B.G.M.N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1203/2025, 30/7/2025
print
Τίτλος:
B.G.M.N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1203/2025, 30/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  1203/2025

30 Ιουλίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

B.G.M.N.,

 από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό

                                                                                             Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση                                                                                                                                   

 

ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 16.06.2025

 

Δικηγόροι Αιτήτριας: Π. Κ. Γιαννακάς

Δικηγόροι Καθ’ ων η αίτηση: Ε. Ιωάννου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση αίτηση η Αιτήτρια επιζητεί την  επαναφορά της προσφυγής της, η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης στις 11.06.2025.

 

Είναι σημαντικό να γίνει μία αναδρομή στο ιστορικό που περιβάλλει την υπόθεση αυτή προς κατανόηση των κρίσιμων παραμέτρων που θα πρέπει να αξιολογηθούν κατά την εξέταση της υπό κρίση αίτησης.

 

Ως προκύπτει λοιπόν από το δικαστικό φάκελο, η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή καταχωρίστηκε από την Αιτήτρια, δια του συνηγόρου της, στις 15.05.2025 και ορίστηκε για πρώτη εμφάνιση στις 11.06.2025. Κατά την εν λόγω ημερομηνία, ούτε η Αιτήτρια αλλά ούτε και ο συνήγορός της εμφανίστηκαν ενώ το το Δικαστήριο διαπίστωσε πρόσθετα ότι η προσφυγή δεν είχε επιδοθεί και συνεπώς απέρριψε την προσφυγή λόγω μη προώθησης.

 

Στις 16.06.2025, καταχωρίστηκε η υπό εξέταση αίτηση από τον συνήγορο της  Αιτήτριας με την οποία επιζητείται «Διάταγμα δικαστηρίου διατάττον την επαναφορά της (reinstatement) υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή» καθώς και οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει εύλογη και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.

 

Η παρούσα αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της κας Α. Μιχαήλ, η οποία είναι δικηγόρος και ως καταγράφεται στην παράγραφο 1 της ένορκής της δήλωσης, ο Δικηγόρος της Αιτήτριας «(…) μου ζήτούσε συμβουλές σε σχέση με το χειρισμό της υπόθεσης και για αυτό γνωρίζω πλήρως τα γεγονότα της παρούσης υπόθεσης αφού χρειάστηκε να αποκτήσω πρόσβαση στο φάκελο του(sic. Ως περαιτέρω επεξηγεί, προβαίνει η ίδια στην παρούσα ένορκη δήλωση και όχι η Αιτήτρια «επειδή το ζήτημα αφορά αμιγώς νομικά σημεία και είμαι δεόντως εξουσιοδοτημένη από την Αιτήτρια και τον Δικηγόρο της να προβώ στην παρούσα Ένορκη Δήλωση».

 

Σε σχέση με την ουσία του αιτήματος, καταγράφονται τα ακόλουθα στην ένορκη αυτή δήλωση:

 

«3. Στις 15/5/2025 καταχωρήθηκε η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή η οποία έλαβε τον αριθμό 1203/2025 και η οποία ορίστηκε για πρώτη φορά στις 11/6/2026 (sic). Επιδόθηκε στις 26/5/2025.

 

4.  Σύμφωνα με τις περιγραφές του Δικηγόρου, αλλά και όπως ανέφερε κατά την ηλεκτρονική επικοινωνία με την Βοηθό του Δικαστή την ίδια μέρα της εμφάνισης, ο ίδιος ήταν ενώπιον πολύωρων διευκρινίσεων ενδιάμεσης αίτησης σε διπλανή αίθουσα. Αυτό το πρακτικά και στατιστικά απρόβλεπτο γεγονός τον κατέστησε πρακτικά αδύνατο να είναι παρόν στο δικαστήριο και/ή ενημερώσει το δικαστήριο (και πόσο μάλλον να εξουσιοδοτήσει άλλον συνάδελφο προς υποκατάσταση του), ενώ σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να υπονοείται ότι ένας δικηγόρος μπορεί να αναλαμβάνει μόνο μέχρι μια εμφάνιση ανά ημέρα.

 

5. Τα ως άνω αναφερόμενα γεγονότα δικαιολογούν τις αιτούμενες θεραπείες, ήτοι την επαναφορά της προσφυγής εφόσον η δικηγόρος του Αιτητή ουδέποτε προέβηκε σε οποιαδήποτε πράξη ή/και παράλειψη η οποία να δικαιολογεί την απόρριψη της προσφυγής του Αιτητή λόγω μη προώθησης, αντιθέτως πάντα συμμορφωνόταν με τις Οδηγίες του Σεβαστού Δικαστηρίου».

 

Παρεμβάλλω στο παρόν σημείο, ότι ο συνήγορος της Αιτήτριας, με σχετικό ηλεκτρονικό του μήνυμα ημερ. 11.06.2025, το οποίο εντοπίζεται στον δικαστικό φάκελο ενημέρωσε την βοηθό του Δικαστηρίου (court assistant), κα Μ. Σπυριτή ως ακολούθως:

 

«Οι διευκρινήσεις (sic) στην προσφυγή 1158/23 διήρκησαν υπέμετρα, ενώ η ανάγκη να είμαι προσκολλημένος με κατέστησε αμελή σε σχέση με την ώρα και οπόταν να ζητήσω ολιγόλεπτη διακοπή.

 

Σε σχέση με την προσφυγή 1203/25 επισυνάπτω την ΕΔ του Επιδότη σε χρόνο εντός των προθεσμιών. Είναι θερμή παράκληση μου να μου επιτραπεί αύριο να παραβρεθώ ώστε να προσκομίσω στο πρωτοκολλητείο το πρωτότυπο έγγραφο ή στην Εντιμότατη Δικαστή».

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση καταχώρισαν, με τη σειρά τους, στις 01.07.2025 Ένσταση στην αίτηση της Αιτήτριας προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

 

1.  Η αίτηση πάσχει δικονομικά και/ή ουσιαστικά.

 

2.  Η Αιτήτρια δεν προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και/ή αποκρύπτει ουσιώδη γεγονότα και/ή εσκεμμένα παρουσιάζει τα γεγονότα διαφορετικά έτσι και η παρούσα αίτηση καθίσταται κακόπιστη και/ή παραπλανητική.

 

3.  Τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι αναληθή, αντιφατικά, μη εύλογα και ακόμη και αν γίνουν δεκτά στην ολότητα τους δεν δικαιολογούν την επαναφορά της δικαστικής διαδικασίας.

 

4.  Σκοπός της παρούσας αίτησης είναι η υπερφαλάγγιση των δικονομικών διατάξεων και η αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών.

 

5.  Δεν αποκαλύπτεται κανένας λόγος και/ή κανένας καλός λόγος που να επιτρέπει την επαναφορά της προσφυγής και/ή κανένας λόγος που να αποδεικνύει ότι η μη εμφάνιση δεν ανταποκρίνεται στην πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής.

 

6.  Δεν αποκαλύπτεται κανένας λόγος και/ή κανένας καλός λόγος που να επιτρέπει την επαναφορά της προσφυγής και/ή κανένας λόγος που να αποδεικνύει ότι η μη εμφάνιση δεν ανταποκρίνεται στην πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής, λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη και το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την απόρριψη της Προσφυγής της Αιτήτριας μέχρι την καταχώρηση (sic) της παρούσας, το οποίο δεν μπορεί να θεωρείται εύλογο υπό τις περιστάσεις.

 

7.  Δεν επιτρέπεται η επαναφορά στις περιπτώσεις που η πρόθεση του Αιτητή και/ή των συνηγόρων που τον εκπροσωπούν είναι η εγκατάλειψη ή/και η μη προώθηση της προσφυγής.

 

8.  Με την παρούσα αίτηση η Αιτήτρια προτίθεται να καταχραστεί τα όρια της δικαστικής διαδικασίας.

 

9.  Με την παρούσα αίτηση σκοπείται η κατάχρηση των προνοιών του Κανονισμού 3(γ) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί (sic) Κανονισμοί (sic) του 2019 (3/2019).

 

10.   Με την παρούσα αίτηση σκοπείται η παράταση της ανατρεπτικής προθεσμίας των 30 ημερών που προνοείται στο άρθρο 146.3 του Συντάγματος ή/και του άρθρου 12Α(1) του Νόμου 73(Ι)/2018.

 

11.   Λάθη και/ή αμέλεια και/ή παράλειψη και/ή ισχυρισμοί ως αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση δεν συνιστούν νομικό και/ή πραγματικό υπόβαθρο αναγέννησης και/ή επαναφοράς της διαδικασίας.

 

12.   Δεν έχουν καταδειχθεί οιεσδήποτε εξαιρετικές συνθήκες και/ή περιστάσεις και/ή το ότι υπήρχε εύλογη αιτία και/ή ουσιαστική αδυναμία που να δύναται να ικανοποιήσει το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αποδοχής του αιτήματος του Αιτητή.

 

13.   Η αίτηση τελεί σε αντίθεση με τις αρχές της τελεσιδικίας και/ή δεν είναι σύμφωνη με την πρακτική και/ή τη νομολογία».

 

Την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση συνοδεύει ένορκη δήλωση του κ. Ι. Α. Γεωργίου, δικηγόρου για Γενικό Εισαγγελέα, η οποία υιοθετεί και υποστηρίζει την πιο πάνω επιχειρηματολογία.

 

Ο συνήγορος της Αιτήτριας αγόρευσε προφορικά κατά την ακροαματική διαδικασία, υιοθετώντας τα όσα καταγράφονται στην υποβληθείσα αίτηση, επισημαίνοντας ότι οι λόγοι που εμπεριέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, αποτελούν λόγους ανωτέρας βίας οι οποίοι δικαιολογούν την επαναφορά της προσφυγής.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, με την προφορική της αγόρευση υιοθέτησε τα όσα καταγράφονται στην ένσταση τους και την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει αυτήν, επισημαίνοντας ότι η υπό εξέταση αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Έχω εξετάσει με τη δέουσα προσοχή την υποβληθείσα αίτηση, καθώς και τις θέσεις των διαδίκων όπως αυτές έχουν προωθηθεί από τους ευπαίδευτους συνηγόρους τους.

 

Αναφορικά με τις αρχές που ορίζουν το πλαίσιο εντός του οποίου εξετάζεται αίτηση αυτής της φύσεως, αυτές τέθηκαν με σαφήνεια από τον Τριανταφυλλίδη, Π., στην Tsingi vRepublic (1984) 3 C.L.R. 1262, και ακολουθήθηκαν σε άλλες πρωτόδικες αποφάσεις Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, προσφυγή η οποία απορρίπτεται χωρίς να εξεταστεί κατ΄ ουσίαν, λόγω έλλειψης προώθησης, θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα. Δυνατόν όμως να επαναφερθεί αν και εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπήρξε στην πραγματικότητα πρόθεση εγκατάλειψης, αντίκριση προκύπτουσα ως εκ της φύσης της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, θέση που υιοθετήθηκε και στην Σταυρινάκης[1], αλλά και σε προηγούμενες αποφάσεις τόσο της Ολομέλειας, όσο και πρωτόδικων Δικαστηρίων, στις οποίες έγινε αναφορά[2]. Ως οι νομολογιακές κατευθύνσεις, το κριτήριο που προκύπτει ότι εφαρμόζεται σε περιπτώσεις επαναφοράς Αίτησης απορριφθείσας λόγω μη προώθησης της είναι κατά πόσον υπήρξε, επί του όλου ιστορικού, πραγματική πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής[3].

 

Το αν υπήρξε ή όχι πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής εξαρτάται από τα στοιχεία που θα τεθούν ενώπιόν του Δικαστηρίου, ακόμα και από τις σχετικές λεπτομέρειες (Μούντη Κοντοπούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 21/17, 12.10.2018).

 

Δεύτερον κατά σειρά κριτήριο, το οποίο ωστόσο συνδέεται με το πρώτο, είναι ο εύλογος χρόνος καταχώρισης της αίτησης επαναφοράς, αφού ως επιγραμματικά σημειώνεται στη νομολογία «λειτουργεί βεβαίως υπέρ του Αιτητή η σπουδή με την οποία καταχώρισε την αίτηση επαναφοράς» (Matanes -ανωτέρω) .

 

Κοινό κριτήριο στις περιπτώσεις απόσυρσης και στις περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης φαίνεται να είναι η πραγματικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης της προσφυγής. Το κριτήριο όμως έχει διαφορετικές παραμέτρους σε κάθε περίπτωση.

 

Οι παράμετροι που αφορούν περιπτώσεις απόρριψης λόγω μη προώθησης συναρτώνται πρωτίστως προς τη διαπίστωση της πρόθεσης μη εγκατάλειψης με αναφορά στις συνθήκες της μη προώθησης και το όλο ιστορικό της υπόθεσης, ώστε να μπορέσει να συναχθεί, αντικειμενικώς, το ζητούμενο, καθ΄ όσον δεν υπήρξε θετική έκφραση της πρόθεσης εγκατάλειψης παρά μόνο παράλειψη προώθησης.

 

Η απόρριψη μιας προσφυγής ακριβώς ως εκ της φύσης της την εξαφανίζει, οπότε τυχόν αναβίωση της λειτουργεί καταλυτικά εναντίον της ανατρεπτικής προθεσμίας που τίθεται για την καταχώριση αυτής.  Δίνεται έτσι μια νέα ευκαιρία στον διοικούμενο να προωθήσει την προσφυγή του.  Την αυστηρότητα με την οποίαν πρέπει να αντιμετωπίζονται οι προθεσμίες σε υποθέσεις αναθεωρητικής δικαιοδοσίας δίδει και η Georghiou[4]  η οποία αφορούσε σε αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρισης έφεσης.

 

Το Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει την αίτηση αυτή, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια υπό το φως των νομολογημένων αρχών. Τούτο λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός πως, ως η νομολογία καταδεικνύει, στην εξουσία του Δικαστηρίου για επαναφορά απορριφθείσας προσφυγής, έχουν τεθεί όρια και αυτοπεριορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική της λειτουργία στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης[5].

 

Ως επισημαίνεται στο σύγγραμμα των Ηλιάνας Νικολάου και Γεώργιου Τσαούση, «Εγχειρίδιο Κυπριακής Διοικητικής Δικονομίας»:

 

«Σχηματικά, η άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για επαναφορά υπόθεσης που έχει απορριφθεί στρέφεται προς δύο (2) κατευθύνσεις:

 

-      Στην ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης αφενός και

 

-      Στη διασφάλιση της ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων αφετέρου που όπως παραδέχεται η νομολογία αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου, η αρχή της ταχείας και απρόσκοπτης απονομής της δικαιοσύνης συνδέεται με την τελεσιδικία και τη βεβαιότητα που αυτή συνεπάγεται στη διαχείριση των ανθρώπινων υποθέσεων[6].

 

Τα κριτήρια που (πρέπει) να υιοθετεί ο Δικαστής για επαναφορά προσφυγής που έχει απορριφθεί για οποιοδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω, διερευνούν κατά κύριο λόγο την πραγματική πρόθεση του διαδίκου για εγκατάλειψη της προσφυγής. Όπως με σαφήνεια διευκρινίζεται στη νομολογία, παραπέμποντας και στη φύση της αναθεωρητικής διαδικασίας «προσφυγή η οποία απορρίφθηκε χωρίς να εξεταστεί επειδή λόγω έλλειψης προώθησης θεωρείται εγκαταλειφθείσα,, μπορεί να επαναφερθεί εφόσον φανεί στο Δικαστήριο ότι δεν υπήρξε στην πραγματικότητα εγκατάλειψη της προσφυγής». Πρόκειται για προσέγγιση που επιβάλλει η φύση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Επομένως, στα πλαίσια της αίτησης για επαναφορά εξετάζεται κατά πόσο πράγματι δεν υπήρχε αυτό που είχε θεωρηθεί από το Δικαστήριο, ως πρόθεση εγκατάλειψης της αίτησης[7]».

 

Εξέτασα τα δεδομένα και τα γεγονότα που περιστοιχίζουν την υπό εξέταση περίπτωση υπό το φως της ανωτέρω νομολογίας.

 

Επισημαίνω καταρχάς ότι σύμφωνα με το πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 11.06.2025, η προσφυγή απορρίφθηκε στις 11:52 π.μ., με το Δικαστήριο να επισημαίνει τα ακόλουθα:

 

«Η προσφυγή ήταν ορισμένη σήμερα ενώπιόν μου στις 10:00 η ώρα. Η ώρα είναι 11:52 και παρ’ όλα αυτά καμία εμφάνιση εκ μέρους του Αιτητή, ούτε του Συνηγόρου του αλλά ούτε και του ίδιου. Πρόσθετα παρατηρώ ότι η προσφυγή δεν έχει επιδοθεί παρά την επιτακτική προθεσμία των κανονισμών για επίδοση εντός 7 ημερών από την καταχώριση της προσφυγής.  Συνεπώς η προσφυγή απορρίπτεται λόγω μη προώθησης χωρίς έξοδα.»

 

Το πρωταρχικό κριτήριο που τίθεται νομολογιακά για την αποδοχή αιτήματος επαναφοράς προσφυγής που απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης, είναι η απουσία πρόθεσης εγκατάλειψης της προσφυγής από την Αιτήτρια ή/και τον συνήγορό της. Η Αιτήτρια, μέσω της ένορκης δήλωσης της δικηγόρου κας Α. Μιχαήλ, επιχειρεί να εξηγήσει την απουσία του νομικού της εκπροσώπου κατά την ορισθείσα ημερομηνία εμφάνισης ενώπιον του Δικαστηρίου, επικαλούμενη την εμπλοκή του σε πολύωρη διαδικασία διευκρινίσεων άλλης υπόθεσης ενώπιον παρακείμενης αίθουσας. Επικαλείται δε την πρακτική αδυναμία του να αποχωρήσει από τη διαδικασία εκείνη, καθώς και την αδυναμία του να ειδοποιήσει το Δικαστήριο ή να εξουσιοδοτήσει συνάδελφο για την εμφάνιση.

 

Ωστόσο, η απουσία εκπροσώπησης κατά την ημέρα και ώρα που είχε οριστεί η πρώτη εμφάνιση της προσφυγής, χωρίς έγκαιρη ειδοποίηση προς το Δικαστήριο, δεν δικαιολογείται επαρκώς. Η επικοινωνία του συνηγόρου με τη βοηθό του Δικαστηρίου έλαβε χώρα μετά την απόρριψη και όχι πριν ή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ώστε να μπορούσε να αποτραπεί το αποτέλεσμα αυτό. Η ίδια η Αιτήτρια επίσης δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο, ούτε παρέχεται εξήγηση για την απουσία της.

 

Περαιτέρω, διαπιστώνεται ότι η προσφυγή δεν είχε επιδοθεί εμπρόθεσμα κατά την ημερομηνία της πρώτης εμφάνισης, γεγονός το οποίο καταγράφηκε ρητώς στο επίσημο πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 11.06.2025. Ειδικότερα, μολονότι μεταγενέστερα προσκομίστηκε ένορκη δήλωση προς τεκμηρίωση της επίδοσης, από το περιεχόμενο της οποίας προκύπτει ότι η προσφυγή, η οποία καταχωρίστηκε στις 15.05.2025, επιδόθηκε τελικά στις 26.05.2025. Η επίδοση αυτή συντελέστηκε εκπρόθεσμα, ήτοι την ενδέκατη ημέρα από την καταχώριση της προσφυγής, καθ’ υπέρβαση της ρητά προβλεπόμενης επταήμερης προθεσμίας.

 

Ενόψει του ανωτέρω, υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(γ) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (Κ.Δ.Π. 3/2019), «Η προσφυγή επιδίδεται εντός επτά (7) ημερών από την ημερομηνία καταχώρισής της και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την πιο πάνω προθεσμία θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα και απορρίπτεται, εκτός αν άλλως ήθελε ορίσει το Δικαστήριο». Πρόκειται για πρόνοια που έχει δεσμευτικό χαρακτήρα και επιβάλλει αυστηρή τήρηση της ανατρεπτικής προθεσμίας, η οποία σχετίζεται με τη φύση της αναθεωρητικής διαδικασίας και τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που επιτάσσουν ταχεία διεκπεραίωση των υποθέσεων.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ουδεμία εξήγηση παρέχεται στην υποστηρικτική της αίτησης ένορκη δήλωση της κας Α. Μιχαήλ αναφορικά με την αιτία της εκπρόθεσμης επίδοσης. Ούτε ο συνήγορος της Αιτήτριας φρόντισε να αιτιολογήσει το λόγο της καθυστέρησης, τόσο ως προς την επίδοση καθαυτή, όσο και ως προς την καθυστερημένη καταχώριση της σχετικής ένορκης δήλωσης του επιδότη, η οποία έλαβε χώρα στις 12.06.2025, ήτοι την επομένη της απόρριψης της προσφυγής. Επισημαίνεται δε ότι, πέραν της υπέρβασης της προθεσμίας για την επίδοση, η έλλειψη εμπρόθεσμης καταχώρισης της ένορκης δήλωσης επίδοσης υπονομεύει περαιτέρω τη νομιμότητα της διαδικασίας, καθιστώντας αδύνατο για το Δικαστήριο να διαπιστώσει εγκαίρως την προώθηση της προσφυγής και να κρίνει επί της συμμόρφωσης της Αιτήτριας με τις δικονομικές υποχρεώσεις της.

 

Ως εκ τούτου, η διαπιστωθείσα παραβίαση του Κανονισμού 3(γ), σε συνδυασμό με την έλλειψη αιτιολόγησης για το κρίσιμο αυτό διαδικαστικό ελάττωμα, ενισχύει το συμπέρασμα ότι η προσφυγή δεν προωθήθηκε με τη δέουσα επιμέλεια και ότι το Δικαστήριο, τηρουμένων των νομολογιακών αρχών περί αυστηρής εφαρμογής των δικονομικών προθεσμιών σε αναθεωρητικής φύσεως διαδικασίες, δεν δύναται να ασκήσει διακριτική ευχέρεια υπέρ της αποδοχής του αιτήματος επαναφοράς.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η ενέργεια του συνηγόρου να μην εμφανιστεί ή να προνοήσει για αντικατάσταση, σε συνδυασμό με την εκπρόθεσμη επίδοση, μαρτυρούν αμέλεια στη διαδικαστική προώθηση της υπόθεσης, η οποία βαραίνει την Αιτήτρια. Η έλλειψη οποιασδήποτε επαφής με το Δικαστήριο πριν από την παρέλευση σχεδόν δύο ωρών από την ώρα ορισμού, ενισχύει την εντύπωση ότι η υπόθεση δεν προωθήθηκε με την απαιτούμενη επιμέλεια.

 

Επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο συνεκτιμά ότι η αίτηση επαναφοράς καταχωρίστηκε στις 16.06.2025, δηλαδή πέντε ημέρες μετά την απόρριψη της προσφυγής, γεγονός που δύναται να συνηγορεί υπέρ της σοβαρότητας με την οποία η Αιτήτρια αντιμετώπισε την απορριπτική απόφαση. Εντούτοις, η σπουδή από μόνη της δεν αρκεί για να άρει τις υπόλοιπες παραλείψεις και αδυναμίες, ούτε μπορεί να παρακάμψει την ανάγκη ουσιαστικής τεκμηρίωσης της απουσίας πρόθεσης εγκατάλειψης.

 

Το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη το επιχείρημα των Καθ’ ων η αίτηση περί κατάχρησης διαδικασίας και προσπάθειας υπερφαλάγγισης των προθεσμιών, με την επίκληση του Κανονισμού 3(γ). Όπως η σχετική νομολογία επισημαίνει, η εξουσία του Δικαστηρίου να επαναφέρει απορριφθείσα προσφυγή πρέπει να ασκείται με φειδώ και μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, που δεν φαίνεται να υφίστανται εν προκειμένω. Η μη προσέλευση, η απουσία εμπρόθεσμης επίδοσης και η έλλειψη έγκαιρης ειδοποίησης συνιστούν γεγονότα που οφείλονται σε πλημμελή επαγγελματικό χειρισμό της υπόθεσης και όχι σε πραγματική, εξωτερική και ανεξέλεγκτη αδυναμία, όπως απαιτεί η έννοια της ανωτέρας βίας.

 

Το Δικαστήριο οφείλει να διαφυλάξει, πλην της αρχής του δικαιώματος ακρόασης, και την ανάγκη της ταχείας και ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η οποία σχετίζεται με τη βεβαιότητα και την ασφάλεια δικαίου. Ενόψει των ανωτέρω διαπιστώσεων, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν έχει τεθεί επαρκής βάση ώστε να ασκηθεί η διακριτική του ευχέρεια υπέρ της επαναφοράς της απορριφθείσας προσφυγής.

 

Ως είχα την ευκαιρία να επισημάνω στην απόφαση μου ημερ. 18.10.2024, επί της προσφυγής αρ. Ειδικό Μητρώο 2/2023, Α.Β. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας:

 

«Ως λέχθηκε στην Ρουβανιάς Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191, 196: «Το κριτήριο επαναφοράς περικλείεται στη φράση "πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα. Εκφράζει με σαφήνεια την πρόθεση των συντακτών του Κανονισμού να περιορίσουν στο ελάχιστο το πεδίο άσκησης της δικαιοδοσίας για επαναφορά. Προφανώς γιατί διαφορετική αντιμετώπιση θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνα ρήγματα στην εφαρμογή της αρχής της τελεσιδικίας» και «Η φράση δεν μπορεί παρά να σημαίνει εξαιρετικό έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτο και εκτός ελέγχου».

 

Επισημαίνεται ότι η ασφάλεια δικαίου, ως θεμελιώδης αρχή κάθε έννομης τάξης, απαιτεί οι δικαστικές αποφάσεις να είναι οριστικές και να μην ανατρέπονται μετά από μακρές καθυστερήσεις χωρίς εύλογη αιτία. Το σύστημα δικαιοσύνης βασίζεται στην αρχή ότι οι αποφάσεις είναι τελικές και πρέπει να γίνονται σεβαστές.

 

Η επαναφορά προσφυγής μετά από εννέα 9 μήνες από την απόρριψή της χωρίς σοβαρή και επαρκή δικαιολογία υπονομεύει την αρχή αυτή, οδηγώντας εν τέλει σε αποσταθεροποίηση του συστήματος δικαιοσύνης.

 

Η αναβίωση της υπόθεσης θα καθυστερούσε περαιτέρω την απονομή δικαιοσύνης, ενώ ο αιτητής είχε πολλές ευκαιρίες να προωθήσει την προσφυγή του αλλά επέλεξε να μην το πράξει εγκαίρως.

 

Άλλωστε, ως ελέχθη στην Matanes v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 540/2012, ημερ. 30.11.2012 : «Η απόρριψη της θέτει τέρμα στην ίδια την ύπαρξη της, οπότε η αναβίωση της, μέσω επαναφοράς, ανατρέπει την ανατρεπτική αυτή προθεσμία εφόσον δίδει νέα ευκαιρία στο διοικούμενο να προωθήσει την αίτηση ακύρωσης.»

 

Κλείνοντας, επισημαίνω ότι το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι αναμφισβήτητα θεμελιώδες και προστατεύεται από το Σύνταγμα και τη νομολογία.

 

Ωστόσο, δεν φρονώ ότι πλήττεται το δικαίωμα αυτό του Αιτητή αφού ο ίδιος είχε πρόσβαση στο Δικαστήριο ανεμπόδιστα από την ημέρα καταχώρισης της προσφυγής, 28.04.2022, και ήταν ελεύθερος κατά πάντα χρόνο να την προωθήσει, εντός του ταχθέντος υπό του Δικαστηρίου χρόνου και αναλόγως των οδηγιών του, ώστε να ανταποκριθεί και να εξασφαλίσει την προστασία που το Σύνταγμα του παρέχει και της θεραπείας που δυνατόν να πετύχει δυνάμει του Άρθρου 146(4) του Συντάγματος. Το δικαίωμα αυτό δεν είναι ούτε απόλυτο ούτε απεριόριστο και υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και την προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων. Το δικαίωμα του αιτητή προστατεύεται εφόσον προωθεί νομοτύπως την προσφυγή του και δεν δικαιούται να παρακάμπτει τις διαδικασίες και οδηγίες του Δικαστηρίου.  Τούτο δε, δεν μπορεί να ασκείται κατά τρόπο που παραβιάζει τους βασικούς δικονομικούς κανόνες που διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία του δικαστικού συστήματος. Οι δικονομικοί κανόνες, όπως οι προθεσμίες και οι διαδικασίες για την προώθηση μιας υπόθεσης, δεν είναι απλώς τυπικές απαιτήσεις, αλλά ουσιώδη εργαλεία για την εξασφάλιση αποτελεσματικής δικαιοσύνης. Η παράβασή τους μπορεί να βλάψει την ομαλή απονομή της δικαιοσύνης ενώ οδηγεί σε καταστρατήγηση του δικαιώματος για διαπίστωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αμφοτέρων, διοίκησης και διοικούμενου εντός ευλόγου χρόνου, σύμφωνα με το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και κατ΄ επέκταση πλημμέλεια του Δικαστηρίου να τηρήσει τις προθεσμίες[8].

 

(…).

 

Τυχόν επαναφορά της υπόθεσης θα ισοδυναμούσε με αδιαφορία ως προς τη σημασία και τη βαρύτητα της τελεσιδικίας[9]».

 

Επισημαίνεται ότι η ασφάλεια δικαίου, ως θεμελιώδης αρχή κάθε έννομης τάξης, απαιτεί οι δικαστικές αποφάσεις να είναι οριστικές και να μην ανατρέπονται μετά από μακρές καθυστερήσεις χωρίς εύλογη αιτία. Το σύστημα δικαιοσύνης βασίζεται στην αρχή ότι οι αποφάσεις είναι τελικές και πρέπει να γίνονται σεβαστές.

 

Η επαναφορά προσφυγής χωρίς σοβαρή και επαρκή δικαιολογία υπονομεύει την αρχή αυτή, οδηγώντας εν τέλει σε αποσταθεροποίηση του συστήματος δικαιοσύνης. Η αναβίωση της υπόθεσης θα καθυστερούσε περαιτέρω την απονομή δικαιοσύνης, ενώ ο Αιτητής είχε πολλές ευκαιρίες να προωθήσει την προσφυγή του αλλά επέλεξε να μην το πράξει εγκαίρως.

 

Άλλωστε, ως ελέχθη στην Matanes (ανωτέρω) : «Η απόρριψη της θέτει τέρμα στην ίδια την ύπαρξη της, οπότε η αναβίωση της, μέσω επαναφοράς, ανατρέπει την ανατρεπτική αυτή προθεσμία εφόσον δίδει νέα ευκαιρία στο διοικούμενο να προωθήσει την αίτηση ακύρωσης.»

 

Κλείνοντας, επισημαίνω ότι το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι αναμφισβήτητα θεμελιώδες και προστατεύεται από το Σύνταγμα και τη νομολογία.

Ωστόσο, δεν φρονώ ότι πλήττεται το δικαίωμα αυτό της Αιτήτριας αφού η ίδια είχε πρόσβαση στο Δικαστήριο ανεμπόδιστα από την ημέρα καταχώρισης της προσφυγής της και ήταν ελεύθερος κατά πάντα χρόνο να την προωθήσει, εντός του ταχθέντος υπό του Δικαστηρίου χρόνου και αναλόγως των οδηγιών του, ώστε να ανταποκριθεί και να εξασφαλίσει την προστασία που το Σύνταγμα του παρέχει και της θεραπείας που δυνατόν να πετύχει δυνάμει του Άρθρου 146(4) του Συντάγματος. Το δικαίωμα αυτό δεν είναι ούτε απόλυτο ούτε απεριόριστο και υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι είναι αναγκαίοι για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης και την προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων. Το δικαίωμα του αιτητή προστατεύεται εφόσον προωθεί νομοτύπως την προσφυγή του και δεν δικαιούται να παρακάμπτει τις διαδικασίες και οδηγίες του Δικαστηρίου. 

 

Δεν θεωρώ, τέλος, ότι θίγεται εν προκειμένω η αρχή της μη επαναπροώθησης καθότι η Αιτήτρια διατηρεί - σε κάθε περίπτωση - κάθε δικαίωμα  να προσβάλει, μεταξύ άλλων και στη βάση αυτή, το όποιο διάταγμα απέλασης ήθελε εκδοθεί, ως συνέπεια απώλειας της ιδιότητας του αιτητή ασύλου, ως αποτέλεσμα απόρριψης της προσφυγής της.

 

Ως έχει πολύ προσφάτως επισημανθεί από το Εφετείο κατά την άσκηση της Αναθεωρητικής του λειτουργίας στην HENRIA TCHABON TCHIOUNDJE v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ YΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 152/2023, 14.01.2025 (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Σημειώνεται ότι η εκτέλεση απόφασης (της Υπηρεσίας Ασύλου, εν προκειμένω) για απόρριψη αίτησης διεθνούς προστασίας δεν έχει αφ' εαυτής ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του αιτητή από τη Δημοκρατία και είναι έτσι καταρχήν συμβατή με την Αρχή της μη επαναπροώθησης και το προρρηθέν Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση ΔΕΕ ημερ. 19.6.2018 στην Υπόθεση C-181/16 Gnandi, σκέψη 55), αφού η απομάκρυνσή του υλοποιείται με μεταγενέστερη διοικητική πράξη, ήτοι το διάταγμα απέλασης/απόφασης επιστροφής.  Θεωρούμε ότι κατ' αναλογία το ίδιο ισχύει και για τη δικαστική απόφαση με την οποία απορρίπτεται δικαστική προσφυγή του αιτητή διεθνούς προστασίας ή/και η υπ' αυτού υποβληθείσα αίτηση επαναφοράς».

 

Ως καταληκτικά επισημάνθηκε στην Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου ν. Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 54/18 ημερομηνίας 05.03.2020:

 

«Γνώμονας άσκησης της διακριτικής ευχέρειας είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης (Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Στεφάνου κ.α. (2010) 1 ΑΑΔ 710), όμως «τα περιθώρια δεν παύουν να είναι, εκ του γράμματος του Κανονισμού, στενά και η ευχέρεια αυτή πρέπει να ασκείται με φειδώ» (E.A.S. Prestige Unite Securite Services Ltd v Δημοκρατία μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, Έφεση κατά Απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.69/2017, ημερ.6.5.2019)».

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι δεν δικαιολογείται η επαναφορά της προσφυγής και η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα €500 εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

 

Ε. ΡήγαΔ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] Σταυρινάκης Σπύρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 40

[2] Rousos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 119 και Σωματείο Μεταφ. ΣΕΚ κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 1.

[3] AJET Aviation Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 135/07, 30.01.2008.

 

[4] Georghiou v. Republic   (1968) 3 C.L.R. 563

[5] Βλ. Σύγγραμμα Ηλιάνας Νικολάου και Γεώργιου Τσαούση, «Εγχειρίδιο Κυπριακής Διοικητικής Δικονομίας», 2021 Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 164.

[6] Phylactou v. Michael, (1982), C.L.R. 204

[7] Ajet Aviation Ltd v. Δημοκρατία, Προσφ. Αρ. 135/07, απόφαση 30.1.2008.

[9] Βλ. Σύγγραμμα Ηλιάνας Νικολάου και Γεώργιου Τσαούση, «Εγχειρίδιο Κυπριακής Διοικητικής Δικονομίας», 2021 Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 165. 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο