S.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Υπόθ. Αρ.: 904/24, 6/6/2025
print
Τίτλος:
S.A. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Υπόθ. Αρ.: 904/24, 6/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 904/24

 

06 Ιουνίου 2025

[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S.A., εκ Καμερούν

 

Αιτήτρια

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.

Μ. Φιλίππου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επιστολής ημερομηνίας 11/03/24 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και/ή ζητά απόφαση του Δικαστηρίου για την παραχώρηση σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία την 17/10/22, στις 24/01/24 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της, στις 14/02/24 ετοιμάστηκε σχετική έκθεση/εισήγηση και στις 24/02/24 αποφασίστηκε η απόρριψη της αίτησης, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η δικηγόρος για την Αιτήτρια περιόρισε τους νομικούς ισχυρισμούς ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης σε αυτούς που αφορούν παραβίαση των Άρθρων 9 και 15 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000), την μη αξιολόγηση επί της ευαλωτότητας της σε συνάρτηση με το αφήγημα της, τον φόβο δίωξης της και της αξιολόγησης εσωτερικής της αξιοπιστίας. Προβάλλεται ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις πρόσφυγα λόγω των ισχυρισμών της, οι προϋποθέσεις μορφών δίωξης και του φορέα δίωξης και/ή τουλάχιστον δικαιούται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας λόγω της κατάστασης ασφαλείας σε συνάρτηση με τις δηλώσεις της. Αποσύρθηκαν δε ρητώς όλοι οι λοιποί νομικοί ισχυρισμοί της.

 

Οι Καθ΄ ων η Αίτηση σε απάντηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας υιοθέτησαν το περιεχόμενο της Ένστασης και του διοικητικού φακέλου και ανέφεραν ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι γενικοί, αόριστοι και δεν αιτιολογούνται πλήρως με την Γραπτή Αγόρευση κατά παράβαση των σχετικών διαδικαστικών κανονισμών. Υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας, κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής ενάσκησης των εκ του Νόμου παρεχόμενων εξουσιών τους, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, με αποτέλεσμα η επίδικη πράξη να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Αναφέρουν ότι η Αιτήτρια κρίθηκε εσωτερικά αναξιόπιστη λόγω αντιφάσεων και ανακριβειών που καταγράφονται αναλυτικά στην έκθεση/εισήγηση, απορρίπτουν τους ισχυρισμούς ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα της και/ή ειδικά των ισχυρισμών που συνδέονται με τα Άρθρα 9 και 15 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000). Καταλήγουν ότι η Αιτήτρια δεν δικαιούται καθεστώς πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Δεδομένων των δηλώσεων της συνηγόρου της Αιτήτριας και της ρητής απόσυρσης συγκεκριμένων λόγων ακύρωσης το Δικαστήριο αξιολογεί πρώτα την κατ΄ ισχυρισμό παράβαση των διατάξεων των Άρθρων 9 και 15 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000). Το σχετικό άρθρο του Νόμου για ιατρική και ψυχολογική εξέταση αιτούντα άσυλο αφορά στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν: «(α) Ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν∙ και (β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας.». Στην παρούσα περίπτωση, ο λειτουργός δεν έκρινε σκόπιμο η Αιτήτρια να παραπεμφθεί σε ειδική εξέταση σε ιατρό ή ψυχολόγο ούτε αυτό εμπόδισε τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αίτησης της για διεθνή προστασία καταγράφεται «HEALTH: No Issues» (ερυθρά 1 του διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ»). Στην συνέχεια βάσει του εντύπου αξιολόγησης ειδικών αναγκών υποδοχής της (ως το Άρθρο 9ΚΔ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν. 6(Ι)/2000) (ερυθρά 7-4 ΔΦ) δεν καταδειχθήκαν ουσιαστικές ενδείξεις ευαλωτότητας που να επηρεάζουν την διαδικασία συνέντευξης. Ακολούθως στο έντυπο «Screening and Assessment Vulnerability Form» (ερυθρά 24-14 ΔΦ) καταγράφονται μόνο οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας (ότι αποχώρισε λόγω της ανασφάλειας στη χώρα της), ότι δεν αντιμετωπίζει οποιαδήποτε προβλήματα υγείας, ούτε δε καταδείχθηκαν ειδικές ανάγκες υποδοχής. Καταληκτικά δεν καθορίζεται ειδικά οποιαδήποτε σύσταση για παραπομπή (ερυθρό 17 ΔΦ). Εξάλλου, κατά το στάδιο της συνέντευξής της, δήλωσε ότι δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε ιατρικό πρόβλημα ή πρόβλημα με την υγεία της, ούτε ότι έχει οιεσδήποτε ειδικές ανάγκες (ερυθρό 48 ΔΦ). Σημειώνεται δε ότι ούτε η συνήγορος της Αιτήτριας υπέδειξε μέσω τεκμηριωμένων λόγων ακύρωσης κατά πόσο επηρεάστηκαν οι δηλώσεις της κατά την συνέντευξη λόγω δυσχερούς ψυχολογικής και/ή σωματικής κατάστασης και/ή ούτε υποδείχθηκαν σοβαρές ενδείξεις ευαλωτότητας και/ή οποιαδήποτε ένδειξη ότι η Αιτήτρια χρήζει ψυχολογικής ή ψυχιατρικής παρακολούθησης ή νοσηλείας που τυχόν επηρέαζε την αξιολόγηση του αιτήματος της.

 

Αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν.73(Ι)/2018), προχωρώ στην συνέχεια σε αξιολόγηση των λόγων ακύρωσης που συναρτώνται με ζητήματα ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας σε συσχέτιση με ισχυρισμούς που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, μη εξατομικευμένης αξιολόγησης της περίπτωσης της και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Όπως προκύπτει από το φάκελο της Αιτήτριας πρόκειται για αγγλόφωνη υπήκοο Καμερούν, κάτοχο διαβατηρίου, με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής το χωριό Eshobi, της επαρχίας Manyu, του Νοτιοδυτικού Καμερούν. Χριστιανή, άγαμη, υγιής, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η οποία εργαζόταν εθελοντικά στο ιατρικό κέντρο του χωριού της καθώς επίσης και στη φάρμα του πατέρα της. Έχει μια κόρη η οποία διαμένει με την μητέρα της στη Νιγηρία και σε ερώτηση εάν είναι καλά, απάντησε πως είναι κάτι περισσότερο από ασφαλής (ερυθρό 46 X1 ΔΦ). Προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της πήγε στη Douala και εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, στις 26/09/22.

 

Με την αίτηση της για διεθνή προστασία ισχυρίστηκε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της καθώς η ζωή της βρισκόταν σε κίνδυνο από τους Ambazonians[1], οι οποίοι απειλούσαν την οικογένειά της. Κατά τη προσωπική της συνέντευξη επανέλαβε τους ισχυρισμούς της περί φόβου της από τους Ambazonians και τον στρατό, προσθέτοντας πως έφυγε από τη χώρα της και για ακαδημαϊκούς λόγους. Ο λειτουργός στο πλαίσιο της έκθεσης-εισήγησής του εντόπισε τρείς (3) ουσιώδεις ισχυρισμούς, ήτοι (1) ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, (έγινε αποδεκτός) (2) ισχυριζόμενα προβλήματα από τον στρατό της χώρας και τους Ambazonians λόγω του ότι εργαζόταν σε ιατρικό κέντρο (ο οποίος απορρίφθηκε λόγω έλλειψης επαρκών πληροφοριών και μη τεκμηρίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας της) (3) λόγους ακαδημαϊκού περιεχομένου (ομοίως έγινε αποδεκτός). Στην σχετική έκθεση/εισήγηση καταγράφονται, αναφορικά με τον ανωτέρω απορριφθέντα ισχυρισμό, αρκετά σημεία στα λεγόμενα της Αιτήτριας όπου διαπιστώθηκε ανεπάρκεια πληροφοριών και αντιφάσεις.

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες και υπέπεσε σε αντιφάσεις. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, προέκυψε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της περί αντιμετώπισης προβλημάτων με τους Ambazonians. Κληθείς να απαντήσει εάν της έχει συμβεί το οτιδήποτε σχετικά με τον εν λόγω ισχυρισμό της, είπε πως δεν της είχε συμβεί τίποτα και ότι άκουγε λεκτικά από τυχαία άτομα στο χωριό ότι αυτή δίνει πληροφορίες στον στρατό, χωρίς να παρέχει συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με την αρχική της αναφορά περί προβλημάτων από τους Ambazonians. Περαιτέρω, υπέπεσε σε σοβαρή αντίφαση, όταν κλήθηκε να εξηγήσει τον ισχυρισμό πως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της επειδή ο στρατός της χώρας την κατηγορούσε πως δίνει πληροφορίες στους Ambazonians. Συγκεκριμένα, δήλωσε πως ο στρατός μετέφερε αυτήν και την οικογένεια της στο στρατόπεδο για λόγους προστασίας και ότι τίποτα δεν της έχει συμβεί καθ΄ όλη τη διάρκεια που βρισκόταν εκεί. Επιπλέον, υπέπεσε σε αντίφαση, σχετικά με τον αρχικό της ισχυρισμό πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω του ότι φοβόταν τους Ambazonians και τον στρατό, ενώ στη συνέχεια ανέφερε πως ενώ δεν ήθελε να εγκαταλείψει τη χώρα, το είδε σαν ευκαιρία να συνεχίσει τις σπουδές της. Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός πραγματοποίησε έρευνα σχετικά με τους αυτονομιστές, τις δυνάμεις άμυνας και ασφάλειας, τις αρχές της χώρας και του στρατού του Καμερούν. Κατά συνέπεια, και λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, η Αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει τον φόβο της και πιθανή δίωξη της από τον στρατό ή τους Ambazonians. Ως εκ τούτου, δεν έγινε αποδεκτός ο άνω ισχυρισμός.

 

Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για ακαδημαϊκούς λόγους, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός. Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία, ο λειτουργός κατέληξε ότι μοναδικό τεκμήριο αυτού αποτελούσαν τα λεγόμενα της Αιτήτριας και ως εκ τούτου δεν ήταν εφικτή η περαιτέρω έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Μετά από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας της Αιτήτριας, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου διαπιστώνω ότι αυτή δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου της, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[2], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα της εμπεριέχει δηλώσεις που ελλείπουν βιωματικά στοιχεία και ευλογοφάνεια που να τεκμηριώνουν προσωπική εμπλοκή και δίωξη. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της, ούτε τεκμηρίωσε για κάθε ένα ξεχωριστά από τα περιστατικά που ισχυρίστηκε ότι έζησε, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της με επαρκή λεπτομέρεια. (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Θα αναμενόταν για ένα τόσο σοβαρό γεγονός, στο οποίο στηρίζεται ο πυρήνας του αιτήματος της να είναι περιγραφική, αναλυτική και σταθερή στις απαντήσεις της, να είναι σε θέση να παρουσιάσει με συνάφεια και επαρκή περιγραφή του αφηγήματος της. Η μη ύπαρξη βιωματικών στοιχείων αποδυναμώνουν σημαντικά τους δείκτες αξιοπιστίας της στο σύνολό τους. Δεν προκύπτει, επομένως, να συντρέχουν στο πρόσωπο της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Υπάρχουν δε επί της έκθεσης-εισήγησης εκτεταμένες καταγραφές του λειτουργού ως προς τα ευρήματα αναξιοπιστίας της ως επίσης και εκτενείς παραπομπές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με το τί επικρατεί στην χώρα καταγωγής, τα οποία ως αμφισβητήθηκαν κατά την δικαστική διαδικασία από την συνήγορο της δεν ήτο ικανά να ανατρέψουν την αρνητική εικόνα που παρουσιάστηκε από την Αιτήτρια κατά την διαδικασία της συνέντευξης. Επισημαίνεται, επί τούτου, ότι ναι μεν αποτελεί καθήκον της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί σε συνεργασία με τον αιτούντα τα συναφή στοιχεία της αίτησής του και/ή ότι αυτή η ευθύνη μοιράζεται μεταξύ του λειτουργού και του αιτούντα[3], αυτό όμως δεν αναιρεί την υποχρέωση του ιδίου να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης του, ήτοι δηλώσεις/έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, την χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία και/ή ότι εναπόκειται πρώτα στον ίδιο τον αιτούντα να έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του[4]. Συνεπώς, από τα στοιχεία που τέθηκαν τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και του Δικαστηρίου η Αιτήτρια απέτυχε να τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής της, υπάρχει κίνδυνος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, συνεπώς, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

 

Εξετάζοντας δε το εάν θα μπορούσε να υπαχθεί στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας ο λειτουργός κατά την νομική ανάλυση και/ή κατά την υπαγωγή των προσωπικών δεδομένων της Αιτήτριας αξιολόγησε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε (και έγιναν αποδεκτοί) τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι η ίδια προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[5] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός εξέτασε σε συνάρτηση με τη περιοχή της καταλήγοντας ότι κατά την έννοια του Άρθρο 15 (γ) της Οδηγίας 95/11/ΕΕ, δηλαδή λόγω ύπαρξης σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ότι δεν θα υποστεί προσωπικά σοβαρή και/ή προσωπική απειλή λόγω της επιστροφής της στη συγκεκριμένη περιοχή. Εξάλλου, η ύπαρξη «ένοπλης σύρραξης» στο έδαφος μιας χώρας ή μιας περιοχής της ή διάφορων περιοχών της, αν και αναγκαία, δεν είναι επαρκής προϋπόθεση από μόνη της για παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη την έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (ως διατυπώθηκε από το ΔΕΕ στην υπόθεση Elgafaji C-465/07[6], σκέψεις 39 και 43, καθώς και στην υπόθεση Diakité C-285/12[7], σκέψεις 30 και 31), λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ, το αίτημα της Αιτήτριας που δεν τεκμηριώθηκε (και/ή κρίθηκε αναξιόπιστη σε σχέση με προσωπική εμπλοκή/δίωξη) δεν εγείρονται στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι μπορεί να τύχει συμπληρωματικής προστασίας (υπόθεση Elgafaji C-465/07, σκέψη 39, και υπόθεση Diakité C-285/12, σκέψη 31). Σημειώνεται σε αυτό το σημείο ότι υπάρχει εκτενέστατη αξιολόγηση όλων των συναφών στοιχείων του αιτήματος της Αιτήτριας από τον λειτουργό στο μέρος της έκθεσης/εισήγησης και/ή αξιολόγησης κινδύνου επιστροφής σε συνάρτηση με την περιοχή της όπου γίνεται παράθεση πληροφοριών αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας και/ή εκτενής καταγραφή εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Από δε αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου επιβεβαιώνονται τα ευρήματα του λειτουργού ήτοι για το υψηλό αριθμό των περιστατικών ασφαλείας γενικά στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν[8]. Σημειώνεται, όμως, ότι στο συνήθη τόπο διαμονής της, ήτοι το χωριό Eshobi, της επαρχίας Manyu του Νοτιοδυτικού Καμερούν, δεν εντοπίζονται περιστατικά ασφαλείας[9]. Ως εκ τούτου δεν υπάρχουν αριθμοί περιστατικών ασφαλείας στον τόπο συνήθους και τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας και/ή δεν υφίστανται εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί προσωπικά σοβαρή και προσωπική απειλή κατά την επιστροφή της αλλά ούτε τo προφίλ της παρουσιάζει χαρακτηριστικά ευαλωτότητας ή σημεία ευπάθειας, καθώς πρόκειται για ενήλικο πρόσωπο, μορφωμένη, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με ικανότητα να εργαστεί, να έχει πρόσβαση σε μέσα αυτοσυντήρησης.

 

Η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας διενεργήθηκε σε πλήρη σύμπνοια με τις διατάξεις του Άρθρου 13, 13Α και 18 περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), αλλά και με βάση τα κριτήρια και/ή προϋποθέσεις που τηρούνται κατά την εξέταση αίτησης ασύλου. Ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της και κατά τη συνέντευξη της έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές της περιστάσεις. Δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης καθότι διενεργήθηκαν εκτενείς ερωτήσεις, τόσο κλειστού όσο και ανοικτού τύπου όπως επίσης και διευκρινιστικές για να μπορεί η ενδιαφερόμενη να τοποθετηθεί στα βιώματα και τις εμπειρίες της, ωστόσο, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με τις απαντήσεις της επαρκώς το αίτημα της.

 

Με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων της Αιτήτριας, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να της αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1300 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 

                 

 

 

                         Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 



[1] Η Ambazonia, εναλλακτικά η «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Αμβαζονίας» ή «Κράτος της Αμβαζονίας» είναι μια πολιτική οντότητα που ανακηρύχθηκε από αγγλόφωνους αυτονομιστές που επιδιώκουν την ανεξαρτησία από το ΚαμερούνΒλέπε επίσης σχετικά United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), pp. 20, 45, June 2020, , επιπλέον, COI QUERY, EASO, 29/06/ 21, Forced recruitment by separatist groups, self-declared as Ambazonians, in the Anglophone regions, επίσης UK Home Office, Country Policy and Information Note Cameroon: North-West/South-West crisis, Version 2.0, December 2020,

 

 

[2] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009.

[3] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)

[4] Άρθρο 16 & 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

[5] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[6]Απόφαση του ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/09 C-465/07, MekiElgafaji και NoorElgafaji κατά StaatssecretarisvanJustitie

[7]Απόφαση του ΔΕΕ της 30/01/14 στην υπόθεση C-285/12, Aboubacar Diakité κατά Commissaire général aux réfugiés etaux apatrides

[9] Acled Explorer, Africa, Cameroon, Sud Quest, Manyu, village Eshobi διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/explorer/ (ημ. προσβ. 04/06/2025)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο