
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: Τ1079/2024
20 Ιουνίου, 2025
[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S.D.M
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η Αίτηση
Τζ. Μπετίτο (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή
[Αιτητής παρών]
ΑΠΟΦΑΣΗ
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερομηνίας 20/09/2024 με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτηση του ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη, και στερημένη οιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος. Αιτείται περαιτέρω απόφαση του δικαστηρίου με την οποία να ανακηρύττεται ο Αιτητής ως πρόσφυγας ή δικαιούχος του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης που εκτίθενται στο Υπόμνημα των Καθ' ων η Αίτηση και ως υποστηρίζονται από τα στοιχεία του σχετικού διοικητικού φακέλου (εφεξής «Δ.Φ.») που έχει κατατεθεί από τους Καθ' ων η Αίτηση, έχουν ως ακολούθως:
Ο Αιτητής κατάγεται από το Καμερούν και στις 10/11/2022 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αφού εισήλθε παράτυπα στην Δημοκρατία στις 24/10/2022, κατόπιν που έφυγε από τη χώρα του στις 18/10/2022.
Στις 01/02/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός του. Στις 12/02/2024 o εν λόγω λειτουργός ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου και στις 27/02/2024, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την πιο πάνω εισήγηση, απορρίπτοντας το αίτημα του Αιτητή. Ως εκ τούτου, στις 19/03/2024 εκδόθηκε σχετική επιστολή κοινοποίησης της εν λόγω απορριπτικής απόφασης από την Υπηρεσία Ασύλου (μαζί με την αιτιολόγησή της), η οποία παρελήφθη ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 19/03/2024.
Στις 23/04/2024, καταχωρήθηκε εκ μέρους του Αιτητή η υπ' αριθμόν 1440/2024 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας εναντίον της ως άνω αναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 04/06/2024.
Ακολούθως, στις 18/09/2024, ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για επανεξέταση του φακέλου της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και στις 19/09/2024, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που προέβη σε προκαταρτική εξέταση της αίτησης ετοίμασε σχετική Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 20/09/2024, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την ως άνω εισήγηση, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή. Ως εκ τούτου, στις 20/09/2024 εκδόθηκε σχετική επιστολή κοινοποίησης της εν λόγω απορριπτικής απόφασης από την Υπηρεσία Ασύλου.
Στις 16/10/2024 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της ως άνω αναφερομένης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου επί του μεταγενέστερου αιτήματος του Αιτητή για επανεξέταση του φακέλου του.
Ο συνήγορος του Αιτητή, δια της υπό εξέτασης προσφυγής, παραθέτει πλείονες νομικούς ισχυρισμούς ως λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Ωστόσο, με την προφορική του αγόρευση κατά το στάδιο των διευκρινήσεων προωθεί ως νομικούς ισχυρισμούς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς και/ή δέουσας έρευνας. Ως προς τούτα αναφέρει ότι ενώ ο Αιτητής είχε υποβάλλει με την επίδικη μεταγενέστερη αίτησή του κάποια έγγραφα ως προς την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του και παρότι αυτά αποτελούν νέα στοιχεία, εντούτοις, δεν εξετάστηκαν/αξιολογήθηκαν από τους Καθ’ ως η Αίτηση (ως όφειλαν να πράξουν).
Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο, σχετικό είναι το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου. Από το λεκτικό του ανωτέρου αναφερόμενου άρθρου, καθώς και από το αιτητικό της παρούσας προσφυγής (υπό το σημείο Α), προκύπτει ότι το Δικαστήριο εξετάζει στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, κατά πόσον η απόφαση να απορριφθεί μεταγενέστερο αίτημα ως απαράδεκτο είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις παραδεκτού που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3) του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 16Δ(3) του περί Προσφύγων Νόμου:
«(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον –
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
[..]»
Ως προς το παραδεκτό μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία (σε σύμπνοια και με τα όσα αναφέρονται στο Άρθρο 40, εδάφια (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ), διαφαίνεται από τα πιο πάνω, ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων που υποβάλλει αιτητής, εκτός εάν πληρούνται (σωρευτικά) και οι δύο (διακριτές) προϋποθέσεις υπό τα σημεία (i) και (ii), του εδαφίου (3)(β) του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι (σε σύμπνοια και με τα όσα αναφέρονται στο Άρθρο 42(2) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ), αιτητής δύναται να καταγράψει και εξηγήσει με λεπτομέρεια τους λόγους που επιθυμεί την επανεξέταση του φακέλου του, ως επίσης να παραθέσει/προσκομίσει συναφή τεκμήρια/έγγραφα προς υποστήριξή τους, ως προκύπτει από το ειδικό έντυπο («Μεταγενέστερη Αίτηση Διεθνούς Προστασίας») που συμπληρώνεται και υποβάλλεται από τα πρόσωπα που επιθυμούν επανεξέταση του φακέλου τους ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.
Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της αδελφής Δικαστή κας Κ. Κ. Κλεάνθους στην Υπόθεση Αρ. 1317/20, ημερ. 20/09/2021: «36. Το παρόν Δικαστήριο έχει συνεπώς την εξουσία να προβαίνει σε έλεγχο ακόμα και τροποποίηση της απόφασης επί μεταγενέστερης αίτησης μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού όχι όμως υποχρέωση εξέτασης της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας, χωρίς να έχει προηγηθεί ολοκληρωμένη κατ' ουσία εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας.»
Συνακόλουθα, σχετική είναι και η απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 09/09/2020 στην υπόθεση C-651/19 (Προδικαστική παραπομπή), JP κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (ECLI:EU:C:2020:681), όπου στις σκέψεις 59 και 60 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«59 Σημειώνεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32, η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας αποσκοπεί στην υποβολή, από τον ενδιαφερόμενο αιτούντα, νέων στοιχείων ή πορισμάτων σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αίτησης, τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Όταν η προκαταρκτική εξέταση στην οποία υποβάλλεται μια τέτοια αίτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου II της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, όταν από την προκαταρκτική εξέταση δεν προκύπτουν τέτοια στοιχεία ή πορίσματα, η εν λόγω αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 2 στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32.
60 Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως προς ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη. [.]»
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω σκόπιμη την παράθεση των ισχυρισμών του Αιτητή ως προβλήθηκαν κατά τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του (με σύνοψη, παράλληλα, της αξιολόγησης τους σε κάθε στάδιο από την Υπηρεσία Ασύλου).
Στην (αρχική) αίτησή του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής ανέφερε ως προς τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής του, ότι «λόγω απειλών και διεκδικήσεων κατά ιδιοκτησιών μου, προσπάθησαν να παγώσουν το λογαριασμό μου. Ένας τοπικός έμπορος πετρελαίου ο οποίος έχασε τα πάντα σε μία φωτιά από ατύχημα η οποία επηρέασε ιδιοκτησίες άλλων, σπίτια, καταστήματα και τους ιδιοκτήτες αυτών των σπιτιών και των καταστημάτων καθώς και όσους επηρεάστηκαν από τη φωτιά, με όλη την ευθύνη να βαρύνει εμένα. Το εμπόρευμα της επιχείρησής μου κατασχέθηκε και εγώ συλλήφθηκα και κρατήθηκα παράνομα για εβδομάδες, και με υποχρεώσανε να υπογράψω μια δήλωση πως θα πληρώσω όλους όσους επηρεάστηκαν από τη φωτιά, τα σπίτια τους. Κατάφερα να απελευθερωθώ από τις αρχές» (βλ ερ 1 Δ.Φ.).
Κατά τη διάρκεια της προσωπικής συνέντευξης (βλ ερ 39-31 Δ.Φ.), ο Αιτητής ανέφερε ως προς τους λόγους για τους οποίους έφυγε από τη χώρα καταγωγής του, πως εγκατέλειψε το Καμερούν διότι μετά από μια φωτιά στην παράνομη επιχείρησή του η οποία επεκτάθηκε και σε 4-5 παρακείμενα σπίτια αρχικά συνελήφθη από την αστυνομία και στη συνέχεια δεχόταν απειλές από τους γείτονες των οποίων οι περιουσίες καταστράφηκαν από τη φωτιά και οι οποίοι απαιτούσαν από τον Αιτητή να τους ξανακτίσει τα οικήματά τους. Ο Αιτητής δήλωσε περαιτέρω ότι κατά την φωτιά που ξέσπασε κάηκε η κατοικία την οποία νοίκιαζε και σκοτώθηκε η κόρη του. Ο Αιτητής συνελήφθη από την αστυνομία ως υπαίτιος για την πυρκαγιά και κρατήθηκε για δύο εβδομάδες προτού καταφέρει να αποφυλακιστεί. Εν συνεχεία ο Αιτητής δήλωσε ότι οι ιδιοκτήτες των κτιρίων που καταστράφηκαν τον πίεζαν να δεσμευτεί εγγράφως ότι θα αποκαταστήσει τις ζημιές και τον απειλούσαν ότι θα κινηθούν νομικά εναντίον του και αποφάσισε να φύγει από τη χώρα (βλ ερ 35 3χ Δ.Φ.).
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και συγκεκριμένα από τη σχετική εισηγητική έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου [βλ ερ 94-110 Δ.Φ.] (που αποτελεί και την αιτιολογική βάση για την απόρριψη του αρχικού αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία), οι Καθ' ων η Αίτηση προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιον τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων, κάνοντας αποδεκτά την ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία/προφίλ του Αιτητή (ερυθρά 106 κ 107 Δ.Φ.). Ωστόσο, απέρριψαν τον δεύτερο ισχυρισμό του σχετικά με τα ισχυριζόμενα προβλήματα με ιδιοκτήτες παρακείμενων κατοικιών εξαιτίας της έκρηξης στην επιχείρησή του, καθώς ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός του, ενώ όταν κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες για τα σχετικά γεγονότα υπέπεσε σε αντιφάσεις και δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες.
Συνεπώς, η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε στην απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία, αφού κατόπιν αξιολόγησης της περίπτωσής του και λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα καταγωγής του (ερυθρά 94-102 Δ.Φ.), δεν διαπιστώθηκε κανένας φόβος δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε να αναγνωριστεί ο Αιτητής ως πρόσφυγας, καθώς επίσης, ούτε διαπιστώθηκε πως συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη, ώστε να του παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 19, εδάφια (1) και (2), του περί Προσφύγων Νόμου. [ερυθρά 79-77 Δ.Φ.]. Σημειώνω ότι η προσφυγή που καταχωρήθηκε μέσω συνηγόρων του Αιτητής στο Δικαστήριο για να προσβάλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αρχικής του αίτησης αποσύρθηκε και ως εκ τούτου η απόφαση κατέστη τελική.
Κατά την καταχώρηση της μεταγενέστερης αίτησής του για επανεξέταση του φακέλου του (ημερ. 18/09/2024) ο Αιτητής κατέγραφε στο σχετικό έντυπο τους ίδιους λόγους, ήτοι ότι επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο διότι η φωτιά που ξέσπασε στο Καμερούν δεν ήταν δικιά του ευθύνη και ο ίδιος απουσίαζε από τον τόπο της πυρκαγιάς και παρόλα αυτά τον συλλάβανε άδικα και εξαπέλυσαν απειλές κατά της ζωής του αν δεν αναλάμβανε να ξανακτίσει τις καμένες ιδιοκτησίες των γειτόνων του (ελεύθερη μετάφραση, βλ ερ 147).
Η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξέτασε προκαταρτικά τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής με την μεταγενέστερη αίτησή του, κατέγραψε σχετικά με αυτούς τα ακόλουθα:
«2. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει:
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Με την μεταγενέστερη αίτηση, δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς, αλλά επανέλαβε τους ίδιους. Ειδικότερα, ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ανέφερε ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής του γιατί οι ιδιοκτήτες κατεστραμμένων περιουσίων τον απειλούσαν για να τους αποζημιώσει καθώς τον θεώρησαν υπεύθυνο. (βλ ερ. 39-32). Οι ισχυρισμοί του εξετάστηκαν κατ' ουσίαν και απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι. Ο Αιτητής στη μεταγενέστερη αίτηση του ισχυρίστηκε ότι ανέφερε στη γειτονιά που είχε την επιχείρησή του ξεκίνησε μια πυρκαγιά την οποία και αποδώσανε στον ίδιο καθιστώντας τον υπεύθυνο, ενώ δεν ήταν παρόν στη σκηνή. Ο αλλοδαπός ισχυρίστηκε ότι τέθηκε σε περιορισμό και απειλήθηκε με φυλάκιση και θάνατο αν δεν υπογράψει για να ξαναχτιστούν οι περιουσίες που χάθηκαν στη πυρκαγιά για το οποίο περιστατικό δεν γνωρίζει τίποτα. (βλ. ερ.147.) Επομένως, τα στοιχεία που υπέβαλε ο αλλοδαπός με την μεταγενέστερη αίτηση του δεν αποτελούν νέα στοιχεία.
Σχετικά με τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε ο αλλοδαπός προς υποστήριξη των ισχυρισμών του στη μεταγενέστερη αίτηση :
- Το έγγραφο που βρίσκεται στο ερυθρό 139 και φέρεται να είναι έγγραφο αποφυλάκισης και του αλλοδαπού SIMON DIANGE MOTALE με αναγραφόμενη ημερομηνία 21/06/2021. Το εν λόγω έγγραφο αναγράφει ότι στις 08/06/2021 κατηγορήθηκε για εμπρησμό και καταστροφή περιουσίας. Το έγγραφο φέρει σφραγίδα και δεν διακρίνεται η υπογραφή. Σημειώνεται ότι στη συνέντευξη του ο αλλοδαπός ισχυρίστηκε ότι τέθηκε υπό περιορισμό για το περιστατικό με την έκρηξη στο πρατήριο βενζίνης και οι ιδιοκτήτες των σπιτιών που καταστράφηκαν απαιτούσαν να πληρώσει για τις ζημίες. Στο εν λόγω έγγραφο αναγράφονται πληροφορίες όπου ο αλλοδαπός είχε δώσει και στη συνέντευξη του και ως εκ τούτου έχουν εξεταστεί.
Επίσης δεν μπορεί να επαληθευτεί η ταυτότητα αυτών που υπογράφουν το έγγραφο, ούτε προσθέτει οτιδήποτε στο αφήγημά του πέραν της επανάληψης των όσων αναφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης όπου κρίθηκε αναξιόπιστος.
Το έγγραφο στο ερυθρό 137 με αναγραφόμενη ημερομηνία στο κάτω μέρος 09/09/2024 και φέρεται να προέρχεται από νομικό γραφείο. Το έγγραφο αναγράφει ότι ο εν λόγω αλλοδαπός SIMON DIANGE MOTALE έχει συλληφθεί και φυλακιστεί τον Ιούνιο 2021 στις κεντρικές φυλακές της Buea με κατηγορίες εμπρησμού και καταστροφή περιουσίας. Στο Καμερούν τα άτομα τα οποία είναι ύποπτα για εμπρησμό περιουσίας συνήθως συνδέεται με ένοπλους αποσχιστές γνωστούς ως Ambazonians . Ύποπτοι σε αυτή τη κατηγορία κινδυνεύουν με εξουδετέρωση με τη σύλληψη τους από τις δυνάμεις της κυβέρνησης και οι εν λόγω σκοτωμοί είναι εξωδικαστικές.[…]
Στο εν λόγω έγγραφο υπάρχουν πληροφορίες όπου ο αλλοδαπός ισχυρίστηκε και στη συνέντευξη του όπως η σύλληψη του για εμπρησμό μετά από κατηγορίες των ιδιοκτήτων των σπιτιών που καταστράφηκαν από έκρηξη (βλ. ερ. 35) Επιπλέον αναγράφεται πληροφορία όπου γίνεται αναφορά στους ένοπλους αποσχιστές Ambazonia στοιχείο που δεν αναφέρθηκε στη συνέντευξη του. Το έγγραφο περιέχει προσωπικές αναφορές που από μόνες τους δεν τεκμηριώνουν επαρκώς και αρκούντως ικανοποιητικά ισχυριζόμενο φόβο δίωξης απουσία άλλων στοιχείων.
Φωτογραφίες οι οποίες προσκόμισε ο αλλοδαπός με τη μεταγενέστερη αίτηση του και απεικονίζουν πυρκαγιές σε κτίρια, (βλ. ερ. 136-135) και δε μπορεί να διαπιστωθεί από που είναι παρμένες και αν σχετίζονται με τους ισχυρισμούς του αλλοδαπού στη συνέντευξη του. Επιπλέον, οι φωτογραφίες δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης του με διεθνή προστασία αφού δε στοιχειοθετούν φόβο δίωξης.»
Ως εκ των ανωτέρω δεδομένων, οι Καθ’ ων η Αίτηση απέρριψαν την πιο πάνω μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, κρίνοντάς την ως απαράδεκτη (σύμφωνα με τα άρθρα 12Βτρετράκις και 16Δ(3)(δ και 16Δ(4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου) [ερυθρό 159 Δ.Φ.]. Αναφορικά με τα πιο πάνω, διαπιστώνεται (καταρχάς) ότι με το μεταγενέστερο του αίτημα ημερ. 18/09/2024 (ερυθρά 146-149 Δ.Φ.), ο Αιτητής δεν προβάλλει νέους ισχυρισμούς παρά μόνον επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς που προέβαλε κατά τη συνέντευξή του.
Τα όσα σχετικά δήλωσε ο Αιτητής εξετάστηκαν δεόντως στα πλαίσια της διαδικασίας αξιολόγησης της αρχικής της αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, ωστόσο απορρίφθηκαν οι εν λόγω ισχυρισμοί του, ενώ κατόπιν εξατομικευμένης αξιολόγησης, κρίθηκε πως στην περίπτωσή της, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3(1), ούτε του άρθρου 19, εδάφια (1) και (2), του περί Προσφύγων Νόμου, ως εκ τούτου, είχε απορριφθεί το αίτημά του για διεθνή προστασία. Συνακόλουθα, παρά το ότι ο Αιτητής προχώρησε με την καταχώριση προσφυγής (μέσω δικηγόρου) ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (υπ. Αρ. 1440/2024, ημερ. 23/04/2024, ερυθρά 125-129 Δ.Φ.), στη συνέχεια την απέσυρε, με αποτέλεσμα να συνάγεται ότι δεν επιθυμούσε να την αμφισβητήσει με οποιοδήποτε τρόπο.
Περαιτέρω, ο Αιτητής με την μεταγενέστερη αίτησή του προέβαλε/επανέλαβε τους ίδιους λόγους που δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του. Ως εκ τούτου, η εν λόγω μεταγενέστερη αίτησή της ορθώς κρίθηκε ως απαράδεκτή και απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου.
Περαιτέρω, στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης ο Αιτητής κατέβαλλε τα ακόλουθα (αντίγραφα) έγγραφα: i) ειδοποίηση απελευθέρωσης, ii) υπεύθυνη δήλωση δικηγόρου που μεσολάβησε για την απελευθέρωσή του και iii) δύο φωτογραφίες που απεικονίζουν κάποια κτίρια που καίγονται (χωρίς να αναφέρει άλλες λεπτομέρειες) (βλ ερ 135-139). Σύμφωνα με τον συνήγορο του, οι Καθ’ων η Αίτηση όφειλαν να τα διερευνήσουν και δεν έχουν προβεί σε εξέταση τους. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος αφού διαφαίνεται από την έκθεση-εισήγηση ότι ο αρμόδιος λειτουργός τα εξέτασε και κατέγραψε τα συμπεράσματα του στην έκθεση-εισήγηση. Ουσιαστικά, δεν έγιναν δεκτά αφού αφορούσαν ισχυρισμούς του Αιτητή που κρίθηκαν ως αναξιόπιστοι στα προηγούμενα στάδια της διαδικασίας και πρόσθετα δεν φαίνεται να ήταν σχετικά ή να αύξαναν τις πιθανότητες χορήγησης του Αιτητή με καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Συνεπώς, από τα ανωτέρω, προκύπτει ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση περί απόρριψης της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή ως απαράδεκτης είναι αιτιολογημένη και έχουν εξεταστεί δεόντως τόσο οι ισχυρισμοί του Αιτητή όσο και τα έγγραφα που προσκόμισε στην Υπηρεσία Ασύλου. Έχοντας ενώπιον μου το σύνολο των στοιχείων της διοικητικής διαδικασίας και υπό το φως όλων των ενώπιον μου δεδομένων, κρίνω ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η νομιμότητα της επίδικης απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση περί απόρριψης της μεταγενέστερης αίτησης του ως απαράδεκτης. Τα όσα ο Αιτητής κατέγραψε στην εν λόγω μεταγενέστερη του αίτηση δεν πληρούσαν τα κριτήρια που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου ώστε να κριθεί παραδεκτή η επίδικη μεταγενέστερη αίτησή.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο