
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.1047/24
25 Ιουλίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Ρ. Ε.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κα Ε. Φράγκου, Δικηγόρος για Αιτητή
Κα Θ. Βασιλάκη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.29/02/24, που του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (Αιτητικό Α) και απόφαση «ότι ο Αιτητής […] δικαιούται να αναγνωριστεί ως πολιτικός πρόσφυγας και/ή να του παραχωρηθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας» (Αιτητικό Β).
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μέσω κατεχομένων στις 15/01/20 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 17/01/20 (ερ.1-3, 20-22, 67).
Στις 30/10/23 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός ασύλου, όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.51-67). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση- Εισήγηση και στις 06/02/24 η αίτηση διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.82-95).
Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία δόθηκε διά χειρός στις 29/02/24, σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν (ερ.96, 1).
Στην επίδικη αίτηση ασύλου ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής του «εξαιτίας απειλών κατά της ζωής του από πρώην συναδέλφους του». Ως αναφέρει, ο ίδιος εργαζόταν ως υπάλληλος ασφαλείας στην πόλη Buea και, μετά «τα προβλήματα στις ΒΔ και ΝΔ περιοχές της χώρας, μερικοί (από τους συνάδελφους του) έγιναν εγκληματίες (bandits). Μετά από πολλές προσπάθειες από συγκεκριμένο άτομο ώστε ο αιτητής να ενταχθεί στην ομάδα του, ο αιτητής αρνήθηκε και μετά κατήγγειλε το πρόσωπο αυτό στις αρχές, δίνοντας παράλληλα πληροφορίες γι’ αυτόν και τη δράση του. Μετά απ’ αυτό προσπάθησαν πολλές φορές να σκοτώσουν τον αιτητή και διέφυγε σε αρκετές πόλης της χώρα και γι’ αυτό ήρθε στη Δημοκρατία για να ζητήσει άσυλο.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στη Douala, όπου έζησε μέχρι 17 ετών, ακολούθως πήγε στη Limbe για 3 χρόνια, επέστρεψε στην Douala, μετά πήγε στην Buea το 2014-2018 και επέστρεψε εκ νέου στη Douala το 2018, όπου και έμεινε με την οικογένεια του μέχρι τις 30/09/19, όταν έφυγε από τη χώρα. Ο αιτητής είναι χριστιανός, απόφοιτος πανεπιστημίου, εργαζόταν στον τομέα ασφαλείας από το 2012 έως το 2014 στη Douala, από το 2014 ως το 2018 ήταν προσωπικός φρουρός του (τότε) δημάρχου της Buea, είναι άγαμος, πατέρας τριών ανήλικων τέκνων, δύο εκ των οποίων διαβιούν στη Douala με τη μητέρα τους, και ένα στη Δημοκρατία, η μητέρα του οποίου είναι αιτήτρια διεθνούς προστασίας. Η οικογένεια αποτελείται από τους γονείς του και 4 αδερφές, εκ των οποίων οι γονείς και δύο αδερφές μένουν στη Douala, μια αδελφή στη Yaoundé και μια στη Γαλλία.
Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής ο αιτητής ανέφερε ότι ο ίδιος και η οικογένεια του στοχοποιήθηκαν από αποσχιστές, λόγω του ότι ήταν προσωπικός φρουρός του πρώην δημάρχου της Buea, δέχθηκε απειλές, έγινε απόπειρα απαγωγής των τέκνων του, εκ των οποίων το ένα σκοτώθηκε καθ’ ον χρόνο ο ίδιος βρισκόταν στη Δημοκρατία.
Ειδικότερα, δήλωσε ότι εργαζόταν ως σωματοφύλακας του δημάρχου της Buea, απ’ όπου αποφάσισε να παραιτηθεί εξαιτίας των επιθέσεων που δεχόταν από αποσχιστές. Σε ερωτήσεις σχετικά με τις επιθέσεις, δήλωσε ότι περί τα τέλη του 2016 έλαβε απειλητικά μηνύματα από διάφορα πρόσωπα αγνώστων στοιχείων, τις οποίες απέδωσε στο ότι είχε αναγνωσιμότητά λόγω της θέσης του. Κατά τις αρχές του 2017 δέχτηκε προτάσεις να ενταχθεί σε ομάδα των αποσχιστών, τις οποίες απέρριψε. Σε σχέση με την απόπειρα απαγωγής των τέκνων του, δήλωσε ότι περί το 2018, χωρίς να θυμάται πότε ακριβώς, ενώ βρισκόταν με την οικογένειά του στο σπίτι τους στη Douala, άγνωστο πρόσωπο φωτογράφιζε τα τέκνα του που βρίσκονταν στην αυλή της οικίας, και προσπάθησε να τα πείσει να τον ακολουθήσουν. Ο αιτητής τον οδήγησε στο αστυνομικό τμήμα, όπου έκαναν λόγο για εμπορία παιδιών και τον κράτησαν. Σχετικά με το προφίλ του ατόμου που κατ’ ισχυρισμό προσπάθησε να απαγάγει τα παιδιά του, ο αιτητής δήλωσε ότι θεωρεί πως ήταν μέλος των αποσχιστών, δεδομένου ότι μιλούσε αγγλικά.
Αναφορικά με την απώλεια του τέκνου του, δήλωσε ότι περί τον Οκτώβριο 2021, η τότε σύντροφός του μετέβη με τα τέκνα τους στη Buea, στην περιοχή Bakweri, όταν κατά τη διάρκεια ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ στρατού και αποσχιστών, εξοστρακισμένη σφαίρα τραυμάτισε θανάσιμα την 7 μηνών κόρη τους. Σχετικά με τους λόγους που μετέβησαν στη Buea, δήλωσε ότι ο ίδιος διατηρούσε σπίτι εκεί και έμεναν σε αυτό το σπίτι, προσθέτοντας στη συνέχεια ότι μετέβησαν για διακοπές γιατί πίστευαν πως είναι ασφαλής περιοχή.
Σχετικά με τους λόγους που δεν επιθυμεί να επιστρέψει ο αιτητής δήλωσε ότι φοβάται τη στοχοποίησή του από τους αποσχιστές, αλλά και τον συσχετισμό του με τους τελευταίους από την κυβέρνηση. Ερωτώμενος σχετικά με τον κατ’ ισχυρισμό συσχετισμό του ιδίου με τους αποσχιστές από την κυβέρνηση ο αιτητής δήλωσε ότι από καταγγελία των συγγενών του για τον θάνατο της κόρης του, περί τον Οκτώβρη ή Νοέμβρη του 2020, η αστυνομία τους ενημέρωσε ότι δεν θα επέμβει καθώς τόσο οι δράστες όσο και ο πατέρας του τέκνου είναι αποσχιστές και ότι επρόκειτο για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Επιπλέον, ανέφερε ότι κατά τη παραμονή του στη Δημοκρατία, το 2021, έλαβε εκ νέου απειλητικό μήνυμα από πρόσωπο αγνώστων στοιχείων, που θεωρεί ότι ανήκει στους αποσχιστές. Ερωτώμενος αν έχει κάποιο αντίγραφο του μηνύματος ο αιτητής απάντησε αρνητικά, λόγω απώλειας του κινητού του τηλεφώνου, ισχυριζόμενος ότι προσκόμισε αντίγραφο στην υπηρεσία και εν συνεχεία δηλώνοντας ότι δεν προσκόμισε, καθώς δεν του ζητήθηκε. Ερωτηθείς αν μετά τη φυγή του από το Καμερούν, υπήρξε κάποιο άλλο περιστατικό εις βάρος του, απάντησε αρνητικά. Ερωτώμενος σχετικά με τη δυνατότητά του να εγκατασταθεί σε κάποια άλλη περιοχή κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής, απάντησε αρνητικά και ανέφερε ότι πλέον έχει νέα οικογένεια στη Δημοκρατία.
Στα πλαίσια της επίδικης αίτησης ο αιτητής προσκόμισε αντίγραφα φωτογραφιών, όπου παρουσιάζονται παιδιά, ένα εκ των οποίων σε κρεβάτι, και μια οικογένεια, εκτυπώσεις φωτογραφιών από φερόμενα νομιμοποιητικών εγγράφων της αδερφής του στην Ιταλία, , φερόμενης επαγγελματικής κάρτας του αιτητή και εκτύπωση email από την αδελφή του που διαμένει στη Γαλλία (ερ.31-35). Σχετικά με τα ως άνω έγγραφα ο αιτητής δήλωσε ότι αφορούν το θάνατο της ανήλικης κόρης του και απεικονίζουν την ίδια στο νοσοκομείο μετά τον τραυματισμό, καθώς και την κηδεία της, τα οποία και έλαβε μέσω της εφαρμογής μηνυμάτων το 2021 (ερ.54 – 1Χ) τα δε υπόλοιπα – ως ανέφερε - αφορούν την εργασία του και νομιμοποιητικά έγγραφα της αδερφής του στην Ιταλία (ερ.53-54).
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή στην αίτηση και τη συνέντευξη, κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.
1. Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος διαμονής του αιτητή
2. Ο αιτητής δέχθηκε απειλές από αποσχιστές, καθώς ήταν σωματοφύλακας του δημάρχου της Buea περί τα τέλη 2016
3. Το 2018, άγνωστα πρόσωπα, αποπειράθηκαν να απαγάγουν τα παιδιά του αλλά ο αιτητής τους πήρε σε αστυνομικό σταθμό και υπέβαλε καταγγελία
4. Η κόρη του αιτητή σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα στην Buea τον Οκτώβριο του 2021, κατά τη διάρκεια ένοπλης αντιπαράθεσης του στρατού και αποσχιστών
5. Ο αιτητής έλαβε απειλητικά μηνύματα το 2021, ενόσω διέμενε στη Δημοκρατία
Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο ουσιώδη ισχυρισμό, απέρριψαν δε όλους τους υπόλοιπους ισχυρισμούς, καθώς κρίθηκε ότι στερούνται συνοχής και αξιοπιστίας.
Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του αιτητή επί τούτου ήταν αόριστες και γενικές, χωρίς να είναι σε θέση να αναφέρει λεπτομέρειες σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες απειλήθηκε, την ταυτότητα των ατόμων που τον απειλούσαν, τους λόγους στοχοποίησης και τη σύνδεση μεταξύ απειλών και ιδιότητας του, ως ο ίδιος είχε αναφέρει, ο φύλακας του δημάρχου της Buea. Σε πολλές ερωτήσεις που του τέθηκαν σε σχέση με όλα τα ως άνω ο αιτητής παρέμεινε ασαφής και οι αποκρίσεις του στερούνταν και πάλι εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών σχετικά. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού σημειώθηκε ότι παρά την έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, δεν εντοπίστηκαν πληροφορίες σχετικά με τον εν λόγω ισχυρισμό που να τον επιβεβαιώνουν και, κάνοντας αποδεκτή την προϋπηρεσία του ως υπαλλήλου ασφαλείας στη Buea, σύμφωνα με το ερ.33 (φωτογραφία 2) κατά τη περίοδο 2014 -2017, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν ο ισχυρισμός στερείται εσωτερικής και εξωτερικής συνοχής και γι’ αυτό τον απέρριψαν ως αναξιόπιστο.
Ο 3ος ουσιώδης ισχυρισμός έτυχε ομοίως απόρριψης, ελλείψει αξιοπιστίας στις δηλώσεις του αιτητή, οι οποίες κρίθηκαν στο σύνολό τους γενικές και αόριστες, δεδομένου του ότι, ως στην επίδικη έκθεση καταγράφεται, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες σχετικά με τους δράστες της απόπειρας απαγωγής των παιδιών του, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το εν λόγω συμβάν, τον χρόνο που συνέβη, τους λόγους που αυτό έγινε, τον τρόπο με τον οποίο οδήγησε τους δράστες στο αστυνομικό τμήμα, καθώς και τα όσα συνέβησαν κατά και μετά την καταγγελία του ως άνω συμβάντος. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού οι καθ’ ων η αίτηση σημείωσαν ότι παρά την έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε πηγές πληροφόρησης, δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν πληροφορίες σχετικά με τον εν λόγω ισχυρισμό και τελικά τον απέρριψαν ως αναξιόπιστο, καθότι, ως κρίθηκε, αυτός στερείται εσωτερικής και εξωτερικής συνοχής.
Επί του 4ου ουσιώδους ισχυρισμού κρίθηκε ότι και πάλι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες που τραυματίστηκε το παιδί του, αναφέροντας γενικόλογα ότι η μητέρα του τέκνου θεωρούσε ότι είναι ασφαλής η κατάσταση στη Buea. Παρά δε τις επανειλημμένες ερωτήσεις που τέθηκαν επί τούτου στον αιτητή, αυτός δεν απάντησε με σαφήνεια για τους λόγους που το τέκνο και η μητέρα του μετέβησαν στη Buea, δίνοντας αντιφατικές απαντήσεις, αναφέροντας αρχικά ότι αυτή ήταν η οικία του και εν συνεχεία ότι μετέβησαν για διακοπές, χωρίς να είναι σε θέση τελικά να περιγράψει το πως τελικά αποβίωσε το παιδί του. Στις πλείστες δε των ερωτήσεων που του υποβλήθηκαν σχετικά με τα ως άνω ο αιτητής παρέμεινε ασαφής και αντιφατικός, παραδεχόμενος μάλιστα σε κάποιο σημείο ότι δεν θυμάται άλλη λεπτομέρεια, παρότι, ως οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν, θα αναμενόταν να λάβει πληροφορίες από την μητέρα του παιδιού του, η οποία βίωσε το συμβάν. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού οι καθ’ ων η αίτηση σημείωσαν ότι παρά την έρευνα δεν εντοπίστηκαν πληροφορίες που να σχετίζονται με τα ως και, σε σχέση με τα προσκομισθέντα έγγραφα, κρίθηκε ότι δε δύνανται να στοιχειοθετήσουν την αξιοπιστία του ισχυρισμού, δεδομένου ότι δεν μπορούν να επαληθευτούν τα πρόσωπα και οι συνθήκες που απεικονίζονται, ενώ ούτε ο αιτητής ήταν σε θέση να απαντήσει με σαφήνεια σχετικά με το περιεχόμενό τους.
Ως προς τον 5ο ουσιώδη ισχυρισμό κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση, παρότι επί τούτου ερωτήθηκε, να προσδιορίσει με σαφήνεια τα πρόσωπα που τον απειλούν και την ιδιότητά τους, το περιεχόμενο των απειλών και τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβαν χώρα απειλές, ενόσω ο ίδιος ήταν στη Δημοκρατία. Οι δηλώσεις του σχετικά με τους λόγους στοχοποίησής του, ήτοι την εργασία του, καθώς και η πεποίθησή του ότι οι δράστες ήταν μέλη των αποσχιστών, ως αορίστως και χωρίς τελικά να εξηγεί γιατί άχθηκε σ’ αυτό το συμπέρασμα και πως, κρίθηκαν ως γενικές και αόριστες. Επιπλέον, κρίθηκαν αντιφατικές οι δηλώσεις του σχετικά με τυχόν αποδείξεις, όταν ρωτήθηκε αν έχει στην κατοχή του κάποιο στοιχείο σχετικά με τα απειλητικά μηνύματα που έλαβε δια τηλεφώνου, επί του οποίου αρχικά ανέφερε ότι προσκόμισε τα εν λόγω αντίγραφα στην Υπηρεσία και εν συνέχει δηλώνοντας ότι προσκόμισε μόνο όσα έγγραφα του ζήτησε η Υπηρεσία. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού σημειώθηκε ότι δεν εντοπίστηκαν πληροφορίες που να σχετίζονται με τον εν λόγω ισχυρισμό και τελικώς, δεδομένης της ασάφειας στις δηλώσεις του αιτητή και την αδυναμία προσκόμισης τυχόν αποδεικτικών στοιχείων επί των ως άνω, ο ισχυρισμός κρίθηκε αναξιόπιστος και απορρίφθηκε.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση ασφαλείας στη Douala και του προφίλ του αιτητή, ήτοι ότι πρόκειται για ενήλικά, αυτόνομο, επαρκώς μορφωμένο, με εργασιακή εμπειρία, χωρίς προβλήματα υγείας, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν συντρέχει εύλογη πιθανότητα δίωξης ή σοβαρής βλάβης.
Συνεπεία των ως άνω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του.
Στα πλαίσια της αγόρευσης της η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, κατόπιν συνοπτικής καταγραφής των λεγομένων του αιτητή κατά τη συνέντευξη, αναφέρει ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του, δεν έγινε εξατομικευμένη αξιολόγηση αυτών, η επίδικη απόφαση στηρίζεται σε ανεπαρκή και ελλιπή στοιχεία, στερείται αιτιολογίας, είναι προϊόν πλάνης, ελήφθη χωρίς να αξιολογηθούν επαρκώς οι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, λανθασμένα κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί είναι αναξιόπιστοι και, τέλος, εξίσου εσφαλμένο είναι και το εύρημα των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν διατρέχει κίνδυνο. Προς επίρρωση των ως άνω θέσεων γίνεται αναφορά και παρατίθεται απόσπασμα από την απόφαση στη C-277/11, Μ. Μ., ημ.22/11/12, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή έχει δεόντως δικογραφηθεί και ουδείς αναπτύσσεται επαρκώς και δια τούτο θα πρέπει να απορριφθούν άπαντες ως ανεπίδεκτοι δικαστικής κρίσης, στη βάση σχετικής νομολογίας. Περαιτέρω, σημειώνουν ότι το βάρος απόδειξης ότι χρήζει προστασίας βρίσκεται στους ώμους του αιτητή και κάνοντας αναφορές στην οικεία νομοθεσία και νομολογία, αναφέρουν ότι τα ευρήματα τους είναι εύλογα, ορθά και απολύτως αιτιολογημένα υπό το φως των ενώπιον τους στοιχείων. Συνεπώς - ως αναφέρουν – εκ των ως άνω προκύπτει ότι ουδέν μεμπτό εντοπίζεται στην επίδικη διαδικασία, η δε προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή επί της ουσίας, προϊόν δέουσας έρευνας αλλά και πλήρως αιτιολογημένη.
Δεδομένου ότι άπαντες οι ισχυρισμοί του αιτητή συμπλέκονται με την ουσία και ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ σε εξέταση όλων των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων εξ υπαρχής, εξέταση που τελείται σε κάθε περίπτωση (βλ. Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.107/2023, Q. B. T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).
Προχωρώ λοιπόν σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».
Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:
«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […]
Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Ενόψει και κατ’ εφαρμογή και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών επί της αξιολόγησης αξιοπιστίας θα συμφωνήσω εδώ με τα ευρήματα επί του 2ου, 3ου, 4ου και 5ου ουσιώδους ισχυρισμού αλλά και την τελική κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, καθώς το σύνολο του αφηγήματος του αιτητή επί όλων των ουσιωδών ισχυρισμών παρουσιάζει καταφανή κενά, ελλείψεις σε εύλογα αναμενόμενες λεπτομέρειες και αοριστίες, ως και οι καθ’ ων η αίτηση τις έχουν εντοπίσει, οι οποίες πλήττουν μοιραία και αναπόφευκτα την εσωτερική συνοχή όλων ανεξαιρέτως των δηλώσεων του αναφορικά τόσο με τις απειλές που κατ’ ισχυρισμό δέχθηκε από άτομα που ανήκουν στις δυνάμεις των αποσχιστών, την κατ’ ισχυρισμό απόπειρα απαγωγής των παιδιών του, τι συνέβη τότε αλλά και μετά το περιστατικό αυτό, τον θάνατο του παιδιού του από αδέσποτη σφαίρα, ενόσω αυτός βρισκόταν εδώ, αλλά και τα απειλητικά μηνύματα που δέχθηκε το 2021, χρόνο κατά τον οποίον ο αιτητής ήταν στη Δημοκρατία.
Τα όσα ανέφερε επί όλων των ως άνω περιορίστηκαν σε δηλώσεις οι οποίες, παρότι κατά τόπους συνθέτουν ένα εκ πρώτης όψεως ένα πολύπλοκο αφήγημα, το οποίο συνάδει με διαθέσιμες ΠΧΚ (βλ. πιο κάτω), εντούτοις - από μια ανάγνωση των επιμέρους λεγομένων του αιτητή - καθίσταται σαφές ότι βρίθουν κενών και ασαφειών και εκ των οποίων ελλείπει εντελώς, σε πολλά και καίρια σημεία αυτών, κάθε εύλογα αναμενόμενη λεπτομέρεια και χρονική και λογική συνέπεια.
Ενδεικτικά σημειώνω ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει ποιος τον απειλούσε το 2016, ποιος τον προσέγγισε για να ενταχθεί στου αποσχιστές, πότε ακριβώς, τι ακριβώς του ειπώθηκε, πότε, που και τι διημείφθη κατά τα περιστατικά που ανέφερε. Ομοίως δεν ήταν σε θέση να αναφέρει ποιος αποπειράθηκε να απαγάγει τα παιδιά του το 2018, γιατί πιστεύει ότι αυτός ανήκει στους αποσχιστές, τι ακριβώς έγινε κατά το περιστατικό αλλά και κατά την καταγγελία του στην αστυνομία. Αντίστοιχα, ουδέν ανέφερε ο αιτητής σχετικά με το πως το παιδί του κτυπήθηκε από αδέσποτη σφαίρα στην Buea, γιατί βρισκόταν εκεί, δεδομένου ότι ο ίδιος και η οικογένεια του μετοίκησαν στη Douala από το 2018, πως και πότε μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο και πότε ακριβώς έλαβε χώρα το εν λόγω περιστατικό και – τέλος – ουδεμία λεπτομέρεια ήταν σε θέση να αναφέρει επί των απειλών που έλαβε το 2021, ενόσω βρισκόταν στη Δημοκρατία.
Αντί λοιπόν ο αιτητής να είναι σε θέση να παρέχει λεπτομέρειες, μεταξύ των οποίων – κατ’ ελάχιστο – τους ακριβείς χρόνους που έγιναν, μια ανάμνηση του από κάποιο από τα συμβάντα που εξιστόρησε, έστω φωτογραφική, ή και κάποια συγκεκριμένη συνομιλία ή εμπειρία του από όλα όσα ανέφερε, τουναντίον, εκ του αφηγήματος του απουσιάζει κάθε ψήγμα πλήρους, συνεκτικής, ευλογοφανούς παράθεσης σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο το οποίο δεν είχε βιώσει την εμπειρία που αυτός παραθέτει. Είναι δε εκ του σημείου τούτου που το αφήγημα υπολείπεται καταφανώς του ευλόγως αναμενόμενου και είναι εκ τούτου που θεωρώ ότι διαβρώνεται η εσωτερική συνοχή των λεγομένων του.
Δεδομένων των όσων πιο πάνω αναφέρω δεν θεωρώ σκόπιμο, για σκοπούς αποφυγής επανάληψης, να αναφερθώ και πάλι σε όσα πιο πάνω καταγράφονται αναφορικά με τα επιμέρους σημεία εκ των οποίων διαβρώνεται η αξιοπιστία του αφηγήματος του αιτητή, στην παράθεση του περιεχομένου της επίδικης έκθεσης, τα οποία υιοθετώ ως ορθά και απολύτως εύλογα υπό τις περιστάσεις. Στην απουσία δε περαιτέρω μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου είναι η κατάληξη μου ότι τα κενά ως έχουν εντοπιστεί από τους καθ’ ων η αίτηση (ερ.84-90) παραμένουν και συνεπώς η αποδοχή των ισχυρισμών αυτών θα ήταν ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση τους.
Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι τα λεγόμενα του αιτητή συνάδουν μερικώς με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ).
Σχετικά με τα ως άνω εντοπίζω τα εξής.
Η Διεθνής Αμνηστία και το Human Rights Watch (HRW), τέλος, κάνουν λόγο για μη τήρηση και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε εκτεταμένο βαθμό στα πλαίσια της κρίσης στις Αγγλόφωνες επαρχίες.[1]
Αναφορά της οργάνωσης Human Rights Watch εκδοθείσα το 2018, ήτοι το χρόνο που κατ’ ισχυρισμό έλαβαν χώρα τα περιστατικά, αναφέρει την ύπαρξη ισχυρών ενδείξεων ότι οι άμαχοι οι οποίοι εκλαμβάνονται ως συνεργαζόμενοι με την κυβέρνηση στοχοποιούνται από τους αποσχιστές για εκβιασμούς, βασανισμούς και δολοφονίες.[2] Βάσει αναφοράς του ανεξάρτητου ιδρύματος Bertelsmann Stiftung[3], οι αποσχιστές στοχοποιούν αμάχους μεταξύ άλλων ως αντίποινα για αποδιδόμενη συνεργασία με την κυβέρνηση.[4] Άρθρο της εφημερίδας The African Observer, του 2023, αναφέρει ότι οι ένοπλες ομάδες συχνά κατηγορούνται για δολοφονίες, απαγωγές ή και τραυματισμούς αμάχων, τους οποίους κατηγορούν ότι συνεργάζονται με τις αρχές του Καμερούν.[5]
Τα Ηνωμένα Έθνη σημειώνουν υπάρχουν « […] αναφορές για βίαιες ενέργειες που καταλήγουν σε καταστροφή νοσοκομείων, σχολείων και ολόκληρων χωριών στις εν λόγω περιοχές τις οποίες έχουν διαπράξει μη κυβερνητικές ένοπλες ομάδες και μέλη των ενόπλων δυνάμεων του κυβερνώντος κόμματος […]»[6], ενώ το HRW, σε πρόσφατη Έκθεσή του, και η Διεθνής Αμνηστία επίσης αναφέρουν πως στις ενέργειες αυτές προβαίνουν τόσο κυβερνητικοί και μη κυβερνητικοί δρώντες[7]. Η γεωγραφική τους κατανομή αναφέρεται από τα Ηνωμένα Έθνη: «Στις ΝΔ και ΒΔ επαρχίες, υψηλά επίπεδα ανασφάλειας συνεχίζονταν. Η παρουσία κρατικών σωμάτων ασφαλείας – αστυνομία, χωροφυλακή, στρατός – είναι συγκεντρωμένη κατά μήκος των κύριων οδικών αρτηριών και στις πόλεις, ενώ οι μη κρατικές ένοπλες ομάδες εντοπίζονται κυρίως στις αγροτικές περιοχές.»[8].
Σε COI QUERY του EASO, ημ.14/06/21, αναφέρεται ότι ο εκτοπισμός πληθυσμού από τα σπίτια του είναι συχνό φαινόμενο λόγω της γενικευμένης βίας, οι οποίοι εκτοπισθέντες βρίσκουν συχνά καταφύγιο σε αγροτικές ή δασώδεις εκτάσεις κοντά στον τόπο διαμονής τους:
«According to OCHA 712 180 IDPs were within or displaced in the North-West and South-West regions as of March 2021. Violence in the aforementioned regions resulted in multiple population displacements and over 1 427 people were forced to flee their homes only in March 2021, seeking shelter and safety in nearby bushes, villages and towns. 71 More than 10 000 people, mainly in Menchum division in the North-West region, were forced to flee their villages in April 2021 and IDPs reached the number of 712 800.72 For the same reference period , a UNHCR map depicting the locations of UNHCR persons of concern mentions that as of April 2021 there were 1 032 942 internally displaced persons, the majority of whom seem to be situated in the Far North, North-West and South-West regions.73 »[9]
Πηγές των Ηνωμένων Εθνών αναφέρουν τα εξής:
«Με την κλιμακούμενη βία ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και τις μη-κρατικές ένοπλες ομάδες στις Νοτιοδυτικές και Βορειοδυτικές περιοχές τού Καμερούν κατά το 2019, ο άμαχος πληθυσμός είναι αντιμέτωπος με σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων […] μαζικό εκτοπισμό, επιθέσεις κατά περιουσιών, κάψιμο σπιτιών και χωριών, διαχωρισμός οικογενειών, απώλεια εγγράφων ταυτοποίησης, αυθαίρετη σύλληψη και κράτηση […] έλλειψη πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες που έχουν επηρεασθεί από την κρίση και σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (δολοφονίες, στρατολόγηση παιδιών, απαγωγές, έμφυλη βία, κ.ά. […] Επιθέσεις κατά χωριών, κάψιμο σπιτιών και δολοφονίες έχουν καταγραφεί.».[10]
Εκ των ως άνω ΠΧΚ καθίσταται σαφές ότι τα όσα ανέφερε ο αιτητής περί απειλών που δέχθηκε από δυνάμεις αποσχιστών, αλλά και του θανάτου του παιδιού του από αδέσποτη σφαίρα στα πλαίσια συγκρούσεων κυβερνητικών δυνάμεων με αποσχιστές, συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες, οι οποίες κάνουν λόγο για έκρυθμη κατάσταση, συχνές ένοπλες συγκρούσεις και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από αμφότερες τις μαχόμενες πλευρές.
Όμως εν προκειμένω η καταφανής έλλειψη εσωτερικής συνοχής των λεγομένων του, ως ανωτέρω εξηγώ, δεν μπορεί να υπερκερασθεί από το ότι – ως γενική πληροφορία - επιβεβαιώνεται ότι συμβάντα ως αυτά που ο αιτητής περιγράφει λαμβάνουν χώρα στο Καμερούν. Σημειώνω ότι αν το ότι συνάδει μια πληροφορία που δίδει ένας αιτητής με ΠΧΚ θεωρείτο αρκετό – άνευ ετέρου - για να ανατραπεί ένα εύρημα περί παντελούς ελλείψεως εσωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε οξύμωρα αποτελέσματα ή αποδοχή ισχυρισμών που στερούνται κάθε ψήγματος βιωματικού στοιχείου αλλά και εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και θα απέληγε τελικώς σε «αφελή και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης» (βλ. ανωτέρω απόσπασμα από εγχειρίδιο EASO). Ως δε στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ.97, αναφέρεται «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.» Επίσης, στη σελ.131 τονίζεται σχετικώς ότι «[η] γενικευμένη προσβασιμότητα πολλών πηγών ΠΧΚ, μέσω του διαδικτύου ή άλλων μέσων ενημέρωσης, συνεπάγεται την ανάγκη οι δικαστικοί λειτουργοί να έχουν υπόψη τους την πιθανότητα ορισμένες αιτήσεις διεθνούς προστασίας να έχουν καταρτιστεί κατά τρόπο ώστε να είναι συνεπείς με τις συναφείς ΠΧΚ.»
Εν προκειμένω, στη βάση των ως άνω, είναι κατάληξη μου ότι τα όσα αναφέρει ο αιτητής, συνιστούν επινοήματα του ιδίου, προκειμένου να εντάξει το αφήγημα του στην κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του. Δεδομένης όμως εδώ της σημαντικά τρωθείσας εσωτερικής συνοχής του αφηγήματος του αιτητή, ως ανωτέρω εξηγώ, οι ισχυρισμοί του δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί. Σημειώνω δε ότι στα πλαίσια της παρούσης ο αιτητής εκπροσωπείται δεόντως από δικηγόρο και συνεπώς αν ήθελε να προσφέρει περαιτέρω μαρτυρία ή στοιχεία προς διευκρίνηση των όποιων κενών ή ελλείψεων διαπιστώθηκαν, για τα οποία είναι δεόντως ενήμερος, θα μπορούσε να το πράξει δια σχετικού διαβήματος, όμως ουδέν έπραξε. Στην απουσία λοιπόν περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά, ελλείψεις και αντιφάσεις, ως ανωτέρω λεπτομερώς καταγράφονται, είναι κατάληξη μου ότι τα κενά παραμένουν και δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής των ισχυρισμών του αιτητή. Θα συμφωνήσω δε και με τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση επί των εγγράφων που ο αιτητής είχε προσκομίσει (ερ.31-35), ως αυτά καταγράφονται και πιο πάνω, επί του οποίου σημειώνω ότι, ενόψει της τρωθείσας εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του, και λαμβανομένου υπόψη ότι δεν μπορεί να διακριβωθεί η ταυτότητα των προσώπων που φαίνονται στις φωτογραφίες, ούτε ο λόγος που η αδελφή του, η συγγένεια με την οποία δεν στοιχειοθετείται, έχει ιταλικό διαβατήριο, ουδεμία βαρύτητα ή αποδεικτικά αξία θα μπορούσε να δοθεί στα έγγραφα αυτά. Αναφορικά δε με την επαγγελματική κάρτα του αιτητή συμφωνώ με το εύρημα των καθ’ ων η αίτηση ότι, παρότι δεν μπορεί, ενόψει του ότι δόθηκε μόνο φωτογραφία αυτής και όχι αυτούσια η κάρτα, να διαπιστωθεί ασφαλώς η αυθεντικότητα της, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι από μόνη της αρκετή για να ανατρέψει το εύρημα περί καταφανούς ελλείψεως εδώ εσωτερικής συνοχής.
Θα πρέπει περαιτέρω να σημειωθεί ότι, πέραν της αναφοράς του αιτητή σε τέκνο που έχει με αιτήτρια διεθνούς προστασίας, η οποία βρίσκεται στη Δημοκρατία, (ερ.62), ουδέν περαιτέρω ανέφερε σχετικά και ουδέν επί τούτου στοιχείο προσκόμισε, δια του οποίου να αποδεικνύεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο η συγγένεια του μ’ αυτό. Συνεπώς ο ισχυρισμός αυτός παραμένει ατεκμηρίωτος και δεν θα απασχολήσει. Σημειώνω περαιτέρω ότι τα όσα ανέφερε περί αποδιδόμενης σύμπραξης του με τους αποσχιστές από την κυβέρνηση, ως εντελώς ατεκμηρίωτα και ακροθιγώς αναφέρει ο αιτητής (ερ.53 – 2Χ), δεν χρήζουν άλλης εξέτασης και θα πρέπει, ομοίως με τα ως άνω να απορριφθούν συνεπεία παντελούς ή και καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής.
Δεδομένης λοιπόν της απόρριψης του συνόλου του αφηγήματος του αιτητή απομένει μια επικαιροποιημένη επισκόπηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του (Douala), όπου διαμένει και η οικογένεια του (σύζυγος, παιδιά, 2 αδέλφια, γονείς), με τους οποίους διατηρεί τακτική επαφή.
Αναφορικά με την περιφέρεια Littoral του Καμερούν, στην οποία ανήκει η πόλη Douala, για το διάστημα από 03/02/24 έως 31/01/25, καταγράφηκαν συνολικά 7 περιστατικά ασφαλείας (4 συνδεόμενοι θάνατοι), εκ των οποίων 4 κωδικοποιήθηκαν ως περιστατικά βίας κατά αμάχων (2 συνδεόμενοι θάνατοι) και 3 ως περιστατικά αναταραχών (2 συνδεόμενοι θάνατοι)[11]. Εξ’ αυτών, 3 περιστατικά βίας κατά αμάχων (1 συνδεόμενος θάνατος), και 2 περιστατικά αναταραχών (2 συνδεόμενοι θάνατοι) έλαβαν χώρα στη Douala. Σημειώνεται ότι o πληθυσμός της περιοχής ανέρχεται περί τα 4 εκατομμύρια και της Douala περί τα 3 ½ εκατομμύρια. [12] [13]
Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω [14] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN).
Σημειώνω ότι ο αιτητής είναι υγιής, περί των 40 ετών, γαλλόφωνος, έχει προηγούμενη εργασιακή εμπειρία, έχει γεννηθεί και ζήσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στην Douala και διαθέτει εκεί εκτεταμένο οικογενειακό δίκτυο (ερ.62-63).
Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.
Είναι συνεπώς κατάληξη μου ότι όλη η διαδικασία εξέτασης της επίδικης αίτησης και τα όσα περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς τεκμηριωμένα, προϊόντα επαρκούς έρευνας των υποβληθέντων στοιχείων, υπαγωγής τους στο σχετικό νομικό πλαίσιο που διέπει διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων διεθνούς προστασίας και είναι περαιτέρω πλήρως αιτιολογημένη η απόφαση.
Ουδέν προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσης που να ανατρέπει τα ως άνω.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Amnesty International (AI), Human Rights in Africa: Review of 2019 - Cameroon [AFR 01/1352/2020], 08 April 2020, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2028266.html ; Human Rights Watch (HRW), World Report 2021 – Cameroon (Events of 2020), 13 January 2021, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2043533.html (accessed on 05/08/2022)
[2] HRW, ‘These Killings can be Stopped’ (2018),21-22 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/1438857/3175_1532282307_cameroon0718-web2.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 12/02/2024)
[3] Bertelsmann Foundation, ‘Bertelsmann Stiftung’ (χωρίς ημερομηνία), διαθέσιμο σε https://www.bfna.org/bertelsmann-stiftung/
[4] BTI, ‘Cameroon Country Report 2022’ (2022), διαθέσιμο σε https://bti-project.org/en/reports/country-report/CMR (ημ. πρόσβασης 12/02/24)
[5] The African Observer, ‘30 Women Freed After Abduction by Separatists in Cameroon’s Anglophone Region’ (2023), διαθέσιμο σε https://theafricanobserver.com/30-women-freed-after-abduction-by-separatists-in-cameroons-anglophone-region/ (ημ. πρόσβασης 12/02/24)
[6] United Nations Economic and Social Council, Concluding observations on the fourth periodic report of Cameroon, E/C.12/CMR/CO/4, para. 4, 25 March 2019, available at: https://tbinternet.ohchr.org/_layouts/15/treatybodyexternal/Download.aspx?symbolno=E/C.12/CMR/CO/4&Lang=En
[7] Human Rights Watch (HRW), World Report 2021 – Cameroon (Events of 2020), 13 January 2021, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2043533.html; Amnesty International (AI), Human Rights in Africa: Review of 2019 - Cameroon [AFR 01/1352/2020], 08 April 2020, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2028266.html (accessed on 11/08/2021)
[7] United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), p. 9, June 2020, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/2039302/cmr_hno_2020-revised_25062020_print.pdf
[8] United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), p. 9, June 2020, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/2039302/cmr_hno_2020-revised_25062020_print.pdf (acc.05/08/22)
[9] EASO, COI QUERY «Latest developments on security situation in Anglophone region between 1 January 2020 and 31 May 2021», σελ.8, available at: https://euaa.europa.eu/
[10] United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), pp. 41-42, June 2020, available at:https://www.ecoi.net/en/file/local/2039302/cmr_hno_2020-revised_25062020_print.pdf (accessed on 05/08/2022)
[11] ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/ με συναφή παραμετροποίηση
[12] Republique du Cameroun, Institut National de la Statistique, Agence Regional du Littoral, Littoral en chiffres, Edition 2022, σ. 9
https://ins-cameroun.cm/wp-content/uploads/2023/06/Littoral-en-chiffres-ed2022_Francais.pdf
[14] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο