O.V.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ1163/2024, 27/6/2025
print
Τίτλος:
O.V.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: Τ1163/2024, 27/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                  Υπόθεση Αρ.:  Τ1163/2024

27 Ιουνίου, 2025

[Ε.ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

O.V.O.,

από Νιγηρία

                        Αιτητής

 

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                      Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Ζ. Ποντίκη (κα) για Αλ Τάχερ Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Αιτητής παρών

Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία[1]

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 12.11.2024, με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις(2)(δ), 16Δ(3)(δ), 16Δ(4)(β) και 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[2] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται από το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»). Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και των συνηγόρων του.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία και εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 22.11.2021. Στο πλαίσιο της αίτησης αυτής, προσήλθε σε συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου στις 29.06.2023 προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής του, η οποία εξετάστηκε και απορρίφθηκε με απόφαση ημερομηνίας 03.07.2023. Κατά της απόφασης αυτής, ο Αιτητής καταχώρισε την προσφυγή υπ’ αρ. 3554/23 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης στις 25.01.2024, χωρίς αυτή να εξεταστεί επί της ουσίας της. Ακολούθως, ο Αιτητής προχώρησε στις 12.11.2024 στην καταχώριση μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας, επικαλούμενος ως λόγο την εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής του λόγω οικογενειακού προβλήματος. Η αίτηση εξετάστηκε από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος υπέβαλε αυθημερόν εισηγητική έκθεση προς απόρριψή της, κρίνοντας ότι δεν προβάλλονται νέα στοιχεία. Η εισήγηση έγινε αποδεκτή από τον εξουσιοδοτημένο να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, με αποτέλεσμα την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή ως απαράδεκτης. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί ο Αιτητής με την υπό κρίση προσφυγή.

 

Με την προσφυγή του ο Αιτητής, διά των συνηγόρων του επιζητά (Α) δήλωση του Δικαστηρίου με την οποίαν η προσβαλλόμενη απόφαση να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και αντισυνταγματική, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος, είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.  Με δεύτερο αιτητικό (υπό Β) ο Αιτητής επιζητά έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση. 

 

Περαιτέρω, με το εναρκτήριο δικόγραφο του ο Αιτητής προωθεί πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.  Κατά αυτό δε το στάδιο, ο Αιτητής δια του συνηγόρου του ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας χωρίς ωστόσο να εξειδικεύσει περαιτέρω τον ισχυρισμό του, περιοριζόμενος μόνο στην αναφορά ότι δεν εξετάστηκαν τα όσα υπέβαλε με τη μεταγενέστερη του αίτηση.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση- δια του υπομνήματός τους-υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας  ότι η απόφαση έχει ληφθεί νόμιμα και ορθά.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

 

Επισημαίνεται καταρχάς ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β).  Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[3], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[4].  Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα  στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια  (3)(α) και (β) του άρθρου 16Δ του Περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα (- έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέτασή του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον Αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον: -

 

(iΤα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

 

(iiικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:

 

Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω  προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσον προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή  νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου),  σχετικά με την εξέταση του κατά πόσον ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον:

 

(α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και 

 

(β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.

 

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[5].

 

Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).

 

Λόγω ακριβώς της περιορισμένης αυτής εξουσίας του Δικαστηρίου αναφορικά με μεταγενέστερη αίτηση η οποία απορρίφθηκε από το στάδιο του παραδεκτού, χωρίς ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης αυτής, το Δικαστήριο αυτό δεν έχει εξουσία να εκδώσει απόφαση επί της βασιμότητας της αίτησης, κρίνοντας δηλαδή το κατά πόσον ο αιτητής δικαιούται διεθνούς προστασίας ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτη την μεταγενέστερη αίτησή του αιτητή. Ως εκ τούτου, το δεύτερο αιτητικό (υπό Β) της προσφυγής του Αιτητή με το οποίο επιζητά περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος της για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και απορρίπτεται. 

 

Προσέγγισα λοιπόν το ζήτημα αυτό με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου με σκοπό να εξετάσω κατά πόσον οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιόν τους. Ωστόσο προτού εξεταστεί η επιχειρηματολογία των συνηγόρων του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν οι ισχυρισμοί του ιδίου επί της μεταγενέστερης αίτησής του και η αξιολόγηση αυτών από τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, με την υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, τη Νιγηρία, λόγω οικογενειακού προβλήματος. Δεν προσκόμισε οποιαδήποτε έγγραφα ή επεξηγηματικά στοιχεία, αλλά περιορίστηκε σε αόριστη αναφορά περί «προβλημάτων με την οικογένεια», χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση ή αιτιολόγηση της φύσης και της σοβαρότητας της κατάστασης, ούτε και του τρόπου με τον οποίο το πρόβλημα αυτό συνιστά κίνδυνο δίωξης κατά την έννοια των διατάξεων του Προσφυγικού Νόμου. Ούτε, άλλωστε, προσδιόρισε εάν και πώς το πρόβλημα αυτό συνιστά νέο στοιχείο σε σχέση με την αρχική του αίτηση.

 

Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του, οι Καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο το παραδεκτό αυτής, έκριναν – όπως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού ασύλου – ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής δεν συνιστούν νέα στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 16Α του περί Προσφύγων Νόμου, τα οποία να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας. Πιο συγκεκριμένα, ο λειτουργός ασύλου ανέτρεξε στον φάκελο του Αιτητή και επισήμανε ότι ήδη στην αρχική του αίτηση είχε αναφερθεί γενικά σε οικογενειακές δυσκολίες, χωρίς να παρουσιάζει συγκεκριμένα περιστατικά που να στοιχειοθετούν δίωξη κατά την έννοια του Νόμου. Επίσης, είχε δηλώσει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του προκειμένου να εργαστεί και να εξασφαλίσει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός κατέληξε ότι η μεταγενέστερη αίτηση αναπαράγει τα ίδια πραγματικά περιστατικά, χωρίς να προσθέτει νέα ή ουσιωδώς διαφοροποιημένα στοιχεία και, συνεπώς, δεν πληροί τις προϋποθέσεις για περαιτέρω εξέταση επί της ουσίας, αλλά πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 16Α και 12Β τετράκις του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Η εισηγητική έκθεση ολοκληρώνεται με την εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή από τον εξουσιοδοτημένο να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Προτού προχωρήσω σε αξιολόγηση της κρίσης των Καθ’ ων η αίτηση, κρίνω σκόπιμο όπως καταγράψω εν συντομία τα όσα ο Αιτητής είχε επικαλεστεί στο πλαίσιο της αρχικής του αίτησης διεθνούς προστασίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο Αιτητής είχε ισχυριστεί γενικά ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, τη Νιγηρία, λόγω οικογενειακού προβλήματος. Στη συνέντευξή του, δήλωσε ότι ο λόγος της αναχώρησής του ήταν η ανάγκη να εργαστεί για να στηρίξει την οικογένειά του, χωρίς να επικαλεστεί οποιαδήποτε συγκεκριμένη μορφή δίωξης ή σοβαρού κινδύνου. Κατά τη διάρκεια της αρχικής διαδικασίας δεν τέθηκαν ζητήματα απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας από συγγενικά ή άλλα πρόσωπα, ούτε προβλήθηκε οποιοδήποτε γεγονός που να εμπίπτει στους λόγους που προβλέπει ο προσφυγικός νόμος. Ο Αιτητής ουδέποτε ανέφερε περιστατικά βίας εις βάρος του, ούτε προσκόμισε αποδείξεις ή εξηγήσεις για την αδυναμία προστασίας από τις κρατικές αρχές της χώρας του.

 

Εξάλλου, κατά την εξέτασή του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής παρέμεινε αόριστος ως προς το περιεχόμενο του οικογενειακού του προβλήματος, δηλώνοντας ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη Νιγηρία, χωρίς όμως να τεκμηριώσει ότι συντρέχει προσωπικός ή αντικειμενικός λόγος που να τον εμποδίζει να επιστρέψει με ασφάλεια. Δεν προέκυψαν περιστατικά ή έγγραφα που να στοιχειοθετούν την ανάγκη για διεθνή προστασία, και η σχετική του αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, σημειώνω ότι, με την υπό κρίση μεταγενέστερη αίτηση του, ο Αιτητής επανέφερε γενικά τον ισχυρισμό περί οικογενειακού προβλήματος ως λόγο εγκατάλειψης της Νιγηρίας, χωρίς ωστόσο να προβάλλει οποιοδήποτε νέο στοιχείο που δεν είχε τεθεί υπόψη κατά την εξέταση της αρχικής του αίτησης. Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ανέφερε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, χωρίς όμως να αναφέρει νέα ή μεταγενέστερα περιστατικά που να στοιχειοθετούν μεταβολή των πραγματικών δεδομένων της υπόθεσής του.

 

Κατόπιν τούτων, καταλήγω ότι η αξιολόγηση που διενεργήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, διά της εισηγητικής έκθεσης του λειτουργού ασύλου, είναι ορθή. Συμμερίζομαι τη διαπίστωση ότι ο ισχυρισμός περί οικογενειακού προβλήματος, ο οποίος προβλήθηκε και πάλι με την μεταγενέστερη αίτηση, δεν συνιστά νέο στοιχείο κατά την έννοια του άρθρου 16Α του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά επανάληψη ήδη γνωστών και αξιολογηθέντων ισχυρισμών. Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση δεν πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού και ορθώς απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.

 

Ενόψει των ανωτέρω, δεν διαπιστώνω περιθώρια παρέμβασης του Δικαστηρίου αφού είναι η κατάληξη μου ότι ουδέν μεμπτό εντοπίζεται στην έρευνα, αιτιολογία και κατάληξή των Καθ' ων η αίτηση. Είναι και η δική μου κρίση ότι πράγματι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποτελούν «νέα στοιχεία», αφού τους ίδιους ισχυρισμούς είχε προβάλει και κατά τις προηγούμενες διαδικασίες εξέτασης της αίτησής του (δια της αρχικής του αίτησης για άσυλο και δια της προσφυγής της ενώπιόν του Δ.Δ.Δ.Π.). Ορθώς λοιπόν και με βάση την αρχή του δεδικασμένου, η μεταγενέστερη αίτησή του Αιτητή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη χωρίς  να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους  ισχυρισμούς του Αιτητή, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει ο Αιτητής ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης του  σε συνέντευξη για την κατ' ουσίαν εξέταση του αιτήματος του. Ορθώς συνεπώς οι Καθ' ων η αίτηση, κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο εξέτασης της αίτησής του, έκριναν ότι δεν πληρείται καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β) ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων.

 

Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της μεταγενέστερης αίτησής του, υπό το φως των συναφών διατάξεων που τυγχάνουν εφαρμογής, φρονώ ότι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση αποτελεί προϊόν ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων που αυτοί είχαν ενώπιόν τους, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη και συνεπώς η απόφαση τους για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή ως απαράδεκτης είναι ορθή.

 

Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα και με το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. 

 

Ως εξ  όσων έχουν αναπτυχθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

  

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π



 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)

[3] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και  ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[4] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο