Ν. Ε. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. Τ1087/24, 23/6/2025
print
Τίτλος:
Ν. Ε. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ. Τ1087/24, 23/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                                   Υπόθεση αρ. Τ1087/24

 

23 Ιουνίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ν. Ε.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Χρ. Χριστοδουλίδης, δικηγόρος για Αιτητή

Κος Ν. Νικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.03/09/24, η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, δια της οποίας απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος και απόφαση του Δικαστηρίου επί της ουσίας που να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση (Αιτητικά Α και Β).

Ως εκτίθεται στο Υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, ο αιτητής κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρανόμως, μέσω κατεχομένων, στις 04/11/17 και υπέβαλε 1η αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 10/11/17 (ερ.5-7, 54).

Στις 06/09/19 έγινε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός του για διεθνή προστασία όπου δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.33-54). Μετά το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 10/01/20 απορρίφθηκε η αίτηση για διεθνή προστασία (ερ.93-103).

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία του δόθηκε δια χειρός στην αγγλική στις 23/01/20 (ερ.104-106).

Στις 18/03/20 ο αιτητής καταχώρησε στο Δικαστήριο την προσφυγή αρ.358/20 κατά της ως άνω απόφασης αλλά και αίτηση νομικής αρωγής. Η εν λόγω αίτηση νομικής αρωγής απορρίφθηκε στις 13/04/20 και η ως άνω προσφυγή στις 08/07/21 (108-142).

Στις 02/08/21 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία και απορρίφθηκε στις 24/09/21 ως απαράδεκτη στη βάση του αρ.16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου (ερ.143-151) και ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, η οποία δόθηκε δια χειρός στον αιτητή στις 08/10/21 (ερ.152-153).

Στις 21/10/21 ο αιτητής καταχώρησε στο Δικαστήριο την προσφυγή αρ.7069/21 κατά της ως άνω απόφασης, η οποία αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 24/01/23 και η ως άνω προσφυγή στις 08/07/21 (156-167).

Στις 24/02/23 ο αιτητής υπέβαλε την εδώ επίδικη 2η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία και απορρίφθηκε στις 03/09/24 ως απαράδεκτη στη βάση του αρ.16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου (ερ.169-174, 209-216) και ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, που δόθηκε δια χειρός στον αιτητή στις 07/10/24 σε γλώσσα την οποία κατανοεί (ερ.218).

Το ιστορικό των ισχυρισμών του αιτητή έχει ως ακολούθως

Επί της 1ης αιτήσεως ασύλου ο αιτητής αναφέρει ότι ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ήταν λόγω του ότι δυνάμεις ασφαλείας του Καμερούν δολοφόνησαν τον θείο του και λεηλάτησαν το κατάστημα του. Ο αιτητής βρισκόταν τότε στην αποθήκη του καταστήματος, ακολούθως διέφυγε και μετέπειτα έμαθε ότι καταζητείται και ο ίδιος και για τον λόγο αυτό έφυγε από τη χώρα μέσω Νιγηρίας.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης στα πλαίσια της 1ης αιτήσεως ο αιτητής επανέλαβε κατ’ ουσία τα ως άνω.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή κατά τη συνέντευξη, απέρριψαν το σύνολο των ισχυρισμών του περί του ότι κινδύνευε από την κυβέρνηση του Καμερούν λόγω του ότι υπήρξε μάρτυρας της δολοφονίας του και καταζητείται απ’ αυτούς.

Σχετικά με τα ως άνω κρίθηκε ότι τα όσα ανέφερε περιείχαν κενά, αντιφάσεις, στερούνταν, χρονικής και λογικής συνέπειας αλλά και εύλογα αναμενόμενων πληροφοριών τόσο για το περιστατικό της δολοφονίας, το τι συνέβη μετέπειτα, πως ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει, πως βρήκαν, νοουμένου ότι δεν είχε εντοπιστεί τότε, τα προσωπικά του στοιχεία και πως τελικώς κατέληξε να καταζητείται από τις αρχές.

Συνεπεία των ως άνω ευρημάτων οι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν ως αναξιόπιστοι.

Εν συνεχεία, στη βάση λοιπόν των ως άνω ευρημάτων, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίσταται πιθανότητα ο αιτητής να εκτεθεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη.

Για τους πιο πάνω λόγους η 1η αίτηση ασύλου απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Στην 1η μεταγενέστερη αίτηση του, κατόπιν της απόρριψης της προσφυγής κατά της ως άνω απόφασης, ο αιτητής επανέλαβε κατ’ ουσία τα ως άνω, αναφέροντας περαιτέρω ότι έχει στην κατοχή του νέα στοιχεία, όμως εν τέλει ουδέν προσκόμισε.

Η ως άνω μεταγενέστερη αίτηση απορρίφθηκε καθώς, ως κρίθηκε, τα όσα κατέγραψε επ’ αυτής ο αιτητής δεν αποτελούν νέα στοιχεία, αφού τα ίδια είχε αναφέρει τόσο στην 1η αίτηση που υπέβαλε. Αναφορικά με τα νέα έγγραφα τα οποία θα προσκόμιζε, σημειώθηκε ότι ουδέν έπραξε σχετικά 1 ½ μήνα μετά την υποβολή της αίτησης του και συνεπώς ουδέν μπορεί να ληφθεί υπόψη σχετικώς.

Στην επίδικη μεταγενέστερη αίτηση ο αιτητής και πάλι επανέλαβε τα όσα είχε αναφέρει ήδη από την 1η αίτηση του περί του ότι καταζητείται από τις αρχές, προσθέτοντας ότι η έκρυθμη κατάσταση στη χώρα του παραμένει και προσκομίζοντας αρκετά έγγραφα προς τεκμηρίωση της αιτήσεως του.

Η επίδικη 2η μεταγενέστερη αίτηση απορρίφθηκε καθώς, ως κρίθηκε, τα όσα κατέγραψε επ’ αυτής ο αιτητής περί αναζήτησης του από τις αρχές δεν αποτελούν νέα στοιχεία.

Επί των εγγράφων που προσκόμισε λέχθηκαν τα εξής. Αναφορικά με τα ερ.200-203, ως κρίθηκε, αυτά έχουν φερόμενη ημερομηνία έκδοσης πολύ παλαιότερη της αίτησης, το δε ερ.200 είναι παλαιότερο και της 1ης μεταγενέστερης αιτήσεως. Συνεπώς, δεδομένου ότι ουδεμία εξήγηση δίδεται αναφορικά μ’ αυτό, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι είναι από υπαιτιότητα του αιτητή που δεν προσκομίστηκαν προηγουμένως, δεδομένου και του ότι ουδέποτε προηγουμένως είχε δηλώσει ο αιτητής ότι ανήκει στο κίνημα Αμπαζόνιανς, ως στα έγγραφα αυτά καταγράφεται. Αναφορικά με τα ερ.175-199, οι καθ’ ων η αίτηση, αφού ανέγνωσαν το περιεχόμενο τους, κατέληξαν ότι πρόκειται κατ’ ουσία για πληροφορίες για την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτητή, οι οποίες ουδόλως αφορούν προσωπικά των αιτητή, τα πλείστα δε εξ αυτών (πλην των ερ.194-199), φέρουν χρόνο έκδοσης πολύ προηγούμενο της επίδικης αίτησης (ερ.182-185) και τα υπόλοιπα προηγούμενο ακόμα και της 1ης μεταγενέστερης αίτησης του (ερ.175-181, 186-187). Σημειώθηκε δε σχετικά ότι η προσφυγή αρ.7069/21, την οποία ο αιτητής είχε καταχωρήσει κατά της απόφασης επί της προηγούμενης μεταγενέστερης αίτησης του, όπου είχε την να αναφέρει τα όσα επιθυμούσε, αποσύρθηκε από τον ίδιο στις 24/01/23.

Στην προσφυγή ο συνήγορος του αιτητή παραθέτει πλήθος νομικών σημείων, εκ των οποίων ορισμένα προωθεί και αναπτύσσει τελικώς με τις αγορεύσεις που ακολούθησαν.

Στις αγορεύσεις λοιπόν ο ευπαίδευτος συνήγορος του, πέραν του ότι, ως εισηγείται, ο αιτητής είχε προσκομίσει στα πλαίσια της επίδικης μεταγενέστερης άιτησης έγγραφα και στοιχεία τα οποία δεν εξετάστηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση, αναπτύσσει ισχυρισμούς περί του ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη αναρμοδίως, επί του οποίου αναφέρονται τρείς πτυχές που αφορούν το ζήτημα αυτό.

Η πρώτη αφορά το ότι η εξουσιοδότηση (ερ.207) προς τον λειτουργό που έλαβε την επίδικη απόφαση (ερ.216) έγινε από τον πρώην Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος και έπαυσε από τα καθήκοντα του τον Φεβρουάριο 2023 (αλλαγή κυβέρνησης). Συνεπώς - ως επί τούτου εισηγείται, με παραπομπή σε ελληνική βιβλιογραφία, νομολογία του ΣτΕ και νομοθεσία της Ελληνικής Δημοκρατίας - εφόσον ο εξουσιοδοτών έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντα του, εν προκειμένω θα έπρεπε να δοθεί νέα εξουσιοδότηση από τον νυν Υπουργό και - στην απουσία αυτής - θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο λαμβάνων την απόφαση λειτουργός ενέργησε αναρμοδίως, καθώς η εξουσιοδότηση (ερ.207) από τον προηγούμενο Υπουργό έπαυσε να ισχύει κατά τον χρόνο που αυτός έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντα του.

Η δεύτερη αφορά το ότι - ως εισηγείται - η επίδικη απόφαση (ερ.216) λήφθηκε από άτομο το οποίο ενεργούσε στα πλαίσια εξουσιοδότησης (ερ.207), δια της οποίας εξουσιοδοτείται να λαμβάνει «αποφάσεις επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου». Συνεπώς αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση, ήτοι το κατά πόσον αυτός, λαμβάνοντας την απόφαση, ενήργησε εντός των πλαισίων της εξουσιοδότησης του, συναρτάται και εξαρτάται από το καθεστώς εργοδότησης του λειτουργού που συνέταξε και υπέβαλε την επίδικη έκθεση, εν προκειμένω του λειτουργού CAS12 (ερ.209), πράγμα που - ως εξηγεί - καθορίζει την ισχύ και εμβέλεια της εν λόγω εξουσιοδότησης.  Εφόσον λοιπόν - ως αναφέρει - στην παρούσα δεν προκύπτει εκ των στοιχείων του φακέλου το καθεστώς εργοδότησης του λειτουργού CAS12, που ετοίμασε την επίδικη έκθεση, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι τρωτή γι’ αυτό τον λόγο. Επί τούτου γίνονται παραπομπές σε νομολογία και νομοθεσία προς επίρρωση της ως άνω θέσης του αιτητή.

Η τρίτη πτυχή αναρμοδιότητας αφορά το ότι, εφόσον η λειτουργός που ασκούσε τα καθήκοντα του προϊσταμένου κατόπιν απόσπασης της στους καθ’ ων η αίτηση με πράξη που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ.5272, ημ.16/04/20 (επισυνάπτεται στην απαντητική αγόρευση) και η απόσπαση αυτή έληγε στις 08/12/22, ουδεμία δε άλλη σχετική πράξη δύναται - ως ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει - να εντοπίσει, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενεργούν χωρίς να υπάρχει διορισμένος λειτουργός να ασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου. Τούτο, ως εισηγείται, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούν - στην απουσία διορισμού ατόμου να ασκεί καθήκοντα προϊσταμένου (και μη δημοσίευσης, ως αναφέρει, τέτοιου διορισμού ή απόσπασης) - να ανατίθενται τα καθήκοντα της θέσης σε άλλους λειτουργούς, ως εν προκειμένω στον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση.

Ενόψει των ως άνω ισχυρισμών περί αναρμοδιότητας, που άπτονται ζητήματος δημοσίας τάξεως και δεδομένης της εξουσίας του Δικαστηρίου δυνάμει του Κανονισμού 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), κλήθηκε συνήγορος καθ’ ων η αίτηση να εμφανιστεί στα πλαίσια της παρούσης και να τοποθετηθεί σχετικά με τα ως άνω, καταχωρώντας γραπτή αγόρευση.

Στη γραπτή τους αγόρευση η καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν ότι το γεγονός της αλλαγής του προσώπου του Υπουργού δεν σημαίνει ότι οι πράξεις του προηγούμενου Υπουργού παύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο να ισχύουν (εφόσον δεν ανακλήθηκαν). Περαιτέρω, όσον αφορά το ζήτημα του καθεστώτος εργοδότησης του συγγράφοντος την επίδικη έκθεση αναφέρουν ότι εν προκειμένω ο λαμβάνων την επίδικη απόφαση ενήργησε εντός των πλαισίων της εξουσιοδότησης του και αναφέρουν την ετοιμότητα τους να προσαγάγουν σχετική μαρτυρία που αποδεικνύει το καθεστώς του λειτουργού που ετοίμασε την επίδικη έκθεση. Υπεραμυνόμενοι των ως άνω θέσεων τους παραπέμπουν σε αποφάσεις που πραγματεύονται το ζήτημα του Διοικητικού Δικαστηρίου και του παρόντος (αποφάσεις στις υπ. αρ.3136/23, ημ.23/10/24 και 4544/23, ημ.19/11/24).

Στα πλαίσια των διευκρινήσεων οι καθ’ ων η αίτηση προσήγαγαν, χωρίς ένσταση από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, το Τεκμήριο 2, το οποίο συνίσταται σε επιστολή των καθ’ ων η αίτηση ημ.11/09/24, όπου επισυνάπτεται κατάλογος των λειτουργών της Υπηρεσίας Ασύλου οι οποίοι διατελούν σε καθεστώς εργοδοτούμενου ορισμένου χρόνου, στον οποίον καταγράφεται ονομαστικά ο συγγράφων και υποβάλλων την επίδικη έκθεση λειτουργός (CAS112 – βλ. ερ.209), καθώς και το όνομα του.

Ο συνήγορος του αιτητή, αποδεχόμενος την κατάθεση του Τεκμηρίου 2 χωρίς ένσταση, ανέφερε ότι, ακόμα και αν ετέθη ενώπιον του Δικαστηρίου το Τεκμήριο 2, το περιεχόμενο του δεν αρκεί για απόσειση του σχετικού βάρους απόδειξης που φέρουν οι καθ’ ων η αίτηση ότι η λειτουργός που ετοίμασε την επίδικη έκθεση είναι λειτουργός ορισμένου χρόνο καθώς - ως εισηγήθηκε - αφενός δεν προκύπτει αρμοδιότητα του υπογράφοντος το Τεκμήριο 2 λειτουργού και αφετέρου - σε κάθε περίπτωση - τα όσα στο τεκμήριο αυτό περιέχονται αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία και θα πρέπει δια τούτο να αγνοηθούν, στη βάση και της αρχής της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας.

Σημειώνω ότι πανομοιότυπους με τους εν προκειμένω ισχυρισμούς αναφορικά το κατά πόσο η επίδικη απόφαση εκδόθηκε αρμοδίως είχαν την ευκαιρία να εξετάσω και στην πρόσφατη απόφαση μου στην Τ917/24, T.F.V. ν Δημοκρατίας, ημ.06/02/25, όπου και ανέφερα τα ακόλουθα, τα οποία υιοθετώ και για τους σκοπούς της παρούσης.

«Έχω διέλθει με προσοχή των όσων αναφέρουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών στις γραπτές αγορεύσεις, κατά τις διευκρινήσεις, καθώς και του περιεχόμενου του διοικητικού φάκελου.

Αναφορικά με την πρώτη πτυχή των ισχυρισμών περί αναρμοδιότητας στη βάση του ότι η εξουσιοδότηση προς τον λαμβάνοντα την προσβαλλόμενη απόφαση δόθηκε από τον προηγούμενο Υπουργό και όχι τον νυν, στην απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. A.H.T. Advances Heating Technologies, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.63/18, ημ.11/01/24, αναφέρονται τα εξής επί πανομοιότυπου ισχυρισμού, τα οποία επιλύουν οριστικά και το επίδικο εδώ ζήτημα.

«Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η υπόθεση Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 27/16, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, όπου ο εφεσείοντας προέβαλε ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε αφού, δεν είχε καταρτιστεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 2 και 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69).   Στην εκεί υπόθεση, παρουσιάστηκε εκχώρηση με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός εκχώρησε προς τον γενικό διευθυντή τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου. Ο εφεσείοντας, με δεδομένο ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε πριν από πολλά χρόνια από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων, υποστήριξε πως η εξουσιοδότηση αυτή δεν μπορούσε να ισχύει, αφού η κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, επισήμανε ότι δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.   

Επίσης σχετική με το υπό εξέταση επίδικο ζήτημα είναι και η πρόσφατη υπόθεση Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Ε.Δ. 84/16, ημερ. 2.10.2023,  όπου η εφεσείουσα προέβαλε ότι η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής που συστήθηκε για τις προαγωγές ήταν παράνομη καθότι, ο νέος υπουργός, ως εκ της αλλαγής που προέκυψε με τη αντικατάσταση του προηγούμενου, δεν προχώρησε σε επικαιροποιημένη εκχώρηση εξουσιών προς τη νέα γενική διευθύντρια. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο έφεσης επισήμανε ότι, ο λόγος των αποφάσεων  Κασσέρα (ανωτέρω)  και Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α Α.Ε. 47/2014 ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, όπου στην τελευταία υπογραμμίστηκε το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου, καλύπτει τα επίδικα ζητήματα, με την πρόσθετη επισήμανση  ότι, «.το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής, (στον οποίο δόθηκε εκχώρηση.), να μην  επηρεάζει  κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική) τα αναλυόμενα».

Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε. Εξουσιοδότηση υπήρχε. Με αυτήν εξουσιοδοτήθηκε το πρόσωπο που υπέγραψε την σχετική επιστολή και με την οποία απαίτησε την καταβολή των πιο πάνω ποσών. Σε ακολουθία του λόγου τόσο της υπόθεσης Κασσέρα και όσο και της Φωτιάδου (ανωτέρω), δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής. Περαιτέρω, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να ανακαλεί την εξουσιοδότηση για την οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω.»

Ενόψει της ως άνω δεσμευτικής για το παρόν Δικαστήριο ημεδαπής νομολογίας επί του ζητήματος παρέλκει η ενασχόληση μου με τα όσα σχετικώς αναφέρει και παραπέμπει ο συνήγορος του αιτητή. Ο ως άνω λοιπόν ισχυρισμός απορρίπτεται.

Αναφορικά δε με την δεύτερη πτυχή των ισχυρισμών περί αναρμοδιότητας στη βάση του ότι δεν αποκαλύπτεται εν προκειμένω το καθεστώς εργοδότησης του συγγράφοντος την επίδικη έκθεση, με το οποίο συναρτάται η ισχύς της εξουσιοδότησης του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση, ως ανωτέρω αναφέρω, εκ του Τεκμηρίου 2 προκύπτει ευθέως ότι [ο λειτουργός CAS12 είναι λειτουργός] ορισμένου χρόνου αλλά και το όνομα [αυτού] και συνεπώς καθίσταται σαφές ότι ο λαμβάνων την επίδικη απόφαση λειτουργός [ερ.209] ενήργησε εντός των πλαισίων που τίθενται με την εξουσιοδότηση [ερ.207].

Σημειώνω ότι τα όσα ανέφερε ο συνήγορος του αιτητή περί του ότι ο υπογράφων το Τεκμήριο 2 δεν εξουσιοδοτήθηκε δεόντως να προβεί στη σύνταξη της επιστολής, δεν είναι  μπορούν να οδηγήσουν στο να αγνοηθούν τα όσα στο τεκμήριο αυτό περιέχονται. Σχετικά είναι όσα αναφέρονται στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, υπ. αρ.6447/2013, ημ.30.9.2015, όπου σημειώθηκαν τα εξής :

«Όπως λέχθηκε και στην Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 29, όπου απερρίφθη παρόμοιο επιχείρημα, η ένθεση υπογραφής ή υπόδειξης ότι αυτή γίνεται «για», εκ μέρους δηλαδή προσώπου, δεν υποδηλώνει απεμπόληση εξουσίας.  Η άσκηση εξουσιών γίνεται από οποιονδήποτε έχει εξουσιοδότηση, η δε υπογραφή αυτού του είδους, παραπέμπει στο ουσιαστικό όργανο που έλαβε την απόφαση από το οποίο και εκπορεύεται αυτή, χωρίς να ενέχει σημασία η ταυτότητα του προσώπου που υπέγραψε τη διοικητική πράξη, αλλά η ταυτότητα του προσώπου που έλαβε την απόφαση, (Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 576).  Σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας θεωρείται ότι η κατ΄ εξουσιοδότηση αποστολή επιστολής, και αυτό υποδηλώνει το «για», γίνεται εντός του πλαισίου της κανονικής λειτουργίας της διοίκησης, (Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ.    αρ. 13/07, ημερ. 5.5.2009 και Carlos Services Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 582/07, ημερ. 21.5.2009)

Υπέρ της ως άνω κατάληξης συνηγορούν και τα λεχθέντα στην Φάνη Α. Γεωργιάδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2412/2006, ημ.16/07/09, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

«Από τα πιο πάνω είναι πρόδηλο ότι η εξουσία και απόφαση δεν εκχωρήθηκε από τον Διευθυντή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.  Αντίθετα ήταν και παρέμενε ο αρμόδιος φορέας εξουσίας, εξ ονόματος του οποίου και μόνο, διεκπεραιώνονταν οι διάφορες πράξεις.  Η υπογραφή «για Διευθυντή», υποδηλώνει την εκ μέρους του ιδίου του Διευθυντή αναγκαία ενέργεια εκφραζόμενη μέσω αρμοδίου λειτουργού.  Δεν νοείται λογικά να θεωρείται η έννοια του «Διευθυντή Πολεοδομίας και Οικήσεως», ως ταυτοποιημένη με το φυσικό πρόσωπο του, αλλά με το θεσμό και την εξουσία που συναρτάται με τη θέση του.  Περαιτέρω, σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας, θεωρείται ότι κατ΄ εξουσιοδότηση έγιναν οι διάφορες ενέργειες και αποστάληκαν οι διάφορες επιστολές και σημειώματα πάντοτε εκ μέρους και εξ ονόματος του. Στην πρόσφατη απόφαση Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 13/07, ημερ. 5.5.09, ανάλογη υπογραφή «για περιφερειακό Δασικό Λειτουργό ..» θεωρήθηκε ότι είχε ορθά εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση και ενόψει και του τεκμηρίου της κανονικότητας.»

Ως και στις ανωτέρω αποφάσεις έτσι και εν προκειμένω η υπογραφή του Τεκμηρίου 2 από λειτουργό τον καθ’ ων η αίτηση «για τον προϊστάμενο», ενόψει και λαμβανομένου πάντοτε υπόψη του τεκμηρίου της κανονικότητας, δεν μπορεί παρά να «υποδηλώνει την εκ μέρους του ιδίου του [προϊστάμενου] αναγκαία ενέργεια εκφραζόμενη μέσω αρμοδίου λειτουργού» (βλ. Γεωργιάδη, ανωτέρω). Ομοίως και για τους ίδιους λόγους απορρίπτονται και οι αιτιάσεις του συνηγόρου του αιτητή ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 2 συνιστά εξ ακοής μαρτυρία και θα πρέπει να αγνοηθεί. Εδώ - με δεδομένο ότι ο υπογράφων το Τεκμήριο 2 ενήργησε εξ ονόματος του προϊσταμένου, που είναι και ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος να γνωρίζει όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με τους λειτουργούς της Υπηρεσίας - δεν μπορεί να λεχθεί ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στο εν λόγω Τεκμήριο έχουν πηγή άλλη από τον ίδιο τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ως έχων άμεση και ιδία γνώση επί των όσων εκεί αναφέρονται.

Αναφορικά τέλος με την τρίτη πτυχή των ισχυρισμών περί αναρμοδιότητας στη βάση του ότι δεν φαίνεται να έχει διοριστεί μετά τη λήξη της απόσπασης της λειτουργού με πράξη που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ.5272, ημ.16/04/20, δεν μπορώ να αντιληφθώ πως - ακόμα και αν όσα αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή περί του ότι δεν έχει διοριστεί πρόσωπο στη θέση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας γίνουν δεκτά - θα μπορούσε κάτι τέτοιο να επιδράσει στο κύρος της εξουσιοδότησης στον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση (η οποία έχει κριθεί ισχυρή, ως ανωτέρω εξηγείται), και συνεπώς να επιμολύνει την προσβαλλόμενη πράξη. Τούτο γιατί η επίδικη απόφαση λήφθηκε από πρόσωπο που εξουσιοδοτήθηκε δεόντως να ασκεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου και ενήργησε δεόντως εντός των πλαισίων αυτής. Το κατά πόσο, κατά τον χρόνο που ο εν λόγω λειτουργός ενήργησε ως ανωτέρω, υπήρχε ή όχι πρόσωπο διορισμένο στη θέση του Προϊσταμένου ουδόλως μπορεί να επενεργήσει στο κύρος της απόφασης που αυτός έλαβε, ήτοι της επίδικης απόφασης. Είναι άλλωστε τα καθήκοντα του Προϊσταμένου ως θεσμού που εκχωρούνται στον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση και αυτά ουδόλως συναρτώνται με το εκάστοτε πρόσωπο που κατέχει την θέση αυτή.

Ενόψει των ανωτέρω, παρότι ουδείς ισχυρισμός προωθείται εκ του αιτητού επί της ουσίας της προσβαλλόμενης απόφασης, για σκοπούς πληρότητας της παρούσας, σημειώνω και τα εξής.»

Επανέρχομαι, ενόψει των ως άνω, στην ουσία της υπόθεσης.

Αναφορικά με το νομικό πλαίσιο σημειώνω τα εξής.

Στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης, αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[…] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής  […]» [αρ.16Δ (3) (α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, προχωρά σε εξέταση του αν «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον/στην αιτητή διεθνούς προστασίας […]» [αρ.16Δ (3) (β) (i)] και του κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία» [αρ.16Δ (3) (β) (i)], [βλ. και αρ.40 (2),(3) και (4) Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-921/19, LH, ημ.10/06/21 λέχθηκαν τα εξής:

«34     Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

35      Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

36      Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ' αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

37      Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

38      Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»

Σημειώνεται ότι η Δημοκρατία – ως είχε δικαίωμα στη βάση του αρ.40 (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ («[τα] κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία») – συμπεριέλαβε στην οικεία νομοθεσία το αρ.16Δ (3) (β) (ii), βάσει της οποίας, προκειμένου μεταγενέστερη αίτηση να θεωρηθεί παραδεκτή και να προχωρήσει σε επί της ουσίας εξέταση της, θα πρέπει να «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος». Είναι δε σαφές εκ της χρήσης στο αρ.40 (4) της Οδηγίας του λεκτικού «η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν», ότι η εξέταση του κατά πόσο ο αιτών φέρει υπαιτιότητα για την μη προηγούμενη επίκληση ή προσαγωγή των νέων στοιχείων εντάσσεται στα πλαίσια του δεύτερου σταδίου (βλ. C-921/19, ανωτέρω) προκαταρτικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης. Άλλωστε και στην σκέψη 38 της ως άνω απόφασης γίνεται αναφορά στις «δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού».

Ως εκ των ως άνω αναμφισβήτητα συνάγεται ο σκοπός της προκαταρτικής εξέτασης μεταγενέστερης αιτήσεως (επί του παραδεκτού), η οποία συνίσταται σε δύο διακριτά στάδια, το 1ο, όπου εξετάζεται κατά πόσο έχουν προσκομισθεί νέα στοιχεία ή έγγραφα, και το 2ο, όπου εξετάζεται τυχόν υπαιτιότητα του αιτούντος για την μη προηγούμενη επίκληση τους αλλά και το κατά πόσον αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας, είναι η εξέταση του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω (επί της ουσίας) εξέταση της απορριφθείσας μεταγενέστερης αίτησης και όχι η επί της ουσίας έρευνα των νεών αυτών ισχυρισμών, ως να επρόκειτο για 1η αίτηση ασύλου.

Πέραν των ως άνω θα πρέπει περαιτέρω να σημειωθεί ότι στο αρ.16Δ (2) & (3) (α), στο οποίο ρυθμίζεται ειδικώς η διαδικασία προκαταρτικής εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, αναφέρεται ρητώς ότι «[ο] Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη» και, περαιτέρω, ότι, «[…] σε περίπτωση που […] ο αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.». Στο δε αμέσως επόμενο εδάφιο [αρ.16Δ (3) (β)] αναφέρεται ότι ο Προϊστάμενος «προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή [των νέων στοιχείων], αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον» ικανοποιηθεί ότι, πέραν της διαπίστωσης ότι δια της εκάστοτε υπό κρίση μεταγενέστερης αιτήσεως προσκομίζονται νέα στοιχεία ή έγγραφα ή ισχυρισμοί, πληρούνται – σωρευτικά πάντοτε - και οι προϋποθέσεις που εξετάζονται στα πλαίσια του 2ου σταδίου της προκαταρτικής εξέτασης, ως αμέσως πιο πάνω αναλύεται.

Προτού προχωρήσω θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ισχυρισμοί περί του ότι δεν έχουν εξεταστεί έγγραφα που προσκόμισε ο αιτητής στα πλαίσια της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης διαψεύδονται από όσα καταγράφονται σχετικώς στα ερ.210-212. Το κατά πόσο τα ευρήματα επί των προσκομισθέντων εγγράφων, ως εκεί καταγράφονται, είναι ορθά, θα εξεταστεί αμέσως πιο κάτω.

Εν προκειμένω ο αιτητής είχε κάθε δυνατότητα να προσφύγει κατά των αποφάσεων επί της 1ης αιτήσεως ασύλου και της 1ης μεταγενέστερης αίτησης του στο Δικαστήριο αλλά, παρότι το έπραξε, η μεν πρώτη απορρίφθηκε, η δε 2η (προσφυγή 7069/21) αποσύρθηκε τελικώς από τον ίδιο τον αιτητή. Είχε δε περαιτέρω κάθε δυνατότητα να υποβάλει τα όσα έγγραφα προσκόμισε στα πλαίσια της επίδικης αίτησης πολύ πριν να το πράξει, ιδίως δε δια της προσφυγής 7069/21, η οποία αποσύρθηκε σε χρόνο μετά τον φερόμενο χρόνο έκδοσης όλων των προσκομισθέντων εγγράφων (ερ.175-203) στα πλαίσια της επίδικης αίτησης, πολλά δε εξ αυτών, ως και οι καθ’ ων η αίτηση εντοπίζουν, είναι παλαιότερα και της προηγούμενης μεταγενέστερης αιτήσεως του. Η καθυστέρηση δε αυτή ουδόλως εξηγείται, ούτε στα πλαίσια της επίδικης αίτησης αλλά ούτε και στα πλαίσια της παρούσης διαδικασίας. Σημειώνεται ότι οι αναφορές του αιτητή στο σημείο 10 της επίδικης αίτησης (ερ.172) ότι έλαβε το έγγραφο το 2020 αφορούν προφανώς μόνο το ερ.170, το οποίο είχε προσκομιστεί κατά την υποβολή της και όχι τα λοιπά έγγραφα (ερ.175-203).

Συνεπεία των ως άνω θα συμφωνήσω με τα ευρήματα και την αιτιολόγηση που έδωσαν οι καθ’ ων η αίτηση, ως στην επίδικη έκθεση καταγράφεται, τα οποία αναφέρονται και πιο πάνω στα πλαίσια της παρούσας και τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω. Εν προκειμένω λοιπόν, πολύ απλά, δεδομένου ότι δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η οικεία νομοθεσία προκειμένου μια μεταγενέστερη αίτηση να κριθεί παραδεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, ορθώς απορρίφθηκε η επίδικη αίτηση.

Ουδέν λοιπόν ετέθη ενώπιον μου που να καθιστά τρωτή την επίδικη απόφαση.

Απομένει μια επικαιροποιημένη επισκόπηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Kumba).

Κατά την περίοδο 09/05/24–09/05/25,στη βάση δεδομένων της ACLED, στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, στην οποία υπάγεται η πόλη Kumba, καταγράφηκαν συνολικά 594 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 612 θάνατοι, τα οποία αφορούν 335 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 118 απώλειες), 14 εξεγέρσεις (με 2 απώλειες), 11 διαμαρτυρίες (χωρίς απώλειες), 218 μάχες (με 474 απώλειες) και 16 περιστατικά έκρηξης ή απομακρυσμένης βίας (με 18 απώλειες). Στην πόλη Kumba, για το ίδιο διάστημα, καταγράφηκαν 17 περιστατικά ασφαλείας (4 θάνατοι). Ο πληθυσμός της περιφέρειας ανέρχεται περί το 1 ½ εκατομμύριο κατοίκων[1], της δε πόλης Kumba περί τις 150.000[2].

Στη βάση των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην Kumba, όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του εκεί. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [3] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN και C-465/07, Elgafaji). Σημειώνω βεβαίως ότι δεν παραγνωρίζω ότι στην ευρεία περιοχή καταγράφεται σχετικά υψηλός βαθμός αδιάκριτης βίας, όμως όχι στο αστικό κέντρο της πόλης Kumba, καθώς εκεί δεν καταγράφονται τα ίδια επίπεδα βίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ως και στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»

Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

                                                                                        Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[3] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο