C.J.T. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 1349/2024, 31/7/2025
print
Τίτλος:
C.J.T. ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 1349/2024, 31/7/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 1349/2024

 

31 Ιουλίου, 2025

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

C.J.T.

Αιτήτρια 

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Κ. Κουπαρή (κα) , Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Χ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος  για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερομηνίας 07/03/2024, η οποία της κοινοποιήθηκε στις 05/04/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για διεθνή προστασία ως άκυρη και στερούμενη οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ως προκύπτουν από τον Διοικητικό Φάκελο έχουν ως ακολούθως:

 

Η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υπήκοος Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής «ΛΔΚ»), την οποία εγκατέλειψε στις 10/07/2022 και αφίχθη στη Δημοκρατία στις 19/07/2022.

 

Στις 26/07/2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και ακολούθως εξεδόθη έκθεση αναφοράς ειδικών αναγκών της Αιτήτριας στη βάση του άρθρου 9ΚΔ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία αναφέρει ότι η Αιτήτρια ενδέχεται να αποτελεί θύμα σεξουαλικής κακοποίησης, χωρίς ωστόσο να ανακύπτουν ή Αιτήτρια να δηλώνει ότι χρήζει ιδιαίτερων διαδικαστικών αναγκών (βλ. ερ. 5-6 δ.φ.).

 

Στις 27/07/2022 έλαβε χώρα συνέντευξη αξιολόγησης της ευαλωτότητας της Αιτήτριας,  βάσει του πορίσματος της οποίας η Αιτήτρια αποτελεί άτομο μεσαίου ρίσκου καθώς δήλωσε ότι αποτελεί θύμα σεξουαλικής κακοποίησης στη χώρα καταγωγής της (βλ. ερ. 26 -13 δ.φ.).

 

Στις 29/01/2024 διεξήχθη η συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός και στις 05/03/2024 ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος της, η οποία εγκρίθηκε στις 07/03/2024.

 

Στις 05/4/2024 ετοιμάστηκε επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου προς την Αιτήτρια σχετικά με την απόρριψη του αιτήματός της και την αιτιολόγηση της απόφασης, την οποία εκείνη παρέλαβε ιδιοχείρως την ίδια μέρα.

 

Στις 16/4/2024 η Αιτήτρια καταχώρησε,  δια της συνηγόρου της, την υπό εξέταση προσφυγή.  

 

Δια του εισαγωγικού της δικογράφου, η συνήγορος της Αιτήτρια προωθεί αορίστως πλήθος ισχυρισμών οι οποίοι δεν προωθούνται στο σύνολό τους δια της γραπτής της αγόρευσης.

 

Δια της τελευταίας ωστόσο, η κα Κουπαρή προωθεί λόγους ακύρωσης του οποίους απέσυρε κατά τη διάρκεια των ενώπιών μου διευκρινήσεων, υιοθετώντας μόνο τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας από τους Καθ΄ων η αίτηση. Ειδικότερα, η κα Κουπαρή ισχυρίζεται ότι οι Καθ΄ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη την ευαλωτότητα της Αιτήτριας, καθώς και να την παραπέμψουν σε ψυχολόγο προκειμένου να εξακριβωθεί το αληθές των ισχυρισμών της (βλ. σελ. 2 Γραπτής Αγόρευσης της Αιτήτριας). Προωθεί επίσης ότι δεν εξετάστηκε ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί πρόθεσης της οικογένειάς της να την ωθήσει σε αναγκαστικό γάμο. Καταλήγει η κα Κουπαρή ότι η Αιτήτρια εμπίπτει στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των γυναικών που έχουν πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης και είναι μονογονιοί, με αποτέλεσμα να εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου και ζητά την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω της παράλειψης των Καθ΄ ων η αίτηση να παραπέμψουν την Αιτήτρια σε ψυχολόγο σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 9 και 15 του περί Προσφύγων Νόμου, στη δε περίπτωση που το Δικαστήριο προχωρήσει σε ex nunc έλεγχο της υπόθεσης, η κα Κουπαρή προωθεί ότι θα πρέπει να εκχωρηθεί στην Αιτήτρια προσφυγικό καθεστώς ως μέλος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή άλλως να της χορηγηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Η συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση, δια της δικής της αγόρευσης υπεραμύνεται της νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης απόφασης και αντιτείνει ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος τεκμηρίωσης της αίτησης της,  η έρευνα και η αξιολόγηση των ισχυρισμών της από τους Καθ' ων η Αίτηση ήταν πλήρης και επαρκής, το δε όργανο που την εξέδωσε ήταν εκ του Νόμου αρμόδιο να το πράξει. Σε σχέση δε με την παράλειψή τους να παραπέμψουν την Αιτήτριας σε ψυχολόγο, οι Καθ΄ων η αίτηση αντιτείνουν ότι τα άρθρα 9 και 15 του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της εξετάζουσας αρχής να παραπέμψει τον εκάστοτε Αιτητή/τρια σε ψυχολόγο, στη δε περίπτωση της Αιτήτριας δεν συνέτρεχε κανένας λόγος παραπομπής της σε ψυχολόγο, δεδομένων και των όσων εκείνη δήλωσε καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της.

 

Δια της απαντητικής της αγόρευσης, η συνήγορος της Αιτήτριας επαναλαμβάνει ότι η Αιτήτρια έχει ένα ανήλικο τέκνο το οποίο γέννησε όταν ήταν ανήλικη και ορφανή και ως εκ τούτου, βάσει των άρθρων 9 και 15 θα έπρεπε να παραπεμφθεί σε ψυχολόγο προκειμένου να διαπιστωθεί η αξιοπιστία των δηλώσεών της. Καταλήγει δε η κα Κουπαρή, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και να επιστραφεί στην Υπηρεσία Ασύλου προκειμένου να διεξαχθεί ορθή έρευνα.

 

Κατά την ενώπιόν μου ακρόαση στις 24/06/2025, το Δικαστήριο αρχικά υπέβαλε ερωτήσεις στην Αιτήτρια ως προς τους ισχυρισμούς της προκειμένου να της δώσει τη δυνατότητα να παραθέσει περαιτέρω στοιχεία και/ή πληροφορίες αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός της. Η Αιτήτρια επανέλαβε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της επειδή κακοποιήθηκε σεξουαλικά το 2006, ενώ προσέθεσε ότι την απειλούσε η οικογένειά της, ήτοι οι θείες της και οι θείοι της, καθώς μετά το περιστατικό του βιασμού της δημιουργήθηκε αποστροφή προς τους άνδρες, πλην όμως τα μέλη της οικογένειάς της ήθελαν να την εξαναγκάσουν σε γάμο με άνδρα. Κληθείσα να αποσαφηνίσει αν η οικογένειά της την πίεζε ή την απειλούσε, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι της προκλήθηκε τραυματισμός στον εγκέφαλο, επειδή την πίεζαν να παντρευτεί με άντρα, ενώ η ίδια ήθελε να φύγει για να ξεχάσει ότι της συνέβη.

 

Ερωτήθηκε επιπρόσθετα αναφορικά με το σεξουαλικό της προσανατολισμό και δη στο εάν διατηρεί σήμερα σχέση με γυναίκα, η Αιτήτρια απάντησε ότι δε διατηρεί με γυναίκες σχέσεις προχωρημένου βαθμού αλλά ούτε ποτέ σύναψε ερωτική σχέση με γυναίκα, προβάλλοντας εκ νέου αποστροφή προς το ανδρικό φύλο.  Κληθείσα να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο άλλαξε η ζωή της όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν ομοφυλόφιλη, η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι καλύτερο για εκείνη αφού πληγώθηκε από άνδρες. Στη συνέχεια η Αιτήτρια αποκρίθηκε σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, ότι δεν έχει συνάψει ποτέ σχέση με άνδρα, ωστόσο με τις γυναίκες προσπαθεί, χωρίς όμως να έχει προχωρήσει σε οποιαδήποτε σχέση, παρά την έλευση πολλών ετών από το ισχυριζόμενο περιστατικό βιασμού της και την ισχυριζόμενη μεταστροφή της στην ομοφυλοφιλία. Ως προς τα μέλη της οικογένειάς της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η ενήλικη πλέον κόρη της διαμένει στην Kinshasa με τη θεία της, πόλη στην οποία εξακολουθούν να διαμένουν τα αδέρφια της, με τα οποία διατηρεί επικοινωνία.

 

Η δε συνήγορος της Αιτήτριας, κατά την ανωτέρω ακρόαση αποσύνδεσε τον ισχυρισμό παραπομπής της Αιτήτριας σε ψυχολόγο από την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των δηλώσεών της, προβάλλοντας αποκλειστικά ότι θα πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη και να επιστραφεί η υπόθεση στην Υπηρεσία Ασύλου προκειμένου να εξεταστεί δεόντως το αίτημα της Αιτήτριας.

 

Αξιολογώντας αρχικά τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω του ότι δεν τηρήθηκαν τα άρθρα 15 και 9 του περί Προσφύγων Νόμου, αφού δεν παραπέμφθηκε σε ψυχολόγο λόγω της ευαλωτότητάς της, αρχικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι το άρθρο 15, όπως ορθώς εντοπίζουν οι Καθ΄ων η αίτηση μέσω της δική τους αγόρευσης, προβλέπει:

 

« Ιατρική και ψυχολογική εξέταση αιτητή

 

15.-(1) Όταν ο αρμόδιος λειτουργός κρίνει σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) και το εδάφιο (3) του άρθρου 16 και τα εδάφια (3) έως (5) του άρθρου 18, και με την επιφύλαξη της συγκατάθεσης του αιτητή, παραπέμπει τον αιτητή για εξέταση σε ιατρό ή/και ψυχολόγο, όσον αφορά:

 

(α) Ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν∙ και

 

(β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας.

 

Το δε άρθρο 9ΚΔ  του ιδίου Νόμου, αναφέρει :

 

«Αξιολόγηση των ειδικών αναγκών υποδοχής και διαδικαστικών αναγκών των ευάλωτων προσώπων

 

9ΚΔ.-(1) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 9ΚΓ, απαιτείται ατομική εκτίμηση  για να  διαπιστωθεί κατά πόσο συγκεκριμένο πρόσωπο είναι αιτητής με ειδικές ανάγκες υποδοχής και, εάν είναι, για να προσδιοριστούν αυτές οι ειδικές ανάγκες υποδοχής.  Κατά τη διενέργεια της προαναφερόμενης εκτίμησης, απαιτείται ατομική συνεκτίμηση για να διαπιστωθεί κατά πόσο το ίδιο πρόσωπο είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων και, εάν είναι, για να προσδιοριστούν οι διαδικαστικές του ανάγκες και να τύχει της αναγκαίας υποστήριξης και των ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων.  Οι εν λόγω εκτιμήσεις διενεργούνται χωρίς επηρεασμό της εκτίμησης των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

 

(2) Οι ατομικές εκτιμήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) διενεργούνται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος κατά τα αρχικά στάδια υποβολής της αίτησης, χωρίς η εμβέλεια αυτής της εκτίμησης να περιορίζεται κατ’ ανάγκην στα αναφερόμενα στο ειδικό έντυπο που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3).

 

(3) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος άρθρου -

 

(α) Ο υπεύθυνος στο χώρο υποβολής της αίτησης συμπληρώνει ειδικό έντυπο, ο τύπος του οποίου αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο, στο οποίο αναφέρει τυχόν ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή καθώς και τη φύση των αναγκών αυτών, όπου αυτό είναι εφικτό∙

 

(β) στο πλαίσιο των αρχικών ιατρικών εξετάσεων στις οποίες υποβάλλεται ο αιτητής δυνάμει του άρθρου 9Ζ, ο εξετάζων ιατρός, ψυχολόγος ή άλλος ειδικός ετοιμάζει έκθεση για την ύπαρξη τυχόν ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών του αιτητή καθώς και τη φύση των αναγκών αυτών∙

 

(γ) σε περίπτωση που ο αιτητής φιλοξενείται σε κέντρο φιλοξενίας, οι κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι που εργάζονται σε αυτό διαπιστώνουν, μετά από διεξαγωγή προσωπικών συνεντεύξεων με τον κάθε διαμένοντα, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την εισδοχή του αιτητή στο κέντρο φιλοξενίας, κατά πόσο οι διαμένοντες στο κέντρο φιλοξενίας αντιμετωπίζουν οποιεσδήποτε ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες και ετοιμάζουν σχετική έκθεση στην οποία αναφέρουν και τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών∙

 

(…)

(4)(α) Τα έντυπα και οι εκθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3)  κοινοποιούνται άμεσα στην Υπηρεσία Ασύλου σε σφραγισμένο φάκελο.

 

(β) Η Υπηρεσία Ασύλου-

 

(i) Αποφασίζει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, για την ανάγκη παροχής ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών, αναφέροντας στην εν λόγω απόφαση τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών, αφού λάβει υπόψη της τις πληροφορίες και τα στοιχεία που περιέχονται  στα έντυπα και στις εκθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3), και

 

(ii) παραπέμπει τον αιτητή με ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες στις αρμόδιες αρχές για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (6).

 

(γ) Η Υπηρεσία Ασύλου αν το κρίνει αναγκαίο, διεξάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτητή αναφορικά με τις ειδικές ανάγκες υποδοχής του ή/και διαδικαστικές ανάγκες του ή/και ζητεί συμβουλές από εμπειρογνώμονες επί ειδικών ζητημάτων.

 

(…)

 

(6) Σε αιτητή που διαπιστώνεται ότι είναι αιτητής με  ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες σύμφωνα με το παρόν άρθρο, οι αρμόδιες αρχές -

 

(α) Παρέχουν υποστήριξη, η οποία λαμβάνει υπόψη τις ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διεθνούς προστασίας∙ και

 

(β) μεριμνούν για την κατάλληλη παρακολούθηση της κατάστασής του.

 

(7) Μόνο ευάλωτα πρόσωπα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9ΚΓ θεωρούνται ότι έχουν ειδικές ανάγκες υποδοχής και επωφελούνται της ειδικής στήριξης που παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.»

 

Ισχυρισμός της συνηγόρου της Αιτήτριας είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω μη παραπομπής της Αιτήτριας σε ψυχολόγο, ως ευάλωτο πρόσωπο.  Σε σχέση με τον ισχυρισμό αυτό, το Δικαστήριο διαπιστώνει τα ακόλουθα:

 

Αρχικά διαπιστώνω ότι βάσει του άρθρου 15 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον αρμόδιο λειτουργό η παραπομπή της Αιτήτριας σε ψυχολόγο προκειμένου να διαπιστωθούν ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν ή συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας. Ως εκ τούτου, δεν προκύπτει καθολική υποχρέωση των Καθ΄ων η αίτηση να παραπέμψουν την Αιτήτρια σε ψυχολόγο, αφού αφενός μεν αυτό επαφίεται στη διακριτική τους ευχέρεια, αφετέρου δε κατά την αξιολόγηση της ευαλωτότητάς της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση καθώς μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί, δεν αντιμετωπίζει κάποια αναπηρία, δεν αντιμετωπίζει διαταραχές ύπνου, ουδέποτε ανέπτυξε αυτοκτονικές τάσεις και δεν κάνει χρήση αλκοόλ και/ή άλλων ουσιών. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης γύρω από την ευαλωτότητά της, η Αιτήτρια ήταν συνεργάσιμη και πρόθυμη να μοιραστεί στοιχεία και/ή πληροφορίες, μιλούσε με συνεκτικό και οργανωμένο τρόπο και βρισκόταν σε καλή σωματική και ψυχολογική κατάσταση (βλ. ερ. 18 δ.φ.). Στη βάση των ανωτέρω στοιχείων αλλά και βάσει των όσων δήλωσε η συνήγορός της Αιτήτριας, το Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι η Αιτήτρια δε χρήζει παραπομπής σε ψυχολόγο, καθώς δεν ανέκυψε κάποιο στοιχείο εκ του οποίου να προκύπτει το αντίθετο, δεδομένων των δηλώσεών της γύρω από την κατάσταση της υγείας σε συνδυασμό με το χρόνο κατά τον οποίο δήλωσε ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά, ήτοι 16 χρόνια πριν της υποβολή του αιτήματός της.

 

Ούτε όμως διακρίνω στοιχεία τα οποία απορρέουν από την προφορική συνέντευξη της Αιτήτριας, εκ των οποίων κρίνεται ότι θα έπρεπε εκείνη να παραπεμφθεί σε ψυχολόγο, όπως η συνήγορός της διατείνεται. Συγκεκριμένα, έχοντας σταχυολογήσει το πρακτικό της προφορικής συνέντευξης της Αιτήτριας, διαπιστώνω ότι εκείνη δήλωσε ότι κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης βρισκόταν σε καλή κατάσταση (βλ. ερ. 51 δ.φ.) και δεν αντιμετωπίζει κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας (βλ. ερ. 50 δ.φ.). Στο δε τέλος της προφορικής της συνέντευξης, η Αιτήτρια δήλωσε ότι αντιλήφθηκε όλες τις ερωτήσεις που τις τέθηκαν, ότι όσα αναγράφονται στο πρακτικό της προφορικής της συνέντευξης αντικατοπτρίζουν πλήρως τις δηλώσεις της,  ευχαρίστησε την αρμόδια λειτουργό και τόνισε ότι δεν έχει κάτι άλλο να προσθέσει. Ακολούθως έθεσε στο ανωτέρω πρακτικό την υπογραφή της.

 

Στη βάση των ανωτέρω στοιχείων, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν ανέκυψαν ενδείξεις εκ των οποίων θα έπρεπε να έχει κριθεί  από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι η Αιτήτρια χρήζει παραπομπής σε ψυχολόγο, στη βάση του άρθρου 15 (1) του Περί Προσφύγων Νόμου. 

 

Αξιολογώντας τώρα τις πρόνοιες του άρθρου 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου, καθίσταται αρχικά σαφές ότι αυτές φορούν την αξιολόγηση των ειδικών αναγκών υποδοχής και διαδικαστικών αναγκών των ευάλωτων προσώπων. Ειδικότερα, το εδάφιο 1 προνοεί ότι απαιτείται ατομική συνεκτίμηση για να διαπιστωθεί κατά πόσο το ίδιο πρόσωπο είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων και, εάν είναι, για να προσδιοριστούν οι διαδικαστικές του ανάγκες και να τύχει της αναγκαίας υποστήριξης και των ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων.

 

Στην υπό εξέταση υπόθεση, δεδομένων των δηλώσεων της Αιτήτριας κατά την αξιολόγηση της ευαλωτότητας της,  οι Καθ΄ων η αίτηση ορθώς έκριναν ότι η Αιτήτρια δε χρήζει της διαδικαστικής εγγύησης της παραπομπής σε ψυχολόγο, αφού εκείνη δήλωσε μεν ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά πριν 19 χρόνια, ήτοι το 2006, πλην όμως αποσαφήνισε ότι η κατάσταση της σωματικής και ψυχολογικής της υγείας είναι καλή, εκείνη ήταν συνεργάσιμη και πρόθυμη να παράσχει πληροφορίες και ο λόγος της ήταν συνεκτικός και οργανωμένος.

 

Κατά τη δε διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, παρατηρώ ότι τέθηκαν στην Αιτήτρια επαρκείς ερωτήσεις προκειμένου εκείνη να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς της, η προφορική της συνέντευξη πραγματώθηκε με τη βοήθεια διερμηνέα κατανοητού προς εκείνη, ενώ στο τέλος της η Αιτήτρια όχι μόνο επιβεβαίωσε την ορθότητα του αντίστοιχου πρακτικού θέτοντας την υπογραφή της και δηλώνοντας ότι δεν έχει κάτι άλλο να προσθέσει, αλλά ευχαρίστησε και τον αρμόδιο λειτουργό επειδή της έδωσε τη δυνατότητα να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς της. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν ανέκυψε καμία ανάγκη ειδικής διαδικαστικής εγγύησης προς το πρόσωπο της Αιτήτριας, δεδομένων των δηλώσεών της γύρω από την κατάσταση της σωματικής αλλά και ψυχολογικής υγείας.

 

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν ανέκυψε κάποια ανάγκη παροχής διαδικαστικών εγγυήσεων προς το πρόσωπο της Αιτήτριας σε σχέση με την συνθήκες υποδοχής της, αλλά ούτε και η ανάγκη παραπομπής της σε ψυχολόγο.

 

Παρατηρώ επίσης ότι η συνήγορος της Αιτήτριας αρχικά προωθεί τον εν λόγω ισχυρισμό σε συνάρτηση με την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της Αιτήτριας, πλην όμως στη συνέχεια αποσυνδέει τον προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης από την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της Αιτήτριας, καλεί το παρόν Δικαστήριο να μην προβεί σε ex nunc αξιολόγηση του αιτήματός της Αιτήτριας αλλά να ακυρώσει και επιστρέψει την προσβαλλόμενη απόφαση στην Υπηρεσία Ασύλου, προβάλλοντας ωστόσο γενικά και αόριστα ότι παραβιάστηκαν οι διαδικαστικές εγγυήσεις επειδή η Αιτήτρια δεν παραπέμφθηκε σε ψυχολόγο, αγνοώντας τις δηλώσεις της Αιτήτριας γύρω από τη σωματική και ψυχολογική της κατάσταση.

 

Πέραν όμως των πιο πάνω, παραπέμπω και σε απόφαση του Εφετείου, στην έφεση με αρ. 107/23,  ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ ν. Q.B.T. , ημερομηνίας 11 Φεβρουαρίου 2025, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

«Παρότι οι εν προκειμένω αιτούμενες θεραπείες δεν ζητούν ειδικώς και ρητώς τη διενέργεια δικαστικού ελέγχου ορθότητας/ουσίας επί της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, εκτιμούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κωλύετο από του να διενεργήσει έλεγχο ορθότητας/ουσίας επί της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, λόγω του ότι τελεί υπό δέσμια εξουσία να διενεργεί τέτοιο έλεγχο κατ' επιταγήν του Άρθρου 11(3) και (4) του Νόμου 73(Ι) του 2018, ως ερμηνεύεται νομολογιακά. 

 

Συγκεκριμένα, η από πλευράς μας τυχόν υιοθέτηση της προσέγγισης την οποία προτείνει η Εφεσείουσα θα προσέκρουε στη νομολογία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά την οποία, σε τέτοιου είδους υποθέσεις, ο έλεγχος τον οποίο διενεργεί το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 11 του Νόμου 73(Ι) του 2018 δεν περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας, αλλά επεκτείνεται και στην εξέταση της ορθότητας της υπόθεσης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 26/2020 Δημοκρατία ν. Singh, απόφαση ημερ. 10.9.2024).

 

Αφού, λοιπόν, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέχει εκ του Νόμου υποχρέωση για διενέργεια ελέγχου ορθότητας/ουσίας κάθε διοικητικής απόφασης ή πράξης η οποία αναφέρεται στο Άρθρο 11(4) του Νόμου 73(Ι) του 2018, όπως είναι η ενώπιόν μας επίδικη, κρίνουμε ότι αυτός ο έλεγχος διενεργείται ανεξαρτήτως του αν ζητήθηκε ειδικά και ρητά ως θεραπεία στην πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσης.

 

Δεδομένου ότι το Άρθρο 11(3) και (4) του Νόμου 73(Ι) του 2018 (μεταξύ άλλων) ενσωματώνει (ως υποδηλοί το προοίμιο του Νόμου) το Άρθρο 46.3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L180, 29.6.2013, σελ.60), εκτιμούμε ότι η ως άνω προσέγγιση συνάδει και με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «το ΔΕΕ») ως προς την ερμηνεία του τελευταίου αυτού Άρθρου.

 

Συγκεκριμένα, με την απόφασή του ημερ. 29.7.2019 στην Υπόθεση C-556/17 Τorubarov, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι το αρμόδιο εθνικό Δικαστήριο (το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην κυπριακή δικαιοταξία) πραγματοποιεί πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσων και των νομικών ζητημάτων και ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας (σκέψη 51).»

 

 

Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός που προβάλλει η συνήγορος της Αιτήτριας απορρίπτεται, καθότι όχι μόνο βάσει των πραγματικών περιστατικών της παρούσας δεν προκύπτει πλημμέλεια στη διαδικασία παραχώρησης διαδικαστικών εγγυήσεων αφού η Αιτήτρια ουδέποτε απέδειξε ότι χρειαζόταν την στήριξη ψυχολόγου, αλλά και ενόψει της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου όπως αναλύθηκε νομολογιακά, το ίδιο το Δικαστήριο προχώρησε σε εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας και της έδωσε το δικαίωμα ακρόασης και σε δεύτερο βαθμό.

 

Προχωρώντας τώρα στην ουσία του αιτήματος της Αιτήτριας, σημειώνεται ότι το παρόν Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάσει και την ορθότητα της παρούσας υπόθεσης, η οποία απορρέει από τα εδάφια (2), (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/ 2018). Ως εκ τούτου, κρίνω αναγκαίο όπως αρχικά παρατεθούν οι ισχυρισμοί που προέβαλε η Αιτήτριας κατά τη διαδικασία προώθησης της αίτησης της για διεθνή προστασία.

 

Κατά την καταγραφή της αίτησής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της επειδή την κακοποίησαν σεξουαλικά δύο άντρες με αποτέλεσμα να μείνει έγκυος. Το εν λόγω περιστατικό έλαβε χώρα όταν η ίδια ήταν 16 ετών και επειδή ήταν παρθένα αποφάσισε να μη συνάψει ποτέ σχέση με άντρα. Καθώς επιθυμούσε να μείνει μακριά από την οικογένειά της, εργάστηκε σε ένα εστιατόριο, μάζεψε χρήματα και εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της (βλ. ερ. 1 διοικητικού φακέλου, εφεξής «δ.φ.»).

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης αναφορικά με την αξιολόγηση της ευαλωτότητας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της επειδή έχασε την παρθενία της σε ηλικία 16 ετών κατόπιν βιασμού και στη  συνέχεια έμεινε έγκυος. Έκτοτε ανέπτυξε μια αποστροφή για τους άνδρες με αποτέλεσμα να προτιμάει τις γυναίκες. Επειδή όμως αυτό δεν άρεσε στην οικογένειά της, η ίδια αποφάσισε να εγκαταλείψει τη ΛΔΚ. Ως προς το χρόνο κατά τον οποίο έλαβε χώρα ο βιασμός της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι έλαβε χώρα το 1996. Κληθείσα να περιγράψει πως αυτό επηρέασε τη ζωή της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι έκτοτε μισεί τους άνδρες. Ως προς την αντιμετώπιση που έλαβε από την οικογένειά της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι αρνήθηκε να παντρευτεί άνδρα και γι’ αυτό το λόγο εγκατέλειψε τη ΛΔΚ. Ερωτηθείσα αν αντιμετώπισε κάποιο άλλο πρόβλημα στη ζωή της, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά. Ως προς τον τρόπο που κατάφερε να εγκαταλείψει τη ΛΔΚ, η Αιτήτρια δήλωσε ότι διέθετε χρήματα επειδή εργαζόταν. Η Αιτήτρια αποσαφήνισε ότι δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα με την υγεία της, δεν έχει αναπηρίες ή δυσκολίες ύπνου, ούτε αυτοκτονικές τάσεις και δε κάνει χρήση αλκοόλ και καπνού (βλ. ερ. 26 – 17 δ.φ.).

 

Κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης και σε σχέση με τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην Kinshasa. Αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια δήλωσε άγαμη, μητέρα ενός ενήλικου τέκνου (γεννήθηκε το 2007) το οποίο διαμένει με την αδερφή της στην ανωτέρω πόλη. Ως προς την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η μητέρα της απεβίωσε, ο δε πατέρας της τους εγκατέλειψε σε μικρή ηλικία. Προσέθεσε ότι η ίδια ανετράφη από τη μητρική της θεία και ότι στην Kinshasa βρίσκονται και 2 αδερφοί και 3 αδερφές της. Σε σχέση με το μορφωτικό της επίπεδο και την εργασιακή της εμπειρία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ξεκίνησε να σπουδάζει οικονομικά στο πανεπιστήμιο PNU, πλην όμως αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές της λόγω οικονομικών προβλημάτων. Αργότερα εργάστηκε για ενάμιση χρόνο ως υπάλληλος εστιατορίου και έξη μήνες ως καθαρίστρια στην Kinshasa, ενώ τη βοηθούσε οικονομικά και η μητρική της θεία. (βλ. ερ. 5- 47 δ.φ.).

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής της δήλωσε ότι τη βίασαν 2 άνδρες οι οποίοι φορούσαν μάσκες και είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους. Στη συνέχεια διαπίστωσε ότι έμεινε έγκυος και δεν ήθελε να περιβάλλεται από άνδρες. Η οικογένειά της τη συμβούλευε και την πίεζε να παντρευτεί και ως εκ τούτου εκείνη αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη ΛΔΚ (βλ. ερ. 46 3Χ δ.φ.).

 

Ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η οικογένειά της, ήτοι οι μητρικές της θείες, θα την αναγκάσουν να παντρευτεί (βλ. ερ. 45 2Χ δ.φ.).

 

Ζητηθείσα να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με το περιστατικό της σεξουαλικής της κακοποίησης, η Αιτήτρια δήλωσε ότι συνέβη το 2006 καθώς επέστρεφε από την εκκλησία στις 9 το βράδυ, έχοντας ολοκληρώσει εκεί ένα σεμινάριο. Στη συνέχεια η οικογένειά της διαπίστωσε ότι είχε αποστασιοποιηθεί από τους άνδρες και θέλαν αυτό να αλλάξει, αλλά η ίδια αρνήθηκε. Κληθείσα εκ νέου να περιγράψει τι συνέβη το συγκεκριμένο βράδυ, η Αιτήτρια δήλωσε ότι επέστρεφε μόνη στην οικία της από την εκκλησία, επικρατούσε σκοτάδι, είχαν κόψει το ρεύμα ως είθισται στην Αφρική και ότι οι θύτες ήταν κρυμμένοι και φορούσαν μάσκες. Ως προς το μήνα που φέρεται να έλαβε χώρα το εν λόγω περιστατικό, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δε θυμάται. Προέβαλε μάλιστα ότι εκείνη την εποχή έβρεχε, γεγονός που είχε προκαλέσει τη διακοπή του ρεύματος.

 

Ερωτηθείσα ποιο στοιχείο και/ή πληροφορία είναι σε θέση να ανακαλέσει από το συγκεκριμένο βράδυ, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι της άφησαν ένα άσχημο «σουβενίρ» το οποίο την ανάγκασε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Κληθείσα να αναφέρει όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ, χωρίς να αναφερθεί στην αναγκαστική σεξουαλική πράξη στην οποία φέρεται να υποβλήθηκε, η Αιτήτρια απάντησε ότι είχε πάει σε ένα σεμινάριο στην εκκλησία και ως είθισται, στο τέλος παρέμειναν στο χώρο λίγο περισσότερο. Η εκκλησία βρισκόταν στην περιοχή Kimbangu και η οικία της στην περιοχή Ngiri Ngiri. Στη μέση της διαδρομής της επιτέθηκαν 2 άγνωστοι άνδρες, της έκλεισαν το στόμα και την οδήγησαν σε ένα τούνελ. Αφού τη βίασαν, οι θύτες τράπηκαν σε φυγή. Ως προς την ενδυμασία τους, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δε θυμάται την αμφίεσή τους, παρά μόνο ότι φορούσαν μαύρες κουκούλες και φαινόταν τα μάτια τους. Σε σχέση με τη σωματοδομή τους, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ήταν σκοτεινά και δεν έχει σαφή εικόνα. Η Αιτήτρια προέβαλε στο συγκεκριμένο σημείο ότι οι εν λόγω άνδρες ίσως να ήταν μέλη της συμμορίας Kulunas, χωρίς ωστόσο να παραθέτει κάποιο άλλο ενισχυτικό στοιχείο η πληροφορία προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση.

 

Κληθείσα να περιγράψει πως αντέδρασε μετά το εν λόγω περιστατικό, η Αιτήτρια απάντησε ότι επέστρεψε στην οικία της και ενημέρωσε τη θεία της και την αδερφή της σχετικά με το τι είχε συμβεί. Η θεία της της είπε να μην αναφέρει σε κανένα τίποτα. Μετά από μερικές εβδομάδες άρχισε να αισθάνεται κάποιες αλλαγές στο σώμα της, για τις οποίες εκείνη ενημέρωσε τη θεία της. Ζητηθείσα να περιγράψει τι αισθανόταν, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ένιωθε περίεργα, ένιωθε τις μυρωδιές και το σώμα της δεν αισθανόταν καλά. Η θεία της τη ρώτησε εάν της ήρθε έμμηνος ρύση και πήγε στο φαρμακείο να αγοράσει ένα τεστ εγκυμοσύνης. Ως προς το εάν επισκέφτηκε το νοσοκομείο μετά τη σεξουαλική της κακοποίηση, η Αιτήτρια δήλωσε απάντησε αρνητικά, επικαλούμενη ότι η θεία της αγόρασε ένα τεστ, το οποίο αφού το έκανε, διαπιστώθηκε ότι είχε μείνει έγκυος. Ως προς το χρόνο που υποβλήθηκε στο εν λόγω τεστ, η Αιτήτρια δήλωσε ότι το έκανε ένα μήνα μετά το βιασμό της. Ζητηθείσα να περιγράψει το εν λόγω τεστ, η Αιτήτρια δήλωσε ότι βάζεις τα ούρα σε ένα δοχείο και ελέγχεις εάν είσαι έγκυος (βλ. ερ. 43 1Χ δ.φ.).

 

Ως προς τον τρόπο που φέρεται να αντέδρασε μετά την πληροφόρηση του ότι ήταν έγκυος, η Αιτήτρια προέβαλε ότι η θεία της είπε ότι θα πρέπει να φανεί δυνατή γιατί είναι έγκυος, ότι στην οικογένεια δεν κάνουν εκτρώσεις και ότι δεν θα πρέπει να πει τίποτα σε κανένα. Στη συνέχεια έκλαψε πολύ. Η Αιτήτρια στη συνέχεια δήλωσε ότι δεν πήγε στο νοσοκομείο και την αστυνομία επειδή δε διέθετε χρήματα (βλ. ερ. 42 1Χ δ.φ.).

 

Ερωτηθείσα εάν διαθέτει πιστοποιητικό γέννησης της κόρης της, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά (βλ. ερ. 42 3Χ δ.φ.)

 

Κληθείσα στη συνέχεια να περιγράψει τη ζωή της ως άγαμη μητέρα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι επειδή δεν ζούσαν οι γονείς της, πέρασε πολύ δύσκολα και αναγκάστηκε να εργαστεί σε ως καθαρίστρια και υπάλληλος εστιατορίου. Αποσαφήνισε μάλιστα ότι αν και τη στήριζε η οικογένειά της, αυτό δεν ήταν αρκετό. Η θεία της πρόσεχε την κόρη της όσο η ίδια εργαζόταν, ενώ η τόσο εκείνη όσο και η αδερφή της εξακολουθούν να μεγαλώνουν/προσέχουν την κόρη της (βλ. ερ. 42 2Χ – 3Χ δ.φ.).

 

Ζητηθείσα να αποσαφηνίσει τις δηλώσεις περί των πιέσεων που δεχόταν από τις θείες της προκειμένου να παντρευτεί, η Αιτήτρια δήλωσε ότι μόλις την πλησίαζαν άντρες, εκείνη σκεφτόταν τη στιγμή του βιασμού της και τους απέρριπτε. Ως προς το χρόνο κατά τον οποίο η οικογένειά της άρχισε να την πιέζει να παντρευτεί, η Αιτήτρια δήλωσε ότι συνέβη το 2022 επειδή έβλεπαν ότι δε παντρεύτηκε. Κληθείσα να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο οι θείες της την πίεζαν να παντρευτεί αν και η κόρη της είχε ήδη γίνει 15 χρονών, η Αιτήτρια επέδειξε άγνοια (βλ. ερ. 42 2Χ, 41 1Χ δ.φ.). Ως προς τις πιέσεις που δεχόταν, η Αιτήτρια επανέλαβε ότι της έλεγαν να παντρευτεί και εκείνη έλεγε όχι. Δεδομένου ότι η κόρη της είχε σχεδόν ενηλικιωθεί κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, η Αιτήτρια ρωτήθηκε για ποιο λόγο εξακολουθεί να την πιέζει να παντρευτεί η οικογένειά της και εκείνη απάντησε ότι δε γνωρίζει, ίσως φοβούνται ότι θα μείνει μόνη της.

 

Ερωτηθείσα εάν την ανάγκασε κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της το 2022, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά, εξηγώντας ότι ήθελε να πάει κάπου μακριά από τη χώρα της για να αλλάξει παραστάσεις (βλ. ερ. 41 1Χ δ.φ.).

 

Στην έκθεση - εισήγηση, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς (material facts). Ο πρώτος αφορά στην ταυτότητα, το προφίλ και την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι το 2006 κακοποιήθηκε σεξουαλικά από 2 άνδρες με αποτέλεσμα να κυοφορήσει την κόρη της.

 

Από τους πιο πάνω αναφερόμενους ισχυρισμούς, μόνο ο πρώτος έγινε αποδεκτός.

 

Ο δεύτερος ωστόσο ισχυρισμός έτυχε απόρριψης. Συγκεκριμένα, αξιολογώντας την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τις περιγραφές της Αιτήτριας ως επιφανειακές, ασαφείς και στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας, αφού η τελευταία δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει το χρόνο κατά τον οποίο φέρεται να έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης, η δε δήλωσή της περί του ότι η εν λόγω επίθεση της άφησε ένα κακό «σουβενίρ» δεν αξιολογήθηκε ως ενισχύουσα την αξιοπιστία των δηλώσεών της. Ως προς τους λόγους για τους οποίους δήλωσε ότι δε ζήτησε βοήθεια από την αστυνομία, οι δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι ενδεχομένως οι θύτες να ήταν μέλη των Kulunas κρίθηκαν ως ασαφείς και μη ευλογοφανείς, αφού η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει άλλα στοιχεία που να συνδέουν τους φερόμενους ως θύτες, με την εν λόγω ομάδα.

 

Ακολούθως ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς περιγραφές των ατόμων που δήλωσε ότι την κακοποίησαν σεξουαλικά, αφού το μόνο στοιχείο που προέβαλε ήταν ότι φορούσαν κουκούλες και φαινόταν μόνο τα μάτια τους. Παράλληλα, οι δηλώσεις της Αιτήτριας αναφορικά με τον τρόπο που αντέδρασε μετά την κακοποίησή της κρίθηκαν ως επιφανειακές και ασαφείς, καθώς εκείνη προέβαλε ότι απλά επέστρεψε στην οικία της χωρίς να επισκεφθεί το νοσοκομείο. Η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση, σύμφωνα με τον αρμόδιο λειτουργό, να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους παρέλειψε να καταφύγει στο νοσοκομείο και την αστυνομία μετά το βιασμό της, αφού προέβαλε ασαφώς ότι η θεία της της είπε να μην αναφέρει σε κανένα τίποτα και στη συνέχεια την υπέβαλε σε ένα τεστ κατά τη διάρκεια του οποίου διαπιστώθηκε η εγκυμοσύνη της. Σχολιάζει ο αρμόδιος λειτουργός ότι θα αναμενόταν από την Αιτήτρια, παρά το ότι αναφέρεται σε ένα τραυματικό γεγονός, να είναι σε θέση να παραθέσει περαιτέρω βιωματικού χαρακτήρα πληροφορίες και /ή περιγραφές.

 

Αναφορικά με τις δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι την πίεζε η οικογένειά της να παντρευτεί, οι δηλώσεις της κρίθηκαν ως στερούμενες νοηματικής και χρονικής συνοχής, αφού εκείνη δεν κατάφερε να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο η οικογένειά της άρχισε να την πιέζει να παντρευτεί το 2022, αν και ο βιασμός της φέρεται να έλαβε χώρα το 2006. Παράλληλα, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει επίσης το λόγο για τον οποίο η οικογένειά της δεν την πίεζε να παντρευτεί νωρίτερα, δεδομένου ότι εκείνη είχε ήδη γεννήσει την κόρη της το 2007.

 

Για τους ανωτέρω λόγους, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δε θεμελιώνεται η εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

 

Διερευνώντας την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα σε εξωτερικές πηγές, εκ της οποίας διαπιστώθηκε ότι η έμφυλη και σεξουαλική βία αποτελεί ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα στη ΛΔΚ, πλην όμως λόγω της αδυναμίας της Αιτήτριας να θεμελιώσει την αξιοπιστία των δηλώσεών της κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματική εμπειρία, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστος.

 

Κατά την αξιολόγηση του κινδύνου που η Αιτήτρια ενδέχεται να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά έκρινε το εκπεφρασμένο φόβο της Αιτήτριας ως αβάσιμο και μη δικαιολογημένο, καθώς ο συνδεόμενος με τον εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος.

 

Αναφορικά με τον μη εκπεφρασμένο φόβο της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα αναφορικά με τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στη ΛΔΚ, πλην όμως έκρινε ότι συγκεκριμένα η Αιτήτρια αποτελεί μια νέα, υγιή, γυναίκα, η οποία ουδέποτε αντιμετώπισε πρόβλημα στη χώρα καταγωγής της παρά το ότι διέθετε ένα ανήλικο τέκνο εκτός γάμου, το οποίο, όπως και η Αιτήτρια, απολαμβάνουν επι σειρά ετών βοήθεια από το οικογενειακό τους δίκτυο, ήτοι τις μητρικές θείες και τις αδερφές της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε ότι δεν απορρέει κάποιος κίνδυνος για την Αιτήτρια, σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, o οποίος να συνδέεται με τα στοιχεία του προσωπικού της προφίλ.

 

Τέλος, κατόπιν σχετικής έρευνας εκ της οποίας διαπίστωσε ότι η κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa είναι σταθερή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε το φόβο της Αιτήτριας ως αβάσιμο και μη δικαιολογημένο σε όλα του τα σκέλη.

 

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε νομική ανάλυση λαμβάνοντας υπόψιν το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας και την ανωτέρω αξιολόγηση κινδύνου,  καταλήγοντας στο ότι δεν συντρέχουν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξής της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, όπως το άρθρο 3 (1) του Περί Προσφύγων νόμων 2000-2020 προνοεί και άρα δεν πληροί τις προϋποθέσεις του καθεστώτος του πρόσφυγα.

 

 Στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός εξέτασε το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Καθώς κατά την αξιολόγηση κινδύνου δεν ανέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι κατά την επιστροφή της στην Kinshasa, η Αιτήτρια θα έρθει αντιμέτωπη με θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή θα υποβληθεί σε απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ή ότι τέλος θα κινδυνεύσει ως άμαχη λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας στα πλαίσια εσωτερικής ή εξωτερικής σύγκρουσης στην Kinshasa, σύμφωνα με τα άρθρα 19 (2) (α) (β) και (γ), ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις εκχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. 

 

 

Τα στοιχεία του προσωπικού προφίλ της Αιτήτριας, της χώρας καταγωγής και του τόπου τελευταίας συνήθους διαμονής της, δεν έχουν αμφισβητηθεί από την Αιτήτρια ούτε κατά την δικαστική διαδικασία και γίνονται αποδεκτά καθώς δεν προκύπτουν περί του αντιθέτου στοιχεία.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ωστόσο γύρω από τις δηλώσεις της περί του ότι έπεσε θύμα βιασμού από τρεις άγνωστους άνδρες το 2006, συνεπεία του οποίου το 2007 γέννησε την κόρη της,  το Δικαστήριο κρίνει ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ούτε κατά τη διάρκεια της διοικητικής αλλά ούτε και κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας. Συγκεκριμένα, από το σύνολό των ενώπιόν μου στοιχείων η Αιτήτρια επικαλείται ασαφώς, επιφανειακά και χωρίς περιγραφική λεπτομέρεια ότι το 2006 τη βίασαν στην Kinshasa δύο άγνωστοι άνδρες, οι οποίοι φορούσαν κουκούλες, ενώ εκείνη βρισκόταν καθ’ οδόν για το σπίτι της από την εκκλησία. Παρ’ όλα αυτά, η Αιτήτρια εν ήταν σε θέση να παραθέσει κανένα άλλο στοιχείο και/ή πληροφορία η οποία να ενισχύει την αξιοπιστία των δηλώσεών της, καθώς και να  αποσαφηνίσει το λόγο για τον οποίο αν και δήλωσε ότι έπεσε θύμα βιασμού του 2006, παρέμεινε στη χώρα καταγωγής της μέχρι το 2022, ήτοι για 16 χρόνια, χωρίς ουσιαστικά να έχει αντιμετωπίσει κάποιο άλλο πρόβλημα.

 

Ούτε όμως ήταν σε θέση να εξηγήσει η Αιτήτρια το λόγο για τον οποίο παρέλειψε να επισκεφθεί το νοσοκομείο μετά το φερόμενο βιασμό της αλλά ούτε και το λόγο για τον οποίο παρέλειψε να καταγγείλει το περιστατικό στην αστυνομία. Η δε απόκρισή της περί του ότι δεν προέβη σε καταγγελία λόγω του ότι, ενδεχομένως, τα άτομα που την βίασαν να ήταν μέλη της συμμορίας Kuluna, αξιολογείται από το Δικαστήριο ως στερούμενος συνοχής αφού η συγκεκριμένη δήλωσε κρίνεται ως μια ασαφής και υποθετική εικασία της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου, το παρόν Δικαστήριο κρίνει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά αναξιόπιστο.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές γύρω από το φαινόμενο της σεξουαλικής κακοποίησης των γυναικών στη ΛΔΚ, εκ της οποίας ανέκυψε έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για την κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων το έτος 2022 στη ΛΔΚ, που δημοσιεύτηκε στις 20 Μαρτίου 2023 και σημειώνει τα κάτωθι: «Ο νόμος για τη σεξουαλική βία ποινικοποιεί τον βιασμό όλων των προσώπων, αλλά ο νόμος δεν εφαρμόζεται συχνά. Ο βιασμός και άλλες μορφές βίας λόγω φύλου ήταν ευρέως διαδεδομένες σε όλη τη χώρα, ακόμη και σε περιοχές χωρίς ένοπλες συγκρούσεις. Οι επιζώντες σπάνια ανέφεραν κάτι τέτοιο για πολιτιστικούς και κοινωνικούς λόγους και οι δράστες σπάνια τιμωρήθηκαν. Ο βιασμός ήταν επίσης κοινός και χρησιμοποιήθηκε ως τακτική σε περιοχές ένοπλων συγκρούσεων. Ο νομικός ορισμός του βιασμού δεν περιλαμβάνει βιασμό συζύγου ή βιασμό από στενό σύντροφο. Απαγορεύει επίσης τους εξωδικαστικούς συμβιβασμούς (για παράδειγμα, ένα συνηθισμένο πρόστιμο που καταβάλλει ο δράστης στην οικογένεια της επιζήσασας), αλλά τέτοιες πρακτικές εξακολουθούν να συμβαίνουν. Τόσο οι διεθνείς οργανισμοί όσο και οι τοπικές ΜΚΟ ανέφεραν ότι οι γυναίκες που επιζούσαν βιασμό αναγκάζονταν μερικές φορές να πληρώσουν πρόστιμο για να επιστρέψουν στις οικογένειές τους και να αποκτήσουν πρόσβαση στα παιδιά τους. Οι σύζυγοι συχνά χώριζαν τις συζύγους που έπεφταν θύματα βιασμού. Ο νόμος επιτρέπει στις επιζήσασες σεξουαλικής βίας να παραιτηθούν από την εμφάνιση στο δικαστήριο και επιτρέπει τις κλειστές ακροάσεις για την προστασία του απορρήτου. Η ελάχιστη ποινή που προβλέπεται για την καταδίκη για βιασμό είναι μια ποινή φυλάκισης πέντε ετών, και τα δικαστήρια μερικές φορές επιβάλλουν τέτοιες ποινές σε καταδίκες για βιασμό, στις σπάνιες περιπτώσεις που τα εγκλήματα εκδικάζονται. Ορισμένες διώξεις έγιναν για βιασμό και άλλα είδη σεξουαλικής βίας».[1]

 

Στη βάση των ανωτέρω πηλοφοριών, το Δικαστήριο διαπιστώνει μεν ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας βρίσκουν έρεισμα στις διαθέσιμες πληροφορίες, πλην όμως, λόγω της αδυναμίας να θεμελιώσει την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών της, οι δηλώσεις της αξιολογούνται ως αντικατοπτρίζουσες ευρέως γνωστές πληροφορίες αναφορικά με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής της και όχι βιωματικά περιστατικά.  Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται ως μη αξιόπιστος στο σύνολό του και μαζί με αυτόν οι συναφείς ισχυρισμοί της συνηγόρου της περί ευαλωτότητας της Αιτήτριας, λόγω του ότι εκείνη κατά την υποβολή της αίτησής της, το 2022, δήλωσε ότι έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης στη χώρα καταγωγής της το 2006.

 

Αξιολογώντας τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί του ότι μετά το περιστατικό της σεξουαλικής της κακοποίησης ανέπτυξε αποστροφή προς το ανδρικό φύλο γεγονός που επέφερε την αλλαγή του σεξουαλικού της προσανατολισμού, το Δικαστήριο κρίνει τα ακόλουθα: Αρχικά παρατηρείται ότι όχι μόνο ότι κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης η Αιτήτρια ουδέποτε δήλωσε ότι είναι ομοφυλόφιλη ή προέβαλε κάποιο συναφή ισχυρισμό αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη ΛΔΚ, αλλά και στο τέλος της προφορικής της συνέντευξης ανέφερε ότι δεν έχει να προσθέσει κάτι άλλο πλην των όσων δήλωσε ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού. Το εν λόγω γεγονός, σε συνδυασμό με το ότι η γενεσιουργός αιτία του υπό εξέταση ισχυρισμού ήταν ο φερόμενος βιασμός της, ο οποίος απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, αποδυναμώνουν εκ προοιμίου τον υπό εξέταση ισχυρισμό.

 

Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο, έχοντας θέσει ερωτήματα στην Αιτήτρια αναφορικά με το σεξουαλικό της προσανατολισμό, προκύπτει ότι εκείνη προέβαλε ότι από το 2006, χρόνο κατά τον οποίο δήλωσε ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά, μέχρι το 2022, χρόνο κατά τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, δε σύναψε οποιαδήποτε σχέση ούτε με άνδρα αλλά ούτε και με γυναίκα, δήλωση η οποία κρίνεται ως στερούμενη ευλογοφάνειας. Ερωτηθείσα από το Δικαστήριο εάν σύναψε σχέση με γυναίκα τα τελευταία 19 χρόνια, η Αιτήτρια απάντησε ότι δεν σύναψε σχέση προχωρημένου βαθμού με οιαδήποτε γυναίκα, αναιρώντας ουσιαστικά τον ίδιο της τον ισχυρισμό. Η Αιτήτρια, σε μια αδύναμη προσπάθεια να στοιχειοθετήσει της δηλώσεις της περί ομοφυλοφιλίας, προέβαλε ότι κάνει παρέα με γυναίκες, επικαλούμενη κατ΄ επανάληψη, πλην ανεπαρκώς,  τη φερόμενη αποστροφή της προς τους άνδρες λόγω του βιασμού της το 2006, χωρίς ωστόσο να παραθέτει στοιχεία τα οποία παραπέμπουν σε ομοφυλόφιλο άτομο. Ενδεικτικά, όταν ζητήθηκε από την Αιτήτρια να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο άλλαξε η ζωή της όταν αντιλήφθηκε τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, εκείνη περιορίστηκε και πάλι σε δηλώσεις αναφορικά με την αποστροφή της προς τους άνδρες χωρίς ωστόσο να παραθέτει στοιχεία τα οποία συνηγορούν υπέρ του ότι είναι ομοφυλόφιλη. Για τους ανωτέρω λόγους, οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίνονται ως εσωτερικά μη αξιόπιστες.

 

Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των σχετικών δηλώσεων της Αιτήτριας, το Δικαστήριο κρίνει ότι λόγω της υποκειμενικής και προσωπικής φύσης του υπό εξέταση ισχυρισμού, οι δηλώσεις της αποτελούν το μοναδικό προς αξιολόγηση στοιχείο καθώς το εάν η Αιτήτρια αποτελεί ομοφυλόφιλο άτομο, δεν είναι ένα ζήτημα που μπορεί να διασταυρωθεί από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ως εκ τούτου, λόγω της αδυναμίας της Αιτήτριας να θεμελιώσει την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών της, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

 

Σε σχέση με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί του ότι η οικογένειά της την απειλούσε επειδή ήθελαν να την αναγκάσουν να παντρευτεί, αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι, νοηματικά, ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλεται σε συνέχεια των προηγούμενων δύο ισχυρισμών οι οποίοι απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο ως μη αξιόπιστοι και ως εκ τούτου η αξιοπιστία του κρίνεται και πάλι αποδυναμωμένη εκ προοιμίου. Σε κάθε περίπτωση, οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίνονται από το Δικαστήριο ως αόριστες, αντιφατικές και στερούμενες ευλογοφάνειας. Ειδικότερα, αρχικά η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο αν και δήλωσε ότι συνειδητοποίησε την ομοφυλοφιλία της το 2006-2007 μετά το φερόμενο βιασμό της, εν τέλει δέχτηκε πιέσεις από την οικογένειά της προκειμένου να παντρευτεί μετά από 15 χρόνια και ενώ η κόρη της είχε σχεδόν ενηλικιωθεί, τοποθέτηση η οποία  κρίνεται ως στερούμενη ευλογοφάνειας.

 

Παράλληλα, η Αιτήτρια ενώπιον μου δήλωσε ότι οι πράξεις της οικογένειάς της συνίσταντο αποκλειστικά σε λεκτικές πιέσεις για να παντρευτεί, αποδυναμώνοντας έτσι τις δηλώσεις της περί απειλών. Συν τοις άλλοις, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει με ακρίβεια  τα άτομα τα οποία την απειλούσαν αφού ενώπιον μου δήλωσε αόριστα ότι την πίεζαν οι θείες και οι θείοι της, αργότερα όμως μετά από ερώτηση του Δικαστηρίου, εκείνη επιβεβαίωσε ότι το πρόσωπο που την απειλούσε ήταν θεία της, η οποία με την αδερφή της Αιτήτριας έχουν αναθρέψει την κόρη της. Το Δικαστήριο κρίνει λοιπόν ως νοηματικά αντιφατικές τις δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι η θεία την βοήθησε και ακόμα τη βοηθάει στην ανατροφή της κόρης της, παρόλα αυτά την απείλησε επειδή ήθελε να την ωθήσει σε αναγκαστικό γάμο με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Το εν λόγω συμπέρασμα αποδυναμώνεται και από τις δηλώσεις της Αιτήτριας η οποία επιβεβαίωσε ότι ουδέποτε η θεία της γνώρισε ή την ενημέρωσε ότι θα την φέρει σε επαφή με ένα άνδρα τον οποίο εκείνη θα έπρεπε να παντρευτεί. Για όλους τους ανωτέρω λόγους, το Δικαστήριο κρίνει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα ως προς την επικράτηση της πρακτικής του αναγκαστικού γάμου στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και εντόπισε αρχικά ότι το Άρθρο 40 του Συντάγματος της ΛΔΚ θεσπίζει ότι κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να παντρεύεται ένα πρόσωπο του αντίθετου φύλου και να δημιουργεί οικογένεια. Ο γάμος θεωρείται θεμελιώδης κοινωνικός θεσμός, ο οποίος προστατεύεται και προωθείται από τις δημόσιες αρχές ως βασικός πυλώνας της κοινωνικής συνοχής. Επιπλέον, ο Οικογενειακός Κώδικας (Άρθρα 442-444) ορίζει ότι ο γάμος συνιστά τη δημιουργία ενός νοικοκυριού, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο οι σύζυγοι αλλά και τα ανήλικα τέκνα τους καθώς και άλλα εξαρτώμενα μέλη[2].

 

Επιπρόσθετα, ο αναγκαστικός γάμος θεωρείται ποινικό αδίκημα και τιμωρείται με έως και 12 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας και υψηλά πρόστιμα, ενώ σε περιπτώσεις ανηλίκων κάτω των 15 ετών οι ποινές διπλασιάζονται, αν και οι διώξεις για εξαναγκαστικούς γάμους είναι σπάνιες, γεγονός που καταδεικνύει την αδυναμία επιβολής του νόμου[3].

 

Παρόλα αυτά, έκθεση της UNHCR του Οκτωβρίου 2022, η οποία κατέγραψε ότι στη χώρα, μόνο το Μάιο του 2022, σημειώθηκαν 103 περιπτώσεις βιασμού, 81 περιστατικά καταναγκαστικής εργασίας, 68 περιπτώσεις ανθρωποκτονίας, 40 περιπτώσεις καταναγκαστικού γάμου και 58 περιπτώσεις στρατολόγησης παιδιών[4].

 

Επιπλέον, στην ετήσια έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και του INTERSOS του 2021, αναφέρεται ότι στη ΛΔΚ καταγράφηκαν 76 περιπτώσεις αναγκαστικού γάμου χωρίς να γίνεται διάκριση του φύλου. Ακόμη αναφέρεται ότι «σε περιπτώσεις εξαναγκαστικών γάμων γενικά, δράστες είναι τα μέλη της οικογένειας των θυμάτων, και σε περιπτώσεις βιασμού είναι τα μέλη της κοινότητας που θεωρούνται ως δράστες».[5]

 

Καταληκτικά, αν και οι ανωτέρω πληροφορίες επιβεβαιώνουν την εφαρμογή της πρακτικής του αναγκαστικού γάμου στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, πλην όμως λόγω αδυναμίας της τελευταίας να στοιχειοθετήσεις τους ισχυρισμούς της κατά τρόπο που παραπέμπει σε βιωματικές εμπειρίες, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη το μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό της Αιτήτριας, τις προσωπικές της περιστάσεις, καθώς και της πληροφορίες αναφορικά με τη ΛΔΚ και δη την Kinshasa,  θα αξιολογήσω εάν ανακύπτουν για εκείνους λόγοι εκ των οποίων μπορεί να πιθανολογηθεί ευλόγως, ότι σε περίπτωση επιστροφής της  εκεί, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβη.

 

Σκιαγραφώντας το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας με βάσει τα ενώπιόν μου στοιχεία, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια είναι υγιής γυναίκα ηλικίας 35 ετών, σε καλή φυσική και ψυχολογική κατάσταση, χωρίς να φέρει ουδεμία ευαλωτότητα, ικανή προς εργασία αφού και η ίδια δήλωσε ότι έστελνε χρήματα στην οικογένειά της προκειμένου να χρηματοδοτήσει την ανατροφή της κόρης της,  με τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της, την Kinshasa, ευρύ και ενεργά υποστηρικτικό οικογενειακό δίκτυο με το οποίο η δήλωσε ότι διατηρεί επικοινωνία και ως εκ τούτου ευλόγως αναμένεται να τη στηρίξει εμπράκτως κατά την επιστροφή της εκεί. Ως εκ τούτου, στη βάση όλων των ανωτέρω, συνδυαστικά με την απουσία οιουδήποτε διαφαινόμενου φορέα δίωξης της Αιτήτριας σε περίπτωση που εκείνη επιστρέψει στη ΛΔΚ, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν ανακύπτουν λόγοι οι οποίοι να συνδέονται με τα στοιχεία του προσωπικού της προφίλ εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι εκείνη θα κινδυνεύσει σε περίπτωση επιστροφής της στη ΛΔΚ.

 

Κατά συνέπεια, στη προκειμένη περίπτωση, κρίνω ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο της Αιτήτριας εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που δικαιολογούν την θεμελίωση δικαιολογημένου φόβου δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. 

 

Επίσης, με βάση το προσωπικό της προφίλ και υπό το φως των ισχυρισμών που η ίδια προώθησε και απορρίφθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου αλλά και από το παρόν Δικαστήριο, δεν θεωρώ ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή της σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, καθότι ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν ανακύπτει από τους ισχυρισμούς της Αιτητή παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίησή της από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό δρώντα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί αιτητής/τρια σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο[6].  Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω να συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

 

Αναφορικά με την υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι εκείνη θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité vCommissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11,05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της αδιακρίτως ασκούμενης βίας και της ένοπλης σύρραξης και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις δηλώσεις της Αιτήτριας και βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της ως παρατέθηκε ανωτέρω, η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής της στη χώρα καταγωγής της ήταν η πρωτεύουσα Kinshasa, περιοχή επί της οποίας άλλωστε διαμένει και το οικογενειακό της δίκτυο. Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της  εκεί, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη ΛΔΚ, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Kinshasa.

 

Εκ της διεξαχθείσας έρευνας προέκυψαν στοιχεία τα οποία επιβεβαιώνουν ότι η κατάσταση ασφαλείας παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της Λ.Δ.Κ., καθώς υπάρχουν ένοπλες ομάδες και η διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης συνεχείς αναφορές για πολλές πόλεις στην ανατολική ΛΔΚ που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον προσωρινό έλεγχο ένοπλων ομάδων[7].   

 

Σε σχέση με την πόλη Kinshasa ωστόσο, πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας αλλά και της χώρας καταγωγής, δεν ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν είτε τη δραστηριοποίηση ενόπλων φορέων, αφού, από τις ανωτέρω παρατεθείσες πληροφορίες, προκύπτει  ότι οι μη κρατικοί ένοπλοι φορείς δραστηριοποιούνται κυρίως στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ[8].

 

Αναλύοντας περαιτέρω ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 22.06.2024 έως 20.06.2025, σημειώθηκαν στην εν λόγω επαρχία 28 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 235 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 12 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (17 θάνατοι), 10 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (204 θάνατοι), 2 περιστατικά συνίσταντο σε διαμαρτυρίες (κανένας θάνατος), ενώ καταγράφηκαν 4 περιστατικά μαχών ή εκρήξεων (14 θάνατοι) ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά απομακρυσμένης βίας[9].

 

Κατά συνέπεια, παρότι γενικότερα η κατάσταση στη Λ.Δ.Κ. παραμένει ασταθής, η επαρχία  Kinshasa, όπου ανήκει γεωγραφικά η πρωτεύουσα Kinshasa, η οποία αποτελεί τον προηγούμενης συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δεν πλήττεται από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕE[10].

 

Καταληκτικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι  δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Kinshasa.

 

Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της επίδικης απόφασης και ότι στο πρόσωπό της πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται €1.000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] USDOS – US Department of State: 2022 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 20 March 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2089109.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23/06/2025)

[2] DRC: Researched and compiled by the Refugee Documentation Centre of Ireland on 17 May 2011 Information on Marriage Formalities in DR Congo. https://www.ecoi.net/en/file/local/2012528/92312.pdf, (27/06/2025)

[3] DRC: Researched and compiled by the Refugee Documentation Centre of Ireland on 17 May 2011 Information on Marriage Formalities in DR Congo. https://www.ecoi.net/en/file/local/2012528/92312.pdf Βλεπίσης USDOS - US Department of State: 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2107668.html [accessed  27 June 2025]

 

[4] UNHCR – UN High Commissioner for Refugees (Author), published by UN OCHA – UN Office for the Coordination of Humanitarian Affairs: Rapport Mensuel de Monitoring de Protection; République Démocratique du Congo; Mai 2022, 25 October 2022

https://www.ecoi.net/en/file/local/2081028/rapport_national_de_monitoring_de_protection_du_mois_de_mai_2022.pdf , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23/06/2025)

[5] UNHCR – UN High Commissioner for Refugees (Author), INTERSOS (Author): Rapport Annuel; Monitoring de Protection 2021; Sous-Délegation; UNHCR Kalemie, 05/04/2022, σσ. 6, 12
https://www.ecoi.net/en/file/local/2071537/UNHCR+Kalemie-RAPPORT+ANNUEL+Monitoring+de+Protection2021.pdf ,
(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 23/06/2025)

 

[6] CJEU, C- 465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v.  Staatssecretaris van Justitie, ECLI:EU:C:2009:94,  <https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=5184758> (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/06/2024):  «32. Συναφώς, παρατηρείται ότι οι όροι «θανατική ποινή», «εκτέλεση» καθώς και «βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος» του άρθρου 15, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας, χαρακτηρίζουν περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών επικουρική προστασία διατρέχει ειδικώς τον κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής. 33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης

[7] Gov.uk, Foreign travel advice Democratic Republic of the Congo, διαθέσιμο σε https://www.gov.uk/foreign-travel-advice/democratic-republic-of-the-congo/safety-and-security, [ημερ. πρόσβασης 10/06/2025]

[8] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th,  UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/,  καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση:https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo,   UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html, USAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf, και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congο, [ημερ. πρόσβασης 25/06/2025]

[9] ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: 22/06/2024 - 22/06/2025, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Kinshasa] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard [ημερ. πρόσβασης 25/06/2025]

[10] Βλ.  C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides και στην C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali  v Staatssecretaris van Justitie


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο