S.D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Υπόθ. Αρ.: T144/25, 5/6/2025
print
Τίτλος:
S.D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Υπόθ. Αρ.: T144/25, 5/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: T144/25

 

                  05 Ιουνίου, 2025

 [Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S.D.

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Ο Αιτητής παρών.

Κ. Σφετσός (κος) για πιστή μετάφραση από Ελληνικά σε Γαλλικά και αντίστροφα.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 18/03/25, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, δυνάμει των Άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000).

 

Με βάση τα γεγονότα, όπως αυτά προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο, ο Αιτητής καταχώρησε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση στις 18/03/25, ακολούθησε σημείωμα/εισήγηση του λειτουργού και απόφαση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του ως απαράδεκτη, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Κατά την ενώπιον μου διαδικασία, ο Αιτητής υιοθέτησε στην ουσία τους λόγους κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασης και ανέφερε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα του.

 

Η παρούσα υπόθεση αφορά απόρριψη πρώτου μεταγενέστερου αιτήματος το οποίο εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στη βάση του Άρθρου 12Βτετράκις και Άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Όπως ορίζεται στο σχετικό Άρθρο 16Δ του Νόμου, δεν θεωρείται οτιδήποτε το οποίο υποβλήθηκε ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Αυτό το οποίο πρωτίστως αξιολογείται από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στα πλαίσια παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης είναι κατά πόσο ο αιτών υπέβαλε νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης επί του αρχικού αιτήματος του. Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτών δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη. Εάν δε διαπιστωθεί ότι ο αιτών υπέβαλε νέα στοιχεία, δεν καθίσταται υποχρεωτικό για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου να προβεί πάντα σε νέα κλήση του ενδιαφερόμενου σε συνέντευξη, καθότι θα πρέπει τα στοιχεία αυτά (α) να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης σ΄ αυτόν του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και (β) ο αιτών-ενδιαφερόμενος προκύπτει να αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη και/ή αρχική διαδικασία εξέτασης ασύλου.

 

Οι πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου ενσωματώθηκαν στην εθνική νομοθεσία σε σύμπνοια με τις διατάξεις του Άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[1]. Η μεθοδολογία προκαταρκτικής αξιολόγησης επί των μεταγενέστερων αιτήσεων και/ή οι προϋποθέσεις για απόφαση επί του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης επιβεβαιώνονται και στην απόφαση ΔΕΕ C-921/19, LH v Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ημερ.10/06/2021, ήτοι:

 

«34     Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

35      Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

36      Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ’ αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

37      Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

38      Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται

 

(ο τονισμός δικός μου)

 

Πρόσθετα των πιο πάνω, σημαντικότατη πρόνοια που περιλαμβάνεται στο Άρθρο 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και τυγχάνει εφαρμογής στις μεταγενέστερες αιτήσεις προβλέπει ότι (α) ο αιτών έχει υποχρέωση να αναφέρει τα γεγονότα και να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία, και (β) επιτρέπεται η διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης μόνο βάσει γραπτών παρατηρήσεων χωρίς να απαιτείται η εκ νέου προσωπική συνέντευξη του αιτούντα.

 

Ο λειτουργός που εξέτασε το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή ετοίμασε σημείωμα/εισήγηση όπως η μεταγενέστερη αίτηση του κριθεί ως απαράδεκτη. Γίνεται εκτενής περιγραφή στο σχετικό σημείωμα τόσο των όσων επικαλέστηκε ο Αιτητής με το μεταγενέστερο του όσο και αναφορικά με την αρχική διαδικασία ασύλου. Συγκεκριμένα, καταγράφεται από τον εξεταστή ότι με την μεταγενέστερη του αίτηση δεν πρόβαλε νέους ισχυρισμούς αλλά επανέλαβε τους ίδιους – ήτοι ότι απορρίφθηκε από την οικογένεια του καθώς και από την Μουσουλμανική κοινότητα επειδή είναι ομοφυλόφιλος και ήθελαν να τον σκοτώσουν. Κατά την υποβολή της αρχικής αίτησης του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι είναι ομοφυλόφιλος, γεγονός το οποίο απαγορεύεται από τη θρησκεία του και από τη κοινότητα του, και πως αυτό αποτελεί ένα τραύμα για τον ίδιο. Ισχυρίστηκε επίσης πως αυτός είναι και ο λόγος που αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του, για να έχει την ελευθερία του, να ζήσει καλύτερα τη ζωή του και να είναι ασφαλής. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω του ότι απορρίφθηκε από την οικογένεια του καθώς και από την Μουσουλμανική κοινότητα λόγω του ότι είναι ομοφυλόφιλος με αποτέλεσμα να θέλουν να τον σκοτώσουν. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε πως είχε μόνο την οικογένεια του για να τον στηρίξει ωστόσο τον ανάγκασαν να παντρευτεί γυναίκα και ενώ αρχικά αρνήθηκε να το πράξει εκ των υστέρων αποδέχτηκε τους όρους τους. Ισχυρίστηκε ότι η οικογένεια του αποφάσισε πως ο ίδιος θα έπρεπε να φύγει από το σπίτι επειδή εξακολουθούσε να είναι ομοφυλόφιλος, ενώ επιπρόσθετα ισχυρίστηκε πως και η κοινότητα του ήταν επίσης επικίνδυνη καθ’ ότι ήθελε να τον σκοτώσει.

 

Μετά την απορριπτική απόφαση της πρώτης αίτησης ασύλου ο Αιτητής καταχώρησε εμπρόθεσμα διοικητική προσφυγή (331/22) ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στις 17/01/22, η οποία απορρίφθηκε στις 29/10/23 και ως εκ τούτου η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 26/11/21 κατέστη τελική. Στις 18/03/25 υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση προβάλλοντας τους ίδιους λόγους που είχε καταγράψει στην αρχική του αίτηση, η οποία συνεπακόλουθα κρίθηκε απαράδεκτη με έκδοση απόφασης επιστροφής.

 

Στην προσφυγή του ανέφερε πως δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα του γιατί κινδυνεύει η ζωή του και επιπλέον πως έχει συγκεντρώσει αποδείξεις που σχετίζονται με την υπόθεση (ερυθρό 164 ΔΦ). Στη μεταγενέστερη αίτηση του, επανέλαβε όμως τους ίδιους ισχυρισμούς της αρχικής αίτησης του, ορθά λοιπόν κρίθηκε ότι η μεταγενέστερη αίτηση του είναι απαράδεκτη στη βάση του ότι δεν υπέβαλε νέα στοιχεία ή πορίσματα με το μεταγενέστερο αίτημα του για να μπορεί να αξιολογηθούν ακολούθως οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του Νόμου που αφορούν μεταγενέστερες αιτήσεις. Δεν προσκομίστηκε ούτε στην Υπηρεσία Ασύλου, αλλά ούτε κατά την ενώπιον μου διαδικασία οποιοδήποτε νέο έγγραφο ή στοιχείο που να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του οι οποίοι άλλωστε εγέρθηκαν και εξετάστηκαν σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας ασύλου και μέσω δικαστικής διαδικασίας. Εξάλλου, υπό τύπο σχολίου θα πρέπει να επισημανθεί ότι στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας και ενώ είχε γίνει αποδεκτή η ομοφυλοφιλία του Αιτητή στη βάση και εξωτερικών πηγών πληροφόρησης κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις διεθνούς προστασίας.

 

Σχετική επί αυτού του σημείου είναι και η απόφαση ΔΕΕ C-651/19, JP v Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημερ.02/09/2020, στην οποία αποφασίστηκαν, μεταξύ άλλων, και στην έκταση που μας ενδιαφέρει τα εξής:

 

«58. Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνεται, πρώτον, αφενός, ότι πριν από κάθε μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας προηγείται μια πρώτη αίτηση η οποία έχει οριστικώς απορριφθεί, στο πλαίσιο της οποίας η αρμόδια αρχή διενήργησε εξαντλητική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει αν ο αιτών πληρούσε τις προϋποθέσεις για την παροχή διεθνούς προστασίας. Αφετέρου, πριν καταστεί απρόσβλητη η απορριπτική απόφαση, ο αιτών έχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης αυτής.

59. Σημειώνεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32, η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας αποσκοπεί στην υποβολή, από τον ενδιαφερόμενο αιτούντα, νέων στοιχείων ή πορισμάτων σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αίτησης, τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Όταν η προκαταρκτική εξέταση στην οποία υποβάλλεται μια τέτοια αίτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου II της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, όταν από την προκαταρκτική εξέταση δεν προκύπτουν τέτοια στοιχεία ή πορίσματα, η εν λόγω αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 2 στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32.

60. Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως προς ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο αιτών πρέπει, κατ' ουσίαν, απλώς να αποδείξει ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του.»

 

(ο τονισμός δικός μου)

 

Συνεπώς, το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε ενδελεχώς από την Υπηρεσία Ασύλου, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και η απόφαση απόρριψης του αιτήματος της ως απαράδεκτου στη βάση του Άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) ήταν δεόντως αιτιολογημένη.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €600 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

                              

 

                          Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1]  της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο