς από την Υπηρεσία Ασύλου.

Από την πλευρά του ο συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση μέσω της γραπτής του αγόρευσης, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ' ων η αίτηση και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, ενώ προσθέτουν ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να θεμελιώσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου αλλά ούτε και κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) του ιδίου Νόμου.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς, παρατηρείται ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση παρατίθενται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστολόγοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη κλπ.  Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας.  Αυστηρώς ομιλούντες, τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση της δικηγόρου της Αιτήτριας δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009  ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και   Κυπριακής Δημοκρατίας).

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltdv. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.».

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671: «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56.».

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.

Στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).

Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται, τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου.

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια δήλωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα  προσφυγή.

Σύμφωνα με τα στοιχεία στο φάκελο της Αιτήτριας, αυτή είναι ενήλικας από το Καμερούν.

Κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησής της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε τα εξής (σε ελεύθερη μετάφραση): «Ήμουν φοιτήτρια στην Τουρκία, αλλά έχασα τον πατέρα μου πέρυσι και δεν μπόρεσα να συνεχίσω τις σπουδές μου. Έτσι γνώρισα έναν πράκτορα που μου είπε ότι θα με βοηθούσε να περάσω από την Τουρκία στην Ελλάδα δια θαλάσσης, αν μπορούσα να του δώσω οκτακόσια ευρώ, τα οποία η μεγαλύτερη αδελφή της αείμνηστης μητέρας μου αναγκάστηκε να δανειστεί για να μου τα στείλει, ώστε να τα δώσω στον πράκτορα – ο οποίος τελικά με έφερε εδώ. Δεν μπορώ να επιστρέψω στην πατρίδα μου γιατί δεν έχω γονείς και ο πατέρας μου σκοτώθηκε από τους Ambazonians στην καινούργια περιοχή όπου είχε μετατεθεί· ήταν επιθεωρητής της αστυνομίας» (ερ. 1 δ.φ.). 

Κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε είναι υπήκοος του Καμερούν, γεννημένη στην πόλη Nguti, στην περιφέρεια Southwest. Μέχρι την ηλικία των 6-7 ετών ζούσε με τους δύο γονείς της, μέχρι που η μητέρα της σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Έκτοτε έζησε με τον πατέρα της, ο οποίος λόγω της εργασίας του μετακινούνταν συχνά σε διάφορες περιοχές, όπως το Bafoussam, την Kumba και την Buea. Από τον Φεβρουάριο του 2018 έως και τον Φεβρουάριο του 2020, όταν εγκατέλειψε τη χώρα, η Αιτήτρια διέμενε με τον πατέρα της στην Buea, η οποία αποτελεί και τον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής της. Περαιτέρω, αναφορικά με την οικογένειά της, ανέφερε ότι δεν έχει καμία επαφή με συγγενείς και δεν έχει αδέλφια. Η μητέρα της πέθανε σε τροχαίο και ο πατέρας της, σύμφωνα με την ίδια, σκοτώθηκε από τους Ambazonians τον Νοέμβριο του 2020. Ανέφερε επίσης ότι δεν έχει στενούς συγγενείς. Όσον αφορά το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Φοίτησε από το 1990 έως το 1994 στην πόλη Pafoussam και από το 1994 έως το 1997 στην Kumba, ενώ το διάστημα 2018–2019 συμμετείχε σε πρόγραμμα νοσηλευτικής. Τέλος, ως προς την εργασιακή της εμπειρία, ανέφερε ότι δεν εργαζόταν στο Καμερούν, αλλά άρχισε να εργάζεται στην Τουρκία μετά τον θάνατο του πατέρα της, ο οποίος τη στήριζε οικονομικά. Το 2021 εργάστηκε περιστασιακά σε καταστήματα, εστιατόρια και ως καθαρίστρια (ερ. 30-33 δ.φ.).

Αναφορικά με τους κατ’ ιδίαν λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης δήλωσε ότι έφυγε από το Καμερούν αρχικά για να συνεχίσει τις σπουδές της, όπως επιθυμούσε ο πατέρας της, ο οποίος την ενθάρρυνε να αποκτήσει περισσότερες γνώσεις και αφού έγινε δεκτή σε πανεπιστήμιο στην Τουρκία, ταξίδεψε εκεί για να σπουδάσει. Ωστόσο, κατάφερε να ολοκληρώσει μόνο δύο πρώτα εξάμηνα. Σύμφωνα με την Αιτήτρια, ο πατέρας της, ο οποίος ήταν μέλος των ενόπλων δυνάμεων, σκοτώθηκε από τους αποκαλούμενους «Amba boys». Μετά τον θάνατό του, η ευρύτερη οικογένειά της την ενημέρωσε ότι δεν είναι ασφαλές να επιστρέψει στο Καμερούν, καθώς τα άτομα που ευθύνονται για τον θάνατο του πατέρα της φέρονται να αναζητούν τα παιδιά του και γενικά άτομα από το κοντινό του περιβάλλον. Η ίδια δήλωσε ότι μέσα από ειδήσεις και αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενημερώνεται για τη συνεχιζόμενη βία στη χώρα, όπως για πυρπολήσεις σπιτιών και δολοφονίες πολιτών, γεγονός που ενισχύει τον φόβο της να επιστρέψει. Η Αιτήτρια συμπλήρωσε ότι δεν μπορούσε να παραμείνει στην Τουρκία, καθώς η παραμονή της εκεί ήταν παράτυπη. Με προτροπή φίλης της, αποφάσισε να φύγει από την Τουρκία και να ζητήσει άσυλο αλλού. Με τα λίγα χρήματα που είχε καταφέρει να εξοικονομήσει, πλήρωσε έναν διακινητή που είχε τη φήμη ότι βοηθά ανθρώπους να περάσουν από την Τουρκία στην Ελλάδα. Ωστόσο, αντί για την Ελλάδα, κατέληξε στην Κύπρο, όπου και υπέβαλε αίτηση διεθνή προστασία (ερ. 29 δ.φ.).

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων κατα τη πρωτοβάθμια εξέταση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου , δόθηκε η ευκαιρία στην Αιτήτρια μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα βιοτικά γεγονότα της αφήγησής της.

Η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν έχει επαφή με τα μέλη της ευρύτερης οικογένειάς της και δεν γνωρίζει πού διαμένουν αυτή τη στιγμή. Εξήγησε ότι δεν πρόκειται για στενούς συγγενείς και ότι επικοινώνησαν μαζί της μόνο μετά τον θάνατο του πατέρα της. Πριν από αυτό, δεν είχε καθόλου επικοινωνία μαζί τους. Δήλωσε ότι ο πατέρας της σκοτώθηκε στο χωριό Manfi, κοντά στην πόλη Nguti στο Καμερούν, από τους αποκαλούμενους "Amba boys", επειδή εργαζόταν για την κυβέρνηση. Σύμφωνα με την ίδια, οι μακρινοί συγγενείς της που την ενημέρωσαν για τον θάνατό του ήταν από την ίδια διοικητική περιφέρεια – τη Διοίκηση Manu – από την οποία καταγόταν και ο πατέρας της. Αν και δεν γνωρίζει πώς βρήκαν τον αριθμό τηλεφώνου της, πιστεύει ότι έμαθαν για τη δολοφονία επειδή βρίσκονταν στην ίδια περιοχή και το γεγονός έγινε γρήγορα γνωστό στην τοπική κοινότητα. Η Αιτήτρια υπογράμμισε ότι ο θάνατος του πατέρα της την επηρέασε βαθιά σε προσωπικό επίπεδο, καθώς μετά τον θάνατο της μητέρας της, εκείνος ήταν το μοναδικό της στήριγμα. Δεν έχει αδέρφια ή άλλους στενούς συγγενείς, και η απώλεια του πατέρα της την άφησε εντελώς μόνη (ερ. 27-28 δ.φ.).

Σε σχέση με τον φόβο επιστροφής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι φοβάται για τη ζωή της. Πιστεύει ότι οι Amba boys που σκότωσαν τον πατέρα της θα την στοχοποιήσουν επίσης, αν επιστρέψει στο Καμερούν. Όταν ρωτήθηκε αν οι αρχές της χώρας της θα της επέτρεπαν να επιστρέψει, απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Ωστόσο, επιβεβαίωσε ότι έφυγε νόμιμα από τη χώρα, και ως εκ τούτου, τυπικά, θα μπορούσε να επιστρέψει  παρ’ όλα αυτά, φοβάται ότι αυτό θα έθετε τη ζωή της σε κίνδυνο (ερ. 26 δ.φ.).

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης της Αιτήτριας και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε την Έκθεση-Εισήγησή της επί τη βάση των εξής πέντε (5) ουσιωδών ισχυρισμών:

(1) Ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ της Αιτήτριας

(2) Λόγω της επιθυμίας του πατέρα της να σπουδάσει

(3) Λόγω της γενικής κατάστασης που επικρατεί στις αγγλόφωνες περιοχές

(4) Λόγω της ιδιότητας του πατέρα της ως αστυνομικού

(5) Λόγω του ισχυριζόμενου φόβου της από τους Ambazonians εξαιτίας της ιδιότητας του πατέρα της ως αστυνομικός.

Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε αποδεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ της Αιτήτριας, όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση. Ομοίως αποδεκτοί έγιναν και υπ. αρ. 2 έως 4 ισχυρισμοί, καθότι κρίθηκαν αξιόπιστοι τόσο από πλευράς εσωτερικής όσο και εξωτερικής αξιοπιστίας.

Αναφορικά με τον πέμπτο ισχυρισμό, είναι θέση των Καθ΄ ων ότι εντοπίστηκαν πολλαπλές αντιφάσεις και ανακολουθίες, που πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της και κυρίως της βασικής της θέσης ότι κινδυνεύει λόγω της ιδιότητας του πατέρα της ως αστυνομικού που σκοτώθηκε από τους Ambazonians.

Αρχικά, ως προς με την ύπαρξη συγγενικού δικτύου, οι Καθ’ ων έκριναν ότι η Αιτήτρια παρότι ισχυρίστηκε επανειλημμένα ότι δεν είχε ποτέ επικοινωνία με τους μακρινούς συγγενείς της, ούτε γνώριζε πού διαμένουν, ωστόσο, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, αυτοί επικοινώνησαν τηλεφωνικά μαζί της για να την ενημερώσουν για τον θάνατο του πατέρα της. Επίσης,  όταν ρωτήθηκε πώς γνώριζαν τον αριθμό της, δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκή ή πειστική εξήγηση.

Επίσης, ως προς το πως έλαβαν γνώση οι συγγενείς της για τον θάνατο του πατέρα της, οι Καθ΄ ων σημειώνουν ότι η Αιτήτρια αρχικά ανέφερε ότι δεν γνωρίζει πού ζουν οι συγγενείς της, ενώ στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι έμαθαν για το περιστατικό επειδή διαμένουν στην ίδια διοικητική περιοχή με το χωριό όπου σκοτώθηκε ο πατέρας της. Όταν ρωτήθηκε ευθέως αν οι συγγενείς διαμένουν στην περιοχή, απάντησε ξανά ότι δεν γνωρίζει, γεγονός που, σύμφωνα με τους Καθ’ ων,  δημιουργεί εσωτερική αντίφαση.

Ομοίως, επισημαίνουν την ασυνέπεια μεταξύ των δηλώσεών της Αιτήτριας στη συνέντευξη και του περιεχομένου της αίτησης διεθνούς προστασίας. Συγκεκριμένα, στη συνέντευξη η Αιτήτρια αρνήθηκε ότι έχει στενούς συγγενείς, ενώ στην αίτηση είχε δηλώσει την ύπαρξη θετής μητέρας και αδερφής. Όταν της ζητήθηκε εξήγηση, ανέφερε ότι δεν γνώριζε για την ύπαρξή τους μέχρι που έφυγε για σπουδές, χωρίς να εξηγεί πώς είναι δυνατόν να δηλώνει άτομα ως συγγενείς ενώ δεν τα γνώριζε.

Περαιτέρω, ως προς το περιστατικό του θανάτου του πατέρα της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας της σκοτώθηκε τον Νοέμβριο του 2020 στο χωριό Manfi από τους Ambazonians λόγω της ιδιότητάς του ως αστυνομικός. Δεν ήταν όμως σε θέση, σύμφωνα με τους Καθ’ ων, να προσφέρει λεπτομέρειες για το περιστατικό ή για το πώς το έμαθαν οι συγγενείς της. Συγκεκριμένα, δήλωσε ότι της το είπαν τηλεφωνικά, ενώ οι ίδιοι δεν ήταν αυτόπτες μάρτυρες, και δεν διευκρίνισε από ποια πηγή το έμαθαν.

Τέλος, ως προς τον φόβο δίωξης, η Αιτήτρια ανέφερε ότι φοβάται να επιστρέψει στο Καμερούν, επειδή, σύμφωνα με τους συγγενείς της, οι Ambazonians αναζητούν τα παιδιά του πατέρα της. Ωστόσο, είναι θέση των Καθ’ ων ότι δεν μπόρεσε να προσφέρει συγκεκριμένες πληροφορίες ή αποδείξεις για τον ισχυρισμό αυτό. Η πεποίθησή της βασίζεται αποκλειστικά σε φήμες και σε λόγια συγγενών με τους οποίους, κατά δήλωσή της, δεν είχε ποτέ προηγούμενη σχέση.

Συνεπεία των ανωτέρω ευρημάτων, η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της Αιτήτριας δεν κατέστη δυνατό να θεμελιωθεί και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός της ότι αναζητείται από τους Ambazonians απορρίφθηκε στο σύνολό του.

Εν συνεχεία ο Λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στην πόλη Buea της Νοτιοδυτικής Επαρχίας του Καμερούν, δεδομένου ότι έμενε εκεί επί σειρά ετών. Όσον αφορά το ουσιώδες πραγματικό περιστατικό 2 και τους εκπαιδευτικούς λόγους που οδήγησαν την Αιτήτρια να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, σημειώνουν πως δεν παρουσιάζεται σύνδεση με οποιοδήποτε μελλοντικό κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής της. Επίσης, σχετικά με το ουσιώδες περιστατικό 4 και την ιδιότητα του πατέρα της ως στρατιωτικού στη χώρα καταγωγής της, και ο συσχετισμός του με το ουσιώδες περιστατικό 5, σημειώνουν ότι σύμφωνα με εξωτερικές πηγές φορές δημόσιοι υπάλληλοι είναι πιθανόν να δεχθούν στοχοποίηση από τους τοπικούς αποσχιστές. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ο πατέρας της Αιτήτριας έχει πλέον πεθάνει δεν αναμένεται οι σχετικές απειλές να έχουν συνέχεια στο χρόνο. Επιπλέον, η θετή μητέρα και ετεροθαλής αδερφή της Αιτήτριας συνεχίζουν να διαμένουν στην περιοχή μέχρι και σήμερα χωρίς κανένα κίνδυνο. Ωστόσο, αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα όσο και στον τελευταίο τόπο διαμονής, o Λειτουργός διαπίστωσε ότι υπάρχουν εύλογοι/ βάσιμοι λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι υπάρχει περίπτωση, εάν η Αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της,  να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της κατάστασης ασφαλείας η οποία επικρατεί στην Νοτιοδυτική Επαρχία του Καμερούν.

Ο αρμόδιος λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο η Αιτήτρια δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στο Καμερούν δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β). Αντιθέτως, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στο Νοτιοδυτικό Καμερούν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας της λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η Νοτιοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν, βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Ωστόσο σχετικά με τις πρόνοιες του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95 και του άρθρου 19 (2)(γ), ο αρμόδιος λειτουργός εξέτασε τα επιμέρους στοιχεία του άρθρου, ήτοι (i) κατά πόσο επικρατεί κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στην περιοχή, (ii) κατά πόσο ασκείται αδιάκριτη βία στην περιοχή και (iii) κατά πόσο υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Κατόπιν εξέτασης των ως άνω, με βάση τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι  (i) η εν λόγω περιοχή βρίσκεται υπό κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, (ii) ότι επικρατούν συνθήκες οι οποίες ευνοούν περιστατικά πράξεων αδιακρίτως ασκούμενης βίας, και (iii) ότι από τις ιδιαίτερες καταστάσεις της Αιτήτριας, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας της και μόνο στην περιοχή στην οποία αναμένεται να επιστρέψει.

Αξιολογώντας ειδικότερα το προφίλ της οι Καθ΄ ων διαπιστώνουν ότι πρόκειται για άμαχη πολίτη, η οποία κατάγεται από την περιοχή Buea, South West Region, περιοχή στην οποία διέμενε, και σπούδασε χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Είναι άτομο ενήλικο, υγιές, το οποίο δεν παρουσιάζει θέματα ευαλωτότητας και έχει συγγενικούς δεσμούς πρώτου βαθμού, αν και το αρνήθηκε, οι οποίοι πολύ πιθανόν να εξακολουθούν να διαμένουν στη περιοχή.Στο σημείο αυτό επισημαίνεται από το Δικαστήριο οτι η Αιτήτρια κατά την καταγραφή του αιτητήματος της δήλωσε οτι την βοήθησε οικονομικά η αδελφή της μητέρα της  ώστε να αφιχθεί στις κατεχόμενες απο την Τουρκία περιοχές της κυπριακής δημοκρατίας .

Ως εκ τούτου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.  

Έπειτα από ενδελεχή εξέταση του διοικητικού φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, δέον να αναφερθούν τα ακόλουθα:

Καταρχάς, κρίνω ως ορθή την αποδοχή από τους Καθ' ων η αίτηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού, ο οποίος αφορά την ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας. Ομοίως, συντάσσομαι με την αποδοχή και των υπ’ αρ. 2 έως 4 πραγματικών ισχυρισμών, καθώς πληρούται η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία, όπως εκτίθεται αναλυτικά στην επίδικη.

Όσον αφορά στον υπ’ αρ. 5 ισχυρισμό, βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος, για τους λόγους που αναλυτικά εκτίθενται στην επίδικη, στην οποία και παραπέμπω.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, η Αιτήτρια δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος της ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό της Αιτήτριας και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358). Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι η συνοχή μεταξύ των δηλώσεων του Αιτητή συνιστά δείκτη της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του[1]. Όταν ο Αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (βλ.  υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08  Obaidul Haque v. Δημοκρατίας).

Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει  να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".

Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της για διεθνή προστασία.

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς η Αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Για τους ίδιους δε λόγους, κρίνω ότι ορθά κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2)(β) του Νόμου για να παρασχεθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο της Αιτήτριας υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι την Νοτιοδυτική Επαρχία του Καμερούν, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης παρατηρείται ότι το  Καμερούν εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη με την Boko Haram στο Βορρά (περιοχή Far North)∙[2] ενώ στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές (Northwest και Southwest ) αναφέρεται ότι αριθμός αγγλόφωνων αποσχιστικών ομάδων μάχεται έναντι της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών. Ωστόσο, η βία δεν ισοδυναμεί με μη διεθνή ένοπλή σύρραξη.[3]  

Στις περιοχές Βορειοδυτικού και Νοτιοδυτικού Καμερούν, γνωστές και ως Αγγλόφωνες περιοχές[4], οι συγκρούσεις μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των αποσχιστών συνεχίζονται από το 2017, όταν οι αποσχιστές επιχείρησαν να ιδρύσουν ένα ανεξάρτητο κράτος[5]. Το Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED) ανέφερε ότι το 2023, οι εσωτερικές διαφωνίες μεταξύ των ηγετών των αποσχιστών χώρισαν τις αυτοανακηρυχθείσες αγγλόφωνες κυβερνήσεις σε περισσότερες από 50 αποσχιστικές ομάδες, αποδυναμώνοντας τις πολιτικές τους απαιτήσεις και την ικανότητά τους να αντισταθούν στις κυβερνητικές επιθέσεις[6]. Το ACLED περαιτέρω έδειξε ότι η συνεχιζόμενη σύγκρουση και οι ανταγωνιστικές εδαφικές διεκδικήσεις μεταξύ αυτονομιστικών ομάδων και της κεντρικής κυβέρνησης έχουν μετατρέψει τις αγγλόφωνες περιοχές σε ένα κατακερματισμένο σύστημα φορολογίας, ασφάλειας και δημόσιων υπηρεσιών, τις οποίες διαχειρίζονται διάφοροι ασυντόνιστοι παράγοντες, μεταξύ των οποίων αυτονομιστές, η κυβέρνηση, ιδιωτικές εταιρείες και ανθρωπιστικές οργανώσεις[7].

Τον Ιανουάριο του 2024, το UNOCHA ανέφερε ότι οι πληθυσμοί στις περιοχές Βορειοδυτικού και Νοτιοδυτικού Καμερούν «συνεχίζουν να υφίστανται κακομεταχείριση, συμπεριλαμβανομένων των δολοφονιών, της καταστροφής περιουσιών, των απαγωγών για λύτρα, της παράνομης φορολόγησης, των αυθαίρετων συλλήψεων και των εκβιασμών»[8]. Η κατάσταση ασφάλειας παρέμεινε ασταθής καθ' όλη τη διάρκεια του 2024[9],[10].

Το Δανέζικο Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (DRC) διεξήγαγε μηνιαίες δραστηριότητες παρακολούθησης προστασίας στη νοτιοδυτική περιοχή μεταξύ Ιανουαρίου 2024 και Ιουνίου 2024 σε οκτώ κοινότητες των διαμερισμάτων Fako, Kupe Muanenguba και Meme[11],[12],[13].

Για την πληρότητα της έρευνας θα παρατεθούν τα πλέον πρόσφατα ποσοτικά δεδομένα για την ένταση της ένοπλης σύρραξης. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, κατά την χρονική περίοδο 25/05/2024 – 23/05/2025 στην συγκεκριμένη περιοχή καταγράφηκαν 545 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 548 ανθρώπινες απώλειες. Τα 545 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 310 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 111 ανθρώπινες απώλειες, 14 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 2 ανθρώπινες απώλειες, 193 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 417 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, 16 εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (explosions/remote violence) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 18 ανθρώπινες απώλειες, και 12 διαμαρτυρίες (protests) χωρίς ανθρώπινες απώλειες.[14] Σημειώνεται, ότι ο πληθυσμός της Νοτιοδυτικής περιφέρειας (Southwest region) ανέρχεται στα 1, 534,232 (2015).[15]

Εκ των ανωτέρω πληροφοριών που παρατέθηκαν, διαπιστώνεται ότι παρά την ύπαρξη σοβαρών περιστατικών ασφαλείας στην ευρύτερη Νοτιοδυτική Περιφέρεια (Southwest Region) του Καμερούν στην οποία εμπίπτει η περιοχή καταγωγής της Αιτήτριας, ο αριθμός των επεισοδίων αυτών και ο βαθμός αδιάκριτης βίας κατά των αμάχων δεν φτάνει το βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία της Αιτήτριας στην περιοχή καταγωγής της, την εκθέτει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης, κατά την έννοια της διάταξης του Άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, με συνέπεια να απαιτούνται ορισμένα προσωπικά χαρακτηριστικά που θα αύξαναν το ρίσκο του αμάχου συγκριτικά με τον μέσο πληθυσμό της περιοχής.

Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν έχει κάποιο προσωπικό χαρακτηριστικό που να αυξάνει το ρίσκο της. Πρόκειται για γυναίκα νεαρής ηλικίας, υγιή, αρκούντως πεπαιδευμένη, πλήρως ικανή προς εργασία, με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα της, η οποία έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην περιοχή καταγωγής της, γνωρίζοντας τις συνθήκες που επικρατούν και το κυριότερο είναι σε θέση να αντιληφθεί την επέλευση του κινδύνου και να προφυλαχθεί δεόντως. Συνεπώς, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι με την επιστροφή της στην περιοχή καταγωγής της θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη και ως εκ τούτου δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής  της Αιτήτριας στο άρθρο 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία και εν προκειμένω η Αιτήτρια με  τα όσα δήλωσε στη  συνέντευξή της αλλά και όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω και καταγράφονται στην Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, ουδόλως την ενέτασσαν στις περιπτώσεις της αναγκαιότητας παροχής του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας. Εν προκειμένω, ορθά κρίθηκε ότι  δεν έχει αποδειχθεί οτιδήποτε εκ μέρους της που να στοιχειοθετεί τον ισχυρισμό της για βάσιμο φόβο ότι αυτή θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.

Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Συνεπώς, η προσφυγή απορρίπτεται με  1300 € έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

                             

 

 

 Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] EASO, 'Practical Guide: Evidence Assessment, 2015, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 30/04/2025). 

[2] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης, Τελευταία Ενημέρωση: 21/01/2021  https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon [Ημερομηνία Πρόσβασης: 03/06/2025].

[3] Ibid.

[4] International Crisis Group, A Second Look at Cameroon’s Anglophone Special Status, 31 March 2023, https://www.crisisgroup.org/africa/central-africa/cameroon/b188-second-look-cameroons-anglophone-special-status (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).

[5] GCR2P, Cameroon – Population at risk, 1 December 2024, https://www.globalr2p.org/countries/cameroon/;  ACLED, Non-State Armed Groups and Illicit Economies, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, p. 10 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).

[6] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, pp. 3, 13 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).

[7] ACLED and GI-TOC - Global Initiative against Organized Crime, Non-State Armed Groups and Illicit Economies in West Africa: Anglophone separatists, September 2024, https://acleddata.com/acleddatanew/wp-content/uploads/2024/09/d4248905-7022-462d-a85a-5d2645fc5b22.pdf, p. 3 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025). 

[8] UNOCHA, Cameroon: North-West and South-West - Situation Report No. 61 (January 2024), 8 March 2024, https://www.unocha.org/publications/report/cameroon/cameroon-north-west-and-south-west-situation-report-no-61-january-2024 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).

[9] GCR2P, Cameroon – Population at risk, 1 December 2024, https://www.globalr2p.org/countries/cameroon/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 8.3.2025).

[10] GPC, Protection Monitoring Update; July - September 2024, 30 October 2024, https://globalprotectioncluster.org/sites/default/files/2024-10/pm_quarterly_update_jul-sept.pdf, p. 1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).

[11] DRC, 2024 Protection Monitoring Quarterly Report in Southwest Cameroon - Q1, 13 December 2024, https://reliefweb.int/attachments/14eff56a-24a7-4da9-a1a9-dca02f2b864e/DRC_Quarterly%20Protection%20Report%202024_Q1_Southwest%20Cameroon.pdf, p. 5; DRC, 2024 Protection Monitoring Quarterly Report in Southwest Cameroon - Q2, 13 December 2024, https://reliefweb.int/attachments/1bbbb7ba-42c9-4016-90b3-3a8ea2dff679/DRC_Quarterly%20Protection%20Report%202024_Q2_Southwest%20Cameroon.pdf, p. 5 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).

[12] DRC, 2024 Protection Monitoring Quarterly Report in Southwest Cameroon - Q1, 13 December 2024, https://reliefweb.int/attachments/1bbbb7ba-42c9-4016-90b3-3a8ea2dff679/DRC_Quarterly%20Protection%20Report%202024_Q2_Southwest%20Cameroon.pdf, p. 13 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).

[13] DRC, 2024 Protection Monitoring Quarterly Report in Southwest Cameroon - Q2, 13 December 2024, https://reliefweb.int/attachments/1bbbb7ba-42c9-4016-90b3-3a8ea2dff679/DRC_Quarterly%20Protection%20Report%202024_Q2_Southwest%20Cameroon.pdf, p. 11 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 03.06.2025).

[14] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Projectδιαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/ (βλπλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 25/05/2024 - 23/05/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN UNIT: Sud-Ouest) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 03/06/2025].

[15] National Institute of Statistics, South West Regional Agency, Statistical Yearbook of South West Region, 2023 Edition, σελ. 22 https://ins-cameroun.cm/wp-content/uploads/2024/07/Annuaire-statistique-regional_SW-edit_2023_02.07.24_Revu.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 20/05/2025].


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο