C.B. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1303/2024, 3909/2024, 17/7/2025
print
Τίτλος:
C.B. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1303/2024, 3909/2024, 17/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

17 Ιουλίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

                                                                               Υπόθεση Αρ.:  1303/2024

Μεταξύ:

C.B.,

                         Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                          Καθ' ων η Αίτηση

Υπόθεση Αρ.:  3909/2024

 Μεταξύ:

C.A.E.,

                    Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                                 Καθ' ων η Αίτηση

 

 

ΑΙΤΗΣΗ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 04.04.2025

 

Δικηγόρος για Αιτητές: Μ. Μπαγιαζίδου  

Δικηγόροι Καθ’ ων η αίτηση: Ν.Νικολάου (κ.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση αίτηση, οι Αιτητές στις ως άνω προσφυγές αιτούνται, δια της συνηγόρου τους, την συνεκδίκαση των δύο αυτών

 

προσφυγών.

 

Τα γεγονότα των υποθέσεων αυτών, ως καταγράφονται στην υπό εξέταση αίτηση, καταδεικνύουν ότι οι δύο Αιτητές σύναψαν σχέση από το Καμερούν πριν την είσοδό τους στη Δημοκρατία, στα πλαίσια της οποίας, απέκτησαν ένα τέκνο. Η οικογένεια διαμένει μαζί στην Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ το τέκνο τους, συντηρείται κυρίως από τον Αιτητή στην προσφυγή αρ. 3909/2024.

 

Ως λόγος της υποβληθείσας αίτησης προβάλλεται ότι η συνένωση των δύο προσφυγών εξυπηρετεί την οικονομία χρόνου και δαπανών. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι η συνένωση υπηρετεί και διασφαλίζει την αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του ανήλικου τέκνου, το οποίο, σύμφωνα με τους Αιτητές, συνίσταται στη διαμονή του μαζί με αμφότερους τους γονείς του. Επισημαίνεται επιπλέον ότι η κοινή εκδίκαση των προσφυγών αποκλείει κάθε ενδεχόμενη δυσχέρεια που θα μπορούσε να ανακύψει από τη χωριστή εκδίκασή τους, καθώς τυχόν διαφορετική έκβαση θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την οικογενειακή ενότητα και, κατ’ επέκταση, το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου.

 

Η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση συμφώνησε με την συνεκδίκαση των προσφυγών.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου για συνένωση προσφυγών διέπεται από το συνδυασμό προνοιών του Κανονισμού 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και της Δ.14, Κ.2 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού.

 

Οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες εξετάζεται αίτημα για συνένωση προσφυγών έχουν αναλυθεί πλειστάκις στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Προσφάτως, η αδελφή μου Δικαστής, Χ. Πλαστήρα, συνόψισε τη σχετική νομολογία στην απόφαση της 7ης Μαΐου 2025, στις υποθέσεις αρ. 81/23 και 1420/24, L.E.E. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου και CN κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, όπου καταγράφοντας τα ακόλουθα:

 

«Κρίνω σκόπιμο σε αυτό το σημείο να παραθέσω τις νομολογιακές αρχές όσον αφορά την συνεκδίκαση των υποθέσεων.

 

Στην Γεωργίου v. Δήμου Λεμεσού (Αρ. 4) (1992) 4 Α.Α.Δ. 3225, λέχθηκαν τα κατωτέρω (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«[.]

Οι σχετικές δικονομικές διατάξεις δε συναρτούν τη συνεκδίκαση με την ιδιαίτερη φύση ή χαρακτήρα των επίδικων θεμάτων αλλά με τη συνάφεια του νομικού και πραγματικού βάθρου στο οποίο στηρίζονταιΕφόσον διαπιστώνεται ότι τα κοινά σημεία, νομικά και πραγματικά, μεταξύ των προτεινόμενων για συνεκδίκαση προσφυγών είναι, σε σύγκριση με τις διαφορές, τέτοιας σημασίας και έκτασης που να στοιχειοθετούν ουσιώδη συνάφεια μεταξύ των επίδικων θεμάτων, μπορεί να διαταχθεί η συνένωσή τους χάριν της καλής απονομής της δικαιοσύνης. Στην απόφαση του Εφετείου Μακρίδης ν. Μιχαηλίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 416, εξηγείται το πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκείται η εξουσία για συνεκδίκαση και οι σκοποί οι οποίοι επιτυγχάνονται. Η αίτηση στην υπόθεση εκείνη αφορούσε τη συνένωση εφέσεων η οποία διέπεται από κανόνες ανάλογους προς τη συνένωση αγωγών ή προσφυγών (Δ.35, Θ28). Το κριτήριο για τη συνένωση για σκοπούς εκδίκασης δύο ή περισσότερων εφέσεων, και κατ' αναλογία αγωγών και προσφυγών, είναι το όφελος που μπορεί να προκύψει από την ταυτόχρονη εκδίκασή τους στην απονομή της δικαιοσύνης, θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος δικαστηρίου.  Η περίσωση εξόδων και η αποφυγή της πολλαπλότητας των διαδικασιών είναι μεταξύ των παραγόντων που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και, κατά κανόνα, συνηγορούν υπέρ της συνεκδίκασης. Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στη Μακρίδης είναι αποκαλυπτικό ως προς τις συνέπειες που συνεπάγεται διαταγή για τη συνεκδίκαση δύο ή περισσότερων υποθέσεων:-

 

"Η συνένωση για τους σκοπούς της Δ.35, κ.28 δε συνεπάγεται ούτε τη συγχώνευση, ούτε την εξομοίωση των επίδικων θεμάτων που εγείρονται σε κάθε μια από τις εφέσεις που θα συνεκδικαστούν. Τα επίδικα θέματα της κάθε έφεσης διατηρούν την αυτοτέλειά τους. Η περίσωση χρόνου και δαπάνης, η αποφυγή επαναλήψεων καθώς και η ευχερέστερη κατανόηση των επίδικων θεμάτων, με τον αποκλεισμό κάθε δυσχέρειας που θα μπορούσε να προκύψει από το διαχωρισμό τους, αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου να διατάξει τη συνεκδίκαση εφέσεων."

 

[.]»

 

Στην Μιλτιάδους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318 λέχθηκαν τα κάτωθι (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«[.]

Για τον πιο πάνω λόγο, όχι μόνο είναι επιθυμητό, αλλά και επιβεβλημένο προσφυγές που προσβάλλουν την ίδια πράξη να συνεκδικάζονται και το Δικαστήριο, ή Δικαστής, ή Δικαστές που ασκούν πρωτοβάθμια δικαιοδοσία, εκδίδουν μια απόφαση για την ακύρωση ή επικύρωση ολικά ή μερικά της προβαλλόμενης πράξης - (βλ. Δένδια - "Διοικητικόν Δίκαιον" Τόμος Γ' σελ. 309, 352· Τσάτσου - "Η Αίτησης Ακυρώσεως", 3η Εκδοση, σελ. 174. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 279· Niovi Papaioannou and Others v. The Republic of Cyprus through The Educational Service Commission and Others (1989) 3 C.L.R. 38).

[..]»

Στην Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως Λτδ ν. Αpak Agro Industries κ.ά. (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1721, 1726 λέχθηκαν τα ακόλουθα ( η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Διάταγμα συνένωσης αγωγών εκδίδεται στις περιπτώσεις όπου αναμένεται ότι θα προκύψει όφελος από τη συνεκδίκαση. 

 

Η έκδοση διατάγματος συνένωσης αγωγών προς εκδίκαση ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου η άσκηση της οποίας εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Το Δικαστήριο ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια εξετάζει κατά πόσο η συνεκδίκαση των αγωγών θα εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των διαδίκων και την καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Η αποφυγή πολλαπλότητας των διαδικασιών, ο περιορισμός των εξόδων καθώς και η οικονομία του δικαστικού χρόνου είναι παράγοντες που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου επί του θέματος. ΒλHadjiathanassiou v. Parperides and Others (1975) 1 C.L.R. 401 και Healey and Others ν. A. Waddington and Sons Ltd and Others [1954] 1 All E.R. 861.»

 

Επομένως, ως προκύπτει ανωτέρω, το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να διατάξει την συνένωση των προσφυγών υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία ήτοι κατά πόσον υφίστανται κοινά νομικά και πραγματικά σημεία μεταξύ των υποθέσεων που να στοιχειοθετούν ουσιώδη συνάφεια μεταξύ των επίδικων θεμάτων ούτως ώστε να εγκριθεί τέτοιου είδους αίτημα και κατά πόσο οι προσφυγές αφορούν στην ίδια πράξη. Πρόσθετα, ανάμεσα στα κριτήρια που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου για τη συνένωση για σκοπούς εκδίκασης δύο ή περισσότερων προσφυγών είναι το όφελος που θα προκύψει από την ταυτόχρονη εκδίκαση τους, η αποφυγή της πολλαπλότητας των διαδικασιών, η εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου, ο περιορισμός των εξόδων, όπως επίσης και η ορθότερη απονομή της δικαιοσύνης.»

 

Στη νομολογία λοιπόν που διέπει την εξέταση τέτοιων αιτήσεων έχουν καταγραφεί τόσο οι συνθήκες όσο και οι δικονομικές πρόνοιες που επιτρέπουν στο Δικαστήριο να εκδίδει διατάγματα συνένωσης προσφυγών, υπενθυμίζοντας ότι το ζήτημα αυτό ανάγεται στη διακριτική του ευχέρεια. Η ευχέρεια αυτή οφείλει να ασκείται υπό το πρίσμα της εύρυθμης διεξαγωγής της δίκης και της εξυπηρέτησης του συμφέροντος της δικαιοσύνης. Αντιθέτως, σε περιπτώσεις όπου οι υποθέσεις τελούν σε διαφορετικά δικονομικά στάδια, αφορούν ανόμοιες νομικές βάσεις ή διαφέρουν ως προς το αποδεικτικό υπόβαθρο και τους λόγους ακυρώσεως, η συνεκδίκαση δεν είναι ούτε επιβεβλημένη, ούτε σκόπιμη και μπορεί να δημιουργήσει κίνδυνο περιπλοκής των επίδικων ζητημάτων αντί επίλυσης τους επιφέροντας τελικώς καθυστέρηση παρά εξοικονόμηση χρόνου.

 

Εξέτασα λοιπόν την υπό κρίση αίτηση, υπό το φως των νομολογημένων αρχών. Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι η συγκατάθεση των διαδίκων δεν είναι καθοριστική· δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, ούτε επαρκεί αφ’ εαυτής για να διαταχθεί η συνεκδίκαση. Το Δικαστήριο αποφαίνεται με γνώμονα την καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης και την οικονομία της δίκης.

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα που έχω ενώπιόν μου και το περιεχόμενο των δικαστικών φακέλων, οι δύο προσφεύγοντες, μολονότι συμβιώνουν ως οικογένεια με το ανήλικο τέκνο τους στην Κυπριακή Δημοκρατία, υπέβαλαν αυτοτελώς αιτήσεις διεθνούς προστασίας. Ακολούθως εκδόθηκαν δύο διαφορετικές εκτελεστές διοικητικές αποφάσεις κατά των οποίων οι Αιτητές προέβησαν σε ξεχωριστή καταχώριση προσφυγών κατά των αντίστοιχων απορριπτικών αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου. Από τη μελέτη των δικαστικών φακέλων προκύπτει ότι ο καθένας εξ αυτών επικαλείται διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και διακριτούς λόγους δίωξης, στηριζόμενος σε ιδιαίτερα στοιχεία και αποδεικτικό υλικό. Οι ισχυρισμοί που προβάλλονται είναι ανομοιογενείς, τόσο ως προς το ιστορικό όσο και ως προς τη νομική τους βάση, χωρίς να εντοπίζεται ουσιώδης συνάφεια ή κοινότητα κρίσιμων ζητημάτων, ικανή να δικαιολογήσει την ενιαία εξέταση των προσφυγών στο πλαίσιο συνεκδίκασης.

 

Ειδικότερα, κατά την ενδελεχή εξέταση των φακέλων των δύο προσφυγών, προκύπτει σαφής διαφοροποίηση ως προς το είδος και το περιεχόμενο των επικαλούμενων διώξεων. Η Αιτήτρια στην προσφυγή με αρ. 1303/2024 στηρίζει το αίτημά της, μεταξύ άλλων, στην ιδιότητά της ως οροθετικής (θετική σε HIV), στο ότι υπήρξε μάρτυρας ληστείας στον χώρο εργασίας της και στον ισχυρισμό ότι δέχθηκε απειλές μετά την αναγνώριση ενός εκ των δραστών. Όσον αφορά το ανήλικο τέκνο, το οποίο εντάσσεται στην αίτηση της μητέρας του, δεν προβάλλεται οποιοσδήποτε αυτοτελής ισχυρισμός που να στοιχειοθετεί ανεξάρτητη ανάγκη διεθνούς προστασίας.

 

Αντιθέτως, ο Αιτητής στην προσφυγή με αρ. 3909/2024 επικαλείται φόβο δίωξης από τον θείο του για λόγους που σχετίζονται με οικογενειακή διαμάχη αναφορικά με τη διαχείριση περιουσίας, υποστηρίζοντας ότι υπήρξε απειλή κατά της ζωής του προκειμένου ο εν λόγω συγγενής να ιδιοποιηθεί την κληρονομιά του αποβιώσαντος πατέρα του. Περαιτέρω, αναφέρεται σε πολιτική δράση του εν λόγω προσώπου, χωρίς, ωστόσο, να τεκμηριώνεται, ως κρίθηκε, ο ισχυρισμός αυτός με συγκεκριμένα ή επαρκή αποδεικτικά μέσα.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε τις αιτήσεις και των δύο Αιτητών, πλην όμως, το αιτιολογικό των απορριπτικών αποφάσεων διαφοροποιείται ουσιωδώς, όπως και τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά στα οποία αυτές ερείδονται. Ειδικότερα, στην περίπτωση της Αιτήτριας της προσφυγής αρ. 1303/2024, η Υπηρεσία Ασύλου αποδέχθηκε την βασιμότητα ορισμένων ισχυρισμών της, όπως την ύπαρξη της ληστείας και την οροθετικότητά της, χωρίς ωστόσο να αναγνωρίσει ότι στοιχειοθετείται ατομική στοχοποίηση ή σοβαρός λόγος δίωξης. Αντιθέτως, στην περίπτωση του Αιτητή στην προσφυγή αρ. 3909/2024, το σύνολο των προβαλλόμενων ισχυρισμών κρίθηκε ατεκμηρίωτο, αναξιόπιστο και στερούμενο ουσιαστικής αποδεικτικής δύναμης.

 

Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, προκύπτει σαφώς ότι δεν συντρέχει ούτε πραγματική ούτε νομική συνάφεια τέτοιας φύσεως, ώστε να καθιστά τη συνεκδίκαση των εν λόγω προσφυγών αναγκαία ή πρόσφορη. Φρονώ κατά τούτο ότι η συνεκδίκαση δεν ενδείκνυται, καθόσον θα αναιρούσε την ανάγκη για εξατομικευμένη και πλήρη δικαστική κρίση επί των ισχυρισμών κάθε προσφεύγοντος, όπως απαιτείται σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας, οι οποίες είναι κατεξοχήν προσωποπαγείς και εξαρτώνται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις προσωπικές συνθήκες κάθε αιτητή. Η ενιαία εξέταση των υποθέσεων θα ενείχε τον κίνδυνο σύγχυσης και αποδυνάμωσης της αποτίμησης των επιμέρους και ειδικών περιστάσεων, ιδίως σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου τα προβαλλόμενα πραγματικά και νομικά ζητήματα διαφέρουν ουσιωδώς. Αντιθέτως, η συνένωση θα καθιστούσε δυσχερέστερη την απονομή της δικαιοσύνης, προσδίδοντας ανεπιεικώς συλλογικό χαρακτήρα σε ζητήματα που απαιτούν εξατομικευμένη και διακριτή αξιολόγηση.

 

Το Δικαστήριο δεν παραγνωρίζει τα επιχειρήματα που προβάλλονται εκ μέρους των προσφευγόντων αναφορικά με τη διαφύλαξη του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, καθώς και στο άρθρο 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, λαμβάνει υπόψη τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί ανάγκης προστασίας του βέλτιστου συμφέροντος του ανήλικου τέκνου τους, το οποίο διαβιοί με τους δύο γονείς στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Ωστόσο, η οικογενειακή σχέση μεταξύ των προσφευγόντων και η ύπαρξη του κοινού τους τέκνου, παρότι δύνανται να τεκμηριώνουν οικογενειακό δεσμό κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, δεν ασκούν επιρροή επί της κρίσης του Δικαστηρίου αναφορικά με τη διαδικαστική προϋπόθεση της συνεκδίκασης. Η ύπαρξη συγγενικής ή οικογενειακής σχέσης δεν αρκεί αυτοτελώς για να δικαιολογήσει ενιαία αξιολόγηση των προσφυγών, όταν τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που τίθενται προς κρίση είναι απολύτως διακριτά και ερείδονται σε μη συγκρίσιμες βάσεις. Η συνεκδίκαση απαιτεί, πέραν της τυχόν προσωπικής ή οικογενειακής σύνδεσης, τη συνδρομή ουσιώδους ομοιότητας ή αλληλεξάρτησης των υποθέσεων υπό το πρίσμα του εφαρμοστέου δικαίου και των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, στοιχείο που εν προκειμένω απουσιάζει.

 

Περαιτέρω, τα ζητήματα που άπτονται της προστασίας της οικογενειακής ζωής και του συμφέροντος του τέκνου δεν ανήκουν στο πεδίο εξέτασης της παρούσας αίτησης, αλλά αποτελούν ουσιαστικά δεδομένα, τα οποία δύνανται να τύχουν συνεκτίμησης κατά την τελική κρίση επί της ουσίας των προσφυγών ή ενδεχομένως σε μεταγενέστερη διοικητική ή δικαστική διαδικασία και/ή κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας από την αρμόδια Αρχή.

 

Ειδικότερα, ακόμη και στο υποθετικό ενδεχόμενο διαφοροποίησης της έκβασης των δύο προσφυγών – με απόρριψη της μίας και αποδοχή της άλλης – ζητήματα που άπτονται της οικογενειακής ενότητας, της προστασίας του τέκνου ή της μη επαναπροώθησης, δύνανται να εξεταστούν κατά την υλοποίηση της σχετικής διοικητικής πράξης απομάκρυνσης ή/και στο πλαίσιο αιτήματος για παραμονή για ανθρωπιστικούς λόγους. Υπό το φως αυτό, το Δικαστήριο υπενθυμίζει την επισήμανση  του  Εφετείου  στην Henria Tchabon Tchioundje[1] (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Σημειώνεται ότι η εκτέλεση απόφασης (της Υπηρεσίας Ασύλου, εν προκειμένω) για απόρριψη αίτησης διεθνούς προστασίας δεν έχει αφ' εαυτής ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του αιτητή από τη Δημοκρατία και είναι έτσι καταρχήν συμβατή με την Αρχή της μη επαναπροώθησης και το προρρηθέν Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση ΔΕΕ ημερ. 19.6.2018 στην Υπόθεση C-181/16 Gnandi, σκέψη 55), αφού η απομάκρυνσή του υλοποιείται με μεταγενέστερη διοικητική πράξη, ήτοι το διάταγμα απέλασης/απόφασης επιστροφής.  Θεωρούμε ότι κατ' αναλογία το ίδιο ισχύει και για τη δικαστική απόφαση με την οποία απορρίπτεται δικαστική προσφυγή του αιτητή διεθνούς προστασίας ή/και η υπ' αυτού υποβληθείσα αίτηση επαναφοράς».

 

Κατά συνέπεια, η απόρριψη του αιτήματος συνεκδίκασης ουδόλως αποκλείει τη μελλοντική προστασία των θεμελιωδών αυτών δικαιωμάτων, όπου και εφόσον τούτο καταστεί αναγκαίο.

 

Ενόψει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη συνεκδίκαση των δύο προσφυγών καθώς αυτή δεν εξυπηρετεί την οικονομία της δίκης, ούτε την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η υπό κρίση αίτηση απορρίπτεται χωρίς καμία διαταγή για έξοδα.

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.