
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπoθ. Αρ.: 1265/2023
18 Ιουλίου 2025
[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S. M. M.
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δ. Παυλίδης (κος) για Δημήτριος Α. Παυλίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για την Αιτήτρια
Β. Θωμά (κα) για Α. Αναστασιάδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 28/3/2023, σύμφωνα με την οποία το αίτημά της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οπουδήποτε έννομου αποτελέσματος, αναγνωρίζοντας την ως πρόσφυγα.
Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:
Η Αιτήτρια είναι ενήλικας, υπήκοος Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό (εφεξής «ΛΔΚ»), η οποία σύμφωνα με δική της δήλωση, εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της στις 17/4/2022 και μέσω Τουρκίας μετέβη στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου από όπου στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 15/5/2022 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 31/5/2022 συμπλήρωσε αίτηση διεθνούς προστασίας, την οποία αφού υπέβαλε παρέλαβε στις 15/6/2022 βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας.
Στις 14/3/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, παρέχοντάς της δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 20/3/2023, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας και την ίδια ημέρα, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας.
Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου μαζί με την αιτιολογία αυτής, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 28/3/2023, παραλήφθηκε από την Αιτήτρια αυθημερόν αφού της επεξηγήθηκε το περιεχόμενο της σε γλώσσα την οποία κατανοεί.
Εμπρόθεσμα, Αιτήτρια μέσω των συνηγόρων της καταχώρισε την παρούσα προσφυγή προβάλλοντας αριθμό νομικών ισχυρισμών προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ωστόσο κατά παράβαση των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών (3/2019) εφόσον αυτοί δεν αναπτύσσονται δεόντως και δεν προβάλλεται καμία υπαγωγή σε πραγματικά γεγονότα.
Με τη γραπτή του αγόρευση ο συνήγορος της Αιτήτριας, προωθεί τη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω μη δέουσας έρευνας από τους Καθ' ων η αίτηση. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση δεν εξέτασαν δεόντως όλα τα στοιχεία τα οποία τέθηκαν ενώπιον του εκ μέρους της Αιτήτριας θεωρώντας πως η όλη διαδικασία διεξήχθη επιφανειακά. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και αποτελεί προϊόν πλάνης.
Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέτασης απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι η αίτηση ασύλου της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της προβλεπόμενης από τον νόμο διαδικασίας και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του νόμου, και απορρίπτουν τους προβαλλόμενους από την Αιτήτρια ισχυρισμούς.
Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα υποβλήθηκαν από τους συνηγόρους των μερών και δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που αυτή προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εξετάζοντας παράλληλα και τους προωθούμενους από την Αιτήτρια ισχυρισμούς προς ακύρωσης της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση.
Με την αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη ΛΔΚ επειδή υπήρξε θύμα απόπειρας βιασμού από τον θείο της μητέρας της και εξαναγκασμού σε γάμο μαζί του. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως ο πατέρας της εγκατέλειψε την ίδια και τα αδέλφια της σε πολύ μικρή ηλικία και ο εν λόγω θείος ανέλαβε την ανατροφή τους στηρίζοντάς τους οικονομικά. Αναφέρει περαιτέρω, πως απώτερος σκοπός του θείου, με την σύμφωνο γνώμη της μητέρας της, ήταν, όπως αντιλήφθηκε μεγαλώνοντας, μόλις η Αιτήτρια φτάσει στην επιθυμητή ηλικία να συνάψει γάμο μαζί της ως ανταμοιβή για όλη την οικονομική στήριξη που είχε προσφέρει στην οικογένειά της. Η Αιτήτρια δήλωσε απογοητευμένη από τη στάση της μητέρας της και με τη συμπεριφορά του θείου να γίνεται απειλητική και επιθετική αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, ωστόσο στη συνέχεια η μητέρα της αποφάσισε να την βοηθήσει να διαφύγει μέσω ενός πάστορα.
Στα πλαίσια της προφορικής της συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa με εθνοτική καταγωγή Μungala, χριστιανή προτεστάντης. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε άγαμη και άτεκνη. Η πατρική της οικογένεια, αποτελείται από την μητέρα της η οποία διαμένει στην κοινότητα Nsele στην Kinshasa και είχαν επικοινωνία πριν την κράτησή της στις φυλακές, για τον δε πατέρα της δηλώνει άγνοια και έχει μία αδελφή και έναν αδελφό στη χώρα καταγωγής της, όπως και άλλους συγγενείς στην ευρύτερη οικογένειά της από την πλευρά της μητέρας της. Κατά δήλωσή της δήλωσε ότι φοιτούσε στο τμήμα νοσηλευτικής στο Πανεπιστήμιο I.S.E.T.M. (Institut Superieur d’ Ensgeignement Technique Medicale), ωστόσο διέκοψε τις σπουδές της λόγω του ότι ο θείος της μητέρας της σταμάτησε να προσφέρει οικονομική βοήθεια. Όσον αφορά την επαγγελματική της πείρα δήλωσε πως δεν εργάστηκε ποτέ στη χώρα καταγωγής της.
Αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια, κατά την ελεύθερη αφήγησή της, προέβαλε ότι όταν ο πατέρας της τους εγκατέλειψε, ο θείος της μητέρας της, τον οποίο αποκαλεί παππού, ανέλαβε την οικονομική τους στήριξη συμφωνώντας με τη μητέρα της να συνάψει γάμο με την Αιτήτρια μελλοντικά. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών η Αιτήτρια μετέβαινε στην οικία του για να λάβει την οικονομική βοήθεια, ωστόσο κατά την τελευταία της επίσκεψη-για να λάβει δίδακτρα για το Πανεπιστήμιο- ο θείος της μητέρας της επιτέθηκε στην Αιτήτρια με σκοπό να την κακοποιήσει σεξουαλικά. Μπροστά στην αντίσταση της προς στις προθέσεις του, ο εν λόγω θείος έγινε επιθετικός με αποτέλεσμα ο ίδιος να προσπαθεί να την ακινητοποιήσει και τελικά με μία λεπίδα την τραυμάτισε στα χέρια, ωστόσο αυτή κατάφερε να διαφύγει. Στη συνέχεια, και μετά από μία διαμάχη μεταξύ θείου και μητέρας, η Αιτήτρια και η μητέρα της ήταν αρνητικές μπροστά στο ενδεχόμενο αυτού του γάμου και αποτέλεσμα της άρνησης υπήρξαν οι απειλές εκ μέρους του θείου της μητέρας της μεταξύ των ετών 2020 – 2021. Συγκεκριμένα, ο θείος απαιτούσε επιστροφή των χρημάτων που είχε δαπανήσει για την ανατροφή της Αιτήτριας με την απειλή της σωματικής ακεραιότητας της Αιτήτριας αλλά και της μητέρας της. Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν με τη βοήθεια της μητέρας της και κάποιου πάστορα να διαφύγει από τη χώρα καταγωγής της το 2022. Σε σχετική ερώτηση η Αιτήτρια ανέφερε πως δεν γνωρίζει για την εξέλιξη των γεγονότων το διάστημα, μετά την κράτησή της στις φυλακές, αφού δεν επικοινωνούσε με την ίδια συχνότητα με τη μητέρα της.
Σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της η Αιτήτρια φοβάται πως θα τη σκοτώσει ο θείος της μητέρας της εφόσον η ίδια θα συνεχίσει να αρνείται την σύναψη γάμου.
Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων η Αιτήτρια απάντησε σε ερωτήματα που της υποβλήθηκαν αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός της. Αναφορικά με τον θείο της δήλωσε πως ονομάζεται «R.B.», τον οποίο γνωρίζει από την παιδική της ηλικία και ανέλαβε την ανατροφή της, ωστόσο δεν γνωρίζει το επάγγελμά του. Ο εν λόγω θείος είναι νυμφευμένος και έχει 6 τέκνα. Περαιτέρω, η σύζυγός του γνώριζε για την κατάσταση σχετικά με την Αιτήτρια, ωστόσο παρέμενε αμέτοχη και μάλιστα όταν την προσέγγισε η μητέρα της Αιτήτριας ώστε να πείσει τον σύζυγό της (θείο της Αιτήτριας) να σταματήσει τις απειλές εκείνη κράτησε παρόμοια στάση λέγοντας πως ο συγκεκριμένος δεν ακούει κανένα και κάνει αυτό που επιθυμεί. Ερωτηθείσα σχετικά η Αιτήτρια, ανέφερε πως πριν από τα περιγραφόμενα συμβάντα τον είχαν σε εκτίμηση καθώς φρόντιζε την οικογένειά της και την ίδια, διατηρώντας καλές σχέσεις μεταξύ τους.
Σχετικά με την απόπειρα βιασμού η Αιτήτρια δήλωσε ότι κλήθηκε από τον θείο να μεταβεί στην οικία του με σκοπό να της παραδώσει τα δίδακτρα. Επειδή εκείνη τη στιγμή στην οικία ευρισκόταν ο ίδιος και τρίτο πρόσωπο, της ζήτησε να μεταβούν στο υπνοδωμάτιό του για να λάβει τα χρήματα, χωρίς να προβεί η ίδια σε αρνητικές σκέψεις εφόσον επρόκειτο για συνηθισμένη ρουτίνα ώστε να λάβει τα χρήματα, ωστόσο σε αυτή την επίσκεψη ο θείος «την άρπαξε» απαιτώντας να έλθουν σε σεξουαλική επαφή με την Αιτήτρια να είναι σοκαρισμένη από τα τεκταινόμενα. Στην προσπάθειά της να διαφύγει ο θείος της τραυμάτισε τα χέρια με μία λεπίδα και η Αιτήτρια μόλις αντίκρισε την αιμορραγία από τα τραύματά της τον έσπρωξε και διέφυγε. Η Αιτήτρια τοποθέτησε χρονικά το περιστατικό αυτό μεταξύ του 2020 και του 2021. Από την άλλη ερωτηθείσα για το ρόλο του τρίτου προσώπου που ευρίσκετο στην οικία του θείου, ανέφερε πως επρόκειτο για θυρωρό (“gatekeeper”). Αφού ξέφυγε η Αιτήτρια μετέβη απευθείας στο νοσοκομείο και εξήγησε τα πάντα στη μητέρα της, η οποία αποφάσισε όπως η Αιτήτρια σταματήσει να πηγαίνει στην οικία του θείου της. Σχετικά με τη δήλωση της μητέρας της ανέφερε πως αναστατώθηκε κι αμέσως κάλεσε για βοήθεια τον πάστορα, ο οποίος συμβούλευσε και τις δύο να παραμείνουν μακριά του εν λόγω ατόμου. Η Αιτήτρια παρέμεινε σοκαρισμένη από το περιστατικό νοιώθοντας θύμα απόπειρας βιασμού, ενώ εξακολουθεί να ανακαλεί το περιστατικό, ωστόσο μετά από συμβουλή του πάστορα η ίδια δεν προέβη σε καταγγελία στην αστυνομία.
Tου πιο πάνω περιστατικού ακολούθησαν, ως περιέγραψε η Αιτήτρια, απειλές εκ μέρους του θείου της μητέρας της προς την ίδια και τη μητέρα της δημιουργώντας προβλήματα στην οικία τους με αποτέλεσμα η Αιτήτρια περί τον Νοέμβριο του 2021 να μετακομίσει στην εκκλησία όπου παρέμεινε έως την αναχώρησή της από τη χώρα καταγωγής της. Η Αιτήτρια τοποθέτησε τις απειλές χρονικά μέσα στο 2020 περίπου 2 μήνες μετά από την απόπειρα βιασμού και την τελευταία απειλή περί το 2021.Σε μεταγενέστερες δηλώσεις, ωστόσο, η Αιτήτρια ανέφερε πως οι απειλές δε σταμάτησαν ποτέ και συνεχίστηκαν και το 2022, το μόνο που είχε αλλάξει ήταν η ένταση των απειλών. Κληθείσα να περιγράψει κάποιο περιστατικό, η Αιτήτρια ανέφερε πως ο θείος επισκέπτονταν την οικία τους, δημιουργούσε φασαρία, γινόταν βίαιος και απειλούσε τη σωματική ακεραιότητα της Αιτήτριας ώστε να τελεστεί ο γάμος μαζί του.
Ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως θεωρεί ότι δε θα μπορέσει να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της λόγω των κακών αναμνήσεων που έχει και ότι σε περίπτωση που επιστρέφει και δεν συναινέσει σε γάμο μαζί του θα την σκοτώσει. Σύμφωνα με τις δηλώσεις της Αιτήτριας οι απειλές συνεχίστηκαν και κατά τη διαμονή της στην εκκλησία, οπότε ο θείος μετέβαινε και πάλι στην οικία τους απειλώντας πως θα επιμείνει στη σύναψη του γάμου εάν η μητέρα της δεν του επέστρεφε τα χρήματα που δαπάνησε για την ανατροφή της Αιτήτριας. Η Αιτήτρια δήλωσε ρητά πως δεν της συνέβη οτιδήποτε άλλο προσωπικά καθώς και ότι η τελευταία της επικοινωνία μαζί του ήταν πριν μεταβεί στην εκκλησία.
Ερωτηθείσα σχετικά με τον διαπληκτισμό της μητέρας της με το θείο της, στον οποίο αναφέρθηκε κατά την ελεύθερη αφήγηση, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν προσέγγισε το σημείο από ευγένεια και της εξήγησε στη συνέχεια η μητέρα της για το τι συνέβη, ωστόσο δεν προσδιόρισε το συμβάν χρονικά ανέφερε μόνο ότι συνέβη μετά την απόπειρα βιασμού.
Όταν κλήθηκε να απαντήσει σχετικά με τη στάση της μητέρας της, δήλωσε πως θεωρεί ότι δεχόταν πίεση από το θείο ώστε να συμφωνήσει σε αυτό το γάμο, ενώ διευκρίνισε πως δεν γνωρίζει εάν όντως υπήρξε συμφωνία μεταξύ τους, κάτι το οποίο δε συζήτησε ποτέ με τη μητέρα της, ωστόσο η ίδια πιστεύει πως δεν υπήρχε συμφωνία. Στη συνέχεια επισημάνθηκε η αντίφαση των λεγομένων της Αιτήτριας αναφορικά με τη στάση της μητέρας της, αλλά και την συμφωνία με την θείο της μεταξύ της αίτησης και της συνέντευξης, ωστόσο η Αιτήτρια ανέφερε πως πιθανόν κατά την υποβολή της αίτησης να μη γνώριζε όλες τις λεπτομέρειες και/ή να μη θυμόταν λεπτομέρειες λόγω του σοκ.
Ως προς τον ισχυρισμό της ότι ο θείος σταμάτησε να τη στηρίζει οικονομικά, η ίδια ανέφερε πως της το είχε ανακοινώσει πριν από την απόπειρα βιασμού, επειδή η Αιτήτρια είχε πλέον μεγαλώσει και ήταν η στιγμή για να παντρευτεί, ωστόσο δεν είχε αναφερθεί στο μεταξύ τους γάμο τότε.
Ερωτηθείσα εάν μπορεί να μετεγκατασταθεί σε άλλη περιοχή της ΛΔΚ, και συγκεκριμένα στο Lubumbashi, η Αιτήτρια απάντησε πως «δεν γνωρίζω».
Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση διέκρινε τρεις (3) ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά τα προσωπικά στοιχεία, την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ο δεύτερος συνίσταται στις δηλώσεις της περί της απόπειρας βιασμού της Αιτήτριας από τον θείο της μητέρας της και ο τρίτος σχετικά με τις απειλές από τον θείο προκειμένου να την εξαναγκάσει να συνάψει γάμο μαζί του.
Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθότι δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου ενώ οι δηλώσεις της Αιτήτριας επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, καθώς προσκόμισε και το πρωτότυπο διαβατήριό της.
Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό ως αναξιόπιστος καθώς κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς και ακριβείς λεπτομέρειες στα θέματα που άπτονται του πυρήνα του υπό εξέταση ισχυρισμού, οι απαντήσεις της χαρακτηρίζονταν από γενικότητα και έλλειψη ευλογοφάνειας. Ειδικότερα σημειώθηκε ότι η Αιτήτρια αν και αναφέρθηκε με λεπτομέρειες στην απόπειρα βιασμού εναντίον της από το θείο της μητέρας της, δεν κατόρθωσε να παράσχει επαρκείς λεπτομέρειες για τον ίδιο παρά την στενή οικογενειακή σχέση που είχαν καθ’ όλα τα έτη που είχαν προηγηθεί. Επιπλέον, με παρόμοια γενικότητα αναφέρθηκε και στη σχέση που είχε η ίδια με τον θείο της μητέρα της χαρακτηρίζοντάς την «καλή», ενώ ταυτόχρονα δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά την απόπειρα βιασμού τοποθετώντας το συμβάν μεταξύ 2020-2021. Ομοίως, γενικές και ελλιπείς σε λεπτομέρειες ήταν οι πληροφορίες σχετικά με τον/την οικιακό/-ή βοηθό (τρίτο πρόσωπο) στην οικία του θείου, αλλά και όσον αφορά στα γεγονότα που ακολούθησαν της διαφυγής της από τη σκηνή της ισχυριζόμενης απόπειρας βιασμού. Σχετικά με τα δικά της συναισθήματα και σκέψεις όσον αφορά το εν λόγω περιστατικό η Αιτήτρια ανέφερε με γενικό τρόπο ότι ήταν σοκαρισμένη, ομοίως γενικόλογα αναφέρθηκε και στην αντίδραση της μητέρας της. Σχετικά με την καταγγελία στην αστυνομία χωρίς λεπτομέρειες ανέφερε πως δεν προέβη σε αυτήν καθότι την συμβούλευσε τοιουτοτρόπως ο πάστορας, που κάλεσε η μητέρα της για βοήθεια. Μη ευλογοφανής κρίθηκε και ο ισχυρισμός της πως την ημέρα της προαναφερθείσας απόπειρας βιασμού είχε κληθεί από τον ίδιο τον θείο της για να της παραδώσει χρήματα για τα δίδακτρά της, καθώς σε άλλο σημείο της συνέντευξης είχε ισχυριστεί ότι σε προγενέστερο της απόπειρας χρονικό σημείο ο ίδιος ο θείος της είχε ανακοινώσει ότι παύει την χρηματική στήριξη γιατί ήταν καιρός να παντρευτεί.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι λόγω της προσωπικής φύσης των εξιστορισθέντων περιστατικών, οι δηλώσεις της Αιτήτριας αποτελούν το μοναδικό στοιχείο που δύναται να αξιολογηθεί και ως εκ τούτου δεν προέβη σε περαιτέρω έρευνα αναφορικά με αυτόν. Συνεπώς, οι Καθ' ων η αίτηση βασιζόμενοι αποκλειστικά στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας, απέρριψαν τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του.
Ομοίως, ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό ως αναξιόπιστος καθώς κρίθηκε ότι η Αιτήτρια προέβαλε τους ισχυρισμούς της με ασάφεια, αντιφάσεις, έλλειψη ευλογοφάνειας, ανεπαρκείς λεπτομέρειες και ανακρίβειες. Ειδικότερα σημειώθηκε ότι οι πληροφορίες που παρείχε σχετικά με τη συμφωνία μεταξύ της μητέρας της και του θείου ήταν συγκεχυμένες και αντιφατικές μεταξύ τους μη ξεκαθαρίζοντας έτσι ένα βασικό στοιχείο των ισχυρισμών της που άπτεται στην γενεσιουργό αιτία της ισχυριζόμενης δίωξής της. Επιπλέον, η Αιτήτρια απέτυχε να εξηγήσει την αντίφαση που παρουσιάζεται αφενός μεν κατά την καταγραφή της αίτησής της ανέφερε πως η μητέρα θέλησε να εξιλεωθεί ζητώντας βοήθεια από τον πάστορα, αφετέρου δε κατά τη συνέντευξη παρουσίασε διαφορετικούς λόγους και καμία αναφορά δε γίνεται στην ανάγκη της μητέρας της για εξιλέωση. Σχετικά με τις απειλές καθ’ εαυτές η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να τις προσδιορίσει χρονικά αναφέροντας γενικά τα έτη 2020-2021, ενώ μεταγενέστερα αλλάζει την απάντησή της παρατείνοντας το χρονικό διάστημα έως το 2022. Κληθείσα να περιγράψει ένα περιστατικό απειλής, η ίδια αναφέρθηκε με απόλυτα γενικό τρόπο στο τι ενδεχομένως να έπραττε ο θείος κατά τις ισχυριζόμενες απειλές του. Ομοίως, γενικόλογη ήταν η Αιτήτρια όσον αφορά το περιστατικό διαπληκτισμού της μητέρας και του θείου τους όταν η ίδια επέστρεφε από το πανεπιστήμιο, το οποίο η ίδια επικαλέστηκε, και στο οποίο υπήρξε παρούσα. Τέλος, μη εύλογο θεωρήθηκε το γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν ζήτησε προστασία από την χώρα καταγωγής της προτού την εγκαταλείψει αναφέροντας πως αυτό την είχε συμβουλεύσει πράξει ο πάστορας.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε, και πάλι, ότι λόγω της προσωπικής φύσης των ισχυρισμών της Αιτήτριας, οι δηλώσεις της αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο και ως εκ τούτου δεν προέβη σε περαιτέρω έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Συνεπώς, οι Καθ' ων η αίτηση βασιζόμενοι αποκλειστικά στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας, απέρριψαν τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του.
Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση κινδύνου και τη νομική ανάλυση, οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν πως δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής στο πλαίσιο του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς οι ενδεχομένως συνδεόμενοι με το συγκεκριμένο φόβο ισχυρισμοί απορρίφθηκαν ως εσωτερικά αναξιόπιστοι. Ειδικότερα, οι Καθ' ων η αίτηση κατέληξαν στο ανωτέρω συμπέρασμα μετά από παράθεση πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, οι οποίες επικεντρώνονταν στην πολιτική κατάσταση της χώρας καθώς και στην κατάσταση ασφαλείας.
Συν τοις άλλοις, κρίθηκε ότι δεν προέκυψε κίνδυνος σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της.
Σε σχέση δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας στο άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ' ων η αίτηση προχώρησαν σε σχετική έρευνα εκ της οποίας αντλήθηκαν πληροφορίες από τις οποίες προέκυψε ότι στην πόλη Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δεν επικρατεί κατάσταση εσωτερικής ή εξωτερικής ένοπλης σύρραξης επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων. Ως εκ τούτου, κατέληξαν πως δεν πληρούνται οι εκ του νόμου προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στο ανωτέρω άρθρο του Νόμου.
Στη βάση της πιο πάνω ανάλυσης, το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία απορρίφθηκε.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».
Για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.
Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο εκάστοτε Αιτητής έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξή του, ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομικής διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του. Ο εκάστοτε Αιτητής οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του εκάστοτε Αιτητή οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός. Επί τούτου η Αιτήτρια -μεταξύ άλλων- ισχυρίζεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής του, δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. 2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό, να αναφερθώ στην παραδοχή του συνηγόρου του Αιτητή, ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο των διευκρινήσεων, ότι διαφαίνεται από τα πρακτικά οι Καθ’ ων η αίτηση να έχουν προβεί σε δέουσα έρευνα, ωστόσο δήλωσε ότι θα πρέπει να εξεταστεί η υπόθεση και από το Δικαστήριο.
Σχολιάζω επ’ αυτού, το γεγονός ότι το Δικαστήριο έχει δια νόμου δικαιοδοσία προς εξέταση των ισχυρισμών του αιτητή/τριας δεν απαλλάσσει από τους συνηγόρους των αιτητών της υποχρέωσης στοιχειοθέτησης της υπόθεσης τους.
Από το ιστορικό της Αιτήτριας, όπως αυτό έχει καταγραφεί πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιων τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε τα γεγονότα της υπόθεσης, τους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια κατά τη συνέντευξή της, καθώς και σε αντιστοίχιση των αποδεκτών ισχυρισμών με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, επεξηγώντας τους λόγους αποδοχής ή απόρριψης του κάθε ισχυρισμού χωριστά.
Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης της αρμόδιας λειτουργού βάσει των δηλώσεων που η Αιτήτρια προέβαλε κατά την προφορική της συνέντευξη, ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τα στοιχεία του προσωπικού της προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της. Εφόσον οι δηλώσεις της κρίνονται σαφείς και λεπτομερείς, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης καθώς και από το πρωτότυπο διαβατήριο, το οποίο προσκόμισε η ίδια, ο υπό εξέταση ισχυρισμός γίνεται αποδεκτός και από το Δικαστήριο.
Εξετάζοντας το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, ο οποίος και απορρίφθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, διαπιστώνω ότι πράγματι οι δηλώσεις της Αιτήτριας είναι μη λεπτομερείς και εύλογες, ασαφείς και σε σημεία αντιφατικές. Αρχικά παρατηρώ πως η Αιτήτρια έδωσε λεπτομέρειες αναφορικά με την απόπειρα βιασμού εναντίον της από τον θείο της μητέρας της, αναφερόμενη στον λόγο που μετέβη στην οικία του, στον επιθετικό τρόπο που την προσέγγισε, ώστε να έρθουν σε συνουσία και μάλιστα αναφέρθηκε στην προσπάθειά του να την ακινητοποιήσει με αποτέλεσμα τον τραυματισμό των άνω άκρων της. Παρά τα πιο πάνω, όταν κλήθηκε να αναφερθεί σε πιο συγκεκριμένες λεπτομέρειες η Αιτήτρια απέτυχε να το πράξει. Συγκεκριμένα, ενώ ανέφερε το όνομα του εν λόγω θείου, καθώς και την οικογενειακή του κατάσταση (νυμφευμένος με 6 τέκνα), ακολούθως δεν ήταν σε θέση να αναφέρει το επάγγελμά που εξασκούσε, ούτε το πλήρες όνομα της συζύγου του, γεγονός μη εύλογο δεδομένης της στενής οικογενειακής σχέσης, που περιέγραψε η Αιτήτρια, πως είχαν πριν από το περιγραφόμενο περιστατικό της απόπειρας, ενώ μάλιστα η ίδια δήλωσε πως περνούσε χρόνο στην οικία του με την οικογένειά του όταν μετέβαινε για να λάβει την οικονομική του στήριξη. Η Αιτήτρια γενικόλογα αναφέρθηκε στη σχέση της με τον εν λόγω θείο λέγοντας πως αυτή ήταν καλή και τους βοηθούσε παρέχοντας φαγητό, χρήματα κ.λπ. χωρίς να παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες. Ακόμη μία αδυναμία στη εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας υπήρξε η αδυναμία της να προσδιορίσει χρονικά την απόπειρα βιασμού εκ μέρους του θείου, αφού αρχικά ανέφερε τα έτη μεταξύ 2020 – 2021, γεγονός ότι δεν κρίνεται εύλογο δεδομένης της σημασίας που είχε το συγκεκριμένο γεγονός στη ζωή της μετέπειτα. Με ασαφή τρόπο η Αιτήτρια αναφέρθηκε στον/-ην οικιακό/-ή βοηθό καθότι ερωτηθείσα αν επενέβη στην απόπειρα βιασμού δήλωσε πως στην πραγματικότητα ήταν φύλακας χωρίς ουσιαστικά να δίνει απάντηση στο ερώτημα, ενώ αρχικά δήλωσε την παρουσία τους στο σπίτι. Περαιτέρω, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως αφότου διέφυγε από την οικία του θείου μετέβη στο νοσοκομείο και πληροφόρησε πλήρως τη μητέρα της χωρίς να παράσχει επαρκείς λεπτομέρειες και πλήττοντας με αυτό τον τρόπο τον βιωματικό χαρακτήρα των γεγονότων που η ίδια προέβαλε. Αναμενόταν από την Αιτήτρια να είναι πιο περιγραφική αναφορικά με τα συναισθήματά της σχετικά με το εν λόγω περιστατικό, καθώς ανέφερε πολύ συνοπτικά πως ήταν σοκαρισμένη, ένιωθε θύμα απόπειρας βιασμού και ανακαλεί το συμβάν στο μυαλό της. Θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο από την Αιτήτρια να είναι σε θέση να αναφέρει με περισσότερη λεπτομέρεια τα συναισθήματά της σχετικά με τα την επίθεση εναντίον της. Το ίδιο γενικόλογη ήταν η δήλωση της Αιτήτριας και αναφορικά με την αντίδραση της μητέρας, για την οποία περιορίστηκε να αναφέρει πως δεν της άρεσε και στεναχωρήθηκε, ενώ κάλεσε έναν πάστορα για βοήθεια. Μη επαρκώς αναφέρθηκε η Αιτήτρια και όσον αφορά το λόγο που δεν προέβη σε σχετική καταγγελία στην αστυνομία της χώρας καταγωγής της λέγοντας ότι έτσι τους είχε συμβουλεύσει ο πάστορας. Αντιφατικός και μη εύλογος κρίνω πως είναι και ο ισχυρισμός της Αιτήτριας πως κατά την ημέρα της απόπειρας βιασμού εναντίον της ο θείος την είχε καλέσει ο ίδιος με τη δικαιολογία να της δώσει κάποια χρήματα, καθότι προγενέστερα η ίδια δήλωσε πως εκείνος είχε σταματήσει την οικονομική της στήριξη πριν από το περιστατικό, καθώς θεωρούσε πως η Αιτήτρια έπρεπε να παντρευθεί.
Αξιολογώντας την εξωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας αναφορικά με τον δεύτερο διαπιστώνω, ως και οι Καθ’ ων η αίτηση, ότι πρόκειται για ισχυρισμό προσωπικής φύσεως και ως εκ τούτου η περαιτέρω έρευνα σε εξωτερικές πηγές δεν δύναται να καταστεί καρποφόρα ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την εξωτερική αξιοπιστία του. Ως εκ τούτου δεδομένης της έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας ο ισχυρισμός απορρίπτεται.
Εξετάζοντας τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, ο οποίος και απορρίφθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, διαπιστώνω ότι πράγματι οι δηλώσεις της είναι ασαφείς, αντιφατικές, ανακριβείς και παρουσιάζουν έλλειψη ευλογοφάνειας και επαρκών λεπτομερειών. H Αιτήτρια αντιφατικά ανέφερε πως η μητέρα της είχε συμφωνήσει με το θείο της έναντι της οικονομικής στήριξης που τους παρείχε θα συνάψει γάμο με την Αιτήτρια, ενώ στη συνέχεια ανέφερε πως δεν γνώριζε κατά πόσον υπήρχε συμφωνία μεταξύ τους. Ακολούθως, της δόθηκε η ευκαιρία να αποσαφηνίσει το συγκεκριμένο σημείο, ωστόσο η Αιτήτρια ανέφερε πως πιεζόταν από το θείο της και πως η ίδια δε γνωρίζει για την ύπαρξη ή μη συμφωνίας αναφορικά με το γάμο διατηρώντας αυτό το σημείο ασαφές και μάλιστα σε σχετική ερώτηση ανέφερε πως δεν υπήρξε καμία ένδειξη που να την κάνει να πιστέψει στην ύπαρξη μίας συμφωνίας δημιουργώντας έτσι ακόμα μεγαλύτερη αμφιβολία και ασάφεια στα λεγόμενά της. Όταν επισημάνθηκε η αντίφαση μεταξύ της συνέντευξης και της αίτησης της Αιτήτριας αναφορικά με την ύπαρξη συμφωνίας η όχι με τον θείο, η Αιτήτρια ανέφερε πως ενδεχομένως να ξέχασε λόγω του άγχους από τη φυλακή. Θα αναμενόταν από την Αιτήτρια να είναι σε θέση να ανακαλέσει ένα τόσο καίριο γεγονός σχετικά με τον ισχυρισμό της. Επιπρόσθετα, αναφέροντας πως κατά την αίτησή της προέβαλε περιληπτικά τους ισχυρισμούς της δεν εξήγησε ικανοποιητικά την αντίφαση που δημιουργείτε μεταξύ των εξής δηλώσεων: από την μία στην αίτησή της ανέφερε πως η μητέρα της ζήτησε βοήθεια από τον πάστορα για να εξιλεωθεί και πως η Αιτήτρια ένιωθε απογοητευμένη από τη μητέρα της, ωστόσο από την άλλη κατά τη συνέντευξη δεν αναφέρθηκε στην ανάγκη της μητέρας της να εξιλεωθεί και ουδέποτε ανέφερε πως ένιωθε απογοήτευση για τη μητέρα της. Επίσης, εντοπίζεται και χρονική αντίφαση και ασάφεια, αφού αρχικά ανέφερε πως οι απειλές συνέβησαν -γενικά- το 2020 και στη συνέχεια τοποθέτησε την έναρξη των απειλών 2 μήνες μετά την απόπειρα, όμως μη έχοντας προσδιορίσει χρονικά ούτε την απόπειρα βιασμού αυτή η απάντηση δεν αποσαφηνίζει ούτε αυτό το σημείο. Το ίδιο ασαφής και αντιφατική ήταν η τοποθέτηση της Αιτήτριας αναφορικά με την διάρκεια των απειλών, καθώς αρχικά ανέφερε πως αυτοί διήρκησαν από το 2020 έως το 2021 και ακολούθως άλλαξε την απάντησή της αναφέροντας πως οι απειλές συνεχίστηκαν έως και το 2022. Η Αιτήτρια κλήθηκε να περιγράψει ένα από τα περιστατικά κατά το οποίο ο θείος απείλησε την ίδια και την μητέρα της, ωστόσο δεν ήταν ικανοποιητικά περιγραφική η απάντησή της καθώς οι αναφορές της ήταν γενικόλογες χωρίς να περιγράψει κανένα συγκεκριμένο περιστατικό. Καλώντας ο αρμόδιος λειτουργός την Αιτήτρια να τοποθετηθεί σχετικά με περιστατικό, που ανέφερε η ίδια κατά την ελεύθερή της αφήγηση, περί του διαπληκτισμού της μητέρας της και του θείου της έξω από την οικία τους, η ίδια υπήρξε γενικόλογη χωρίς να παράσχει λεπτομέρειες. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως δεν προσέγγισε το σημείο από ευγένεια επομένως δεν ήταν σε θέση να παράσχει λεπτομέρειες, αλλά ούτε και να προσδιορίζει χρονικά το συμβάν. Η δήλωση ότι λόγω της συμβουλής του πάστορα δεν προέβη σε καταγγελία στην αστυνομία στη χώρα καταγωγής της χωρίς να γνωρίζει, ωστόσο, λεπτομέρειες είναι αόριστη και μη ευλογοφανής σε σχέση με την σοβαρότητα των προβλημάτων που αντιμετώπιζε εξαιτίας της συμπεριφοράς του θείου της.
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία κρίνω ότι όλα όσα δήλωσε η Αιτήτρια σχετικά με τις απειλές προς εξαναγκασμό της σε γάμο αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο ένεκα της προσωπικής φύσεως των ισχυρισμών της και ως εκ τούτου δεν χρήζει περαιτέρω έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ως εκ των άνω, λοιπόν, και ο τρίτος ισχυρισμός απορρίπτεται.
Στο σημείο αυτό επαναλαμβάνω κατά την ενώπιον μου διαδικασία, εκπροσωπούμενη δια συνηγόρου παραλείπει να επιχειρήσει οποιαδήποτε περαιτέρω στοιχειοθέτηση της υπόθεσής της και να καλύψει τα κενά που οι Καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν κατά την αξιολόγηση των δηλώσεών της. Ως εκ των άνω, το Δικαστήριο δε διαθέτει ενώπιον του στοιχεία με βάση τα οποία θα ήταν σε θέση να οδηγηθεί σε διαφορετική κατάληξη αναφορικά με την αξιοπιστία των ισχυρισμών της.
Προχωρώντας, λοιπόν, στην αξιολόγηση του κινδύνου που ενδεχομένως η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής και δη στην Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού που αφορά τα προσωπικά του στοιχεία, το Δικαστήριο κρίνει ότι δε συντρέχουν στοιχεία πραγματικής, υφιστάμενης και τρέχουσας απειλής εναντίον της από οιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη. Ως εκ τούτου, ο φόβος της Αιτήτριας που απορρέει από το σύνολο των δηλώσεών της κρίνεται ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.
Ως εκ τούτου, από το ιστορικό της Αιτήτριας όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου και από την ανωτέρω αξιολόγηση κινδύνου, προκύπτει ότι αυτή δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα ανέφερε άλλωστε κατά τη διάρκεια του συνόλου της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της, δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.
Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.
Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση, διαπιστώνω ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.
Σε σχέση δε με το άρθρο 19(2)(γ) του ανωτέρω Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
Από τη συγκεκριμένη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι το έτος 2023 οι συνεχιζόμενες ένοπλες συγκρούσεις στη Λ.Δ.Κ. συνέχισαν να επηρεάζουν σοβαρά τους αμάχους και η κυβέρνηση του προέδρου Félix Tshisekedi σημείωσε μικρή πρόοδο στις συστημικές μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε προκειμένου να σπάσει τους κύκλους της βίας, της κακοποίησης, της διαφθοράς και της ατιμωρησίας που μαστίζουν τη χώρα εδώ και δεκαετίες.[1] H συνεχιζόμενη ένοπλη σύγκρουη και οι επιθέσεις σε αμάχους εξακολουθούν να υφίστανται στην ΛΔΚ για το έτος 2024, σύμφωνα με πιο πρόσφατη έκθεση αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας, μεταξύ ενόπλων και κυβερνητικών δυνάμεων.[2]
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC η ΛΔΚ εμπλέκεται σε διάφορες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στο έδαφός της εναντίον κάποιων μη κρατικών ένοπλων ομάδων. Μία ειρηνευτική επιχείρηση των Ηνωμένων Εθνών, η Αποστολή Σταθεροποίησης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (MONUSCO), υποστηρίζει τις ένοπλες δυνάμεις του Κονγκό (FARDC), ενώ η Ρουάντα έχει παρέμβει για την υποστήριξη της ομάδας M23. Επιπλέον, η Κένυα έχει αναπτύξει ειρηνευτικά στρατεύματα στη ΛΔΚ προκειμένου να πολεμήσουν στη Goma.[3]
Αναφορικά δε με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα τα οποία αντικατοπτρίζουν το ασφαλές της περιοχής. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 6/7/2024 έως 4/7/2025, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshasa συνολικά 84 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 235 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 13 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (19 θάνατοι), 18 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (203 θάνατος), 3 ήταν περιστατικά μαχών (13 θάνατοι), 50 ήταν διαμαρτυρίες ( κανένας θάνατος).[4] Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της εν λόγω πολιτείας για το έτος 2025, ο οποίος ανέρχετο σε 17.778.500 κάτοικοι[5], καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ
Βάση των πιο πάνω πληροφοριών, προκύπτει πως στην Kinshasa, τόπος καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δεν λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη υπό το σύνηθες νόημα στην καθημερινή γλώσσα, όπου οι τακτικές δυνάμεις ασφαλείας της χώρας καταγωγής συγκρούονται με ένοπλες δυνάμεις αυτονομιστών (Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση, Diakite, C‑285/12, ημερ. 30.1.2014, σκέψη 19).
Τούτων λεχθέντων το Δικαστήριο κρίνει ότι στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας η κατάσταση ασφαλείας καταγράφεται ως σταθερή κατά συνέπεια παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων της Αιτήτριας για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας», όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.
Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι η Αιτήτριας δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός της για αναγνώριση της ιδιότητας της ως πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου.
Λαμβάνεται υπόψιν και το γεγονός ότι ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η Αιτήτρια κατόρθωσε να αντικρούσει τα ευρήματα περί αναξιοπιστίας των ισχυρισμών της από τους Καθ’ ων η Αίτηση, ούτε όμως προέβαλε οποιονδήποτε στοιχειοθετημένο ισχυρισμό σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία.
Αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και χωρίς η Αιτήτρια να τεκμηριώσει επαρκώς οτιδήποτε που θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή της, δεν είχαν υποχρέωση οι Καθ' ων η αίτηση να προβούν σε οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα, αλλά προέβησαν στην δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου οργάνου.
Με βάση όλα τα πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ
[1] Human Rights Watch, “World Report 2024 - Democratic Republic of Congo - Events of 2023”, διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 15/7/2025).
[2]Ecoi.net, “The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of the Congo 2024”, 29/4/2025, διαθέσιμο σε: https://www.ecoi.net/en/document/2124713.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/7/2025)
[3] RULAC The Rule of Law in Armed Conflict Project , Democratic Republic of Congo – map, last updated on 13/2/2023, https://www.rulac.org/browse/map (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/7/2025)
[4]ACLED – Armed Conflict Location and Events Data, [εφαρμοζόμενες παράμετροι: “Battles/Violence against civilians/Protests/Riots/Explosions-Remote Violence – Past Year of ACLED Data – Africa – DRC – Kinshasa], https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/7/2025)
[5] World Population Review, Cites: DR Congo: Kinshasa, https://worldpopulationreview.com/cities/dr-congo/kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/7/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο