P.M.K. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. Τ758/2024, 30/6/2025
print
Τίτλος:
P.M.K. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. Τ758/2024, 30/6/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                               Υπόθεση Αρ. Τ758/2024

 

30 Ιουνίου, 2025

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με τα άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

1.    P.M.K.

2.    J.A.D. ανήλικη δια μέσω του κηδεμόνα της P.M.K.

 

    Αιτητών

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου 

 

Καθ' ων η αίτηση

...........................

 

Η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου

 

Χρυστάλλα Παφίτη για Χριστίνα Λαζάρου Αρτέμη, Δικηγόρος για τις αιτήτριες

 

Ραφαέλα Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση

 

[Παρών ο κύριος Tshintu Tshiabo για πιστή μετάφραση από Lingala σε Ελληνικά και αντίστροφα]

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Οι αιτήτριες προσφεύγουν με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 20/05/2024, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση της αιτήτριας υπ’ αρ. 1 ως απαράδεκτη.

 

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τις αιτήτριες και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019. 

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«3 (α).............

 

(ε) Στις περιπτώσεις όπου η προσβαλλόμενη απόφαση εκδίδεται δυνάμει των ακόλουθων άρθρων του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(I)/2000), ως έχει τροποποιηθεί:

 

(i)   12Βτετράκις(2)(δ),

(ii)  12Βτρις,

 

Υπόμνημα ως το Έντυπο Αρ. 3 καταχωρείται στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο από την Υπηρεσία Ασύλου, συνοδευόμενο από τον σχετικό διοικητικό φάκελο που αφορά την προσφυγή, εντός δέκα ημερών από την επίδοση αυτής:

 

Νοείται ότι, ουδεμία καταχώριση γραπτής αγόρευσης από τον αιτητή ή τους καθ' ων η αίτηση απαιτείται και η υπόθεση ορίζεται απευθείας από το Πρωτοκολλητείο για ακρόαση, χωρίς να απαιτείται η παρουσία των καθ' ων η αίτηση, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.».

 

Όπως προκύπτει από τον πιο πάνω Κανονισμό, οι καθ' ων η αίτηση δεν εμφανίζονται σε αυτή τη διαδικασία, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Συνεπώς, το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να ζητήσει την παρουσία του αρμόδιου οργάνου/ καθ' ων η αίτηση στην ενώπιον του διαδικασία για να έχει τη δυνατότητα να ακουστεί σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο, εφόσον ο ρόλος του Δικαστηρίου είναι να επιλύει τη διαφορά που τίθεται ενώπιον του στα πλαίσια ορθής απονομής τη δικαιοσύνης.

 

Γι' αυτό το λόγο, σε περίπτωση που το Δικαστήριο το κρίνει αναγκαίο για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης όπως στην παρούσα περίπτωση, θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στο αρμόδιο όργανο να ακουστεί, όπως και έγινε στην υπό εξέταση περίπτωση, προκειμένου να τοποθετηθεί στα ζητήματα που έθεσε η συνήγορος των αιτητριών.

 

Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής Λ.Δ.Κ.) και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 23/02/2022, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές.  Αυθημερόν, η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας (Confirmation of Submission of an Application for International Protection).

 

Στις 28/03/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας υπ’ αρ. 1 από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum – EUAA) και της παραχωρήθηκε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η αιτήτρια προσκόμισε στην Υπηρεσία Ασύλου, πιστοποιητικό γέννησης της θυγατέρας της, της αιτήτριας υπ’ αρ. 2, η οποία και προστέθηκε ως εξαρτώμενο τέκνο στην αίτηση της μητέρας της. Στις 31/05/2023, ο αρμόδιος λειτουργός  ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας υπ’ αρ. 1. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την Έκθεση - Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 08/06/2023.

 

Στις 18/08/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση και την Έκθεση - Εισήγηση, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από την αιτήτρια υπ’ αρ. 1 στις 21/08/2023, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα σε γλώσσα που η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 κατανοεί. Στη συνέχεια, η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 08/06/2023, υπέβαλε την προσφυγή υπ' αριθμόν 3514/2023 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Η προσφυγή αυτή αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 22/11/2023.

 

Στις 20/05/2024 η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία με σκοπό το επανάνοιγμα του φακέλου της, σχετικά με το αίτημα αυτής και της ανήλικης θυγατέρας της ως εξαρτώμενο τέκνο της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Την ίδια ημέρα, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση της αιτήτριας υπ’ αρ. 1. Στις 20/05/2024, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια υπ’ αρ. 1, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής της, ως απαράδεκτης και την επιστροφή της αιτήτριας υπ’ αρ. 1 μαζί με το ανήλικο τέκνο της στη Λ.Δ.Κ. 

 

H Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 20/05/2024 επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση επί της μεταγενέστερης αίτησης, η οποία παραλήφθηκε από την αιτήτρια υπ’ αρ. 1 αυθημερόν, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα σε γλώσσα που η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 κατανοεί. Στη συνέχεια, οι αιτήτριες καταχώρησαν την υπό εξέταση προσφυγή αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της μεταγενέστερης αίτησης της αιτήτριας υπ’ αρ. 1.

 

Στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, κατά τη δικάσιμο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, η ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητριών δήλωσε πως προωθεί τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Υποστήριξε ότι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια στην αρχική της αίτησης για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας είχαν γίνει αποδεκτοί και επειδή η αιτήτρια δεν διαθέτει οικογενειακό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της, καθώς οι απειλές προέρχονταν από την ίδια της την οικογένεια, θεωρεί ότι η υπόθεση έπρεπε να εξεταστεί εκ νέου. Επιπρόσθετα, εισηγήθηκε πως η έρευνα που διενεργήθηκε σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα της δεν είναι επικαιροποιημένη, με αποτέλεσμα να μην έχει αξιολογηθεί δεόντως ο κίνδυνος που διατρέχει η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 και το ανήλικο τέκνο της, σε περίπτωση επιστροφής τους στη Λ.Δ.Κ.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση κατά την ακρόαση της υπό εξέταση προσφυγής υποστήριξε ότι οι ισχυρισμοί που κατέγραψε η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 στη μεταγενέστερη αίτησή της, συνιστούν ισχυρισμούς που προωθήθηκαν από αυτήν και εξετάστηκαν από τους καθ΄ ων η αίτηση στα πλαίσια της αρχικής της αίτησης. Σε σχέση με τον ισχυρισμό που προβλήθηκε αναφορικά με τη διαφοροποίηση της κατάστασης ασφαλείας στη Λ.Δ.Κ., παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, υποστήριξε ότι κατά την εκδίκαση προσφυγής που αφορά μεταγενέστερη αίτηση, δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου η εξέταση της κατάστασης ασφαλείας της χώρας καταγωγής του αιτητή.

 

Έλαβα υπόψη μου τους ισχυρισμούς που τέθηκαν ενώπιον μου λαμβάνοντας υπόψη το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εξετάζεται η μεταγενέστερη αίτηση.  Ο έλεγχος του Δικαστηρίου περιορίζεται αυστηρά στη νομιμότητα της απόφασης που εκδόθηκε επί του μεταγενέστερου αιτήματος, χωρίς δυνατότητα επανεξέτασης της προγενέστερης διοικητικής κρίσης.  Λαμβάνω βεβαίως υπόψη μου, όλα όσα προηγήθηκαν της διαδικασίας που ελέγχεται, προκειμένου να εξεταστεί η απόφαση επί του μεταγενέστερου αιτήματος και μόνον και όχι για να επέμβω στην διαδικασία που προηγήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο, εφόσον κάτι τέτοιο είναι εκτός των αρμοδιοτήτων του παρόντος Δικαστηρίου.  Είναι χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε  η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 στην αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας που υπέβαλε στις 23/02/2022 στην Υπηρεσία Ασύλου, κατέγραψε πως την κακοποίησε σεξουαλικά και την βίασε ο πατριός της και ενόψει του ότι δεν υπήρχε κάποιος για να την προστατέψει, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της (ερυθρά 1-3, του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της στην Υπηρεσία Ασύλου, η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 δήλωσε ότι κατάγεται από τη Λ.Δ.Κ., γεννήθηκε στην πόλη Kimpese της επαρχίας Kongo Central, αλλά έζησε στην Kinshasa καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της (ερυθρά 41 1x και 42 3x, του διοικητικού φακέλου). Είναι απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με εργασιακή εμπειρία (ερυθρά 43 1x και 44 2x-3x, του διοικητικού φακέλου). Ομιλεί μόνο τη γλώσσα Lingala (ερυθρό 45 2x, του διοικητικού φακέλου). Ο πατέρας της έχει αποβιώσει το 2005, η μητέρα της και τα αδέλφια της ζουν στην Kinshasa, αλλά δεν διατηρεί επικοινωνία μαζί τους (ερυθρά 33 1x-2x και 42 1x-2x, του διοικητικού φακέλου). Η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 δεν είναι παντρεμένη και έχει μία ανήλικη θυγατέρα ( αιτήτρια υπ’ αρ. 2 στην παρούσα προσφυγή) που γεννήθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία και το πιστοποιητικό γέννησης της οποίας προσκόμισε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της (ερυθρό 43 2x, του διοικητικού φακέλου).

 

Στα πλαίσια της ελεύθερης αφήγησής της (βλ. ερυθρά 38 1x-2x, 39 1x-2x και 40 2x, του διοικητικού φακέλου), η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 ανέφερε ότι μετά το θάνατο του πατέρα της, ο πατριός της ( ο νέος σύζυγος της μητέρας της) την κακοποιούσε σεξουαλικά και την βίαζε. Όταν αποκαλύφθηκε το εν λόγω γεγονός στη μητέρα της και τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στην αστυνομία, αυτός κτύπησε τόσο την μητέρα της, όσο και την αιτήτρια υπ’ αρ. 1. Ακολούθως, με απειλές, ο πατριός της αιτήτριας υπ’ αρ. 1 την ανάγκασε να αναφέρει στη μητέρα της ότι όλα όσα ισχυρίστηκε ήταν ψέματα και ότι μέσω μαγείας κατόρθωσε να επιτύχει όσα έγιναν για να καταστρέψει τη σχέση τους, με αποτέλεσμα η μητέρα της να ξεκινήσει να την κατηγορεί ότι αυτή ευθύνεται για όλες τις δυσκολίες που είχε περάσει.

 

Αφού διαδόθηκε αυτή η πληροφορία, στράφηκαν όλοι εναντίον της και ο πατριός της εκμεταλλευόμενος την κατάσταση, ξεκίνησε να την κακοποιεί εκ νέου με αποτέλεσμα να παραμείνει έγκυος, αλλά τελικά δεν προχώρησε η εγκυμοσύνη της. Η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι προέβη σε απόπειρα αυτοκτονίας και συνεπεία τούτου, μεταφέρθηκε στην εκκλησία για δύο εβδομάδες και αφού επιβεβαιώθηκε ότι δεν διακατέχεται από μαγεία και κατόπιν προτροπής του πάστορά της, της επέτρεψε η μητέρα της να επιστρέψει στο σπίτι τους. Ο πατριός της συνέχισε να την κακοποιεί και όταν η μητέρα της το ανακάλυψε, την έδιωξε, καθώς ο τελευταίος την έπεισε ότι η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 ευθύνεται για ό,τι συνέβη. Μετέβη στην εκκλησία και ζήτησε τη βοήθεια του πάστορα και ενόσω ζούσε εκεί, ο πατριός της συνέχισε να την ενοχλεί και να της ζητά να επιστρέψει στο σπίτι της. Με τη βοήθεια του πάστορά της και με τα χρήματα που είχε αποταμιεύσει, εγκατέλειψε τη χώρα της για να σωθεί.

 

Η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 δήλωσε ότι φοβάται ότι θα την σκοτώσει ο πατριός της εάν επιστρέψει στη Λ.Δ.Κ. και ισχυρίστηκε πρόσθετα πως κανένα μέλος της οικογενείας της δεν θα την αποδεχτεί, καθώς θεωρούν ότι διακατέχεται από μαγεία (ερυθρά 33 1x και 37 1x, του διοικητικού φακέλου). Δεν τον είχε καταγγείλει στην αστυνομία γιατί την απειλούσε ότι θα σκοτώσει τη μητέρα της και τα αδέλφια της (ερυθρό 37 2x, του διοικητικού φακέλου). Πρόσθεσε ότι την κακοποιούσε σεξουαλικά για διάστημα εννέα ετών, δηλαδή από το 2010 μέχρι τις αρχές του 2019 που εγκατέλειψε το σπίτι της (ερυθρά 36 1x και 37 2x, του διοικητικού φακέλου). Ακόμα και όταν εγκατέλειψε το σπίτι της, ο πατριός της συνέχισε να την απειλεί ότι θα την σκοτώσει εάν δεν επιστρέψει, λέγοντας της ότι δεν θα προβεί στις ίδιες πράξεις εναντίον της και τραυματίζοντας την κιόλας μία φορά με μαχαίρι (ερυθρά 35 1x-2x και 36 2x, του διοικητικού φακέλου).

 

Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε στην Έκθεση-Εισήγησή του, δύο ουσιώδης ισχυρισμούς.  Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και την χώρα καταγωγής της και ο δεύτερος αφορά τον ισχυρισμό της αιτήτριας υπ’ αρ. 1 ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τον πατριό της και ότι την απειλούσε.  Οι δύο ουσιώδης ισχυρισμοί έγιναν αποδεκτοί,  καθότι ο λειτουργός έκρινε ότι πληρείται τόσο η εσωτερική, όσο και η εξωτερική αξιοπιστία των προβληθέντων ισχυρισμών εκ μέρους της αιτήτριας υπ’ αρ. 1.

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τα αποδεκτά ουσιώδη γεγονότα και κατόπιν αξιολόγησης της κατάστασης ασφαλείας στη Λ.Δ.Κ. και την Kinshasa ειδικότερα, έκρινε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα σε περίπτωση που η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της μαζί με το ανήλικο τέκνο της, να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Πρόσθεσε πως εξωτερικές πηγές πληροφόρησης υποδεικνύουν ότι στη Λ.Δ.Κ. υπάρχει σχετικό νομικό πλαίσιο σε σχέση με το αδίκημα του βιασμού και τις ποινές που επιβάλλονται και ότι είναι δυνατή η πρόσβαση σε κρατική προστασία στις περιπτώσεις αδικημάτων ενδοοικογενειακής έμφυλης βίας.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός, έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την παραχώρηση προσφυγικού καθεστώτος για κάποιον από τους λόγους του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπήρχε εύλογη πιθανότητα οι αιτήτριες να αντιμετωπίσουν κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 15 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000, καθότι με βάση έρευνα που διεξήγαγε ο αρμόδιος λειτουργός διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση στη χώρα καταγωγής της αιτήτριας υπ’ αρ. 1 και στην πόλη Kinshasa της Λ.Δ.Κ., στην οποία βρίσκεται ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής της αιτήτριας υπ’ αρ. 1, δεν χαρακτηρίζεται από διεθνή ή εσωτερική ένοπλη σύγκρουση και ως εκ τούτου δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας υπ’ αρ. 1. 

 

Στη συνέχεια, η αιτήτρια αμφισβήτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου καταχωρώντας την προσφυγή με αριθμό 3514/2023 ενώπιον  του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία τελικά αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 22/11/2023.  

 

Στις 20/05/2024 η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση μέσω της οποίας αιτείται όπως της παραχωρηθεί διεθνής προστασία γιατί αντιμετωπίζει πρόβλημα με τον πατριό της, ο οποίος την κακοποίησε σεξουαλικά, την απείλησε κατά της ζωής της και διέδωσε ότι διακατέχεται από μαγεία (ερυθρά 151-154 του διοικητικού φακέλου).  Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνοντας υπόψη όλους τους ισχυρισμούς που προώθησε  η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, απέρριψε το μεταγενέστερο αίτημά της στις 20/05/2024, κρίνοντας το ως απαράδεκτο καθότι τα στοιχεία που υπέβαλε η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 με την μεταγενέστερη αίτησή της κρίθηκε πως δεν αποτελούν νέα στοιχεία.  Η απόφαση αυτή είναι και το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.

 

Από τα άρθρα 16Δ και 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη, όπως συνέβη και στην υπό εξέταση περίπτωση.  Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή,  νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης.

 

Προκύπτει ακόμα, από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο.  Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης (βλ. ΔΕΕΧΥ κατά Bundesamtfur Fremdenwesen undAsyl (C-18/20, XY κατά Bundesamt fur Fremdenwesen und Asyl, ημερομηνίας 15/4/2021).

 

Σημειώνεται πως στην παρούσα διαδικασία εξετάζεται μόνο το κατά πόσον η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ορθά για τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της και δεν εξετάζονται οποιοιδήποτε άλλοι παράμετροι.  Σε σχέση λοιπόν με την έκταση ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης απόφασης επί μεταγενέστερου αιτήματος, συμφωνώ με τα όσα έχει αναφέρει η αδελφή μου δικαστής Κ. Κλεάνθους στην απόφαση της στην υπόθεση υπ' αριθμόν 1317/20, M. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας15/09/21, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Με βάση τόσο το γράμμα όσο και την τελεολογία της εν λόγω διάταξης, φρονώ ότι το παρόν Δικαστήριο κατά την εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη δεν έχει εξουσία να εξετάσει περαιτέρω τα νέα στοιχεία και να αποφασίσει επί της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας το ίδιο, καθώς πρόκειται περί περίπτωσης όπου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνεπάγεται τη μη χορήγηση διεθνούς προστασίας, με την έννοια ότι δεν εξετάστηκε η αίτηση επί της ουσίας της, παρά μόνο το παραδεκτό της. Η τελεολογική αυτή ερμηνεία είναι σύμφωνη και με την ανάγκη μη παράκαμψης ενός σταδίου εξέτασης του καινοφανούς αυτού ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι τη διοικητική εξέταση της αιτήσεως και των ισχυρισμών της (Βλ. συναφώς Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, στην υπόθεση αρ.: C 652/16, Nigyar Rauf Kaza Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801, σκέψεις 92 έως 103).

 

36.  Το παρόν Δικαστήριο έχει συνεπώς την εξουσία να προβαίνει σε έλεγχο ακόμα και τροποποίηση της απόφασης επί μεταγενέστερης αίτησης μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού όχι όμως υποχρέωση εξέτασης της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας, χωρίς να έχει προηγηθεί ολοκληρωμένη κατ' ουσία εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας.».

 

Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω την παράγραφο 55 της απόφασης στην υπόθεση του ΔΕΕ C 563-22, SN, LN κατά Zamestnik-predsedatel na Darzhavnata agentsia za bezhantsite, ημερομηνίας 13/6/2024, σύμφωνα με την οποία αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«55. Πράγματι, η αρμόδια αποφαινόμενη αρχή πρέπει να περιορίζεται να ελέγχει, αφενός, αν υφίστανται, προς στήριξη της ως άνω αιτήσεως, στοιχεία ή πορίσματα που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απρόσβλητης πλέον αποφάσεως επί της προηγούμενης αιτήσεως και, αφετέρου, αν τα νέα αυτά στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν αφ' εαυτών ουσιωδώς την πιθανότητα υπαγωγής του αιτούντος σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, μόνον κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50]. Κατά τα λοιπά, ακόμη και κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού μεταγενέστερης αιτήσεως, τα νέα στοιχεία ή πορίσματα δεν πρέπει να εκτιμώνται κατά τρόπο εντελώς ανεξάρτητο από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, περιλαμβανομένης και της περιπτώσεως κατά την οποία το εν λόγω πλαίσιο δεν μεταβλήθηκε κατόπιν της απορρίψεως της προηγούμενης αιτήσεως με απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη.».

 

Δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι το μεταγενέστερο αίτημα της αιτήτριας υπ’ αρ. 1 είναι απαράδεκτο, καθότι η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 δεν υπέβαλε οποιοδήποτε νέο στοιχείο, αλλά αντιθέτως υπέβαλε εκ νέου τους ίδιους ισχυρισμούς, τους οποίους είχε κάθε ευκαιρία να προωθήσει και να εξειδικεύσει περαιτέρω σε προηγούμενα στάδια της εξέτασης της αίτησής της. Επαναλαμβάνει, ουσιαστικά τον αρχικό της ισχυρισμό σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με τον πατριό της, ο οποίος την κακοποιούσε σεξουαλικά και την απειλούσε.  Ο ισχυρισμός της αυτός έχει προβληθεί στη διαδικασία που προηγήθηκε και έχει εξεταστεί επί της ουσίας και χωρίς οποιοδήποτε νέο στοιχείο που να σχετίζεται με τον ισχυρισμό αυτό, δεν μπορεί να εξεταστεί εκ νέου.  Ούτως ή άλλως υπέβαλε προσφυγή εναντίον της αρχικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου την οποία αποφάσισε να αποσύρει και να μην θέσει τα ζητήματα αυτά σε εκείνη τη διαδικασία.

 

Η αιτήτρια υπ’αριθμόν 1 από δική της υπαιτιότητα δεν παρέθεσε στη διαδικασία που προηγήθηκε τους λόγους που θεωρεί ότι θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της αλλά και η ζωή του παιδιού της σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής της. Ούτε στη μεταγενέστερη αίτηση πρόβαλε νέα στοιχεία που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στο επανάνοιγμα του φακέλου της.  Τα όσα αναφέρουν οι δικηγόροι δεν θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο διοικητικό φάκελο που είναι και τα μόνα που εξετάζονται.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε η αιτήτρια υπ’ αρ. 1, το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.  Ως εκ τούτου, ο σχετικός προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας.

   

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας υπ’ αρ. 1 εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση.  Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια υπ’ αρ. 1 και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψής της ως απαράδεκτης, αποκαλύπτουν ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και σύμφωνη με τη νομοθεσία.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον των αιτητριών.

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο