
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: Τ949/24
26 Ιουνίου, 2025
[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S.C.O.
Αιτητής
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Π. Μπενέτης (κος) για Αλ Ταχέρ Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για τον Αιτητή
ΑΠΟΦΑΣΗ
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερ. 18/07/2024, με την οποία απορρίφθηκε το μεταγενέστερο αίτημά του για χορήγηση διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτο, ως άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερούμενη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου. Ζητά ο Αιτητής, όπως το παρόν Δικαστήριο τροποποιήσει την απόφαση επί της μεταγενέστερης αίτησής του και/ή διαταχθεί η επανεξέταση αυτής ως προς το παραδεκτό της, στη βάσει της σημερινής κατάστασης στη χώρα καταγωγής του και τον κίνδυνο που αυτός θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επαναπροώθησης στη Νιγηρία.
Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:
Ο Αιτητής είναι ενήλικος, υπήκοος της Δημοκρατίας της Νιγηρίας.
Στις 18/12/2020, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Στις 19/05/23, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, διεξήγαγε την προφορική συνέντευξη του Αιτητή. Στις 26/05/23, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε τελική Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, δια της οποίας εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή, όχι όμως και την επιστροφή του στη Νιγηρία, λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει ο Αιτητής. Στις 06/06/23, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου υιοθέτησε την Έκθεση – Εισήγηση και ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, χωρίς να εκδίδεται απόφαση επιστροφής του στη Νιγηρία. Στις 18/07/23 καταχωρήθηκε προσφυγή κατά της απόφασης στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, το οποίο στις 31/01/24 εξέδωσε απόφαση δια της οποίας απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή.
Στις 18/07/24 ο Αιτητής συμπλήρωσε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου του, το οποίο εξετάστηκε αυθημερόν και εκδόθηκε απόφαση με την οποία το αίτημά του κρίθηκε ως απαράδεκτο. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε ιδιοχείρως στον Αιτητή στις 25/07/2024.
Στις 8/08/24 καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.
Ο Αιτητής δια της γραπτής αγόρευσης των συνηγόρων του προβάλλει μόνο τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας από τους Καθ΄ων η αίτηση, εστιάζοντας στο πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει και την έλλειψη κατάλληλης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στη χώρα καταγωγής του. Παραπέμπει σε σχετικές πηγές πληροφόρησης και καταλήγει στο ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, δε θα λάβει καμία θεραπεία για το σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει με αποτέλεσμα να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Σημειώνουν άλλωστε οι συνήγοροι του Αιτητή, ότι σύμφωνα και με την βεβαίωση της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Υγείας ημερομηνίας 20/09/2024, ο Υπουργός Υγείας της Κυπριακής Δημοκρατίας ενέκρινε την κατ΄ εξαίρεση χορήγηση της απαιτούμενης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης προς το πρόσωπο του Αιτητή προς αντιμετώπιση χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας, ως να ήταν δικαιούχος.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει ο Αιτητής ήταν γνωστό από την αρχή καθότι εντοπίζεται, εντός του Διοικητικού φακέλου, Ιατρική Βεβαίωση της Νεφρολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Πόλης Χρυσοχούς και Τροάδους ημερομηνίας 05/09/2022, η οποία επιβεβαιώνει ότι ο Αιτητής πάσχει από χρόνια Νεφρική Ανεπάρκεια και προσέρχεται στο Τμήμα Αιμοκάθαρσης του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού 4 φορές την εβδομάδα για 4 ώρες την κάθε συνεδρία (βλ. ερ. 20 δ.φ.).
Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι, η παρούσα προσφυγή αφορά στην επίδικη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 18/07/2024, με την οποία κρίθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή η οποία υποβλήθηκε την ίδια ημέρα.
Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο, σχετικό είναι το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου. Από το λεκτικό του ανωτέρου αναφερόμενου άρθρου, καθώς και από το αιτητικό της παρούσας προσφυγής (υπό το σημείο Α., μόνο), προκύπτει ότι το Δικαστήριο εξετάζει στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, κατά πόσον η απόφαση να απορριφθεί μεταγενέστερο αίτημα ως απαράδεκτο είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις παραδεκτού που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3) του περί Προσφύγων Νόμου.
Σύμφωνα με το άρθρο 16Δ(3) του περί Προσφύγων Νόμου:
«(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
[..]».(υπογράμμιση του Δικαστηρίου)
Ως προς το παραδεκτό μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, διαφαίνεται από τα πιο πάνω, ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων που υποβάλλει αιτητής, εκτός εάν πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις υπό τα σημεία (i) και (ii), του εδαφίου (3)(β) του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι, αιτητής δύναται να καταγράψει και εξηγήσει με λεπτομέρεια τους λόγους που επιθυμεί την επανεξέταση του φακέλου του, όπως επίσης να παραθέσει/προσκομίσει συναφή τεκμήρια/έγγραφα προς υποστήριξή τους, ως προκύπτει από το ειδικό έντυπο («Μεταγενέστερη Αίτηση Διεθνούς Προστασίας») που συμπληρώνεται και υποβάλλεται από τα πρόσωπα που επιθυμούν επανεξέταση του φακέλου τους ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω σκόπιμη την παράθεση (περιληπτικά) των ισχυρισμών του Αιτητή ως αυτοί προβλήθηκαν κατά τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του.
Στην αρχική του αίτηση για διεθνή προστασία, ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής επειδή η αστυνομία και η κυβέρνηση ήθελαν να τον σκοτώσουν λόγω της συμμετοχής του στη διαδήλωση EndSars (βλ. ερ. 1 δ.φ.).
Κατά τη διάρκεια της προσωπικής του συνέντευξης (βλ. ερ. 31 – 22 δ.φ.), ο Αιτητής, σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Oguta της πολιτείας Emo της Νιγηρίας, ωστόσο το 2018 εγκαταστάθηκαν με την οικογένειά του στην πόλη Igbo-Etche, η οποία βρίσκεται την πολιτεία Cross River της Νιγηρίας και η οποία αποτελεί και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του. Αναφορικά με την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο μεν πατέρας του απεβίωσε πριν είκοσι χρόνια, η δε μητέρα του εξακολουθεί να διαμένει με τα έξι αδέρφια του στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του. Σε σχέση με την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο και την εργασιακή του εμπειρία, ο Αιτητής προέβαλε ότι το 2010 ολοκλήρωσε τη φοίτησή του στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ότι διατηρούσε, επί τριετίας, μια μικρή κατασκευαστική εταιρεία στην πολιτεία Imo (βλ. ερ. 30 -27).
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητή δήλωσε ότι ήταν επικεφαλής της ομάδας IPOB και ως εκ τούτου συμμετείχε σε μία διαδήλωση. Η αστυνομία της Νιγηρίας όμως άρχισε να σκοτώνει τους διαδηλωτές και να καίει σπίτια και αυτοκίνητα. Αργότερα η κυβέρνηση ήθελε να τον σκοτώσει επειδή ήταν αρχηγός της ομάδας IPOB, γεγονός για το οποίο ενημερώθηκε από το νεότερο αδερφό του, ο οποίος τον βοήθησε να ταξιδέψει στην Κύπρο (βλ. ρε. 26 6Χ δ.φ.).
Ακολούθως ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε στον Αιτητή περαιτέρω ερωτήσεις, δίνοντάς του τη δυνατότητα να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του, σχετικά με την ομάδα IPOB, τη θέση που δήλωσε ότι κατείχε εντός της εν λόγω ομάδας, τη συμμετοχή του στη διαδήλωση EndSars, τα στοιχεία επί των οποίων βασίζει τις δηλώσεις του περί του ότι θέλει να τον σκοτώσει η κυβέρνηση και η αστυνομία της Νιγηρίας, τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να εκδώσει Διαβατήριο και να ταξιδέψει τον υπό κρίση χρόνο (βλ. ερ. 26 – 23 δ.φ.).
Αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του, ο Αιτητής δήλωσε ότι το Νοέμβριο του 2020 έπαιζε ποδόσφαιρο στο κέντρο φιλοξενίας και υποδοχής του Πουρνάρα, ένας αντίπαλος τον χτύπησε στον ώμο και όταν νοσηλεύτηκε στο Νοσοκομείο για δύο μήνες, τον ενημέρωσαν ότι έπασχε από νεφρική ανεπάρκεια, με αποτέλεσμα από τότε να πηγαίνει τρεις φορές την εβδομάδα στο νοσοκομείο, όπου τον βάζουν σε ένα μηχάνημα και του τοποθετούν βελόνες. Προσέθεσε μάλιστα ότι ο γιατρός στην Κύπρο του απαγόρευσε να εργάζεται και ως εκ τούτου βιοπορίζεται από το επίδομα που του παρέχει η Δημοκρατία (βλ. ερ. 23 δ.φ.).
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και συγκεκριμένα από τη σχετική έκθεση-εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού (που αποτελεί και αιτιολογική βάση) (ερυθρά 89 - 67 δ.φ.), ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς που απορρέουν από τις δηλώσεις του Αιτητή. 1) Τα στοιχεία του προσωπικού του προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, 2) τις δηλώσεις του περί του ότι ήταν αρχηγός του κινήματος ΙPOB και 3) τις δηλώσεις του περί του ότι αντιμετώπισε προβλήματα από την κυβέρνηση της Νιγηρίας λόγω της συμμετοχής του στην ομάδα ΙPOB.
Οι Καθ' ων η Αίτηση προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιων τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων και κατά την έκθεση- εισήγησή του αποδεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός του Αιτητή γύρω από τα προσωπικά του στοιχεία, αφού οι σχετικές του δηλώσεις κρίθηκαν μεν ως σαφείς και λεπτομερείς, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και ή χαρτογράφησης.
Ο δεύτερος και ο τρίτος ωστόσο ισχυρισμός απορρίφθηκαν αμφότεροι ως μη αξιόπιστοι, αφού οι Καθ΄ων η αίτηση έκριναν ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει περιγραφές, στοιχεία και/ή πληροφορίες που να παραπέμπουν σε βιωματικά περιστατικά. Ειδικότερα, οι δηλώσεις του αναφορικά με το ότι ήταν αρχηγός του κινήματος IPOB καθώς και αυτές περί συμμετοχής του στη διαδήλωση EndSars, λόγω της οποίας μάλιστα δήλωσε ότι διώκεται από τις αρχές, αξιολογήθηκαν ως ασαφείς, αόριστες, στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας και ευλογοφάνειας.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου, οι Καθ΄ ων η αίτηση έκριναν ότι δεν ανακύπτουν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως, ότι κατά την επιστροφή του στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, ο Αιτητής ενδέχεται να αντιμετωπίσει πράξεις δίωξης ή κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Τόνισαν μάλιστα οι Καθ΄ων η αίτηση, σε σχέση με την κατάσταση της υγείας του Αιτητή, ότι σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, η απόφαση επιστροφής μπορεί να αποκλειστεί, μόνο σε περίπτωση που ο Αιτητής/τρια πάσχει από σοβαρή ασθένεια και η ενδεχόμενη επιστροφή του/ης στη χώρα καταγωγής του/ης, θα τον/ην εκθέσει σε πραγματικό κίνδυνο ταχείας, σημαντικής και μόνιμης αύξηση της έντασης του πόνου που προκαλεί η ασθένεια.
Αναφορικά με την περίπτωση του Αιτητή, οι Καθ΄ων η αίτηση έκριναν ότι, λόγω των περιστάσεών του εκείνος αποτελεί ευάλωτο πρόσωπο βάσει του άρθρου 9ΚΓ του περί Προσφύγων Νόμου, δεδομένου ότι πάσχει από νεφρική ανεπάρκεια. Οι Καθ΄ων η αίτηση, υποστήριξαν ότι εάν ο Αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, ελλείψει κατάλληλης ιατρικής περίθαλψης και/ή θεραπείας, ευλόγως αναμένεται ότι θα αντιμετωπίσει «έντονους πόνους», ήτοι πραγματικό κίνδυνο ταχείας, σημαντικής και μόνιμης αύξησης του πόνου καθώς και μείωση του προσδόκιμου της ζωής του. Παρατήρησαν ωστόσο οι Καθ΄ων η αίτηση, ότι για να θεμελιωθεί ότι ο Αιτητής κινδυνεύει να υποστεί δίωξη και/ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, θα πρέπει να καταστεί σαφής ο φορέας δίωξής του, καταλήγοντας ότι η περίπτωση του Αιτητή, λόγω απουσία φορέα δίωξης, δε συνδέεται με τη διεθνή προστασία. Καταληκτικά, οι Καθ΄ων η Αίτηση έκριναν ότι δεν προκύπτουν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ο Αιτητής κινδυνεύει να υποστεί δίωξη και/ή σοβαρή βλάβη, η δε κατάσταση της υγείας του ουδεμία σύνδεση φέρει με δίωξη και/ή σοβαρή βλάβη που εκείνος ενδέχεται να αντιμετωπίσει στη χώρα καταγωγής του. Ως εκ τούτου, ο φόβος του Αιτητή κρίθηκε ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.
Κατά τη νομική ανάλυση, οι Καθ΄ων η αίτηση έκριναν ότι δεν ανέκυψαν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, καθώς δεν ανέκυψε ούτε βάσιμος και δικαιολογημένος δίωξης στη χώρα καταγωγής του αλλά ούτε και ενδεχόμενο να κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση, βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β).
Ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ), οι Καθ΄ων η αίτηση προχώρησαν σε έρευνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και κατέληξαν ότι δεν επικρατούν εκεί συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων στα πλαίσια κάποιας εσωτερικής και/ή διεθνούς σύρραξης καθώς η πολιτεία Cross River, επί της οποίας εντοπίζεται η πόλη Igbo-Etche, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν πλήττεται από συγκρούσεις. Κατέληξαν ως εκ τούτου οι Καθ΄ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν πληροί ούτε τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στην απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή, ενώ σχολίασε ότι ενδεχόμενη επιστροφή του Αιτητή στη Νιγηρία δεν αντίκεται στην αρχή της μη επαναπροώθησης. Εισηγήθηκε ωστόσο όπως παραλειφθεί η έκδοση απόφαση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του λόγω των προσωπικών του περιστάσεων, αφού ενδέχεται να χρήζει άλλου είδους προστασία η οποία δεν εμπίπτει στην εφαρμογή της ΟΑΕΕ 2011/95/EE.
Η ανωτέρω έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού υιοθετήθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στις 06/06/2023 και κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 14/07/2023. Ακολούθως ο Αιτητής καταχώρησε την υπ’ αριθ. 2310/2023 προσφυγή, επί της οποίας το Δικαστήριο εξέδωσε απορριπτική απόφαση στις 31/01/2024, κρίνοντας ότι δεν ανέκυψαν τα στοιχεία εκείνα τα οποία θα μπορούσαν να θεμελιώσουν την υπαγωγή του στις πρόνοιες των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Παράλληλα, το Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα της επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής της του, εφόσον η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να μην εκδώσει απόφαση επιστροφής.
Κατά την υποβολή μεταγενέστερης αίτησής για επανεξέταση του φακέλου του, ο Αιτητής κατέγραψε στο σχετικό έντυπο ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω μίας διαμάχης, ενώ προσέθεσε ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας (βλ. ερ. 125 δ.φ).
Εξετάζοντας προκαταρκτικά τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο Αιτητής με μεταγενέστερή του αίτηση (βλ. ερυθρά 132-133 δ.φ.), ο αρμόδιος λειτουργός των Καθ' ων η Αίτηση έκρινε ότι ο πρώτος, με τη μεταγενέστερη αίτησή του, δεν πρόβαλε νέους αλλά επανέλαβε τους ίδιους ισχυρισμούς, αφού κατά τη διάρκεια της υπ’ αριθ. 2310/23 διοικητικής προσφυγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι υποβάλλει ένσταση καθώς αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας και ήρθε στην Κύπρο προκειμένου να λάβει θεραπεία (βλ. ερ. 105 δ.φ.). Επίσης, ο Αιτητής, κατά τη διάρκεια της αρχικής εξέτασης του αιτήματός του, ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή αντιμετώπιζε πρόβλημα με την κυβέρνηση της Νιγηρίας λόγω της συμμετοχής του στο κίνημα IPOB (βλ. ερ. 31 – 22 δ.φ.) καθώς και λόγω του ότι αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, πλην όμως σημείωσε ότι τα ανωτέρω ζητήματα εξετάστηκαν πλήρως και απορρίφθηκαν, ως λόγοι εκχώρησης διεθνούς προστασίας, κατά την αξιολόγηση του αρχικού αιτήματος του Αιτητή. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι τα στοιχεία που επέβαλε ο Αιτητής κατά την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματός έχουν ήδη εξεταστεί τόσο από την Υπηρεσία Ασύλου όσο και από το παρόν Δικαστήριο, με αποτέλεσμα να μην αποτελούν νέα στοιχεία τα οποία δεν είχαν στην κατοχή τους κατά την αρχική εξέταση του αιτήματος του Αιτητή.
Επιπλέον, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν ανακύπτουν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ο Αιτητής κινδυνεύει να υποβληθεί σε βασανιστήρια και/ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και την αρχή της μη επαναπροώθησης.
Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός εισηγήθηκε την απόρριψη του μεταγενέστερου αιτήματος του Αιτητή ως απαράδεκτου, ωστόσο εισηγήθηκε να μην εκδοθεί απόφαση επιστροφής του Αιτητή στη Νιγηρία, λόγω της κατάστασης της υγείας του.
Ακολούθως, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την έκθεση -εισήγηση του λειτουργού για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου.
Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι η εξέταση μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια: το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.[1]
Αναφορικά με το παραδεκτό της υπό εξέτασης λοιπόν, το Δικαστήριο κρίνει ότι, με το μεταγενέστερο αίτημά του, ο Αιτητής επικαλέστηκε τους λόγους που ανέφερε τόσο κατά την υποβολή του αρχικού του αιτήματος, όσο και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δια της υπ. αριθ. 2310/2023 προσφυγής του. Δεν υπέβαλε κάποιο νέο στοιχείο το οποίο οι Καθ΄ων η αίτηση αλλά και το παρόν Δικαστήριο, στα πλαίσια εξέτασης της υπ. αριθ. 2310/2023 προσφυγής, δεν έλαβαν υπόψη κατά την έκδοση των αποφάσεών τους. Παρατηρώ συναφώς, ότι πλην της αρχικής βεβαίωσης των Νοσοκομείων πόλης Χρυσοχούς και Τροόδους ημερομηνίας 05/09/2022, το οποίο ο Αιτητής προσκόμισε κατά τη διάρκεια της εξέτασης του αρχικού του αιτήματος, ο Αιτητής κατά την ενώπιόν μου διαδικασία προσκόμισε Βεβαίωση της απόφασης του Υπουργού Υγείας να επιτρέψει την κατ’ εξαίρεση παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης προς τον Αιτητή ως να ήταν δικαιούχος αντιμετώπισης της νεφρικής ανεπάρκειας, ημερομηνίας 20/09/2024. Το Δικαστήριο δεν αξιολογεί το εν λόγω έγγραφο σαν νέο στοιχείο, αφού από τα ενώπιόν μου δεδομένα και δη την Ιατρική Βεβαίωση της Νεφρολογικής Κλινικής των Νοσοκομείων Χρυσοχούς και Τροόδους, ημερομηνίας 05/09/2022, ο Αιτητής φέρεται να απολάμβανε την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης από τις Υπηρεσίες της Δημοκρατίας, είτε κατά κανόνα ή κατ΄ εξαίρεση, συνεχώς και αδιαλείπτως.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο αρμόδιος λειτουργός ορθά και νόμιμα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής με την μεταγενέστερη του αίτηση δεν αποτελούν νέα στοιχεία, αφού αυτά πράγματι είχαν τεθεί και κατά την εξέταση της αρχικής του αίτησης και εξετάστηκαν δεόντως από τη διοίκηση και μετέπειτα από το Δικαστήριο, την απόφαση του οποίου δεν αμφισβήτησε με οποιονδήποτε τρόπο και ως εκ τούτου κατέστη τελεσίδικη.
Λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης της υγείας του Αιτητή σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς που εγείρουν οι συνήγοροί του ότι η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή έπρεπε να κριθεί παραδεκτή αφού λόγω της κατάστασης υγείας του πληρούνται οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, το Δικαστήριο αφενός μεν απορρίπτει τον ισχυρισμό αυτό λόγω του ότι το στοιχείο αυτό δεν είναι νέο, αφετέρου ακόμη και αν θεωρείτο ότι ήταν νέο, δεν αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας προς το πρόσωπό του.
Αναφορικά με την εφαρμογή του εδαφίου (β) του άρθρου 19(2) του Περί Προσφύγων Νόμου και την εξέταση του κατά πόσον ο αιτητής κινδυνεύει κατά την επιστροφή του στην χώρα καταγωγής του να υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση λόγω του ότι πάσχει από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, το Δικαστήριο αρχικά παραπέμπει στην απόφαση του ΔΕΕ, C-542/13, Mohamed M'Bodj κατά Βελγικού Δημοσίου, ημερ.18/12/2014, η οποία αναφέρει ότι οι λόγοι υγείας από μόνοι τους και ειδικότερα ο κίνδυνος να επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας ενός πάσχοντος από σοβαρή ασθένεια λόγω της ανυπαρξίας κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στην χώρα καταγωγής του, δεν αρκoύν για να χορηγηθεί σε αυτόν το καθεστώς επικουρικής προστασίας, καθότι θα πρέπει να συντρέχει παράλληλα το στοιχείο της ηθελημένης αποστέρησης ιατρικής περίθαλψης σε σχέση με την μη παροχή/πρόσβαση του αιτητή σε κατάλληλη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη δηλαδή η βλάβη θα πρέπει να προκύπτει από συμπεριφορά τρίτου. Ειδικότερα, η σκέψη 35 της εν λόγω απόφασης αναφέρει ότι «Το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής». Η δε σκέψη 36 της ανωτέρω απόφασης αναφέρει: «Ομοίως, η αιτιολογική σκέψη 26 της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει ότι οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη. Επομένως, ο κίνδυνος επιδεινώσεως της καταστάσεως του πάσχοντος από σοβαρή ασθένεια υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος απορρέει από την ανυπαρξία κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη χώρα καταγωγής του, δεν αρκεί προκειμένου να χορηγηθεί η επικουρική προστασία, εκτός αν απορρέει από την ηθελημένη άρνηση χορηγήσεως ιατρικής περιθάλψεως στον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρας». Η σκέψη 41 της επικληθείσας απόφασης αναφέρει: «Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το άρθρο 15, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι η σοβαρή προσβολή που αυτό διαλαμβάνει δεν καλύπτει περίπτωση κατά την οποία τυχόν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, κατά τα προβλεπόμενα από την εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία, την οποία ενδέχεται να υποστεί αιτών διεθνή προστασία σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του είναι απόρροια της ελλείψεως κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη συγκεκριμένη χώρα, εκτός αν συντρέχει περίπτωση ηθελημένης αρνήσεως χορηγήσεως ιατρικής περιθάλψεως στον εν λόγω αιτούντα», η δε σκέψη 43 ολοκληρώνει: « Εντούτοις, η επιφύλαξη του άρθρου 3 της οδηγίας 2004/83 απαγορεύει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ διατάξεις που χορηγούν το προβλεπόμενο από την οδηγία καθεστώς της επικουρικής προστασίας σε υπήκοο τρίτης χώρας πάσχοντα από σοβαρή ασθένεια λόγω του κινδύνου επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας του συνεπεία της ελλείψεως κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη χώρα καταγωγής, καθόσον τέτοιου είδους διατάξεις δεν συνάδουν με τη συγκεκριμένη οδηγία".»[2] (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).
Από τα ενώπιόν μου στοιχεία λοιπόν, αλλά και από τους ισχυρισμούς που προωθεί ο Αιτητής και οι συνήγοροί του, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει οιοδήποτε στοιχείο το οποίο να παραπέμπει σε ηθελημένη αποστέρηση πρόσβασης του Αιτητή σε υπηρεσίες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στη χώρα καταγωγής του η οποία να προκύπτει από συμπεριφορά τρίτου προσώπου και/ή φορέα. Το συγκεκριμένο συμπέρασμα ενδυναμώνεται και από το ότι αν και η ασθένεια του Αιτητή είναι αποτυπώνεται ως χρόνια, εκείνος εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του το 2020, σε ηλικία 32 ετών. Ως εκ τούτου αξιολογείται ότι ο Αιτητής λάμβανε κατά το παρελθόν αντίστοιχη ιατροφαρμακευτική φροντίδα στη χώρα καταγωγής του και δεν ανακύπτει καμία ένδειξη περί του ότι θα του αποστερηθεί αντίστοιχη ιατρική φροντίδα σε περίπτωση επιστροφής του εκεί. Επίσης ο Αιτητής, δια των ισχυρισμών που προβάλλει, δεν υποδεικνύει οιαδήποτε ενέργεια τρίτου η οποία να επιφέρει προς τον ίδιο την ηθελημένη αποστέρηση του δικαιώματος πρόσβασής του σε υπηρεσίες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, και δη αιμοκάθαρσης, στη χώρα καταγωγής του, βασική προϋπόθεση χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας για λόγους υγείας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (β) καθώς και τη Νομολογία του ΔΕΕ όπως αυτή αναλύθηκε ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα επιχειρήματα του Αιτητή για την κατάσταση υγείας του δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης σε αυτόν συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (β) του περί Προσφύγων Νόμου.
Τέλος, τονίζω ότι ανεξαρτήτως του ότι η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ο αρμόδιος λειτουργός στην έκθεση του επί του μεταγενέστερου αιτήματος του Αιτητή εισηγήθηκε τη μη επιστροφή του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του για λόγους που δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της διεθνούς προστασίας, συμπέρασμα το οποίο φαίνεται να υιοθετείται πλήρως από τους Καθ’ων η Αίτηση, οι οποίοι δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια προς απέλαση του Αιτητή και φαίνεται να του παρέχουν την ιατρική περίθαλψη και φροντίδα που χρειάζεται.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, όπως τα έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, χωρίς έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34, https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:62019CJ0921&from=NL
[2] https://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?language=en&jur=C,T,F&num=c-542/13, (ημ. πρόσβ. 17/06/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο