
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. Τ1158/2024
30 Ιουνίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με τα άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
K.N.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
...........................
Ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου
Ησιόνη Κοτανίδου για Δημήτριος Α. Παυλίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόρος για τον αιτητή
Καμία εμφάνιση για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 22/11/2024, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή του ως απαράδεκτη.
Με το αιτητικό Α της αίτησης ακυρώσεως, ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο όπως η προσβαλλόμενη απόφαση και η προηγούμενη απόφαση επιστροφής του αιτητή στη Λιβερία, ημερομηνίας 24/04/2024, δυνάμει του άρθρου 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου 2000, παραμένει σε ισχύ, κριθεί άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Με το αιτητικό Β της αίτησης ακυρώσεως, ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο όπως η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία κρίθηκε η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη και υποβλήθηκε απλώς για να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής, με ημερομηνία 22/12/2024 και αποφασίσθηκε ότι το δικαίωμα παραμονής του αιτητή στην Κυπριακή Δημοκρατία δύναται να τερματιστεί δυνάμει του άρθρου 16Δ(4)(β)(i), είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Με το αιτητικό Γ, της αίτησης ακυρώσεως, ο αιτητής αιτείται από το Δικαστήριο όπως η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, στη Λιβερία, διατρέχει τον κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και/ή της αρχής της μη επαναπροώθησης, κριθεί άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019. Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως ο αιτητής είναι υπήκοος της Λιβερίας και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 08/05/2023, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Αυθημερόν, ο αιτητής παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας (Confirmation of Submission of an Application for International Protection).
Στις 19/04/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 23/04/2024, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την Έκθεση - Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, αποφάσισε στις 24/04/2024 την απόρριψη της αίτησης και την επιστροφή του αιτητή στη Λιβερία. Στις 11/06/2024 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση και την Έκθεση - Εισήγηση, η οποία ταχυδρομήθηκε στον αιτητή αυθημερόν. Ως επιβεβαιώνεται από τα ερυθρά 78-80 του διοικητικού φακέλου, η επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 11/06/2024 επιστράφηκε με την ένδειξη «ΑΖΗΤΗΤΟ».
Στις 22/11/2024 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία με σκοπό το επανάνοιγμα του φακέλου του, σχετικά με το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Την ίδια ημέρα, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή. Στις 22/11/2024, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής του, ως απαράδεκτης και την επιστροφή του αιτητή στη Λιβερία.
H Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 22/11/2024 επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση επί της μεταγενέστερης αίτησης, η οποία παραλήφθηκε από τον αιτητή αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της μεταγενέστερης αίτησής του.
Στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, κατά τη δικάσιμο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του αιτητή δήλωσαν πως προωθούν μόνο τον ισχυρισμό που καταγράφεται στην παράγραφο 11 της αίτησης ακυρώσεως και ως εκ τούτου, οι υπόλοιποι νομικοί ισχυρισμοί αποσύρθηκαν και απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο. Ειδικότερα, ο λόγος που καταγράφεται στην παράγραφο 11 της αίτησης ακυρώσεως αφορά το γεγονός ότι «η απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη εφόσον οι Καθ΄ ων η αίτηση στην απόφαση τους απλώς αναφέρουν τι ισχυρίστηκε ο Αιτητής στη μεταγενέστερη αίτηση του και τι ισχυρίστηκε στη συνέντευξη του, αναφέροντας ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής με τη μεταγενέστερη αίτηση του δεν αποτελούν νέα στοιχεία, χωρίς να αναφέρουν τι ισχυρίστηκε ο Αιτητής στην αρχική του αίτηση και αν ισχυρίστηκε τους ίδιους λόγους». Επί της ουσίας του εν λόγω ισχυρισμού επισημάνθηκε ότι, στη μεταγενέστερη αίτησή του ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του εξαιτίας της κοινωνικής του κουλτούρας. Η συνήγορος του αιτητή ανέφερε πως ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για λόγους ασφαλείας, καθώς ο θείος του τον κυνηγούσε για να τον σκοτώσει χωρίς να κατανοεί το λόγο και στη συνέντευξή του, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεχόταν πίεση από το θείο του για να ενταχθεί στην κοινότητά του παρά τη θέλησή του, ο οποίος του επιτέθηκε μάλιστα με μαχαίρι.
Έλαβα υπόψη μου τους ισχυρισμούς που τέθηκαν ενώπιον μου λαμβάνοντας υπόψη το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εξετάζεται η μεταγενέστερη αίτηση. Ο έλεγχος του Δικαστηρίου περιορίζεται αυστηρά στη νομιμότητα της απόφασης που εκδόθηκε επί του μεταγενέστερου αιτήματος, χωρίς δυνατότητα επανεξέτασης της προγενέστερης διοικητικής κρίσης. Λαμβάνω βεβαίως υπόψη μου, όλα όσα προηγήθηκαν της διαδικασίας που ελέγχεται, προκειμένου να εξεταστεί η απόφαση επί του μεταγενέστερου αιτήματος και μόνον και όχι για να επέμβω στη διαδικασία που προηγήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο, εφόσον κάτι τέτοιο είναι εκτός των αρμοδιοτήτων του παρόντος Δικαστηρίου. Είναι χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, ο αιτητής στην αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας που υπέβαλε στις 08/05/2023 στην Υπηρεσία Ασύλου, κατέγραψε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του μετά το θάνατο του πατέρα του για να είναι ασφαλής, καθώς ο θείος του τον κυνηγούσε για άγνωστο λόγο (ερυθρά 1-3, του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου, ο αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στην περιοχή Grandcess της Λιβερίας (ερυθρό 27 x1, του διοικητικού φακέλου). Σε μικρή ηλικία μετακόμισε στην πόλη Monrovia, όπου και ζούσε προτού εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 27 x2-x4, του διοικητικού φακέλου). Ο πατέρας του απεβίωσε το 2005 και η μητέρα του και ο αδελφός του ζουν στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 26 x1-x4 και x7, του διοικητικού φακέλου). Στην πόλη Monrovia βρίσκεται και ο θείος του, με τον οποίο ζούσε ο αιτητής από μικρή ηλικία και πλέον δεν διατηρεί επικοινωνία μαζί του (ερυθρά 26 x1, x5, x11 και 27 x4, του διοικητικού φακέλου).
Είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με εργασιακή εμπειρία (ερυθρό 25 x1-x7, του διοικητικού φακέλου). Ομιλεί Αγγλικά, είναι Χριστιανός Καθολικός στο θρήσκευμα και δεν είναι παντρεμένος (ερυθρά 29 x1 και 30 x2-x3, του διοικητικού φακέλου).
Στα πλαίσια της ελεύθερης αφήγησής του (βλ. ερυθρό 24 x2, του διοικητικού φακέλου), ο αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθώς δεν υπήρχε κάποιος για να τον βοηθήσει. Εργαζόταν στη χώρα του και με τα χρήματα που είχε αποκτήσει, αποφάσισε να ταξιδέψει στην Κυπριακή Δημοκρατία για να σπουδάσει. Κατά την υποβολή διευκρινιστικών ερωτήσεων, ο αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του και για το λόγο ότι ο θείος του επιθυμούσε να τον εντάξει σε μία «cultural society», παρά τη θέλησή του και ως εκ τούτου αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του για να σπουδάσει (ερυθρό 24 x3-x5, του διοικητικού φακέλου). Όπως δήλωσε ο θείος του προσπαθούσε να του μεταφέρει κάποια στοιχεία της κοινωνίας τους («our society»), παρά τη θέλησή του, επειδή δεν συμφωνούσε με την κουλτούρα («the culture») (ερυθρό 26 x1, x12-x13 του διοικητικού φακέλου). Ενόψει του ότι δεν ήταν σε θέση να καλύπτει τα δίδακτρα για τις σπουδές που είχε ξεκινήσει στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, αποφάσισε να τις σταματήσει και να υποβάλει αίτημα διεθνούς προστασίας (ερυθρά 25 x8 και 27 x7, του διοικητικού φακέλου).
Ο αιτητής δεν γνώριζε να παραθέσει το όνομα ή περισσότερες πληροφορίες για την «society» στην οποία αναφέρθηκε, πλην όμως δήλωσε ότι η απροθυμία του να ενταχθεί σε αυτήν, ανάγεται στο γεγονός ότι προβαίνουν σε δολοφονίες (ερυθρά 23 x1-x2, x4 και 24 x7-x8, του διοικητικού φακέλου). Ενόψει της άρνησής του να αποδεχτεί το αίτημά του, ο θείος του, του επιτέθηκε με μαχαίρι και τον τραυμάτισε (ερυθρά 23 x5-x6 και 26 x12-x13, του διοικητικού φακέλου). Ακολούθως, ο αιτητής εγκατέλειψε το σπίτι στο οποίο διέμενε με το θείο του, καθώς ο τελευταίος του είχε ζητήσει να προβεί σε κάτι τέτοιο σε περίπτωση που δεν αποδεχτεί το αίτημά του (ερυθρά 23 x7-x9 και 24 x6, του διοικητικού φακέλου).
Κληθείς ο αιτητής να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο στην αίτησή του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας ανέφερε ότι μετά το θάνατο του πατέρα του ο θείος του τον κυνηγούσε για άγνωστο λόγο, χωρίς να αναφερθεί εκεί στην προσπάθειά του να τον εντάξει στην «society» που ανέφερε κατά τη συνέντευξή του, δήλωσε ότι είχε αναφέρει το εν λόγω πρόβλημα με το θείο του (ερυθρό 22 x13, του διοικητικού φακέλου). Καταληκτικά, δήλωσε ότι δεν θα είναι εύκολο για τον ίδιο εάν επιστρέψει στη χώρα του, καθώς δεν είναι ασφαλής και δεν έχει που να παραμείνει, ενώ δεν επιθυμεί κιόλας να επιστρέψει στο θείο του γιατί θα εξακολουθεί να ζητά όπως ο αιτητής ενταχθεί στην «society» (ερυθρά 22 x1 και 23 x4, του διοικητικού φακέλου).
Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε στην Έκθεση-Εισήγησή του, τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του αιτητή, ο δεύτερος αφορά τις ισχυριζόμενες πιέσεις και το περιστατικό επίθεσης με μαχαίρι από τον θείο του αιτητή με σκοπό να ενταχθεί σε μία «society» και ο τρίτος αφορά το ότι εγκατέλειψε τη χώρα του για λόγους ακαδημαϊκού περιεχομένου καθώς επιθυμούσε να σπουδάσει. Ο πρώτος και ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός έγιναν αποδεκτοί από την Υπηρεσία Ασύλου, σε αντίθεση με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό που δεν έγινε αποδεκτός, καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες σε θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός του, ενώ εντοπίστηκαν και αντιφάσεις στα λεγόμενά του. Ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε με λεπτομέρεια στην Έκθεση-Εισήγησή του τις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε ο αιτητής και τις ανεπάρκειες του αφηγήματός του.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ουσιώδεις ισχυρισμούς, τις ιδιαίτερες προσωπικές περιστάσεις του αιτητή και κατόπιν αξιολόγησης της κατάστασης ασφαλείας στη Λιβερία και την πόλη Monrovia ειδικότερα, έκρινε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Monrovia, να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι είχε νοσήσει με Ελονοσία (Μαλάρια), ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε σχετικές πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που υποδεικνύουν ότι είναι θεραπεύσιμη και ότι σχετικές υπηρεσίες υγείας για την εν λόγω ασθένεια, είναι διαθέσιμες και παρέχονται στη χώρα καταγωγής του αιτητή. Επιπρόσθετα, από τα λεγόμενα του αιτητή προκύπτει ότι είχε λάβει σχετική θεραπεία στη χώρα καταγωγής του και είναι πλέον καλά στην υγεία του. Μέσα από το προσωπικό του προφίλ προκύπτει ότι το ζήτημα αυτό δεν συνδέεται με την απόφασή του να εγκαταλείψει τη χώρα του ή με κάποιον από τους λόγους για τους οποίους δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν και ότι η πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στη χώρα καταγωγής του θα ήταν αδύνατη.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός, έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την παραχώρηση προσφυγικού καθεστώτος για κάποιον από τους λόγους του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπήρχε εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000, καθότι με βάση έρευνα που διεξήγαγε ο αρμόδιος λειτουργός διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτητή και στην πόλη Monrovia, που συνιστά τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή και στον οποίο αναμένεται να επιστρέψει, δεν χαρακτηρίζεται από διεθνή ή εσωτερική ένοπλη σύγκρουση και ως εκ τούτου δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Ακολούθως, στις 22/11/2024 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση μέσω της οποίας ισχυρίστηκε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του επειδή αντιμετωπίζει πρόβλημα σε σχέση με την «culture society» του (ερυθρά 84-87 του διοικητικού φακέλου). Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, έκρινε ότι στη μεταγενέστερη αίτησή του, ο αιτητής δεν πρόβαλε νέους ισχυρισμούς, αλλά αντιθέτως, οι ισχυρισμοί του ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα στη χώρα του σε σχέση με την «culture society» του, δεν συνιστούν νέα στοιχεία. Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται στην Έκθεση-Εισήγηση, στην αίτησή του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας κατέγραψε ο αιτητής ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για λόγους ασφαλείας επειδή τον κυνηγούσε ο θείος του μετά το θάνατο του πατέρα του για άγνωστο λόγο.
Στη συνέντευξή του ισχυρίστηκε ότι δεχόταν πιέσεις και επίθεση με μαχαίρι από το θείο του προκειμένου να ενταχθεί παρά τη θέλησή του σε μία «society», ισχυρισμοί οι οποίοι είχαν εξεταστεί και απορριφθεί, επειδή δεν κατόρθωσε ο αιτητής να τεκμηριώσει επαρκώς και αρκούντως ικανοποιητικά τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξής του. Επιπρόσθετα, παρόλο που ο ίδιος είχε προηγουμένως την ευκαιρία να αναφέρει και να τεκμηριώσει τους σχετικούς του ισχυρισμούς, εντούτοις δεν το έπραξε λόγω δικής του υπαιτιότητας. Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνοντας υπόψη όλους τους ισχυρισμούς που προώθησε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, απέρριψε το μεταγενέστερο αίτημά του στις 22/11/2024, κρίνοντας το ως απαράδεκτο καθότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο αιτητής με την μεταγενέστερη αίτησή του κρίθηκε πως δεν αποτελούν νέα στοιχεία.
Περαιτέρω, κρίθηκε ότι λόγω του ότι ο αιτητής υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία υπεβλήθη απλώς για να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την εκτέλεση απόφασης, η οποία θα οδηγούσε στην άμεση απομάκρυνσή του από τη Δημοκρατία, χρήζει εφαρμογής το άρθρο 16Δ(4)(β)(i), όπου ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, μπορεί να τερματίσει το δικαίωμα παραμονής του στην Δημοκρατία. Επιπλέον, κρίθηκε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι, σε περίπτωση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, θα διατρέχει τον κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Από τα άρθρα 16Δ και 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη, όπως συνέβη και στην υπό εξέταση περίπτωση. Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή, νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης.
Προκύπτει, ακόμα, από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης (βλ. ΔΕΕ, ΧΥ κατά Bundesamtfur Fremdenwesen undAsyl (C-18/20, XY κατά Bundesamt fur Fremdenwesen und Asyl, ημερομηνίας 15/4/2021).
Σημειώνεται πως στην παρούσα διαδικασία εξετάζεται μόνο το κατά πόσον η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ορθά για τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της και δεν εξετάζονται οποιοιδήποτε άλλοι παράμετροι. Σε σχέση λοιπόν με την έκταση ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης απόφασης επί μεταγενέστερου αιτήματος, συμφωνώ με τα όσα έχει αναφέρει η αδελφή μου δικαστής Κ. Κλεάνθους στην απόφαση της στην υπόθεση υπ' αριθμόν 1317/20, M. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 15/09/21, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Με βάση τόσο το γράμμα όσο και την τελεολογία της εν λόγω διάταξης, φρονώ ότι το παρόν Δικαστήριο κατά την εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη δεν έχει εξουσία να εξετάσει περαιτέρω τα νέα στοιχεία και να αποφασίσει επί της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας το ίδιο, καθώς πρόκειται περί περίπτωσης όπου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνεπάγεται τη μη χορήγηση διεθνούς προστασίας, με την έννοια ότι δεν εξετάστηκε η αίτηση επί της ουσίας της, παρά μόνο το παραδεκτό της. Η τελεολογική αυτή ερμηνεία είναι σύμφωνη και με την ανάγκη μη παράκαμψης ενός σταδίου εξέτασης του καινοφανούς αυτού ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι τη διοικητική εξέταση της αιτήσεως και των ισχυρισμών της (Βλ. συναφώς Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, στην υπόθεση αρ.: C 652/16, Nigyar Rauf Kaza Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801, σκέψεις 92 έως 103).
36. Το παρόν Δικαστήριο έχει συνεπώς την εξουσία να προβαίνει σε έλεγχο ακόμα και τροποποίηση της απόφασης επί μεταγενέστερης αίτησης μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού όχι όμως υποχρέωση εξέτασης της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας, χωρίς να έχει προηγηθεί ολοκληρωμένη κατ' ουσία εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας.».
Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω την παράγραφο 55 της απόφασης στην υπόθεση του ΔΕΕ C 563-22, SN, LN κατά Zamestnik-predsedatel na Darzhavnata agentsia za bezhantsite, ημερομηνίας 13/6/2024, σύμφωνα με την οποία αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«55. Πράγματι, η αρμόδια αποφαινόμενη αρχή πρέπει να περιορίζεται να ελέγχει, αφενός, αν υφίστανται, προς στήριξη της ως άνω αιτήσεως, στοιχεία ή πορίσματα που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απρόσβλητης πλέον αποφάσεως επί της προηγούμενης αιτήσεως και, αφετέρου, αν τα νέα αυτά στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν αφ' εαυτών ουσιωδώς την πιθανότητα υπαγωγής του αιτούντος σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, μόνον κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50]. Κατά τα λοιπά, ακόμη και κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού μεταγενέστερης αιτήσεως, τα νέα στοιχεία ή πορίσματα δεν πρέπει να εκτιμώνται κατά τρόπο εντελώς ανεξάρτητο από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, περιλαμβανομένης και της περιπτώσεως κατά την οποία το εν λόγω πλαίσιο δεν μεταβλήθηκε κατόπιν της απορρίψεως της προηγούμενης αιτήσεως με απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη.».
Ο αιτητής εξάντλησε όλες τις δυνατότητες που είχε στη Δημοκρατία για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας χωρίς να παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Σημειώνεται άλλωστε ότι η αναφορά του αιτητή ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του, προβάλλεται κατά γενικό και αόριστο τρόπο. Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. απόφαση στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20 A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020). Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου διαφαίνεται πως η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε σε κάθε στάδιο της διαδικασίας το αίτημα του αιτητή.
Δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι το μεταγενέστερο αίτημα του αιτητή είναι απαράδεκτο, καθότι ο αιτητής δεν υπέβαλε οποιοδήποτε νέο στοιχείο, αλλά αντιθέτως υπέβαλε εκ νέου ίδιας φύσης ισχυρισμούς, τους οποίους είχε κάθε ευκαιρία να προωθήσει και να εξειδικεύσει περαιτέρω σε προηγούμενα στάδια της εξέτασης της αίτησής του. Επαναλαμβάνει, ουσιαστικά τους αρχικούς του ισχυρισμούς, χωρίς να παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες, πληροφορίες και νέα στοιχεία. Ο ισχυρισμός του αυτός έχει προβληθεί στη διαδικασία που προηγήθηκε και έχει εξεταστεί επί της ουσίας και χωρίς οποιοδήποτε νέο στοιχείο που να σχετίζεται με τον ισχυρισμό αυτό, δεν μπορεί να εξεταστεί εκ νέου.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.
Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, δεν είχαν υποχρέωση να διεξάγουν οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα. Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός των πλαισίων του νόμου.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του συνηγόρου του αιτητή περί αναιτιολόγητης και/ή μη δεόντως αιτιολογημένης απόφασης των καθ' ων η αίτηση επισημαίνονται τα ακόλουθα. Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με τον Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο πού βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).
Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).
Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιόν μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97). Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψής της ως απαράδεκτης, αποκαλύπτουν ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και σύμφωνη με τη νομοθεσία. Κατά συνέπεια, τα αιτητικά Α, Β και Γ, ως έχουν παρατεθεί ανωτέρω, απορρίπτονται στο σύνολό τους.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο