
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: 84/25
05 Ιουνίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
1. Κ.Κ. εξ Ινδίας και τώρα ΧΧΧ Αραδίππου
2. Κ.S. (ανήλικος) δια της μητρός αυτού Κ.Κ. εξ Ινδίας και τώρα ΧΧΧ Αραδίππου
Αιτητών
-και-
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Κ. Ττοφα (κα) για Μ. Σουσουλλά & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τους Αιτητές.
Λ. Γιάγκου (κα) για Α. Αναστασιάδη (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή οι Αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 12/12/24, τους κοινοποιήθηκε αυθημερόν, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και/ή ζητά οποιαδήποτε άλλη θεραπεία υπό τις περιστάσεις.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η Αιτήτρια 1, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 04/11/08, στις 10/11/08 διεξήχθη η συνέντευξή της και στις 30/11/08 απορρίφθηκε η αίτησης της για διεθνή προστασία. Ακολούθησε ιεραρχική προσφυγή της στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων η οποία επικύρωσε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου με απόφαση ημερομηνίας 16/09/09. Στις 15/07/23 υποβλήθηκε μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας 1 όπου συμπεριέλαβε και τον Αιτητή 2 ανήλικο τέκνο της η οποία έγινε δεκτή την 01/03/24 για εξέταση ως προς την ουσία της. Στις 16/09/24 διενεργήθηκε η συνέντευξη της και στις 29/10/24 ετοιμάστηκε σχετική έκθεση/εισήγηση και ακολούθησε στις 29/10/24 απορριπτική απόφαση από εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο δικηγόρος για την Αιτήτρια υιοθέτησε τους λόγους αιτήματος διεθνούς προστασίας και πρόβαλε ότι η απόφαση πάσχει λόγω ελλιπούς έρευνας, αιτιολόγησης και πλάνης παραπέμποντας σε σχετική νομολογία και νομοθεσία. Υποστηρίζει ότι δεν διενεργήθηκε έρευνα για τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα της σε συνάρτηση με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και των περιστατικών που αφορούν την Αιτήτρια 1 αλλά ούτε αξιολογήθηκξε επαρκώς το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου τέκνου της Αιτητή 2.
Οι Καθ' ων η αίτηση υιοθέτησαν το περιεχόμενο της ένστασης και του διοικητικού φακέλου, τονίζοντας ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και είναι δεόντως αιτιολογημένη. Η Αιτήτρια 1, όπως υπέδειξαν, κρίθηκε αναξιόπιστη και/ή ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ενώ έγινε επαρκής αξιολόγηση του βέλτιστου συμφέροντος του Αιτητή 2 από την αρμόδια αρχή.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Προτού το Δικαστήριο προβεί σε εξέταση λόγων ακύρωσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένοι εκ των ισχυρισμών των Αιτητών όπως αυτοί προβάλλονται μέσω των συνηγόρων τους στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν αναπτύσσονται επαρκώς στη Γραπτή Αγόρευση. Απλή επίκληση παραβίασης Νόμων και γενικών αρχών διοικητικού δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται, διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο - Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), και των λεχθέντων στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης - Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599, Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924). Σημειώνεται δε, ότι λόγοι ακύρωσης που καταγράφονται στην προσφυγή, αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί μέσω της Γραπτής Αγόρευσης θεωρείται, με βάση την πάγια νομολογία, ότι έχουν εγκαταλειφθεί.
Ανεξαρτήτως της πιο πάνω διαπίστωσης, αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν. 73(Ι)/2018), προχωρώ σε αξιολόγηση της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας 1 σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς έλλειψης δέουσας έρευνας και/ή εξατομικευμένης αξιολόγησης, ανεπαρκούς αιτιολόγησης και πλάνης της προσβαλλόμενης πράξης στη βάση του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου (στο εξής «ΔΦ»).
Όπως προκύπτει από την έκθεση/εισήγηση ο λειτουργός-εξεταστής αποδέχτηκε τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας 1, τη χώρα καταγωγής της και την ταυτότητά της (ερυθρά 105-104 ΔΦ), αλλά απέρριψε τον ισχυρισμό περί εγκατάλειψης της χώρας της συνεπεία του ότι απειλείται από τον σύντροφο της (ερυθρά 103-102 ΔΦ). Στη σχετική έκθεση/ εισήγηση καταγράφηκαν οι αντιφάσεις, οι ασυνέχειες, η έλλειψη ευλογοφάνειας και επάρκειας πληροφοριών, οι γενικότητες και οι αοριστίες στα λεγόμενα της, ειδικότερα:
- Αντιφατικές, κρίθηκαν, οι δηλώσεις της καθότι ο αρχικός της ισχυρισμός ήτο ότι δεν μπορούσε να επιστρέψει στην χώρα της εξαιτίας της ξαδέλφης της.
- Αντιφατική κρίθηκε σε σχέση με τις δηλώσεις της ότι ενώ απειλείται από τον σύντροφο της, δήλωσε ότι δεν έχει επικοινωνία μαζί του, ούτε έχει οποιαδήποτε πληροφόρηση για το που βρίσκεται και τι κάνει.
- Ρωτήθηκε δε σε σχέση με τις πληροφορίες και τις περιστάσεις που αφορούν τον Αιτητή 2 και απάντησε πως μπορεί να επιβιώσει στην χώρα καταγωγής της και/ή έχει τα μέσα (συντήρησης).
- Αντιφατική κρίθηκε σε σχέση με τις αρχικές τις δηλώσεις κατά την κάθοδο της στη Δημοκρατία και τους λόγους που πρόβαλε στο μεταγενέστερο αίτημα.
Μετά από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας της Αιτήτριας 1, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία της επί αυτού του σημείου του αιτήματος της, δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω του συνόλου των στοιχείων του φακέλου της, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[1], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα της εμπεριέχει δηλώσεις που ελλείπουν βιωματικά στοιχεία και ευλογοφάνεια που να τεκμηριώνουν προσωπική εμπλοκή και δίωξη. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της, ούτε τεκμηρίωσε για κάθε ένα ξεχωριστά από τα περιστατικά που ισχυρίστηκε ότι έζησε, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της με επαρκή λεπτομέρεια (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Θα αναμενόταν για ένα τόσο σοβαρό γεγονός, στο οποίο στηρίζεται ο πυρήνας του αιτήματος της να είναι σταθερή στις απαντήσεις της, να είναι σε θέση να παρουσιάσει χρονική συνάφεια και επαρκή περιγραφή του αφηγήματος της. Η μη ύπαρξη βιωματικών στοιχείων αποδυναμώνουν σημαντικά τους δείκτες αξιοπιστίας της στο σύνολό τους. Δεν προκύπτει, επομένως, να συντρέχουν στο πρόσωπο της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Υπάρχουν δε επί της έκθεσης-εισήγησης εκτεταμένες καταγραφές του λειτουργού ως προς τα ευρήματα αναξιοπιστίας της αιτούσας άσυλο ως επίσης και εκτενείς παραπομπές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με το τί επικρατεί στην χώρα καταγωγής, τα οποία ουδόλως αμφισβητήθηκαν επαρκώς κατά την δικαστική διαδικασία από τον συνήγορο της Αιτήτριας 1 και/ή ούτε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία υπέδειξε σημεία επί της συνέντευξης ή της έκθεσης/εισήγησης που να τεκμηριώνουν ελλιπή υπό τις περιστάσεις έρευνα της αρμόδιας αρχής κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών της, ούτε προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για αξιολόγηση και/ή για να ενισχυθεί το αίτημα της. Δεν κατάφερε να τεκμηριώσει εσωτερική αξιοπιστία, εφόσον το αφήγημά της δεν αποκάλυψε τη βασιμότητα των ισχυρισμών της και αρκέστηκε σε γενικές, αόριστες, αντιφατικές και μη ευλογοφανείς αναφορές. Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα. (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Από τα στοιχεία που τέθηκαν τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και του Δικαστηρίου η Αιτήτρια 1 απέτυχε να τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής, υπάρχει κίνδυνος δίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, συνεπώς, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).
Από τα ενώπιον μου στοιχεία, επίσης, καταδεικνύεται ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξέτασε και κατά πόσο η Αιτήτρια 1 θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίστατo (ερυθρά 92 ΔΦ). Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηρίωνε την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι η ίδια προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, θα υποβαλλόταν σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης (Άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000) ο λειτουργός σημείωσε ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης δεν παρατηρούνταν συνθήκες ενόπλων συγκρούσεων στην περιοχή της Αιτήτριας 1 και συνεπώς, δεν αναμενόταν ότι θα αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την επιστροφή της. Επί αυτού του σημείο λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του με την τελευταία Κ.Δ.Π. 145/2025 ορίζει την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας 1 ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας και δεν τεκμηριώθηκε με οποιοδήποτε τρόπο ότι η χώρα δεν είναι ασφαλής ειδικά για την περίπτωση της. Επί τούτου απορρίπτεται και ο συναφής ισχυρισμός της συνηγόρου των Αιτητών ότι δεν έγινε αξιολόγηση και των περιστάσεων που αφορούν το ανήλικο τέκνο (Αιτητή 2) της Αιτήτριας 1. Ο λειτουργός – εξεταστής αξιολογώντας την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας 1 και του Αιτητή 2 βάσει των συνθηκών που επικρατούν στην εν λόγω περιοχή σε συνδυασμό με τις προσωπικές περιστάσεις τους την Ασφάλεια, Ευημερία, Ανάπτυξη και/ή το Βέλτιστο Συμφέρον του Αιτητή 2 καταγράφηκε ότι δεν δικαιούνται καθεστώς πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας και καθίσταται ασφαλής η επιστροφή τους. Ούτε προσκομίστηκαν στοιχεία είτε στην αίτηση διεθνούς προστασίας είτε μέσω της προσφυγής που να επηρεάζουν προσωπικά το βέλτιστο συμφέρον του Αιτητή 2 (ερυθρά 101-98 ΔΦ).
Ούτε διαπιστώνω από τα ενώπιον μου στοιχεία ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αποτελεί δε βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε.Aρ.3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 05/06/2002, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η δε επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του φακέλου της Αιτήτριας 1 και του Αιτητή 2 ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων των Αιτητών, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να τους αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας 1 και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο